Μπορεί να έχεις στη βιβλιοθήκη σου όλα –ή σχεδόν όλα– τα βιβλία ενός
συγγραφέα που, προφανώς, αγαπάς και να μην τον έχεις συναντήσει ούτε εξ
αποστάσεως, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μην έχεις στη βιβλιοθήκη σου
κανένα –ή σχεδόν κανένα– από τα βιβλία του και να έχεις προλάβει να
δεθείς μαζί του με βαθιάς φιλίας δεσμά.
Αυτή την αντιθετική –και,
συγχρόνως, αντιφατική– εξίσωση αφύπνισε μέσα μου ο Δημήτρης Άναλις εν
έτει ’96, όταν γύρισε μια μέρα και με ρώτησε αιφνιδίως αν έχω διαβάσει
Πέτερ Χάντκε. Αντί άλλης απάντησης, του έδειξα στη βιβλιοθήκη μου όσα
βιβλία του είχα διαβάσει μέχρι τότε, μισά στα ελληνικά και μισά στα
γαλλικά, καθώς δεν μιλώ γερμανικά. Ο Άναλις πήρε μερικά βιβλία του
Χάντκε από το ράφι κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει αργά, σταθμίζοντας από το
πλήθος των υπογραμμίσεων και των χειρόγραφων σημειώσεων στο περιθώριο
των σελίδων την αναγνωστική μου περιπάθεια.
Βάλθηκα να του μιλώ για
ό,τι αποκαλείται «εικονοποιητική πρόζα» σε μιαν ανάλυση λογοτεχνική, η
οποία «δείχνει» και «δεν λέει», εν αντιθέσει με την πρόζα που «λέει» και
«δεν δείχνει», υιοθετώντας μια συνειδησιακή και εν πολλοίς
εξομολογητική ροή του λόγου ως αφηγηματική τεχνική. Είχα αρχίσει να
σχολιάζω την αμέτοχη και, εν πρώτοις, ψυχρή αφηγηματική ιδιοσυγκρασία
του Χάντκε, που κοιτάει τα πράγματα αντί να τα περιγράφει, κατορθώνοντας
ενίοτε την απόλυτη αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου,1
όπου τα πράγματα δεν παρατηρούν μόνο τον αφηγητή αλλά και τον
αναγνώστη, παραπέμποντας υπόρρητα τον δεύτερο σε βιώματα, στοχασμούς και
συναισθήματα που ο πρώτος αφήνει στη σιωπή, όταν με διέκοψε, εξίσου
αιφνιδίως, ο Άναλις για να μου πει –απολογητικά, σχεδόν– ότι τον
συγγραφέα που είχα μάθει επί χρόνια να διαβάζω και να αγαπώ, εκείνος τον
είχε φίλο ακριβό.
Εντυπωσιασμένη, βεβαίως, αρνήθηκα –θυμάμαι– να
γνωρίσω τον Χάντκε από κοντά, έχοντας από νωρίς ενστερνιστεί την
παλαμική ρήση ως προσωπική αρχή: «Τον Ποιητή να τον ακούς μακριάθε.» Θα
είχα αρκεστεί στην αναγνωστική συμπάθεια του αυστριακού συγγραφέα,
πιστεύω, εάν –κι εδώ αρχίζει η εξ αντανακλάσεως ανατροπή– δεν είχα
αναγκαστεί, τρία χρόνια μετά, να αποδεχθώ ευγενικά την επιθυμία εκείνου
να με γνωρίσει ως σύντροφο του φίλου του, η οποία αρνείται να τον δει,
αν και τον αγαπάει ως γραφή.
Φθινόπωρο του ΄99, θα τον συναντήσω
για πρώτη φορά ένα νοτισμένο απόβραδο στο Παρίσι, αναβιώνοντας μια
παρόμοια αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου
τη στιγμή που θα τον δω να βγαίνει από το δάσος, να με πλησιάζει και να
με παρατηρεί, γεμίζοντας τις παλάμες μου με κάστανα και βελανίδια από
την απογευματινή του βόλτα. Διατηρώ ακόμη νωπά στη μνήμη μου δυο χέρια
γεμάτα χώμα, που άδειαζαν αμήχανα τις τσέπες του στα δικά μου χέρια.
