Χάρτης 2 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-2/pyxides/o-paylos-nirbanas-kai-oi-aparxes-ths-ellhnikhs-astynomikhs-logotexnias
Από την πολυσχιδή παραγωγή του Παύλου Νιρβάνα (1866-1937), που εξαπλώνεται σε ποιήματα, διηγήματα, μελέτες, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα, μεταφράσεις, αλλά και δημοσιογραφικά κείμενα, ο νους μας έχει κάθε λόγο να πάει σήμερα σε ένα μυθιστόρημά του της δεκαετίας του 1920, το οποίο έχει τίτλο Το έγκλημα του Ψυχικού. Σε μια εποχή που η αστυνομική λογοτεχνία ανθεί σε διεθνές επίπεδο, ο Νιρβάνας έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο ίδιος συνέβαλε από πολύ νωρίς στη θεμελίωσή της στα καθ’ ημάς, ανοίγοντας από τους πρώτους έναν παράδρομο ο οποίος έχει μετατραπεί σήμερα σε κεντρική, πολυσύχναστη λεωφόρο. Ποιοι αριβώς, όμως, είναι οι σταθμοί που προετοιμάζουν την εμφάνιση του Εγκλήματος του Ψυχικού, ποια είναι τα στάδια από τα οποία περνούν οι Έλληνες συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών μέχρι να φτάσουμε στον Νιρβάνα;
Δοκιμάζοντας μια σύντομη ιστορική διαδρομή, θα πρέπει προκαταρκτικά να πω ότι η αστυνομική λογοτεχνία αποτελεί σχετικά καινούργιο αφηγηματικό είδος, που εντάσσεται οργανικά στη σφαίρα της νεωτερικότητας. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε την παραγωγή της παγκοσμίως σε τρεις ευδιάκριτες περιόδους: η πρώτη περίοδος καλύπτει την ιστορία αινίγματος ή μυστηρίου, η δεύτερη αναφέρεται στην ανάδειξη του θρίλερ και του νουάρ και η τρίτη συνδυάζει το θρίλερ και το νουάρ με την ανάπτυξη ενός συστηματικού κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, που γρήγορα αποκτά εντόνως κριτικά (έως και ριζοσπαστικά) χαρακτηριστικά. Τα πρώτα δείγματα αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα θα τα εντοπίσουμε στον 19ο αιώνα, με τη νουβέλα Ο συμβολαιογράφος (1850) του Αλέξανδρου-Ρίζου Ραγκαβή, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Πανδώρα, τον Απρίλιο του 1850, και το μυθιστόρημα Οι άθλιοι των Αθηνών του Ιωάννου Κονδυλάκη, που δημοσιεύεται σε συνέχειες στη εφημερίδα Εστία, το 1894. Αν ο Ραγκαβής παραμένει εντός του πλαισίου της ιστορίας μυστηρίου, [1] ο Κονδυλάκης προλαβαίνει να φωτίσει με την ίντριγκά του τις ταξικές αντιθέσεις, την οικονομική ανέχεια και την τάση προς την παρανομία μιας κοινωνίας η οποία προσπαθεί να μετακινηθεί από την αδράνεια και την καθυστέρηση προς τον εκσυγχρονισμό. Να ένας πρόωρος ίσως διαχωρισμός ανάμεσα στην ιστορία μυστηρίου και το νουάρ, τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν τη σκυτάλη παραλαμβάνουν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τη νουβέλα του Η φόνισσα (1902) και ο Δημοσθένης Βουτυράς με πλήθος διηγήματά του. Κι εδώ, πάλι, αν ο Παπαδιαμάντης μένει στο επίπεδο μιας θεολογίας που αναρωτιέται για το χάος της συνείδησης και το υπαρξιακό της κενό, ο Βουτυράς τείνει να προσανατολιστεί σ’ έναν προχωρημένο κοινωνικό προβληματισμό, ο οποίος θα επικεντρωθεί στη μοίρα των φτωχών και των στερημένων.
