ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Η ποίηση, η κρίση, το αθέατο !

Αν οι εποχές κρίσεων είναι εποχές αβεβαιότητας, τότε η ποίηση μπορεί να γίνει, σε μια τέτοια περίοδο, καταφυγή για κάποιους ή και ανάγκη. Γιατί απ’ τη φύση της η τέχνη –και ειδικότερα, λόγω του συγκεκριμένου γλωσσικού κώδικά της, η ποίηση– αμφισβητεί τις βεβαιότητες.Υποσκελίζει τις λογικές σταθερές και θέτει στο κέντρο της σκέψης την α-πορία ακόμη κι όταν προτείνει δικό της πόρο.
Εκφράζει την εποχή; Ναι, αλλά όχι γιατί σε πρώτο επίπεδο την αποτυπώνει –αυτό κι όταν συχνά γίνεται υποτάσσει την ποίηση στην δημοσιογραφία– αλλά γιατί εκφράζει την βαθύτερη αβεβαιότητα της ύπαρξης –ό,τι πιο σταθερό στην αντίληψη και αίσθηση των ανθρώπων, το αβέβαιο!– Την άλλη εκδοχή, το δίσημο, εκφράζει η ποίηση, την κεκρυμμένη σοφία, την για πολλούς αφέλεια, μ’ έναν λόγο την αίρεση του σταθερού, την ακύρωση του πραγματισμού, την διεύρυνση των λογικών ορίων, την υπέρβαση, τον εναγκαλισμό του αγνώστου, του απίθανου που με λέξεις πιθανοποιείται.
Το αόρατο, άλλωστε, πάντοτε βρίσκει τρόπο να εμφιλοχωρεί στη ζωή, ως πιθανότητα, ως πρόκληση στοχασμού, ως προσδοκία κάποτε, αλλά και πιο συχνά ως απειλή. Οι μαγγανείες των λέξεων άλλοτε το ξόρκιζαν, άλλοτε το προκαλούσαν. Με την ενέργεια τους, στην έντεχνη σύμπλεξή τους, στην ποίηση, οι λέξεις γίνονται παραβολικοί καθρέφτες του. Ωστόσο ακόμη κι αν το φέρουν πιο κοντά, ακόμη κι αν το κατονομάζουν –προβάλλοντας σε αυτό την γνώση μας για το οικείο– το αθέατο παραμένει άγνωρο, ανεξερεύνητο, ξένο. Ακόμη κι όταν το υπερβαίνουν, αυτό είναι εκεί να δείχνει το όριο, να χλευάζει κάθε βεβαιότητα, κάθε προγραμματισμό, κάθε πρόβλεψη για το αύριο.
Με τη σκαπάνη των συμφώνων, με την ιλύ των φωνηέντων προσπαθούμε να αποκαλύψουμε από μέσα μας κάτι, κάτι στοχαστικό διαισθητικό, παρηγορητικό, δυναμικό, κάτι. Κάτι που θα δώσει όψη, καθαρό περίγραμμα και φως στην ασάφεια μιας θολής εικόνας. Κάτι, που όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης «Θα σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις». Κάτι ομόλογο αλλά και αιρετικό της αβεβαιότητας, κάτι σταθερό στην συνεχή αλλαγή του.

