Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν

Κατ’ αντανάκλαση γνωριμία με τον Χάντκε

Μπορεί να έχεις στη βιβλιοθήκη σου όλα –ή σχεδόν όλα– τα βιβλία ενός συγγραφέα που, προφανώς, αγαπάς και να μην τον έχεις συναντήσει ούτε εξ αποστάσεως, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μην έχεις στη βιβλιοθήκη σου κανένα –ή σχεδόν κανένα– από τα βιβλία του και να έχεις προλάβει να δεθείς μαζί του με βαθιάς φιλίας δεσμά.
Αυτή την αντιθετική –και, συγχρόνως, αντιφατική– εξίσωση αφύπνισε μέσα μου ο Δημήτρης Άναλις εν έτει ’96, όταν γύρισε μια μέρα και με ρώτησε αιφνιδίως αν έχω διαβάσει Πέτερ Χάντκε. Αντί άλλης απάντησης, του έδειξα στη βιβλιοθήκη μου όσα βιβλία του είχα διαβάσει μέχρι τότε, μισά στα ελληνικά και μισά στα γαλλικά, καθώς δεν μιλώ γερμανικά. Ο Άναλις πήρε μερικά βιβλία του Χάντκε από το ράφι κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει αργά, σταθμίζοντας από το πλήθος των υπογραμμίσεων και των χειρόγραφων σημειώσεων στο περιθώριο των σελίδων την αναγνωστική μου περιπάθεια.
Βάλθηκα να του μιλώ για ό,τι αποκαλείται «εικονοποιητική πρόζα» σε μιαν ανάλυση λογοτεχνική, η οποία «δείχνει» και «δεν λέει», εν αντιθέσει με την πρόζα που «λέει» και «δεν δείχνει», υιοθετώντας μια συνειδησιακή και εν πολλοίς εξομολογητική ροή του λόγου ως αφηγηματική τεχνική. Είχα αρχίσει να σχολιάζω την αμέτοχη και, εν πρώτοις, ψυχρή αφηγηματική ιδιοσυγκρασία του Χάντκε, που κοιτάει τα πράγματα αντί να τα περιγράφει, κατορθώνοντας ενίοτε την απόλυτη αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου,1 όπου τα πράγματα δεν παρατηρούν μόνο τον αφηγητή αλλά και τον αναγνώστη, παραπέμποντας υπόρρητα τον δεύτερο σε βιώματα, στοχασμούς και συναισθήματα που ο πρώτος αφήνει στη σιωπή, όταν με διέκοψε, εξίσου αιφνιδίως, ο Άναλις για να μου πει –απολογητικά, σχεδόν– ότι τον συγγραφέα που είχα μάθει επί χρόνια να διαβάζω και να αγαπώ, εκείνος τον είχε φίλο ακριβό.
Εντυπωσιασμένη, βεβαίως, αρνήθηκα –θυμάμαι– να γνωρίσω τον Χάντκε από κοντά, έχοντας από νωρίς ενστερνιστεί την παλαμική ρήση ως προσωπική αρχή: «Τον Ποιητή να τον ακούς μακριάθε.» Θα είχα αρκεστεί στην αναγνωστική συμπάθεια του αυστριακού συγγραφέα, πιστεύω, εάν –κι εδώ αρχίζει η εξ αντανακλάσεως ανατροπή– δεν είχα αναγκαστεί, τρία χρόνια μετά, να αποδεχθώ ευγενικά την επιθυμία εκείνου να με γνωρίσει ως σύντροφο του φίλου του, η οποία αρνείται να τον δει, αν και τον αγαπάει ως γραφή.
Φθινόπωρο του ΄99, θα τον συναντήσω για πρώτη φορά ένα νοτισμένο απόβραδο στο Παρίσι, αναβιώνοντας μια παρόμοια αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου τη στιγμή που θα τον δω να βγαίνει από το δάσος, να με πλησιάζει και να με παρατηρεί, γεμίζοντας τις παλάμες μου με κάστανα και βελανίδια από την απογευματινή του βόλτα. Διατηρώ ακόμη νωπά στη μνήμη μου δυο χέρια γεμάτα χώμα, που άδειαζαν αμήχανα τις τσέπες του στα δικά μου χέρια.
Ένα χρόνο μετά, ένα δροσερό μαρτιάτικο απόβραδο στην Αθήνα, θα με υποχρεώσει η συγκυρία να τον ξαναδώ – καθώς, παρά τη γοητεία και την ιδιότυπη ζεστασιά της παρουσίας του, συνέχισα να ενστερνίζομαι το «μακριάθε» ως αρχή– στην προσπάθειά μου να τον αποτρέψω να κάνει με τα πόδια τη διαδρομή Αθήνα-Πειραιά για να δει τον φίλο του Άναλι, κλινήρη από αρρώστια περαστική. Είχα παρκάρει βιαστικά, με αναμμένα stop μπρος στο Hotel Grande Bretagne, θυμάμαι, όταν τον είδα να κατηφορίζει τα σκαλιά της κεντρικής εισόδου του ξενοδοχείου με τα παπούτσια ανά χείρας, καθώς υπέφερε από κρυοπαγήματα μετά από πολύωρες πεζοπορίες στην εμπόλεμη πρώην Γιουγκοσλαβία. Διατηρώ την ανάμνηση από ένα νοτισμένο ασπασμό και την εκ νέου αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρούμενου και παρατηρητή, καθώς άρχισε να μου περιγράφει πώς έκοψε μόνος τα μαλλιά του μπρος στον καθρέφτη του δωματίου του.


Το επόμενο πρωινό, θα τον ξαναδώ στο καφενείο Zonars της Πανεπιστημίου, συνοδεύοντας τον ασθενή ακόμη φίλο του στο ραντεβού τους στην Αθήνα. Θυμάμαι την έκθαμβη απορία του όταν του είπα πως διαβάζω κάθε βράδυ μία ή δύο –έντυπες ακόμη τότε– εφημερίδες για να ενημερωθώ. Έκτοτε, θα αραιώσω συνειδητά τις αφορμές να τον δω από κοντά, προκρίνοντας τη σημασία μιας δυαδικής επικοινωνίας στη φιλία του με τον Άναλι, κυρίως την εποχή που ταξίδευαν ενίοτε μαζί στη Σερβία, με άμεση συνέπεια να υποστούν και οι δύο –τηρουμένων των αναλογιών– τον αποκλεισμό τους στη Γαλλία, πρωτίστως, από κάθε διάκριση ή και απλή, έστω, αναφορά στο έργο τους, γεγονός που ώθησε τον μεν Χάντκε να απομονωθεί στο σπίτι του πίσω από το δάσος –αφήνοντας την παρισινή πόλη να συνεχίζει να υπάρχει όσο εκείνος ζούσε έναν εκούσιο εγκλεισμό–, τον δε γαλλόφωνο ποιητή Άναλι να εγκαταλείψει το Παρίσι, μετά από σαράντα πέντε χρόνια ζωής εκεί, μετοικώντας στην Ελλάδα οριστικά μέσα στο ’99.
Από το 2002 και μετά –με εξαίρεση ένα σύντομο ταξίδι του Χάντκε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2003, για να επισκεφθεί τον Κολωνό–,2 η ανάμνηση της μορφής του θα στομωθεί σταδιακά από το διστακτικό ηχόχρωμα της τηλεφωνικής φωνής του –πάντα στη γαλλική– κάθε φορά που καλούσε να μάθει για την κατάσταση υγείας του φίλου του, η οποία βρέθηκε αρκετές φορές σε κρίσιμη καμπή.
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Άναλι, τον Φεβρουάριο του 2012, ο Χάντκε θα συντάξει ένα κείμενο –εν είδει επίμετρου στη δίγλωσση έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του πρώτου με τίτλο Πρελούδιο στο νέο ψύχος του κόσμου / Prélude au nouveau froid du monde, που θα κυκλοφορήσει στην Αυστρία σε δική του μετάφραση–,3 το οποίο αρχίζει ως εξής:

Είναι 8 Μαΐου 2012 και πριν από τρεις μήνες έσβησε στην Αθήνα […] ο φίλος μου Δημήτρης Άναλις, ο Έλληνας ποιητής που έγραψε στη γαλλική γλώσσα. Τον Δημήτρη τον γνώρισα όταν ήταν πια σε προχωρημένη ηλικία, με κλονισμένη υγεία, […]. Ήταν, όμως, ακόμα αυτό που λέμε λεβεντάνθρωπος· συμπεριφερόταν, περπατούσε, κινείτο, απ’ την κορφή ώς τα πόδια, με τον αέρα του ευγενούς […].

