Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας

Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας
250X250

Από την πο­λυ­σχι­δή πα­ρα­γω­γή του Παύ­λου Νιρ­βά­να (1866-1937), που εξα­πλώ­νε­ται σε ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, με­λέ­τες, κρι­τι­κά δο­κί­μια, θε­α­τρι­κά έρ­γα, με­τα­φρά­σεις, αλ­λά και δη­μο­σιο­γρα­φι­κά κεί­με­να, ο νους μας έχει κά­θε λό­γο να πά­ει σή­με­ρα σε ένα μυ­θι­στό­ρη­μά του της δε­κα­ε­τί­ας του 1920, το οποίο έχει τί­τλο Το έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού. Σε μια επο­χή που η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία αν­θεί σε διε­θνές επί­πε­δο, ο Νιρ­βά­νας έρ­χε­ται να μας υπεν­θυ­μί­σει πως ο ίδιος συ­νέ­βα­λε από πο­λύ νω­ρίς στη θε­με­λί­ω­σή της στα κα­θ’ ημάς, ανοί­γο­ντας από τους πρώ­τους έναν πα­ρά­δρο­μο ο οποί­ος έχει με­τα­τρα­πεί σή­με­ρα σε κε­ντρι­κή, πο­λυ­σύ­χνα­στη λε­ω­φό­ρο. Ποιοι αρι­βώς, όμως, εί­ναι οι σταθ­μοί που προ­ε­τοι­μά­ζουν την εμ­φά­νι­ση του Εγκλή­μα­τος του Ψυ­χι­κού, ποια εί­ναι τα στά­δια από τα οποία περ­νούν οι Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς αστυ­νο­μι­κών ιστο­ριών μέ­χρι να φτά­σου­με στον Νιρ­βά­να;
Δο­κι­μά­ζο­ντας μια σύ­ντο­μη ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή, θα πρέ­πει προ­κα­ταρ­κτι­κά να πω ότι η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία απο­τε­λεί σχε­τι­κά και­νούρ­γιο αφη­γη­μα­τι­κό εί­δος, που εντάσ­σε­ται ορ­γα­νι­κά στη σφαί­ρα της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Θα μπο­ρού­σα­με να χω­ρί­σου­με την πα­ρα­γω­γή της πα­γκο­σμί­ως σε τρεις ευ­διά­κρι­τες πε­ριό­δους: η πρώ­τη πε­ρί­ο­δος κα­λύ­πτει την ιστο­ρία αι­νίγ­μα­τος ή μυ­στη­ρί­ου, η δεύ­τε­ρη ανα­φέ­ρε­ται στην ανά­δει­ξη του θρί­λερ και του νουάρ και η τρί­τη συν­δυά­ζει το θρί­λερ και το νουάρ με την ανά­πτυ­ξη ενός συ­στη­μα­τι­κού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, που γρή­γο­ρα απο­κτά εντό­νως κρι­τι­κά (έως και ρι­ζο­σπα­στι­κά) χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τα πρώ­τα δείγ­μα­τα αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα θα τα εντο­πί­σου­με στον 19ο αιώ­να, με τη νου­βέ­λα Ο συμ­βο­λαιο­γρά­φος (1850) του Αλέ­ξαν­δρου-Ρί­ζου Ρα­γκα­βή, που δη­μο­σιεύ­ε­ται στο πε­ριο­δι­κό Παν­δώ­ρα, τον Απρί­λιο του 1850, και το μυ­θι­στό­ρη­μα Οι άθλιοι των Αθη­νών του Ιω­άν­νου Κον­δυ­λά­κη, που δη­μο­σιεύ­ε­ται σε συ­νέ­χειες στη εφη­με­ρί­δα Εστία, το 1894. Αν ο Ρα­γκα­βής πα­ρα­μέ­νει εντός του πλαι­σί­ου της ιστο­ρί­ας μυ­στη­ρί­ου, [1] ο Κον­δυ­λά­κης προ­λα­βαί­νει να φω­τί­σει με την ίντρι­γκά του τις τα­ξι­κές αντι­θέ­σεις, την οι­κο­νο­μι­κή ανέ­χεια και την τά­ση προς την πα­ρα­νο­μία μιας κοι­νω­νί­ας η οποία προ­σπα­θεί να με­τα­κι­νη­θεί από την αδρά­νεια και την κα­θυ­στέ­ρη­ση προς τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό. Να ένας πρό­ω­ρος ίσως δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα στην ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου και το νουάρ, τον οποίο θα ξα­να­συ­να­ντή­σου­με στις αρ­χές του 20ού αιώ­να, όταν τη σκυ­τά­λη πα­ρα­λαμ­βά­νουν ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης με τη νου­βέ­λα του Η φό­νισ­σα (1902) και ο Δη­μο­σθέ­νης Βου­τυ­ράς με πλή­θος δι­η­γή­μα­τά του. Κι εδώ, πά­λι, αν ο Πα­πα­δια­μά­ντης μέ­νει στο επί­πε­δο μιας θε­ο­λο­γί­ας που ανα­ρω­τιέ­ται για το χά­ος της συ­νεί­δη­σης και το υπαρ­ξια­κό της κε­νό, ο Βου­τυ­ράς τεί­νει να προ­σα­να­το­λι­στεί σ’ έναν προ­χω­ρη­μέ­νο κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό, ο οποί­ος θα επι­κε­ντρω­θεί στη μοί­ρα των φτω­χών και των στε­ρη­μέ­νων.