Μάσκες & μασκοφόροι

Ασφαλώς χρήσιμες θα φανούν οι μάσκες σε άτομα που θα κυκλοφορούν μετά την υποχώρηση ή επιστροφή του ιού. Θα είναι χρήσιμες, παραδείγματος χάριν, για την ανάληψη χρημάτων από τράπεζες. Ήδη τη Μεγάλη Πέμπτη, φορώντας χειρουργική μάσκα κατά του κορωνοϊού και κρατώντας πιστόλι, άγνωστος που απομακρύνθηκε με άγνωστο μέσο απέσπασε άγνωστο χρηματικό ποσό από υποκατάστημα επί της Συγγρού στο Κουκάκι, σύμφωνα με κατατοπιστικό ρεπορτάζ.
Επίσης χρήσιμες είναι για τη διενέργεια εκλογών, όπως στη Νότιο Κορέα στα μέσα Απριλίου, όταν ο κεντροαριστερός κυβερνητικός συνασπισμός συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό μετά τη μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία το 1987, κερδίζοντας 180 από συνολικά 300 έδρες. Πριν ψηφίσουν, γινόταν έλεγχος της θερμοκρασίας των ψηφοφόρων και απολύμανση χεριών, στα οποία μετά φορούσαν πλαστικά γάντια μίας χρήσης. Σε χωριστούς εκλογικούς θαλάμους ψήφισαν όσοι είχαν υψηλή θερμοκρασία ή δεν φορούσαν μάσκα.
Εκλογολόγοι ήδη υποψιάζονται μία νέα αντίληψη περί μυστικής ψηφοφορίας, που θα μπορούσε να γενικευτεί, με θερμομετρήσεις αντί για σφυγμομετρήσεις του εκλογικού σώματος και εξυγίανση εταιρειών δημοσκοπήσεων, ενώ χρήσιμες μπορεί να φανούν οι μάσκες και για ζευγάρια που λόγω αποκλεισμού έχουν παραγνωριστεί. 
Στην Ελλάδα, ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού χωρίς συμπτώματα άνοιας ίσως θυμούνται την επιτυχία της Μάσκας, ιδίως στις αρχές της. Πρώτος διευθυντής του περιοδικού ήταν ο Απόστολος Μαγγανάρης, στον οποίο αποδίδεται η μετονομασία της στήλης των «σταυρωτών λέξεων» σε «σταυρόλεξο», όταν εργαζόταν στην εφημερίδα Τα Νέα. Δεν έχουν καταγραφεί εναλλακτικές ονομασίες – όπως ημισεληνόλεξο; – για μη Χριστιανούς. 
Στις περισσότερες από δώδεκα ποιητικές συλλογές του πρωτοπόρου του περιοδικού τύπου Απόστολου Μαγγανάρη περιλαμβάνονται και «μασκοφορεμένες», δηλαδή δύο βιβλία με ποιήματα σε ύφος άλλων ποιητών και τίτλο «Ύφη και στυλ» (Α΄, 1979 και Β΄, 1980), «A la manière de …» 120 ποιητών και 89 ποιητών αντιστοίχως. 