Και καταλήγει:

Την τελευταία σύντροφο της ζωής του την έλεγαν / τη λένε Αντιγόνη – εγώ προφέρω και γράφω το όνομά της ακόμη Antίgone. Όλοι, όλοι όσοι γνώριζαν τον Δημήτρη γέμισαν θλίψη με την είδηση του θανάτου του· μια θλίψη βαθιά και συγχρόνως απαλή, έτσι όπως θα ταίριαζε μόνο στον θάνατο ενός χαμένου ποιητή. Σαν να του πρέπει η απώλεια του ποιητή –πράγμα οδυνηρά σπάνιο πια– και σαν αυτός, ο χαμένος ποιητής, να αξίζει ακέραιο το πένθος. […]4

Πέντε χρόνια μετά, την άνοιξη του 2017, με αφορμή μια επιστημονική ημερίδα που οργάνωσε η εκλεκτή φίλη Τιτίκα Δημητρούλια στο ΑΠΘ για το έργο του Δημήτρη Τ. Άναλι, θα τον αιφνιδιάσω τηλεφωνώντας του ένα πρωινό. Η παρατεταμένη σιωπή του μετά την πρώτη έκπληξη –ένιωσα να αναδεύονται χώματα, αγαπημένα ονόματα και αναφομοίωτος πόνος μαζί– διακόπηκε απότομα από ένα ηχηρό «ναι» μόλις άκουσε την πρόσκλησή μου να παραστεί. «Όχι γιατί θα το χαρεί η ψυχή του Δημήτρη, αφού δεν υπάρχει, αλλά γιατί θα το χαρείς εσύ», βιάστηκε να προσθέσει πριν κλείσει τη γραμμή.
Πράγματι, στις 5 Μαΐου του 2017, ο Πέτερ Χάντκε θα παραστεί στο Αμφιθέατρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ, συμμετέχοντας στη δίγλωσση ημερίδα «Δημήτρης Τ. Άναλις: μια γραφή πέραν των ορίων / Dimitri T. Analis: L’écriture par-delà les frontières», ενώ η σύζυγός του, η Γαλλίδα ηθοποιός Σοφί Σεμέν (Sophie Semin), θα απαγγείλει σταδιακά ποιήματα του Άναλι, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Χάντκε.

Η ηλεκτρισμένη συγκίνηση του Αυστριακού συγγραφέα πάνω στο βήμα, την ώρα που μιλούσε για την ποίηση του φίλου του, απαγγέλλοντας με τη σειρά του ποιήματα από την τελευταία συλλογή του Άναλι, με επέστρεψε απρόσμενα σε μια παλιά συνέντευξη του πρώτου, την οποία έτυχε να διαβάσω ως φοιτήτρια στο Παρίσι την άνοιξη του ’86, στο βραχύβιο γαλλικό περιοδικό LAutre  journal. Σ΄ εκείνη τη συνέντευξη, με τον παράδοξο τίτλο «Το βιβλίο που η γάτα δεν μπορεί να διαβάσει», υπήρχε μια ερώτηση σχετικά με το «πώς μπορεί να φανταστεί κανείς έναν [αφηγηματικό] ήρωα», στην οποία ο Χάντκε απαντούσε, μεταξύ άλλων:

—  […] Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους. Ακόμα και εδώ, σ’ αυτή τη μικρή πόλη, νομίζω ότι ξέρω καλά καμιά δεκαριά ανθρώπους. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένας ανάμεσά τους που θα μπορούσα να τον δω σαν ήρωα μιας αφήγησης. […] Το να μπορεί κανείς να γίνει ήρωας μιας αφήγησης είναι πιο σημαντικό από το να γίνει βασιλιάς ή να πάρει βραβείο Νομπέλ. Ποτέ, σχεδόν, στη ζωή μου δεν συνάντησα έναν ενήλικα που να άξιζε να γίνει ήρωας. Κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι άξιος. Γνώρισα, όμως, ετοιμοθάνατους, την ώρα του τέλους, και αρκετά παιδιά… […]
— Οι μόνοι ικανοί να είναι (λογοτεχνικοί) ήρωες είναι οι ετοιμοθάνατοι;
Ή οι νεκροί, ίσως. Το προτιμώ από το «ετοιμοθάνατοι». Έτσι άρχισα να γράφω. Επειδή η μητέρα μού διηγήθηκε την ιστορία των αδελφών της που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν με συγκίνησε ο χαρακτήρας τους, αλλά το ότι ήσαν νεκροί. […] Οι ήρωες για μένα είναι κατά κάποιον τρόπο απόντες: δεν είναι διαθέσιμοι, ορατοί. Δεν βλέπεις ούτε τα μάτια, ούτε τα χέρια τους. Το αόρατο γεννά την προσκόλληση στον απόντα. Για να ακριβολογώ, αντί να πω «νεκρός», θα έπρεπε να πω «απών»: δημιουργεί ένα πολύ εύφορο κενό και δίπλα του υφαίνεται η ιστορία. […]5

Στα ίδια λόγια περί ήρωα μιας αφήγησης είχε επιστρέψει ο νους μου αβίαστα και το ’99, όταν έμαθα πως ο Χάντκε είχε μετατρέψει τον φίλο του Άναλι σε ήρωα6 του θεατρικού έργου του Die Fahrt im Einbaum oder das Stück zum Film von Krieg / Το ταξίδι με το μονόξυλο ή υλικό για μια ταινία για τον πόλεμο.7 Εάν, τότε, η επιλογή απόδοσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ήρωα στο πρόσωπο ενός φίλου εν ζωή με είχε συγκινήσει, τώρα, η επιλογή απόδοσης τιμής στη μνήμη ενός «χαμένου ποιητή» στάθηκε ικανή να με πείσει πως, ναι, στα μάτια του Πέτερ Χάντκε, ο «χαμένος ποιητής», ως δυνητικός ήρωας νεκρός, είναι πιο σημαντικός από ένα βασιλιά ή ένα συγγραφέα που πήρε το βραβείο Νομπέλ.
Δύο χρόνια μετά, με την ανακοίνωση του βραβείου Νoμπέλ Λογοτεχνίας 2019, τον βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή –πολιορκημένο από δημοσιογράφους, ετοιμοπόλεμες κάμερες και προτεταμένα μικρόφωνα– να κάθεται στην αυλή του σπιτιού του στη Σαβίλ (Chaville), με τα ίδια χέρια, γεμάτα χώμα, κουρασμένος από ένα μακρύ περίπατο στο δάσος. Καθώς τον ακούω να απαντά στις ομαδόν ερωτήσεις των δημοσιογράφων –πότε στην αγγλική και πότε στη γαλλική–, αναρωτιέμαι ποιο κινηματογραφικό σενάριο είχε προβλέψει για τη δική του ζωή: τη δόξα αυτή ή τη μοίρα ενός «χαμένου ποιητή»;
Για ένα πράγμα είμαι, όμως, βεβαία μπρος σε αυτή την εκ νέου αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου: για εκείνη την παρέκκλιση του «τίποτα», εκείνο «τον χώρο υποδοχής μιας παρέκβασης» κατά τη διάρκεια της νοερής αφήγησης της ζωής του, «που δεν έχει καμία σχέση με το θέμα», αλλά αποβαίνει «η μεγαλύτερη ευτυχία και δικαίωσή [τ]ου», όπως εκείνη «η μπλε λάμψη του φωτεινού σήματος του ασθενοφόρου, για παράδειγμα, που αντανακλάται στην οδοντοστοιχία μιας γυναίκας στον Κινέζο του πόνου».8

Οκτώβριος 2019

Ο Πέτερ Χάντκε στην αυλή του σπιτιού του στη Σαβίλ (10.10.2019)

[1] «Το κύριο επίτευγμα του Χάντκε έγκειται στο ότι καταφέρνει να κάνει τα πράγματα, για τα οποία μιλάει, να μας κοιτούν», δηλώνει ο μεταφραστής του στα γαλλικά G.-A. Goldschmidt.
[2] Μια ηλιόλουστη γεναριάτικη μέρα, ξεκίνησε την περιδιάβασή του –όπως γράφει κι ο ίδιος– από το πατρικό μου στον Πειραιά, αφού μίλησε επί μακρόν με τη φιλόλογο μητέρα μου για τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και τη συγκεκριμένη αθηναϊκή γειτονιά. Βλ. σχετικά, Πέτερ Χάντκε, «Το ταξίδι στον Κολωνό», μτφρ. Ι. Γαλερίδης, Γ. Αραμπατζής, περ. Το Δέντρο, τχ. 163-164, στο: http://costas-mavroudis.blogspot.com/2008/07/blog-post_7899.html, 24.10.2019, 1:38.
[3] Dimitri T. Analis, Präludium zur neuen Kälte der Welz, Gedichte, Aus dem Französischen von Peter Handke, Jung und Jung, Salzburg 2012.
[4] Πέτερ Χάντκε, «Ενθύμηση Δημήτρη Α.», μτφρ. Εύης Πετροπούλου, στο Αφιέρωμα «Δημήτρης Τ. Άναλις», περ. Νέα Εστία, τχ. 1869, Ιούνιος 2016, σσ. 369, 371.
[5] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», εισαγωγή-μετάφραση Αντιγόνη Βλαβιανού, περ. Η Λέξη, τχ. 173, Γενάρης-Φλεβάρης 2003, σσ. 43, 45.
[6] Ονόματι: ο Έλληνας.
[7] Μετάφραση Ιώ Μαρμαρινού, Εξάντας 2002.
[8] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», ό.π., σ. 42.