Δεν θα ήταν σφάλ­μα να ισχυ­ρι­στού­με, με βά­ση ένα πρό­σφα­το ερευ­νη­τι­κό εύ­ρη­μα, πως την επί­ση­μη εμ­φά­νι­σή της εν Ελ­λά­δι η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία την εγκαι­νιά­ζει με ένα ανώ­νυ­μο επι­φυλ­λι­δο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα (roman feuilleton), που ανα­πα­ρά­γει τη γραμ­μή την οποία χά­ρα­ξαν ο Ρα­γκα­βής και ο Κον­δυ­λά­κης με τη δη­μο­σί­ευ­ση των έρ­γων τους σε έντυ­πα τα­κτι­κής κυ­κλο­φο­ρί­ας – έντυ­πα τα οποία ως εξ ορι­σμού απευ­θύ­νο­νταν στο με­γά­λο κοι­νό. Το ανώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα θα δη­μο­σιευ­τεί από τον Δε­κέμ­βριο του 1913 μέ­χρι και τον Μάρ­τιο του 1914 στο εβδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό ποι­κί­λης ύλης Ελ­λάς, υπό τον τί­τλο Ο Σέρ­λοκ Χολμς σώ­ζων τον κ. Βε­νι­ζέ­λον. Το κεί­με­νο εμ­φα­νί­ζε­ται ως με­τά­φρα­ση ομό­τι­τλου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Άρ­θουρ Κό­ναν Ντόιλ. Πρό­κει­ται για μιαν ελ­λη­νι­κή αφε­τη­ρία με βρε­τα­νι­κή αμ­φί­ε­ση. Εφαρ­μό­ζο­ντας μια πρα­κτι­κή που θα εξα­κο­λου­θή­σει μέ­χρι και τα μέ­σα πε­ρί­που της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, τα λαϊ­κά ή και τα ευ­ρεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας έντυ­πα των αρ­χών του 20ού αιώ­να συ­νή­θι­ζαν να δη­μο­σιεύ­ουν με­τα­φρά­σεις γνω­στών ξέ­νων συγ­γρα­φέ­ων από βι­βλία τα οποία οι ίδιοι δεν εί­χαν γρά­ψει πο­τέ. Οι με­τα­φρά­σεις ήταν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα γραμ­μέ­να από ελ­λη­νι­κό χέ­ρι, που εξα­σφά­λι­ζαν έτσι το κύ­ρος του ξέ­νου ονό­μα­τος χω­ρίς να πλη­ρω­θεί ού­τε δραχ­μή για πνευ­μα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα. Αυ­τή εί­ναι και η πε­ρί­πτω­ση του Ο Σέρ­λοκ Χολμς σώ­ζων τον κ. Βε­νι­ζέ­λον το οποίο κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα έγρα­ψε ο διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού Σπύ­ρος Πο­τα­μιά­νος.[2] Επνευ­σμέ­νος από το κλί­μα των πα­ρα­μο­νών του Α’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, και δί­νο­ντας στην ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου του μια πο­λι­τι­κή και συ­νά­μα κα­τα­σκο­πι­κή χροιά, ο Πο­τα­μιά­νος θα ανα­θέ­σει στον Σέρ­λοκ Χολμς να σώ­σει τον Έλ­λη­να πρω­θυ­πουρ­γό από τα χέ­ρια μιας βουλ­γα­ρι­κής συ­νω­μο­τι­κής ορ­γά­νω­σης που ετοι­μά­ζε­ται να τον δο­λο­φο­νή­σει. Ας μην ξε­χνά­με πως το 1920 ορ­γα­νώ­νε­ται στο Πα­ρί­σι μια πραγ­μα­τι­κή από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του Βε­νι­ζέ­λου, την οποία ακο­λου­θεί ακό­μα μία στην Αθή­να, το 1933 (η πρώ­τη από­πει­ρα ενα­ντί­ον του, πά­ντο­τε σε επί­πε­δο πραγ­μα­τι­κών γε­γο­νό­των, θα εκ­δη­λω­θεί το 1897 στην Κρή­τη). Ο Πο­τα­μιά­νος απει­κο­νί­ζει με ζω­η­ρά χρώ­μα­τα το τα­ραγ­μέ­νο κλί­μα της Ευ­ρώ­πης, κα­θώς ετοι­μά­ζε­ται να βα­δί­σει στον δρό­μο του μαρ­τυ­ρί­ου του Με­γά­λου Πο­λέ­μου, φι­λο­τε­χνώ­ντας πα­ράλ­λη­λα ένα πο­λύ πι­στό αντί­γρα­φο του Σέρ­λοκ Χολμς.
