ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Προσεχώς


Για τα επόμενα τεύχη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
§
Ίταλο Καλβίνο
(επιμ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Βασίλης Φωτιάδης (επιμ. Aνδρέας Τσάκας)
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)

Μισέλ Φουκώ: «Είμαι χαρτογράφος!»

«Τι παράξενη στρέψη της γραμμής ήταν το 1968, η γραμμή με τις χίλιες αποκλίσεις! Από εκεί προέκυψε ο τριπλός ορισμός του ρήματος γράφω: γράφω σημαίνει αγωνίζομαι και αντιστέκομαι. Γράφω σημαίνει εμπλέκομαι σε ένα γίγνεσθαι. Γράφω σημαίνει χαρτογραφώ, σημαίνει ότι “είμαι χαρτογράφος” *». Βλ. Gilles Deleuze, Foucault, 1968, (εκδ. Πλέθρον 2005).

* Συνέντευξη του Φουκώ στο περ. Les Nouvelles littéraires, 17 Μαρτίου 1975

O πόλεμος των αγαλμάτων

«Αποκεφαλισμός αγάλματος του Κολόμβου στη Βοστώνη». Ιούνιος 2020


H μόνη διαφορά ανάμεσα στο μύθο και στην Ιστορία είναι ότι η δεύτερη επικαλείται αληθοφανή ονόματα, ενώ ο πρώτος αληθοφανείς ιδέες. Πάντως, η περιπέτεια των αγαλμάτων ξεκίνησε σαν αστείο από το διαδίκτυο, εξαπλώθηκε ως μανία της μόδας (όπως οι εκκεντρικές φθορίζουσες καραμέλες με άρωμα ναφθαλίνης που γέμισαν επίσης, εκείνη την περίοδο, την αγορά), αμέσως έγινε βιντεοπαιχνίδι, τηλεταινία –κράμα αρρωστημένης και επιστημονικής φαντασίας–, αλλά γρήγορα η δράση μεταφέρθηκε στους δρόμους σαν πυρκαγιά σε βαμβακοφυτεία, στις 3:14 το μεσημέρι, την ώρα ακριβώς που χτυπά το κουδούνι του σπιτιού και μπαίνει βιαστική, νευριασμένη, η Mοίρα και σε χαστουκίζει.
Nα τι συνέβη ακριβώς: Aπό τη στιγμή που ο πρόεδρος των Hνωμένων Πολιτειών απαγόρευσε παγκοσμίως το ψάρεμα διότι θιγόταν έτσι, κατά τη γνώμη του, το σύμβολο του χριστιανισμού, και ο Δαλάι Λάμα τού απάντησε απαγορεύοντας την κατανάλωση κρέατος απανταχού της γης, ενώ το Iσλάμ καταδίκασε το χρήμα επαναφέροντας την ανταλλακτική αξία του πετρελαίου ανά βαρέλι σε ισοτιμία αγαθών κατά τη βούληση του κάθε σεΐχη, ο κόσμος διαταράχτηκε. Eπειδή όμως οι αντιπαραθέσεις μεταξύ ιδεολογιών, αισθητικών θεωριών και ταξικών διακρίσεων είχαν αγγίξει πια το απροχώρητο, επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις ότι ο λαός θα επιβραβεύει αιωνίως τους γελοιοδέστερους. H τρομοκρατία κατά των ισχυρών είχε, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά εκμηδενιστεί, όταν μια παρέα αναρχοειδών φοιτητών άρχισε να ψεκάζει με σπρέι και, αργότερα, να καταστρέφει συστηματικά τα αγάλματα των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που κοσμούσαν τα πάρκα και τις πλατείες της Tασμανίας. Έτσι, τόσο στο όζον πίστευαν ότι επιδρούσαν, κατά δύναμιν, επιβαρυντικά, με τα προωθητικά αέρια («για να τελειώνει αυτός ο κόσμος», καθώς έλεγαν), όσο και τα σύμβολα του τοξικού εχθρού συστηματικά γελοιοποιούσαν.
Για μεγάλο διάστημα οι δράσεις αυτές είχαν σποραδικό χαρακτήρα και προκαλούσαν μάλλον θυμηδία έως τοπικούς εκνευρισμούς. Κάποια στιγμή όμως, που το πράγμα άρχισε να αποκτά ενοχλητικές και διεθνείς διαστάσεις, μερικοί νεαροί αστυνομικοί, σκέφτηκαν να μην ακολουθήσουν τις συνήθεις μεθόδους καταστολής των αντικοινωνικών αυτών ενεργειών και αποφάσισαν να απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα, καταστρέφοντας και αυτοί προτομές ποιητών, οικολόγων και λογίων έξω από τα πολυτεχνεία και την πανεπιστημιούπολη.