Δεν θα ήταν σφάλμα να ισχυριστούμε, με βάση ένα πρόσφατο ερευνητικό εύρημα, πως την επίσημη εμφάνισή της εν Ελλάδι η αστυνομική λογοτεχνία την εγκαινιάζει με ένα ανώνυμο επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα (roman feuilleton), που αναπαράγει τη γραμμή την οποία χάραξαν ο Ραγκαβής και ο Κονδυλάκης με τη δημοσίευση των έργων τους σε έντυπα τακτικής κυκλοφορίας – έντυπα τα οποία ως εξ ορισμού απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό. Το ανώνυμο μυθιστόρημα θα δημοσιευτεί από τον Δεκέμβριο του 1913 μέχρι και τον Μάρτιο του 1914 στο εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης Ελλάς, υπό τον τίτλο Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον κ. Βενιζέλον. Το κείμενο εμφανίζεται ως μετάφραση ομότιτλου μυθιστορήματος του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Πρόκειται για μιαν ελληνική αφετηρία με βρετανική αμφίεση. Εφαρμόζοντας μια πρακτική που θα εξακολουθήσει μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960, τα λαϊκά ή και τα ευρείας κυκλοφορίας έντυπα των αρχών του 20ού αιώνα συνήθιζαν να δημοσιεύουν μεταφράσεις γνωστών ξένων συγγραφέων από βιβλία τα οποία οι ίδιοι δεν είχαν γράψει ποτέ. Οι μεταφράσεις ήταν μυθιστορήματα γραμμένα από ελληνικό χέρι, που εξασφάλιζαν έτσι το κύρος του ξένου ονόματος χωρίς να πληρωθεί ούτε δραχμή για πνευματικά δικαιώματα. Αυτή είναι και η περίπτωση του Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον κ. Βενιζέλον το οποίο κατά πάσα πιθανότητα έγραψε ο διευθυντής του περιοδικού Σπύρος Ποταμιάνος.[2] Επνευσμένος από το κλίμα των παραμονών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και δίνοντας στην ιστορία μυστηρίου του μια πολιτική και συνάμα κατασκοπική χροιά, ο Ποταμιάνος θα αναθέσει στον Σέρλοκ Χολμς να σώσει τον Έλληνα πρωθυπουργό από τα χέρια μιας βουλγαρικής συνωμοτικής οργάνωσης που ετοιμάζεται να τον δολοφονήσει. Ας μην ξεχνάμε πως το 1920 οργανώνεται στο Παρίσι μια πραγματική απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, την οποία ακολουθεί ακόμα μία στην Αθήνα, το 1933 (η πρώτη απόπειρα εναντίον του, πάντοτε σε επίπεδο πραγματικών γεγονότων, θα εκδηλωθεί το 1897 στην Κρήτη). Ο Ποταμιάνος απεικονίζει με ζωηρά χρώματα το ταραγμένο κλίμα της Ευρώπης, καθώς ετοιμάζεται να βαδίσει στον δρόμο του μαρτυρίου του Μεγάλου Πολέμου, φιλοτεχνώντας παράλληλα ένα πολύ πιστό αντίγραφο του Σέρλοκ Χολμς.
Βρισκόμαστε, όμως, ήδη κοντά στον Νιρβάνα και το Έγκλημα του Ψυχικού, δημοσιευμένο μεταξύ 1928 και 1929 στο περιοδικό Θεατής. Η διαφορά του Νιρβάνα από την Ελένη Βλάχου, που έπεται δέκα χρόνια αργότερα με δικό της αστυνομικό, ανακαλεί τη διαφορά η οποία χωρίζει τον Κονδυλάκη από τον Ραγκαβή και τον Βουτυρά από τον Παπαδιαμάντη.
