Το είδος του μυθιστορήματος κι η έννοια του πλήθους κανονικά δεν συνάπτονται,[1] αφού το μυθιστόρημα αναπτύχθηκε, όταν έγινε κατανοητή η ατομικότητα και η ανεξαρτησία του ανθρώπου από ποικίλες κοινωνικές ομάδες. Το μυθιστόρημα έχει πρωταγωνιστή ή πρωταγωνιστές και πάνω στη δράση τους οικοδομείται η μυθιστορηματική πλοκή. Επομένως, ανώνυμα πλήθη, κοινότητες, κόσμος, όχλος, κοινό, μάζα, συλλογικότητες κλπ. δεν ταιριάζουν στη μεγάλη φόρμα.
Ή μήπως όχι;
Άρχισα να αναζητώ βιβλία που δεν έχουν κεντρικό χαρακτήρα αλλά πολυάριθμα πρόσωπα, ανώνυμα ή επώνυμα, ομάδες ανθρώπων και πλήθη. Το μυαλό φυσικά ξεκινά από το Πλήθος του Αντρέα Φραγκιά (1985-1986),[2] ένα μεταμοντέρνο έργο όπου πολλές ομάδες και άτομα κινούνται στην καθημερινότητα μιας μεγαλούπολης, στην οποία η κυβέρνηση ελέγχει τα πάντα. Βέβαια, ανάλογο εγχείρημα είχε επιχειρήσει πάλι ο Α. Φραγκιάς το 1972 στον Λοιμό, όπου σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατούμενοι πολλών τύπων αντιμετωπίζουν τον παραλογισμό της κράτησής τους. Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, έχουμε δύο είδη δυστοπίας. Μια τέτοια χρήση του πλήθους –σε δυστοπικό πλαίσιο- έχουμε και στο μεταθανάτιο χριστολογικό-εσχατολογικό μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου Οι άνδρες του αίματος (2019).
Ωραία ο Α. Φραγκιάς μέσα στη μεταμοντέρνα του μυθιστορηματική λογική. Υπάρχει άλλος; Είναι λ.χ. πλήθος οι πολυάριθμοι κάτοικοι της πολυκατοικίας στο 10 του Μ. Καραγάτση, στο οποίο συναντάμε μια «Σαχάρα πολυάριθμη κάθε μόχθου, βιοπάλης, φτώχειας κι αθλιότητας» (σελ. 25-26), μια πανσπερμία τύπων, κοινωνικών ομάδων, επαγγελμάτων και ρόλων;[3] Είναι πλήθος οι πολυάριθμοι χωρικοί γύρω από το μοναστήρι της Ορθοκωστάς στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θ. Βαλτινού (1994), στο οποίο αναδεικνύεται η «ανώνυμη συλλογική ιστορική μνήμη» για τον Εμφύλιο (Πολίτη 1995)[4]; Είναι πλήθος τα άσχετα μεταξύ τους άτομα στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989), που συναποτελούν τη μικροαστική Ελλάδα της εποχής, ή οι ποικίλοι άνθρωποι ανά τον κόσμο στο Από το πουθενά (2015) του Μισέλ Φάις, άτομα που συνθέτουν ένα πανοραμικό πλαίσιο για να αναδειχθεί η παγκόσμια κοινότητα της ανθρωπότητας;[5]
Μία έννοια που θα εξετάσω παρακάτω και θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε καταφατικά είναι αυτή του «συλλογικού μυθιστορήματος» (collective novel), ακόμα κι αν οι πολυάριθμες μοναδικότητες δεν φέρονται ως μια αρραγής ομάδα, ομοιογενής κι ενιαία, αλλά ως ετερόκλητα πρόσωπα που δεν συγκροτούν αυτοδύναμες μυθοπλαστικές προσωπικότητες. Η δύναμή τους πηγάζει από τη θέση τους μέσα στο σύνολο, τη διασταύρωση, τη συμφωνία, τη διαφοροποίηση ή τη σύγκρουσή τους με τους υπόλοιπους. (γι’ αυτό το αιρετικό, λοιπόν, μυθιστόρημα θα μιλήσω ειδικότερα παρακάτω).
