[ AΘΗΝΑ 1962-1967 ]
Κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, από το Έθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), στις 11.30’ προ μεσημβρίας, όλα σταματούν σε σπίτια, σε γραφεία (στα κρυφά), σε δημόσιες υπηρεσίες (όχι τόσο κρυφά), σε ασφαλτοστρώσεις οδών, όπου δουλεύουν τα κομπρεσέρ, σε οικοδομές, όπου ανεβάζουν το σκυρόδεμα, στα πλοία «Kλεοπάτρα», «Σεμίραμη», «Θεοδώρα» με καπετάνιο τον Αλέξανδρο Μπάρα, για να ακουστεί το επόμενο ημίωρο επεισόδιο της «Πικρής μικρής μου αγάπης», ραδιοφωνικής σειράς, προσφοράς του απορρυπαντικού Tide, τον διαφημιστικό λογαριασμό του οποίου έχει η εταιρεία του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου ΑΔΕΛ, στον τέταρτο όροφο επί της οδού Κολοκοτρώνη 11, όπισθεν της Παλαιάς Βουλής αφενός και πλαγίως του εκδοτικού οίκου Ίκαρος. Πριν και μετά την εκπομπή, δεν υπάρχει άλλο θέμα συζήτησης μεταξύ γυναικών κάθε ηλικίας και μεταξύ ανδρών κάποιας ηλικίας: τι είχε γίνει ως τότε, τι ήταν πιθανότερο να γίνει τώρα, το απορρυπαντικό Tide ήταν το καλύτερο, λεύκαινε τα ρούχα, η αποτελεσματικότητά του συνοψιζόταν ως εξής: «Όταν ο Αλέξης και η Βάνα συναντιούνται, συγκλονίζονται από έντονα συναισθήματα και νιώθουν να παρασύρονται στη δίνη ενός ακατανίκητου πάθους. Πριν προλάβουν, όμως, να ζήσουν την αγάπη τους, η σκληρή πραγματικότητα ανατρέπει τα δεδομένα και τους οδηγεί από το όνειρο στη φωτιά του μίσους. Θα καταφέρει ο έρωτας να νικήσει τα εμπόδια ή θα συντριβεί στη δύναμη του πεπρωμένου που αδυσώπητο παραμονεύει στο δρόμο τους; Μια ιστορία όλο συγκίνηση και πάθος, γεμάτη περιπέτειες, απρόοπτα και ανατροπές». Αστραφτερά τα ρούχα που πλύθηκαν με Tide, αστραφτερές, αν όχι εκτυφλωτικές, οι αγωνίες τέτοιας ιστόρησης.
Ο συγγραφέας των επεισοδίων Βαγγέλης Γκούφας έφτανε πάντα βιαστικός στην ΑΔΕΛ, φορτωμένος με τις μπομπίνες της ηχογράφησης επόμενων επεισοδίων, την οποία είχε κάνει μόνος του και όδευε στον διάδρομο όπου η δεσποινίς Δέσποινα, πίσω από ένα ογκωδέστατο μαγνητόφωνο και μια ογκώδη γραφομηχανή, παραλάμβανε το φρέσκο υλικό, και λάβαινε ταυτοχρόνως την εντολή του συγγραφέα «Γράφε!» Η δακτυλογράφηση άρχιζε και ο χώρος παλλόταν από την ηχογραφημένη βροντώδη ή τσιριχτή φωνή του Βαγγέλη Γκούφα, που έπαιζε όλους τους ρόλους και διέκοπτε την αφήγησή του με σχόλια του είδους «Βάλε εδώ υπογράμμιση», «Σβήσε αυτό που έγραψες, γράψε αυτό που θα πω τώρα». Η Δέσποινα, περασμένης νεότητας, πατούσε ένα κουμπί με την βαριά σόλα του δεξιού παπουτσιού της, η μαγνητοταινία γρύλιζε πηγαίνοντας πίσω ή τρέχοντας μπροστά, έπρεπε να σταματάει πότε-πότε τη δακτυλογράφηση, να βγάζει το φαρδύ μαντήλι της από το φαρδύ συρτάρι του γραφείου της και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Ο Βαγγέλης Γκούφας είχε υπόψη του την έντονη συναισθηματική ευαισθησία της Δέσποινας και, πριν την κορύφωση κάποιου δραματικού διαλόγου, συμβούλευε διακριτικώς: «Κλάψε εδώ για να μου πεις ότι είναι καλό να το απλώσω αλλού».