Social Distancing

Σου γράφω αυτό το σύντομο μήνυμα αν και δεν ξέρω αν θελήσεις να το διαβάσεις και δεν είμαι σίγουρος ακόμα αν θα στο στείλω.
Τον τελευταίο καιρό όλα συμβαίνουν λες και είναι μια ψευδαίσθηση και δεν μπορώ να ξεχωρίσω το περίγραμμα των γεγονότων, να αποσυνδέσω την μια μέρα από την άλλη, ούτε έχω καμία εγγύηση αν τα γεγονότα είναι αντιστρέψιμα.
Εσύ ξέρεις πόσο μοναχικός είμαι,μερικοί θα το ονόμαζαν διακριτική εσωστρέφεια, άλλοι αβάσταχτη μοναξιά έτοιμη να σε κατασπαράξει με το παραμικρό σημάδι αδυναμίας.
Η μοναξιά όμως για εμένα,όπως θα το έχεις καταλάβει, είναι το φυσικό μου περιβάλλον, έχω ψηθεί πια στην κοινότυπη και στερεότυπη αλήθεια που λέει ότι το ιδιωτικό είναι και κοινωνικό και μολονότι συνήθως τους μοναχικούς τους βλέπεις να είναι στην τσίτα, σημαδεμένοι με μια ήπια μορφή αδιαφορίας και ένα ασταθές έδαφος διαθέσεων για όλους και για όλα, προσωπικά δεν έχω λόγο να ανησυχώ και να φοβάμαι.
Αποτραβηγμένος λοιπόν εξ αιτίας του χαρακτήρα μου στο μικρό δικό μου τίποτα, μένω στο ίδιο ορθογώνιο κτήριο που θυμάσαι. Εγκιβωτισμένος μαζί με όλους τους άλλους ένοικους στις σκληρές διαδοχικές στρώσεις τσιμέντου που μας κρατάνε ενωμένους τον ένα επάνω στον άλλον, συνεχίζω τόσα χρόνια να μην τους έχω πει ούτε καλημέρα, παρ΄ όλο που λένε ότι συνυπάρχοντας γίνεσαι πιο επικοινωνιακός και αποκτάς ενσυναίσθηση. Κάποιες φορές ισχυρίζομαι με κυνισμό, ότι η κοινωνία θα επιβιώσει για καιρό με άτομα σαν εμένα που το βιωματικό τους γίγνεσθαι περιορίζεται σε λίγες δημόσιες σχέσεις και ακολουθεί ένα πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς που λέει ότι είναι καλύτερα να κρατιέσαι σε κάποια απόσταση από τον συλλογικό βίο, να αποτραβιέσαι και να καθίστασαι ει δυνατόν μη εντοπίσιμος,μακριά από τις αντιπαραθέσεις. Άλλωστε δεν υπάρχει κανένας λόγος να καταπιέζει κανείς την αντικοινωνικότητα του.
Πράγματι όταν βρίσκομαι με κόσμο δεν νοιώθω και πολύ άνετα, μιλάνε και ενθουσιάζονται συχνά για πράγματα που δεν με αφορούν, γι’ αυτό διασκεδάζω και γεμίζω τις μπαταρίες μου, παίζοντας ρουλέτα στο διαδίκτυο ή μπαίνω σε σάιτ γνωριμιών με την fake ψηφιακή συγκίνηση και μία φορά την εβδομάδα επισκέπτομαι ένα ινστιτούτο μασάζ. Αγόρασα και μια σεζ λονγκ και τα απογεύματα παρατηρώ μέσα από την τζαμαρία τις κινήσεις που ακολουθούν τα σύννεφα και οι γλάροι στον ουρανό, δίνοντας τους το κρυφό νόημα μιας αναγγελλίας αποκάλυψης.
Τα πράγματα όμως τελευταία άλλαξαν. Οι πρόσφατοι μήνες μου φαίνονται ατέλειωτοι και νοιώθω ένα ανεξήγητο προαίσθημα επερχόμενης συμφοράς.
Η ατμόσφαιρα γύρω μου είναι τεταμένη, διαπληκτισμοί που καταλήγουν σε μια επίδειξη αδιαλλαξίας, λογομαχίες και καυγάδες νυχθημερόν, όπως και ήχοι από αντικείμενα που σπάζουν στον δρόμο, με κάνουν να νοιώθω ανασφάλεια χωρίς να μπορώ να προβλέψω τι θα συμβεί από την μια στιγμή στην άλλη.
Αυτή η έκρηξη προσωπικής αντιπαλότητας που έχει ξεσπάσει φαίνεται να θέλει να καταλύσει κάθε οικείο μέτρο και κανόνα.
Το πολιτισμένο μίσος και η δυσπιστία που ανέκαθεν υπήρχαν τώρα δεν κρύβονται με τίποτα,ένας αδυσώπητος ατομικισμός σαν ραδιενεργό υλικό, σαν μεταλλαγμένος τύπος άγνωστου ιού, έχει διασπαρεί απροκάλυπτα στην ατμόσφαιρα και μολύνει ύπουλα τους πάντες αγγίζοντας τα όρια της επιδημίας, απειλώντας και απαξιώνοντας τον εύθραυστο χαρακτήρα των κοινωνικών δομών,εκμηδενίζοντας τις πολιτισμικές αξίες και την συμβατικότητα μιας ειρηνικής συνύπαρξης. Και όχι μόνο.
Αυτή η ανατρεπτικότητα για την οποία σου μιλάω, συνεχίζει να εξυφαίνεται καθημερινά και αιφνίδια με εκδηλώσεις μνησικακίας, πανικόβλητης αταξίας, προσβολών και διασυρμών, όλου αυτού του τζογαρίσματος ρήξης προσώπων, εγκλωβισμένων στον ασφυκτική δυσφορία και ψυχρότητα του μετανεωτερικού κόσμου,που θέλει να μετατρέψει την ζωή που μας έχει απομείνει σε απλή επιβίωση, κρούοντας κώδωνα κινδύνου για μια πλεκτάνη με χαρακτηριστικά μαζικής εξόντωσης.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί απάτης, σκόπιμης πολιτικής παγίδευσης, ότι είναι κάποια τακτική του κοινότοπου μιντιακού συστήματος αποτροπής, ότι η λέξη κλειδί για όλα αυτά είναι ένας εκβιασμός ασφάλειας έναντι του δυνητικού εχθρού που αποτελεί ο άλλος.
Δυστυχώς όλα πλέον εδώ είναι ρευστά και εκτυλίσσονται τόσο γρήγορα που είναι αδύνατον να τα επηρεάσεις.

