Εδώ και μερικούς μήνες, ξεκίνησα μια μακρά πορεία στη σιωπή σαν επίμονο περίπατο σε μιαν άρρωστη εξοχή. Κατέφθασε κατόπιν του Covid-19 ο εγκλεισμός, διευρύνοντας την έσω σιωπή με τον έξω κόσμο, που βαδίζει αμίλητος και σκυφτός. Καμία δυσφορία ή υποψία μπρος στον άλλον που συνήθισε να με κοιτάει σαν εχθρός. Καμία απάντηση στα αραιά και πού μηνύματα μιας υποτιθέμενης έγνοιας, που επείγεται να αποδράσει με την ίδια ανούσια επωδό: να ’σαι καλά. Ξέρει κανείς τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Μόνη σταθερά το πείσμα των βημάτων, πάνω κάτω στους ίδιους δρόμους καθημερινά, να διασταυρώνονται –μέσα από ποικίλες εκδοχές της γεωμετρίας– με τα διαγωνίως και καθέτως άλλων βημάτων, βιαστικών και αθλητικών ή βαριεστημένων ώς υποτονικών. Πότε πότε, σαν από άναμμα σπίρτου, εκείνος, απορημένος στην άκρη ενός μυαλού σκυφτού, στο ρηχό ύψιλον ενός μειδιάματος αμυδρού –ψιμόγελο το έλεγε, θυμάμαι, αυτό το δείλιασμα μιας χαράς κρυφής– κι αμέσως το σφουμάτο πέρασμα από το φωτεινό στο σκοτεινό μιας απώλειας ενεπίγνωστης, αλλά θλιβερής. Ξέρει κανείς, άραγε, πώς ψαλιδίζεται η ανάσα μιας επιθυμίας δειλής; Μωραίνει ή μικραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι; Κάθε μέρα, μαζί με τον κόσμο, ζαρώνει κι αυτός· καταλήγει λιλιπούτειος σαν πρόωρος ερωδιός. Κανένα πέταγμα, κανένα θρόισμα φτερούγας που κυοφορεί την προσδοκία μιας πτεροφυΐας ανατρεπτικής, ή έστω τη συντριβή μιας μετάνοιας γονατιστής. Καμία έκπληξη αιφνίδιας ανατροπής μιας σμίκρυνσης εν προόδω απογοητευτικής. Τα πάντα επαληθεύονται ως αναμενόμενα, σαν το κουρασμένο μαξιλάρι μιας νύχτας άυπνης και αυστηρής. Τα πάντα στριμώχνονται μες στης αρρώστιας την αναβολή, συρρικνώνονται εν αναμονή. Καταφθάνει μόνο, ενίοτε, ένα δημοσίευμα στον ημερήσιο ή ηλεκτρονικό τύπο, διαμηνύοντας υπόρρητα την ψυχική απορία ενός στίχου με νόημα ένοχα διττό, που το καταπίνει η διπλωμένη εφημερίδα μόλις περάσει το πρώτο 24ωρο και αποβεί παλιό. Message subliminal λέγεται αυτό; Κάτι που εκπέμπει το υποσυνείδητο για να το ερμηνεύσει ένα μόνο βλέμμα, μεταθέτοντάς το στο συνειδητό; Κι αν ναι, προς τί τόσης παραβολής η φλύαρη σπουδή; Ή μήπως το μόνο που προέχει είναι αυτής καθαυτής της παραβολής η υπεκφυγή; Επιταχύνω το βήμα επιστρέφοντας σπίτι, υγραίνοντας με την άκρη της γλώσσας τη γενναία σιωπή, ενώ πληθαίνουν δίπλα μου οι κυανοπώγωνες, με τη μάσκα στο σαγόνι, που παλεύουν απεγνωσμένα να δαμάσουν την ίδια σιωπή.