Διάβαζα, του θέρους (ούτε έρως ουδέ έρος) ακριβώς μεσούντος, το «Ναυαγίων ναυάγια» και τους «Ναυαγοσώστες» του Παπαδιαμάντη. Στάθηκα στη φράση από το δεύτερο «...ηκούσθησαν ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: καλύβα, κεριά, εκεί σπηλιά, κλειδαριά, σιδερόπορτα»...
Ανεξηγήτως; Τίποτε τυχαίως δεν μας τυχαίνει. Το «κλειδί» μου θύμισε τις περιπέτειές μου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν διάφορα μικρόνοα όντα εκλείδωναν αίθουσες και ντουλάπες τις οποίες εξεκλείδωνα την επαύριον μέχρι που εβαρύνθην, νικηθείς ολοσχερώς, ότι η βλακεία ανίκητος εστί.
Η «σιδερόπορτα» μου θύμισε τον κ. Μάκη Χριστοδουλόπουλου με το:

Να 'χαν οι καρδιές αμπάρες να κλειδαμπαρώνουν
να μην ξανακάνουν χάρες όταν τις πληγώνουν...

Έτερος συνδυασμός με τα συμπαρομαρτούντα του, ήγουν και δηλονότι, το νεοφανές αμάρτημα στην ορθόδοξη αμαρτωλογία, του «Κλειδωνοβιασμού» κι ο αμαρτωλός παράγωγόν του, ο «Κλειδωνοαλλαχτής»: αυτός που αλλάζει κρυφά ημιδημόσιες κλειδαρές δι’ ίδιον όφελος. Αυτός δεν συναριθμείται κι ούτε εικονίζεται με τους αμαρτωλούς στο ναό του αγίου Αχιλλέα Πενταλόφου: τον παραυλακιστή, τις πόρνισσες γυναίκες, τον μυλωνά που κλέβει, τις μαϊστρες γυναίκες, τον κρασοπούλο που πουλά ξύδι, τον γιδοκλέπτη, αυτούς που κοιμούνται ταις εορταίς και δεν πηγαίνουν εις την εκκλησίαν κ.ά.

Εξηγούμαι:

Αν κάποιος πολίτης της πόλεώς μας έβγαινε ημέρα μεσημέρι στην κεντρική πλατέα και φώναζε δίκην παλιού τελάλη: «Ακούσατε ακούσατε, ποιός έχει κλειδί από το μόνον βιβλιοπωλείον βιβλίων στην πόλη», τουλάχιστον δέκα νοματαίοι θα πετιόνταν: «Εγώ κύριε, εγώ κι εγώ...»
Διαβάζω δανεικό (κι αγύριστο εισέτι) το βιβλίο Βιβλιοπωλεία ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη του Jorge Carrion, εκδ. Ποταμός, και διαπιστώνω πως κανένα βιβλιοπωλείο του κόσμου δεν μοίραζε κι ούτε μοιράζει τα κλειδιά του στους πελάτας. Αυτό γίνεται μόνον στο ενταύθα Συνβιβλιοπωλείο.

Αλλά γιατί; Διότι το τοπικόν βιβλιοπωλείον των βιβλίων και μόνο, λειτουργεί βέβαια και με φυσιολογικούς πελάτας, αλλά υπάρχει επικουρικώς και ως λιμήν ανθρωπίνων ναυαγίων, ου μην αλλά και ως θεραπευτήριον βαρεμένων ψυχών. Αλλά και στο πολιτικό, κομματικό κι επιστημονικό περιθώριον παρέχει ελευθέρως στέγη άνευ τροφής.
Η καλοπροαίρετος διευθύντρια κυρία Κτρν, καλόβολη αριστερο-χριστιανική ψυχή, παρέχει καρέγλας, τραπέζι στρογγύλον, σιγαροθήκες και πρωτίστως αυτιά ευήκοα, και παρηγορίαν αφείδωλη δια πάσαν νόσον και συνακόλουθον μαλακίαν (κατά τον ψαλμωδόν κι όχι στην τρέχουσα έννοιά της). Εχει και πατάρι δια την περισυλλογήν ειδών δια πρόσφυγας, ζητιάνους και χτυπημένους από τη ζωή και τα μνημόνια.
Επίσης δίδει το κλειδί αυτού του ευκτήριου οίκου, εις διαφόρους ίνα μπαινοβγαίνουν όποτε τους αρέσει και για ό,τι τους αρέσει, εκεί. Ο χώρος από μόνος του και εκ της αύρας του λειτουργεί ως τα αρχαία Ασκληπιεία, θεραπευτικά. Από λίαν πρωίας οι βαρεμένοι (βουλευτές και μη) από τη ρουτίνα του είναι και του οίκου τους ή την ερημία του επαγγέλματος, απλώνουν την αρίδα τους εκεί για ώρες. Ασκούν κι απολαμβάνουν διανοία κυρίου τις γλυκείες παροχές κι υπηρεσίες του χώρου, ήγουν: καφέ, τσάι, νερό, τηλέφωνο σταθερόν ατελώς, τουαλέτα δια τα συνήθη έργα της διουρήσεως.
Η κατάσταση όμως έφτασε στο απροχώρητον και η άδολος ελευθερία έγινε ένδολος ελευθεριότης η οποία ως γυμνοσιάλιαγκας στο δάπεδο σαλιάριζε.
Ως εκ τούτου τι θα έκαμνε σ’ αυτήν την περίστασιν ένας αυτόκλητος Ρομπέν των Κλειδιών. Θα πήγαινε στο γειτονικόν κλειθροπωλείον, θα αγόραζε αντί 5 ευρώ έναν νέον μύλον κλειδαριάς και βοηθούμενος από εμπειρίστατον θαμώνα του βιβλιοπωλείου, θα άλλαζε ευκόλως τον παλαιόν. Αυτομάτως θα αποκαθιστούσε τη χαμένη τιμή της Καταρίνας, που τον καιρό της επιχείρησης έκαμνε Μπλουμ, και θα επήρχετο έτσι η κανονικότητα στο ωραίον βιβλιοπωλείον μετ’ ανθέων, που είχε καταντήσει από το «μπάτε σκύλοι κι αλέστε ....» κάτι παρόμοιον με την Βουλήν και όπως την αποκαλούσαν η άνω και κάτω πλατεία Συντάγματος τον καιρό της μεγάλης Αγανακτήσεως.
Ετσι και έγινε, διότι ήταν δίκιο να γίνει.
Φυσικά με την επιστροφήν της διευθύντριας από την διακολύμβησιν τα πράγματα επανήλθον στην προτέραν κανονικότητα.