ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ
Προσεχώς
Για τα επόμενα τεύχη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Βασίλης Φωτιάδης (επιμ. Aνδρέας Τσάκας)
Μαρία Κυρτζάκη (επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Ελένη Βακαλό (επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Διαστολή του χρόνου
Η έννοια αναφέρεται αρχικά σ᾽ένα δωδεκάχρονο αγόρι που εργαζόταν παραγιός σε παντοπώλη της τουρκοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης, γύρω στα μέσα του προπερασμένου αιώνα.
Ένα βράδυ, παραμονή του Πάσχα, επιστρέφοντας το παιδί από κάποια παραγγελία του μαγαζιού, πέρασε, για να κόψει δρόμο, από την αυλή της Αγίας Σοφίας. Του έκανε εντύπωση πως σαν να άναβαν φώτα μέσα στο, συνήθως έρημο, μνημείο˙ άκουσε ψαλμωδίες και μπήκε. Ο ναός ήταν παραδόξως γεμάτος κόσμο που παρακολουθούσε τη λειτουργία ψιθυρίζοντας. Έκανε αφόρητη ζέστη και μύριζε λιβάνι υπερβολικά, αλλά αποφάσισε να μείνει.
Όταν σχόλασε η εκκλησία, το παιδί μπερδεύτηκε ανάμεσα στο πλήθος που το συμπίεζε ασφυκτικά και στα σύννεφα του λιβανιού που του θόλωναν τα μάτια αλλά, εν τέλει, κατόρθωσε να βγει ασθμαίνοντας στη δροσιά τού σκοτεινού δρόμου και γύρισε στη δουλειά του.
Εκεί όμως βρήκε αρκετά αλλαγμένα τα πράγματα : νέα εμπορεύματα, άλλους πελάτες, και την ποδιά του να τη φοράει ένα άλλο παιδί. Φώναξαν το αφεντικό, έναν πληθωρικό κι ανοιχτόκαρδο Ρωμιό, που ανέβηκε έκπληκτος απ᾽το κελάρι ρωτώντας το πού γύριζε τόσον καιρό. «Πήγα πριν λίγο το τάδε θέλημα και πέρασα μια στιγμή απ᾽την Αγιά Σοφιά» είπε με ρίγος το παιδί. «Από τότε που έφυγες », του απάντησε αυστηρά το αφεντικό, «έχει περάσει ένας χρόνος!»
Το όνομα τού παιδιού δεν διασώθηκε, όπως δεν σώθηκαν άλλωστε τόσα και τόσα ονόματα ανθρώπων χαμένων στα κενά τού χρόνου, σαν τα «αγγεία φθοράς και γενέσεως» του Πλούταρχου, όπως δεν σώθηκε, φέρ᾽ειπείν, το όνομα του δεύτερου αγγελιαφόρου που ξεκίνησε μαζί με τον Θέρσιππο, έφιππος αυτός, να φέρει στην Αθήνα την είδηση του Μαραθώνα και δε λέει να φτάσει, κοντεύουν δυόμισι χιλιάδες χρόνια πια.
Χάθηκαν κι άλλοι, πολλοί. Μερικοί απ᾽αυτούς έχουν μείνει γραμμένοι σε υποσημειώσεις ή ευρετήρια, ενώ άλλοι περάσαν στο θρύλο, όπως ο Πορτογάλος βασιλέας Σεβαστιανός, που εξαφανίστηκε το 1578 κάπου στη Βόρεια Αφρική και κάποιοι μυστικά τον περιμένουν μέχρι σήμερα στην Κόιμπρα, στο Οπόρτο και στη Λισαβόνα, καθώς προσμένουν άλλοι τον Μαχντί, απόγονο του Αλή, τον δωδέκατο ιμάμη, που χάθηκε μικρό παιδί κι αυτός, κι ακόμη να φανεί από τον ένατο αιώνα.
[ Ποικίλη Ιστορία, (1991), γ´έκδ. Άγρα 2010 ]
Περούκα
O Guillaume d' Abbes de Cabrebolles (1718-1802), συνεργάτης του Ντιντερό και του ντ' Αλαμπέρ στην "Εγκυλοπαίδεια" δημοσίευσε άρθρα περί φυσιολογίας και μία πραγματεία περί πλημμυρών. Το 1758 εξέδωσε το "Ταξίδι σε φανταστικούς τόπους", από το οποίο το ακόλουθο απόσπασμα. Έμεινε γνωστός για την απάντησή του σε νεαρό συγγραφέα, ο οποίος είχε ζητήσει τη γνώμη του για το λογοτεχνικό έργο του: "Αγαπητέ φίλε, το βιβλίο σας θα δει περισσότερους κώλους παρά πρόσωπα".
