≈ Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν ≈
Ο θάνατος του ποιητή
Όταν πεθαίνει ένας ποιητής η μαγεία του λόγου παύει να ενεργεί. Το νευρικό σύστημα που συνδέει τις λέξεις μεταξύ τους και στέλνει τα μηνύματα στον συλλογικό εγκέφαλο σμπαραλιάζεται. Τ' αποτελέσματα είναι θανάσιμα για τον λαό. Μία περίοδος σεξουαλικής ατροφίας ακολουθεί. Τα χωράφια δεν παράγουν σιτάρι, στα καρποφόρα δέντρα τα φρούτα ξεραίνονται πρόωρα. Ο ίδιος ο ήλιος σταματάει την κίνησή του. Φοβερές κάψες ακολουθούν. Λιμός και χολέρα ξεσπάνε. Παιδιά δεν γεννιούνται πια ζωντανά από τα σπλάχνα των μανάδων τους. Μία γενική παραλυσία σταματάει και εμποδίζει κάθε κίνηση στη χώρα. Τότε ξεκινάν τα πλήθη με επικεφαλής τον Αρχιερέα, τον διορισμένο από τον ίδιο τον τύραννο και πάνε να κάνουν τα παράπονά τους. Ζητάνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τιμωρηθεί ο υπαίτιος και να γίνει παράδειγμα η περίπτωσή του ώστε να μην επαναληφθεί το κακό. Ο τύραννος δέχεται την αντιπροσωπεία του λαού με ανάμικτα αισθήματα. Αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει κάτι για να ξεπλύνει το όνειδος, το μεγάλο κενό – σαν μια πληγή που κακοφόρμισε, που άφησε στο θάνατό του ολάνοιχτο, σαν στόμα του Άδη, ο μακαρίτης. [...]
[ Αρχή πεζογραφήματος γραμμένου στην Καλιφόρνια το 1971 ]
Η οικογένεια των νάνων-πλανητών
Ένα νέο μέλος φαίνεται πως αποκτά η οικογένεια των νάνων-πλανητών, καθώς οι αστρονόμοι στις ΗΠΑ ανακάλυψαν έναν νέο νάνο πλανήτη στο ηλιακό μας σύστημα.
Το όνομά του είναι «Νάνος Βαλαωρίτης», έχει διάμετρο περίπου τόσα χιλιόμετρα στίχων που έχει γράψει και κινείται σε απόσταση 13,7 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων από τον Ήλιο, στην περιοχή πέρα από τον Πλούτωνα.
Είναι ενα νέο μέλος που μόλις ανακαλύφθηκε.
Νάνος Βαλαωρίτης: «Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη»
Υλικό ταινίας –υπό κατασκευήν– για τον Νάνο Βαλαωρίτη
Αποκλειστική παραχώρηση στο περιοδικό Χάρτης
*
Παραγωγή – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μουζακίτης
Μοντάζ – Ήχος: Δημήτρης Παπαδάκης
Φωτογραφία: Κατερίνα Τζόβα
Νάνος Βαλαωρίτης (1921-2019)
Ο Νάνος Βαλαωρίτης αποτελεί απολύτως εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων σε διεθνή προοπτική. Η δράση του συνδέει το άμεσο παρελθόν τους, αλλά και το απώτερο, με την ανάπτυξή τους τον εικοστό αιώνα. Η δράση του συνδέει όσα γράφονται στα ελληνικά με το παγκόσμιο περιβάλλον τους.
Πρόκειται για σύνδεση που αναπτύχθηκε σε τέσσερα δημιουργικά πεδία, διαπλέκοντας Έλληνες και ξένους συνομιλητές και πνευματικές και γλωσσικές οικογένειες, όπου πολλοί ανακαλούνται, από τον πρόγονό του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έως τη γυναίκα του Νάνου, Αμερικανίδα εικαστικό Μαρί Γουίλσον, που έφυγε λίγο πριν από τον ίδιο.
Τα τέσσερα δημιουργικά πεδία που ανέδειξε και στα οποία αναδείχθηκε ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι:
— Η ποίηση που έγραψε και η πεζογραφία του και οι άλλες μορφές γραφής, όπως το θέατρο, ως έκβαση, διαστολή και ενδελέχεια της ποίησης.
— Ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος και τα κείμενά του ως ερευνητή, μαθητή και δάσκαλου της λογοτεχνίας, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες θεωρίες ομηρικής ακροφωνίας.
