Της Τες που το γέννησε
Φθινόπωρο του 1979, δευτέρα λυκείου στο Πέμπτο Αρρένων Εξαρχείων, στην Αραχώβης, το «κολλέγιο». Η πλατεία τότε στις δόξες της. Το Βοξ και η Ριβιέρα που τα καλοκαίρια μας ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, το Φλοράλ, η old school patisserie κάτω από τη μπλε πολυκατοικία όπου Αθλητική Κυριακή με τον Διακογιάννη με συνοδεία σοκολατίνας bitter και παγωτό Σικάγο, η Μαρονίτα όπου βασίλευε ο Λώλος, η ψυχή του Αστέρα Εξαρχείων, κι όπου είχαμε λιώσει τα καθίσματα πίνοντας απανωτούς φραπέδες και καπνίζοντας άπειρα τσιγάρα. Απέναντι το Τσαφ, ατελείωτες ώρες στην υπόγα παίζοντας μπιλιάρδο ή ποδοσφαιράκι με ροκ πάντα στο background. Δίπλα το καφενείο του Τζανή όπου σύχναζαν εξαρχειώτες μάγκες, ο Αντωνάκης ο ξυραφάκιας ή σφάχτης αλλά και ο Αλέφαντος που συνήθιζε να μας κάνει μεταμεσονύκτιες διαλέξεις επί παντός του επιστητού. Ο Τζανής ήταν και το πρώτο στέκι των Αναρχικών. Ήταν και ο Νικόλας ο Ασιμος, μια κατηγορία από μόνος του. Ο Κάβουρας, ο Μερακλής η ταβέρνα του Ασαργιωτάκη, το Λημνιακό. Στη Τρικούπη η Στροφή του Μανάκου. Εκεί αγοράζαμε δίσκους. Εκεί αγόρασα το 1975, μόλις είχα μπει γυμνάσιο, τον πρώτο μου δίσκο που ήταν το «Wish you Were Here» των Pink Floyd. Στον Μανάκο ακουμπάγαμε το χαρτζιλίκι μας αγοράζοντας δίσκους, μόνο ροκ, ήταν η εποχή που όλα μαθαίνονταν από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους και όλα γινόντουσαν απτά και πραγματικά όχι από google και Facebook. Η μουσική ήταν δίσκοι και έπρεπε να τα αγοράσεις να τα πας με τη πρέπουσα αδημονία και προσοχή στο σπίτι και παρέα με τους φίλους σου να τα βάλεις στο πικάπ να παίξουν. Ξανά και ξανά, σηκώνοντας τον βραχίονα με τα δάχτυλα και ακουμπώντας τη βελόνα στο τραγούδι που σε τσάκιζε και ήθελες να το ακούς διαρκώς. (Επίσης, τα κορίτσια τα περίμενες να σχολάσουν στα Πευκάκια στον Άγιο Νικόλαο στην Ασκληπειού για να ξοδέψεις εκείνο το πολύτιμο μισάωρο που σου διέθεταν και μετά το βράδυ να τα περιμένεις υπομονετικά μετά το μάθημα των Αγγλικών για να τα περπατήσεις σπίτι. Δεν είχε ούτε μηνύματα ούτε ποστ, ούτε κοπάνες παρά μαζί. Είχε παρουσία). Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1979 πήγα στου Μανάκου να πάρω το «Wall» των Pink Floyd που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μαζί και το «παιδί», η ξαδέλφη μου η Ελένη που ήταν μεγαλύτερή μου και άκουγε και πολύ ελληνική μουσική, κυρίως Χατζιδάκι, στον οποίο επίσης με εισήγαγε. Όταν πλήρωνα, η Ελένη ήρθε κοντά μου κρατώντας ένα δίσκο που αμέσως μου έκανε εντύπωση το εξώφυλλό του με το έντονο κόκκινο χρώμα του. «Αυτό είναι το δώρο σου μου είπε» και το ακούμπησε στο τραπέζι του ταμείου. Αργότερα στο σπίτι, αφού είχα κάψει το «Wall», έβαλα τον δίσκο στο πικάπ. «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το νότο... κι ο λόγος της μες το μυαλό σου να σφυρίζει... η λαμαρίνα η λαμαρίνα όλα τα σβήνει... μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και τη Καλαμαριά... τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι... εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται... πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σε αγαπώ... γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη / σ’ άλλους παραλλήλους θάχεις μπει... κούλικο στο στήθος σου τατού... είπαν πως την είχες αγαπήσει σε μια κρίση μαύρου πυρετού... με του καπετάνιου τη μιγάδα μάθημα πορείας νυκτερινό... κάτω στις ακτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι... απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο... μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις... αφού το θέλεις πάρ' το... χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία... από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου... για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δεν με ορίζει... καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι...Τί με κοιτάς, θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες, στην άμμο επάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει... εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω... μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά... θεέ των μαύρων το καλό συγχώρεσε Γουίλ / και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη... ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό... τραβά μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλλει... ατσίγγανε κι αφέντη μου με τί να σε στολίσω... βάρκα του βάλτου αναστροφή φτενή δίχως καρένα... πού να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι... η πλωριά γοργόνα μια βραδιά / πήδησε στο κύμα μεθυσμένη... φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι... κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω... που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα... μ’ απόψε φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια... τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα... μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι... απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος... μην φεύγεις το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο... στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις το κυκλώνα... ότι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι... και σε πονάει με τη νοτιά, όχι από αλλού πονάω... τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω... κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι...»