Βρι­σκό­μα­στε, όμως, ήδη κο­ντά στον Νιρ­βά­να και το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού, δη­μο­σιευ­μέ­νο με­τα­ξύ 1928 και 1929 στο πε­ριο­δι­κό Θε­α­τής. Η δια­φο­ρά του Νιρ­βά­να από την Ελέ­νη Βλά­χου, που έπε­ται δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα με δι­κό της αστυ­νο­μι­κό, ανα­κα­λεί τη δια­φο­ρά η οποία χω­ρί­ζει τον Κον­δυ­λά­κη από τον Ρα­γκα­βή και τον Βου­τυ­ρά από τον Πα­πα­δια­μά­ντη.
Ο Νιρ­βά­νας κα­τορ­θώ­νει με το «Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού» να ξε­τυ­λί­ξει το χρο­νι­κό ενός ιδιαι­τέ­ρως πε­ρί­ερ­γου φό­νου, για να τον συν­δέ­σει, πη­γαί­νο­ντας δε­κα­ε­τί­ες μπρο­στά από τα χρο­νι­κά του δε­δο­μέ­να, με το σύν­δρο­μο της δη­μο­σιό­τη­τας και την κοι­νω­νία του θε­ά­μα­τος.

Αν συνυπολογίσουμε τον πλούτο των λεπτομερειών, αλλά και τη σπάνια ζωντάνια με την οποία εικονογραφεί ο Νιρβάνας στο Έγκλημα του Ψυχικού τούς τροφίμους των φυλακών (τη γλώσσα, τις αντιδράσεις ή την κοινωνική τους ταυτότητα), τότε το μυθιστόρημά του είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν έχει χάσει τίποτε από την πρώτη του φρεσκάδα και δύναμη.

Με το Μυ­στή­ριο της ζω­ής του Πέ­τρου Βε­ρί­νη, ένα ακό­μα επι­φυλ­λι­δο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συ­νέ­χειες το 1938 στην εφη­με­ρί­δα Η Κα­θη­με­ρι­νή, χω­ρίς να κυ­κλο­φο­ρή­σει πο­τέ σε βι­βλίο, η Βλά­χου γρά­φει ένα αστυ­νο­μι­κό το οποίο δεν ξε­φεύ­γει από τα όρια της αι­νιγ­μα­τι­κής ιστο­ρί­ας.[3] Κι αυ­τό μό­νο για να έχου­με μια κο­ντι­νή προ­βο­λή του μέλ­λο­ντος που ακο­λου­θεί τον Νιρ­βά­να.