Το πιο τρομακτικό αστείο

Το πιο τρομακτικό αστείο
είναι αυτό το τρομακτικό
να μένεις όπως όλοι
κλεισμένος σ’ ένα σπίτι
και να είσαι μόνος
καλαμιά σε κάμπο απέραντο
με άλλες μόνες καλαμιές
καλαμιές ολοζώντανες
που κάνουν τα ίδια με σένα
αλλάζουν κανάλια συνεχώς
στέλνουν μηνύματα, κοιτάζουν εικόνες
πατούν κωδικούς για λίγη βόλτα
για ψώνια ή δουλειές
που κάθονται μόνοι σε απόσταση ασφαλείας
χωρίς να νιώθουν τη παραμικρή ασφάλεια
σαν κάποιος να τους έβαλε όλους
μέσα σ ένα τρομακτικό αστείο
όπου το «είναι» τους διαλύεται
περιμένοντας όλοι τα εργαστήρια
με τους γυάλινους σωλήνες
να δώσουν μια λύση
που θα ανακοινώσουν χαρούμενοι εκφωνητές
Δώξα τω Θεώ, δόξα επιτέλους
να ξαναμπούμε όλοι μαζί στον Γάγγη
να φουλάρουμε στις εκκλησίες, στα τεμένη,
στο μετρό, στις φάμπρικες, στα πάρκα
στα πάρκινγκ, σε άπειρα αστικά, σε τρένα
σε πορείες,
νέες συμφωνίες θα γίνουν και τελικά
δεν θα ψάχνουν οι χέστες για χαρτί
το χαρτί θα ξανά ‘ρθει
οι Τράπεζες θα βρουν λύσεις
οι αγορές το ρυθμό τους
αλλά μέχρι που να έρθουν όλα όπως πρέπει
το πιο τρομακτικό αστείο είναι ο Χρόνος
και πως όλοι θέλουν να δανειστούν Χρόνο
και κανεις δεν μπορεί να εγγυηθεί το Χρόνο
ούτε να μιλήσει για τα επιτόκιά του
κι αυτό τελεσίδικα είναι
το μοναδικό παγκόσμιο τρομακτικό αστείο
του Χρόνου η ανύπαρκτη αγορά.

Το πάρτι αναβάλλεται επ’ αόριστον

Jules-Élie Delaunay, «H πανώλη της Ρώμης, 1522» (1869)