— Η εισαγωγή στην ελληνική ποίηση και λογοτεχνία αναζητήσεων από τον χώρο της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
— Η εξαγωγή της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας πέρα από τα γλωσσικά και άλλα σύνορά της και η προσωπική παρουσία του στα πολιτιστικά τεκταινόμενα διεθνώς.
Στις πολύπλοκες αυτές διαδικασίες εισαγωγής, εξαγωγής και αμφίδρομης καλλιέργειας εντάσσεται η διαρκής δράση του ως δημιουργού και επιμελητή περιοδικών εκδόσεων, ανθολόγου και μεταφραστή.
Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Το παραπάνω τετράστιχο, με το οποίο αρχίζει το ποίημά του Τροία, επίσης θυμίζει ότι ηττημένοι αντίπαλοι συνεχώς κινητοποιούν τη φαντασία των Ελλήνων, από τους απροκάλυπτα κρυφούς πρωταγωνιστές της Ιλιάδας Τρώες και τους Πέρσες του Αισχύλου έως σήμερα.
Ξεκινώντας ζωή περιπετειώδη, όπως τα έργα του, ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε εκατό χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα για ανεξαρτησία, για ανεξαρτησία και των ελληνικών γραμμάτων. Αληθής και αειθαλής συμπλήρωσε 98 χρόνια από τη δεύτερη εκατονταετία μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης.
Γεννημένος σε μια χώρα που δημιούργησε ο Καποδίστριας και δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ελβετία, γεννημένος πολύ κοντά εκεί όπου έκλαψε ο Έλιοτ επί των υδάτων Λεμάν στην Έρημη χώρα, γεννημένος στη Λωζάνη, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως γενικός πρόξενος, βρέθηκε παιδί στη Γερμανία, λόγω πατρικής ασθένειας, πριν από την επιστροφή στην Ελλάδα, από όπου διέφυγε προς Μέση Ανατολή στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τους πάντες, μετέφρασε πρώτος Σεφέρη και άλλους σύγχρονους ποιητές και δημιούργησε προϋποθέσεις για διεθνείς διακρίσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη Μαρί Γουίλσον, που τον σύστησε στον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Μαζί της γύρισαν στην Ελλάδα, από όπου διέφυγαν, όταν επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία, πριν επιστρέψουν πάλι στην Αθήνα από την Καλιφόρνια μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια από τότε που για να τον γνωρίσω, με σύσταση του Κώστα Ταχτσή, κατέβηκα στον Άγιο Φραγκίσκο από το Όρεγκον, όπου είχα βρεθεί μετά το γυμνάσιο φοιτητής.
Η ανακάλυψη του Καβάφη τον έφερε, όταν ήταν 14 ετών, στην ποίηση. Συνέχισε να γράφει ποιήματα με το χέρι και να τα διορθώνει, αργότερα σε υπολογιστή, όπου άλλο άτομο είχε αντιγράψει το δυσανάγνωστο χειρόγραφο. Έγραφε πεζά κείμενα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Μετέφραζε καθισμένος. Έγραφε όρθιος σε αναλόγιο, μου έχει πει. Έγραφε διαρκώς.
«Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον; Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή…
Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα». (Από το βιβλίο του Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη)
Καλωσόρισμα του Νάνου Βαλαωρίτη στον «Εγγυημένο Μετα-Βίο» του
Θεωρείται αυταπόδεικτο ότι ο θάνατος δεν σημαίνει μόνον την φυσική απόληξη, αλλά και αναπόσπαστο μέρος της ζωής· La vie c’est la mort / «βίος ἐστί θάνατος», έγραφε ένας σοφός ιατρός και στοχαστής στο γύρισμα του 19ου αιώνα.
Από την συνεχή ανανέωση (που θα πει αδιάκοπη νέκρωση) των κυττάρων του σώματος μέχρι την ερωτική έκσταση (που οι Ιταλοί την λένε piccola morte)· από την ανεπαίσθητη πάροδο των ωρών (που όπως Vulnerant omnes ultima necat / «όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει», όπως μας το υπενθυμίζουν τα ωρολόγια των καθεδρικών και μαζί τους ο Καβάφης) έως την βάναυση απόδραση ή απαγωγή από κοντά μας, προσφιλών προσώπων – σωρεία γεγονότων, μικρών και μεγάλων, θλιβερών και χαρμόσυνων, υποτίθεται ότι μας προδιαθέτει να το δεχτούμε. Τότε γιατί ο θάνατος μας συλλαμβάνει πάντα ανέτοιμους; Γιατί δεν παύουμε να απορούμε –όπως ο αφελής (μα όχι τόσο) Λα Παλίς– πώς είναι δυνατόν ο πλησίον μας «πέντε λεπτά προτού πεθάνει, [να] ήταν ακόμα ζωντανός»;
Η απάντηση δεν είναι παρά μία: ο αποχωρισμός ταυτίζεται με την απώλεια. Μαζί με τον αποδημήσαντα, ένα κομμάτι του Eίναι μας – συναίσθημα, βιώματα, μνήμες – αποδημεί στην αντίπερα όχθη. Γι’ αυτό λοιπόν, με την κάθε απώλεια, οι προσώρας εναπομείναντες εδώ νιώθουμε όλο και πιο λειψοί, πιο μόνοι. Ο φόβος του να ζούμε εφεξής μέσα σε παρόμοια μοναξιά είναι αυτό που, ορθώς ή λάθος, ονομάζουμε φόβο του θανάτου.
