ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕ­ΡΙ­ΒΑΛ­ΛΟΝ ≈ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ

Με κυ­νη­γούν οι μέ­λισ­σες...

Από το «De natura animalium», Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη Κα­μπραί, Γαλ­λία, περ. 1270

Ζουάν Μαρ­γα­ρίτ: Βρα­βείο Θερ­βά­ντες, το με­γα­λύ­τε­ρο βρα­βείο για την ισπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνία

Στις 4 Νο­εμ­βρί­ου 2019 η ισπα­νι­κή Ακα­δη­μία ανα­κοί­νω­σε ότι απέ­νει­με το Βρα­βείο Θερ­βά­ντες, το με­γα­λύ­τε­ρο βρα­βείο για την ισπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνία, στον Κα­τα­λα­νό ποι­η­τή Ζουάν Μαρ­γα­ρίτ.
Αν δε γνω­ρί­ζα­με τον ποι­η­τή και δεν εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει έρ­γα του στις Κλί­μα­κες (Χάρ­της #5), πι­θα­νόν να συμ­με­ρι­ζό­μα­σταν τις αντιρ­ρή­σεις της προ­έ­δρου της επι­τρο­πής, της Ου­ρου­γουα­νής ποι­ή­τριας Ίδα Βι­τά­λε, κα­τό­χου του Βρα­βεί­ου Θερ­βά­ντες 2018, την οποία επί­σης έχου­με γνω­ρί­σει και πα­ρου­σιά­σει εκτε­νώς στον «Χάρ­τη Θα­λάσ­σης». Πι­θα­νόν να δια­βλέ­πα­με και κά­ποια πο­λι­τι­κή σκο­πι­μό­τη­τα, κά­τι σαν έν­δει­ξη κα­λής θέ­λη­σης της κε­ντρι­κής κυ­βέρ­νη­σης προς την Κα­τα­λο­νία, αφού ο Μαρ­γα­ρίτ γρά­φει τα ποι­ή­μα­τά του ή την πρώ­τη του έμπνευ­ση στα κα­τα­λα­νι­κά κι ύστε­ρα τα με­τα­φέ­ρει ή τα επε­ξερ­γά­ζε­ται στα ισπα­νι­κά.
Όπως ο ίδιος έχει δη­λώ­σει πολ­λές φο­ρές, ως γεν­νη­μέ­νος το 1938 μέ­σα στη φραν­κι­κή δι­κτα­το­ρία, υπο­χρε­ώ­θη­κε να μι­λά­ει και να γρά­φει την ισπα­νι­κή ως επι­βε­βλη­μέ­νη γλώσ­σα. Γι’ αυ­τό και τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα τα έγρα­ψε στα ισπα­νι­κά, αλ­λά δε δί­στα­σε να τα απο­κη­ρύ­ξει, όταν συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ότι η πραγ­μα­τι­κή μη­τρι­κή του γλώσ­σα εί­ναι η κα­τα­λα­νι­κή. Κι όπως τό­νι­σε στην ομι­λία του στην Ακα­δη­μία, διεκ­δι­κώ­ντας τη μο­να­δι­κό­τη­τα να επε­ξερ­γά­ζε­ται τα ποι­ή­μα­τά του και στις δύο γλώσ­σες κα­τά τρό­πο αυ­τό­νο­μο, κα­νέ­νας ποι­η­τής δεν έχει γρά­ψει κα­λά ποι­ή­μα­τα σε γλώσ­σα που δεν ήταν η μη­τρι­κή του. Στην ίδια ομι­λία ισχυ­ρί­στη­κε, επί­σης, ότι η ποί­η­ση έχει πε­ρισ­σό­τε­ρη σχέ­ση με τη μου­σι­κή πα­ρά με άλ­λα εί­δη λο­γο­τε­χνί­ας.
Κα­θώς σε κά­ποια συ­νέ­ντευ­ξή του εί­χε δη­λώ­σει ότι «Δεν υπάρ­χει ποί­η­ση χω­ρίς κά­ποιον ανα­γνώ­στη να αντι­λαμ­βά­νε­ται το ποί­η­μα!» επι­λέ­γου­με να κλεί­σου­με αυ­τή τη μι­κρή ανα­φο­ρά μας στον Ζουάν Μαρ­γα­ρίτ με το ακό­λου­θο ποί­η­μά του:

Στον ανα­γνώ­στη

Δι­κές σου θα γί­νουν οι γυ­ναί­κες που αγά­πη­σα
και που δεν έχα­σα πο­τέ, πα­ρ’ όλο τον σκλη­ρό
άνε­μο των χρό­νων, και δι­κό σου το αί­νιγ­μα
για το νη­σί των θη­σαυ­ρών.
Τα μά­τια σου θα γί­νουν δι­κά μου για μια στιγ­μή
και, ως αντάλ­λαγ­μα, θα σ’ αφή­σω ν’ ακού­σεις στα τζά­μια
τη βρο­χή που εγώ ακούω τώ­ρα, και θα σε κά­νω συ­νερ­γό
του μέλ­λο­ντός μου, που εσύ θα μπο­ρείς να γνω­ρί­ζεις,
δε θα επι­τρέ­ψεις να πε­θά­νω και, ένα βρα­δά­κι,
θα μ’ αφή­σεις να γί­νω εσύ μέ­σα σε μιαν άλ­λη βρο­χή.

Ο Ζουάν Μαρ­γα­ρίτ ( Joan Margarit i Consarnau, Σα­να­ού­ζα 1938) εί­ναι Κα­τα­λα­νός ποι­η­τής και αρ­χι­τέ­κτο­νας. Έχει εκ­δώ­σει ένα βι­βλίο δο­κι­μί­ων και πε­ρισ­σό­τε­ρες από τριά­ντα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Ποι­ή­μα­τά του έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες. Το έρ­γο του έχει απο­σπά­σει το Βρα­βείο ποί­η­σης Βιν­σέντ Αντρές Εστε­λιές (1981), το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας (2008), το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης (2008), το Ιβη­ρο­α­με­ρι­κα­νι­κό βρα­βείο ποί­η­σης «Πά­μπλο Νε­ρού­δα» (2017) και το Βρα­βείο Θερ­βά­ντες (2019).

