ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ


Ο Xρόνος, κατά Μπόρχες, αποτελεί την ουσία της ύπαρξής μας, γιατί διαστέλλεται στο λόγο, παγώνει στην εικόνα και συστέλλεται στον ήχο.  Συνεπώς, ο Χρόνος υπάρχει πραγματικά μόνο στη διαδικασία της αναπνοής.
Αυτές τις άδηλες αναπνοές καταγράφει ψηφιακά κάθε μήνα το περιοδικό «Χάρτης» που, με την στήριξη των συνεργατών, των αναγνωστών, των χορηγών και του εκδοτικού κόσμου ανεβαίνει, με το τεύχος αυτό, στον δεύτερο χρόνο κυκλοφορίας του.

————————————
Κ Α Λ Η   Χ Ρ Ο Ν Ι Α
————————————


Το θέατρο του ραδιοφώνου-Μυθολογία

[ AΘΗΝΑ 1962-1967 ]

Κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, από το Έθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), στις 11.30’ προ μεσημβρίας, όλα σταματούν σε σπίτια, σε γραφεία (στα κρυφά), σε δημόσιες υπηρεσίες (όχι τόσο κρυφά), σε ασφαλτοστρώσεις οδών, όπου δουλεύουν τα κομπρεσέρ, σε οικοδομές, όπου ανεβάζουν το σκυρόδεμα, στα πλοία «Kλεοπάτρα», «Σεμίραμη», «Θεοδώρα» με καπετάνιο τον Αλέξανδρο Μπάρα, για να ακουστεί το επόμενο ημίωρο επεισόδιο της «Πικρής μικρής μου αγάπης», ραδιοφωνικής σειράς, προσφοράς του απορρυπαντικού Tide, τον διαφημιστικό λογαριασμό του οποίου έχει η εταιρεία του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου ΑΔΕΛ, στον τέταρτο όροφο επί της οδού Κολοκοτρώνη 11, όπισθεν της Παλαιάς Βουλής αφενός και πλαγίως του εκδοτικού οίκου Ίκαρος. Πριν και μετά την εκπομπή, δεν υπάρχει άλλο θέμα συζήτησης μεταξύ γυναικών κάθε ηλικίας και μεταξύ ανδρών κάποιας ηλικίας: τι είχε γίνει ως τότε, τι ήταν πιθανότερο να γίνει τώρα, το απορρυπαντικό Tide ήταν το καλύτερο, λεύκαινε τα ρούχα, η αποτελεσματικότητά του συνοψιζόταν ως εξής: «Όταν ο Αλέξης και η Βάνα συναντιούνται, συγκλονίζονται από έντονα συναισθήματα και νιώθουν να παρασύρονται στη δίνη ενός ακατανίκητου πάθους. Πριν προλάβουν, όμως, να ζήσουν την αγάπη τους, η σκληρή πραγματικότητα ανατρέπει τα δεδομένα και τους οδηγεί από το όνειρο στη φωτιά του μίσους. Θα καταφέρει ο έρωτας να νικήσει τα εμπόδια ή θα συντριβεί στη δύναμη του πεπρωμένου που αδυσώπητο παραμονεύει στο δρόμο τους; Μια ιστορία όλο συγκίνηση και πάθος, γεμάτη περιπέτειες, απρόοπτα και ανατροπές». Αστραφτερά τα ρούχα που πλύθηκαν με Tide, αστραφτερές, αν όχι εκτυφλωτικές, οι αγωνίες τέτοιας ιστόρησης.

