Το 5 είναι πριν το 6 και μετά το 4 ως γνωστόν άλλη θέση δε χωρεί στην ακολουθία των ρητών αριθμών κι αρρήτων συνόλων.
Το 5 ως ομάδα δακτύλων παλάμης ανοιχτής, επιβράβευση διαδηλώνει που άλλοι τη λεν και μονόχειρη μούντζα διότι υπάρχει και η διπλή του Λάμπρου Κωνσταντάρα στις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες.
Του ταυρομάχου Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας 5 ήταν ώρα που την έφαγε με τα κέρατα του ταύρου στο λαγαρό για να τον θρηνήξει αμέσως ο Λόρκα κι αργότερα αργότερα όταν χαθήκαν των εμφυλίων τα κότερα, ο Μ. Θεοδωράκης τη συνοδεία διαφόρων αοιδών(ων).
Το 5θλον παρά τοις αρχαίοις ημών προγόνοις αποτελούνταν από άλμα εις μήκος, ακοντισμό, δισκοβολία, στάδιον και πάλη(ς) ξεκίνημα νέοι αγώνες κ.λπ.
Το δημοκρατικόν προαγωγικόν 5 ήταν η ύψιστη κατάκτηση του μεταπολιτευτικού φοιτητικού συνδικαλισμού ότε οι μηδήσαντες και μη (καλού κακού ποτέ δεν ξέρεις) καθηγητές περιδεείς προήγαγον τους φοιτητές πιεζόμενοι από τις οικείες ενοχές και τους πατεροφοιτητές της μεταπολιτεύσεως.
Επίσης το πέντε (5) είναι στην μέση του δέκα και της δημοτικής μπαλάντας, μίας ακολουθίας στίχων κι ήχων πότε προς τα κάτω και πότε προς τα άνω του δημώδους τραγουδιού «Το αηδόνι». Λ.χ. «Ας το πούμε πέντε, Πέντε δάχτυλα στο χέρι -Τέσσερα αααα, Τρία η αγιάτριάδα, Δύο πέρδικες στα πλάγια, Ένα είν’ τ’ αηδόνι κι αυτό το Μάη λαλεί...». Και δώστου απ’ την αρχή το ανεβοκατέβασμα στου καλού ήχου τη σκάλα. Κάλλιο 5 και στο χέρι παρά Δέκα και περίμενε λέγει προνοητικά ο λαός των νεοελλήνων Ελλήνων.
Το 5αρι Παπαστράτος (και δεν κάπνιζα) το οποίο μου φαίνεται πως ένα τέτοιο μας χάρισαν ως αμοιβή όταν γυρίζαμε το έργον του κυρ κ. Μ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» κ.λπ. στην παραλία της Κορίνθου, εγώ κι άλλοι 7999 (8000 σύνολον) νεοσύλλεκτοι στρατιώτες ολόγυμνοι κεκαρμένοι εν χρω ενώπιον των ενδεδυμένων κυριών Ειρήνης Κλυταιμνήστρας Παπά και Τατιάνας Ιφιγένειας Παπαμόσχου.
– Θεέ μου τι έβλεπαν οι κινηματογραφικές θεές μας!
5άκις παρά μία (1) ήτο η ποινή κι εκτέλεσις του δράκοντος του Σέιχ Σου Αριστείδου Παγκρατίδη, το γένος Κοροβίνη. – «Μάνα» ή μήπως Μανούλα, «είμαι αθώος» εφώνησε ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος. Από τότε μου μένει η απορία: καλά 4 φορές τον σκότωσαν («Τετράκις εις θάνατον» η απόφαση έλεγε) δηλ. τον σκότωναν έπεφτε χαμαί αυτός, τον σήκωναν πάλι και τον σκότωναν εκ νέου κ.λπ. ή κατά συγχώνευσιν, όπως γίνεται με τις ποινές στα Πλημμελειοδικεία της χώρας κατά συγχώνευσιν μια φορά του την άναψαν και πάρτον κάτω· «όι όι όι μάνα μ...» Κ.λ.π....
Αλλά όλα αυτά (και κάποια άλλα) «είναι φιλολογίες» που είπε κάποτε τον καιρό των εγχρώμων ψηφοδελτίων, ο Χαρ. Φλωράκης «ας προχωρήσουμε στη ψηφοφορία» δια να εκλεγεί ο κύριος Κύριος Χρ. Σαρτζετάκης πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας και βάλε.
Ας μπούμε στο θέμα.
Τα εν άστει (Θεσσαλονίκης) Διονύσια ήταν σινεματογράφος επί της οδού Αγίας Σοφίας (τώρα πλατειοπεζόδρομος φαρδύς) στην δεξιά όχθη όπως κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Σήμερα στο Goοgle ορίζεται ως: «Τα Διονύσια» κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα (το 1926 ξεκίνησε) του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα». Εκείνη τη βδομάδα του σωτηρίου έτους 1972 έπαιζε το λίαν ερεθιστικόν έργον «5 λυσσασμένες για...». Με αποσιωπητικά που δηλώνουν κατά την γραμματική τάξιν πως κάτι το αποσιωπούμε σκόπιμα, πως δεν θέλουμε, λέει, να το αναφέρουμε (εύκολα, βέβαια, εννοείται), ή είναι κάτι που δε λέγεται εύκολα, λ.χ.: «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους…» Αυτές οι ταπεινές τελείες είναι που μας συνεκίνησαν, τι λέω μας άναψαν...
