ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Ιός & πανδημία της λογοτεχνίας

τον καιρό του εξ αποστάσεως έρωτα

Όλα έχουν αλλάξει. Πώς όμως γίνεται αυτό αντιληπτό, αν επίσης όλοι έχουν αλλάξει; Ποια είναι, αν υπάρχει, η διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Κλωτσιές αντικατέστησαν μπουνιές. Εξέλιπαν οι χειροδικίες. Τα χειροφιλήματα είχαν ήδη καταργηθεί. Αγκώνες ανταγωνίζονταν σε αγωνίες. Κάθε χειρονομία παράνομη. Οι χειραψίες έγιναν ποδαψίες. Ποδωνακτικές οι χειρωνακτικές εργασίες. Μπάσκετ, τένις, μπιλιάρδο, όλα τα αθλήματα παίζονταν με τα πόδια. Έτσι έπαιζαν και οι βιρτουόζοι βιολί ή πιάνο. Χωρίς χειροκροτήματα. Άδειες αίθουσες. Απαγορευτικά για συνεστιάσεις. Από τα σχολεία έλειπαν οι μαθητές. Τα ιδρύματα είχαν αδειάσει. Το αόρατο πόδι του Άνταμ Σμιθ στις αγορές παραπατούσε. Κανείς δεν έπιανε χειρολαβές ή χειραποσκευές. Δεν χρειαζόταν χειρόφρενο σε ακίνητα μέσα μεταφοράς. Τα χερούλια είχαν αφαιρεθεί. Κανείς δεν έριχνε χειροβομβίδες.
Συνεχώς καταστρέφονται χειρόγραφα. Αδιάβαστες πάνε οι ευχές και σε αχειροποίητες κάρτες ακόμη. Απαγορεύεται η είσοδος σε διαχειριστές. Όσες πόρτες δεν είναι αρκετά έξυπνες για να ανοίγουν ακούγοντας «άνοιξε», τις γκρεμίζουν. Άχρηστα τα χειριστήρια. Δεν υπάρχει χειραγώγηση ούτε χειραφέτηση. Μονομελείς πλέον συμμορίες πυρπολούν χειροτεχνίες. Καταδιώκουν χειρουργούς και χειρομάντες. Έχουν απαγορευτεί τα ονόματα πόλεων όπως Χιρόνα και Χιροσίμα. Οι χήρες παντρεύονται. Οι χοίροι ξαναγίνονται τα αρσενικά ζώα που είχε μεταμορφώσει η Κίρκη. Οι χερσόνησοι αναδιπλώνονται σε πιο χέρσες εκτάσεις. Συν Αθηνά και πόδα κίνει, λένε όσοι δεν προσβλέπουν στην Αχερουσία. Μη χειρότερα, λένε όλοι.


Δεν είναι από σύμπτωση

Η Ryoko Sékiguchi (Χρονικό καταστροφής, Άγρα 2015) αρχίζει το ημερολόγιο στις 10 Μαρτίου 2011 παραμονή της τριπλής καταστροφής –σεισμός, τσουνάμι, πυρηνικό ατύχημα– στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας. Χρονικό που επέφερε βαθιά εσωτερική ανατροπή στη συγγραφέα που ζούσε από το 1997 –σε απόσταση– στο Παρίσι.
Ξαναπιάνουμε το βιβλίο που κάτι μας «θυμίζει». Τρίτη 10 Μαρτίου 2020 αρχίζουν τα πρώτα μέτρα αποκλεισμού για την πανδημία με αφορμή τον Covid-19 στην Ελλάδα. Το χρονικό της και το χρονικό μας ρέουν εν παραλλήλω. Στις 10 Μαρτίου η συγγραφέας είχε τελειώσει μετάφραση με τίτλο Άλλες ζωές από την δική μου. Το «έργο» αυτό θα ζήσουμε μετά τις 10 Μαρτίου στην Ελλάδα όπου παρακολουθούμε τη ζωή να εξελίσσεται σαν μεγάλο ρεάλιτυ σόου όπου όλα διαμείβονται μέσα από οθόνες, που αποκλείουν την ζωή εκτός του γυαλιού.
Ένας φίλος της παραγγέλνει στις 10 Μαρτίου, λίγες ώρες πριν το συμβάν να του φέρει ένα μαντήλι Ερμές όταν πάει στο Τόκιο. Η απόλυτη ματαιότητα μπροστά στο επερχόμενο.. Σε λίγες ώρες η συγγραφέας βλέπει στο facebook την είδηση για ένα σεισμό. Τα ηλεκτρονικά μέσα δίνουν και παίρνουν. Twitter, Facebook, NHK, διογκώνονται σαν κύμα όπως και στην Ελλάδα. Οι ειδήσεις φτάνουν θραυσματικά. Σεισμός, τσουνάμι ανησυχία για τους πυρηνικούς σταθμούς.