Ένα
χρόνο μετά, ένα δροσερό μαρτιάτικο απόβραδο στην Αθήνα, θα με
υποχρεώσει η συγκυρία να τον ξαναδώ – καθώς, παρά τη γοητεία και την
ιδιότυπη ζεστασιά της παρουσίας του, συνέχισα να ενστερνίζομαι το
«μακριάθε» ως αρχή– στην προσπάθειά μου να τον αποτρέψω να κάνει με τα
πόδια τη διαδρομή Αθήνα-Πειραιά για να δει τον φίλο του Άναλι, κλινήρη
από αρρώστια περαστική. Είχα παρκάρει βιαστικά, με αναμμένα stop μπρος
στο Hotel Grande Bretagne, θυμάμαι, όταν τον είδα να κατηφορίζει τα
σκαλιά της κεντρικής εισόδου του ξενοδοχείου με τα παπούτσια ανά χείρας,
καθώς υπέφερε από κρυοπαγήματα μετά από πολύωρες πεζοπορίες στην
εμπόλεμη πρώην Γιουγκοσλαβία. Διατηρώ την ανάμνηση από ένα νοτισμένο
ασπασμό και την εκ νέου αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρούμενου και παρατηρητή, καθώς άρχισε να μου περιγράφει πώς έκοψε μόνος τα μαλλιά του μπρος στον καθρέφτη του δωματίου του.
Το επόμενο πρωινό, θα τον ξαναδώ στο καφενείο Zonar’s
της Πανεπιστημίου, συνοδεύοντας τον ασθενή ακόμη φίλο του στο ραντεβού
τους στην Αθήνα. Θυμάμαι την έκθαμβη απορία του όταν του είπα πως
διαβάζω κάθε βράδυ μία ή δύο –έντυπες ακόμη τότε– εφημερίδες για να
ενημερωθώ. Έκτοτε, θα αραιώσω συνειδητά τις αφορμές να τον δω από κοντά,
προκρίνοντας τη σημασία μιας δυαδικής επικοινωνίας στη φιλία του με τον
Άναλι, κυρίως την εποχή που ταξίδευαν ενίοτε μαζί στη Σερβία, με άμεση
συνέπεια να υποστούν και οι δύο –τηρουμένων των αναλογιών– τον
αποκλεισμό τους στη Γαλλία, πρωτίστως, από κάθε διάκριση ή και απλή,
έστω, αναφορά στο έργο τους, γεγονός που ώθησε τον μεν Χάντκε να
απομονωθεί στο σπίτι του πίσω από το δάσος –αφήνοντας την παρισινή πόλη
να συνεχίζει να υπάρχει όσο εκείνος ζούσε έναν εκούσιο εγκλεισμό–, τον
δε γαλλόφωνο ποιητή Άναλι να εγκαταλείψει το Παρίσι, μετά από σαράντα
πέντε χρόνια ζωής εκεί, μετοικώντας στην Ελλάδα οριστικά μέσα στο ’99.
Από το 2002 και μετά –με εξαίρεση ένα σύντομο ταξίδι του Χάντκε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2003, για να επισκεφθεί τον Κολωνό–,2
η ανάμνηση της μορφής του θα στομωθεί σταδιακά από το διστακτικό
ηχόχρωμα της τηλεφωνικής φωνής του –πάντα στη γαλλική– κάθε φορά που
καλούσε να μάθει για την κατάσταση υγείας του φίλου του, η οποία βρέθηκε
αρκετές φορές σε κρίσιμη καμπή.
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του
Άναλι, τον Φεβρουάριο του 2012, ο Χάντκε θα συντάξει ένα κείμενο –εν
είδει επίμετρου στη δίγλωσση έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής
του πρώτου με τίτλο Πρελούδιο στο νέο ψύχος του κόσμου / Prélude au nouveau froid du monde, που θα κυκλοφορήσει στην Αυστρία σε δική του μετάφραση–,3 το οποίο αρχίζει ως εξής:
Είναι 8 Μαΐου 2012 και πριν από τρεις μήνες έσβησε στην Αθήνα […] ο φίλος μου Δημήτρης Άναλις, ο Έλληνας ποιητής που έγραψε στη γαλλική γλώσσα. Τον Δημήτρη τον γνώρισα όταν ήταν πια σε προχωρημένη ηλικία, με κλονισμένη υγεία, […]. Ήταν, όμως, ακόμα αυτό που λέμε λεβεντάνθρωπος· συμπεριφερόταν, περπατούσε, κινείτο, απ’ την κορφή ώς τα πόδια, με τον αέρα του ευγενούς […].