Στις αρχές Μαρτίου 2020, λίγες μέρες πριν ο αποτρόπαιος εστεμμένος θέσει υπό τον ασφυκτικό κλοιό του μεγάλο μέρος της Ιταλίας, ο Πάολο Tζορντάνο, συγγραφέας με πλούσιο επιστημονικό υπόβαθρο, λόγω και της ενασχόλησής του με τη φυσική, έσπευσε να γράψει τις σκέψεις του για τον τολμηρό, πιο εύκολα μεταδιδόμενο ιό σε παγκόσμια κλίμακα, τον SARS-CoV-2, και για την Covid-19, την ασθένεια που αυτός προκαλεί. Και το έπραξε:
Ψύχραιμα: «Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ούτε ατύχημα ούτε θεϊκή τιμωρία. Δεν είναι καν πρωτοφανές: έχει συμβεί στο παρελθόν και θα ξανασυμβεί στο μέλλον. Οι επιδημίες είναι μαθηματικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Επειδή τα μαθηματικά δεν είναι η επιστήμη των αριθμών, αλλά η επιστήμη των σχέσεων, η επιδημία είναι η μόλυνση στο δίκτυο των σχέσεών μας».
Επιστημονικά: «Η ταχύτητα εξαρτάται από έναν αριθμό, τον κρυφό πυρήνα κάθε επιδημίας: τον συμβολίζουμε ως R0 και κάθε μεταδοτική ασθένεια έχει τον δικό της. Στο παράδειγμα με τις μπίλιες, ο R0 ήταν ακριβώς 2: η κάθε μολυσμένη μπίλια μολύνει, κατά μέσον όρο, δύο ευάλωτες μπίλιες. Για την Covid-19, ο R0 είναι περίπου 2,5».
Διεισδυτικά: «Οι ιοί είναι πρόσφυγες της περιβαλλοντικής καταστροφής. Όπως είναι πολλά βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα. Αν παραμερίζαμε λίγο τον εγωκεντρισμό μας, θα συνειδητοποιούσαμε ότι δεν μας κυνηγάνε οι μικροοργανισμοί· εμείς με τις ενέργειές μας τους φέρνουμε στην επιφάνεια».
Επίσης, βάζει στην τράπεζα των συζητήσεων το δίλημμα της καραντίνας, την έννοια του χάους, την επίρριψη ευθυνών στην κινέζικη αγορά, τον φόβο, τη θέση µας στο οικοσύστημα, την ιερότητα της αλήθειας στην επιστήµη και την ανάγκη να αμφιβάλλει κανείς. Τα συγγραφικά δικαιώματα από τις πωλήσεις του βιβλίου, παγκοσμίως, θα διατεθούν στις υγειονομικές μονάδες που μάχονται εκ του συστάδην την πανδημία. [ Περί μετάδοσης (Επιστήμη, άνθρωπος και κοινωνία στην εποχή της πανδημίας), μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Εκδόσεις Πατάκη ]

Οι κοιμισμένοι

Φωτ. Δημήτρης Τσουμπλέκας


Η πόλη έφευγε. Όλα έφευγαν σαν κυνηγημένα. Oι άνθρωποι κοιμόνταν, όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν, ξαπλωμένοι στο κενό κοιμόνταν, όλα είχαν φύγει κι αυτοί συνέχιζαν να κοιμούνται, ξαπλωμένοι στο κενό. Το θέαμα στις πρώην μεγάλες πολυκατοικίες ήταν εκπληκτικό: Δεκάδες άνθρωποι σε κάθε πρώην όροφο, ξαπλωμένοι στο κενό, συνέχιζαν να κοιμούνται, όλα είχαν φύγει, είχαν εξαφανιστεί, σπίτια, έπιπλα, μηχανές, τα πάντα είχαν εξαφανιστεί κι αυτοί συνέχιζαν να κοιμούνται ξαπλωμένοι στο κενό. Κόντευε να ξημερώσει και αυτοί ακόμη κοιμόνταν, ευχόσουν να μην ξυπνήσουν, να μην τρομάξουν, να μην πέσουν και γκρεμοτσακιστούν. Καλύτερα να συνεχίζουν να κοιμούνται… Σαν πεθαμένοι…

