Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου 2019, ο Χάρολντ Μπλουμ (Harold Bloom) δίδαξε το τελευταίο του μάθημα. Στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπου δίδασκε πάνω από πενήντα χρόνια. Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, πέθανε. Ήταν 89 ετών, επιβεβαίωσε η παιδο-ψυχολόγος γυναίκα του. Δύο παιδιά. Δύο μαθήματα δίδασκε σε προπτυχιακούς φοιτητές. Για τον Σαίξπηρ και τον λογοτεχνικό «κανόνα» και για την «ποιητική επιρροή», από τον Σαίξπηρ έως τον Τζον Κητς, διδακτική επιλογή που ως ευκολία λογιζόταν εις βάρος του.
Σε ένα από τα δεκάδες βιβλία του (Shakespeare: The Invention of the Human, 1998) υποστηρίζει ότι ο Άγγλος δραματουργός «επινόησε» την ανθρώπινη προσωπικότητα. Επέφερε αλλαγές αντιλήψεων για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι χαρακτήρες του έχουν εσωτερικότητα: αναπτύσσονται αντί να εκτυλίσσονται. Εδώ με τα ελληνικά τους ονόματα, ο Άμλετ και ο Μάκβεθ δείχνουν πώς μπορεί να κατανοηθεί η ανθρώπινη φύση. Και ιδίως ο Φάλσταφ, τον οποίο στις «Καμπάνες του μεσονυχτίου» υποδύεται ο Όρσον Γουέλς. Ο μεγαλόσχημος σωματότυπος και των δύο θυμίζει τον Αμερικανό κριτικό και συνεπώνυμο του ήρωα του Τζόυς στον Οδυσσέα.
Η σχέση του Μπλουμ με τον Φάλσταφ ξεκίνησε όταν ήταν 12 ετών. Το ταξίδι του στη λογοτεχνία είχε ήδη αρχίσει διαβάζοντας μια ανθολογία ποιημάτων στη γερμανοεβραϊκή γλώσσα γίντις, που μιλούσαν οι μετανάστες στο Ανατολικό Μπρονξ της Νέας Υόρκης γονείς του, από την Οδησσό και τη Λευκορωσία, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν να διαβάζουν αγγλικά. Ένα «τέρας» ανάγνωσης αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο, έλεγε αργότερα, μπορούσε να απορροφήσει χίλιες σελίδες σε μία ώρα. Μνήμη φωτογραφική τού επέτρεπε να απαγγέλλει μακροσκελή ποιήματα. Μίλτον. Μπλέικ. Χαρτ Κρέιν. Ο Σαίξπηρ ήταν Θεός, υποστήριζε, ενώ ο Θεός στην Τορά ή Πεντάτευχο των εβραιο-ελληνικών γραφών ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, επινοημένος ίσως από μια γυναίκα στην αυλή του Σολομώντα, σύμφωνα με το πιο γνωστό (The Book of J, 1990) από τα θεολογικού ή καβαλιστικού προσανατολισμού βιβλία του.
Δεν επρόκειτο για άποψη που ενστερνίστηκαν μελετητές των γραφών. Γενικότερα είχε πάψει να πείθει πανεπιστημιακούς. Ένα φλερτ με τον Ντεριντά δεν εξελίχθηκε σε ειδύλλιο. Το 1974 είχε μεταπηδήσει σε αυτόνομη έδρα στο Γέιλ από το Τμήμα Αγγλικών, που εθεωρείτο άντρο αποδομιστών. Αυτό κάθε άλλο παρά εμπόδισε τον διεθνώς διαβόητο κριτικό λογοτεχνίας να συνεχίσει να παράγει και να ανακυκλώνει ασυνήθιστα, για αυτό το είδος βιβλίων, ευπώλητες ανθολογήσεις και μελέτες, με προκαταβολή κάποτε άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για τη συγγραφή τους. Έγραψε και ένα μυθιστόρημα γνωστικής και επιστημονικής φαντασίας (The Flight to Lucifer, 1979), από εκείνα που γράφουν οι κριτικοί, το οποίο αποκήρυξε.
