ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Με κυνηγούν οι μέλισσες...

Από το «De natura animalium», Δημοτική Βιβλιοθήκη Καμπραί, Γαλλία, περ. 1270

Ζουάν Μαργαρίτ: Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία

Στις 4 Νοεμβρίου 2019 η ισπανική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι απένειμε το Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία, στον Καταλανό ποιητή Ζουάν Μαργαρίτ.
Αν δε γνωρίζαμε τον ποιητή και δεν είχαμε παρουσιάσει έργα του στις Κλίμακες (Χάρτης #5), πιθανόν να συμμεριζόμασταν τις αντιρρήσεις της προέδρου της επιτροπής, της Ουρουγουανής ποιήτριας Ίδα Βιτάλε, κατόχου του Βραβείου Θερβάντες 2018, την οποία επίσης έχουμε γνωρίσει και παρουσιάσει εκτενώς στον «Χάρτη Θαλάσσης». Πιθανόν να διαβλέπαμε και κάποια πολιτική σκοπιμότητα, κάτι σαν ένδειξη καλής θέλησης της κεντρικής κυβέρνησης προς την Καταλονία, αφού ο Μαργαρίτ γράφει τα ποιήματά του ή την πρώτη του έμπνευση στα καταλανικά κι ύστερα τα μεταφέρει ή τα επεξεργάζεται στα ισπανικά.
Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει πολλές φορές, ως γεννημένος το 1938 μέσα στη φρανκική δικτατορία, υποχρεώθηκε να μιλάει και να γράφει την ισπανική ως επιβεβλημένη γλώσσα. Γι’ αυτό και τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε στα ισπανικά, αλλά δε δίστασε να τα αποκηρύξει, όταν συνειδητοποίησε ότι η πραγματική μητρική του γλώσσα είναι η καταλανική. Κι όπως τόνισε στην ομιλία του στην Ακαδημία, διεκδικώντας τη μοναδικότητα να επεξεργάζεται τα ποιήματά του και στις δύο γλώσσες κατά τρόπο αυτόνομο, κανένας ποιητής δεν έχει γράψει καλά ποιήματα σε γλώσσα που δεν ήταν η μητρική του. Στην ίδια ομιλία ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η ποίηση έχει περισσότερη σχέση με τη μουσική παρά με άλλα είδη λογοτεχνίας.
Καθώς σε κάποια συνέντευξή του είχε δηλώσει ότι «Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς κάποιον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται το ποίημα!» επιλέγουμε να κλείσουμε αυτή τη μικρή αναφορά μας στον Ζουάν Μαργαρίτ με το ακόλουθο ποίημά του:

Στον αναγνώστη

Δικές σου θα γίνουν οι γυναίκες που αγάπησα
και που δεν έχασα ποτέ, παρ’ όλο τον σκληρό
άνεμο των χρόνων, και δικό σου το αίνιγμα
για το νησί των θησαυρών.
Τα μάτια σου θα γίνουν δικά μου για μια στιγμή
και, ως αντάλλαγμα, θα σ’ αφήσω ν’ ακούσεις στα τζάμια
τη βροχή που εγώ ακούω τώρα, και θα σε κάνω συνεργό
του μέλλοντός μου, που εσύ θα μπορείς να γνωρίζεις,
δε θα επιτρέψεις να πεθάνω και, ένα βραδάκι,
θα μ’ αφήσεις να γίνω εσύ μέσα σε μιαν άλλη βροχή.

Ο Ζουάν Μαργαρίτ ( Joan Margarit i Consarnau, Σαναούζα 1938) είναι Καταλανός ποιητής και αρχιτέκτονας. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο δοκιμίων και περισσότερες από τριάντα ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το έργο του έχει αποσπάσει το Βραβείο ποίησης Βινσέντ Αντρές Εστελιές (1981), το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2008), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2008), το Ιβηροαμερικανικό βραβείο ποίησης «Πάμπλο Νερούδα» (2017) και το Βραβείο Θερβάντες (2019).