Πάλιωσε η περούκα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου. Πάλιωσε το κεφάλι μου χτενίζοντας την περούκα. Με τέτοιο κεφάλι έχω απομείνει. Το παίρνω στα χέρια μου, το ακουμπάω με προσοχή πάνω στα γραμμένα χαρτιά μου: presse papier για να τα προστατεύω από τον αέρα που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, ανοιχτό τη μέρα για να απαλύνεται η οσμή του γήρατος αυτών των πεπραγμένων. Για να μη γλιστρούν τα γραμμένα χαρτιά την νύχτα, καθώς βλέπουν όνειρα και γυρίζουν πλευρό, με κίνδυνο να πέσουν από τόσο ύψος, όσο των ποδιών του γραφείου μου, στο πάτωμα και να ακρωτηριαστούν. Δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το κεφάλι μου τέτοιο γεγονός, δεν υπάρχει τεχνίτης –περουκιέρης– που θα αναλάβει το κεφάλι μου για να του φορέσει καινούρια περούκα ή τουλάχιστον να του συνεφέρει την παλιά που φοράει. Το χειρότερο είναι πως δεν τολμώ να σηκώσω το κεφάλι μου στα χέρια μου και να το φορέσω. Με μια ματιά που ρίχνω, καταλαβαίνω πως δεν μου κάνει πια: ή έχει μικρύνει ή έχει στραβώσει. Δεν έχω καιρό να αποκτήσω καινούριο. Φοβάμαι πως αν πιάσω στα χέρια μου ένα καινούριο κεφάλι, δεν θα δεχτεί να φορέσει περούκα, δεν θα δεχτεί –πολύ περισσότερο– να φορέσει την παλιά περούκα, δύσκολα βρίσκει κανείς κατάλληλο χτένι για να καλωπίσει μια παλιά περούκα. Όσο για το κεφάλι, δεν αντιλήφθηκα ότι είχα ευκαιρίες να το αλλάξω, φταίει η περούκα που ήταν πάντα όμορφα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου, με άλλα λόγια φταίει το κεφάλι μου.
Το κοριτσάκι και το γατί
Σε πολυθρόνα ψάθινη κούρνιασαν το κοριτσάκι και το γατί, πριν καλά-καλά ο ήλιος ανατείλει, αναμένοντας, χωρίς να το γνωρίζουν, το φως της καλοκαιρινής αυγής, φως που μοιράστηκαν όχι απλώς αναλογικά, αλλά σε ίσα ακριβώς μερίδια, με την ίδια διάθεση και την ίδια χαρά. Ήταν δε, τόσο μεγάλη η ικανοποίηση από το γεγονός αυτό, που με ευχαρίστηση μοναδική και γαλήνη ζηλευτή απλωνόταν η μια πάνω στη άλλη, απολαμβάνοντας αυτή την υπέροχη αίσθηση που προσφέρει η παρουσία σώματος αγαπημένου, αίσθηση που προκαλούσε τη σκέψη και των δυο, με εικόνες αιωνιότητας και αταλάντευτης σχέσης, αγνοώντας, το μεν κοριτσάκι, ότι το γατί, όπως είναι φυσικό, πολύ πιο σύντομα από την ίδια θα πέθαινε, το δε γατί, ότι το κοριτσάκι μετά το τέλος των διακοπών θα έφευγε για πάντα.
Αγνοώντας αυτά τα δεδομένα οι δυο τους, το κοριτσάκι και το γατί, απολάμβαναν το φως της αυγής να τους τυλίγει και ο χρόνος να μην είχε καμιά σημασία, ενώ η ικανοποίηση, από την θερμή επαφή και τα νωχελικά χάδια, στο πρωινό φως διαπερνούσε τη σάρκα με τρόπο παρόμοιο των εραστών, που πλέουν ως είθισται, στην αιωνιότητα της παρουσίας του άλλου και αγκυροβολούν στην ακυρότητα του χρόνου. Όταν ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά, βρήκε το κοριτσάκι και το γατί να κοιμούνται αγκαλιά, ακίνητες σαν αγάλματα και προπάντων ευτυχισμένες, με το ίδιο ανερμήνευτο, ίσως κι ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο, που, θάλεγε κανείς, ότι περισσότερο ταίριαζε σε νεκρό που ολοκλήρωσε πανευτυχής τον κύκλο της ζωής του.