Το σπα­νά­κι στο εδώ­λιο



Επέ­τειος: 90 χρό­νια Πο­πάι

Ποιος θα το φα­ντα­ζό­ταν ότι ένας από τους (πολ­λούς) χα­ρα­κτή­ρες κά­ποιου κό­μικ-στριπ, θα γι­νό­ταν μια μέ­ρα τό­σο διά­ση­μος, ώστε να απο­τε­λέ­σει σή­μα κα­τα­τε­θέν όχι μό­νο του κο­μικ-στριπ, αλ­λά και της τρο­φής που έτρω­γε; Ήταν ένας ναυ­τι­κός που κά­πνι­ζε πί­πα, εί­χε μυώ­δη, υπερ­με­γέ­θη μπρά­τσα και έτρω­γε μό­νο σπα­νά­κι. Από την πρώ­τη στιγ­μή, το κοι­νό λά­τρε­ψε τον Πο­πάι και η λα­τρεία αυ­τή με­τρά­ει, αι­σί­ως, 90 χρό­νια.
Το πιο διά­ση­μο ναυ­τά­κι των ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νων σε­λί­δων έκα­νε την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στις 17 Ια­νουα­ρί­ου 1929, στο κό­μικ-στριπ «Thimble Theatre» (Θέ­α­τρο Δα­χτυ­λή­θρας) που σχε­δί­α­ζε, ήδη μία δε­κα­ε­τία, ο Έλ­ζι Κράι­σλερ Σί­γκαρ. Για αυ­τό το λό­γο, εκτός από τα 90ά γε­νέ­θλια του Πο­πάι, εορ­τά­ζο­νται πα­ράλ­λη­λα και τα «στρογ­γυ­λά» γε­νέ­θλια της σει­ράς που τον ανέ­δει­ξε. Μά­λι­στα, το μή­να που δια­νύ­ου­με συ­μπλη­ρώ­νο­νται 100 χρό­νια από την πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση του «Thimble Theatre», στις 19 Δε­κεμ­βρί­ου του 1919.
Η δι­πλή επέ­τειος, ωστό­σο, αμαυ­ρώ­νε­ται εξαι­τί­ας ενός πλήγ­μα­τος που έχει δε­χτεί ο ακα­τά­βλη­τος πρω­τα­γω­νι­στής και αφο­ρά το θαυ­μα­τουρ­γό σπα­νά­κι. Η ενέρ­γεια που τού χα­ρί­ζει, κά­θε φο­ρά που το κα­τα­πί­νει (αμά­ση­το) από την κον­σέρ­βα, συ­νέ­βα­λε απο­φα­σι­στι­κά στην εκτί­να­ξη των πω­λή­σε­ων του προ­ϊ­ό­ντος στην Αμε­ρι­κή – και όχι μό­νο. Πολ­λοί υπο­στη­ρί­ζουν ότι το σπα­νά­κι δια­φη­μί­στη­κε ως η σού­περ τρο­φή τη δε­κα­ε­τία του ’30, από μία κυ­βέρ­νη­ση που προ­σπα­θού­σε απελ­πι­σμέ­να να τα­ΐ­σει το βυ­θι­σμέ­νο στην οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση αμε­ρι­κα­νι­κό έθνος. Με τον δη­μο­φι­λή Πο­πάι να γί­νε­ται ση­μαιο­φό­ρος αυ­τής της δια­τρο­φι­κής κα­μπά­νιας.
«Εί­μαι δυ­να­τός ως το τέ­λος, για­τί τρώω το σπα­νά­κι μου», ήταν –και πα­ρα­μέ­νει– η επω­δός του ήρωα. Λά­θος συ­μπέ­ρα­σμα και fake new, εί­ναι η απά­ντη­ση που δί­νει η ιστο­ρι­κή έρευ­να και οι επι­στη­μο­νι­κές με­λέ­τες. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η απα­τη­λή εντύ­πω­ση για τις ιδιό­τη­τες του φυ­τού οφεί­λε­ται σε κά­ποιο αριθ­μη­τι­κό λά­θος. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η πο­σό­τη­τα του σι­δή­ρου που πε­ριέ­χει το σπα­νά­κι υπο­λο­γί­στη­κε λαν­θα­σμέ­να από ένα Γερ­μα­νό χη­μι­κό, που έχα­σε ένα δε­κα­δι­κό (αλ­λά κρί­σι­μο) ση­μείο στις με­τρή­σεις του.
Το 1870, ο Έριχ φον Βολφ ανα­ζη­τού­σε την πο­σό­τη­τα του σι­δή­ρου στο σπα­νά­κι και άλ­λα λα­χα­νι­κά. Κα­θώς κα­τα­χω­ρού­σε τα ευ­ρή­μα­τα στο ση­μειω­μα­τά­ριό του, έγρα­ψε λά­θος ένα δε­κα­δι­κό ση­μείο. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να εμ­φα­νί­σει το σπα­νά­κι πε­ριε­κτι­κό­τη­τα σι­δή­ρου δέ­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη απ’ ό,τι εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εξαι­τί­ας αυ­τού του λά­θους, τα 3,5 χι­λιο­στό­γραμ­μα εκτι­νά­χθη­καν στα 35, προ­ξε­νώ­ντας τη λαϊ­κή πα­ρερ­μη­νεία ότι το σπα­νά­κι εί­ναι ιδιαί­τε­ρα υψη­λό σε σί­δη­ρο, πράγ­μα που δυ­να­μώ­νει το σώ­μα.
Ενώ όμως, το λά­θος του Γερ­μα­νού χη­μι­κού εντο­πί­στη­κε και διορ­θώ­θη­κε το 1937, το σπα­νά­κι δια­τή­ρη­σε τη φή­μη του, ίσως χά­ρη στον Πο­πάι και την… εμ­μο­νή του σε αυ­τό. Η ισχύς και η διάρ­κεια αυ­τής της πα­ρερ­μη­νεί­ας εξε­τά­στη­καν από τον Σά­μιου­ελ Άρ­μπε­σμαν, στο βι­βλίο του «Η μι­σή ζωή των γε­γο­νό­των: Για­τί όλα όσα γνω­ρί­ζου­με έχουν ημε­ρο­μη­νία λή­ξης». Ο συγ­γρα­φέ­ας χρη­σι­μο­ποιεί ως πα­ρά­δειγ­μα τον Πο­πάι, για να δεί­ξει πώς οι άν­θρω­ποι έχουν την τά­ση να αγνο­ούν με­τα­γε­νέ­στε­ρα απο­τε­λέ­σμα­τα και απο­δεί­ξεις, επι­μέ­νο­ντας πα­ρό­λο που έχουν λά­θος. Σύμ­φω­να με τον Άρ­μπε­σμαν, η αι­τία της εξά­πλω­σης αυ­τών των λα­θών που οδη­γούν σε ακλό­νη­τους μύ­θους, οφεί­λε­ται στο ότι απο­δε­χό­μα­στε ευ­κο­λό­τε­ρα ένα «γε­γο­νός» που ακού­γε­ται σω­στό, αντί να το ψά­ξου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο και βα­θύ­τε­ρα.

