Τον Οκτώ­βριο του 1862, η εξέ­γερ­ση της φρου­ράς της Αθή­νας ανα­γκά­ζει τον βα­σι­λιά των Ελ­λή­νων Όθω­να και τη βα­σί­λισ­σα Αμα­λία να πα­ραι­τη­θούν από τον θρό­νο και να εγκα­τα­λεί­ψουν τη χώ­ρα, επι­βαί­νο­ντες του βρε­τα­νι­κού πλοί­ου «Σκύλ­λα». Άτε­κνοι, εγκα­τα­λει­μέ­νοι από τις προ­στά­τι­δες Δυ­νά­μεις και εγ­γυ­ή­τριες της ανε­ξαρ­τη­σί­ας και του κα­θε­στώ­τος της Ελ­λά­δας, έφευ­γαν συ­ντε­τριμ­μέ­νοι, χω­ρίς να έχουν κα­τα­λά­βει τι δεν εί­χε πά­ει κα­λά. Εί­χαν αγα­πή­σει τό­σο πο­λύ τη χώ­ρα, για χά­ρη της εί­χαν εγκα­τα­λεί­ψει τό­σα πολ­λά στις δι­κές τους χώ­ρες. Φαί­νε­ται πως ο Όθων συ­γκλο­νί­στη­κε σε τέ­τοιο βαθ­μό από τη βί­αιη αντί­δρα­ση ενα­ντί­ον του ώστε, εκτός από τη θλί­ψη που τον κυ­ρί­ευ­σε, δεν μπό­ρε­σε να απο­βά­λει την απο­στρο­φή του για τον ελ­λη­νι­κό λαό. Το τσα­κι­σμέ­νο στέμ­μα του εκτί­θε­ται στο Εθνι­κό Ιστο­ρι­κό Μου­σείο της Αθή­νας. Η φου­στα­νέ­λα που φο­ρά­ει στο ολό­σω­μο προ­τραί­το του, κα­μω­μέ­νο από τον Νι­κη­φό­ρο Λύ­τρα, δεν πρέ­πει να εί­ναι η ίδια που τον συ­νό­δευ­σε στην τε­λευ­ταία κα­τοι­κία του το 1867, αφού επι­θυ­μία του ήταν να τα­φεί φο­ρώ­ντας την «πα­ρα­δο­σια­κή ελ­λη­νι­κή φο­ρε­σιά».
Δεν εί­χαν συ­μπλη­ρω­θεί σα­ρά­ντα χρό­νια από την δη­λω­θεί­σα ανα­κή­ρυ­ξη της ελ­λη­νι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας και η Ελ­λά­δα, αντί να βρε­θεί κο­ντά στο πρό­τυ­πο που δια­γρα­φό­ταν για αυ­τήν με τη δη­μιουρ­γία της, κα­τέ­λη­ξε να μην απο­μα­κρυν­θεί από το εναλ­λα­κτι­κό πρό­τυ­πο, που δεν ήταν άλ­λο από την οθω­μα­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα από την οποία γεν­νή­θη­κε. Η Ελ­λά­δα έδει­χνε ανή­μπο­ρη να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τις «πο­λι­τι­σμέ­νες» χώ­ρες.