Από εκεί και πέρα τι;
Από εκεί και πέρα, ξαναλέω, το πλήθος δεν υπάρχει παρά μόνο ως συνοδός ή αντίπαλος του πρωταγωνιστή. Κι αυτό νομίζω ότι αξίζει να δούμε ειδικότερα.
Το 1897 δημοσιεύεται Ο Ζητιάνος του Αντρέα Καρκαβίτσα, στον οποίο ο πρωταγωνιστής Τζιριτόκωστας εξαπατά τους κατοίκους ενός χωριού στη Θεσσαλία και ζει εις βάρος τους. Έχουμε λοιπόν έναν κεντρικό ήρωα απέναντι σε ένα άβουλο σύνολο χωρικών. Μάλιστα θεωρούνται εξαιρετικές «οι σκηνές πλήθους, με την απεικόνιση της ομαδικής ψυχολογίας, της μαζικής θα λέγαμε ψύχωσης, όπως στις σκηνές των γυναικών που τις παρασύρει ο ζητιάνος, και στον υστερικό φόβο των Καραγκούνηδων για το βρυκόλακα» (Σταυροπούλου 1997: 200).[6]
Ανάλογη μορφή εξαπάτησης μιας ευεπηρέαστης μάζας συναντάμε εκατό χρόνια αργότερα στο έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου Αγιογραφία (2003). Εκεί ο Ιωάννης ο Ορφανός «εκμεταλλεύεται» την ευπιστία των κατοίκων ενός χωριού της Αρκαδίας το 1940 και πείθει έστω και πρόσκαιρα για την αγιότητά του. Το πλήθος κινείται στην αρχή υπέρ του αλλά από ένα σημείο και μετά αναφανδόν εναντίον του.
Η συζήτηση μας οδηγεί στον Νίκο Καζαντζάκη. Σε πολλά έργα του, υπό το καθεστώς της νιτσεϊκής ματιάς, ο ήρωας (προσπαθεί να) είναι υπερήρωας απέναντι σε ένα κατώτερης στάθμης πλήθος ανθρώπων που είναι δεμένοι με τη γη. Από τον Καπετάν Μιχάλη, ο οποίος υψώνεται -σε μια ανθρωπολογική πυραμίδα- πάνω από τους υπόλοιπους μάχιμους και άμαχους μέχρι τον Χριστό στον Τελευταίο Πειρασμό με όλους τους άβουλους που τον περιτριγυρίζουν και περιμένουν απ’ αυτόν ώθηση. Το πιο χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα διπλής διασταύρωσης του ενός με τους πολλούς είναι Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), καθώς ο Μανολιός –όπως και στα προηγούμενα έργα– συγκρούεται με τους συγχωριανούς του, οι οποίοι συμφεροντολόγοι και βολεμένοι στο τέλος, σαν όχλος μανιακός, τον κατασπαράζουν. Προηγουμένως, όμως, βλέπουμε τη στοίχισή του με ένα άλλο πλήθος, αυτό των ανέστιων προσφύγων, που επιθυμούν να βρουν μια νέα πατρίδα και να θεμελιώσουν μια νέα πολιτεία. Έτσι, ο Ερατοσθένης Καψωμένος γράφει για τα μυθιστορήματα του κρητικού συγγραφέα: «Η ανθρώπινη κοινότητα με τα –έντονα συνήθως– εθνογραφικά ή εθνοφυλετικά της γνωρίσματα, οι κοινωνικές σχέσεις με τις νομοτέλειές τους, η συλλογική συνείδηση με τους κώδικές της, η ομαδική ψυχολογία με την εκρηκτική δυναμική της, συνθέτουν τον άλλο πόλο της διαλεκτικής, μέσα από την οποία θα εξελιχθεί, παράλληλα προς το ατομικό, ένα ευρύτερο κοινωνικό δράμα» (Καψωμένος 1984).