Ο Βαγγέλης Γκούφας (1925-2016)

Ο συγγραφέας των επεισοδίων Βαγγέλης Γκούφας έφτανε πάντα βιαστικός στην ΑΔΕΛ, φορτωμένος με τις μπομπίνες της ηχογράφησης επόμενων επεισοδίων, την οποία είχε κάνει μόνος του και όδευε στον διάδρομο όπου η δεσποινίς Δέσποινα, πίσω από ένα ογκωδέστατο μαγνητόφωνο και μια ογκώδη γραφομηχανή, παραλάμβανε το φρέσκο υλικό, και λάβαινε ταυτοχρόνως την εντολή του συγγραφέα «Γράφε!» Η δακτυλογράφηση άρχιζε και ο χώρος παλλόταν από την ηχογραφημένη βροντώδη ή τσιριχτή φωνή του Βαγγέλη Γκούφα, που έπαιζε όλους τους ρόλους και διέκοπτε την αφήγησή του με σχόλια του είδους «Βάλε εδώ υπογράμμιση», «Σβήσε αυτό που έγραψες, γράψε αυτό που θα πω τώρα». Η Δέσποινα, περασμένης νεότητας, πατούσε ένα κουμπί με την βαριά σόλα του δεξιού παπουτσιού της, η μαγνητοταινία γρύλιζε πηγαίνοντας πίσω ή τρέχοντας μπροστά, έπρεπε να σταματάει πότε-πότε τη δακτυλογράφηση, να βγάζει το φαρδύ μαντήλι της από το φαρδύ συρτάρι του γραφείου της και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Ο Βαγγέλης Γκούφας είχε υπόψη του την έντονη συναισθηματική ευαισθησία της Δέσποινας και, πριν την κορύφωση κάποιου δραματικού διαλόγου, συμβούλευε διακριτικώς: «Κλάψε εδώ για να μου πεις ότι είναι καλό να το απλώσω αλλού».

Οι ηθοποιοί πρωταγωνιστές, Στέφανος Ληναίος και Έλλη Φωτίου, ήταν άγνωστοι σχεδόν με τα πραγματικά ονόματά τους, επειδή ήταν γνωστοί από τους ρόλους τους: ο Αλέξης Φραγκόπουλος από εδώ, η Βάνα Βασιλειάδη από εκεί. Αξιοσημείωτο ότι η Δέσποινα είχε ορκιστεί να μην αποκαλύψει σε κανέναν, ούτε στον Θεό τον ίδιο, τι επρόκειτο να συμβεί «παρακάτω», όταν ο Βαγγέλης Γκούφας είχε μαγνητοφωνήσει αρκετά προσεχή επεισόδια και, συνεπώς, ήταν η μόνη που γνώριζε το μέλλον του έργου και τη μοίρα των ηρώων του.
Η Πικρή μικρή μου αγάπη κυκλοφόρησε σε 17 εικονογραφημένα πολυσέλιδα τεύχη σχήματος τσέπης. Η υπογραφή του εικονογράφου δεν διαβάζεται, δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται για τον κύριο Βλων, ειδικό στο ρετούς, καθισμένο στο «Δημιουργικό» της ΑΔΕΛ, σε χαμηλό, αλλά φαρδύ σκαμνί, επί της επιφανείας του οποίου απλωνόταν ξεχειλωμένο από το βάρος του κυρίου Βλων μαξιλάρι, δίχως τρύπες από καύτρες τσιγάρων, οι οποίες προτιμούσαν το πανταλόνι του καλλιτέχνη, αφού η προσήλωση στο έργο του δεν του άφηνε περιθώρια να ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου του στο τασάκι. Έτσι και αλλιώς, το τασάκι ξεχείλιζε από αποτσίγαρα. Με ξύστρες, μολύβια χρώματος μαύρου Faber no2, Faber HB, με γομολάστιχες, με μολύβια μηχανικά, ο κύριος Βλων ομόρφαινε τις φωτογραφίες στις μακέτες των συσκευασιών του Tide, κάθε άλλου διαφημιζόμενου προϊόντος και φρόντιζε με ξεχωριστή επιμέλεια τις φωτογραφίες μοντέλων, ώστε να εξαφανίζονται ατέλειες του προσώπου, του βλέμματος, της κόμμωσης και, πολύ σοβαρότερο, να αμβλύνονται υποψίες γυμνού στήθους ή γυμνών μηρών, όταν επρόκειτο για διαφήμιση γυναικείων εσωρούχων, όπου η φαντασία έχει σημασία και όχι το αυταπόδεικτο της εντολής τους.
Η Ιστορία έχει στις δέλτους της το επώνυμο του κυρίου Βλων και όχι το όνομά του. Ομοίως, αμφιβάλει αν η Δέσποινα ήταν η δακτυλογράφος, άλλο όνομα ή επώνυμο δεν έχει βρεθεί, οπότε η Δέσποινα δεν απορρίπτεται. Ο Βαγγέλης Γκούφας υπολογίζει πως η «Πικρή μικρή μου αγάπη» ολοκληρώθηκε σε χίλια διακόσια επεισόδια, χωρίς τις επαναλήψεις, πολύ περισσότερα από τα 925, με τα οποία ολοκληρώθηκε «Το δικαίωμα να γεννηθείς» στην Κούβα. Ούτε επιβεβαιώνει ότι μερικές αυτοκτονίες της περιόδου 1962-1967 οφείλονται σε απελπισμένες ψυχές, που ζούσαν την αγάπη τους σαν να ήταν γλυκειά και μεγάλη. Ακόμα και πλοίαρχοι, όπως δηλώνει ο Αλέξανδρος Μπάρας:

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος, / ναι –si j’étais roi!– / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”, / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / με τέσσερα χρυσά γαλόνια / κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή / τόσα χρόνια, / μια νύχτα σεληνόφεγγη, / στη μέση του πελάγου, θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα / κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική / που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια, / με τη μεγάλη μου στολή, με τα χρυσά μου τα γαλόνια / και τα χρυσά μου τα παράσημα, / θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη / από το τέταρτο κατάστρωμα μέσ’ στα νερά, /  έτσι με τα χρυσά μου, /  σαν αστήρ διάττων / σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.



Φωτοφοβίες: Σχετικά με ωσμώσεις επιστήμης & λογοτεχνίας

Αμέσως μετά τις γιορτές αρχίζουν τα προεόρτια της επόμενης επετείου. Καθώς κάθε αρχή αποτελεί συνέχεια, συνεχίζει να διαχέεται η μελαγχολία των εορτών που κορυφώνεται τις κρίσιμες ημέρες. Η διάχυση αυτή, όταν δεν υπάρχουν παρεμποδισμοί, και η ώσμωση, όταν υπάρχουν εμπόδια που μπορούν να διαπεραστούν όμως, καταργούν τη σαφήνεια των διακρίσεων, όπου αναπαύεται μια στερεότυπη διαλεκτική των αντιθέτων. Φαίνεται να αναιρείται η αντίθεση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, που χαρακτηρίζει τα ηλιοκεντρικά συστήματα περιστροφής της σκέψης και εξακολουθεί να κυριαρχεί ακόμη και αν υποχωρούν ψευδαισθήσεις διαφωτισμού ή της μεταφυσικής κριτικής του.
Παρά τη στωικότητα της καταγωγής της, η μελαγχολία έχει αναδειχθεί σε φαινόμενο της νεότερης εποχής, όπως και η αντίσταση στη μελαγχολία. «Πιστέψτε με όταν λέω, όπως έχω πει προηγουμένως, είπε, ότι το όλο πράγμα δεν διαβάζεται, είναι τρελό», παρ-εξηγεί όχι στη «Μελαγχολία της αντίστασης», αλλά στο «Πόλεμος και πόλεμος», στο μυθιστόρημά του που προηγουμένως είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, επίσης από την Ιωάννα Αβραμίδου, ο Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai). Την προσοχή ωστόσο εδώ συντονίζει κάποιος άλλος Κρασναχορκάι, ένας Αττίλας (Attila Krasznahorkay) που διαμηνύει το ενδεχόμενο μιας πέμπτης θεμελιώδους δύναμης στη φύση, πέρα από τις γνωστές τέσσερις, δηλαδή τη βαρύτητα, τον ηλεκτρομαγνητισμό, την αδύναμη και την ισχυρή πυρηνική δύναμη.