«Όταν το ξανασκέφτομαι η πλειονότητα των Ιαπώνων πίστεψαν ότι είχαν να κάνουν με μία καταστροφή του τύπου που είχαν βιώσει. Όμως ποτέ δεν είναι το ίδιο. Και τούτη τη φορά φοβάμαι ότι αυτό είναι πιο αλήθεια παρά ποτέ». Κάπως έτσι υποτίμησαν τον Covid-19, πιστεύοντας ότι είναι μια πανδημία σαν όλες τις άλλες. Δεν είχαμε σκεφτεί ότι ο «νέος» ιός έρχεται στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα όπου έχει καταστραφεί κάθε ισορροπία του ανθρώπου στη σχέση του με τη φύση, το κλίμα, την τροφή, τα ζώα. Πάνω απ’όλα έχει διαπραχθεί ύβρις. Την ύβρη πληρώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ιαπωνία πλήρωσε ήδη το τίμημα.
Στα ηλεκτρονικά μέσα τις επόμενες ημέρες εικόνες σε υπέρθεση. Σεισμοί, τυφώνες, κύματα. Για κάποιους αποτελούν πραγματικές εικόνες σωματικής μνήμης που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα. «Το όραμα της καταστροφής κολλημένο στον αμφιβληστροειδή». Όραμα που προβάλλεται πάνω σε άλλα πολλαπλά βιώματα σεισμών που όπως λέει η συγγραφέας την ακολουθούν. Σκέπτομαι το «οπτικό σχήμα» του Ζακ Λακάν. Το είδωλο αντεστραμμένο στον αμφιβληστροειδή, τις εικόνες που έρχονται από οθόνες και κινητά να επικαθήσουν σε άλλες προσωπικές τραυματικές παγωμένες εικόνες διογκώνοντας τον φόβο. Απόσταση. Εκεί έξω υπάρχει η Φύση, ο Άλλος, το Σώμα, το Υποκείμενο που στέκεται απέναντι στα πράγματα αναλαμβάνοντας την επιθυμία του.

«Γεννήθηκα δικαιούμενη εξαρχής να με θεωρώ υποκείμενο του λόγου». Σε ένα παγκόσμιο σκηνικό όπου κάπως βλέπουν όλοι την Ιαπωνία από το 1970, η ίδια παίρνει την απόστασή της ταξιδεύοντας και αποκτά υποκειμενικό βλέμμα και λόγο. Περιγραφή κοντά σε αυτή του Υποκειμένου του Ασυνειδήτου που παίρνει απόσταση από το Cogito της φιλοσοφίας διάφανο ως προς τον εαυτό του. Η ίδια η γραφή της, θραυσματική, με πίσω μπρος στο χρόνο και διαρκή αναφορά στο τυχαίο που «συμπέφτει» με τις διαισθήσεις και τις κινήσεις της είναι πολύ κοντά σε μία βαθιά σχέση με τον εαυτό, το ασυνείδητο, την ποιητικότητα. Εξάλλου η αναφορά της σε Ιάπωνες ποιητές συνεχής.
Στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Παρίσι 4 κόσμος έχει μαζευτεί για ανάγνωση ποίησης από τον Ιάπωνα ποιητή Τατσούχικο Ισιι. Επικρατεί αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Ο Ισιι έχει ήδη γράψει πριν το συμβάν ένα τρίπτυχο με τίτλο «Αναγγελία στην Ανθρωπότητα» και ξεκινά ως εξής: «Η μέρα που η θάλασσα αφρίζει και η γη δονείται»…Οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες είναι να απορεί κανείς, γράφει, που οι δημιουργίες τους, η σκέψη τους προηγούνται ή συμπίπτουν με μία καταστροφή. Η ίδια ανέβασε οnline ένα ηχητικό κομμάτι με τίτλο Παραμονή την παραμονή της καταστροφής. Και ένα χρόνο πριν τελείωσε ένα κείμενο με τίτλο «Η παραμονή». Αυτή η αναρώτηση για το πίσω μπρος στο χρόνο, το πριν και το μετά μιας καταστροφής, την «σύμπτωση» δίνει τον τίτλο.
sastre από το ιταλικό disastro «Κάτω από ένα κακό άστρο»

23 Μαρτίου: Είναι ακόμη αδύνατο να μετρηθούν οι νεκροί
25 Μαρτίου: Μεθυσμένος δείχνει Γιαπωνέζα «Η ραδιενεργή»..
26 Μαρτίου: Θιασώτες και ενάντιοι στην πυρηνική ενέργεια
27 Μαρτίου: Οι μετασεισμοί συνεχίζονται
30 Μαρτίου: Διαταγή εκκένωσης της πόλης