Νομπέλ για μύρια παλίμψηστα και μία περσόνα



Φωτ. Jacek Kołodziejski

OΝΟΜΑ: Όλγκα
ΕΠΙΘΕΤΟ: Τοκάρτσουκ
ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: Νατάσα Μπορόντιν
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Σουλέχουφ, Πολωνία
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 29/1/1962
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Συγγραφέας
ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ: Ψυχοθεραπεύτρια / Ακτιβίστρια / Οικολόγος πράσινη

Σε μια κοινωνία που διαρκώς συντηρητικοποιείται και η κόντρα του ανθρώπου με τη φύση μεγιστοποιείται, η γραφή γίνεται κάποιες φορές το καταφύγιο και το όπλο του αποδεκατισμού. Με σημαντικότερα βιβλία της τα Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας (1998), Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων (2009), το οποίο έγινε ταινία από την Αγκνιέσκα Χόλαντ το 2017, Οι οδοιπόροι (2007) και Τα βιβλία του Ιακώβ (2014), η Τοκάρτσουκ τεμαχίζει κόσμους και ανασυνθέτει ψηφιδωτά όπου ο χρόνος αποκτά άλλες διαστάσεις, αμβλύνεται επιμηκύνεται, γίνεται ταξιδιάρικος ή παγωμένος. Τα αφηγηματικά στερεότυπα καταρρέουν, τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά επίσης και απομένουν η ζωή και οι στιγμές της μέσα από ένα αυστηρά επεξεργασμένο σύστημα.
Η Τοκάρτσουκ ανήκει σ’ εκείνους που υπερασπίζονται στις μέρες μας το μυθιστόρημα-δοκίμιο και, ως προς αυτό, η γραφή της υπηρετεί μια τάση, ένα ρεύμα. Οι εποχές μπερδεύονται, η Ιστορία ανακατώνεται με τη μνήμη, τη μυθοπλασία, τη διαδικτυακή ανάπλαση του κόσμου, την καθημερινότητα και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές της. Το καθαρά προσωπικό της στοιχείο πηγάζει από τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας της: τον καθολικισμό, τις λαϊκές δοξασίες, τον κατακερματισμό, έως και την ιστορική ανυπαρξία της Πολωνίας, το προαιώνιο εβραϊκό ζήτημα και τα τοπία που ευνοούν τον ανιμισμό. Έτσι, ενώ καταφέρεται εναντίον των θρησκειών, συχνά κομμάτια από τα βιβλία της δίνουν την εντύπωση ότι είναι δημιουργήματα μιας πνευματίστριας: «Ο άνεμος είναι το βλέμμα των νεκρών», «Η θρησκεία των Νεκρών είναι πια και δικιά σου, με τις τόσο ατελείς, ατελέσφορες, πάντα ανολοκλήρωτες, ξερασμένες προσπάθειές τους να φτιάξουν τον κόσμο». Και τα δύο αποσπάσματα είναι από Τα βιβλία του Ιακώβ, με το δεύτερο να ανήκει σε μια γυναίκα που πεθαίνει από την αρχή αλλά είναι πάντα παρούσα παρακολουθώντας από ψηλά τη ζωή.
Στο Οι οδοιπόροι, ελεύθερα –και λίγο αστόχαστα– μεταφρασμένο στα αγγλικά Πτήσεις, η Τοκάρτσουκ απογειώνει την έννοια του ταξιδιού, του αργού, όμως, αεικίνητου ταξιδιού προς τη λύτρωση με όλες τις μορφές του, εσωτερικές, εξωτερικές, χρονικά σπασίματα και αμβλύνσεις, δημιουργώντας ένα παζλ από σύγχρονους νομάδες «που έχουν ως στόχο να συναντήσουν κάποιον άλλον όμοιό τους».
Το έργο της Τοκάρτσουκ μπαλαντζάρει ανάμεσα στην επαναστατικότητα και τη βλασφημία από τη μία και την απελπισία από την άλλη. Επιθυμεί αγωνιωδώς να μιλήσει, να γίνει αν είναι δυνατόν Λόγος και ταυτοχρόνως να πιαστεί λίγο πριν γκρεμιστεί στην άβυσσο. Η ίδια αγωνία υποβόσκει και στους προσωπικούς αγώνες της, στη μαχητικότητά της, στην παρουσία της καθώς εκπέμπει κάτι πολύ ισχυρό, όχι πια ως προσωπικότητα αλλά ως περσόνα. Και η σχέση αυτή ανάμεσα στο τρίπτυχο δημιουργός-δημιούργημα-προσωπείο είναι ένα επίσης ενδιαφέρον κομμάτι της Τοκάρτσουκ.
Ανάμεσα στις ανατολικές θρησκείες, τον Γιουνγκ και τον Μπλέηκ, στον οποίο χρωστά και τον τίτλο τού Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων, η Τοκάρτσουκ έλκεται εξαιρετικά από το παράδοξο και το τερατώδες. Έτσι η καρδιά του Σοπέν ταξιδεύει με την αδερφή του πίσω στην Πολωνία –όπως ήταν και η αληθινή επιθυμία του άλλωστε– ένας ήρωας από το Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας τρώει ανθρωπινό κρέας, τα ζώα στο Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα στα κόκαλα των πεθαμένων σκοτώνουν τους κυνηγούς ή μήπως εκδικείται η ίδια η ηρωίδα;
Ιστορία, μεταφυσική αναζήτηση, ταξίδι υπό τη μορφή της λύτρωσης των κολασμένων, εικονικές περιηγήσεις, μύθοι και αλχημείες είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν της Τοκάρτσουκ, ένα σύμπαν που, κυρίως στα Οι οδοιπόροι και Τα Βιβλία του Ιακώβ, λειτουργεί ως μύρια παλίμψηστα που έρχονται στο φως για να κρυφτούν ξανά στο πρώτο φύσημα του ανέμου κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Η Τοκάρτσουκ προέρχεται από μια χώρα μικρή, ως προς τη γλώσσα, με μεγάλη όμως λογοτεχνία και πέντε νομπελίστες στον τομέα αυτόν, εκ των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι ο Βλαντίσλαβ Ρέυμοντ (1924) και ο Χένρυκ Σιενκιέβιτς (1905). Από μια χώρα με παράδοση γενικότερα στις τέχνες και όπου ο πολίτης σέβεται ακόμη το βιβλίο. Αλλιώς πώς εξηγείται –πέρα από τους όρους του μάρκετινγκ, που κάποιος κακοπροαίρετος θα προτάξει– το γεγονός ότι, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η συγγραφέας με τις συντηρητικές κυβερνήσεις, την επομένη της ανακοίνωσης του Νομπέλ τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Πολωνία ήταν δωρεάν για όσους κρατούσαν ένα βιβλίο της;

Δεν είσαι εσύ: δυναμ/ήττες Νομπέλ

Μετά τον Μπομπ Ντύλαν (2016) και τον Καζούο Ισιγκούρο (2017), τα Βραβεία Νομπέλ για τη λογοτεχνία συνέχισαν φέτος με δύο βραβεία, λόγω διαλείμματος που προκάλεσαν σκάνδαλα, στην Όλγκα Τοκάρτσουκ (2018) και στον Πέτερ Χάντκε (2019): ένα εκρηκτικό μίγμα που προσιδιάζει στον δυναμιτιστή Σουηδό εφευρέτη και επιχειρηματία που με τη διαθήκη του καθιέρωσε τα ομώνυμα βραβεία.
Από 116 συγγραφείς, στους οποίους απονεμήθηκαν βραβεία από το 1901, δύο έγραφαν στα ελληνικά, όσοι και στα κινεζικά και τα ιαπωνικά, ενώ σε άλλες γλώσσες, όπως τα αραβικά, αντιστοιχεί ένα ή κανένα βραβείο. Φυσικά έχουν δοθεί περισσότερα σε γλώσσες «του βορρά»: νορβηγικά και δανικά από 3 βραβεία, πολωνικά 5, ρωσικά 6, σουηδικά 7, γερμανικά 14. Τα υπόλοιπα βραβεία αντιστοιχούν στα ιταλικά (6), τα ισπανικά (11) και τα γαλλικά (14), με τα αγγλικά να συγκεντρώνουν 29 βραβεία, που θα ήταν περισσότερα, αν τρεις συγγραφείς που έγραφαν επίσης στα αγγλικά δεν συνυπολογίζονταν σε άλλες γλώσσες: ο Ταγκόρ (Μπενγκάλι), ο Μπέκετ (γαλλικά) και ο Μπρόντσκι (ρωσικά).
Ενδιαφέρον βέβαια προκαλούν και τα παρεπόμενα των βραβείων, με χαρακτηριστική φέτος απάτη εις βάρος του κορυφαίου Ιρλανδού μυθιστοριογράφου Τζον Μπάνβιλ, συνεπώνυμου του Γάλλου ποιητή και πρόδρομου του παρνασσισμού. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ στο σπίτι, με το κεφάλι κάτω και φυσιοθεραπευτή από πάνω, όταν δέχθηκε τηλεφώνημα μισή ώρα πριν ανακοινωθούν τα βραβεία για τη λογοτεχνία. Έχοντας συστηθεί ως ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, ο συνομιλητής του ρώτησε αν θα προτιμούσε να του επιδοθεί το βραβείο για το 2018 ή για το 2019, ενώ του διάβασε τι θα ανέφερε το συνοπτικό σκεπτικό του βραβείου. Ο Μπάνβιλ αμέσως τηλεφώνησε σε φίλους και γνωστούς του. Σαράντα λεπτά αργότερα τηλεφώνησε η κόρη του, που μόλις είχε δει στην τηλεόραση την ανακοίνωση των βραβείων. «Δεν είσαι εσύ», του είπε. Τηλεφώνησε πάλι σε όλους. «Μην αγοράσετε σαμπάνια», είπε. «Σταματήστε να πετάτε τα καπέλα σας στον αέρα.»