Silence and I

The Alan Parsons Project

Εδώ και μερικούς μήνες, ξεκίνησα μια μακρά πορεία στη σιωπή σαν επίμονο περίπατο σε μιαν άρρωστη εξοχή. Κατέφθασε κατόπιν του Covid-19 ο εγκλεισμός, διευρύνοντας την έσω σιωπή με τον έξω κόσμο, που βαδίζει αμίλητος και σκυφτός. Καμία δυσφορία ή υποψία μπρος στον άλλον που συνήθισε να με κοιτάει σαν εχθρός. Καμία απάντηση στα αραιά και πού μηνύματα μιας υποτιθέμενης έγνοιας, που επείγεται να αποδράσει με την ίδια ανούσια επωδό: να ’σαι καλά. Ξέρει κανείς τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Μόνη σταθερά το πείσμα των βημάτων, πάνω κάτω στους ίδιους δρόμους καθημερινά, να διασταυρώνονται –μέσα από ποικίλες εκδοχές της γεωμετρίας– με τα διαγωνίως και καθέτως άλλων βημάτων, βιαστικών και αθλητικών ή βαριεστημένων ώς υποτονικών. Πότε πότε, σαν από άναμμα σπίρτου, εκείνος, απορημένος στην άκρη ενός μυαλού σκυφτού, στο ρηχό ύψιλον ενός μειδιάματος αμυδρού –ψιμόγελο το έλεγε, θυμάμαι, αυτό το δείλιασμα μιας χαράς κρυφής– κι αμέσως το σφουμάτο πέρασμα από το φωτεινό στο σκοτεινό μιας απώλειας ενεπίγνωστης, αλλά θλιβερής. Ξέρει κανείς, άραγε, πώς ψαλιδίζεται η ανάσα μιας επιθυμίας δειλής; Μωραίνει ή μικραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι; Κάθε μέρα, μαζί με τον κόσμο, ζαρώνει κι αυτός· καταλήγει λιλιπούτειος σαν πρόωρος ερωδιός. Κανένα πέταγμα, κανένα θρόισμα φτερούγας που κυοφορεί την προσδοκία μιας πτεροφυΐας ανατρεπτικής, ή έστω τη συντριβή μιας μετάνοιας γονατιστής. Καμία έκπληξη αιφνίδιας ανατροπής μιας σμίκρυνσης εν προόδω απογοητευτικής. Τα πάντα επαληθεύονται ως αναμενόμενα, σαν το κουρασμένο μαξιλάρι μιας νύχτας άυπνης και αυστηρής. Τα πάντα στριμώχνονται μες στης αρρώστιας την αναβολή, συρρικνώνονται εν αναμονή. Καταφθάνει μόνο, ενίοτε, ένα δημοσίευμα στον ημερήσιο ή ηλεκτρονικό τύπο, διαμηνύοντας υπόρρητα την ψυχική απορία ενός στίχου με νόημα ένοχα διττό, που το καταπίνει η διπλωμένη εφημερίδα μόλις περάσει το πρώτο 24ωρο και αποβεί παλιό. Message subliminal λέγεται αυτό; Κάτι που εκπέμπει το υποσυνείδητο για να το ερμηνεύσει ένα μόνο βλέμμα, μεταθέτοντάς το στο συνειδητό; Κι αν ναι, προς τί τόσης παραβολής η φλύαρη σπουδή; Ή μήπως το μόνο που προέχει είναι αυτής καθαυτής της παραβολής η υπεκφυγή; Επιταχύνω το βήμα επιστρέφοντας σπίτι, υγραίνοντας με την άκρη της γλώσσας τη γενναία σιωπή, ενώ πληθαίνουν δίπλα μου οι κυανοπώγωνες, με τη μάσκα στο σαγόνι, που παλεύουν απεγνωσμένα να δαμάσουν την ίδια σιωπή.

Walter Satterthwait (1946 – 2020)