Οι ηθοποιοί πρωταγωνιστές, Στέφανος Ληναίος και Έλλη Φωτίου, ήταν άγνωστοι σχεδόν με τα πραγματικά ονόματά τους, επειδή ήταν γνωστοί από τους ρόλους τους: ο Αλέξης Φραγκόπουλος από εδώ, η Βάνα Βασιλειάδη από εκεί. Αξιοσημείωτο ότι η Δέσποινα είχε ορκιστεί να μην αποκαλύψει σε κανέναν, ούτε στον Θεό τον ίδιο, τι επρόκειτο να συμβεί «παρακάτω», όταν ο Βαγγέλης Γκούφας είχε μαγνητοφωνήσει αρκετά προσεχή επεισόδια και, συνεπώς, ήταν η μόνη που γνώριζε το μέλλον του έργου και τη μοίρα των ηρώων του.
Η Πικρή μικρή μου αγάπη κυκλοφόρησε σε 17 εικονογραφημένα πολυσέλιδα τεύχη σχήματος τσέπης. Η υπογραφή του εικονογράφου δεν διαβάζεται, δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται για τον κύριο Βλων, ειδικό στο ρετούς, καθισμένο στο «Δημιουργικό» της ΑΔΕΛ, σε χαμηλό, αλλά φαρδύ σκαμνί, επί της επιφανείας του οποίου απλωνόταν ξεχειλωμένο από το βάρος του κυρίου Βλων μαξιλάρι, δίχως τρύπες από καύτρες τσιγάρων, οι οποίες προτιμούσαν το πανταλόνι του καλλιτέχνη, αφού η προσήλωση στο έργο του δεν του άφηνε περιθώρια να ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου του στο τασάκι. Έτσι και αλλιώς, το τασάκι ξεχείλιζε από αποτσίγαρα. Με ξύστρες, μολύβια χρώματος μαύρου Faber no2, Faber HB, με γομολάστιχες, με μολύβια μηχανικά, ο κύριος Βλων ομόρφαινε τις φωτογραφίες στις μακέτες των συσκευασιών του Tide, κάθε άλλου διαφημιζόμενου προϊόντος και φρόντιζε με ξεχωριστή επιμέλεια τις φωτογραφίες μοντέλων, ώστε να εξαφανίζονται ατέλειες του προσώπου, του βλέμματος, της κόμμωσης και, πολύ σοβαρότερο, να αμβλύνονται υποψίες γυμνού στήθους ή γυμνών μηρών, όταν επρόκειτο για διαφήμιση γυναικείων εσωρούχων, όπου η φαντασία έχει σημασία και όχι το αυταπόδεικτο της εντολής τους.
Η Ιστορία έχει στις δέλτους της το επώνυμο του κυρίου Βλων και όχι το όνομά του. Ομοίως, αμφιβάλει αν η Δέσποινα ήταν η δακτυλογράφος, άλλο όνομα ή επώνυμο δεν έχει βρεθεί, οπότε η Δέσποινα δεν απορρίπτεται. Ο Βαγγέλης Γκούφας υπολογίζει πως η «Πικρή μικρή μου αγάπη» ολοκληρώθηκε σε χίλια διακόσια επεισόδια, χωρίς τις επαναλήψεις, πολύ περισσότερα από τα 925, με τα οποία ολοκληρώθηκε «Το δικαίωμα να γεννηθείς» στην Κούβα. Ούτε επιβεβαιώνει ότι μερικές αυτοκτονίες της περιόδου 1962-1967 οφείλονται σε απελπισμένες ψυχές, που ζούσαν την αγάπη τους σαν να ήταν γλυκειά και μεγάλη. Ακόμα και πλοίαρχοι, όπως δηλώνει ο Αλέξανδρος Μπάρας:
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος, / ναι –si j’étais roi!– / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”, / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / με τέσσερα χρυσά γαλόνια / κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή / τόσα χρόνια, / μια νύχτα σεληνόφεγγη, / στη μέση του πελάγου, / θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα / κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
/ που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια, / με τη μεγάλη μου στολή, / με τα χρυσά μου τα γαλόνια / και τα χρυσά μου τα παράσημα, / θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη / από το τέταρτο κατάστρωμα μέσ’ στα νερά, / έτσι με τα χρυσά μου, / σαν αστήρ διάττων / σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.