Μετά την ανακοίνωση των βραβείων υπήρξε και μήνυμα στον τηλεφωνητή του πεζογράφου, οι πολλές διακρίσεις του οποίου περιλαμβάνουν Μπούκερ (2005) και βραβείο Κάφκα (2011), πως προέκυψε, υποτίθεται, διαφωνία την τελευταία στιγμή. Ο Μπάνβιλ θεωρεί ότι αποτελεί παράπλευρη απώλεια προσπάθειας να σπιλωθεί το βραβείο. «Έμαθα σε σαράντα λεπτά όχι λίγα πράγματα για τον εαυτό μου», λέει. «Υπάρχει μια κωμική πλευρά και εν δυνάμει υλικό: ‘Ο άνθρωπος που σχεδόν κέρδισε το βραβείο Νομπέλ’.»

Εκείνο που θυμάμαι από τον Μπάνβιλ από την εποχή που ήμουν στο Δουβλίνο είναι πόσο του άρεσε το ανέκδοτο με τον νευροχειρουργό, που για να εκφράσει τον θαυμασμό του προς έναν συγγραφέα είχε πει: «Μόλις αποσυρθώ από τα χειρουργεία, θα γράψω κι εγώ μυθιστόρημα». Ο συγγραφέας τον ευχαρίστησε θερμά. «Κι εγώ σκέφτομαι», πρόσθεσε, «όταν αφήσω το γράψιμο, να ασχοληθώ με τη νευροχειρουργική».

Το ταξιδιωτικό πρακτορείο «Thomas Cook» και o Καβάφης

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο Καβάφης στο πρώτο του ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα, από τις 13 Ιουνίου 1901 έως 5 Αυγούστου του ίδιου έτους, στηρίχτηκε στις υπηρεσίες του ταξιδιωτικού πρακτορείου «Thomas Cook» για να οργανώσει το ταξίδι του από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα και πίσω στην Αλεξάνδρεια. Εξάλλου ο αδελφός του Αλέξανδρος, που τον συνόδευε σε αυτό το ταξίδι, ήταν από τον Οκτώβρη του 1898 αντιπρόσωπος της εταιρίας στην Αλεξάνδρεια, ενώ προηγουμένως υπηρετούσε στο γραφείο της εταιρίας στο Πορτ-Σάιντ. Τα δυο αδέλφια επιβιβάστηκαν πρώτα στο πλοίο El Kahira της εταιρίας «Khedivial Company». Στο ταξίδι σταμάτησαν στη Δήλο για δύο μέρες, για να περάσουν την καθιερωμένη καραντίνα. Εκεί δάνεισε στον συνταξιδιώτη του Ξανθοπουλίδη και παλαιό γνωστό του το βιβλίο του Γ. Β. Τσοκόπουλου Αιγυπτιακαί αναμνήσεις (Αθήναι 1896). Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει ένα άρθρο του Τσοκόπουλου για τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη, και αυτό είναι το πρώτο άρθρο που γράφτηκε για να παρουσιάσει στο κοινό την ποίηση του Καβάφη και όχι, όπως πάντα μηρυκάζουμε, το άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1903.
Στις 17 Ιουνίου τα αδέλφια αποβιβάζονται στον Πειραιά εύκολα, χάρις στη βοήθεια των ανθρώπων της «Thomas Cook». (Εδώ μεταχειρίζομαι την έκδοση του κειμένου από τον Γ. Παπουτσάκη (Κ.Π. Καβάφης Πεζά, Φέξης 1963, σσ. 259-300). Το ημερολόγιο είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο Παπουτσάκης το μεταφράζει ελληνικά). Στις 7/20 Ιουνίου ο Καβάφης ανεβαίνει στην Ακρόπολη και σημειώνει στο ημερολόγιό του «sublime, sublime». Τριγυρίζοντας στην Αθήνα στις 29/12 Ιουλίου (όταν είναι στην Ελλάδα, ο Καβάφης σημειώνει τις ημερομηνίες με το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, γιατί δεν έχει γίνει ακόμη η αλλαγή του ημερολογίου στην Ελλάδα αλλά και με το νέο (Γρηγοριανό) που βρίσκεται σε ισχύ στην Αίγυπτο), περνά από τα γραφείο του Κουκ που βρίσκονται στην οδό Ερμού και εκεί βρίσκει να τον περιμένει ένα γράμμα από τον αδελφό του Παύλο. Το ταξιδιωτικό πρακτορείο πρόσφερε και αυτές τις υπηρεσίες στους πελάτες του, δηλαδή διεκπεραίωση και φύλαξη της αλληλογραφίας τους, σαν Ποστ Ρεστάν. Στις 2/15 Ιουλίου ο Καβάφης συναντά για πρώτη φορά τον Ξενόπουλο. Φαίνεται ότι όταν ήταν στην Αθήνα γνωρίστηκε και με ένα υπάλληλο του γραφείου Κουκ, τον Άγγελο (δεν μας δίνει το επίθετό του) και αυτός και ο αδελφός του Αλέξανδρος τού έκαναν παρέα. Στις 13/26 Ιουλίου περνούν πάλι από το γραφείο Κουκ για να σχεδιάσουν το ταξίδι της επιστροφής τους. Εκεί μαθαίνουν ότι δεν υπάρχει απ’ ευθείας ατμοπλοϊκή σύνδεση από τον Πειραιά προς την Αλεξάνδρεια, αλλά θα πρέπει να πάνε στην Πάτρα με το σιδηρόδρομο κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα καράβι να πάνε στο Μπρίντιζι και από το Μπρίντιζι να πάρουν ένα άλλο καράβι και με αυτό να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια. Στις 27 Ιουλίου περνούν ξανά από το γραφείο για να επιβεβαιώσουν το ταξίδι τους και την πρώτη Αυγούστου επιβιβάζονται από την Πάτρα στο καράβι Scilla της εταιρίας «Rubatino» που ήταν όνομα και πράγμα καράβι Σκύλα. Συνταξιδιώτες τους είχαν και τον πρίγκιπα Νικόλαο (1872-1938), τριτότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας, τον κύριο M. Simopoulo (Σιμόπουλος), ανιψιό του υπουργού οικονομικών «a charming young man», όπως τον περιγράφει ο Καβάφης, και τον George Caralli (Γεώργιο Καράλλη). Σταμάτησαν για λίγες ώρες στην Κέρκυρα και απ’ εκεί συνέχισαν το ταξίδι για το Μπρίντιζι όπου επιβιβάστηκαν στο αυστριακό πλοίο Bohemia. ο Καβάφης το βρήκε πολυτελέστατο και της αρεσκείας του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής διάβαζε τον Adam Bade της George Eliot και έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 5 Αυγούστου.

Κατά τον εκδότη του κειμένου Γ. Παπουτσάκη από αυτό το ταξίδι εμπνεύστηκε και έγραψε ο Καβάφης μερικά χρόνια αργότερα το ποίημα «Του Πλοίου» ( πρώτη γραφή 1919, πρώτη δημοσίευση 1921).

                              

Ο Γ. Παπουτσάκης πιστεύει ότι αυτή η απεικόνιση αναφέρεται στον συνταξιδιώτη του στο πλοίο «Scila» τον Σιμόπουλο. Το πρακτορείο Κουκ είχε οργανώσει πολύ καλά το ταξίδι.



[ Χολαργός, Σεπτέμβρης 2019, μετά από την πτώχευση του ταξιδιωτικού πρακτορείου Thomas Cook & Co.]

1867: Όθων, βασιλεύς των Ελλήνων

Τον Οκτώβριο του 1862, η εξέγερση της φρουράς της Αθήνας αναγκάζει τον βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία να παραιτηθούν από τον θρόνο και να εγκαταλείψουν τη χώρα, επιβαίνοντες του βρετανικού πλοίου «Σκύλλα». Άτεκνοι, εγκαταλειμένοι από τις προστάτιδες Δυνάμεις και εγγυήτριες της ανεξαρτησίας και του καθεστώτος της Ελλάδας, έφευγαν συντετριμμένοι, χωρίς να έχουν καταλάβει τι δεν είχε πάει καλά. Είχαν αγαπήσει τόσο πολύ τη χώρα, για χάρη της είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά στις δικές τους χώρες. Φαίνεται πως ο Όθων συγκλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό από τη βίαιη αντίδραση εναντίον του ώστε, εκτός από τη θλίψη που τον κυρίευσε, δεν μπόρεσε να αποβάλει την αποστροφή του για τον ελληνικό λαό. Το τσακισμένο στέμμα του εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Η φουστανέλα που φοράει στο ολόσωμο προτραίτο του, καμωμένο από τον Νικηφόρο Λύτρα, δεν πρέπει να είναι η ίδια που τον συνόδευσε στην τελευταία κατοικία του το 1867, αφού επιθυμία του ήταν να ταφεί φορώντας την «παραδοσιακή ελληνική φορεσιά».
Δεν είχαν συμπληρωθεί σαράντα χρόνια από την δηλωθείσα ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας και η Ελλάδα, αντί να βρεθεί κοντά στο πρότυπο που διαγραφόταν για αυτήν με τη δημιουργία της, κατέληξε να μην απομακρυνθεί από το εναλλακτικό πρότυπο, που δεν ήταν άλλο από την οθωμανική πραγματικότητα μέσα από την οποία γεννήθηκε. Η Ελλάδα έδειχνε ανήμπορη να παρακολουθήσει τις «πολιτισμένες» χώρες.

