Κλει­στές πόρ­τες και πα­ρά­θυ­ρα, μά­ντα­λο στην εξώ­πορ­τα, έξο­δος από το σπί­τι, η οδός γνω­στή, έχει στε­νέ­ψει λό­γω γή­ρα­τος, τα πα­πού­τσια μου με πα­ρα­κά­λε­σαν να μεί­νουν στο πε­ζο­δρό­μιο, νο­μί­ζουν πως κά­ποιος θα ζη­λέ­ψει την ποιό­τη­τα και θα τα φο­ρέ­σει, περ­πα­τώ γυ­μνό­πους, ο αέ­ρας αφαι­ρεί το σα­κά­κι μου, το σέρ­νει κα­τά­χα­μα, το πε­τά­ει μα­κριά, ίσως να το χρειά­ζε­ται κά­ποιος, η κά­ψα του με­ση­με­ριού ξε­ραί­νει το που­κά­μι­σό μου, το μα­δά­ει λες και πρό­κει­ται για μαρ­γα­ρί­τα «μ' αγα­πά δεν μ' αγα­πά», το πα­ντα­λό­νι μου φου­σκώ­νει, ανοί­γει σαν πα­νί σε πλε­ού­με­νο, σκί­ζε­ται στην φουρ­τού­να, υψώ­νω την δε­ξιά μου μή­πως υπάρ­χει κα­τάρ­τι να πια­στώ, κρα­τώ με το αρι­στε­ρό χέ­ρι το εσώ­ρου­χό μου, εντέ­λει γυ­μνός, όπως με γέ­νη­σε η μά­να μου προ­χω­ρώ, μου έχουν μεί­νει οι κάλ­τσες μου, με αυ­τό το δια­κρι­τι­κό βη­μα­τί­ζω επώ­δυ­να, μο­νο­λο­γώ «φο­ράω κάλ­τσες!» και ο ήλιος δύ­ει, άφη­σα το πορ­το­φό­λι, την ταυ­τό­τη­τά μου, τα κλει­διά στο σπί­τι, έχουν σα­πί­σει τα έρ­γα των χε­ριών μου, τα απο­χαι­ρέ­τη­σα επει­δή τα λυ­πά­μαι: νό­μι­ζαν πως έλα­μπαν ως αστέ­ρες στο νυ­κτε­ρι­νό στε­ρέ­ω­μα, υπήρ­χαν τό­τε πυ­γο­λα­μπί­δες.


[ Aπό­σπα­σμα από το μυ­θι­στό­ρη­μα Zastave (Λά­βα­ρα, 1962) του Miroslav Krleža (1893-1981) ]