Το σπανάκι στο εδώλιο



Επέτειος: 90 χρόνια Ποπάι

Ποιος θα το φανταζόταν ότι ένας από τους (πολλούς) χαρακτήρες κάποιου κόμικ-στριπ, θα γινόταν μια μέρα τόσο διάσημος, ώστε να αποτελέσει σήμα κατατεθέν όχι μόνο του κομικ-στριπ, αλλά και της τροφής που έτρωγε; Ήταν ένας ναυτικός που κάπνιζε πίπα, είχε μυώδη, υπερμεγέθη μπράτσα και έτρωγε μόνο σπανάκι. Από την πρώτη στιγμή, το κοινό λάτρεψε τον Ποπάι και η λατρεία αυτή μετράει, αισίως, 90 χρόνια.
Το πιο διάσημο ναυτάκι των εικονογραφημένων σελίδων έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις 17 Ιανουαρίου 1929, στο κόμικ-στριπ «Thimble Theatre» (Θέατρο Δαχτυλήθρας) που σχεδίαζε, ήδη μία δεκαετία, ο Έλζι Κράισλερ Σίγκαρ. Για αυτό το λόγο, εκτός από τα 90ά γενέθλια του Ποπάι, εορτάζονται παράλληλα και τα «στρογγυλά» γενέθλια της σειράς που τον ανέδειξε. Μάλιστα, το μήνα που διανύουμε συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση του «Thimble Theatre», στις 19 Δεκεμβρίου του 1919.
Η διπλή επέτειος, ωστόσο, αμαυρώνεται εξαιτίας ενός πλήγματος που έχει δεχτεί ο ακατάβλητος πρωταγωνιστής και αφορά το θαυματουργό σπανάκι. Η ενέργεια που τού χαρίζει, κάθε φορά που το καταπίνει (αμάσητο) από την κονσέρβα, συνέβαλε αποφασιστικά στην εκτίναξη των πωλήσεων του προϊόντος στην Αμερική – και όχι μόνο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το σπανάκι διαφημίστηκε ως η σούπερ τροφή τη δεκαετία του ’30, από μία κυβέρνηση που προσπαθούσε απελπισμένα να ταΐσει το βυθισμένο στην οικονομική κρίση αμερικανικό έθνος. Με τον δημοφιλή Ποπάι να γίνεται σημαιοφόρος αυτής της διατροφικής καμπάνιας.
«Είμαι δυνατός ως το τέλος, γιατί τρώω το σπανάκι μου», ήταν –και παραμένει– η επωδός του ήρωα. Λάθος συμπέρασμα και fake new, είναι η απάντηση που δίνει η ιστορική έρευνα και οι επιστημονικές μελέτες. Στην πραγματικότητα, η απατηλή εντύπωση για τις ιδιότητες του φυτού οφείλεται σε κάποιο αριθμητικό λάθος. Πιο συγκεκριμένα, η ποσότητα του σιδήρου που περιέχει το σπανάκι υπολογίστηκε λανθασμένα από ένα Γερμανό χημικό, που έχασε ένα δεκαδικό (αλλά κρίσιμο) σημείο στις μετρήσεις του.
Το 1870, ο Έριχ φον Βολφ αναζητούσε την ποσότητα του σιδήρου στο σπανάκι και άλλα λαχανικά. Καθώς καταχωρούσε τα ευρήματα στο σημειωματάριό του, έγραψε λάθος ένα δεκαδικό σημείο. Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανίσει το σπανάκι περιεκτικότητα σιδήρου δέκα φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Εξαιτίας αυτού του λάθους, τα 3,5 χιλιοστόγραμμα εκτινάχθηκαν στα 35, προξενώντας τη λαϊκή παρερμηνεία ότι το σπανάκι είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σίδηρο, πράγμα που δυναμώνει το σώμα.
Ενώ όμως, το λάθος του Γερμανού χημικού εντοπίστηκε και διορθώθηκε το 1937, το σπανάκι διατήρησε τη φήμη του, ίσως χάρη στον Ποπάι και την… εμμονή του σε αυτό. Η ισχύς και η διάρκεια αυτής της παρερμηνείας εξετάστηκαν από τον Σάμιουελ Άρμπεσμαν, στο βιβλίο του «Η μισή ζωή των γεγονότων: Γιατί όλα όσα γνωρίζουμε έχουν ημερομηνία λήξης». Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον Ποπάι, για να δείξει πώς οι άνθρωποι έχουν την τάση να αγνοούν μεταγενέστερα αποτελέσματα και αποδείξεις, επιμένοντας παρόλο που έχουν λάθος. Σύμφωνα με τον Άρμπεσμαν, η αιτία της εξάπλωσης αυτών των λαθών που οδηγούν σε ακλόνητους μύθους, οφείλεται στο ότι αποδεχόμαστε ευκολότερα ένα «γεγονός» που ακούγεται σωστό, αντί να το ψάξουμε περισσότερο και βαθύτερα.

Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, ήλθε εφέτος, μεσούσης της διπλής επετείου για τον ήρωα και τη σειρά, ένα ακόμα πλήγμα στην αγαπημένη τροφή του Ποπάι. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία, επιστήμονες του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, πρότειναν να καταχωρηθεί το σπανάκι μεταξύ των απαγορευμένων ουσιών για αθλητές, λόγω της εκδυστερόνης που περιέχει. Πρόκειται για μια ορμόνη που ενδέχεται να έχει φαινόμενα στεροειδούς και βρίσκεται στο σπανάκι. Στη μελέτη τους, που διήρκεσε δέκα εβδομάδες, ελέγχθηκαν 50 αθλητές και βρέθηκε ότι εκείνοι που έπαιρναν κάψουλες με αυτή την ορμόνη, ανέβασαν τις επιδόσεις τους μέχρι και τρεις φορές. Απαραίτητη διευκρίνιση: κάθε κάψουλα περιείχε εκδυστερόνη σε ποσότητα ίση με σχεδόν πέντε κιλά σπανακιού.
Έχει λοιπόν δίκιο τελικά ο Ποπάι που αποκτά υπέρ-φυσικές δυνάμεις κάθε φορά που τρώει σπανάκι; Και σε αυτή την περίπτωση, ο μύθος χωλαίνει. Το σπανάκι, διδάσκει η επιστήμη, περιέχει ουσίες που παρεμποδίζουν την απορρόφηση του σιδήρου. Ανάμεσά τους και το οξαλικό, για το οποίο λέγεται ότι μετατρέπει το περισσότερο σίδηρο που έχει το σπανάκι, σχεδόν άχρηστο για τον ανθρώπινο οργανισμό. Πώς εκλαμβάνουν όμως, οι φανατικοί θαυμαστές του Ποπάι τέτοιες οδυνηρές διαψεύσεις; Μια από τις πιο ψύχραιμες απαντήσεις δίνει από το μπλογκ του ο Αμερικανός Γκαζ Σμιθ: «Παρόλο που όλοι “ξέραμε” ότι το σπανάκι δεν είχε περισσότερο σίδηρο, ας πούμε από το μπρόκολο ή το λάχανο, είχαμε γενικά την τάση να θεωρούμε ότι ήταν το καλύτερο για εμάς. Δεν είμαι σίγουρος, πάντως, ποιος θα γελάσει τελευταίος σε αυτή τη διαμάχη. Ίσως είναι ένα προειδοποιητικό σήμα για όσους κάνουν βιαστικούς ελέγχους. Ίσως πάλι, να έχει δίκιο ο Ποπάι όταν λέει ότι μένει δυνατός ως το τέλος, χάρη στο σπανάκι. Ρωτήστε γι’ αυτό τον Μπρούτο!»  