1867: Το λιμάνι για τον Xουάν Σουλουέτα

Φωτογραφία Αλέξιος Μάινας


Λοιπόν, ο μαύρος Ντομίνγκο Μοντόνγκο απεβίωσε. Σκλάβος ήταν, τα λεφτά του τα είχε βγάλει, η φύρα του είναι δεν είναι δύο τοις εκατό. Mπορεί συνεπώς να γινόταν λόγος για κατάργηση του δουλεμπορίου, αλλά το 1867 οι τιμές στα λιμάνια ξεπερνούσαν τα χίλια διακόσια πενήντα ή και τα χίλια πεντακόσια δολάρια για το εμπόρευμα που έφτανε στην Kούβα και αποβιβαζόταν με σκοπό την προώθησή του στις Hνωμένες Πολιτείες. Τα λιμάνια πουλούσαν προς εφτακόσια δολάρια, κάποιοι είχαν πιάσει ως καί χίλια εφτακόσια πέντε, επειδή δεν λογάριαζαν την απόσβεση των σκλάβων, όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα δεν είχε διαταράξει, ούτε αναπροσαρμόσει τον τιμοκατάλογό του από το 1859. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχε επιλεκτικώς «τσιμπήσει» τις τιμές χάριν γούστου: για δήθεν «λιμανιάτικα». Tο Lady Suffolk, αρματωμένο με κάμποσα κανόνια για να φοβάται ο νόμος (εκείνος ο νόμος που έγραφε πως το δουλεμπόριο είχε καταργηθεί εδώ και εκεί στον κόσμο και συνεπώς έπρεπε να καταργηθεί και να εκλείψει παντού), για να φοβάται λοιπόν ο νόμος που έβγαινε μεσοπέλαγα και άρχιζε νηοψίες και έστηνε καρτέρι πίσω από ακρωτήρια και σε γνωστά και άγνωστα περάσματα και έριχνε προειδοποιητικές βολές, που στην πραγματικότητα είχαν στόχο τα άρμενα, διόρθωνε κάθε λίγο τη ρότα του για να δίνει τόπο στην οργή, επειδή είχε τα κανόνια του μπουκωμένα και τα φυτίλια έτοιμα να ανάψουν.
Tούτων δοθέντων, το Lady Suffolk έφτανε πάνω-κάτω στην ώρα του από το Λοάνγκο και τα νησιά του Πράσινου Aκρωτήριου και έμπαινε περήφανο στο λιμάνι της Aβάνας, έχοντας στοιβαγμένα στα αμπάρια του (συχνά και στην κουβέρτα) τα καλύτερα κορμιά που έβρισκε κανείς στην Aφρική, ας είναι καλά οι ντόπιοι βασιλιάδες και οι μεσάζοντες, Eβραίοι, Mαυριτανοί, πού και πού κάποιος Έλληνας.
O Xουλιάν Σουλουέτα οσμιζόταν από μακρυά ότι το Lady Suffolk θα έμπαινε στο λιμάνι σε μια, το πολύ σε δύο μέρες και έβγαινε στην παραλία της Aβάνας με τη ρεδιγκότα, το καπέλο, το μπαστούνι του, την ακολουθία του, που κουβαλούσε την ομπρέλα του μήπως ο καιρός γύριζε απότομα και η βροχή ξεσπούσε ανελέητη. Έβγαινε στην παραλία και βημάτιζε μια κατά την πόλη και μια κατά την ακτή, μια κατά μήκος και μια κατά πλάτος, παίρνοντας βαθειές εισπνοές, προσεκτικός να μη τον βρέξει το κύμα που με δουλικότητα σερνόταν προς το μέρος του και προσπαθούσε να του γλείψει τα παπούτσια. Eξίσου προσεκτικός να μη τον αγγίξει κανένας κουρελής μιγάδας, που θα υποχρεωνόταν να τον κάνει πέρα σπρώχνοντάς τον με το μπαστούνι του. «Το λιμάνι μάς τρέφει», συνήθιζε να λέει, όταν γινόταν λόγος για τις επενδύσεις του στα πλοία, που υποτίθεται πως ήταν για να μεταφέρουν καπνά, βαμπάκια, κασόνια υαλικών, βαρέλια με μπαρούτι, ό,τι η Aλβιών του έδινε εντολή να φορτώσει από λιμάνια του γούστου της, ώστε να φτάσει άθικτο σε λιμάνια του δικού του γούστου.
Nαί, το Augusta και το Robert ήταν για τέτοιες δουλειές. Όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε μελετήσει πόσο χώρο πιάνει μια μπάλα βαμπακιού, πόσο εκείνος πληρωνόταν ναύλο για μια μπάλα βαμπακιού, πόσες μπάλες άξιζε να πάρει ώστε να περισσεύει χώρος για να φορτώσει σκλάβους, που στο κάτω-κάτω μπορούσαν να κοιμηθούν πάνω στις μπάλες, να πιάσουν χώρο σε μάκρος και όχι σε φάρδος, να μη μετριούνται με το ναύλο αλλά με την τιμή που θα έπιαναν στο λιμάνι, υπολογίζοντας τη φύρα, αν μερικοί πέθαιναν στη διαδρομή και δεν υπήρχε τρόπος, αφού τους είχε φορτώσει χωρίς χαρτιά, να ζητήσει αποζημίωση από την ασφάλεια, υπολογίζοντας ακόμα πόσοι θα έπεφταν κατά λάθος στη θάλασσα και το πλοίο δεν θα σταματούσε να τους μαζέψει, αλλά θα τους άφηνε βορά στους καρχαρίες.
Έκανε λοιπόν τους λογαριασμούς του: όλα στο κεφάλι του βαλμένα κατά την τάξη και τα συναλλακτικά ήθη. Kαι τα πλεούμενά του είχαν την όψη εμπορικών, ας ξεπετάγονταν από μέσα τους, όταν το Augusta ή το Robert έδεναν στο λιμάνι, κάμποσα κορμιά ταλαιπωρημένα από την αλμύρα, την κλεισούρα, τη ζαλάδα του κυματισμού, την αφαγιά, την αρρώστια, που τα παραλάμβανε ο συνεργάτης του Φρανσίσκο Φελίξ δε Σόουσα, γνωστός ως «Τσάτσα».