Επικεντρώθηκε στην προβολή ενός «Δυτικού κανόνα» της λογοτεχνίας (The Western Canon, 1994 και η «περίληψή» του How to Read and Why, 2000), από τον Δάντη έως τον Μπέκετ και ελάχιστους νεότερους, επιχειρώντας να διασώσει, για τους υποστηρικτές του, ό,τι αισθητικά καλύτερο μπορούσε να διασωθεί από μια επέλαση καταναλωτικά χαμηλού γούστου ή προσπαθώντας να διαιωνίσει, για τους επικριτές του, μια ιμπεριαλιστική κυριαρχία Λευκών Νεκρών Ανδρών που σφυροκοπούσαν νεότερες τάσεις στη λογοτεχνική κριτική, τις οποίες στο ίδιο τσουβάλι μιας Σχολής Μνησικακίας έβαζε ο Χάρολντ Μπλουμ. Ένας ξεπερασμένος λαϊκιστής, ένας δεινόσαυρος, για όσους διαφωνούσαν μαζί του. Ένας φάρος ειλικρίνειας και ποιοτικών προδιαγραφών, για όσους συμφωνούσαν.
Με αντίστοιχη επιθετικότητα είχε κάνει ο ίδιος το πρώτο Μπλουμ στα ύδατα της κριτικής. Με επιθέσεις στην κυριαρχία τότε του Έλιοτ και των Νέων Κριτικών, που αναδείκνυαν Άγγλους μεταφυσικούς ποιητές εις βάρος των Ρομαντικών. Στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ υπήρξε μαθητής του M.H. Abrams, που είχε θητεύσει στον I.A. Richards στο Κέμπριτζ. Συγγραφέας κρίσιμου βιβλίου (The Mirror and the Lamp, 1953) για τον Ρομαντισμό πριν ξαναγίνει της μόδας και επιμελητής (για τις επτά πρώτες εκδόσεις, πριν αναλάβει ο Stephen Greenblatt) της καθοριστικής, στη δημιουργία κανόνα, ανθολογίας αγγλικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Norton, ο Έιμπραμς επίσης είχε μαθητές τη μετα-αποικιακής στόχευσης κριτικό Gayatri Spivak και τους σπουδαίους πεζογράφους Γουίλιαμ Γκας και Τόμας Πίντσον. Διασκευή της διατριβής του Μπλουμ στο Γέιλ ήταν το πρώτο βιβλίο του, για τον Σέλλεϋ (Shelley’s Mythmaking, 1959). Ακολούθησαν Γέιτς, Ουάλας Στίβενς και άλλοι.
Γύρω στα τριανταπέντε του, βαθιά κατάθλιψη που κράτησε χρόνια τον οδήγησε σε εμμονική ανάγνωση του Φρόυντ. Μια θεωρία για την ποίηση προέκυψε από ένα εμπνευσμένο από εφιάλτη επικό ποίημα που είχε αρχίσει να γράφει. Το έργο που τον καθιέρωσε ήταν Το άγχος της επιρροής (The Anxiety of Influence, 1973) ή Η αγωνία της επίδρασης, όπως δημιουργικά το απέδωσε ο Δημήτρης Δημηρούλης. Ένας ποιητής, υποστήριξε ο Μπλουμ, ανταποκρίνεται και αμύνεται εναντίον προηγούμενων ποιητών. Η ποίηση είναι μια παρανάγνωση όσων προηγήθηκαν, τα οποία σφετερίζεται σε μια αδίστακτη διαπάλη κάθε νέας δημιουργίας μαζί τους. Όπως ο γιος αρνείται τον πατέρα, έτσι ο ποιητής επιχειρεί να επισκιάσει τους προγόνους του, για να μπορέσει να δημιουργήσει, παραλείποντας το χρέος του. Υπάρχουν σαφή παραδείγματα, ιδίως από τους Ρομαντικούς. Η θεωρία αυτή επανέφερε στην ποίηση ιστορικό περιβάλλον και πρόθεση, που είχε εξοβελίσει η Νέα Κριτική. Σε μια φροϋδική διαπάλη, η διάκριση μεταξύ ζωής της τέχνης και τέχνης της ζωής απαλείφεται. Θέματα επιρροής συνέχισαν να τον απασχολούν, όπως ιδίως στο βιβλίο The Anatomy of Influence (2011), που πρόωρα αποκάλεσε κύκνειο άσμα.