Οι πρόσφυγες του καζαντζακικού έργου μάς οδηγούν συνειρμικά στη Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, όπου ο γιατρός Δηµήτρης Βένης είναι ο επιφανής εκπρόσωπος ενός πλήθους προσφύγων, εξαντλημένων και απογοητευμένων, οι οποίοι το 1922 προσπαθούν να κατοικήσουν μια περιοχή της Αττικής.
Τα έργα με αυτή τη λογική όπου το πλήθος συντροφεύει ή αντιμάχεται τον πρωταγωνιστή (ο οποίος είναι η μειοψηφική μονάδα ή εκπρόσωπος σε ένα μικρότερο υποσύνολο) είναι πολλά. Ας σταματήσουμε όμως εδώ και ας δούμε ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από τα μυθιστορήματα με πλήθη.
1. Πλήθος είναι στη λογοτεχνία ένας αριθμός ανθρώπων των οποίων ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της ζωής τους εξιστορείται, είτε ως ασύνδετα μεταξύ τους άτομα ή ως σύνολο. Δεν περιορίζομαι προς το παρόν στην πολιτική διάσταση του όρου, την οποία έχουν δώσει φιλόσοφοι όπως ο Σπινόζα και οι Χαρτ-Νέγκρι. Έτσι, ήδη από τον τίτλο σε πολλά μυθιστορήματα δεν συναντάμε έναν κεντρικό πρωταγωνιστή, π.χ. Βασίλης ο Αρβανίτης του Στράτη Μυριβήλη, αλλά ένα πληθυντικό όνομα όπως Οι δεσμώτες του Άγγελου Τερζάκη,[7] Σκλάβοι στα δεσμά τους (1922) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Παραστρατημένοι της Λιλίκας Νάκου ή Ασθενείς και Οδοιπόροι του Γιώργου Θεοτοκά (1964), δείγμα της πραγμάτευσης ενός συνολικού αναπτύγματος.
2. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το συλλογικό υποκείμενο είναι μια οικογένεια που παρακολουθείται στο πέρασμα των γενιών και των ιστορικών εποχών, όπως Οι Μαυρόλυκοι» του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη.
3. Τρίτη περίπτωση –κι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα- είναι η αντιπαράθεση στο ίδιο έργο ενός κεντρικού προσώπου με ένα (συνήθως αγελαίο) πλήθος. Άλλοτε ο πρωταγωνιστής εκπροσωπεί άτυπα τον υπόλοιπο κόσμο κι άλλοτε συγκρούεται μαζί του, άλλοτε προσπαθεί να τον χειριστεί προς όφελός του κι άλλοτε το πλήθος επιχειρεί να αφομοιώσει, να συνετίσει ή να εξοντώσει το άτομο. «Πολλών ειδών άνθρωποι -ο πολιτικός, ο απόστολος, ο μάρτυρας, ο θεατρώνης- έχουν ανάγκη από το πλήθος. Το έχουν ανάγκη για να το πλάσουν, για να το επηρεάσουν, για να το εκμεταλλευθούν ή και για να το αισθανθούν σαν ίνδαλμα που αξίζει τον κόπο της ολοκληρωτικής θυσίας» (Σαρεγιάννης 2005).