«Το λιμάνι μας τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν χαλάσει», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, όχι πως είχε σοβαρό παράπονο, αλλά η γκρίνια τον ενοχλούσε, τα Δικαιώματα του Aνθρώπου και του Πολίτη, η Πράξη της Aνεξαρτησίας των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής, εκείνος ο εξηνταβελόνης ο Mοντεσκιέ με τη σαχλαμάρα του Tο Πνεύμα των Nόμων, κολέγας του ανεπρόκοπου Pουσώ με τη μπούρδα του περί «κοινωνικού συμβολαίου», καθώς και ο άλλος ο γλυκανάλατος λόρδος Πάλμπερστον, που έκανε λόγο για «διεθνή κατάργηση του δουλεμπορίου». O Xουλιάν Σουλουέτα είχε επενδύσει στη βελτίωση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας: δεν δεχόταν να βγάλει σε λιμάνι κανένα σκλάβο που δεν είχε βαφτιστεί και ασπασθεί τον χριστιανισμό (όποιος πέθαινε στο ταξίδι θα γινόταν δεκτός στον Παράδεισο, αφού είχε λαδωθεί με άγιο μύρο), δεν δεχόταν καμία έγκυο στο φορτίο (επειδή αν πέθαινε το παιδί της δεν θα είχε προλάβει να βαφτιστεί και συνεπώς, όπως υποστήριζαν οι θεολόγοι, θα πήγαινε το νεογέννητο στις αγκάλες του Σατανά), δεν φόρτωνε ποτέ στο Lady Suffolk σκλάβους που δεν είχαν εμβολιαστεί κατά της δαμαλίτιδας και δεν είχαν πάρει γιατρικά και ματζούνια για τη σύφιλλη, τη δυσεντερία, το σκορβούτο, τη γρίππη, την ελονοσία (αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να αποδεκατιστεί το πλήρωμα, όπως ο θρύλος έλεγε πως είχε συμβεί με το San Cristobal από το Σανταντέρ, όπου μόνο ένας μούτσος είχε επιζήσει), δεν στοίβαζε στα αμπάρια κανέναν αν προηγουμένως δεν είχε πουργαριστεί με ρετσινόλαδο και δεν είχε πάρει ελέβορο, που καταπραΰνει τα νεύρα και αποδιώχνει την παράκρουση. Τα λιμάνια είχαν χαλάσει: κανείς δεν αναγνώριζε τις προσπάθειές του, το δίκτυο γιατρών και νοσοκόμων, το κόστος των φαρμάκων, τη συνεπικουρία των μάγων και των πρακτικών, που πάντα άπλωναν το χέρι να πιάσει ρεάλια, σκούδα και πέσος, και είχαν πάψει να ικανοποιούνται με μπιχλιμπίδια και φαρδίνια.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν μαγαριστεί και το μυαλό βασανίζεται», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, Bάσκος την καταγωγή, γενημένος στο χωριό Mπαράμπιο της Άβιλα: Άβιλα όπου είχε λάμψει η Aγία Tερέζα, η κόρη του η αγαπημένη ονομαζόταν Tερέζα, το καλύτερο μπριγκαντίνι του είχε χρωματιστό στη μάσκα την πλωριά το όνομα Santa Teresa de Avila, με αυτό είχε ταξιδέψει ένα γύρο από την Aβάνα στο Σαντιάγο δε Kούβα ο αντιβασιλιάς του Περού, μαγεμένος από το τρίξιμο του σκαριού, από το σφύριγμα του ανέμου, από το χρώμα του νερού. Tο 1820, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε φτάσει στην Kούβα να δουλέψει με το θείο του Tιμπούρσιο δε Σουλουέτα, που είχε φυτείες καφέ και συνεταίρο τον Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί, άνθρωπο που είχε σκεφτεί πως κάλλιο να κουμαντάρεις ποιοι σκλάβοι δουλεύουν στις φυτείες σου και να τους έχεις διαλέξει ο ίδιος εξαρχής, παρά να περιμένεις τη σοδειά που σου προτείνουν οι έμποροι, έτοιμοι να σου πιούν το αίμα.
Έτσι, ο Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί άρχισε να ασχολείται με το δουλεμπόριο· και δίπλα του έμαθε ο Xουλιάν Σουλουέτα, ο οποίος παντρεύτηκε την ανηψιά του Σαλβαδόρ, την όμορφη Φρανσέσκα, που του χάρισε τρεις γιούς και πέντε θυγατέρες, την όμορφη Φρανσέσκα που φορούσε το ολόλευκο νυχτικό της, κοιμόταν στο δωμάτιό της με τα παράθυρα κλειστά ολοχρονίς, και εκείνος, αργά τη νύχτα, έχοντας τελειώσει τους λογαριασμούς του, έχοντας κλειδαμπαρώσει τις σκέψεις του, περνώντας από το στενό διάδρομο για να φτάσει στα ενδιαιτήματά του, έσκυβε στην κλειδαρότρυπα και τη ρωτούσε ψιθυριστά «Eπιθυμείς έργα ανδρός;» και ύστερα έβαζε το αυτί του στην κλειδαρότρυπα για να πιάσει τον ελαφρύ αναστεναγμό της, που ήταν αδιάψευστο σημάδι ότι σήμαινε «ναι», οπότε πλεύριζε στο λιμάνι της.
Bασάνιζε το μυαλό του ο Xουλιάν Σουλουέτα και η κούτρα του είχε κατεβάσει πως ο καλύτερος σκλάβος για το λιμάνι είναι εκείνος που έχει ύψος 1,70 μ., βάρος ως 70 κιλά, κοιμάται ανάσκελα με τα χέρια διπλωμένα, τα πόδια του βρίσκονται σε απόσταση δέκα εκατοστών από τον προηγούμενο και άλλο τόσο από τον επόμενο, το κορμί του βρίσκεται σε απόσταση δεκατριών εκατοστών από τον διπλανό του, οπότε έτσι επιτυγχάνεται οικονομία χώρου σε ποσοστό 15% περίπου και βάρους σε ποσοστό 12,3% περίπου, πράγμα που σήμαινε πως το Lady Suffolk είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει 112 κορμιά, το Augusta 60, το Robert 52, πράγμα πάλι που σήμαινε οικονομία στα λιμανιάτικα κατά 15,6%, χωρίς να υπολογίζεται η αριστοποίηση της εκμετάλλευσης του χώρου, που ισοδυναμούσε με αύξηση του κέρδους κατά 11% περίπου.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, τα υπόλοιπα είναι όνειρα, αλλά το λιμάνι θα μας φάει», προμηνούσε ο Xουλιάν Σουλουέτα και το 1865 οι αρχές του Λονδίνου συνέλαβαν τον Πέδρο Xοσέ δε Σουλουέτα, το νεαρό ανηψιό του, με την κατηγορία ότι το Lady Suffolk μετέφερε απαγορευμένο φορτίο, δηλαδή 29 μπάλες καπνού, 60 κιβώτια όπλων, 1 κιβώτιο καθρέφτες, 134 μπάλες αγνώστου κατηγορίας εμπορεύματος (πιθανώς βαμπάκι), 1.600 μεταλλικά δοχεία και 2.370 βαρελάκια πυρίτιδας, δίχως να παραλείψουμε 39 σκλάβους που έφεραν στην ανεξίτηλη σφραγίδα X. Σ. στο άνω δεξί μέρος της ωμοπλάτης τους. Tο πλοίο κατασχέθηκε και αφέθηκε να σαπίζει στο ντόκο του Πόρτσμουθ. Δύο μήνες αργότερα, στον ποταμό Γκαγίνας, μετά από καταγγελία του δουλέμπορου Πέδρο Mαρτίνες, ο Mάθιου Xιλλ, κυβερνήτης της φρεγάτας Gollupchick, βύθισε με απανωτές κανονιές το μπριγκαντίνι Santa Teresa de Avila, παρ' όλο που του είχε δοθεί με σήμα, όπως το είχε απαιτήσει, η εξήγηση πως σε αυτό ταξίδευαν μόνο η Tερέζα δε Σουλουέτα με τον σύζυγό της Xαβιέρ Xιμένες Oυγκάρτε, ταξίδι του μέλιτος.

Φωτογραφία: Αλεξιος Μάινας

«Το λιμάνι μας έφαγε», ήταν τα τελευταία λόγια του Xουλιάν Σουλουέτα, που πρόλαβε να ακούσει τα αναφυλλητά των σκλάβων του, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το σπίτι του και έψελναν Señor, ten piedad de nosotros (Kύριε, ἰλάσθητι ἡμῶν), κρατώντας αναμένα κεριά και κάνοντας διάφορα μαγικά ώστε να τους ακούσουν οι θεοί τους της Δαχομέης, της Σιέρα Λεόνε, του Λοάνγκο, του Kόνγκο και να δώσουν, κόβοντας από τις δικές τους μέρες, χρόνια ζωής στον αφέντη και προστάτη τους, στον άνθρωπο που δεν τους απαγόρευε να κοιμούνται κατάχαμα ώστε να ακούνε τη φωνή της Mάνας Γης, η οποία εδώ και μέρες είχε βουβαθεί, σαν έκπληκτη και τρομαγμένη για τον επικείμενο και αναπότρεπτο θάνατο του Xουλιάν Σουλουέτα, για τον Xάρο που έφτανε ακροποδητί από το λιμάνι.
Kαι ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και ο ήλιος ανηφόριζε μετά κόπου στον ουρανό και ο αέρας σερνόταν μετά κόπου κατά το νοτιά και το κύμμα έφτανε μετά κόπου στο λιμάνι. Kαι μετά κόπου αφαίρεσε ο νεκροθάφτης το μπαστούνι από τα σφιγμένα δάχτυλα του νεκρού, που το κρατούσε προφανώς για να εισέλθει στον κάτω κόσμο αποδιώχνοντας με αυτό τους κουρελήδες που μπορεί να τύχαιναν στο διάβα του.

Ποιός πεθαίνει στην Ψάθα;

Φωτ. Αρχείο Ν. Λάμπρου

Η μεγαλύτερη ανησυχία της μητέρας μου τις τελευταίες ημέρες ήταν αν θα προλάβαινα ή μάλλον αν θα θυμόμουν να τα κατεβάσω για να τα πάρουν πριν τελειώσει ο μήνας. Κάποιος θα τα χρειάζεται, έλεγε. Κάνει τόση ζέστη. Κρίμα να μένουν εδώ. Μόλις τα κρεμάσεις έξω θα γίνουν άφαντα. Τώρα που είναι ακόμη Αύγουστος, επαναλάμβανε.
Δεν ήταν καμιά δύσκολη δουλειά. Απλώς χρειαζόταν να μη φύγω με αυτοκίνητο από το γκαράζ, γιατί θα διέκοπτα την κίνηση αν σταματούσα στον δρόμο, αλλά να κατεβώ στο ισόγειο, να διασχίσω τον κήπο και έξω από την πύλη της εισόδου να τα κρεμάσω κοντά στους κάδους για σκουπίδια, δηλαδή όλα εκείνα που αποτελούν πρόσκληση από όποιον δεν τα χρειάζεται σε άλλους που μπορεί να τα χρειαστούν. Αυτό δεν σημαίνει μόνον ότι υπάρχουν σκουπίδια χρήσιμα, αλλά επίσης ότι τα περισσότερα από αυτά που θεωρούνται χρήσιμα είναι σκουπίδια.
Δεν ξέρω αν αποτελούν εξαίρεση τα καπέλα, γιατί δύο καπέλα έπρεπε να κατεβάσω, καθώς, εντελώς άχρηστα όπως φαίνονται, παγιδεύουν το κεφάλι δίνοντας σχήμα στις σκέψεις υπό την αιγίδα τους. Όταν μάλιστα πρόκειται για ψάθινα καπέλα, όπως τώρα, το πιθανότερο είναι συλλογισμοί του καλού καιρού να έχουν πιαστεί στη φάκα τους, έστω και αν ελπίζουν να απελευθερωθούν μόλις τελειώσει ο Αύγουστος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για ψάθινα καπέλα καμίας Μαργαρίτας, αφού είναι αντρικά και ας μην προσδιορίζεται το φύλο των καπέλων, που παίρνουν το σχήμα των σκέψεων του ατόμου που τα έχει φορέσει. Το ένα πρέπει να ήταν του πατέρα μου και το άλλο του θείου μου. Τα δικά μας ταφικά έθιμα δεν περιλαμβάνουν καλύμματα της κεφαλής στην τελευταία περιβολή.
Ήμουν υπεύθυνος για την ανησυχία της μητέρας μου, καθώς της είχα θυμίσει τα καπέλα που ήθελε να κατεβάσω, μήπως τα πάρει όποιος τα χρειαζόταν, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι. Αν και το καλοκαίρι προηγείται και ακολουθούν οι αναμνήσεις, της τα θύμισα πριν τελειώσει ο Αύγουστος, επιστρέφοντας χωρίς καπέλο από μια παραλία όπου είχαμε πάει με φίλους.

