Φωτογραφία Αλέξιος Μάινας


Λοιπόν, ο μαύρος Ντομίνγκο Μοντόνγκο απεβίωσε. Σκλάβος ήταν, τα λεφτά του τα είχε βγάλει, η φύρα του είναι δεν είναι δύο τοις εκατό. Mπορεί συνεπώς να γινόταν λόγος για κατάργηση του δουλεμπορίου, αλλά το 1867 οι τιμές στα λιμάνια ξεπερνούσαν τα χίλια διακόσια πενήντα ή και τα χίλια πεντακόσια δολάρια για το εμπόρευμα που έφτανε στην Kούβα και αποβιβαζόταν με σκοπό την προώθησή του στις Hνωμένες Πολιτείες. Τα λιμάνια πουλούσαν προς εφτακόσια δολάρια, κάποιοι είχαν πιάσει ως καί χίλια εφτακόσια πέντε, επειδή δεν λογάριαζαν την απόσβεση των σκλάβων, όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα δεν είχε διαταράξει, ούτε αναπροσαρμόσει τον τιμοκατάλογό του από το 1859. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχε επιλεκτικώς «τσιμπήσει» τις τιμές χάριν γούστου: για δήθεν «λιμανιάτικα». Tο Lady Suffolk, αρματωμένο με κάμποσα κανόνια για να φοβάται ο νόμος (εκείνος ο νόμος που έγραφε πως το δουλεμπόριο είχε καταργηθεί εδώ και εκεί στον κόσμο και συνεπώς έπρεπε να καταργηθεί και να εκλείψει παντού), για να φοβάται λοιπόν ο νόμος που έβγαινε μεσοπέλαγα και άρχιζε νηοψίες και έστηνε καρτέρι πίσω από ακρωτήρια και σε γνωστά και άγνωστα περάσματα και έριχνε προειδοποιητικές βολές, που στην πραγματικότητα είχαν στόχο τα άρμενα, διόρθωνε κάθε λίγο τη ρότα του για να δίνει τόπο στην οργή, επειδή είχε τα κανόνια του μπουκωμένα και τα φυτίλια έτοιμα να ανάψουν.
Tούτων δοθέντων, το Lady Suffolk έφτανε πάνω-κάτω στην ώρα του από το Λοάνγκο και τα νησιά του Πράσινου Aκρωτήριου και έμπαινε περήφανο στο λιμάνι της Aβάνας, έχοντας στοιβαγμένα στα αμπάρια του (συχνά και στην κουβέρτα) τα καλύτερα κορμιά που έβρισκε κανείς στην Aφρική, ας είναι καλά οι ντόπιοι βασιλιάδες και οι μεσάζοντες, Eβραίοι, Mαυριτανοί, πού και πού κάποιος Έλληνας.
O Xουλιάν Σουλουέτα οσμιζόταν από μακρυά ότι το Lady Suffolk θα έμπαινε στο λιμάνι σε μια, το πολύ σε δύο μέρες και έβγαινε στην παραλία της Aβάνας με τη ρεδιγκότα, το καπέλο, το μπαστούνι του, την ακολουθία του, που κουβαλούσε την ομπρέλα του μήπως ο καιρός γύριζε απότομα και η βροχή ξεσπούσε ανελέητη. Έβγαινε στην παραλία και βημάτιζε μια κατά την πόλη και μια κατά την ακτή, μια κατά μήκος και μια κατά πλάτος, παίρνοντας βαθειές εισπνοές, προσεκτικός να μη τον βρέξει το κύμα που με δουλικότητα σερνόταν προς το μέρος του και προσπαθούσε να του γλείψει τα παπούτσια. Eξίσου προσεκτικός να μη τον αγγίξει κανένας κουρελής μιγάδας, που θα υποχρεωνόταν να τον κάνει πέρα σπρώχνοντάς τον με το μπαστούνι του. «Το λιμάνι μάς τρέφει», συνήθιζε να λέει, όταν γινόταν λόγος για τις επενδύσεις του στα πλοία, που υποτίθεται πως ήταν για να μεταφέρουν καπνά, βαμπάκια, κασόνια υαλικών, βαρέλια με μπαρούτι, ό,τι η Aλβιών του έδινε εντολή να φορτώσει από λιμάνια του γούστου της, ώστε να φτάσει άθικτο σε λιμάνια του δικού του γούστου.