Oι φοιτητές και οι λοιποί, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία τους με συνθήματα όπως «Tο μέλλον είναι η κατάργηση της Iστορίας» και «H αγάπη έχει δύο όψεις: εσένα», πέρασαν αμέσως στην αντεπίθεση, βάφοντας με φωσφορίζοντα χρώματα όλα τα οδόσημα και τις επιγραφές που μνημόνευαν πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, προσθέτοντας εντός ολίγου και τους αθλητές, τους εθνικούς ευεργέτες, όπως και τους αρχικληρικούς της διαρκούς παλιγγενεσίας μας. Oι δρόμοι τα βράδια γέμιζαν δυσανάγνωστες, χημικές πυγολαμπίδες. Oι αστυνομικοί, από την άλλη, κατέστρεφαν μνημεία ρητόρων και εξερευνητών, ενώ, ακολουθώντας το παράδειγμα των αντιπάλων τους, έσβηναν και αυτοί με αδιαφανή χρώματα όσες πινακίδες περιλάμβαναν λυρικά ονόματα (ανθέων, αστερισμών ή ποταμών) από τους δρόμους.
Στην αρχή η δράση περιοριζόταν στο σκοτάδι, αλλά, σύντομα, όταν μπήκαν στο παιχνίδι και άλλες κοινωνικές ομάδες, οι στόχοι διευρύνθηκαν. Για κάθε ήρωα που αποκεφαλιζόταν, τουλάχιστον ένα σύγχρονο γλυπτό δενόταν με σύρματα ή σκοινιά και άλλαζε διά παντός μορφή κάτω από τα σφυριά της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ειδικών δυνάμεων του στρατού, που είχαν βρει συμμάχους όχι μόνο στις συντηρητικές παρατάξεις πλέον, αλλά και σε μερίδα της αριστεράς, σε ποικίλους αυτόνομους και, φυσικά, στον κλήρο. Στην Eλλάδα έγινε μόδα μιας νέας μορφής καθαρεύουσα.
Έχει ενδιαφέρον να καταγράψουμε ότι, για καιρό, όλες αυτές οι καταστροφές γίνονταν σιωπηλά, χωρίς αντεγκλήσεις, εξυβρίσεις και προπηλακισμούς. Kανένας δεν εμπόδιζε τον άλλο να ολοκληρώσει το προγραμματισμένο έργο του. Kάθε ομάδα προχωρούσε γελαστή, με τραγούδια ενίοτε, αθλητικούς θουρίους ή εμβατήρια, κύκλωνε το στόχο της και δρούσε μεθοδικά και ψυχρά, σαν χορωδία θεριστών ή εύθυμων ψαράδων που εκτελούν χορευτικά την πρωινή τους εργασία συνθέτοντας, ασυναίσθητα, πρωτογενή δημοτικά τραγούδια. Συχνά, οι αντίπαλες ομάδες παρακολουθούσαν ψύχραιμα την καταστροφή, συζητώντας ζωηρά για την επιλογή των αντιποίνων και, στη συνέχεια, τα μέλη της έσπευδαν προς τον προορισμό τους.
Πολύ γρήγορα οι πολιτικές και λοιπές διαφορές αμβλύνθηκαν και οι παρατάξεις ανασχηματίζονταν, με βάση πια τις ρευστές αισθητικές προτιμήσεις του καθενός. Στην πράξη καταργήθηκαν οι παραδοσιακές διακρίσεις σε αριστερά, δεξιά ή κέντρο και στις αποχρώσεις τους, ενώ μπορούσε να δει κανείς φανατικούς (θεωρούμενους ως τότε) δεξιούς να συνθλίβουν προτομές προσωπικοτήτων στις οποίες κατέθεταν, μέχρι πρότινος, οι ίδιοι, στεφάνια κάθε εθνική επέτειο· αλλά διέκρινες και φιλάθλους να κατεδαφίζουν αγάλματα ολυμπιονικών, καλλιτέχνες να πυρπολούν πρωτοποριακά μνημεία, ακροβάτες να αναποδογυρίζουν προτομές ηθοποιών και εκπαιδευτικούς να λιθοβολούν ηρωικά επιτύμβια.


Από το μυθιστόρημα Το χέρι του σημαιοφόρου, 2006, Νεφέλη 2016 [απόσπασμα απο το Κεφ. 4]


Αβάντι πόπολο!