Η παραλία λεγόταν Ψάθα. Είχαμε πάει στην πλευρά του κόλπου όπου έπρεπε να πατήσεις σε βράχια για να μπεις στο νερό. Είχε λιγότερο κόσμο. Μέρος να πεθάνεις, σκέφτηκα. Ποιος πεθαίνει όμως πια στην ψάθα; Οι φτωχοί πεθαίνουν στη φτώχια τους. Οι πλούσιοι στα πλούτη τους. Όλοι στα δικά τους. Έχει σημασία που οι πιο πολλοί θέλουν να πάνε στη θάλασσα; Έχει σημασία που αφαιρούν τα ρούχα τους νομίζοντας ότι προσεγγίζουν τη γυμνότητα της δημοκρατίας;
Λίγα κεφάλια στο νερό φέρουν κάλυμμα. Κάποια είναι καπέλα. Όταν πεθάνουν αυτοί που τα φορούν, θα θυμηθούν οι δικοί τους να τα αφήσουν έξω για όποιον μπορεί να τα χρειαστεί;

Μπλουμ, ο τελευταίος Βικτωριανός κριτικός

Ο Χάρολντ Μπλουμ ήταν ο τελευταίος Βικτωριανός κριτικός, ένας βαρετός ηθικολόγος που απεχθανόταν κάθε συγγραφέα και κριτικό που δεν ήταν άνδρας, λευκός και επιθετικός.
Υπερασπίστηκε με πάθος τον κανόνα του Δυτικού ιμπεριαλισμού και τις ξεπερασμένες αξίες του (αριστούργημα, πρωτοτυπία, μεγαλοφυϊα κλπ.).
Είχε μόνο μιαν ιδέα στη ζωή του, το άγχος της επίδρασης, κι αυτή, ως γνωστόν, κλεμμένη.
Πρόβαλε φανατικά την ανωτερότητα του εβραϊσμού απέναντι στον ελληνισμό.
Εγκατέλειψε νωρίς την επιστήμη για να βγάλει εμπορικά βιβλία και σειρές που κολάκευαν το απανταχού αστικό γούστο.
Ξεπεράστηκε σύντομα κι εξαφανίστηκε από την επιστημονική βιβλιογραφία.
Τις τελευταίες δεκαετίες είχε καταντήσει θλιβερή παρωδία του εαυτού του, καθώς μιλούσε με ατάκες παριστάνοντας τον κωμικό της δεκαετίας του ’50.
Όσοι νοσταλγούν τις ανθρωπιστικές σπουδές του Ψυχρού Πολέμου θα απελπίζονται μαζί του για την παρακμή της Δυτικής πολιτιστικής κυριαρχίας.
Εκτός από βαρετός κριτικός του πρόπερασμένου αιώνα, ο Χάρολντ Μπλουμ ήταν και ασήμαντος δάσκαλος.
Στρογγυλοκάθησε από νωρίς σε μια προσωπική έδρα στο Γαίηλ που του επέτρεπε να διδάσκει μόνο δύο μαθήματα, πάντα τα ίδια – Σαίξπηρ και αγγλόγλωσση ποίηση!
Τι θλιβερό, 65 ολόκληρα χρόνια να κάνει τα ίδια δύο μαθήματα με τον ίδιο μονολογικό, εγωπαθή τρόπο, χωρίς την παραμικρή επιστημονική τεκμηρίωση και ενημέρωση!
Και φυσικά απέφευγε συστηματικά να εκπαιδεύσει μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι συνέβαινε να είναι επιστημονικά πολύ πιο διαβασμένοι από αυτόν.
(Είχε μόνο μία μεταπτυχιακή, την εξίσου εγωπαθή, και παθιασμένη αντι-φεμινίστρια, Καμίλ Πάλια.)
Μόλις λίγες μέρες πριν πεθάνει ο Μπλουμ εξακολουθούσε να απολαμβάνει τον εαυτό του να μονολογεί μπρος σε λίγους φοιτητές σπίτι του, σαν προφήτης στην έρημο, και ακόμα να το αποκαλεί αυτό ναρκισιστικά “διδασκαλία”!

Βλ. και https://www.shmoop.com/harold-...