Το ηχητικό κομμάτι η Παραμονή που δημιούργησε με τον μουσικοσυνθέτη Εντί Λαντουάρ είχε αφορμή μια καταστροφή που έγινε στην Βοστώνη 15 Ιανουαρίου του 1919. Στις 15 Μαρτίου ήταν η παραμονή του πυρηνικού ατυχήματος στη Φουκουσίμα. Η 11η Μαρτίου 2011 συνηχεί με την 11η Σεπτεμβρίου στην Αμερική. Η Φουκουσίμα και η Χιροσίμα, η Φουκουσίμα και το Τσερνομπίλ, η προφητική ταινία Όνειρα του Κουροσάβα με το τελευταίο όνειρο στον απόηχο ενός πολύχρωμου κύματος ραδιενέργειας που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να ζήσουν και το αόρατο ιικό φορτίο που έχει συγκλονίσει τον πλανήτη τον Μάρτιο του 2020. Έναν πλανήτη ασφυκτικά πιεσμένο, βιασμένο, εγκαταλελειμμένο. Το χρονικό τελειώνει 30 Απριλίου όριο αναφοράς για τους περιορισμούς μας... Δεν είναι από σύμπτωση.

Το θεραπευτήριο



Από τη μέρα που έγινε γνωστό το θέμα με τον ιό δεν ανταμώσαμε ξανά σαν οικογένεια. Όλοι κάναμε ότι είχαμε δουλειές, τηλεφωνιόμασταν που και που (όλα καλά; Καλά) κι όταν κανένας έλεγε «θα περάσω από το σπίτι να σε δω», βρίσκαμε πάντα μια δικαιολογία για να μην έρθει. Ακόμη και στην αυλή όταν συναντιόμασταν αποφεύγαμε κάθε επαφή μεταξύ μας, χτυπιόμασταν με αγκωνιές και γροθιές, δηλώνοντας την αγάπη μας.
Να φανταστείτε ότι στα γενέθλια της μικρής μου ανιψιάς δεν πήγε κανείς μεγάλος. Της γιαγιάς, που επέμενε ντε και καλά να πάει, της κουμπώσαμε ένα Ζάναξ των 2 mgr και την πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Στη μικρή κάναμε δώρο δέκα μικρά ροζ πλαστικά μπουκαλάκια, με αυτοκόλλητα της Μπάρμπυ, 100 ml το καθένα γεμάτα με οινόπνευμα 60%. Τα αφήσαμε στην πόρτα της τυλιγμένα με μια όμορφη κόκκινη εορταστική κορδέλα. Ακούγαμε τα μικρά που τραγουδούσαν και χόρευαν και τρέμαμε για τους ιούς που θα μας κουβαλήσουν. Μέχρι να φύγουν ξεροσταλιάσαμε πίσω από τις εξώπορτες με τις σκούπες και τα απολυμαντικά ανά χείρας για να καθαρίσουμε όσο γινόταν γρηγορότερα το κλιμακοστάσιο πριν φυτρώσουν οι ιοί στα μάρμαρα και κλείσουν την έξοδο.
Όλα άλλαξαν όταν μάθαμε ότι ο ιός δεν ζει σε θερμοκρασία πάνω από 25 βαθμούς και ότι ο ήλιος και τα ζεστά ροφήματα κάνουν καλό. Συγκεντρωθήκαμε σαν οικογένεια, (επιτέλους!) στην ταράτσα, παρέα με δυο γριές γειτόνισσες, φίλες της μάνας μου και καθίσαμε, με τις μάσκες φορεμένες, κατάφατσα στον μεσημεριανό κυριακάτικο ήλιο. Βγάλαμε παπούτσια, κάλτσες, ανεβάσαμε παντελόνια,   ο ξάδερφος μου –χρόνια στα γυμναστήρια– πέταξε και το φανελάκι, η θειά μου η Στέλλα κόντεψε να μείνει με το σώβρακο, ένα μακρύ πορτοκαλί βαμβακερό σώβρακο ίδιο χρώμα με το σπίτι της στην Κέρκυρα και οι φίλες της μάνας μου ανέβασαν χωρίς ντροπή τα φουστάνια μέχρι πάνω. Μόνο ο Τίτος, ο ανιψιός μου, εξορίστηκε στον κήπο, είχε βλέπετε γυρίσει πρόσφατα από τη Γαλλία και τον είχαμε σε καραντίνα. Παρόλο που επέμενε ο έρμος ότι ήταν μια χαρά, ότι πέρασαν οι δεκατέσσερις μέρες, κανείς μας δεν τον εμπιστευόταν ακόμη, μιλούσαμε όμως όλοι μαζί του με το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για μην αισθάνεται μόνος.
Οι γείτονες στην αρχή απόρησαν που μας είδαν σε αυτή την κατάσταση (λες και ήμασταν τρόφιμοι από κάποια ψυχιατρική δομή), αλλά όταν έμαθαν για τις θεραπευτικές ιδιότητες του ήλιου, ξαμολήθηκαν και αυτοί. Όσοι είχαν προσήλια μπαλκόνια απλώθηκαν για τα καλά κι άλλοι κρεμάστηκαν στα παράθυρα, ξεπερνώντας αναστολές, ανταποκρινόμενοι άμεσα στη θεραπεία. Γέμισαν τα μπαλκόνια με μισόγυμνα σώματα, χέρια και πόδια κατάλευκα, σαν άσπρα μεταλλαγμένα   σκουλήκια φαινόταν από μακριά. Εξαίρεση η Τζίνα, που εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου με το μπικίνι, προκαλώντας αναβρασμό, ένταση και χαρά σε όλο το θεραπευτήριο.
Το απομεσήμερο πια είχαμε βράσει κυριολεκτικά, είχαμε γίνει όλοι σκέτα παντζάρια, μας χτύπησε ο ήλιος του Μάρτη κατακέφαλα και πήραμε από ένα αναβράζον δισκίο ντεπόν maximum. Πριν αποσυρθούμε ο καθένας στο σπίτι του η ανιψιά μου που είναι χρόνια διοικητικός υπάλληλος στο νοσοκομείο και ξέρει καλά άπαντα τα ιατρικά (καλύτερα από γιατρός) φόρεσε γάντια και μοίρασε με την ανάλογη επισημότητα σε όλους μας, ένα αναβράζον δισκίο βιταμίνης C 1000 mgr, ένα καψάκιο βιταμίνης D 1mgr, ένα αναβράζον δισκίο εχινάκεας 150 mgr, ένα δισκίο Lysopaine για στοματοφαρυγγική αντισηψία, ένα αναβράζον δισκίο μαγνήσιου 300 mgr και ένα δισκίο μελατονίνης 2mgr. Τα τρία τελευταία θα τα παίρνετε μια ώρα πριν τον ύπνο, διευκρίνισε ,όλα τα άλλα κατά τη διάρκεια της μέρας, για έναν μήνα και βλέπουμε…