Σαν να μην έφθα­ναν όλα τα πα­ρα­πά­νω, ήλ­θε εφέ­τος, με­σού­σης της δι­πλής επε­τεί­ου για τον ήρωα και τη σει­ρά, ένα ακό­μα πλήγ­μα στην αγα­πη­μέ­νη τρο­φή του Πο­πάι. Σύμ­φω­να με την ει­δη­σε­ο­γρα­φία, επι­στή­μο­νες του Ιν­στι­τού­του Φαρ­μα­κευ­τι­κής του Ελεύ­θε­ρου Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Βε­ρο­λί­νου, πρό­τει­ναν να κα­τα­χω­ρη­θεί το σπα­νά­κι με­τα­ξύ των απα­γο­ρευ­μέ­νων ου­σιών για αθλη­τές, λό­γω της εκ­δυ­στε­ρό­νης που πε­ριέ­χει. Πρό­κει­ται για μια ορ­μό­νη που εν­δέ­χε­ται να έχει φαι­νό­με­να στε­ροει­δούς και βρί­σκε­ται στο σπα­νά­κι. Στη με­λέ­τη τους, που δι­ήρ­κε­σε δέ­κα εβδο­μά­δες, ελέγ­χθη­καν 50 αθλη­τές και βρέ­θη­κε ότι εκεί­νοι που έπαιρ­ναν κά­ψου­λες με αυ­τή την ορ­μό­νη, ανέ­βα­σαν τις επι­δό­σεις τους μέ­χρι και τρεις φο­ρές. Απα­ραί­τη­τη διευ­κρί­νι­ση: κά­θε κά­ψου­λα πε­ριεί­χε εκ­δυ­στε­ρό­νη σε πο­σό­τη­τα ίση με σχε­δόν πέ­ντε κι­λά σπα­να­κιού.
Έχει λοι­πόν δί­κιο τε­λι­κά ο Πο­πάι που απο­κτά υπέρ-φυ­σι­κές δυ­νά­μεις κά­θε φο­ρά που τρώ­ει σπα­νά­κι; Και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, ο μύ­θος χω­λαί­νει. Το σπα­νά­κι, δι­δά­σκει η επι­στή­μη, πε­ριέ­χει ου­σί­ες που πα­ρε­μπο­δί­ζουν την απορ­ρό­φη­ση του σι­δή­ρου. Ανά­με­σά τους και το οξα­λι­κό, για το οποίο λέ­γε­ται ότι με­τα­τρέ­πει το πε­ρισ­σό­τε­ρο σί­δη­ρο που έχει το σπα­νά­κι, σχε­δόν άχρη­στο για τον αν­θρώ­πι­νο ορ­γα­νι­σμό. Πώς εκλαμ­βά­νουν όμως, οι φα­να­τι­κοί θαυ­μα­στές του Πο­πάι τέ­τοιες οδυ­νη­ρές δια­ψεύ­σεις; Μια από τις πιο ψύ­χραι­μες απα­ντή­σεις δί­νει από το μπλογκ του ο Αμε­ρι­κα­νός Γκαζ Σμιθ: «Πα­ρό­λο που όλοι “ξέ­ρα­με” ότι το σπα­νά­κι δεν εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρο σί­δη­ρο, ας πού­με από το μπρό­κο­λο ή το λά­χα­νο, εί­χα­με γε­νι­κά την τά­ση να θε­ω­ρού­με ότι ήταν το κα­λύ­τε­ρο για εμάς. Δεν εί­μαι σί­γου­ρος, πά­ντως, ποιος θα γε­λά­σει τε­λευ­ταί­ος σε αυ­τή τη δια­μά­χη. Ίσως εί­ναι ένα προει­δο­ποι­η­τι­κό σή­μα για όσους κά­νουν βια­στι­κούς ελέγ­χους. Ίσως πά­λι, να έχει δί­κιο ο Πο­πάι όταν λέ­ει ότι μέ­νει δυ­να­τός ως το τέ­λος, χά­ρη στο σπα­νά­κι. Ρω­τή­στε γι’ αυ­τό τον Μπρού­το!»  