Περιστέρια και κομμώτριες

Ίσως αλλιώς να εξηγούν το γεγονός ερωτευμένοι και φυλακισμένοι, που μηνύματά τους έχουν μεταφέρει περιστέρια. Ίσως θεωρούν ότι κάποια μηνύματα έρωτα ή ελευθερίας, που χάνονται, κάνουν τα περιστέρια τα οποία ζουν σε πόλεις να χάνουν τα δάχτυλά τους πιο συχνά από πουλιά που ζουν στην εξοχή. Ερωτευμένοι όμως με την επιστήμη τους ή φυλακισμένοι στα πλέγματα των διατυπώσεών της, οι ερευνητές προσεγγίζουν αλλιώς το ερώτημα. Υποθέτουν ότι ακρωτηριασμοί που παρατηρούνται σε περιστέρια σε αστικό περιβάλλον οφείλονται σε κάποια ασθένεια ή αντίδραση σε χημικές ουσίες, που αφειδώς εκλύουν στο περιβάλλον οι άνθρωποι.

Ομάδα ερευνητών από το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας και το Πανεπιστήμιο της Λυών κατέγραψε ακρωτηριασμούς που είχαν υποστεί περιστέρια σε 46 τοποθεσίες στο Παρίσι. Σε περιοχές με αυξημένη μόλυνση τα περιστέρια είχαν λιγότερα δάχτυλα ασφαλώς. Ποιος ήταν όμως ο απρόβλεπτος συσχετισμός που διαπίστωσαν; Περισσότερα δάχτυλα έλειπαν από τα περιστέρια εκείνα που ζούσαν σε μέρη στο Παρίσι με αυξημένη «πυκνότητα κομμωτριών», σύμφωνα με μελέτη που πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Biological Conservation, όπως αναφέρει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Το συμπέρασμά τους; Πουλιά πιο συχνά χάνουν δάχτυλα όταν μπλέκουν με ανθρώπινα μαλλιά.

Η ιστορία της ανθρώπινης κόμμωσης ίσως δεν συνιστά μόνον ιστορία του ανθρώπου, αλλά και του περιβάλλοντός του. Υφέρπει πόλεμος ενώ χτενίζονται πριν από τη μάχη. Από ανατολή σε δύση βασιλεύουν κομμώτριες και μπαρμπέρηδες όχι μόνον στη Σεβίλλη, ενώ φαλακρά μωρά περιμένουν να έρθει η σειρά τους. Πληροφορίες για το μέλλον τσιμπολογούν τα περιστέρια.

1930 : Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού


Θα λογαριάσουμε πως η ΕΛΒΙΕΛΑ παρήγαγε περισσότερα από πενήντα χιλιάδες ζευγάρια πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα τον χρόνο. Θα μπορούσε να ρίξει στην αγορά ως εκατό χιλιάδες ζευγάρια, αλλά οι αγοραστές πρόσεχαν τα παπούτσια της. Πολλοί έβγαιναν ξυπόλητοι από το σπίτι τους και τα φορούσαν όταν έφταναν εκεί όπου μπορούσαν να επιδείξουν ότι τα είχαν στα πόδια τους, ας μην είχαν κάλτσες να βάλουν. Πολλοί ξεσκόνιζαν το πάνινο άνω μέρος τους και έδιωχναν κάθε βρωμιά απλώνοντας στουπέτσι, που ξανάδινε το λευκό χρώμα, λαμπερό σαν τα παπούτσια να ήταν καινούρια. Και η σόλα από εύκαμπτο ελαστικό με ραβδώσεις για να μη γλιστράει, έτριζε όταν τριβόταν στο παρκέ των διαμερισμάτων. Και τα λευκά κορδόνια, που περνούσαν σταυρωτά από τρεις και τέσσερις τρύπες ώσπου να φτάσουν στην κορφή της γλώσσας του παπουτσιού, δένονταν με προσοχή: να είναι ο κόμπος ισομοιρασμένος.
Αυτά τα παπούτσια λέγονταν πια «ελβιέλες». Ελάχιστοι ήξεραν πως η εταιρία ανήκε στους Μικρασιάτες Νικόλαο Μαυροφίδη και Νικόλαο Αγνιάδη, ούτε ενδιέφερε ότι είχε ιδρυθεί το 1930 ή εκεί γύρω. Κανένας δεν θυμόταν πως είχε παραμείνει ανενεργή σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πως ο ιδρυτής Νικόλαος Μαυροφίδης είχε πεθάνει το 1944 και πως το μερίδιό του είχε περάσει, κληρονομικώ δικαιώματι, στους γιους του Αιμίλιο και Στέφανο. Κανένας όμως δεν αγνοούσε πως τα παιδιά που γεννήθηκαν από το 1950 και ως το 1961 δεν γινόταν να μην είχαν φορέσει ένα, έστω, ζευγάρι «ελβιέλες». Κανενός το βλέμμα δεν είχε αποφύγει να προσέξει τις «ελβιέλες» στα πόδια των κοριτσιών στο μάθημα της γυμναστικής και στις παρελάσεις.