2 Στιγματότοποι (χωρίς αρίθμηση)

«Το φιλί» του Νικηφόρου Λύτρα (πριν το 1878. Εθνική Πινακοθήκη). Στην παραλλαγή δεξιά, το αγόρι που φιλάει το κορίτσι έχει εξαφανιστεί και το κορίτσι απλώς ... περιμένει


Βόρεια προάστια, Αθήνα

Δύσκολη… Ζωτικής σημασίας, όμως, (νομίζω…), η αδιάλειπτη ενημέρωση για τους νέους και ανανεούμενους αποκλεισμούς και απαγορεύσεις. Ήμουν, βλέπετε, και στραβάδι ακόμα: μόλις πριν λίγες ώρες είχα φτάσει σε τούτη εδώ τη χώρα προερχόμενος από μιαν άλλη χώρα. Λιγότερο ανεπτυγμένη. Δηλαδή με λιγότερα δηλωμένα κρούσματα και θανάτους. Λιγότερα από ό,τι εδώ, υποτίθεται. (Στις φτωχές χώρες τα πολλά κρούσματα είναι πολυτέλεια, εδώ και οι πλούσιες τα τσιγκουνεύονται). Δηλαδή λιγότερο φόβο. Λιγότερες μάσκες, λιγότερα πρέπει.
Διαβάζω λοιπόν αμέσως το νέο μήνυμα στο κινητό:
– «Τι θα κάνεις τώρα;» γράφει ένα γνωστός, τον οποίο είχα ενημερώσει τηλεφωνικά πριν λίγη ώρα για την άφιξή μου στην πατρίδα.
– «Θα πάω για ένα ποτό», απαντώ.
– «Δεν άκουσες τα μέτρα; Δεν έχεις ΑΕ μου φαίνεται!».
– «Ναι, δεν έχω Ανώνυμη Εταιρία. Μια μικρή Ομόρρυθμη έχω, με πολλές αρρυθμίες τώρα τελευταία».
– «Ατομική Ευθύνη δεν έχεις!». Και το έκλεισε.
–  (;)

Σουρούπωνε στο μεταξύ. Ψιλόβρεχε. Βλέπω αφώτιστη μια φωτεινή επιγραφή: «Mille baci». Μισάνοιχτη πόρτα, μισόφωτο. Φωλιά. Μπαίνω διστακτικά, με μια ανεξήγητη αίσθηση φόβου. (Τι το ‘θελαν οι ευλογημένοι αυτό το ιταλικό όνομα! Ιταλία, η φωλιά του ιού). Τρεις κι ο κούκος, ερημιά στο μπαρ. Η μπαργούμαν με κοιτάζει καχύποπτα. Κατευθύνομαι προς την μπαργούμαν, παραγγέλνω.
Κοιτάζω γύρω μου: Ένας νεαρός σ’ ένα τραπέζι. Ωραία γκριζογάλανα μάτια. Μια κοπέλα στο διπλανό του τραπέζι. Ωραία πράσινα μάτια. Κοιτάζονται. Κάθομαι, με μια περίεργη φόβου, σ’ ένα τραπέζι. Πολύ κοντά στην είσοδο. (Καλού κακού). Τo ποτό μου φθάνει αμέσως. Η σερβιτόρα ζητά να πληρωθεί αμέσως. (Καλού κακού;). Πληρώνω.