Όπως προ­σφυώς πα­ρα­τη­ρεί ο Γιάν­νης Ρά­γκος στον πυ­κνό και πο­λύ κα­τα­το­πι­στι­κό του πρό­λο­γο για την έκ­δο­ση του Εγκλή­μα­τος του Ψυ­χι­κού το 2006,[4] ο Νιρ­βά­νας ξε­κι­νά­ει και ολο­κλη­ρώ­νει το βι­βλίο του δί­χως να έχει την πρό­θε­ση να γρά­ψει αστυ­νο­μι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, σε αντί­θε­ση με τον Γιάν­νη Μα­ρή, ο οποί­ος κα­τά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 1950 θα προ­σέλ­θει στο εί­δος με πλή­ρη συ­νεί­δη­ση. Και χω­ρίς την ομό­λο­γη συγ­γρα­φι­κή πρό­θε­ση, όμως, το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού τη­ρεί ευ­λα­βι­κά τους πε­ρισ­σό­τε­ρους όρους της αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, αλ­λο­τι­νής και τρέ­χου­σας. Ο μύ­θος του αρ­θρώ­νε­ται γύ­ρω από έναν ανε­ξι­χνί­α­στο φό­νο, κι ένας αθώ­ος μπαί­νει στη φυ­λα­κή ως δρά­στης, ενώ στο τέ­λος απο­κα­λύ­πτε­ται ο πραγ­μα­τι­κός υπαί­τιος του εγκλή­μα­τος και η τά­ξη απο­κα­θί­στα­ται κα­θ’ ολο­κλη­ρί­αν. Κι αν απου­σιά­ζουν δύο πο­λύ τυ­πι­κές πα­ρά­με­τροι της αστυ­νο­μι­κής αφή­γη­σης, το πρό­σω­πο του ντε­τέ­κτιβ και οι συ­νε­χείς λο­γι­κές συ­νε­πα­γω­γές του μέ­χρι να οδη­γη­θεί στην απο­κά­λυ­ψη του ενό­χου (τα πά­ντα στον Νιρ­βά­να οφεί­λο­νται σε συ­γκυ­ρί­ες, συμ­πτώ­σεις και πε­ρι­στά­σεις), όπως εύ­στο­χα και πά­λι ση­μειώ­νει ο Ρά­γκος, η αστυ­νο­μι­κή ατμό­σφαι­ρα πα­ρα­μέ­νει αναλ­λοί­ω­τη μέ­χρι και τον τερ­μα­τι­σμό της δρά­σης, μα­ζί με όλα τα ερε­θι­στι­κά ερω­τή­μα­τα που μας δη­μιουρ­γεί κα­τά τη διάρ­κεια της ανέ­λι­ξής της. Από αυ­τή την άπο­ψη δεν εί­ναι ίσως διό­λου τυ­χαίο το γε­γο­νός (μο­λο­νό­τι απο­τε­λεί σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση εξω­τε­ρι­κό τεκ­μή­ριο) πως το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού με­τα­φέρ­θη­κε ως αστυ­νο­μι­κή ιστο­ρία το 1981 στην κρα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση, σε σκη­νο­θε­σία Κώ­στα Φέρ­ρη και σε­νά­ριο Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη, με τον Γιώρ­γο Κων­στα­ντί­νου στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο.
Κά­τι το οποίο ανή­κει, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία, στις προ­θέ­σεις του Νιρ­βά­να εί­ναι ο ει­ρω­νι­κός σχο­λια­σμός της αθη­ναϊ­κής κοι­νω­νί­ας του δε­κα­ε­τιών του 1910 και του 1920, μιας κοι­νω­νί­ας η οποία έχει προ­σχω­ρή­σει, όσο κι αν φαί­νε­ται απί­στευ­το για τα δι­κά μας μά­τια, με το σύ­νο­λο των δυ­νά­με­ών της στην κοι­νω­νία του θε­ά­μα­τος. Ο Νί­κος Μο­λο­χάν­θης (αυ­τό ακρι­βώς εί­ναι το όνο­μά του), ο κε­ντρι­κός ήρω­ας, ει­κο­σά­χρο­νος φοι­τη­τής της Ια­τρι­κής, παίρ­νει επά­νω του έναν φό­νο του οποί­ου δεν έχει εντο­πι­στεί ο υπεύ­θυ­νος. Βα­θύς πό­θος και ανο­μο­λό­γη­τη-ομο­λο­γη­μέ­νη επι­θυ­μία του, να φι­γου­ρά­ρει σαν πρω­το­σέ­λι­δο στις εφη­με­ρί­δες και να εξα­σφα­λί­σει την ολι­γο­ή­με­ρη φή­μη μιας πα­τα­γώ­δους δη­μο­σιό­τη­τας. Ο Μο­λο­χάν­θης μπαί­νει στη φυ­λα­κή και από αυ­τό το ση­μείο και πέ­ρα αρ­χί­ζουν με­ρι­κά σπαρ­τα­ρι­στά επει­σό­δια, τα οποία απο­κα­λύ­πτουν έναν εντε­λώς κού­φιο και μα­ταιό­δο­ξο (στα όρια του γε­λοί­ου) κό­σμο: νε­α­ρές κυ­ρί­ες σπεύ­δουν στη φυ­λα­κή για να δο­ξά­σουν το ίν­δαλ­μά τους, γυ­ναί­κες της αρι­στο­κρα­τί­ας και του χρή­μα­τος ανα­λαμ­βά­νουν να το κα­να­κέ­ψουν και να το προ­φυ­λά­ξουν (για να το ξε­φορ­τω­θούν λί­γο αρ­γό­τε­ρα σαν στυμ­μέ­νη λε­μο­νό­κου­πα), αφο­σιω­μέ­νοι φί­λοι εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται το ψώ­νιο του για να εξα­φα­νι­στούν εν ρι­πή οφθαλ­μού με την πε­ριου­σία του πα­ρα­μά­σχα­λα, ενώ οι θα­μώ­νες των κο­σμι­κών σα­λο­νιών πλέ­κουν τις πλέ­ον έξαλ­λες φα­ντα­σμα­γο­ρί­ες για όσα τρο­μα­κτι­κά κρύ­βο­νται πί­σω από τον φό­νο τον οποίο έχει φρο­ντί­σει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά να δη­λώ­σει ότι διέ­πρα­ξε.