Πε­ρι­στέ­ρια και κομ­μώ­τριες

Ίσως αλ­λιώς να εξη­γούν το γε­γο­νός ερω­τευ­μέ­νοι και φυ­λα­κι­σμέ­νοι, που μη­νύ­μα­τά τους έχουν με­τα­φέ­ρει πε­ρι­στέ­ρια. Ίσως θε­ω­ρούν ότι κά­ποια μη­νύ­μα­τα έρω­τα ή ελευ­θε­ρί­ας, που χά­νο­νται, κά­νουν τα πε­ρι­στέ­ρια τα οποία ζουν σε πό­λεις να χά­νουν τα δά­χτυ­λά τους πιο συ­χνά από που­λιά που ζουν στην εξο­χή. Ερω­τευ­μέ­νοι όμως με την επι­στή­μη τους ή φυ­λα­κι­σμέ­νοι στα πλέγ­μα­τα των δια­τυ­πώ­σε­ών της, οι ερευ­νη­τές προ­σεγ­γί­ζουν αλ­λιώς το ερώ­τη­μα. Υπο­θέ­τουν ότι ακρω­τη­ρια­σμοί που πα­ρα­τη­ρού­νται σε πε­ρι­στέ­ρια σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον οφεί­λο­νται σε κά­ποια ασθέ­νεια ή αντί­δρα­ση σε χη­μι­κές ου­σί­ες, που αφει­δώς εκλύ­ουν στο πε­ρι­βάλ­λον οι άν­θρω­ποι.

Ομά­δα ερευ­νη­τών από το Εθνι­κό Μου­σείο Φυ­σι­κής Ιστο­ρί­ας της Γαλ­λί­ας και το Πα­νε­πι­στή­μιο της Λυών κα­τέ­γρα­ψε ακρω­τη­ρια­σμούς που εί­χαν υπο­στεί πε­ρι­στέ­ρια σε 46 το­πο­θε­σί­ες στο Πα­ρί­σι. Σε πε­ριο­χές με αυ­ξη­μέ­νη μό­λυν­ση τα πε­ρι­στέ­ρια εί­χαν λι­γό­τε­ρα δά­χτυ­λα ασφα­λώς. Ποιος ήταν όμως ο απρό­βλε­πτος συ­σχε­τι­σμός που δια­πί­στω­σαν; Πε­ρισ­σό­τε­ρα δά­χτυ­λα έλει­παν από τα πε­ρι­στέ­ρια εκεί­να που ζού­σαν σε μέ­ρη στο Πα­ρί­σι με αυ­ξη­μέ­νη «πυ­κνό­τη­τα κομ­μω­τριών», σύμ­φω­να με με­λέ­τη που πρό­σφα­τα δη­μο­σιεύ­θη­κε στο επι­στη­μο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Biological Conservation, όπως ανα­φέ­ρει το Γαλ­λι­κό Πρα­κτο­ρείο Ει­δή­σε­ων. Το συ­μπέ­ρα­σμά τους; Που­λιά πιο συ­χνά χά­νουν δά­χτυ­λα όταν μπλέ­κουν με αν­θρώ­πι­να μαλ­λιά.

Η ιστο­ρία της αν­θρώ­πι­νης κόμ­μω­σης ίσως δεν συ­νι­στά μό­νον ιστο­ρία του αν­θρώ­που, αλ­λά και του πε­ρι­βάλ­λο­ντός του. Υφέρ­πει πό­λε­μος ενώ χτε­νί­ζο­νται πριν από τη μά­χη. Από ανα­το­λή σε δύ­ση βα­σι­λεύ­ουν κομ­μώ­τριες και μπαρ­μπέ­ρη­δες όχι μό­νον στη Σε­βίλ­λη, ενώ φα­λα­κρά μω­ρά πε­ρι­μέ­νουν να έρ­θει η σει­ρά τους. Πλη­ρο­φο­ρί­ες για το μέλ­λον τσι­μπο­λο­γούν τα πε­ρι­στέ­ρια.

1930 : Ελ­λη­νι­κή Βιο­μη­χα­νία Ελα­στι­κού


Θα λο­γα­ριά­σου­με πως η ΕΛ­ΒΙΕ­ΛΑ πα­ρή­γα­γε πε­ρισ­σό­τε­ρα από πε­νή­ντα χι­λιά­δες ζευ­γά­ρια πά­νι­να αθλη­τι­κά πα­πού­τσια με λα­στι­χέ­νια σό­λα τον χρό­νο. Θα μπο­ρού­σε να ρί­ξει στην αγο­ρά ως εκα­τό χι­λιά­δες ζευ­γά­ρια, αλ­λά οι αγο­ρα­στές πρό­σε­χαν τα πα­πού­τσια της. Πολ­λοί έβγαι­ναν ξυ­πό­λη­τοι από το σπί­τι τους και τα φο­ρού­σαν όταν έφτα­ναν εκεί όπου μπο­ρού­σαν να επι­δεί­ξουν ότι τα εί­χαν στα πό­δια τους, ας μην εί­χαν κάλ­τσες να βά­λουν. Πολ­λοί ξε­σκό­νι­ζαν το πά­νι­νο άνω μέ­ρος τους και έδιω­χναν κά­θε βρω­μιά απλώ­νο­ντας στου­πέ­τσι, που ξα­νά­δι­νε το λευ­κό χρώ­μα, λα­μπε­ρό σαν τα πα­πού­τσια να ήταν και­νού­ρια. Και η σό­λα από εύ­καμ­πτο ελα­στι­κό με ρα­βδώ­σεις για να μη γλι­στρά­ει, έτρι­ζε όταν τρι­βό­ταν στο παρ­κέ των δια­με­ρι­σμά­των. Και τα λευ­κά κορ­δό­νια, που περ­νού­σαν σταυ­ρω­τά από τρεις και τέσ­σε­ρις τρύ­πες ώσπου να φτά­σουν στην κορ­φή της γλώσ­σας του πα­που­τσιού, δέ­νο­νταν με προ­σο­χή: να εί­ναι ο κό­μπος ισο­μοι­ρα­σμέ­νος.
Αυ­τά τα πα­πού­τσια λέ­γο­νταν πια «ελ­βιέ­λες». Ελά­χι­στοι ήξε­ραν πως η εται­ρία ανή­κε στους Μι­κρα­σιά­τες Νι­κό­λαο Μαυ­ρο­φί­δη και Νι­κό­λαο Αγνιά­δη, ού­τε εν­διέ­φε­ρε ότι εί­χε ιδρυ­θεί το 1930 ή εκεί γύ­ρω. Κα­νέ­νας δεν θυ­μό­ταν πως εί­χε πα­ρα­μεί­νει ανε­νερ­γή σε όλη τη διάρ­κεια της Κα­το­χής, πως ο ιδρυ­τής Νι­κό­λα­ος Μαυ­ρο­φί­δης εί­χε πε­θά­νει το 1944 και πως το με­ρί­διό του εί­χε πε­ρά­σει, κλη­ρο­νο­μι­κώ δι­καιώ­μα­τι, στους γιους του Αι­μί­λιο και Στέ­φα­νο. Κα­νέ­νας όμως δεν αγνο­ού­σε πως τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν από το 1950 και ως το 1961 δεν γι­νό­ταν να μην εί­χαν φο­ρέ­σει ένα, έστω, ζευ­γά­ρι «ελ­βιέ­λες». Κα­νε­νός το βλέμ­μα δεν εί­χε απο­φύ­γει να προ­σέ­ξει τις «ελ­βιέ­λες» στα πό­δια των κο­ρι­τσιών στο μά­θη­μα της γυ­μνα­στι­κής και στις πα­ρε­λά­σεις.