Πρόκειται για τον επικεφαλής επιστημονικής ομάδας στο Atomki, το Ινστιτούτο Πυρηνικής Έρευνας στην Ακαδημία Επιστημών της Ουγγαρίας, αποτελέσματα πειραμάτων της οποίας, που δημοσιεύτηκαν στα τέλη του 2019, αναδεικνύουν περίπτωση διάσπασης ατόμου που δεν μπορεί να εξηγηθεί σύμφωνα με την αποδεκτή θεωρία της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων. Κατά τη σχάση ατόμου του στοιχείου ήλιο που είχε διεγερθεί, τα σωματίδια εξέπεμπαν φως σε μη προβλεπόμενες από τη θεωρία γωνίες, όπως είχε συμβεί πριν τρία χρόνια σε πείραμα, από την ίδια ομάδα έρευνας, σχάσης ισότοπου του στοιχείου βηρύλλιο. Τα αποτελέσματα συνάδουν με ανακάλυψη ενός άγνωστου σωματιδίου, στο οποίο έχει δοθεί το όνομα x17.
Εφόσον δεν πρόκειται για λάθος, με ερευνητές σε πολλές χώρες να επιχειρούν να επαναλάβουν τα πειράματα και με άλλα χημικά στοιχεία, η ύπαρξη αυτού του υποατομικού σωματιδίου υποδεικνύει μια πέμπτη θεμελιώδη δύναμη που δεν είχε μέχρι στιγμής εντοπιστεί. Αν υφίσταται, πρόκειται για σωματίδιο που συνδέει τον ορατό κόσμο με τη σκοτεινή ύλη, στην οποία θεωρητικά ανάγεται η εξήγηση «ανωμαλιών» σε κοσμολογικές παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν με αστρονομικά όργανα. Ομάδα υπό τον καθηγητή Jonathan Feng στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ίρβαϊν έχει προτείνει θεωρία για μια πέμπτη «φωτοφοβική δύναμη», χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο ανακάλυψης και άλλων δυνάμεων.
Οι έρευνες αυτές εντάσσονται στην αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου στη φυσική, κάτι που επιδίωξε ο Αϊνστάιν χωρίς να το επιτύχει, δηλαδή μιας «ενοποιημένης» θεωρίας που συνεκτικά θα εξηγεί τα πάντα, από τον σχηματισμό των γαλαξιών έως τα κουάρκ σε υποατομικό επίπεδο, όπου το άτμητο (άτομο κατά τον Δημόκριτο) τέμνεται. Πρωτόνια και νετρόνια, νουκλεόνια στον πυρήνα του ατόμου δηλαδή, συνίστανται από μικρότερα σωματίδια, πρότεινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Murray Gell-Mann (Νομπέλ Φυσικής 1969), που τα ονόμασε κουάρκ. Στις αρχές του 2000 υπήρξε πειραματική επιβεβαίωση περί ύλης κουάρκ –κατάστασης της ύλης τα πρώτα εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη έκρηξη– από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικής Έρευνας (CERN) έξω από τη Γενεύη.

Το quark (κβαρκ) αποτελεί βέβαια τυρόπηγμα στη σουηδική και άλλες βόρειες κουζίνες. Ετυμολογικά σλαβικό ίσως δάνειο στα γερμανικά, στην καθομιλουμένη παραπέμπει σε σκουπίδια. Σε βιβλίο του, ο Μάρεϊ Γκελ-Μαν σημειώνει ότι ως ήχος πρώτα προέκυψε η λέξη και θα μπορούσε να γράφεται kwork. Σε μια από τις περιστασιακές επιδρομές του όμως στην Αγρυπνία [του ή/και των] Φίνεγκαν του Τζέιμς Τζόυς, σε Ανευλαβή απόδοση και στα ελληνικά, στάθηκε στο τρίστιχο:

Three quarks for Muster Mark! Sure he hasn't got much of a bark
 And sure any he has it's all beside the mark.