Ο νεαρός σηκώνεται ξαφνικά και πάει στο τραπέζι της κοπέλας. Κάτι της ζητάει, δεν μπορώ να ακούσω. Αναπτήρα; (Θυμήθηκα την παλιά απαγόρευση). Θα πάει έξω; Θα πάνε έξω; Η κοπέλα τού δίνει ένα πλαστικό μπουκαλάκι. (Λαγνεία τέχνας κατεργάζεται, σκέφτομαι). Καθαρίζει τα χέρια του με υγρό από το μπουκαλάκι. Κάτι λένε μεταξύ τους, δεν μπορώ να ακούσω. Ο νεαρός κάθεται στο τραπέζι της. Απέναντί της. Φλυαρούν σιγανά. Σε μια στιγμή βγάζουν σχεδόν ταυτόχρονα τις μάσκες. Σηκώνονται όρθιοι. Στάση ανυπόμονης προσμονής. Περιμένω να δω το φιλί -ωραία. Ο νεαρός βάζει αποφασιστικά το χέρι στην τσέπη και βγάζει ένα μαντιλάκι. Της το δίνει. Παίρνει και αυτός ένα. Καθαρίζουν επιμελώς τα χείλη τους, τις μύτες τους, τις μούρες του. Με παίρνει η μυρωδιά του οινοπνεύματος. Απότομα. Σαν μια ξαφνική μπάτσα.

Ξαφνικά ένας θόρυβος: Δυο μπάτσοι μπαίνουν φουριόζοι στο μαγαζί. Αποπνέουν μια αδιόρατη αίσθηση φόβου. Κατευθύνονται προς την μπαργούμαν. Προλαβαίνω και φεύγω απαρατήρητος. (Καλού κακού!).

*

Σε πολλές πόλεις, όχι σε όλες (ακόμα)

Ανοιξιάτικη λιακάδα. Στεγνώνει στο παγκάκι μετά την πρωινή βροχή. Καπνίζει. Ο αστυνομικός τον πλησιάζει.
–  Έχετε άδεια μετακίνησης;
–  …
–  Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί κανείς έξω χωρίς άδεια. Μένουμε σπίτι, δεν το ξέρετε;
–  …
–  Πηγαίνετε αμέσως σπίτι σας. Πού μένετε;
–  Εδώ μένω.
Είπε. Και έδειξε αφηρημένα τα στρωσίδια πάνω στα χαρτόκουτα, κάτω από τη μαρκίζα.

Το όργανο τον κοίταξε με ζήλεια και τρυφερότητα.