Όταν η εται­ρία στα­μά­τη­σε ορι­στι­κά τη λει­τουρ­γία της στα μέ­σα του 1961, κα­θώς υπέ­στη γε­νι­κή κα­τά­σχε­ση λό­γω χρε­ών σε τρά­πε­ζες και ιδιώ­τες πι­στω­τές, ο Σω­τή­ριος Μαυ­ρο­φί­δης, γιος του Αι­μί­λιου, ασπά­σθη­κε τον Κα­θο­λι­κι­σμό, έφτα­σε στο Πο­ντι­φί­κιο Ελ­λη­νι­κό Κολ­λέ­γιο του Αγί­ου Αθα­να­σί­ου στη Ρώ­μη για πα­τε­ρι­κές σπου­δές και, με την ευ­λο­γία του Κυ­ρί­ου, χει­ρο­το­νή­θη­κε ιε­ρέ­ας και έγι­νε ο πα­τήρ Σαλ­βα­τό­ρε. Φό­ρε­σε σαν­δά­λια και φύ­λα­ξε τις «ελ­βιέ­λες» του στην στε­νή ντου­λά­πα του χρι­στια­νι­κού κε­λιού του. Κα­τά τη γνώ­μη του, η ΕΛ­ΒΙΕ­ΛΑ εί­χε που­λή­σει πά­νω από δύο –πες τρία– εκα­τομ­μύ­ρια «ελ­βιέ­λες» στη διάρ­κεια του προ­σκαί­ρου γή­ι­νου βί­ου της. Εί­χε πο­δέ­σει όλα τα χρι­στια­νό­που­λα της Ελ­λά­δας, ασχέ­τως θρη­σκευ­τι­κού δόγ­μα­τος. Ήταν αμαρ­τία που εί­χε χρε­ω­κο­πή­σει. Άγνω­στες όμως οι βου­λές του Κυ­ρί­ου.

Μι­κρά πραγ­μα­τεία (ή μή­πως κι ελε­γεία;) πε­ρί του αριθ­μού 5...

Το 5 εί­ναι πριν το 6 και με­τά το 4 ως γνω­στόν άλ­λη θέ­ση δε χω­ρεί στην ακο­λου­θία των ρη­τών αριθ­μών κι αρ­ρή­των συ­νό­λων.
Το 5 ως ομά­δα δα­κτύ­λων πα­λά­μης ανοι­χτής, επι­βρά­βευ­ση δια­δη­λώ­νει που άλ­λοι τη λεν και μο­νό­χει­ρη μούν­τζα διό­τι υπάρ­χει και η δι­πλή του Λά­μπρου Κων­στα­ντά­ρα στις ελ­λη­νι­κές ασπρό­μαυ­ρες ται­νί­ες.
Του ταυ­ρο­μά­χου Ιγνά­θιο Σάν­τσιεθ Με­χί­ας 5 ήταν ώρα που την έφα­γε με τα κέ­ρα­τα του ταύ­ρου στο λα­γα­ρό για να τον θρη­νή­ξει αμέ­σως ο Λόρ­κα κι αρ­γό­τε­ρα αρ­γό­τε­ρα όταν χα­θή­καν των εμ­φυ­λί­ων τα κό­τε­ρα, ο Μ. Θε­ο­δω­ρά­κης τη συ­νο­δεία δια­φό­ρων αοι­δών(ων).
Το 5θλον πα­ρά τοις αρ­χαί­οις ημών προ­γό­νοις απο­τε­λού­νταν από άλ­μα εις μή­κος, ακο­ντι­σμό, δι­σκο­βο­λία, στά­διον και πά­λη(ς) ξε­κί­νη­μα νέ­οι αγώ­νες κ.λπ.