Η λογοτεχνία που θέτει το πλήθος στο κέντρο ή στο φόντο γεννά ορισμένα γόνιμα ερωτήματα, που θα άξιζε να σκεφτούμε:
- Είναι το πλήθος χαρακτηριστικό της πόλης και της αστικής πολυκοσμίας, όπως στην αμερικάνικη και βρετανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα; (Esteve 2003).[8] Στην Ελλάδα ανευρίσκουμε στα τέλη του ίδιου αιώνα και στις αρχές του 20ού ίχνη του συνωστισμού και της ανωνυμίας της αστικής ζωής, όπως στο «Παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμανουήλ Ροΐδη (1895), στους Aθλίους των Αθηνών του Ιωάννη Κονδυλάκη (1895) και στο βιβλίο Αθηναϊκαί σελίδες του Μιχαήλ Μητσάκη (1922). Σ’ αυτά τα έργα η ένταξη στο αστικό πλήθος οδηγεί στην εξαφάνιση της προσωπικότητας του ατόμου και την απώλεια της πολιτικής του ταυτότητας (Εμμ. Ροΐδης), ωθεί τον αστό στην ανάγκη της προφύλαξης από τους άγνωστους που υπάρχουν γύρω του, ακόμα και με τη συγκάλυψη της αληθινής του ταυτότητας (Ι. Κονδυλάκης), και τέλος ο περιπλανώμενος παρατηρητής[9] του Μ. Μητσάκη βλέπει το πλήθος ως σπίτι, έστω κι αν το κατακρίνει για πολιτισμική υστέρηση[10] (Κανέλλου 2005). Αλλά από την άλλη, σε μια μη αστική Ελλάδα, ο «Ζητιάνος» του Α. Καρκαβίτσα και ο Ν. Καζαντζάκης υποδεικνύουν το χωριό ως χώρο της ψυχολογίας της μάζας.[11] Έτσι, το πλήθος πιο συχνά ισοδυναμεί με τον αμαθή όχλο του χωριού παρά με τον αστικό πληθυσμό της πόλης.
- Είναι το άτομο της εποχής μας, της «Εποχής των πληθών», όπως χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα ο Gustave Le Bon το 1895, αυτόνομη προσωπικότητα ή μικρό γρανάζι στις βουλές της μάζας;
- Το προηγούμενο ερώτημα γεννά πολιτικές και αισθητικές συνδηλώσεις, καθώς ο ατομισμός (ως ατομικότητα και ως ατομικισμός) που το μυθιστόρημα προβάλλει τίθεται υπό αμφισβήτηση, σε μια εποχή όπου δεν είναι σίγουρο πόσο ανεξάρτητοι είμαστε.
- Είναι η αναφορά στο πλήθος τρόπος ανάδειξής του ή τρόπος υποτίμησης της άβουλης απρόσωπης μάζας; Η Τ. Βράνα (2018) μιλώντας για το Πλήθος του Α. Φραγκιά γράφει: «Τα συστήματα εξουσίας κατασκευάζουν είδωλα, σύμβολα και ήρωες με στόχο τη χειραγώγηση του πλήθους των ανώνυμων ανθρώπων και την επιβολή της κυριαρχίας με τρόπους λιγότερο εμφανείς, από ό,τι σε καταστάσεις βίαιης επιβολής, αλλά περισσότερο αποτελεσματικούς και αλλοτριωτικούς. Ο Φραγκιάς αντιτάσσεται, θεωρούμε, σε αυτό με την άρνησή του να γράψει ένα σενάριο με πρωταγωνιστές, μια ιστορία στην οποία μόνο λίγοι κατέχουν την προνομιακή θέση η ζωή τους να είναι αξιομνημόνευτη. Και επιπλέον, ακόμα και σε ένα σενάριο η έννοια του πρωταγωνιστή στηρίζεται σε όρους ιεραρχίας. Από εδώ, οι προεκτάσεις στην πραγματικότητα είναι σαφείς».