Μνημεία



Οι γάτες και τα πουλιά ήταν παντού. Οι άνθρωποι λίγοι και πέθαιναν. Η καμπάνα μέτρησε έξι στους δύο μήνες που ήμουν εκεί. Οι γάτες όλο και αυξάνονταν. Μόλις τάισα τις πρώτες τρείς στάλθηκε σήμα σε όλες. Έφεραν τα καλοκαιρινά μωρά τους και τα ανοιξιάτικα που ήδη είχαν γεννήσει άλλα δικά τους. Τα πουλιά δεν τις φοβούνταν, όπως έδειχνε ο πληθυσμός τους.
Μετά από πέντε χρόνια χειμώνα, ακολουθώντας τον από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο, γύρισα και πάλι για καλοκαίρι στην Ελλάδα. ΄Ετσι βρέθηκα στο χωριό. Θεσσαλονίκη, Μελβούρνη, Σαν Φρανσίσκο, Βοστώνη, με σύντομες περιόδους σε πόλεις τεσσάρων ηπείρων, ήταν πόλεις που έζησα και ζώ. Το σπίτι στο χωριό ήταν το μόνο σταθερό στην περιπατητική ζωή μου. Μικρή περνούσα τα καλοκαίρια και τις γιορτές εκεί. Αργότερα, εκεί ήταν που χανόμουν μακριά από όλα και όλους για να ξαναβρώ τον δρόμο.
Αυτό έψαχνα και αυτή τη φορά. Όταν ο πατέρας μου πέθανε δεν πήγα στους αντίποδες το καλοκαίρι για χειμώνα. Έπεισα την μητέρα μου νάρθει στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά μόνη της στο πρώτο σπίτι που έφτιαξαν μαζί. Το τελευταίο τους το αγόρασαν κρυφά πριν χρόνια. Πάμε να δούμε το καινούριο μας ακίνητο, είπαν γελώντας στον αδελφό μου και μένα που είμασταν εκεί για Χριστούγεννα όπως κάθε χρόνο. Όταν πλησιάσαμε το νεκροταφείο καταλάβαμε τι ήθελαν να μας δείξουν. Καλά που ήταν έτοιμο, μας είπε η εταιρεία κηδειών, γιατί η κατασκευή μνημείου θέλει τουλάχιστον έξι μήνες. Εμείς είμασταν ευγνώμονες που δεν θα βλέπαμε χώμα. Ο λευκός γρανίτης μας κάλυπτε και μας και βοήθησε να ενσωματώσουμε την αλήθεια της απουσίας του. Αυτός δεν είναι ο ρόλος των μνημείων εξάλλου, να καλύπτουν ωμές αλήθειες με σύμβολα;
Αυτή ήταν η αλήθεια του χωριού για μένα, ότι είναι μνημείο, σύμβολο σταθερότητας και συνέχειας που ποτέ δεν είχα. Το σπίτι, τα έπιπλα, που ήταν μια εκλεκτική συλλογή δειγμάτων από όλα μας τα σπίτια, τα ρούχα, ξεχασμένα ή αφημένα εκεί για το επόμενο καλοκαίρι, τα βιβλία, από το αγαπημένο μου μικρή μέχρι το τελευταίο μου αγαπημένο την τελευταία φορά που ήμουν εκεί, σχεδόν όλα μέσα στο σπίτι ήταν από κάπου αλλού. Οι γάτες το κατάλαβαν, για αυτό έρχονταν να γίνουν του σπιτιού και να τις προσθέσω στη συλλογή συμβόλων ζωής του.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να γυρίσω. Μετά από φθινόπωρο στο Λος Άντζελες και στη Σεούλ, βρέθηκα Μελβούρνη, όπου ήταν καλοκαίρι, και ενώ ετοιμαζόμουν να επιστρέψω σπίτι μου στη Βοστώνη έκλεισαν οι πτήσεις εξαιτίας ενός ιού που ίσως είναι το τέλειο σύμβολο του τέλους. Μας καλύπτει όλους. Τροφοδοτεί τις φοβίες μας αλλά και μας αποκαλύπτει τις αλήθειες στα σύμβολα ζωής της ζωής μας. Αν γυρίσω, δεν ξέρω αν θα γνωρίσω το σπίτι μου.

[ Μελβούρνη, Μάρτης 2020 ]

Η πανώλη του κυρ Ζαχαρία


Ο δε κυρ Ζαχαρίας του ποτέ Χριστοδούλου πορευθείς και αυτός μετ' ου πολύ χάριν της συνήθους περιηγήσεως εις τα Δερβενοχώρια και εις Κούλουρην ένθα επώλησεν πάσαν την πραμμάτειαν εξόχως επωφελώς, επέστρεψεν εις Αθήνας με τον γάιδαρόν του, ένα ζεύγος ορνίθων και τρεις δαμιζάνας ερυθρού οίνου αντί άρτου, κομίζων το αγώγιμον της πανώλης χωρίς να το ηξεύρη τινάς, διότι επήγαν και οι προεστώτες και άλλοι των χριστιανών κατά την συνήθειαν και τον εχαιρέτησαν, απολαμβάνοντες την φιλοξενίαν αυτού και της συζύγου του μέχρι πρωίας. Την ακόλουθον ημέραν ηγέρθη της κλίνης του περί την ανατολήν και έψησεν την μεσημβρίαν το ζεύγος ορνίθων, το οποίον απήλαυσε ομού μετά του τρεφόμενου με πλούσιον σανόν γαϊδάρου του, περί την δύσην όμως του ηλίου ησθένησε και κατεκλίθη. Την τρίτην ημέραν απέθανεν υπό πανώλης ως εμαρτύρησεν η κυρά Θεοδώρα η μαμή εις τον ιερέα της Παναγίας Γλυκοφιλούσης πατέρα Γρηγόριον, τον λεγόμενον Γουρλομάτην. Τον έθαψεν ο μόρτης λεγόμενος Λαλές, εξελθών του καπηλείου του κυρ Γερασίμου, εις το οποίον επανήλθεν ίνα πίει εις μνήμην του μακαρίτη και καταθέσει το γρόσι που είχεν λάβει δια την ταφήν. Και εκεί απέθανεν περί το μεσονύκτιον, πληγείς στο δοξαπατρί υπό της πανώλης. Κανένας άλλος δεν εκτυπήθη υπό της νόσου εις το ύστερον και ο γάιδαρος επωλήθη εις τον κυρ Μανιό, επειδή ο γάιδαρος εγνώριζεν τον δρόμο προς τα Δερβενοχώρια και την Κούλουρην, όπου ο κυρ Μανιός του ποτέ Σοφία Σολωμόντος έμελε να μεταβεί εμπορευόμενος ξερά κουκιά και άλλα του νοικοκυριού. Πριν όμως του θανάτου του κυρ Ζαχαρίου είχεν αποθάνει αιφνιδίως ο Διονύσιος του γραμματικού κυρ Αγγελάκη ο υιός, όπου ήλθεν μαζί με τον κυρ Ζαχαρίαν από την Κούλουρην, κακείθεν εγένετο το πράγμα γνωστόν. Εις τους 1741 όπου εγένετο μέγας χειμών εν Αθήναις. Το αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικόν, πανώλης τοιαύτη, η λεγόμενη «του Ζαχαρία», ως μη δύνασθαι τους ζώντας θάπτειν του θνήσκοντας. Έρριπτον γαρ αυτούς εις την θάλασσαν και αι ακταί των αιγιαλών επληρούντο νεκρών σωμάτων. Μαρτυρώ εγώ Φιλόθεος του ποτέ Αβαρία, σήμερα του Αγίου Τρύφωνος, έτος σωτήριον 1742.