Από τη στιγμή που ιστορία και κοινωνικό περιβάλλον επανέρχονται, δεν είναι προφανές αν υπάρχουν ή όχι όρια στην επίδρασή τους. Είναι εύλογο ένας (δυτικός λογοτεχνικός) κανόνας να αναδεικνύεται σε εργαλείο ηγεμονίας πολιτιστικής και κατά συνέπεια πολιτικής, σε μια οικουμενικών διαστάσεων «απάτη» που επιβραβεύει καταπίεση και διακρίσεις εθνικές, εθνοτικές, κοινωνικές, φύλου, προτιμήσεων και ταυτότητας. Το να επιμένει κάποιος, όπως ο Μπλουμ, ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν αποτελεί κοινωνικό ντοκουμέντο που διαβάζεται για το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενό του, αλλά στοιχείο αισθητικής απόλαυσης, δεν συνιστά υπεράσπιση των ετεροτήτων του λόγου, αλλά ανήθικη, νεορομαντική και παλιομοδίτικη μέθοδο επιστράτευσης στερεοτύπων περί δημιουργίας και μεγαλοφυίας, για όσους αδυνατούν να τον ανεχθούν.
Η αντιπαράθεση επιδεινώνεται καθώς επιστρατεύονται χαρακτηρισμοί, όπως στην περίπτωση του Μπλουμ, που, δίκην φυλλαδιογράφου, Γκράουτσο-Μαρξιστή και όχι της σχολής Καρλ αποκαλούσε τον εαυτό του, ενώ με καυστικότητα αναφερόταν σε βραβευμένες γυναίκες συγγραφείς όπως η Ντόρις Λέσινγκ ή η Άλις Γουόκερ, που δεν χωρούσαν στο δικό του πάνθεον περίπου 850 συγγραφέων, με υψηλές θέσεις για τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Έμιλυ Ντίκινσον ή την Τζέιν Ώστεν. Τα «τμήματα αγγλικών», έλεγε, θα γίνουν «τμήματα πολιτιστικών σπουδών», όπου κόμικς του Μπάτμαν, πάρκα των Μορμόνων, τηλεοπτικές εκπομπές και μουσική ροκ θα αντικαταστήσουν τον Τσώσερ, τον Σαίξπηρ και τον Γουέρντσγουερθ. Λίγα μαθήματα θα συνεχίσουν να προσφέρονται, όπως συμβαίνει με τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά.
Είναι αλήθεια ότι το ευρύ κοινό διαρκώς προτιμά σκοτεινούς προφήτες, που του δίνουν κουράγιο λέγοντας ότι όλα υποβαθμίζονται και δεν είναι πλέον όπως, υποτίθεται, ήταν κάποτε. Πρόκειται για μια εμπλοκή ανασφαλούς «άγχους» και ασφαλούς «επιρροής», η κανονικότητα της οποίας συνήθως διαφεύγει, καθώς προεξάρχει το εξής οξύμωρον, όχι μόνο σε σχέση με τη λογοτεχνία: ο «ελιτισμός» ενός κανόνα για όλε/ους να υποστηρίζεται από «λαϊκιστές», όπως ο Μπλουμ, που ως πέμπτο παιδί ενός εργάτη υφαντουργίας περηφανευόταν για την ομοιότητά του με τον κωμικό Zero Mostel, ενώ ο «λαϊκισμός» εναλλακτικών επιλογών υπερηφάνως να υποστηρίζεται από ένα πνευματικό ιερατείο πανεπιστημιακών «ελίτ».
Όταν επανερχόταν στο πάθος του για τη λογοτεχνία, ο Μπλουμ έλεγε ότι, ως καταλογογράφος συγγραφέων με αξία κατά την άποψή του, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να απαντά σε ένα ερώτημα: Στον λίγο χρόνο που έχουμε, τι να διαβάσουμε; Συνήθως βέβαια πρόσθετε και ένα «πρέπει», που πάλι δυναμίτιζε το κλίμα προβάλλοντας ηρωικές μορφές. Τίποτε και όλα (δεν πρέπει) να τα διαβάζουμε. Πράγματι είναι σπουδαίος ο Σαίξπηρ, αλλά, από το πώς αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των όσων λέγονται και της γλώσσας του, δημιουργείται ή όχι η ψευδαίσθηση ότι έτσι εξηγείται η κυριαρχία των αγγλικών, λες και δεν υπήρχε βρετανικός στόλος – με έναν τρόπο παρόμοιο με το πώς ο Αριστοτέλης εξηγεί την κυριαρχία των ελληνικών για όσους ξεχνούν ότι υπήρξε δάσκαλος ενός Αλέξανδρου. Αντιθέτως από έναν ποιητή όπως ο Ώντεν, ο Μπλουμ νόμιζε ότι η ποίηση αλλάζει τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει όμως, ο Σάμιουελ Τζόνσον θα ήταν μάλλον ευτυχής που μεταξύ αγαπημένων λέξεων του Χάρολντ Μπλουμ ήταν οι λέξεις askesis και kenosis.