Lewis Carroll : Φωτογραφία της πραγματικής Αλίκης (Alice Pleasance Liddell, 1852–1934) ως «ζητιάνας», τραβηγμένη το 1858

Έχοντας γυρίσει στο Δουβλίνο τον Οδυσσέα, έχοντας αρθρώσει το τελικό Ναι της άπιστης γυναίκας του Μόλι Μπλουμ, πέρασε ένας χρόνος χωρίς να γράψει οτιδήποτε, πριν ο Ιρλανδός εξόριστος αρχίσει τις πρώτες καταγραφές για μια ονειρική αγρυπνία πριν από κηδεία, αλλά και αφύπνιση από όνειρο ενός ταβερνιάρη (publican, ο οποίος αναπαραγόμενος ως re-publican φαντάζει δημοκρατικός υποστηρικτής ανεξάρτητης Ιρλανδίας), που καταλήγει με την αφύπνιση της γυναίκας του, όπως και όλων ημών των Φίνεγκαν. Βεβαίως quark, που ομοιοκαταληκτεί με mark και bark, μπορεί να είναι κραυγή γλάρου, ενώ τρία quarks στην πρόποση στον Μάστορα Μαρκ ακούγονται και ως τρία quarts (περίπου τρία μετρικά λίτρα), δηλαδή παραγγελία σε μπαρ.
Ας μην ανασυρθεί ο Λιούις Κάρολ, οι σύμμεικτες (πορτ μαντό) λέξεις του οποίου στην Αλίκη και αργότερα προδιαθέτουν για την Αγρυπνία Φίνεγκαν. Χρήσιμη υπενθύμιση όμως είναι ότι οι φυσικοί σε κουάρκ έχουν δώσει διαφορετικούς προσδιορισμούς και γεύσεις (quark flavors), με κουάρκ βυθού (bottom) και κορυφής (top) παλαιότερα να ονομάζονται αντιστοίχως «ομορφιά» (beauty) και «αλήθεια» (truth). Ως ορολογία η αλήθεια δεν ευδοκίμησε, αλλά σε πειραματικά εργαστήρια επιταχυντές μαζικής παραγωγής κουάρκ βυθού ακόμη αποκαλούνται b ή beauty factories (εργοστάσια ομορφιάς).
Όποια και αν είναι η αλήθεια της ομορφιάς ή η ομορφιά της αλήθειας, σκοτοφοβίες και φωτοφοβίες, ανθρωπιστικές και θετικές προσεγγίσεις παραμένουν αλληλένδετες, όσο και αν οι μεμβράνες εξειδικευμένων γνώσεων που διαμορφώνει κάθε πεδίο παρεμποδίζουν την επικοινωνία, χωρίς να αποτρέπουν την ώσμωση. Η λογοτεχνία παραμένει θεμελιώδης επιστήμη της φύσης (του ανθρώπου). Η επιστήμη παραμένει θεμελιώδης λογοτεχνία της φύσης.