Στρατής Χαβιαράς: σενάριο μιας ζωής (1935-2020)

«Θα ήθελα χειρόγραφους λίγους στίχους και την υπογραφή σου», είπε, όταν τηλεφώνησε τηλεφώνησε από τη Βοστώνη, «στη σελίδα από ρυζόχαρτο που στέλνω, με παράκληση να την επιστρέψεις αμέσως». Αυτό ήταν εύκολο, καθώς έμενα στη Νέα Υόρκη. Εξήγησε τι οργάνωνε χωρίς να το ξέρει ο Στρατής. Θα έδενε σε βιβλίο τις σελίδες που συγκέντρωνε από φίλους, οι οποίοι είχαν διαβάσει στην Αίθουσα Ποίησης στη Βιβλιοθήκη Λαμόντ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης ήταν ο Στρατής Χαβιαράς, που επρόκειτο να αποχωρήσει. «Και πώς θα παραμείνει έκπληξη πριν του δώσεις το βιβλίο;», ρώτησα. «Είναι απλό», απάντησε. Είχε ζητήσει από τον ίδιο τον Στρατή να κλείσει την αίθουσα για μια εκδήλωση για την ποίηση του Σαίξπηρ, στην οποία θα μιλούσαν και οι δύο. «Άρα θα είμαστε καλοντυμένοι», πρόσθεσε. Θα μιλούσαν και άλλοι από το Χάρβαρντ, που κρυφά γνώριζαν ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Στρατή.
Δεν μπορούσα να είμαι παρών, αλλά την ίδια ιστορία άκουσα και από τους δύο. Ο Στρατής μπήκε και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι των ομιλητών. Ποιο ήταν το θέμα το έμαθε όταν πήρε τον λόγο ο Σέιμους Χήνυ, που εξήγησε στο πυκνό ακροατήριο, όπου σχεδόν όλοι πια το ήξεραν, ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Χαβιαρά, έβγαλε το βιβλίο όπου είχε συγκεντρώσει και δέσει τις σελίδες από ρυζόχαρτο και το έδωσε στον τιμώμενο. Δεν ξέρω όμως πόσο μικρή ή μεγάλη αίθουσα θα γέμιζαν τα άτομα στην Ελλάδα που γνωρίζουν ότι ο Στρατής Χαβιαράς ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες, που στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία τους είχαν προσωπικές σχέσεις με σπουδαίους ξένους συγγραφείς.
Η ζωή του Χαβιαρά συνιστά σενάριο ταινίας. Γεννήθηκε στη Νέα Κίο της Αργολίδας από μικρασιατικής καταγωγής γονείς. Το 1944 εκτέλεσαν τον πατέρα του για αντιστασιακή δράση, ενώ η μητέρα του εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Οι αρχές κατοχής κατεδάφισαν το σπίτι τους. Τελειώνοντας το δημοτικό άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος στην Αθήνα και σε δημόσια έργα στην επαρχία. Το 1957 γνώρισε τον Κίμωνα Φράιερ, που τον κάλεσε στην Αμερική. Δακτυλογραφούσε το αρχείο αλληλογραφίας με τον Καζαντζάκη. Μετέφραζε στα ελληνικά και εκφωνούσε στη «Φωνή της Αμερικής» ομιλίες του Φράιερ. Βοηθούσε στη μετάφραση της «Ασκητικής» και της «Οδύσσειας». Γνώρισε τον Άρθουρ Μίλερ, τον Τένεσι Γουίλιαμς και άλλους. Παράλληλα σπούδαζε μηχανολογικό σχέδιο στη Νέα Υόρκη και αργότερα, όταν έφυγε σε συγγενείς του στη Βιρτζίνια, όπου γνώρισε τον Ουίλιαμ Φώκνερ, σχεδιασμό μηχανών, ενώ τα βράδια δούλευε σερβιτόρος.
Ο δραματικός μονόλογος «Το σκουριασμένο καρφί» δημοσιεύτηκε το 1959 στην Καινούρια εποχή του Γιάννη Γουδέλη. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα. Γνώρισε την Κατερίνα Πλασσαρά και ταξίδεψαν στην Ευρώπη. Η κυρία με την πυξίδα, η πρώτη ποιητική του συλλογή, εκδόθηκε το 1963, ενώ εργαζόταν ως μηχανικός στην κατασκευή του φράγματος στον Αχελώο. Δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε το Βερολίνο από τις εκδόσεις Φέξη. Το 1967 έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας παντρευτεί με την αρχιτέκτονα Γκέιλ Φλυν, που γνώρισε στα γραφεία, όπου είχε βρει δουλειά ως σχεδιαστής, της εταιρείας του Γκρόπιους, που σχεδίασε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Πριν φύγουν εκδόθηκε Η νύχτα του Ξυλοπόδαρου, η τρίτη του συλλογή, αντίτυπα της οποίας κατασχέθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία, ενώ η Νεκροφάνεια, η τελευταία του ποιητική συλλογή στα ελληνικά, κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1972.
Πολύ δραστήριος στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπεύθυνος του περιοδικού Eleutheria, στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης ξεκίνησε από χαμηλόβαθμη δουλειά, εξυπηρετώντας αναγνώστες, στο συγκρότημα βιβλιοθηκών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ενώ παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα λογοτεχνίας. Μέσω του εξ αποστάσεως προγράμματος του Κολεγίου Γκοντάρ, όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό, γνώρισε σπουδαίους πεζογράφους όπως ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο Ρόμπερτ Κούβερ. Το 1973 αποφάσισε να γράφει στα αγγλικά. Άρχισε να δημοσιεύει σε αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά. Χώρισαν με τη γυναίκα του. Δύο φορές διέσχισε τον ποταμό: Crossing the River Twice λεγόταν η πρώτη ποιητική συλλογή του στα αγγλικά, που κυκλοφόρησε το 1976, έτος που άρχισαν να ζουν μαζί με τη μετέπειτα διευθύντρια βιβλιοθηκών του Χάρβαρντ Χέδερ Κόουλ. Έπειτα από χρόνια παντρεύτηκαν ικανοποιώντας επιθυμία της κόρης τους Ηλέκτρας.
Από το 1974, έως τη συνταξιοδότησή του το 2000, ήταν υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης του Χάρβαρντ (Woodberry Poetry Room). Σε αυτό το «μέρος για την ποίηση», όπως το χαρακτήρισε ο Φινλανδός αρχιτέκτονας Άλβαρ Άαλτο, που το είχε σχεδιάσει, σε αυτό το «τεράστιο δωμάτιο», όπως το αποκαλούσε ο e e cummings, ο Στρατής Χαβιαράς διοργάνωνε αναγνώσεις, ομιλίες, συναντήσεις. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη σύγχρονης ποίησης, που διαθέτει συλλογή σπάνιων εκδόσεων και ηχητικών ντοκουμέντων. Πρόκειται για μια μοναδική «βιβλιοθήκη φωνών», από το 1933, από αναγνώσεις ποιητών στα αγγλικά, κάποιοι από τους οποίους για πρώτη φορά άκουσαν τη δική τους φωνή στις ηχογραφήσεις αυτές, αλλά και σε άλλες γλώσσες. Ο Χαβιαράς δημιούργησε συλλογή ηχογραφήσεων και στα ελληνικά. Επίσης υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών, έχοντας ξεκινήσει το 1971 με το χειρόδετο Arion's Dolphin και συνεχίζοντας το 1986 με το περιοδικό Erato, που μετεξελίχθηκε στο Harvard Review.