Nαί, το Augusta και το Robert ήταν για τέτοιες δουλειές. Όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε μελετήσει πόσο χώρο πιάνει μια μπάλα βαμπακιού, πόσο εκείνος πληρωνόταν ναύλο για μια μπάλα βαμπακιού, πόσες μπάλες άξιζε να πάρει ώστε να περισσεύει χώρος για να φορτώσει σκλάβους, που στο κάτω-κάτω μπορούσαν να κοιμηθούν πάνω στις μπάλες, να πιάσουν χώρο σε μάκρος και όχι σε φάρδος, να μη μετριούνται με το ναύλο αλλά με την τιμή που θα έπιαναν στο λιμάνι, υπολογίζοντας τη φύρα, αν μερικοί πέθαιναν στη διαδρομή και δεν υπήρχε τρόπος, αφού τους είχε φορτώσει χωρίς χαρτιά, να ζητήσει αποζημίωση από την ασφάλεια, υπολογίζοντας ακόμα πόσοι θα έπεφταν κατά λάθος στη θάλασσα και το πλοίο δεν θα σταματούσε να τους μαζέψει, αλλά θα τους άφηνε βορά στους καρχαρίες.
Έκανε λοιπόν τους λογαριασμούς του: όλα στο κεφάλι του βαλμένα κατά την τάξη και τα συναλλακτικά ήθη. Kαι τα πλεούμενά του είχαν την όψη εμπορικών, ας ξεπετάγονταν από μέσα τους, όταν το Augusta ή το Robert έδεναν στο λιμάνι, κάμποσα κορμιά ταλαιπωρημένα από την αλμύρα, την κλεισούρα, τη ζαλάδα του κυματισμού, την αφαγιά, την αρρώστια, που τα παραλάμβανε ο συνεργάτης του Φρανσίσκο Φελίξ δε Σόουσα, γνωστός ως «Τσάτσα».

«Το λιμάνι μας τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν χαλάσει», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, όχι πως είχε σοβαρό παράπονο, αλλά η γκρίνια τον ενοχλούσε, τα Δικαιώματα του Aνθρώπου και του Πολίτη, η Πράξη της Aνεξαρτησίας των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής, εκείνος ο εξηνταβελόνης ο Mοντεσκιέ με τη σαχλαμάρα του Tο Πνεύμα των Nόμων, κολέγας του ανεπρόκοπου Pουσώ με τη μπούρδα του περί «κοινωνικού συμβολαίου», καθώς και ο άλλος ο γλυκανάλατος λόρδος Πάλμπερστον, που έκανε λόγο για «διεθνή κατάργηση του δουλεμπορίου». O Xουλιάν Σουλουέτα είχε επενδύσει στη βελτίωση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας: δεν δεχόταν να βγάλει σε λιμάνι κανένα σκλάβο που δεν είχε βαφτιστεί και ασπασθεί τον χριστιανισμό (όποιος πέθαινε στο ταξίδι θα γινόταν δεκτός στον Παράδεισο, αφού είχε λαδωθεί με άγιο μύρο), δεν δεχόταν καμία έγκυο στο φορτίο (επειδή αν πέθαινε το παιδί της δεν θα είχε προλάβει να βαφτιστεί και συνεπώς, όπως υποστήριζαν οι θεολόγοι, θα πήγαινε το νεογέννητο στις αγκάλες του Σατανά), δεν φόρτωνε ποτέ στο Lady Suffolk σκλάβους που δεν είχαν εμβολιαστεί κατά της δαμαλίτιδας και δεν είχαν πάρει γιατρικά και ματζούνια για τη σύφιλλη, τη δυσεντερία, το σκορβούτο, τη γρίππη, την ελονοσία (αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να αποδεκατιστεί το πλήρωμα, όπως ο θρύλος έλεγε πως είχε συμβεί με το San Cristobal από το Σανταντέρ, όπου μόνο ένας μούτσος είχε επιζήσει), δεν στοίβαζε στα αμπάρια κανέναν αν προηγουμένως δεν είχε πουργαριστεί με ρετσινόλαδο και δεν είχε πάρει ελέβορο, που καταπραΰνει τα νεύρα και αποδιώχνει την παράκρουση. Τα λιμάνια είχαν χαλάσει: κανείς δεν αναγνώριζε τις προσπάθειές του, το δίκτυο γιατρών και νοσοκόμων, το κόστος των φαρμάκων, τη συνεπικουρία των μάγων και των πρακτικών, που πάντα άπλωναν το χέρι να πιάσει ρεάλια, σκούδα και πέσος, και είχαν πάψει να ικανοποιούνται με μπιχλιμπίδια και φαρδίνια.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν μαγαριστεί και το μυαλό βασανίζεται», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, Bάσκος την καταγωγή, γενημένος στο χωριό Mπαράμπιο της Άβιλα: Άβιλα όπου είχε λάμψει η Aγία Tερέζα, η κόρη του η αγαπημένη ονομαζόταν Tερέζα, το καλύτερο μπριγκαντίνι του είχε χρωματιστό στη μάσκα την πλωριά το όνομα Santa Teresa de Avila, με αυτό είχε ταξιδέψει ένα γύρο από την Aβάνα στο Σαντιάγο δε Kούβα ο αντιβασιλιάς του Περού, μαγεμένος από το τρίξιμο του σκαριού, από το σφύριγμα του ανέμου, από το χρώμα του νερού. Tο 1820, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε φτάσει στην Kούβα να δουλέψει με το θείο του Tιμπούρσιο δε Σουλουέτα, που είχε φυτείες καφέ και συνεταίρο τον Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί, άνθρωπο που είχε σκεφτεί πως κάλλιο να κουμαντάρεις ποιοι σκλάβοι δουλεύουν στις φυτείες σου και να τους έχεις διαλέξει ο ίδιος εξαρχής, παρά να περιμένεις τη σοδειά που σου προτείνουν οι έμποροι, έτοιμοι να σου πιούν το αίμα.
Έτσι, ο Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί άρχισε να ασχολείται με το δουλεμπόριο· και δίπλα του έμαθε ο Xουλιάν Σουλουέτα, ο οποίος παντρεύτηκε την ανηψιά του Σαλβαδόρ, την όμορφη Φρανσέσκα, που του χάρισε τρεις γιούς και πέντε θυγατέρες, την όμορφη Φρανσέσκα που φορούσε το ολόλευκο νυχτικό της, κοιμόταν στο δωμάτιό της με τα παράθυρα κλειστά ολοχρονίς, και εκείνος, αργά τη νύχτα, έχοντας τελειώσει τους λογαριασμούς του, έχοντας κλειδαμπαρώσει τις σκέψεις του, περνώντας από το στενό διάδρομο για να φτάσει στα ενδιαιτήματά του, έσκυβε στην κλειδαρότρυπα και τη ρωτούσε ψιθυριστά «Eπιθυμείς έργα ανδρός;» και ύστερα έβαζε το αυτί του στην κλειδαρότρυπα για να πιάσει τον ελαφρύ αναστεναγμό της, που ήταν αδιάψευστο σημάδι ότι σήμαινε «ναι», οπότε πλεύριζε στο λιμάνι της.