Ο Νιρβάνας κατορθώνει με το «Έγκλημα του Ψυχικού» να ξετυλίξει το χρονικό ενός ιδιαιτέρως περίεργου φόνου, για να τον συνδέσει, πηγαίνοντας δεκαετίες μπροστά από τα χρονικά του δεδομένα, με το σύνδρομο της δημοσιότητας και την κοινωνία του θεάματος.
Με το Μυστήριο της ζωής του Πέτρου Βερίνη, ένα ακόμα επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1938 στην εφημερίδα Η Καθημερινή, χωρίς να κυκλοφορήσει ποτέ σε βιβλίο, η Βλάχου γράφει ένα αστυνομικό το οποίο δεν ξεφεύγει από τα όρια της αινιγματικής ιστορίας.[3] Κι αυτό μόνο για να έχουμε μια κοντινή προβολή του μέλλοντος που ακολουθεί τον Νιρβάνα.
Όπως προσφυώς παρατηρεί ο Γιάννης Ράγκος στον πυκνό και πολύ κατατοπιστικό του πρόλογο για την έκδοση του Εγκλήματος του Ψυχικού το 2006,[4] ο Νιρβάνας ξεκινάει και ολοκληρώνει το βιβλίο του δίχως να έχει την πρόθεση να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τον Γιάννη Μαρή, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 θα προσέλθει στο είδος με πλήρη συνείδηση. Και χωρίς την ομόλογη συγγραφική πρόθεση, όμως, το Έγκλημα του Ψυχικού τηρεί ευλαβικά τους περισσότερους όρους της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλοτινής και τρέχουσας. Ο μύθος του αρθρώνεται γύρω από έναν ανεξιχνίαστο φόνο, κι ένας αθώος μπαίνει στη φυλακή ως δράστης, ενώ στο τέλος αποκαλύπτεται ο πραγματικός υπαίτιος του εγκλήματος και η τάξη αποκαθίσταται καθ’ ολοκληρίαν. Κι αν απουσιάζουν δύο πολύ τυπικές παράμετροι της αστυνομικής αφήγησης, το πρόσωπο του ντετέκτιβ και οι συνεχείς λογικές συνεπαγωγές του μέχρι να οδηγηθεί στην αποκάλυψη του ενόχου (τα πάντα στον Νιρβάνα οφείλονται σε συγκυρίες, συμπτώσεις και περιστάσεις), όπως εύστοχα και πάλι σημειώνει ο Ράγκος, η αστυνομική ατμόσφαιρα παραμένει αναλλοίωτη μέχρι και τον τερματισμό της δράσης, μαζί με όλα τα ερεθιστικά ερωτήματα που μας δημιουργεί κατά τη διάρκεια της ανέλιξής της. Από αυτή την άποψη δεν είναι ίσως διόλου τυχαίο το γεγονός (μολονότι αποτελεί σε κάθε περίπτωση εξωτερικό τεκμήριο) πως το Έγκλημα του Ψυχικού
μεταφέρθηκε ως αστυνομική ιστορία το 1981 στην κρατική τηλεόραση, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη και σενάριο Βασίλη Μανουσάκη, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κάτι το οποίο ανήκει, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, στις προθέσεις του Νιρβάνα είναι ο ειρωνικός σχολιασμός της αθηναϊκής κοινωνίας του δεκαετιών του 1910 και του 1920, μιας κοινωνίας η οποία έχει προσχωρήσει, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο για τα δικά μας μάτια, με το σύνολο των δυνάμεών της στην κοινωνία του θεάματος. Ο Νίκος Μολοχάνθης (αυτό ακριβώς είναι το όνομά του), ο κεντρικός ήρωας, εικοσάχρονος φοιτητής της Ιατρικής, παίρνει επάνω του έναν φόνο του οποίου δεν έχει εντοπιστεί ο υπεύθυνος. Βαθύς πόθος και ανομολόγητη-ομολογημένη επιθυμία του, να φιγουράρει σαν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και να εξασφαλίσει την ολιγοήμερη φήμη μιας παταγώδους δημοσιότητας. Ο Μολοχάνθης μπαίνει στη φυλακή και από αυτό το σημείο και πέρα αρχίζουν μερικά σπαρταριστά επεισόδια, τα οποία αποκαλύπτουν έναν εντελώς κούφιο και ματαιόδοξο (στα όρια του γελοίου) κόσμο: νεαρές κυρίες σπεύδουν στη φυλακή για να δοξάσουν το ίνδαλμά τους, γυναίκες της αριστοκρατίας και του χρήματος αναλαμβάνουν να το κανακέψουν και να το προφυλάξουν (για να το ξεφορτωθούν λίγο αργότερα σαν στυμμένη λεμονόκουπα), αφοσιωμένοι φίλοι εκμεταλλεύονται το ψώνιο του για να εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού με την περιουσία του παραμάσχαλα, ενώ οι θαμώνες των κοσμικών σαλονιών πλέκουν τις πλέον έξαλλες φαντασμαγορίες για όσα τρομακτικά κρύβονται πίσω από τον φόνο τον οποίο έχει φροντίσει κατηγορηματικά να δηλώσει ότι διέπραξε.