Το δη­μο­κρα­τι­κόν προ­α­γω­γι­κόν 5 ήταν η ύψι­στη κα­τά­κτη­ση του με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού φοι­τη­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού ότε οι μη­δή­σα­ντες και μη (κα­λού κα­κού πο­τέ δεν ξέ­ρεις) κα­θη­γη­τές πε­ρι­δε­είς προ­ή­γα­γον τους φοι­τη­τές πιε­ζό­με­νοι από τις οι­κεί­ες ενο­χές και τους πα­τε­ρο­φοι­τη­τές της με­τα­πο­λι­τεύ­σε­ως.
Επί­σης το πέ­ντε (5) εί­ναι στην μέ­ση του δέ­κα και της δη­μο­τι­κής μπα­λά­ντας, μί­ας ακο­λου­θί­ας στί­χων κι ήχων πό­τε προς τα κά­τω και πό­τε προς τα άνω του δη­μώ­δους τρα­γου­διού «Το αη­δό­νι». Λ.χ. «Ας το πού­με πέ­ντε, Πέ­ντε δά­χτυ­λα στο χέ­ρι -Τέσ­σε­ρα αα­αα, Τρία η αγιά­τριά­δα, Δύο πέρ­δι­κες στα πλά­για, Ένα εί­ν’ τ’ αη­δό­νι κι αυ­τό το Μάη λα­λεί...». Και δώ­στου απ’ την αρ­χή το ανε­βο­κα­τέ­βα­σμα στου κα­λού ήχου τη σκά­λα. Κάλ­λιο 5 και στο χέ­ρι πα­ρά Δέ­κα και πε­ρί­με­νε λέ­γει προ­νοη­τι­κά ο λα­ός των νε­ο­ελ­λή­νων Ελ­λή­νων.
Το 5α­ρι Πα­πα­στρά­τος (και δεν κά­πνι­ζα) το οποίο μου φαί­νε­ται πως ένα τέ­τοιο μας χά­ρι­σαν ως αμοι­βή όταν γυ­ρί­ζα­με το έρ­γον του κυρ κ. Μ. Κα­κο­γιάν­νη «Ιφι­γέ­νεια» κ.λπ. στην πα­ρα­λία της Κο­ρίν­θου, εγώ κι άλ­λοι 7999 (8000 σύ­νο­λον) νε­ο­σύλ­λε­κτοι στρα­τιώ­τες ολό­γυ­μνοι κε­καρ­μέ­νοι εν χρω ενώ­πιον των εν­δε­δυ­μέ­νων κυ­ριών Ει­ρή­νης Κλυ­ται­μνή­στρας Πα­πά και Τα­τιά­νας Ιφι­γέ­νειας Πα­πα­μό­σχου.

– Θεέ μου τι έβλε­παν οι κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές θε­ές μας!

  5ά­κις πα­ρά μία (1) ήτο η ποι­νή κι εκτέ­λε­σις του δρά­κο­ντος του Σέιχ Σου Αρι­στεί­δου Πα­γκρα­τί­δη, το γέ­νος Κο­ρο­βί­νη. – «Μά­να» ή μή­πως Μα­νού­λα, «εί­μαι αθώ­ος» εφώ­νη­σε ενώ­πιον του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος. Από τό­τε μου μέ­νει η απο­ρία: κα­λά 4 φο­ρές τον σκό­τω­σαν («Τε­τρά­κις εις θά­να­τον» η από­φα­ση έλε­γε) δηλ. τον σκό­τω­ναν έπε­φτε χα­μαί αυ­τός, τον σή­κω­ναν πά­λι και τον σκό­τω­ναν εκ νέ­ου κ.λπ. ή κα­τά συγ­χώ­νευ­σιν, όπως γί­νε­ται με τις ποι­νές στα Πλημ­με­λειο­δι­κεία της χώ­ρας κα­τά συγ­χώ­νευ­σιν μια φο­ρά του την άνα­ψαν και πάρ­τον κά­τω· «όι όι όι μά­να μ...» Κ.λ.π....
Αλ­λά όλα αυ­τά (και κά­ποια άλ­λα) «εί­ναι φι­λο­λο­γί­ες» που εί­πε κά­πο­τε τον και­ρό των εγ­χρώ­μων ψη­φο­δελ­τί­ων, ο Χαρ. Φλω­ρά­κης «ας προ­χω­ρή­σου­με στη ψη­φο­φο­ρία» δια να εκλε­γεί ο κύ­ριος Κύ­ριος Χρ. Σαρ­τζε­τά­κης πρό­ε­δρος της ελ­λη­νι­κής δη­μο­κρα­τί­ας και βά­λε.

        Ας μπού­με στο θέ­μα.

Τα εν άστει (Θεσ­σα­λο­νί­κης) Διο­νύ­σια ήταν σι­νε­μα­το­γρά­φος επί της οδού Αγί­ας Σο­φί­ας (τώ­ρα πλα­τειο­πε­ζό­δρο­μος φαρ­δύς) στην δε­ξιά όχθη όπως κα­τε­βαί­νου­με προς τη θά­λασ­σα του Θερ­μαϊ­κού. Σή­με­ρα στο Goο­gle ορί­ζε­ται ως: «Τα Διο­νύ­σια» κρί­νο­νται ως το τε­λειό­τε­ρον οι­κο­δό­μη­μα (το 1926 ξε­κί­νη­σε) του εί­δους εν Ανα­το­λή και από από­ψε­ως αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και από από­ψε­ως δια­κο­σμή­σε­ως. Πε­ρι­λαμ­βά­νει με­τά των θε­ω­ρεί­ων 1000 κα­θί­σμα­τα». Εκεί­νη τη βδο­μά­δα του σω­τη­ρί­ου έτους 1972 έπαι­ζε το λί­αν ερε­θι­στι­κόν έρ­γον «5 λυσ­σα­σμέ­νες για...». Με απο­σιω­πη­τι­κά που δη­λώ­νουν κα­τά την γραμ­μα­τι­κή τά­ξιν πως κά­τι το απο­σιω­πού­με σκό­πι­μα, πως δεν θέ­λου­με, λέ­ει, να το ανα­φέ­ρου­με (εύ­κο­λα, βέ­βαια, εν­νο­εί­ται), ή εί­ναι κά­τι που δε λέ­γε­ται εύ­κο­λα, λ.χ.: «τα με­τα­ξω­τά βρα­κιά θέ­λουν και επι­δέ­ξιους…» Αυ­τές οι τα­πει­νές τε­λεί­ες εί­ναι που μας συ­νε­κί­νη­σαν, τι λέω μας άνα­ψαν...

        Ανά­λυ­ση.