Ανάλυση.
Το αριθμητικό 5 είναι αριθμός χορταστικός ως σύνολον. Ενωμένα δάχτυλα αποτελούν τη λεγόμενη χούφτα εξού και το χουφτώνω, ανοιχτά μουντζώνω (ή επιβραβεύω κατά περίστασιν)· μαζεμένα σφιχτά δε συνθέτουν το λεγόμενον: «5 νομάτοι με ένα μάτι, φούσκωναν ένα δερμάτι» παροιμία περίφραση του ρήματος (και ουσιαστικού) που κυριαρχεί σε κάθε πτυχή του ατομικού βίου και πιθαμή του συλλογικού μας είναι.
Το «λυσσασμένες ως εκ του πληθυντικού τους γένους είναι θηλυκές γυναίκες, γάτες, σκύλες, σκρόφες (γουρούνες). Κάποτε στο χωριό ένα «σκλι» λυσσασμένο, είπαν, δάγκωσε μια κοπέλα και μας έπιασε φόβος μέγας (τι ήταν αυτό το φρικώδες;) σε κάθε άκουσμα της λέξης· ζούσαμε και στην ύπαιθρο κι εκεί ήταν ξαμολημένα διάφορα τετράποδα και μερικά εξ ίσου λυσσάρικα δίποδα. Οι συνέπειες του δαγκώματος: αφροί εν στόματι, σπασμοί εν σώματι, λόγια ξεμέτοχα πέρα από κάθε όριο ευπρέπειας, δύναμη σωματική ανεξέλεγκτη, επιθυμίες αχαλίνωτες. Έγινε καλά ευτυχώς και δόξα Τον. Κατά παρέκτασιν έχουμε τη λυσσάρα που περιγράφει κυρίως άνθρωπον θηλυκόν στο γένος με πόθους έρωτος ασίγαστους (ως πράξη και διάπραξη).
Τα αποσιωπητικά όμως ήταν όλα τα λεφτά –και όλα τα κιλά– ποια κιλά δηλαδής που η κοιλιά εφάπτετο της ράχης τότε, ενώ τώρα ως γαστέρα γλυκύτατου αρχιμανδρίτου φαντάζει, που δεν σου επιτρέπει να δεις τον κάτω κόσμο σου. Οι 5 δραχμές του εισιτηρίου εισόδου στο σινεμά ήταν όσο και το εισιτήριον της θύρας 4 στο γήπεδον της Τούμπας τω καιρώ εκείνω της φοιτητικής διεγερσεξεγέρσεως ως σωμάτων και πνευμάτων. Τα αγοράζαμε φοιτητάρια ποδοσφαιροπαοκαυλωμένα από το πρακτορείον λαχνών του κ. Κουιρουκίδη παλαιάς δόξης του Πάοκ στα λουλουδάδικα λίγο παρακάτω από κει που σκότωσαν κανονικά τον Λαμπράκη, στο οδικόν τριόδιον Σπανδωνή, Ερμού, Βενιζέλου· αλλά και από το επί της Εγνατίας πρακτορειακόν καθίδρυμα του κ. Γεωργίου Κούδα, (ελατρεύετο Αυτός ως άγιος μέγας Αλέξανδρος), τέλος δε από τη μικρή θυρίδα στα γραφεία του φοιτητικού συλλόγου της Νομικής που κατείχαν δικτατορικώ δικαίω κάτι διορισμένα όντα.
Ουφ, επιτέλους... μπαίνουμε / μέσα αιδοιομ@νούντες / «5 Λυσσασμένες για...» αυτές / 1 έως 2 ξελιγωμένοι για ...ημείς / Πιάνουμε 2 από τις 1000 θέσεις / Αραιόν πλην ομοιοπαθές το θεατήριον / Αρχίζει η προβολή τα φώτα σβήνουν / Μυρωδιά αλευρόμυλου / «Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος» / στα καθίσματα νευρικότης. / (A, η υ-στερημένη μας νεότης) / Εις μάτην περιμέναμε σκηνή τη σκηνή / κάτι να συμβεί που θα δικαιολογούσε / τα αποσιωπητικά τουλάχιστον / ή ό,τι τέλος πάντων νομίζαμε πως σημειολογούσαν.
Στο σκοτάδι κι «Ακαρτέρει κι ακαρτέρει / Το ένα εχτύπα τ ΄άλλο χέρι» / όταν FIN στο πανί εσημειώθη / – Όχι ρε π@στη μου / οι 5 καριόλες ήταν λυσσασμένες / για χρυσάφι και μόνον κι εντελώς ατόφιο / ή σε λίρες και άλλα συγγενή νομίσματα / Και τίποτα άλλο μα τίποτα! / Στέγνωσαν οι γλώσσες μας / «Η ψυχή μας αλλιώτεψεν».
Ηττημένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής σαν τους νικημένους οπαδούς του Ηρακλή. Δώσαμε σιωπηλό ραντεβού για του χρόνου τέτοιο καιρό στο Πολυτεχνείο της Πολυτεκνικής Θεσσαλονίκης και περιχώρων.