Η γραφή του Νιρβάνα είναι αμείλικτη και βάζει στο στόχαστρό της ανθρώπους όλων των ηλικιών και τάξεων, στιγματίζοντας με τις χειρότερες και τα πιο αποθαρρυντικές νότες την αγελαία συμπεριφορά και στάση τους. Παγιδεύοντας τους πρωταγωνιστές του σε ένα θέατρο ασύστατων αξιών, όπου το μόνο το οποίο κυριαρχεί είναι το σαχλό λούστρο ενός διάτρητου κοινωνικού συστήματος, χωρίς κανένα βαθύτερο επίπεδο αναφοράς, ο συγγραφέας αποδεικνύεται δεινός κριτής του καιρού και του τόπου του, ένας κριτής, ωστόσο, από το βλέμμα του οποίου ουδόλως λείπουν η κατανόηση και η ανθρωπιά, αν τουλάχιστον πάρουμε ως βάση τον Νίκο Μολοχάνθη, το αθώο θύμα των αδυσώπητων μηχανισμών του θεάματος, που μπορούν να μεταβάλουν τον οποιονδήποτε και για το οτιδήποτε (ας είναι και για ψύλλου πήδημα) σε βορά της αχρείας πλην πανίσχυρης λειτουργίας τους.
Αν συνυπολογίσουμε τον πλούτο των λεπτομερειών, αλλά και τη σπάνια ζωντάνια με την οποία εικονογραφεί ο Νιρβάνας στο Έγκλημα του Ψυχικού τούς τροφίμους των φυλακών (τη γλώσσα, τις αντιδράσεις ή την κοινωνική τους ταυτότητα), τότε το μυθιστόρημά του είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν έχει χάσει τίποτε από την πρώτη του φρεσκάδα και δύναμη. Βεβαίως, το βιβλίο δεν είναι ούτε θρίλερ ούτε νουάρ – δεν μένει, όμως, από την άλλη μεριά, κλεισμένο ούτε στους τέσσερις τοίχους της ιστορίας μυστηρίου την οποία και σοφά παρακάμπτει προκειμένου να ριζώσει το βλέμμα του στη συλλογική πραγματικότητα, αποκτώντας πάραυτα μια πολύ απτή και καθορισμένη κοινωνική βάση. Εξ ου και το Έγκλημα του Ψυχικού εντάσσεται με πάσα άνεση στη σημερινή, ιστορική μας συζήτηση για τις απαρχές της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο οφείλουμε εφεξής να σκεφτόμαστε ως μία από τις πιο κρίσιμες αφετηρίες της, ως έναν από τους πλέον σοβαρούς και αξιόπιστους προεξαγγέλους της. Πολλώ δε μάλλον όταν η ιστορία μυστηρίου δεν έχει εγκαταλείψει το προσκήνιο, ακόμα και τώρα που αγγίζουμε το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.