Το αριθ­μη­τι­κό 5 εί­ναι αριθ­μός χορ­τα­στι­κός ως σύ­νο­λον. Ενω­μέ­να δά­χτυ­λα απο­τε­λούν τη λε­γό­με­νη χού­φτα εξού και το χου­φτώ­νω, ανοι­χτά μουν­τζώ­νω (ή επι­βρα­βεύω κα­τά πε­ρί­στα­σιν)· μα­ζε­μέ­να σφι­χτά δε συν­θέ­τουν το λε­γό­με­νον: «5 νο­μά­τοι με ένα μά­τι, φού­σκω­ναν ένα δερ­μά­τι» πα­ροι­μία πε­ρί­φρα­ση του ρή­μα­τος (και ου­σια­στι­κού) που κυ­ριαρ­χεί σε κά­θε πτυ­χή του ατο­μι­κού βί­ου και πι­θα­μή του συλ­λο­γι­κού μας εί­ναι.
Το «λυσ­σα­σμέ­νες ως εκ του πλη­θυ­ντι­κού τους γέ­νους εί­ναι θη­λυ­κές γυ­ναί­κες, γά­τες, σκύ­λες, σκρό­φες (γου­ρού­νες). Κά­πο­τε στο χω­ριό ένα «σκλι» λυσ­σα­σμέ­νο, εί­παν, δά­γκω­σε μια κο­πέ­λα και μας έπια­σε φό­βος μέ­γας (τι ήταν αυ­τό το φρι­κώ­δες;) σε κά­θε άκου­σμα της λέ­ξης· ζού­σα­με και στην ύπαι­θρο κι εκεί ήταν ξα­μο­λη­μέ­να διά­φο­ρα τε­τρά­πο­δα και με­ρι­κά εξ ίσου λυσ­σά­ρι­κα δί­πο­δα. Οι συ­νέ­πειες του δα­γκώ­μα­τος: αφροί εν στό­μα­τι, σπα­σμοί εν σώ­μα­τι, λό­για ξε­μέ­το­χα πέ­ρα από κά­θε όριο ευ­πρέ­πειας, δύ­να­μη σω­μα­τι­κή ανε­ξέ­λεγ­κτη, επι­θυ­μί­ες αχα­λί­νω­τες. Έγι­νε κα­λά ευ­τυ­χώς και δό­ξα Τον. Κα­τά πα­ρέ­κτα­σιν έχου­με τη λυσ­σά­ρα που πε­ρι­γρά­φει κυ­ρί­ως άν­θρω­πον θη­λυ­κόν στο γέ­νος με πό­θους έρω­τος ασί­γα­στους (ως πρά­ξη και διά­πρα­ξη).
Τα απο­σιω­πη­τι­κά όμως ήταν όλα τα λε­φτά –και όλα τα κι­λά– ποια κι­λά δη­λα­δής που η κοι­λιά εφά­πτε­το της ρά­χης τό­τε, ενώ τώ­ρα ως γα­στέ­ρα γλυ­κύ­τα­του αρ­χι­μαν­δρί­του φα­ντά­ζει, που δεν σου επι­τρέ­πει να δεις τον κά­τω κό­σμο σου. Οι 5 δραχ­μές του ει­σι­τη­ρί­ου ει­σό­δου στο σι­νε­μά ήταν όσο και το ει­σι­τή­ριον της θύ­ρας 4 στο γή­πε­δον της Τού­μπας τω και­ρώ εκεί­νω της φοι­τη­τι­κής διε­γερ­σε­ξε­γέρ­σε­ως ως σω­μά­των και πνευ­μά­των. Τα αγο­ρά­ζα­με φοι­τη­τά­ρια πο­δο­σφαι­ρο­πα­ο­καυ­λω­μέ­να από το πρα­κτο­ρεί­ον λα­χνών του κ. Κουι­ρου­κί­δη πα­λαιάς δό­ξης του Πά­οκ στα λου­λου­δά­δι­κα λί­γο πα­ρα­κά­τω από κει που σκό­τω­σαν κα­νο­νι­κά τον Λα­μπρά­κη, στο οδι­κόν τριό­διον Σπαν­δω­νή, Ερ­μού, Βε­νι­ζέ­λου· αλ­λά και από το επί της Εγνα­τί­ας πρα­κτο­ρεια­κόν κα­θί­δρυ­μα του κ. Γε­ωρ­γί­ου Κού­δα, (ελα­τρεύ­ε­το Αυ­τός ως άγιος μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος), τέ­λος δε από τη μι­κρή θυ­ρί­δα στα γρα­φεία του φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου της Νο­μι­κής που κα­τεί­χαν δι­κτα­το­ρι­κώ δι­καίω κά­τι διο­ρι­σμέ­να όντα.

Ουφ, επι­τέ­λους... μπαί­νου­με / μέ­σα αι­δοιομ@νού­ντες / «5 Λυσ­σα­σμέ­νες για...» αυ­τές / 1 έως 2 ξε­λι­γω­μέ­νοι για ...ημείς / Πιά­νου­με 2 από τις 1000 θέ­σεις / Αραιόν πλην ομοιο­πα­θές το θε­α­τή­ριον / Αρ­χί­ζει η προ­βο­λή τα φώ­τα σβή­νουν / Μυ­ρω­διά αλευ­ρό­μυ­λου / «Η οθό­νη βου­λιά­ζει σα­λεύ­ει το πλή­θος» / στα κα­θί­σμα­τα νευ­ρι­κό­της. / (A, η υ-στε­ρη­μέ­νη μας νε­ό­της) / Εις μά­την πε­ρι­μέ­να­με σκη­νή τη σκη­νή / κά­τι να συμ­βεί που θα δι­καιο­λο­γού­σε / τα απο­σιω­πη­τι­κά του­λά­χι­στον / ή ό,τι τέ­λος πά­ντων νο­μί­ζα­με πως ση­μειο­λο­γού­σαν.
Στο σκο­τά­δι κι «Ακαρ­τέ­ρει κι ακαρ­τέ­ρει / Το ένα εχτύ­πα τ ΄άλ­λο χέ­ρι» / όταν FIN στο πα­νί εση­μειώ­θη / – Όχι ρε π@στη μου / οι 5 κα­ριό­λες ήταν λυσ­σα­σμέ­νες / για χρυ­σά­φι και μό­νον κι εντε­λώς ατό­φιο / ή σε λί­ρες και άλ­λα συγ­γε­νή νο­μί­σμα­τα / Και τί­πο­τα άλ­λο μα τί­πο­τα! / Στέ­γνω­σαν οι γλώσ­σες μας / «Η ψυ­χή μας αλ­λιώ­τε­ψεν».