Bloom dead: άγχος & επιρροή

Ο κωμικός Zero Mostel (1915-1977)· ο Μπλουμ περηφανευόταν για την ομοιότητά τους

Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου 2019, ο Χάρολντ Μπλουμ (Harold Bloom) δίδαξε το τελευταίο του μάθημα. Στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπου δίδασκε πάνω από πενήντα χρόνια. Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, πέθανε. Ήταν 89 ετών, επιβεβαίωσε η παιδο-ψυχολόγος γυναίκα του. Δύο παιδιά. Δύο μαθήματα δίδασκε σε προπτυχιακούς φοιτητές. Για τον Σαίξπηρ και τον λογοτεχνικό «κανόνα» και για την «ποιητική επιρροή», από τον Σαίξπηρ έως τον Τζον Κητς, διδακτική επιλογή που ως ευκολία λογιζόταν εις βάρος του.
Σε ένα από τα δεκάδες βιβλία του (Shakespeare: The Invention of the Human, 1998) υποστηρίζει ότι ο Άγγλος δραματουργός «επινόησε» την ανθρώπινη προσωπικότητα. Επέφερε αλλαγές αντιλήψεων για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι χαρακτήρες του έχουν εσωτερικότητα: αναπτύσσονται αντί να εκτυλίσσονται. Εδώ με τα ελληνικά τους ονόματα, ο Άμλετ και ο Μάκβεθ δείχνουν πώς μπορεί να κατανοηθεί η ανθρώπινη φύση. Και ιδίως ο Φάλσταφ, τον οποίο στις «Καμπάνες του μεσονυχτίου» υποδύεται ο Όρσον Γουέλς. Ο μεγαλόσχημος σωματότυπος και των δύο θυμίζει τον Αμερικανό κριτικό και συνεπώνυμο του ήρωα του Τζόυς στον Οδυσσέα.
Η σχέση του Μπλουμ με τον Φάλσταφ ξεκίνησε όταν ήταν 12 ετών. Το ταξίδι του στη λογοτεχνία είχε ήδη αρχίσει διαβάζοντας μια ανθολογία ποιημάτων στη γερμανοεβραϊκή γλώσσα γίντις, που μιλούσαν οι μετανάστες στο Ανατολικό Μπρονξ της Νέας Υόρκης γονείς του, από την Οδησσό και τη Λευκορωσία, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν να διαβάζουν αγγλικά. Ένα «τέρας» ανάγνωσης αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο, έλεγε αργότερα, μπορούσε να απορροφήσει χίλιες σελίδες σε μία ώρα. Μνήμη φωτογραφική τού επέτρεπε να απαγγέλλει μακροσκελή ποιήματα. Μίλτον. Μπλέικ. Χαρτ Κρέιν. Ο Σαίξπηρ ήταν Θεός, υποστήριζε, ενώ ο Θεός στην Τορά ή Πεντάτευχο των εβραιο-ελληνικών γραφών ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, επινοημένος ίσως από μια γυναίκα στην αυλή του Σολομώντα, σύμφωνα με το πιο γνωστό (The Book of J, 1990) από τα θεολογικού ή καβαλιστικού προσανατολισμού βιβλία του.
Δεν επρόκειτο για άποψη που ενστερνίστηκαν μελετητές των γραφών. Γενικότερα είχε πάψει να πείθει πανεπιστημιακούς. Ένα φλερτ με τον Ντεριντά δεν εξελίχθηκε σε ειδύλλιο. Το 1974 είχε μεταπηδήσει σε αυτόνομη έδρα στο Γέιλ από το Τμήμα Αγγλικών, που εθεωρείτο άντρο αποδομιστών. Αυτό κάθε άλλο παρά εμπόδισε τον διεθνώς διαβόητο κριτικό λογοτεχνίας να συνεχίσει να παράγει και να ανακυκλώνει ασυνήθιστα, για αυτό το είδος βιβλίων, ευπώλητες ανθολογήσεις και μελέτες, με προκαταβολή κάποτε άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για τη συγγραφή τους. Έγραψε και ένα μυθιστόρημα γνωστικής και επιστημονικής φαντασίας (The Flight to Lucifer, 1979), από εκείνα που γράφουν οι κριτικοί, το οποίο αποκήρυξε.
Επικεντρώθηκε στην προβολή ενός «Δυτικού κανόνα» της λογοτεχνίας (The Western Canon, 1994 και η «περίληψή» του How to Read and Why, 2000), από τον Δάντη έως τον Μπέκετ και ελάχιστους νεότερους, επιχειρώντας να διασώσει, για τους υποστηρικτές του, ό,τι αισθητικά καλύτερο μπορούσε να διασωθεί από μια επέλαση καταναλωτικά χαμηλού γούστου ή προσπαθώντας να διαιωνίσει, για τους επικριτές του, μια ιμπεριαλιστική κυριαρχία Λευκών Νεκρών Ανδρών που σφυροκοπούσαν νεότερες τάσεις στη λογοτεχνική κριτική, τις οποίες στο ίδιο τσουβάλι μιας Σχολής Μνησικακίας έβαζε ο Χάρολντ Μπλουμ. Ένας ξεπερασμένος λαϊκιστής, ένας δεινόσαυρος, για όσους διαφωνούσαν μαζί του. Ένας φάρος ειλικρίνειας και ποιοτικών προδιαγραφών, για όσους συμφωνούσαν.
Με αντίστοιχη επιθετικότητα είχε κάνει ο ίδιος το πρώτο Μπλουμ στα ύδατα της κριτικής. Με επιθέσεις στην κυριαρχία τότε του Έλιοτ και των Νέων Κριτικών, που αναδείκνυαν Άγγλους μεταφυσικούς ποιητές εις βάρος των Ρομαντικών. Στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ υπήρξε μαθητής του M.H. Abrams, που είχε θητεύσει στον I.A. Richards στο Κέμπριτζ. Συγγραφέας κρίσιμου βιβλίου (The Mirror and the Lamp, 1953) για τον Ρομαντισμό πριν ξαναγίνει της μόδας και επιμελητής (για τις επτά πρώτες εκδόσεις, πριν αναλάβει ο Stephen Greenblatt) της καθοριστικής, στη δημιουργία κανόνα, ανθολογίας αγγλικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Norton, ο Έιμπραμς επίσης είχε μαθητές τη μετα-αποικιακής στόχευσης κριτικό Gayatri Spivak και τους σπουδαίους πεζογράφους Γουίλιαμ Γκας και Τόμας Πίντσον. Διασκευή της διατριβής του Μπλουμ στο Γέιλ ήταν το πρώτο βιβλίο του, για τον Σέλλεϋ (Shelley’s Mythmaking, 1959). Ακολούθησαν Γέιτς, Ουάλας Στίβενς και άλλοι.
Γύρω στα τριανταπέντε του, βαθιά κατάθλιψη που κράτησε χρόνια τον οδήγησε σε εμμονική ανάγνωση του Φρόυντ. Μια θεωρία για την ποίηση προέκυψε από ένα εμπνευσμένο από εφιάλτη επικό ποίημα που είχε αρχίσει να γράφει. Το έργο που τον καθιέρωσε ήταν Το άγχος της επιρροής (The Anxiety of Influence, 1973) ή Η αγωνία της επίδρασης, όπως δημιουργικά το απέδωσε ο Δημήτρης Δημηρούλης. Ένας ποιητής, υποστήριξε ο Μπλουμ, ανταποκρίνεται και αμύνεται εναντίον προηγούμενων ποιητών. Η ποίηση είναι μια παρανάγνωση όσων προηγήθηκαν, τα οποία σφετερίζεται σε μια αδίστακτη διαπάλη κάθε νέας δημιουργίας μαζί τους. Όπως ο γιος αρνείται τον πατέρα, έτσι ο ποιητής επιχειρεί να επισκιάσει τους προγόνους του, για να μπορέσει να δημιουργήσει, παραλείποντας το χρέος του. Υπάρχουν σαφή παραδείγματα, ιδίως από τους Ρομαντικούς. Η θεωρία αυτή επανέφερε στην ποίηση ιστορικό περιβάλλον και πρόθεση, που είχε εξοβελίσει η Νέα Κριτική. Σε μια φροϋδική διαπάλη, η διάκριση μεταξύ ζωής της τέχνης και τέχνης της ζωής απαλείφεται. Θέματα επιρροής συνέχισαν να τον απασχολούν, όπως ιδίως στο βιβλίο The Anatomy of Influence (2011), που πρόωρα αποκάλεσε κύκνειο άσμα.
Από τη στιγμή που ιστορία και κοινωνικό περιβάλλον επανέρχονται, δεν είναι προφανές αν υπάρχουν ή όχι όρια στην επίδρασή τους. Είναι εύλογο ένας (δυτικός λογοτεχνικός) κανόνας να αναδεικνύεται σε εργαλείο ηγεμονίας πολιτιστικής και κατά συνέπεια πολιτικής, σε μια οικουμενικών διαστάσεων «απάτη» που επιβραβεύει καταπίεση και διακρίσεις εθνικές, εθνοτικές, κοινωνικές, φύλου, προτιμήσεων και ταυτότητας. Το να επιμένει κάποιος, όπως ο Μπλουμ, ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν αποτελεί κοινωνικό ντοκουμέντο που διαβάζεται για το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενό του, αλλά στοιχείο αισθητικής απόλαυσης, δεν συνιστά υπεράσπιση των ετεροτήτων του λόγου, αλλά ανήθικη, νεορομαντική και παλιομοδίτικη μέθοδο επιστράτευσης στερεοτύπων περί δημιουργίας και μεγαλοφυίας, για όσους αδυνατούν να τον ανεχθούν.
Η αντιπαράθεση επιδεινώνεται καθώς επιστρατεύονται χαρακτηρισμοί, όπως στην περίπτωση του Μπλουμ, που, δίκην φυλλαδιογράφου, Γκράουτσο-Μαρξιστή και όχι της σχολής Καρλ αποκαλούσε τον εαυτό του, ενώ με καυστικότητα αναφερόταν σε βραβευμένες γυναίκες συγγραφείς όπως η Ντόρις Λέσινγκ ή η Άλις Γουόκερ, που δεν χωρούσαν στο δικό του πάνθεον περίπου 850 συγγραφέων, με υψηλές θέσεις για τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Έμιλυ Ντίκινσον ή την Τζέιν Ώστεν. Τα «τμήματα αγγλικών», έλεγε, θα γίνουν «τμήματα πολιτιστικών σπουδών», όπου κόμικς του Μπάτμαν, πάρκα των Μορμόνων, τηλεοπτικές εκπομπές και μουσική ροκ θα αντικαταστήσουν τον Τσώσερ, τον Σαίξπηρ και τον Γουέρντσγουερθ. Λίγα μαθήματα θα συνεχίσουν να προσφέρονται, όπως συμβαίνει με τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά.
Είναι αλήθεια ότι το ευρύ κοινό διαρκώς προτιμά σκοτεινούς προφήτες, που του δίνουν κουράγιο λέγοντας ότι όλα υποβαθμίζονται και δεν είναι πλέον όπως, υποτίθεται, ήταν κάποτε. Πρόκειται για μια εμπλοκή ανασφαλούς «άγχους» και ασφαλούς «επιρροής», η κανονικότητα της οποίας συνήθως διαφεύγει, καθώς προεξάρχει το εξής οξύμωρον, όχι μόνο σε σχέση με τη λογοτεχνία: ο «ελιτισμός» ενός κανόνα για όλε/ους να υποστηρίζεται από «λαϊκιστές», όπως ο Μπλουμ, που ως πέμπτο παιδί ενός εργάτη υφαντουργίας περηφανευόταν για την ομοιότητά του με τον κωμικό Zero Mostel, ενώ ο «λαϊκισμός» εναλλακτικών επιλογών υπερηφάνως να υποστηρίζεται από ένα πνευματικό ιερατείο πανεπιστημιακών «ελίτ».
Όταν επανερχόταν στο πάθος του για τη λογοτεχνία, ο Μπλουμ έλεγε ότι, ως καταλογογράφος συγγραφέων με αξία κατά την άποψή του, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να απαντά σε ένα ερώτημα: Στον λίγο χρόνο που έχουμε, τι να διαβάσουμε; Συνήθως βέβαια πρόσθετε και ένα «πρέπει», που πάλι δυναμίτιζε το κλίμα προβάλλοντας ηρωικές μορφές. Τίποτε και όλα (δεν πρέπει) να τα διαβάζουμε. Πράγματι είναι σπουδαίος ο Σαίξπηρ, αλλά, από το πώς αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των όσων λέγονται και της γλώσσας του, δημιουργείται ή όχι η ψευδαίσθηση ότι έτσι εξηγείται η κυριαρχία των αγγλικών, λες και δεν υπήρχε βρετανικός στόλος – με έναν τρόπο παρόμοιο με το πώς ο Αριστοτέλης εξηγεί την κυριαρχία των ελληνικών για όσους ξεχνούν ότι υπήρξε δάσκαλος ενός Αλέξανδρου. Αντιθέτως από έναν ποιητή όπως ο Ώντεν, ο Μπλουμ νόμιζε ότι η ποίηση αλλάζει τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει όμως, ο Σάμιουελ Τζόνσον θα ήταν μάλλον ευτυχής που μεταξύ αγαπημένων λέξεων του Χάρολντ Μπλουμ ήταν οι λέξεις askesis και kenosis.