*
Υπάρχουν όμως κάποιες σπάνιες αποδημίες που εναντιώνονται σε τούτη την διάθεση, αφού αναπληρούν τις απώλειες και καταργούν την μοναξιά στην δώθε ή στην πέρα όχθη.
Τέτοιος ο πρόσφατος θάνατος του Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος σαφώς μας συνεκλόνισε, μας πόνεσε, αλλά επ’ ουδενί λόγω μας φόβισε. Εδώ και χρόνια, ο ποιητής τον κατονόμασε, στον τίτλο ενός αγγλόφωνου βιβλίου του, My alter life guaranteed· όχι «η μετά θάνατον ζωή μου» (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά), αλλά μάλλον ο μετα-βίος μου, ο εσαεί γεμάτος έμπνευση και ελευθερία, δηλαδή η άλλη όψη της ζωής και η διαιώνισή της.
Ο ίδιος ο Νάνος το προαισθάνθηκε και το εξέφρασε γλαφυρότατα μας στο ίδιο βιβλίο:
Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον; Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή…
Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα.
*
Ναι, Νάνο, θα τα έχεις, και το χαρτί σου και το καλαμάρι σου. Ναι, Νάνο, θα συνεχίσεις να γράφεις, διδάσκοντάς μας έμπνευση και ελευθερία. Ναι, Νάνο, «στον αιώνα τον άπαντα», δηλαδή ενόσω και οσάκις σ’ αυτόν εδώ τον τόπο θα γράφεται έστω και μιαν ελεύθερη και εμνευσμένη σελίδα που, όποιος και να την υπογράφει, το όνομά του θα είναι ψευδώνυμο του Νάνου Βαλαωρίτη.
Στον «εγγυημένον» αυτό «μετα-βίο» σου, οχι ο αποχαιρετισμός σου ταιριάζει, αλλά ένα καλωσόρισμα.
————
Για τον Νάνο Βαλαωρίτη βλ. και Χάρτης #1
«Να 'χαν οι καρδιές (και τα βιβλιοπωλεία) αμπάρες», κ.λπ.
Διάβαζα, του θέρους (ούτε έρως ουδέ έρος) ακριβώς μεσούντος, το «Ναυαγίων ναυάγια» και τους «Ναυαγοσώστες» του Παπαδιαμάντη. Στάθηκα στη φράση από το δεύτερο «...ηκούσθησαν ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: καλύβα, κεριά, εκεί σπηλιά, κλειδαριά, σιδερόπορτα»...
Ανεξηγήτως; Τίποτε τυχαίως δεν μας τυχαίνει. Το «κλειδί» μου θύμισε τις περιπέτειές μου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν διάφορα μικρόνοα όντα εκλείδωναν αίθουσες και ντουλάπες τις οποίες εξεκλείδωνα την επαύριον μέχρι που εβαρύνθην, νικηθείς ολοσχερώς, ότι η βλακεία ανίκητος εστί.
Η «σιδερόπορτα» μου θύμισε τον κ. Μάκη Χριστοδουλόπουλου με το:
Να 'χαν οι καρδιές αμπάρες να κλειδαμπαρώνουν
να μην ξανακάνουν χάρες όταν τις πληγώνουν...
