Η μεγαλύτερη ανησυχία της μητέρας μου τις τελευταίες ημέρες ήταν αν θα προλάβαινα ή μάλλον αν θα θυμόμουν να τα κατεβάσω για να τα πάρουν πριν τελειώσει ο μήνας. Κάποιος θα τα χρειάζεται, έλεγε. Κάνει τόση ζέστη. Κρίμα να μένουν εδώ. Μόλις τα κρεμάσεις έξω θα γίνουν άφαντα. Τώρα που είναι ακόμη Αύγουστος, επαναλάμβανε.
Δεν ήταν καμιά δύσκολη δουλειά. Απλώς χρειαζόταν να μη φύγω με αυτοκίνητο από το γκαράζ, γιατί θα διέκοπτα την κίνηση αν σταματούσα στον δρόμο, αλλά να κατεβώ στο ισόγειο, να διασχίσω τον κήπο και έξω από την πύλη της εισόδου να τα κρεμάσω κοντά στους κάδους για σκουπίδια, δηλαδή όλα εκείνα που αποτελούν πρόσκληση από όποιον δεν τα χρειάζεται σε άλλους που μπορεί να τα χρειαστούν. Αυτό δεν σημαίνει μόνον ότι υπάρχουν σκουπίδια χρήσιμα, αλλά επίσης ότι τα περισσότερα από αυτά που θεωρούνται χρήσιμα είναι σκουπίδια.
Δεν ξέρω αν αποτελούν εξαίρεση τα καπέλα, γιατί δύο καπέλα έπρεπε να κατεβάσω, καθώς, εντελώς άχρηστα όπως φαίνονται, παγιδεύουν το κεφάλι δίνοντας σχήμα στις σκέψεις υπό την αιγίδα τους. Όταν μάλιστα πρόκειται για ψάθινα καπέλα, όπως τώρα, το πιθανότερο είναι συλλογισμοί του καλού καιρού να έχουν πιαστεί στη φάκα τους, έστω και αν ελπίζουν να απελευθερωθούν μόλις τελειώσει ο Αύγουστος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για ψάθινα καπέλα καμίας Μαργαρίτας, αφού είναι αντρικά και ας μην προσδιορίζεται το φύλο των καπέλων, που παίρνουν το σχήμα των σκέψεων του ατόμου που τα έχει φορέσει. Το ένα πρέπει να ήταν του πατέρα μου και το άλλο του θείου μου. Τα δικά μας ταφικά έθιμα δεν περιλαμβάνουν καλύμματα της κεφαλής στην τελευταία περιβολή.
Ήμουν υπεύθυνος για την ανησυχία της μητέρας μου, καθώς της είχα θυμίσει τα καπέλα που ήθελε να κατεβάσω, μήπως τα πάρει όποιος τα χρειαζόταν, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι. Αν και το καλοκαίρι προηγείται και ακολουθούν οι αναμνήσεις, της τα θύμισα πριν τελειώσει ο Αύγουστος, επιστρέφοντας χωρίς καπέλο από μια παραλία όπου είχαμε πάει με φίλους.
Η παραλία λεγόταν Ψάθα. Είχαμε πάει στην πλευρά του κόλπου όπου έπρεπε να πατήσεις σε βράχια για να μπεις στο νερό. Είχε λιγότερο κόσμο. Μέρος να πεθάνεις, σκέφτηκα. Ποιος πεθαίνει όμως πια στην ψάθα; Οι φτωχοί πεθαίνουν στη φτώχια τους. Οι πλούσιοι στα πλούτη τους. Όλοι στα δικά τους. Έχει σημασία που οι πιο πολλοί θέλουν να πάνε στη θάλασσα; Έχει σημασία που αφαιρούν τα ρούχα τους νομίζοντας ότι προσεγγίζουν τη γυμνότητα της δημοκρατίας;
Λίγα κεφάλια στο νερό φέρουν κάλυμμα. Κάποια είναι καπέλα. Όταν πεθάνουν αυτοί που τα φορούν, θα θυμηθούν οι δικοί τους να τα αφήσουν έξω για όποιον μπορεί να τα χρειαστεί;