Ο Σταυρός του Νότου

Της Τες που το γέννησε

Φθινόπωρο του 1979, δευτέρα λυκείου στο Πέμπτο Αρρένων Εξαρχείων, στην Αραχώβης, το «κολλέγιο». Η πλατεία τότε στις δόξες της. Το Βοξ και η Ριβιέρα που τα καλοκαίρια μας ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, το Φλοράλ, η old school patisserie κάτω από τη μπλε πολυκατοικία όπου Αθλητική Κυριακή με τον Διακογιάννη με συνοδεία σοκολατίνας bitter και παγωτό Σικάγο, η Μαρονίτα όπου βασίλευε ο Λώλος, η ψυχή του Αστέρα Εξαρχείων, κι όπου είχαμε λιώσει τα καθίσματα πίνοντας απανωτούς φραπέδες και καπνίζοντας άπειρα τσιγάρα. Απέναντι το Τσαφ, ατελείωτες ώρες στην υπόγα παίζοντας μπιλιάρδο ή ποδοσφαιράκι με ροκ πάντα στο background. Δίπλα το καφενείο του Τζανή όπου σύχναζαν εξαρχειώτες μάγκες, ο Αντωνάκης ο ξυραφάκιας ή σφάχτης αλλά και ο Αλέφαντος που συνήθιζε να μας κάνει μεταμεσονύκτιες διαλέξεις επί παντός του επιστητού. Ο Τζανής ήταν και το πρώτο στέκι των Αναρχικών. Ήταν και ο Νικόλας ο Ασιμος, μια κατηγορία από μόνος του. Ο Κάβουρας, ο Μερακλής η ταβέρνα του Ασαργιωτάκη, το Λημνιακό. Στη Τρικούπη η Στροφή του Μανάκου. Εκεί αγοράζαμε δίσκους. Εκεί αγόρασα το 1975, μόλις είχα μπει γυμνάσιο, τον πρώτο μου δίσκο που ήταν το «Wish you Were Here» των Pink Floyd. Στον Μανάκο ακουμπάγαμε το χαρτζιλίκι μας αγοράζοντας δίσκους, μόνο ροκ, ήταν η εποχή που όλα μαθαίνονταν από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους και όλα γινόντουσαν απτά και πραγματικά όχι από google και Facebook. Η μουσική ήταν δίσκοι και έπρεπε να τα αγοράσεις να τα πας με τη πρέπουσα αδημονία και προσοχή στο σπίτι και παρέα με τους φίλους σου να τα βάλεις στο πικάπ να παίξουν. Ξανά και ξανά, σηκώνοντας τον βραχίονα με τα δάχτυλα και ακουμπώντας τη βελόνα στο τραγούδι που σε τσάκιζε και ήθελες να το ακούς διαρκώς. (Επίσης, τα κορίτσια τα περίμενες να σχολάσουν στα Πευκάκια στον Άγιο Νικόλαο στην Ασκληπειού για να ξοδέψεις εκείνο το πολύτιμο μισάωρο που σου διέθεταν και μετά το βράδυ να τα περιμένεις υπομονετικά μετά το μάθημα των Αγγλικών για να τα περπατήσεις σπίτι. Δεν είχε ούτε μηνύματα ούτε ποστ, ούτε κοπάνες παρά μαζί. Είχε παρουσία). Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1979 πήγα στου Μανάκου να πάρω το «Wall» των Pink Floyd που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μαζί και το «παιδί», η ξαδέλφη μου η Ελένη που ήταν μεγαλύτερή μου και άκουγε και πολύ ελληνική μουσική, κυρίως Χατζιδάκι, στον οποίο επίσης με εισήγαγε. Όταν πλήρωνα, η Ελένη ήρθε κοντά μου κρατώντας ένα δίσκο που αμέσως μου έκανε εντύπωση το εξώφυλλό του με το έντονο κόκκινο χρώμα του. «Αυτό είναι το δώρο σου μου είπε» και το ακούμπησε στο τραπέζι του ταμείου. Αργότερα στο σπίτι, αφού είχα κάψει το «Wall», έβαλα τον δίσκο στο πικάπ. «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το νότο... κι ο λόγος της μες το μυαλό σου να σφυρίζει... η λαμαρίνα η λαμαρίνα όλα τα σβήνει... μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και τη Καλαμαριά... τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι... εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται... πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σε αγαπώ... γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη / σ’ άλλους παραλλήλους θάχεις μπει... κούλικο στο στήθος σου τατού... είπαν πως την είχες αγαπήσει σε μια κρίση μαύρου πυρετού... με του καπετάνιου τη μιγάδα μάθημα πορείας νυκτερινό... κάτω στις ακτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι... απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο... μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις... αφού το θέλεις πάρ' το... χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία... από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου... για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δεν με ορίζει... καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι...Τί με κοιτάς, θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες, στην άμμο επάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει... εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω... μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά... θεέ των μαύρων το καλό συγχώρεσε Γουίλ / και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη... ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό... τραβά μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλλει... ατσίγγανε κι αφέντη μου με τί να σε στολίσω... βάρκα του βάλτου αναστροφή φτενή δίχως καρένα... πού να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι... η πλωριά γοργόνα μια βραδιά / πήδησε στο κύμα μεθυσμένη... φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι... κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω... που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα... μ’ απόψε φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια... τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα... μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι... απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος... μην φεύγεις το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο... στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις το κυκλώνα... ότι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι... και σε πονάει με τη νοτιά, όχι από αλλού πονάω... τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω... κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι...»
Τον άκουσα ξανά και ξανά όλον κι από τις δύο πλευρές. Μπαλάντες χωρίς ρεφρέν, ροκιές, στέρεες φωνές να προφέρουν τους στίχους του Καββαδία με σεβασμό σε αυτά τα λόγια και τη δύναμή τους. Ένα μπουζούκι που έμπαινε ταξιμιάρικα σε μερικά τραγούδια. Κάθισα στο πιάνο και πέρασα τα τραγούδια. Το τραγούδι που μου κόλλησε πιο πολύ, βέβαια, ήταν ο «Γουίλι» αφού είχε πιο έντονα τα στοιχεία της ροκ. Πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Κάνοντας πρόβες για τα τραγούδια που θα παίζαμε στη γιορτή του σχολείου με την ορχήστρα, μεταξύ «Παιδιών της Σαμαρίνας» και «Ξαστεριάς» περνούσαμε και τον «Γουίλι» και βγάζαμε το άχτι μας. Όταν έγινε η γιορτή είχαμε συνεννοηθεί. Και στο τέλος κλείσαμε τη γιορτή παίζοντάς το. Έβλεπες στα πρόσωπα των καθηγητών μας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την αμηχανία και την αποστροφή ως την αποδοχή και την ικανοποίηση. «Ο καθείς και τα όπλα του.»
Μετά άνοιξε το Αχ Μαρία στη Σολωμού 20. Το σπίτι μας τότε ήταν στη διπλανή πολυκατοικία. Τα βράδια μπορούσα να ακούω την ένταση από τη μουσική από το δωμάτιό μου. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε Σάββατα. Εκεί βασίλευε ο Παπακωνσταντίνου και μέσα στα αλλά που τραγουδούσε ήταν το «Μαχαίρι» και ο «Γουίλι» βέβαια. Ο Μπουλάς, ο Ζουγανέλης και η Ισιδώρα Σιδέρη που τραγουδούσαν κι αλλά τραγούδια του Μικρούτσικου από τα Τροπάρια για φονιάδες και τον κύκλο του Μπρέχτ. Έτσι πέρασε το ´80 μα και το ´81 όταν τελείωσα το Λύκειο. Σε αυτό το σπίτι της Σολωμού 18, στην πολυκατοικία του Φραντζή. Το σπίτι της εφηβείας και των θαυμάτων. Εκείνο το καλοκαίρι τελείωσε με το θαύμα Τερέζα και μετά το κλείσαμε και φύγαμε για την Αμερική. Αργότερα όταν δούλευα πιανίστας στις μπουάτ στη Νέα Υόρκη, παίζαμε και τις μπαλάντες του Μικρούτσικου από το Σταυρό του Νότου. Εκει γνώρισα το έτερο θαύμα τη Σοφία, που έμελλε να γίνει γυναίκα μου και που τραγουδούσε πολύ ωραία τη «Γυναίκα». Πέρασαν τα χρόνια ήρθε το «Ερωτικό», η Ρόζα. Ο Σταυρός του Νότου όμως είχε περάσει για μένα στη δισκοθήκη της ψυχής μου ανεξίτηλα και όμορφα, εκεί παρέα με τους Pink Floyd και όλα τα αλλά ροκ που την συνέθεταν. Μαζί με το σπίτι της Σολωμού, την Ελένη, τους φίλους μου, τους συμμαθητές μου, τα κορίτσια, την πλατεία, τον Στρέφη, τα Πευκάκια, το Αχ Μαρία. Καλό ταξίδι κύριε Θάνο. Ευχαριστώ.