Η γρα­φή του Νιρ­βά­να εί­ναι αμεί­λι­κτη και βά­ζει στο στό­χα­στρό της αν­θρώ­πους όλων των ηλι­κιών και τά­ξε­ων, στιγ­μα­τί­ζο­ντας με τις χει­ρό­τε­ρες και τα πιο απο­θαρ­ρυ­ντι­κές νό­τες την αγε­λαία συ­μπε­ρι­φο­ρά και στά­ση τους. Πα­γι­δεύ­ο­ντας τους πρω­τα­γω­νι­στές του σε ένα θέ­α­τρο ασύ­στα­των αξιών, όπου το μό­νο το οποίο κυ­ριαρ­χεί εί­ναι το σα­χλό λού­στρο ενός διά­τρη­του κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος, χω­ρίς κα­νέ­να βα­θύ­τε­ρο επί­πε­δο ανα­φο­ράς, ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δει­κνύ­ε­ται δει­νός κρι­τής του και­ρού και του τό­που του, ένας κρι­τής, ωστό­σο, από το βλέμ­μα του οποί­ου ου­δό­λως λεί­πουν η κα­τα­νό­η­ση και η αν­θρω­πιά, αν του­λά­χι­στον πά­ρου­με ως βά­ση τον Νί­κο Μο­λο­χάν­θη, το αθώο θύ­μα των αδυ­σώ­πη­των μη­χα­νι­σμών του θε­ά­μα­τος, που μπο­ρούν να με­τα­βά­λουν τον οποιον­δή­πο­τε και για το οτι­δή­πο­τε (ας εί­ναι και για ψύλ­λου πή­δη­μα) σε βο­ρά της αχρεί­ας πλην πα­νί­σχυ­ρης λει­τουρ­γί­ας τους.
Αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τον πλού­το των λε­πτο­με­ρειών, αλ­λά και τη σπά­νια ζω­ντά­νια με την οποία ει­κο­νο­γρα­φεί ο Νιρ­βά­νας στο Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού τούς τρο­φί­μους των φυ­λα­κών (τη γλώσ­σα, τις αντι­δρά­σεις ή την κοι­νω­νι­κή τους ταυ­τό­τη­τα), τό­τε το μυ­θι­στό­ρη­μά του εί­ναι σί­γου­ρα ένα μυ­θι­στό­ρη­μα το οποίο δεν έχει χά­σει τί­πο­τε από την πρώ­τη του φρε­σκά­δα και δύ­να­μη. Βε­βαί­ως, το βι­βλίο δεν εί­ναι ού­τε θρί­λερ ού­τε νουάρ – δεν μέ­νει, όμως, από την άλ­λη με­ριά, κλει­σμέ­νο ού­τε στους τέσ­σε­ρις τοί­χους της ιστο­ρί­ας μυ­στη­ρί­ου την οποία και σο­φά πα­ρα­κάμ­πτει προ­κει­μέ­νου να ρι­ζώ­σει το βλέμ­μα του στη συλ­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, απο­κτώ­ντας πά­ραυ­τα μια πο­λύ απτή και κα­θο­ρι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή βά­ση. Εξ ου και το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού εντάσ­σε­ται με πά­σα άνε­ση στη ση­με­ρι­νή, ιστο­ρι­κή μας συ­ζή­τη­ση για τις απαρ­χές της αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα. Εί­ναι ένα μυ­θι­στό­ρη­μα το οποίο οφεί­λου­με εφε­ξής να σκε­φτό­μα­στε ως μία από τις πιο κρί­σι­μες αφε­τη­ρί­ες της, ως έναν από τους πλέ­ον σο­βα­ρούς και αξιό­πι­στους προ­ε­ξαγ­γέ­λους της. Πολ­λώ δε μάλ­λον όταν η ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου δεν έχει εγκα­τα­λεί­ψει το προ­σκή­νιο, ακό­μα και τώ­ρα που αγ­γί­ζου­με το τέ­λος της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τί­ας του 21ου αιώ­να.

Image 26

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Παύ­λου Νιρ­βά­να ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: