Χάρτης 22 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-22/metafrash/xelgka-kroyk-poihmata
Ποτάμια χύνονται από το φόρεμά σου
από κάτω σου ο χάρτης, οι δρόμοι που στρίβουν
Το πιο φωτεινό μπλε των μπουμπουνητών
η χρυσή ρίγα από τη μπορντούρα του λαιμού που κόλλησαν πάνω σου
είσαι έγκυος με δίδυμα
το φόρεμά σου είναι από τσιμέντο
ένα σπίτι για σένα και τα παιδιά σου
από κάτω σου η σκασμένη λάσπη μόνο
Τα φορέματα ανεβαίνουν πέφτουν τα πουκάμισα
των χεριών οι δεμένοι
κόμποι στις κλωστές όπου τα ρούχα συρράβονται, τα ρούχα
στο έδαφος αδιόρατα ανάμεσα στις πέτρες
Τι είδες, πάνω από τα κεφάλια τους
τι είδε αυτή, πάνω από τα κεφάλια των αντρών
ή κατέβηκε τα σκαλιά, θαμπώθηκες
Κομποδεμένα μηνύματα από τσιμέντο
Αόρατα στο ένδυμα που γέρνει πίσω με ανοιχτά μπράτσα
τη λεκάνη βρίσκει μισοφέγγαρο φως
Διάφανα κρεμασμένο με ατσάλινο σύρμα στη ράχη
Χώροι από φως μέσα
στο λοξό βήμα
η κλωστή στο σώμα, ένα από τα σχοινιά
πολύ τεντωμένο στο κουβάρι
Τα φύλλα γύρω απ’ το στειλιάρι γραμμένα παντού σαν κιτρινισμένοι ναυτικοί χάρτες
στάθμη νερού σε άμπωτη και πλημμυρίδα, οι δίαυλοι πυκνοί
κολλημένη με ταινία στην κορυφή η σπασμένη κούπα από γυαλί
αραιά φύλλα παπαρούνας
λες κι ένα παιδί έχει περάσει φύλλα και φύλλα σε μια βέργα
την έχει χώσει σ’ ένα σκουριασμένο αλογοπέταλο, την έχει ακουμπήσει στον γυάλινο τοίχο έχει στερεώσει το λουλούδι
*
Είναι άρρωστος και δεν ονειρεύεται τα βήματα
μόνο τα ενδύματα που δείχνουν το φως
το φως είναι ένας ιστός που δημιουργεί χώρους
δύσκαμπτους και εύθραυστους
Αυτός ονειρεύεται μαλακούς τσαλακωμένους χώρους
όπου οι άνθρωποι περιβάλλονται από σκοτάδι
που προστατεύεται από φως
τυλίγει αργά προσεχτικά το ατσάλινο σύρμα
στον λαιμό του φορέματός της
Αυτή βγαίνει έξω στην υγρασία, φαίνεται
είναι σκοτεινά, βγαίνει κατευθείαν απ’ το γυαλί, πάνω στη σκόνη
τις πέτρες, τα κομματιασμένα τούβλα
ανοίγει την πόρτα, πάει να τον αναζητήσει
για ν’ ακούσει τη φωνή της να φωνάζει ό,τι δεν άκουσε ποτέ
*
Το δέρμα των ελεφάντων είναι σκληρό άνισα ζαρωμένο
σκονισμένο σαν το πάτωμα
Μόνο αυτό που θέλουμε να πάρουμε κόβουμε και αφήνουμε τα υπόλοιπα
που οι ελέφαντες θρηνούν για ώρες
το κλάμα τους συγκεντρώνει τα τμήματα των νεκρών
συγκεντρώνει τα δάκρυα που δεν ακούγονται
σ’ ένα δοχείο που δεν υπάρχει
Η μαριονέτα ονειρεύεται ότι το μικρό καφέ χωρίς πόρτα είναι ένα οχυρό
αντίστασης
ότι οι διωκόμενοι τρώνε εντελώς φανερά εκεί και λαμβάνουν τροφή που είναι κάτι άλλο
και όπου να ’ναι θα έρθουν
οι διώκτες
όλες οι χειρονομίες το ξέρουν, όλες οι προσωρινές λέξεις
λίγα στρογγυλά τραπέζια
Η μαριονέτα γράφει ότι η ευθραυστότητα της ψυχής είναι η λάμπα του σώματος
ότι η αθανασία της ψυχής είναι η εφημερότητα του σώματος.