Ητ­τη­μέ­νοι πή­ρα­με το δρό­μο της επι­στρο­φής σαν τους νι­κη­μέ­νους οπα­δούς του Ηρα­κλή. Δώ­σα­με σιω­πη­λό ρα­ντε­βού για του χρό­νου τέ­τοιο και­ρό στο Πο­λυ­τε­χνείο της Πο­λυ­τε­κνι­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης και πε­ρι­χώ­ρων.

1931 Ιω­άν­νι­να. Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος

Ο Νι­κη­φό­ρος Ρό­βας του Ευαγ­γέ­λου ήταν δε­κα­τριών χρο­νών το 1930. Εί­χε αρ­χί­σει να δου­λεύ­ει μπα­κα­λό­παι­δο πριν κλεί­σει τα δέ­κα και το αφε­ντι­κό τον πλή­ρω­νε με λί­γα με­τζί­τια, τούρ­κι­κα λε­φτά, που κυ­κλο­φο­ρού­σαν ακό­μα, ας εί­χαν πε­ρά­σει χρό­νια από την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πό­λης. Στο μα­γέ­ρι­κο, τα με­τζί­τια εί­χαν πέ­ρα­ση: κά­μπο­σες κου­τα­λιές τρα­χα­νά. Ο Νι­κη­φό­ρος πα­ρά­τη­σε το μπα­κά­λι­κο, επει­δή του άρε­σε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος. Κα­θό­ταν στο δω­μα­τιά­κι της προ­βο­λής, άλ­λα­ζε τα καρ­βου­νά­κια και απο­λάμ­βα­νε, έκα­νε τον βοη­θό. Δύο αί­θου­σες υπήρ­χαν, η μία στο κέ­ντρο της πό­λης, η άλ­λη στην άκρη. Και μό­λις τε­λεί­ω­νε η ται­νία στο κέ­ντρο, ο Νι­κη­φό­ρος φορ­τω­νό­ταν τις μπο­μπί­νες και τρέ­χο­ντας τις πή­γαι­νε στην άκρη. Η πα­ρά­στα­ση στο κέ­ντρο έλη­γε νω­ρίς, να προ­λά­βουν οι νοι­κο­κυ­ραί­οι να επι­στρέ­ψουν στο κο­νά­κι τους για οι­κο­γε­νεια­κό δεί­πνο. Στην άκρη, ο κι­νη­μα­το­γρά­φος αρ­γού­σε να παί­ξει: να έχει νυ­χτώ­σει για τα κα­λά, να έχουν ξε­κολ­λή­σει οι φτω­χοί και οι ερ­γά­τες από τα κα­φε­νεία, να έχουν φο­ρέ­σει τα κα­πέ­λα τους οι λι­μο­κο­ντό­ροι, να έχουν φτά­σει και οι λε­γά­με­νες, που θα εξα­σφά­λι­ζαν ζε­στό φαϊ αρ­γό­τε­ρα, αν δεν εξα­σφά­λι­ζαν αμοι­βή του κό­που τους. Και εκεί ο Νι­κη­φό­ρος ήταν βοη­θός: έβλε­πε την ίδια ται­νία σαν να την έβλε­πε για πρώ­τη φο­ρά. Δεν ξε­χνά­ει σή­με­ρα, στα ενε­νή­ντα έξι χρό­νια του, πως η ται­νία ήταν σο­βιε­τι­κή και έδει­χνε τους προ­λε­τά­ριους που αγω­νί­ζο­νταν για τον κομ­μου­νι­σμό ενά­ντια στο κε­φά­λαιο και στους ανή­θι­κους κε­φα­λαιού­χους. Ήταν προ­πα­γάν­δα, το Κόμ­μα τις έστελ­νε στα Γιάν­νε­να, επει­δή εκεί υπήρ­χαν προ­λε­τά­ριοι και μορ­φω­μέ­νοι Εβραί­οι, που με­λε­τού­σαν τον Κομ­μου­νι­σμό. Έδει­χνε η ται­νία τον κό­μη Πα­τσού­ροφ να προ­σβά­λει την υπη­ρέ­τριά του Μα­ρία Φι­λίπ­ποβ­να, που ήθε­λε να την κα­τα­στή­σει ερω­μέ­νη του. Και την ώρα που την άρ­πα­ξε και προ­σπά­θη­σε να της αφαι­ρέ­σει το φό­ρε­μα, μια μπα­τα­ριά ακού­στη­κε, οι θε­α­τές πί­στε­ψαν πως ο άτι­μος κό­μης Πα­τσού­ροφ έβρι­σκε την τι­μω­ρία του, αλ­λά η ται­νία συ­νε­χι­ζό­ταν, ο μπάρ­μπα-Θύ­μιος, που κα­θό­ταν μπρο­στά, εί­χε βγά­λει το κου­μπού­ρι του και εί­χε ρί­ξει στο πα­νί να ξε­κά­μει τον ανή­θι­κο εκ­με­ταλ­λευ­τή. Η ται­νία όμως συ­νε­χι­ζό­ταν και φαί­νο­νταν οι τρύ­πες στο πα­νί. Δεν ξε­χνιού­νται τέ­τοια πράγ­μα­τα. Δεν ξε­χνιέ­ται πως ο αγώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται, ας πέ­ρα­σε εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια στα «κο­λέ­για», πά­ει να πει στις φυ­λα­κές ο Νι­κη­φό­ρος: Μα­κρό­νη­σο, Γιού­ρα, Λέ­ρο, Άη Στρά­τη, Κέρ­κυ­ρα, Νιο, Φο­λέ­γαν­δρο, Κε­φα­λο­νιά, Σπάρ­τη, Λή­μνο, Κα­βά­λα, Λά­ρι­σα, Τρί­κα­λα, Με­τα­γω­γών και άλ­λες πό­λεις που δεν θυ­μά­ται, πε­ρα­σμέ­να ξε­χα­σμέ­να.