«Πώς περνά η ώρα όταν περνάς καλά.» Φαίνεται θαυμάσιο για τάφο, έλεγε ο Γουόλτερ ένα βράδυ που αγωνιζόμασταν να βρούμε το καλύτερο επιτάφιο. Εγώ είχα μάλλον επιλέξει: «Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος που θα ήθελε να είμαι εγώ».
Μια άλλου είδους άμιλλα συνέβαλε να γίνουμε φίλοι από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Ο Γουόλτερ θα επέστρεφε στο Πόρτλαντ από μια ξύλινη καμπίνα σε ένα δάσος, όπου είχε μείνει ένα διάστημα γράφοντας και διαβάζοντας, ιδίως Ναμπόκοφ, έχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο, όπως συχνά συνέβαινε εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είχα βρεθεί από τη Θεσσαλονίκη στο Ρηντ, με μια υποτροφία μετά το γυμνάσιο. Ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. «Καλύτερα στο Όρεγκον, παρά στη φυλακή», είχε πει η μητέρα μου, που δεν ήθελε να φύγω. Δύο ώρες από τον Ειρηνικό Ωκεανό, σε εξοχική γειτονιά του Πόρτλαντ, επρόκειτο για ίδρυμα με ισχυρές ανθρωπιστικές και θετικές σπουδές, δικό του πυρηνικό αντιδραστήρα και αίθουσα υπολογιστών, όπου πρώτη φορά ακόνισε τα δόντια του ο Στιβ Τζομπς.
«Θα τα βρείτε αμέσως με τον Γουόλτερ», είχε προβλέψει η συγκάτοικός μου, που τον γνώριζε. Συμπλήρωνε τη μισή υποτροφία που είχε δουλεύοντας ως χορεύτρια go-go. Θα έλειπε και η άλλη συγκάτοικος, η Σάρα.
Έμεινα σπίτι να τον περιμένω. Υπήρχε σπίτι. Δηλαδή, καταφύγιο. Οι Ρόλινγκ Στόουνς πρέπει ήδη να είχαν ηχογραφήσει το Gimme shelter. Δεν υπήρχε φαγητό. Είχα όμως δυο μπουκάλια Jameson, για να λιπαίνουν έναν αυξανόμενο φιλο-ιρλανδισμό, που είχε προκαλέσει ο Μπέκετ.
«Νομίζεις μπορούμε να πιούμε οι δυο μας ολόκληρο μπουκάλι;» ο Γουόλτερ κι εγώ προκαλέσαμε ο ένας τον άλλον. Οπότε, ήπιαμε και τα δύο. Μέχρι να γυρίσουν οι συμφοιτήτριές μου, ψάχναμε όλο το σπίτι για μπουκάλια φτηνό κρασί, η γεύση του οποίου μαγικά βελτιώνεται αν έχει προηγηθεί ουίσκι.
Για δεκαετίες, συχνά περάσαμε κάποιο διάστημα στον ίδιο χώρο με τον Γουόλτερ, κάτω ή πάνω από την ίδια στέγη, στο Όρεγκον και στη Νέα Υόρκη. Όχι όμως στην Ελλάδα, όπου ήρθε πολλές φορές και έζησε με τη Λέλη. Έλειπα όταν ήταν εδώ, που εκεί ήταν τότε για εμένα.
Νομίζω η Ιρλανδία ήταν το μόνο μέρος όπου δεν πρόλαβε να με επισκεφτεί, αν και την είχαμε ανακηρύξει ως κοινό προορισμό εκείνο το πρώτο βράδυ που γίναμε φίλοι. Ούτε εγώ πρόλαβα να πάω στη Σάντα Φε όταν έμενε εκεί, ούτε καν για τον γάμο του με την Καρολάιν.
Είχα όμως καταλυτικό ρόλο στον γάμο του με τη Λέλη, γιατί εγώ τους γνώρισα. Η προϋπόθεση ήταν απλή. Η προϋπόθεση ήταν το σπίτι που ο Γκρέγκορι κι εγώ νοικιάσαμε στο Πόρτλαντ, όταν έπρεπε να εγκαταλείψουμε το μέρος όπου μέναμε, γιατί επρόκειτο να πουληθεί.
Το νέο σπίτι ήταν διώροφο και εξαιρετικά στενό και είχε μεγάλη αυλή από πίσω για να καλλιεργείς λαχανικά. Υπήρχαν πολλά υπνοδωμάτια σε μέγεθος ντουλάπας και προσκάλεσα τον Γουόλτερ, που περνούσε από το Πόρτλαντ, να μείνει σε ένα από αυτά. Έπρεπε να προσέχεις το πρωί πηγαίνοντας στο μπάνιο, γιατί τα πόδια του έβγαιναν στον διάδρομο, που ήταν γεμάτος με τις καουμπόικες μπότες μας.
Προσκάλεσα επίσης να μείνει τη Λέλη, που άφηνε συναισθηματική απογοήτευση, μετά από ένα ταξίδι επιστροφής στο Πόρτλαντ, όπου ήταν από τους λίγους φίλους από την Ελλάδα που είχα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν πάω στη Νέα Υόρκη. Ένας άλλος φίλος της Λέλης και δικός μου από το Όρεγκον ήταν ο Τομ, που είχε ασύγκριτο πάθος με τον κινηματογράφο πριν αρχίσει να συνεργάζεται με τον Βιμ Βέντερς, όπως τους έλεγα μετά από χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Οπότε, ο Γουόλτερ και η Λέλη παντρεύτηκαν. Οι δυο τους και ο Γκρέγκορι και ο Τομ κι εγώ μετακομίσαμε σε ένα σπίτι με μεγάλα υπνοδωμάτια. Η φίλη μου από την Ιρλανδία μας λυπόταν και έφερνε φαγητά που είχε μαγειρέψει. Όλοι μαγειρεύαμε, αλλά η Λέλη ήταν πολύ γρήγορη στο καθάρισμα, ενώ ο Γουόλτερ για να μαγειρέψει χρησιμοποιούσε όλα τα σκεύη που υπήρχαν, ό,τι και αν μαγείρευε.
Ο γάμος τους με τη Λέλη δεν άντεξε όταν ήρθαν στην Αθήνα και χώρισαν. Η Λέλη μου θύμισε τι είχε πει τρυφερά ο πατέρας μου. «Μα τώρα βρήκε να φύγει που μάθαμε πώς προφέρεται το επώνυμό του;»