Φωτ. Franca Galliana

Στο Μιλάνο η ζωή ξεμύτισε ξανά στους δημόσιους χώρους, μετά το μακρόχρονο εγκλεισμό και τις εκατόμβες των θυμάτων λόγω του κορονοϊού. Η επιστροφή στην κανονικότητα σήμανε και την επιστροφή της τέχνης του δρόμου στο φυσικό της περιβάλλον. Οι καλλιτέχνες με τα σπρέι, τα στένσιλ, τα χρώματα, την κόλλα και το χαρτί, επανεμφανίστηκαν μετά τη μακρά, αναγκαστική αποχή τους. Με νέες θεματολογίες αυτή τη φορά, εμπνευσμένες (και επηρεασμένες) από τον πρόσφατο υγειονομικό εφιάλτη. Από τις περιοχές της πόλης με τη μεγαλύτερη πυκνότητα σε τέτοιες υπαίθριες εικονοποιήσεις είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός Porta Genova, ο παλαιότερος του Μιλάνου που εγκαινιάστηκε το 1870. Σε έναν εξωτερικό του τοίχο οι περαστικοί μπορούν να δουν την πρωτότυπη σύνθεση ενός –ανώνυμου– καλλιτέχνη, που συνδυάζει μια ιστορική στιγμή της πόλης με τη δραματική επικαιρότητα. Πρόκειται για τη μεγεθυμένη φωτογραφία τριών ενόπλων γυναικών από την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης Βορείου Ιταλίας με έδρα το Μιλάνο, που το 1945 τερμάτισε 20 χρόνια φασιστικής δικτατορίας στην πόλη και σε όλο τον ιταλικό βορρά. Η επιτοίχια, επεξεργασμένη φωτογραφία κηρύσσει συμβολικά μια νέα αντίσταση, ενάντια στο σύγχρονο, αόρατο εχθρό.

Τέλος


Κλειστές πόρτες και παράθυρα, μάνταλο στην εξώπορτα, έξοδος από το σπίτι, η οδός γνωστή, έχει στενέψει λόγω γήρατος, τα παπούτσια μου με παρακάλεσαν να μείνουν στο πεζοδρόμιο, νομίζουν πως κάποιος θα ζηλέψει την ποιότητα και θα τα φορέσει, περπατώ γυμνόπους, ο αέρας αφαιρεί το σακάκι μου, το σέρνει κατάχαμα, το πετάει μακριά, ίσως να το χρειάζεται κάποιος, η κάψα του μεσημεριού ξεραίνει το πουκάμισό μου, το μαδάει λες και πρόκειται για μαργαρίτα «μ' αγαπά δεν μ' αγαπά», το πανταλόνι μου φουσκώνει, ανοίγει σαν πανί σε πλεούμενο, σκίζεται στην φουρτούνα, υψώνω την δεξιά μου μήπως υπάρχει κατάρτι να πιαστώ, κρατώ με το αριστερό χέρι το εσώρουχό μου, εντέλει γυμνός, όπως με γένησε η μάνα μου προχωρώ, μου έχουν μείνει οι κάλτσες μου, με αυτό το διακριτικό βηματίζω επώδυνα, μονολογώ «φοράω κάλτσες!» και ο ήλιος δύει, άφησα το πορτοφόλι, την ταυτότητά μου, τα κλειδιά στο σπίτι, έχουν σαπίσει τα έργα των χεριών μου, τα αποχαιρέτησα επειδή τα λυπάμαι: νόμιζαν πως έλαμπαν ως αστέρες στο νυκτερινό στερέωμα, υπήρχαν τότε πυγολαμπίδες.


[ Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα Zastave (Λάβαρα, 1962) του Miroslav Krleža (1893-1981) ]

Προπατορικά αμαρτήματα & Αμερική

Ηθικός αυτουργός

Κάθισα για φαγητό σε παραλιακή ταβέρνα. Η Λίζα με κοιτούσε στα μάτια. Είναι λευκή, με πορτοκαλί μεγάλα σημάδια στο σώμα και το κεφάλι. Της έριξα μια ματιά, τη χάιδεψα, της γάβγισα φιλικά. Η Λίζα με κοίταξε στα μάτια, τράβηξε το τραπεζομάντιλο με τα δόντια, το έριξε κάτω στο χώμα, άρχισε να γαβγίζει επίμονα, σταμάτησε όταν κάθισα κάτω, από τη μια μεριά αυτή από την άλλη εγώ, στη μέση το τραπεζομάντιλο με τα φαγητά έναν αχταρμά. Η Λίζα κούνησε την ουρά της χαρούμενη, για τελευταία φορά, πριν ακουστεί ο πυροβολισμός.
«Δεν έφευγε αλλιώς, παρενοχλούσε τους πελάτες», είπε ο ιδιοκτήτης και άρχισε να με σέρνει από τα πόδια. «Είναι βαρύ, μουρμούρισε, το παλιόσκυλο…»