- Είναι ο όχλος μια εχθρική δύναμη για το άτομο, που πλήττει τη δημοκρατία των αυτόνομων προσωπικοτήτων (όπως πίστευε ο Σωκράτης) ή είναι μια μάζα που εύκολα χειραγωγείται σε ένα εύκολο «Χριστόν ή Βαραββάν»;
- Στον αντίποδα της προηγούμενης άποψης, τίθεται το ερώτημα αν όντως το πλήθος είναι μια άμορφη μάζα, ενιαία και αρραγής, που φέρεται ομοιογενώς, ή υπάρχουν επιμέρους τάσεις, μικρά υποσύνολα που δείχνουν διαφορετική συμπεριφορά; Ακόμα περισσότερο, μήπως το πλήθος δεν υπάρχει, παρά είναι μια σχηματική αντιμετώπιση των συγκεντρωμένων ανθρώπων; Ακόμη πιο βαθιά στο πολιτικό πλαίσιο, μπορεί να υπάρχει ένα πλήθος που να ταυτίζεται με την άμεση και αδιαμεσολάβητη δημοκρατία, αφού η δημοκρατία θα μπορούσε να ονομαστεί η συντακτική εξουσία του πλήθους όταν εκδηλώνεται ως κυριαρχία και απόλυτη εξουσία, χωρίς μεσολάβηση νομική ή κρατική;[12] Ή ο ατομικισμός που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα (πλην εξαιρέσεων) δεν επιτρέπει μια συλλογικότερη πολιτική κατόπτευση της κοινωνίας;
Ολοκληρώνω με την αρχική αντιθεση «άτομο – πλήθος» που στο μυθιστόρημα γέρνει, σχεδόν μονόπλευρα, υπέρ του πρώτου.[13] Ωστόσο, όπως προϊδέασα, το συλλογικό μυθιστόρημα είναι μια περίπτωση, όπου ο πληθυντικός ήρωας παίρνει τα ηνία. Αυτό το είδος μυθιστορήματος συνάπτεται στην παγκόσμια βιβλιογραφία με τη δεκαετία του ’30 (λ.χ. τον John dos Passos), τις εργατικές διεκδικήσεις αλλά και τον μητροπολιτισμό των μεγαλουπόλεων (Foley 1993, Butts 2011). Διέπεται από τρία συγκεκριμένα γνωρίσματα:
α) απομακρύνεται από έναν κεντρικό ήρωα και εστιάζει σε ένα πλήθος φωνών και προσώπων, χωρίς συγγενικούς δεσμούς, τα οποία –στενότερα ή χαλαρότερα– έχουν έναν κοινό παρονομαστή (τοπικό, επαγγελματικό, θρησκευτικό κ.λπ.) που τα συνδέει.
β) κυριαρχεί ο πειραματισμός κι η αποσπασματικότητα καθώς με τη χρήση κινηματογραφικών τεχνικών (cut και μοντάζ) προβάλλονται τα πρόσωπα σε ασύνδετα πλάνα.[14]
γ) συχνά παρεμβάλλονται εξωλογοτεχνικά κείμενα (τεκμήρια) τα οποία επιτείνουν την αποσπασματικότητα και δίνουν βάθος στην πραγμάτευση του θέματος (Soethaert 2018: 302).
Με αυτούς τους όρους στην ελληνική πεζογραφία συλλογικό μυθιστόρημα μπορούμε να ονομάσουμε τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 και την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, τον Κρητικό του Παντελή Πρεβελάκη, το «10» του Μ. Καραγάτση κ.ά. Σ’ αυτά τα έργα η Ιστορία, είτε ως ζώσα κατάσταση είτε ως παρελθόν, κατασκευάζεται από την κοινότητα, το άτομο έχει τη θέση του αλλά ως δομικό στοιχείο σε μια σκακιέρα πολλαπλών τετραγώνων, οπτικών γωνιών και ιδεολογιών, το νόημα δεν είναι μονοσήμαντο αλλά η συνισταμένη πολλών νοηματοδοτήσεων, η συλλογική μνήμη δεν είναι ενιαία και η πολλαπλότητα των μερών συστήνει ένα πανοραμικό πλάνο του όλου.