Έφηβος ο Γουόλτερ το είχε σκάσει από πρότυπο σχολείο στο Κονέτικατ, όπου τον έβαλαν οι δικοί του όταν χώρισαν. Βρήκε δουλειά βοηθού σερβιτόρου στο Πλέιμποϊ Κλαμπ, που υπήρχε τότε στη Νέα Υόρκη. Ψηλός και όμορφος, φαινόταν πιο μεγάλος. Γρήγορα αναδείχθηκε σε μπάρμαν, δουλειά στην οποία επέστρεφε κάθε φορά που του τελείωναν τα χρήματα. Γιατί ο Γουόλτερ ήταν συγγραφέας και, αν μετράς λέξεις στο χαρτί, συχνά δεν περισσεύει χρόνος να μετράς χαρτονομίσματα.
Η Καρολάιν και εκείνος ήταν οι επικεφαλής δύο αντίπαλων μπαρ, απέναντι το ένα από το άλλο, στη Σάντα Φε στο Νέο Μεξικό. Για τον γάμο τους μαζεύτηκε κόσμος και έκλεισαν παράνομα τον δρόμο και ήρθε και τους πάντρεψε ο δικαστής που επονομαζόταν «Τούρκος», γιατί σε κάθε είδους παραβάτες μονίμως ως πρόστιμο επέβαλε να δίνουν τούρκους ή γαλοπούλες σε φτωχούς.
Η έκθεσή του στην Ελλάδα είχε προηγηθεί. Χάρηκα όταν, σε ένα από τα περιπετειώδη και αστυνομικά μυθιστορήματά του, που λεγόταν μάλιστα «Υπόθεση Αιγαίου», για μια στιγμή εμφανίζεται ένας τρελός γέρος με το δικό μου επώνυμο.
Πρώτος του προορισμός στην Ελλάδα ήταν η Κάρπαθος, ένα νησί όπου έχει μείνει και ο Προμηθέας, πριν ο Δίας βάλει τον αετό να του τρώει το συκώτι, γιατί χάρισε τη φωτιά σε πυρομανείς ανθρώπους.
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να βρω καρτ-ποστάλ, που μου έστελνε στο Ρηντ από την Κάρπαθο. Πολλαπλασιάζονταν οι λέξεις που μάθαινε στα ελληνικά. Διέθετε τεχνογνωσία ώστε να επιλέγει τις πιο άσεμνες ελληνικές παροιμίες, που κοσμούσαν τις καρτ-ποστάλ, με γραφικό χαρακτήρα που σημαντικά είχε βελτιωθεί από τότε που κάναμε τις πρώτες ασκήσεις πριν φύγει.
Είμαι βέβαιος πως κάποιοι από τους πιο μορφωμένους αναγνώστες του Γουόλτερ υπήρξαν θαμώνες ταχυδρομείων και από τις δύο πλευρές της λίμνης του Ατλαντικού. Άλλοι μπορούν να βρουν πληροφορίες στον ιστότοπο https://waltersatterthwait.net. Θα βάλουν και κουμπί αυτόματης μετάφρασης, υποσχέθηκαν, για όσους δυσκολεύονται με τα αγγλικά.
Ο Γουόλτερ πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου. Τους τελευταίους μήνες χρειαζόταν νοσοκομειακή υποστήριξη. Ενέσεις μορφίνης απάλυναν τους πόνους και τον διασκέδαζαν. Είχε αποδεχθεί τον θάνατο σε μια κατάσταση Ζεν. Μου λείπει.