Και καταλήγει:
Την τελευταία σύντροφο της ζωής του την έλεγαν / τη λένε Αντιγόνη – εγώ προφέρω και γράφω το όνομά της ακόμη Antίgone. Όλοι, όλοι όσοι γνώριζαν τον Δημήτρη γέμισαν θλίψη με την είδηση του θανάτου του· μια θλίψη βαθιά και συγχρόνως απαλή, έτσι όπως θα ταίριαζε μόνο στον θάνατο ενός χαμένου ποιητή. Σαν να του πρέπει η απώλεια του ποιητή –πράγμα οδυνηρά σπάνιο πια– και σαν αυτός, ο χαμένος ποιητής, να αξίζει ακέραιο το πένθος. […]4
Πέντε χρόνια μετά, την άνοιξη του 2017, με αφορμή μια επιστημονική ημερίδα που οργάνωσε η εκλεκτή φίλη Τιτίκα Δημητρούλια στο ΑΠΘ
για το έργο του Δημήτρη Τ. Άναλι, θα τον αιφνιδιάσω τηλεφωνώντας του
ένα πρωινό. Η παρατεταμένη σιωπή του μετά την πρώτη έκπληξη –ένιωσα να
αναδεύονται χώματα, αγαπημένα ονόματα και αναφομοίωτος πόνος μαζί–
διακόπηκε απότομα από ένα ηχηρό «ναι» μόλις άκουσε την πρόσκλησή μου να
παραστεί. «Όχι γιατί θα το χαρεί η ψυχή του Δημήτρη, αφού δεν υπάρχει,
αλλά γιατί θα το χαρείς εσύ», βιάστηκε να προσθέσει πριν κλείσει τη
γραμμή.
Πράγματι, στις 5 Μαΐου του 2017, ο Πέτερ Χάντκε θα παραστεί στο Αμφιθέατρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ,
συμμετέχοντας στη δίγλωσση ημερίδα «Δημήτρης Τ. Άναλις: μια γραφή πέραν
των ορίων / Dimitri T. Analis: L’écriture par-delà les frontières», ενώ
η σύζυγός του, η Γαλλίδα ηθοποιός Σοφί Σεμέν (Sophie Semin), θα
απαγγείλει σταδιακά ποιήματα του Άναλι, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον
Χάντκε.
Η ηλεκτρισμένη συγκίνηση του Αυστριακού συγγραφέα πάνω στο βήμα,
την ώρα που μιλούσε για την ποίηση του φίλου του, απαγγέλλοντας με τη
σειρά του ποιήματα από την τελευταία συλλογή του Άναλι, με επέστρεψε
απρόσμενα σε μια παλιά συνέντευξη του πρώτου, την οποία έτυχε να διαβάσω
ως φοιτήτρια στο Παρίσι την άνοιξη του ’86, στο βραχύβιο γαλλικό
περιοδικό L’Autre journal. Σ΄ εκείνη
τη συνέντευξη, με τον παράδοξο τίτλο «Το βιβλίο που η γάτα δεν μπορεί
να διαβάσει», υπήρχε μια ερώτηση σχετικά με το «πώς μπορεί να φανταστεί
κανείς έναν [αφηγηματικό] ήρωα», στην οποία ο Χάντκε απαντούσε, μεταξύ
άλλων:
— […] Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους. Ακόμα και
εδώ, σ’ αυτή τη μικρή πόλη, νομίζω ότι ξέρω καλά καμιά δεκαριά
ανθρώπους. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένας ανάμεσά τους που θα μπορούσα να
τον δω σαν ήρωα μιας αφήγησης. […] Το να μπορεί κανείς να γίνει ήρωας
μιας αφήγησης είναι πιο σημαντικό από το να γίνει βασιλιάς ή να πάρει
βραβείο Νομπέλ. Ποτέ, σχεδόν, στη ζωή μου δεν συνάντησα έναν ενήλικα που
να άξιζε να γίνει ήρωας. Κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι άξιος. Γνώρισα, όμως,
ετοιμοθάνατους, την ώρα του τέλους, και αρκετά παιδιά… […]
— Οι μόνοι ικανοί να είναι (λογοτεχνικοί) ήρωες είναι οι ετοιμοθάνατοι;
— Ή
οι νεκροί, ίσως. Το προτιμώ από το «ετοιμοθάνατοι». Έτσι άρχισα να
γράφω. Επειδή η μητέρα μού διηγήθηκε την ιστορία των αδελφών της που
σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν με συγκίνησε ο χαρακτήρας τους, αλλά το ότι
ήσαν νεκροί. […] Οι ήρωες για μένα είναι κατά κάποιον τρόπο απόντες: δεν
είναι διαθέσιμοι, ορατοί. Δεν βλέπεις ούτε τα μάτια, ούτε τα χέρια
τους. Το αόρατο γεννά την προσκόλληση στον απόντα. Για να ακριβολογώ,
αντί να πω «νεκρός», θα έπρεπε να πω «απών»: δημιουργεί ένα πολύ εύφορο
κενό και δίπλα του υφαίνεται η ιστορία. […]5
Στα ίδια λόγια περί ήρωα μιας αφήγησης είχε επιστρέψει ο νους μου αβίαστα και το ’99, όταν έμαθα πως ο Χάντκε είχε μετατρέψει τον φίλο του Άναλι σε ήρωα6
του θεατρικού έργου του Die Fahrt im Einbaum oder das Stück zum Film von Krieg / Το ταξίδι με το μονόξυλο ή υλικό για μια ταινία για τον πόλεμο.7 Εάν,
τότε, η επιλογή απόδοσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ήρωα στο
πρόσωπο ενός φίλου εν ζωή με είχε συγκινήσει, τώρα, η επιλογή απόδοσης
τιμής στη μνήμη ενός «χαμένου ποιητή» στάθηκε ικανή να με πείσει πως,
ναι, στα μάτια του Πέτερ Χάντκε, ο «χαμένος ποιητής», ως δυνητικός ήρωας
νεκρός, είναι πιο σημαντικός από ένα βασιλιά ή ένα συγγραφέα που πήρε
το βραβείο Νομπέλ.