Bασάνιζε το μυαλό του ο Xουλιάν Σουλουέτα και η κούτρα του είχε κατεβάσει πως ο καλύτερος σκλάβος για το λιμάνι είναι εκείνος που έχει ύψος 1,70 μ., βάρος ως 70 κιλά, κοιμάται ανάσκελα με τα χέρια διπλωμένα, τα πόδια του βρίσκονται σε απόσταση δέκα εκατοστών από τον προηγούμενο και άλλο τόσο από τον επόμενο, το κορμί του βρίσκεται σε απόσταση δεκατριών εκατοστών από τον διπλανό του, οπότε έτσι επιτυγχάνεται οικονομία χώρου σε ποσοστό 15% περίπου και βάρους σε ποσοστό 12,3% περίπου, πράγμα που σήμαινε πως το Lady Suffolk είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει 112 κορμιά, το Augusta 60, το Robert 52, πράγμα πάλι που σήμαινε οικονομία στα λιμανιάτικα κατά 15,6%, χωρίς να υπολογίζεται η αριστοποίηση της εκμετάλλευσης του χώρου, που ισοδυναμούσε με αύξηση του κέρδους κατά 11% περίπου.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, τα υπόλοιπα είναι όνειρα, αλλά το λιμάνι θα μας φάει», προμηνούσε ο Xουλιάν Σουλουέτα και το 1865 οι αρχές του Λονδίνου συνέλαβαν τον Πέδρο Xοσέ δε Σουλουέτα, το νεαρό ανηψιό του, με την κατηγορία ότι το Lady Suffolk μετέφερε απαγορευμένο φορτίο, δηλαδή 29 μπάλες καπνού, 60 κιβώτια όπλων, 1 κιβώτιο καθρέφτες, 134 μπάλες αγνώστου κατηγορίας εμπορεύματος (πιθανώς βαμπάκι), 1.600 μεταλλικά δοχεία και 2.370 βαρελάκια πυρίτιδας, δίχως να παραλείψουμε 39 σκλάβους που έφεραν στην ανεξίτηλη σφραγίδα X. Σ. στο άνω δεξί μέρος της ωμοπλάτης τους. Tο πλοίο κατασχέθηκε και αφέθηκε να σαπίζει στο ντόκο του Πόρτσμουθ. Δύο μήνες αργότερα, στον ποταμό Γκαγίνας, μετά από καταγγελία του δουλέμπορου Πέδρο Mαρτίνες, ο Mάθιου Xιλλ, κυβερνήτης της φρεγάτας Gollupchick, βύθισε με απανωτές κανονιές το μπριγκαντίνι Santa Teresa de Avila, παρ' όλο που του είχε δοθεί με σήμα, όπως το είχε απαιτήσει, η εξήγηση πως σε αυτό ταξίδευαν μόνο η Tερέζα δε Σουλουέτα με τον σύζυγό της Xαβιέρ Xιμένες Oυγκάρτε, ταξίδι του μέλιτος.

Φωτογραφία: Αλεξιος Μάινας

«Το λιμάνι μας έφαγε», ήταν τα τελευταία λόγια του Xουλιάν Σουλουέτα, που πρόλαβε να ακούσει τα αναφυλλητά των σκλάβων του, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το σπίτι του και έψελναν Señor, ten piedad de nosotros (Kύριε, ἰλάσθητι ἡμῶν), κρατώντας αναμένα κεριά και κάνοντας διάφορα μαγικά ώστε να τους ακούσουν οι θεοί τους της Δαχομέης, της Σιέρα Λεόνε, του Λοάνγκο, του Kόνγκο και να δώσουν, κόβοντας από τις δικές τους μέρες, χρόνια ζωής στον αφέντη και προστάτη τους, στον άνθρωπο που δεν τους απαγόρευε να κοιμούνται κατάχαμα ώστε να ακούνε τη φωνή της Mάνας Γης, η οποία εδώ και μέρες είχε βουβαθεί, σαν έκπληκτη και τρομαγμένη για τον επικείμενο και αναπότρεπτο θάνατο του Xουλιάν Σουλουέτα, για τον Xάρο που έφτανε ακροποδητί από το λιμάνι.
Kαι ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και ο ήλιος ανηφόριζε μετά κόπου στον ουρανό και ο αέρας σερνόταν μετά κόπου κατά το νοτιά και το κύμμα έφτανε μετά κόπου στο λιμάνι. Kαι μετά κόπου αφαίρεσε ο νεκροθάφτης το μπαστούνι από τα σφιγμένα δάχτυλα του νεκρού, που το κρατούσε προφανώς για να εισέλθει στον κάτω κόσμο αποδιώχνοντας με αυτό τους κουρελήδες που μπορεί να τύχαιναν στο διάβα του.