Το έδαφος υποχωρεί, ξεσηκώνεται σκόνη
κάποια τρέχει ξυπόλητη στην τεράστια αίθουσα διαπερνώντας στο φως
αραχνοϊστούς
μόλις που αγγίζει τα θραύσματα
Πώς κάνεις ένα βήμα και ένα
το κεφάλι στον λαιμό
μπορείς να είσαι σίγουρος ότι υπάρχει έδαφος κάτω απ’ το πόδι σου
ότι θα συνεχίζει να υπάρχει διαρκώς
και κανείς δεν σε τραβά στην άκρη και συ πέφτεις
ότι τίποτε δεν κατακόβει ένα νεύρο,
έναν τένοντα ή μια καρδιά
Είναι θέμα να παραμείνεις ώσπου όλα γίνονται κατανοητά
Γιατί; Όταν μπορείς να διαφύγεις
αυτή την έκρηξη την ακαμψία σε όλες τις χωμάτινες μάζες
που έχουν παγώσει σβολιασμένες σπασμωδικά κολλημένες σε μεγαλύτερους σβόλους
Εκ νέου μεταμορφωμένες σε πρώτη ύλη
Υπολείμματα που μετά βίας παρατηρείς
τόσο μικρά, τόσο γήινα ανάμεσα σε πολύ σκληρά χώματα
ρούχα
τα πολυαγαπημένα αντικείμενα που είναι αδύνατο να αναγνωριστούν
Αυτή έχει βγει από το φόρεμά της, ένα απ’ αυτά
που είναι αφημένο εκεί έχει μεγεθυνθεί, έχει κρεμαστεί από πάνω
Όμως σχεδόν δεν το βλέπεις
μόνο το σκοτάδι μέσα του που την ακολουθεί
αυτή θα πρέπει να έχει βγει πετώντας από αυτό ενώ το φόρεμα έτρεχε ακόμη
Πτώση στο μέλλον μέσα από τον ιστό
ο χάρτης εκατομμυρίων δρόμων
ένας ιστός,
και απότομα στην πτώση αραιώνει
δισεκατομμύρια συνολικών συνδέσεων σε μικροτσίπ
μαύρα νήματα πάνω από άσπρο βυθό είναι
Δες μέσα στη μαύρη κόρη του ματιού στο θολό σκοτάδι
Είναι η πόλη όπου θέλω να επιστρέψω
Να πέσω προς τα πάνω, προς τα πίσω
οι δρόμοι όπου εσύ
ποιος με άφησε να σε συναντήσω πάλι εκεί, άλλη μια φορά στην ίδια
γωνία όπου ποτέ δεν περπατήσαμε
τη φορά αυτή τον είδα και αυτός
περπατήσαμε και περπατήσαμε στην καταστραμμένη πόλη που ακόμη δεν είχε
καταστραφεί.
Υπήρχαν πάρκα, παιδιά
με πρόσωπα σαν σπάνια αφηγήματα
και σύντομες αναφωνήσεις
αγγίξαμε τα ταριχευμένα αφανισμένα ζώα
τα τεράστια ρύγχη τους
τα μάτια σχεδόν αδύνατο να τα διακρίνουμε στο δέρμα σαν
στοιβαγμένη λάσπη
οι πάνθηρες μας έβλεπαν και αυτοί μέσ’ από τις προθήκες
οι τίγρεις έβλεπαν την απείρως ωραία πτώση του φωτός
μέσα απ’ το παράθυρο πίσω μας
γελάσαμε
il m’a appelée son spectre
Η Helga Krook (γεν. 1959) είναι ποιήτρια, μεταφράστρια και δοκιμιογράφος. Εδώ και μερικά χρόνια διδάσκει δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο Λινναίος, στη Νότια Σουηδία. Τα ποιήματα που παρουσιάζουμε εδώ είναι από την υπό έκδοση συλλογή Flod Blad Klänningar (Ποτάμι Φύλλα Φορέματα). Η ενότητα «Φορέματα» είναι μια συζήτηση της ποιήτριας με έργα του Anselm Kiefer.