Δύο χρόνια μετά, με την ανακοίνωση του βραβείου Νoμπέλ Λογοτεχνίας
2019, τον βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή –πολιορκημένο από
δημοσιογράφους, ετοιμοπόλεμες κάμερες και προτεταμένα μικρόφωνα– να
κάθεται στην αυλή του σπιτιού του στη Σαβίλ (Chaville), με τα ίδια
χέρια, γεμάτα χώμα, κουρασμένος από ένα μακρύ περίπατο στο δάσος. Καθώς
τον ακούω να απαντά στις ομαδόν ερωτήσεις των δημοσιογράφων –πότε στην
αγγλική και πότε στη γαλλική–, αναρωτιέμαι ποιο κινηματογραφικό σενάριο
είχε προβλέψει για τη δική του ζωή: τη δόξα αυτή ή τη μοίρα ενός «χαμένου
ποιητή»;
Για ένα πράγμα είμαι, όμως, βεβαία μπρος σε αυτή την εκ νέου αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου:
για εκείνη την παρέκκλιση του «τίποτα», εκείνο «τον χώρο υποδοχής μιας
παρέκβασης» κατά τη διάρκεια της νοερής αφήγησης της ζωής του, «που δεν
έχει καμία σχέση με το θέμα», αλλά αποβαίνει «η μεγαλύτερη ευτυχία και
δικαίωσή [τ]ου», όπως εκείνη «η μπλε λάμψη του φωτεινού σήματος του
ασθενοφόρου, για παράδειγμα, που αντανακλάται στην οδοντοστοιχία μιας
γυναίκας στον Κινέζο του πόνου».8
Οκτώβριος 2019
[1]
«Το κύριο επίτευγμα του Χάντκε έγκειται στο ότι καταφέρνει να κάνει τα
πράγματα, για τα οποία μιλάει, να μας κοιτούν», δηλώνει ο μεταφραστής
του στα γαλλικά G.-A. Goldschmidt.
[2]
Μια ηλιόλουστη γεναριάτικη μέρα, ξεκίνησε την περιδιάβασή του –όπως
γράφει κι ο ίδιος– από το πατρικό μου στον Πειραιά, αφού μίλησε επί
μακρόν με τη φιλόλογο μητέρα μου για τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και
τη συγκεκριμένη αθηναϊκή γειτονιά. Βλ. σχετικά, Πέτερ Χάντκε, «Το
ταξίδι στον Κολωνό», μτφρ. Ι. Γαλερίδης, Γ. Αραμπατζής, περ. Το Δέντρο, τχ. 163-164, στο: http://costas-mavroudis.blogspot.com/2008/07/blog-post_7899.html, 24.10.2019, 1:38.
[3] Dimitri T. Analis, Präludium zur neuen Kälte der Welz, Gedichte, Aus dem Französischen von Peter Handke, Jung und Jung, Salzburg 2012.
[4] Πέτερ Χάντκε, «Ενθύμηση Δημήτρη Α.», μτφρ. Εύης Πετροπούλου, στο Αφιέρωμα «Δημήτρης Τ. Άναλις», περ. Νέα Εστία, τχ. 1869, Ιούνιος 2016, σσ. 369, 371.
[5] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», εισαγωγή-μετάφραση Αντιγόνη Βλαβιανού, περ. Η Λέξη, τχ. 173, Γενάρης-Φλεβάρης 2003, σσ. 43, 45.
[6] Ονόματι: ο Έλληνας.
[7] Μετάφραση Ιώ Μαρμαρινού, Εξάντας 2002.
[8] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», ό.π., σ. 42.