Τον άκουσα ξανά και ξανά όλον κι από τις δύο πλευρές. Μπαλάντες χωρίς ρεφρέν, ροκιές, στέρεες φωνές να προφέρουν τους στίχους του Καββαδία με σεβασμό σε αυτά τα λόγια και τη δύναμή τους. Ένα μπουζούκι που έμπαινε ταξιμιάρικα σε μερικά τραγούδια. Κάθισα στο πιάνο και πέρασα τα τραγούδια. Το τραγούδι που μου κόλλησε πιο πολύ, βέβαια, ήταν ο «Γουίλι» αφού είχε πιο έντονα τα στοιχεία της ροκ. Πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Κάνοντας πρόβες για τα τραγούδια που θα παίζαμε στη γιορτή του σχολείου με την ορχήστρα, μεταξύ «Παιδιών της Σαμαρίνας» και «Ξαστεριάς» περνούσαμε και τον «Γουίλι» και βγάζαμε το άχτι μας. Όταν έγινε η γιορτή είχαμε συνεννοηθεί. Και στο τέλος κλείσαμε τη γιορτή παίζοντάς το. Έβλεπες στα πρόσωπα των καθηγητών μας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την αμηχανία και την αποστροφή ως την αποδοχή και την ικανοποίηση. «Ο καθείς και τα όπλα του.»
Μετά άνοιξε το Αχ Μαρία στη Σολωμού 20. Το σπίτι μας τότε ήταν στη διπλανή πολυκατοικία. Τα βράδια μπορούσα να ακούω την ένταση από τη μουσική από το δωμάτιό μου. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε Σάββατα. Εκεί βασίλευε ο Παπακωνσταντίνου και μέσα στα αλλά που τραγουδούσε ήταν το «Μαχαίρι» και ο «Γουίλι» βέβαια. Ο Μπουλάς, ο Ζουγανέλης και η Ισιδώρα Σιδέρη που τραγουδούσαν κι αλλά τραγούδια του Μικρούτσικου από τα Τροπάρια για φονιάδες και τον κύκλο του Μπρέχτ. Έτσι πέρασε το ´80 μα και το ´81 όταν τελείωσα το Λύκειο. Σε αυτό το σπίτι της Σολωμού 18, στην πολυκατοικία του Φραντζή. Το σπίτι της εφηβείας και των θαυμάτων. Εκείνο το καλοκαίρι τελείωσε με το θαύμα Τερέζα και μετά το κλείσαμε και φύγαμε για την Αμερική. Αργότερα όταν δούλευα πιανίστας στις μπουάτ στη Νέα Υόρκη, παίζαμε και τις μπαλάντες του Μικρούτσικου από το Σταυρό του Νότου. Εκει γνώρισα το έτερο θαύμα τη Σοφία, που έμελλε να γίνει γυναίκα μου και που τραγουδούσε πολύ ωραία τη «Γυναίκα». Πέρασαν τα χρόνια ήρθε το «Ερωτικό», η Ρόζα. Ο Σταυρός του Νότου όμως είχε περάσει για μένα στη δισκοθήκη της ψυχής μου ανεξίτηλα και όμορφα, εκεί παρέα με τους Pink Floyd και όλα τα αλλά ροκ που την συνέθεταν. Μαζί με το σπίτι της Σολωμού, την Ελένη, τους φίλους μου, τους συμμαθητές μου, τα κορίτσια, την πλατεία, τον Στρέφη, τα Πευκάκια, το Αχ Μαρία. Καλό ταξίδι κύριε Θάνο. Ευχαριστώ.