Τι φοβάμαι; Είμαι μέρος του απείρου.
Είμαι μέρος της μεγάλης δύναμης του όλου,
ένας μοναχικός κόσμος μέσα σε εκατομμύρια κόσμους,
όμοια με το πρώτο αστέρι που σβήνει τελευταίο.
Θρίαμβος να ζεις, θρίαμβος ν' ανασαίνεις, θρίαμβος να υπάρχεις!
Θρίαμβος να νιώθεις το χρόνο να ρέει παγερός στις φλέβες
και να αφουγκράζεσαι το σιωπηλό ποτάμι της νύχτας
και να στέκεσαι στο βουνό κάτω από τον ήλιο.
Περπατώ στον ήλιο, στέκομαι στον ήλιο,
δεν γνωρίζω τίποτα άλλο από τον ήλιο.
Χρόνε-μεταμορφωτή, χρόνε-καταστροφέα, χρόνε-ταχυδακτυλουργέ,
έρχεσαι με νέες ραδιουργίες, χίλια τεχνάσματα για
να μου προσφέρεις ύπαρξη
σαν μικρός σπόρος, σαν κουλουριασμένο φίδι,
σαν βράχος στη μέση της θάλασσας.
Χρόνε –φονιά– απομακρύνσου από μένα!
Ο ήλιος γεμίζει το στήθος μου με γλυκό μέλι
ως τα χείλη
και λέει: όλα τ' αστέρια κάποτε θα σβήσουν,
όμως πάντα θα λάμπουν δίχως φόβο.