Όταν η εταιρία σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της στα μέσα του 1961, καθώς υπέστη γενική κατάσχεση λόγω χρεών σε τράπεζες και ιδιώτες πιστωτές, ο Σωτήριος Μαυροφίδης, γιος του Αιμίλιου, ασπάσθηκε τον Καθολικισμό, έφτασε στο Ποντιφίκιο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη για πατερικές σπουδές και, με την ευλογία του Κυρίου, χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε ο πατήρ Σαλβατόρε. Φόρεσε σανδάλια και φύλαξε τις «ελβιέλες» του στην στενή ντουλάπα του χριστιανικού κελιού του. Κατά τη γνώμη του, η ΕΛΒΙΕΛΑ είχε πουλήσει πάνω από δύο –πες τρία– εκατομμύρια «ελβιέλες» στη διάρκεια του προσκαίρου γήινου βίου της. Είχε ποδέσει όλα τα χριστιανόπουλα της Ελλάδας, ασχέτως θρησκευτικού δόγματος. Ήταν αμαρτία που είχε χρεωκοπήσει. Άγνωστες όμως οι βουλές του Κυρίου.

Μικρά πραγματεία (ή μήπως κι ελεγεία;) περί του αριθμού 5...

Το 5 είναι πριν το 6 και μετά το 4 ως γνωστόν άλλη θέση δε χωρεί στην ακολουθία των ρητών αριθμών κι αρρήτων συνόλων.
Το 5 ως ομάδα δακτύλων παλάμης ανοιχτής, επιβράβευση διαδηλώνει που άλλοι τη λεν και μονόχειρη μούντζα διότι υπάρχει και η διπλή του Λάμπρου Κωνσταντάρα στις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες.
Του ταυρομάχου Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας 5 ήταν ώρα που την έφαγε με τα κέρατα του ταύρου στο λαγαρό για να τον θρηνήξει αμέσως ο Λόρκα κι αργότερα αργότερα όταν χαθήκαν των εμφυλίων τα κότερα, ο Μ. Θεοδωράκης τη συνοδεία διαφόρων αοιδών(ων).
Το 5θλον παρά τοις αρχαίοις ημών προγόνοις αποτελούνταν από άλμα εις μήκος, ακοντισμό, δισκοβολία, στάδιον και πάλη(ς) ξεκίνημα νέοι αγώνες κ.λπ.

Το δημοκρατικόν προαγωγικόν 5 ήταν η ύψιστη κατάκτηση του μεταπολιτευτικού φοιτητικού συνδικαλισμού ότε οι μηδήσαντες και μη (καλού κακού ποτέ δεν ξέρεις) καθηγητές περιδεείς προήγαγον τους φοιτητές πιεζόμενοι από τις οικείες ενοχές και τους πατεροφοιτητές της μεταπολιτεύσεως.
Επίσης το πέντε (5) είναι στην μέση του δέκα και της δημοτικής μπαλάντας, μίας ακολουθίας στίχων κι ήχων πότε προς τα κάτω και πότε προς τα άνω του δημώδους τραγουδιού «Το αηδόνι». Λ.χ. «Ας το πούμε πέντε, Πέντε δάχτυλα στο χέρι -Τέσσερα αααα, Τρία η αγιάτριάδα, Δύο πέρδικες στα πλάγια, Ένα είν’ τ’ αηδόνι κι αυτό το Μάη λαλεί...». Και δώστου απ’ την αρχή το ανεβοκατέβασμα στου καλού ήχου τη σκάλα. Κάλλιο 5 και στο χέρι παρά Δέκα και περίμενε λέγει προνοητικά ο λαός των νεοελλήνων Ελλήνων.
Το 5αρι Παπαστράτος (και δεν κάπνιζα) το οποίο μου φαίνεται πως ένα τέτοιο μας χάρισαν ως αμοιβή όταν γυρίζαμε το έργον του κυρ κ. Μ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» κ.λπ. στην παραλία της Κορίνθου, εγώ κι άλλοι 7999 (8000 σύνολον) νεοσύλλεκτοι στρατιώτες ολόγυμνοι κεκαρμένοι εν χρω ενώπιον των ενδεδυμένων κυριών Ειρήνης Κλυταιμνήστρας Παπά και Τατιάνας Ιφιγένειας Παπαμόσχου.