Διεθνή αναγνώριση κέρδισαν δύο μυθιστορήματά του στα αγγλικά, που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες: When the Tree Sings το 1979 («Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα», Ερμής 1980) – το οποίο αρθρογράφος του Guardian περιέλαβε στα δέκα πιο σημαντικά πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα – και The Heroic Age το 1984 («Τα ηρωικά χρόνια», Καστανιώτης 1999). Το 2000 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η συλλογή με ποιήματα σε πρόζα Millennial Afterlives: A Retrospective. Τα μυθιστορήματα Άχνα (2014) και Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007), σε μετάφραση Ρένα Χατχούτ το δεύτερο, κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο. Επίσης μετέφρασε Καβάφη στα αγγλικά, Χήνυ και Σίμικ στα ελληνικά. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου η δράση του είναι πολύ πιο γνωστή. Συνέχισε να διδάσκει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, συγκεντρώνοντας την αγάπη των μαθητών του. Κηδεύτηκε στη γενέτειρά του, όπως ήταν η επιθυμία του.

Τι απέγινε το αυτοσχέδιο βιβλίο που έδωσε ο Σέιμους Χήνυ στον Στρατή Χαβιαρά, μπορεί να ρωτήσετε. Κι εγώ είχα ρωτήσει τον Στρατή. «Ήταν τόσο ωραίο, που το χάρισα στη βιβλιοθήκη», είπε.