– Θεέ μου τι έβλεπαν οι κινηματογραφικές θεές μας!

  5άκις παρά μία (1) ήτο η ποινή κι εκτέλεσις του δράκοντος του Σέιχ Σου Αριστείδου Παγκρατίδη, το γένος Κοροβίνη. – «Μάνα» ή μήπως Μανούλα, «είμαι αθώος» εφώνησε ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος. Από τότε μου μένει η απορία: καλά 4 φορές τον σκότωσαν («Τετράκις εις θάνατον» η απόφαση έλεγε) δηλ. τον σκότωναν έπεφτε χαμαί αυτός, τον σήκωναν πάλι και τον σκότωναν εκ νέου κ.λπ. ή κατά συγχώνευσιν, όπως γίνεται με τις ποινές στα Πλημμελειοδικεία της χώρας κατά συγχώνευσιν μια φορά του την άναψαν και πάρτον κάτω· «όι όι όι μάνα μ...» Κ.λ.π....
Αλλά όλα αυτά (και κάποια άλλα) «είναι φιλολογίες» που είπε κάποτε τον καιρό των εγχρώμων ψηφοδελτίων, ο Χαρ. Φλωράκης «ας προχωρήσουμε στη ψηφοφορία» δια να εκλεγεί ο κύριος Κύριος Χρ. Σαρτζετάκης πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας και βάλε.

        Ας μπούμε στο θέμα.

Τα εν άστει (Θεσσαλονίκης) Διονύσια ήταν σινεματογράφος επί της οδού Αγίας Σοφίας (τώρα πλατειοπεζόδρομος φαρδύς) στην δεξιά όχθη όπως κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Σήμερα στο Goοgle ορίζεται ως: «Τα Διονύσια» κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα (το 1926 ξεκίνησε) του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα». Εκείνη τη βδομάδα του σωτηρίου έτους 1972 έπαιζε το λίαν ερεθιστικόν έργον «5 λυσσασμένες για...». Με αποσιωπητικά που δηλώνουν κατά την γραμματική τάξιν πως κάτι το αποσιωπούμε σκόπιμα, πως δεν θέλουμε, λέει, να το αναφέρουμε (εύκολα, βέβαια, εννοείται), ή είναι κάτι που δε λέγεται εύκολα, λ.χ.: «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους…» Αυτές οι ταπεινές τελείες είναι που μας συνεκίνησαν, τι λέω μας άναψαν...

        Ανάλυση.

Το αριθμητικό 5 είναι αριθμός χορταστικός ως σύνολον. Ενωμένα δάχτυλα αποτελούν τη λεγόμενη χούφτα εξού και το χουφτώνω, ανοιχτά μουντζώνω (ή επιβραβεύω κατά περίστασιν)· μαζεμένα σφιχτά δε συνθέτουν το λεγόμενον: «5 νομάτοι με ένα μάτι, φούσκωναν ένα δερμάτι» παροιμία περίφραση του ρήματος (και ουσιαστικού) που κυριαρχεί σε κάθε πτυχή του ατομικού βίου και πιθαμή του συλλογικού μας είναι.
Το «λυσσασμένες ως εκ του πληθυντικού τους γένους είναι θηλυκές γυναίκες, γάτες, σκύλες, σκρόφες (γουρούνες). Κάποτε στο χωριό ένα «σκλι» λυσσασμένο, είπαν, δάγκωσε μια κοπέλα και μας έπιασε φόβος μέγας (τι ήταν αυτό το φρικώδες;) σε κάθε άκουσμα της λέξης· ζούσαμε και στην ύπαιθρο κι εκεί ήταν ξαμολημένα διάφορα τετράποδα και μερικά εξ ίσου λυσσάρικα δίποδα. Οι συνέπειες του δαγκώματος: αφροί εν στόματι, σπασμοί εν σώματι, λόγια ξεμέτοχα πέρα από κάθε όριο ευπρέπειας, δύναμη σωματική ανεξέλεγκτη, επιθυμίες αχαλίνωτες. Έγινε καλά ευτυχώς και δόξα Τον. Κατά παρέκτασιν έχουμε τη λυσσάρα που περιγράφει κυρίως άνθρωπον θηλυκόν στο γένος με πόθους έρωτος ασίγαστους (ως πράξη και διάπραξη).
Τα αποσιωπητικά όμως ήταν όλα τα λεφτά –και όλα τα κιλά– ποια κιλά δηλαδής που η κοιλιά εφάπτετο της ράχης τότε, ενώ τώρα ως γαστέρα γλυκύτατου αρχιμανδρίτου φαντάζει, που δεν σου επιτρέπει να δεις τον κάτω κόσμο σου. Οι 5 δραχμές του εισιτηρίου εισόδου στο σινεμά ήταν όσο και το εισιτήριον της θύρας 4 στο γήπεδον της Τούμπας τω καιρώ εκείνω της φοιτητικής διεγερσεξεγέρσεως ως σωμάτων και πνευμάτων. Τα αγοράζαμε φοιτητάρια ποδοσφαιροπαοκαυλωμένα από το πρακτορείον λαχνών του κ. Κουιρουκίδη παλαιάς δόξης του Πάοκ στα λουλουδάδικα λίγο παρακάτω από κει που σκότωσαν κανονικά τον Λαμπράκη, στο οδικόν τριόδιον Σπανδωνή, Ερμού, Βενιζέλου· αλλά και από το επί της Εγνατίας πρακτορειακόν καθίδρυμα του κ. Γεωργίου Κούδα, (ελατρεύετο Αυτός ως άγιος μέγας Αλέξανδρος), τέλος δε από τη μικρή θυρίδα στα γραφεία του φοιτητικού συλλόγου της Νομικής που κατείχαν δικτατορικώ δικαίω κάτι διορισμένα όντα.

Ουφ, επιτέλους... μπαίνουμε / μέσα αιδοιομ@νούντες / «5 Λυσσασμένες για...» αυτές / 1 έως 2 ξελιγωμένοι για ...ημείς / Πιάνουμε 2 από τις 1000 θέσεις / Αραιόν πλην ομοιοπαθές το θεατήριον / Αρχίζει η προβολή τα φώτα σβήνουν / Μυρωδιά αλευρόμυλου / «Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος» / στα καθίσματα νευρικότης. / (A, η υ-στερημένη μας νεότης) / Εις μάτην περιμέναμε σκηνή τη σκηνή / κάτι να συμβεί που θα δικαιολογούσε / τα αποσιωπητικά τουλάχιστον / ή ό,τι τέλος πάντων νομίζαμε πως σημειολογούσαν.
Στο σκοτάδι κι «Ακαρτέρει κι ακαρτέρει / Το ένα εχτύπα τ ΄άλλο χέρι» / όταν FIN στο πανί εσημειώθη / – Όχι ρε π@στη μου / οι 5 καριόλες ήταν λυσσασμένες / για χρυσάφι και μόνον κι εντελώς ατόφιο / ή σε λίρες και άλλα συγγενή νομίσματα / Και τίποτα άλλο μα τίποτα! / Στέγνωσαν οι γλώσσες μας / «Η ψυχή μας αλλιώτεψεν».

Ηττημένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής σαν τους νικημένους οπαδούς του Ηρακλή. Δώσαμε σιωπηλό ραντεβού για του χρόνου τέτοιο καιρό στο Πολυτεχνείο της Πολυτεκνικής Θεσσαλονίκης και περιχώρων.

1931 Ιωάννινα. Ο κινηματογράφος

Ο Νικηφόρος Ρόβας του Ευαγγέλου ήταν δεκατριών χρονών το 1930. Είχε αρχίσει να δουλεύει μπακαλόπαιδο πριν κλείσει τα δέκα και το αφεντικό τον πλήρωνε με λίγα μετζίτια, τούρκικα λεφτά, που κυκλοφορούσαν ακόμα, ας είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Στο μαγέρικο, τα μετζίτια είχαν πέραση: κάμποσες κουταλιές τραχανά. Ο Νικηφόρος παράτησε το μπακάλικο, επειδή του άρεσε ο κινηματογράφος. Καθόταν στο δωματιάκι της προβολής, άλλαζε τα καρβουνάκια και απολάμβανε, έκανε τον βοηθό. Δύο αίθουσες υπήρχαν, η μία στο κέντρο της πόλης, η άλλη στην άκρη. Και μόλις τελείωνε η ταινία στο κέντρο, ο Νικηφόρος φορτωνόταν τις μπομπίνες και τρέχοντας τις πήγαινε στην άκρη. Η παράσταση στο κέντρο έληγε νωρίς, να προλάβουν οι νοικοκυραίοι να επιστρέψουν στο κονάκι τους για οικογενειακό δείπνο. Στην άκρη, ο κινηματογράφος αργούσε να παίξει: να έχει νυχτώσει για τα καλά, να έχουν ξεκολλήσει οι φτωχοί και οι εργάτες από τα καφενεία, να έχουν φορέσει τα καπέλα τους οι λιμοκοντόροι, να έχουν φτάσει και οι λεγάμενες, που θα εξασφάλιζαν ζεστό φαϊ αργότερα, αν δεν εξασφάλιζαν αμοιβή του κόπου τους. Και εκεί ο Νικηφόρος ήταν βοηθός: έβλεπε την ίδια ταινία σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν ξεχνάει σήμερα, στα ενενήντα έξι χρόνια του, πως η ταινία ήταν σοβιετική και έδειχνε τους προλετάριους που αγωνίζονταν για τον κομμουνισμό ενάντια στο κεφάλαιο και στους ανήθικους κεφαλαιούχους. Ήταν προπαγάνδα, το Κόμμα τις έστελνε στα Γιάννενα, επειδή εκεί υπήρχαν προλετάριοι και μορφωμένοι Εβραίοι, που μελετούσαν τον Κομμουνισμό. Έδειχνε η ταινία τον κόμη Πατσούροφ να προσβάλει την υπηρέτριά του Μαρία Φιλίπποβνα, που ήθελε να την καταστήσει ερωμένη του. Και την ώρα που την άρπαξε και προσπάθησε να της αφαιρέσει το φόρεμα, μια μπαταριά ακούστηκε, οι θεατές πίστεψαν πως ο άτιμος κόμης Πατσούροφ έβρισκε την τιμωρία του, αλλά η ταινία συνεχιζόταν, ο μπάρμπα-Θύμιος, που καθόταν μπροστά, είχε βγάλει το κουμπούρι του και είχε ρίξει στο πανί να ξεκάμει τον ανήθικο εκμεταλλευτή. Η ταινία όμως συνεχιζόταν και φαίνονταν οι τρύπες στο πανί. Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα. Δεν ξεχνιέται πως ο αγώνας συνεχίζεται, ας πέρασε είκοσι πέντε χρόνια στα «κολέγια», πάει να πει στις φυλακές ο Νικηφόρος: Μακρόνησο, Γιούρα, Λέρο, Άη Στράτη, Κέρκυρα, Νιο, Φολέγανδρο, Κεφαλονιά, Σπάρτη, Λήμνο, Καβάλα, Λάρισα, Τρίκαλα, Μεταγωγών και άλλες πόλεις που δεν θυμάται, περασμένα ξεχασμένα.