Έτερος συνδυασμός με τα συμπαρομαρτούντα του, ήγουν και δηλονότι, το νεοφανές αμάρτημα στην ορθόδοξη αμαρτωλογία, του «Κλειδωνοβιασμού» κι ο αμαρτωλός παράγωγόν του, ο «Κλειδωνοαλλαχτής»: αυτός που αλλάζει κρυφά ημιδημόσιες κλειδαρές δι’ ίδιον όφελος. Αυτός δεν συναριθμείται κι ούτε εικονίζεται με τους αμαρτωλούς στο ναό του αγίου Αχιλλέα Πενταλόφου: τον παραυλακιστή, τις πόρνισσες γυναίκες, τον μυλωνά που κλέβει, τις μαϊστρες γυναίκες, τον κρασοπούλο που πουλά ξύδι, τον γιδοκλέπτη, αυτούς που κοιμούνται ταις εορταίς και δεν πηγαίνουν εις την εκκλησίαν κ.ά.
Εξηγούμαι:
Αν κάποιος πολίτης της πόλεώς μας έβγαινε ημέρα μεσημέρι στην κεντρική πλατέα και φώναζε δίκην παλιού τελάλη: «Ακούσατε ακούσατε, ποιός έχει κλειδί από το μόνον βιβλιοπωλείον βιβλίων στην πόλη», τουλάχιστον δέκα νοματαίοι θα πετιόνταν: «Εγώ κύριε, εγώ κι εγώ...»
Διαβάζω δανεικό (κι αγύριστο εισέτι) το βιβλίο Βιβλιοπωλεία ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη του Jorge Carrion, εκδ. Ποταμός, και διαπιστώνω πως κανένα βιβλιοπωλείο του κόσμου δεν μοίραζε κι ούτε μοιράζει τα κλειδιά του στους πελάτας. Αυτό γίνεται μόνον στο ενταύθα Συνβιβλιοπωλείο.
Αλλά γιατί; Διότι το τοπικόν βιβλιοπωλείον των βιβλίων και μόνο, λειτουργεί βέβαια και με φυσιολογικούς πελάτας, αλλά υπάρχει επικουρικώς και ως λιμήν ανθρωπίνων ναυαγίων, ου μην αλλά και ως θεραπευτήριον βαρεμένων ψυχών. Αλλά και στο πολιτικό, κομματικό κι επιστημονικό περιθώριον παρέχει ελευθέρως στέγη άνευ τροφής.
Η καλοπροαίρετος διευθύντρια κυρία Κτρν, καλόβολη αριστερο-χριστιανική ψυχή, παρέχει καρέγλας, τραπέζι στρογγύλον, σιγαροθήκες και πρωτίστως αυτιά ευήκοα, και παρηγορίαν αφείδωλη δια πάσαν νόσον και συνακόλουθον μαλακίαν (κατά τον ψαλμωδόν κι όχι στην τρέχουσα έννοιά της). Εχει και πατάρι δια την περισυλλογήν ειδών δια πρόσφυγας, ζητιάνους και χτυπημένους από τη ζωή και τα μνημόνια.
Επίσης δίδει το κλειδί αυτού του ευκτήριου οίκου, εις διαφόρους ίνα μπαινοβγαίνουν όποτε τους αρέσει και για ό,τι τους αρέσει, εκεί. Ο χώρος από μόνος του και εκ της αύρας του λειτουργεί ως τα αρχαία Ασκληπιεία, θεραπευτικά. Από λίαν πρωίας οι βαρεμένοι (βουλευτές και μη) από τη ρουτίνα του είναι και του οίκου τους ή την ερημία του επαγγέλματος, απλώνουν την αρίδα τους εκεί για ώρες. Ασκούν κι απολαμβάνουν διανοία κυρίου τις γλυκείες παροχές κι υπηρεσίες του χώρου, ήγουν: καφέ, τσάι, νερό, τηλέφωνο σταθερόν ατελώς, τουαλέτα δια τα συνήθη έργα της διουρήσεως.
Η κατάσταση όμως έφτασε στο απροχώρητον και η άδολος ελευθερία έγινε ένδολος ελευθεριότης η οποία ως γυμνοσιάλιαγκας στο δάπεδο σαλιάριζε.
Ως εκ τούτου τι θα έκαμνε σ’ αυτήν την περίστασιν ένας αυτόκλητος Ρομπέν των Κλειδιών. Θα πήγαινε στο γειτονικόν κλειθροπωλείον, θα αγόραζε αντί 5 ευρώ έναν νέον μύλον κλειδαριάς και βοηθούμενος από εμπειρίστατον θαμώνα του βιβλιοπωλείου, θα άλλαζε ευκόλως τον παλαιόν. Αυτομάτως θα αποκαθιστούσε τη χαμένη τιμή της Καταρίνας, που τον καιρό της επιχείρησης έκαμνε Μπλουμ, και θα επήρχετο έτσι η κανονικότητα στο ωραίον βιβλιοπωλείον μετ’ ανθέων, που είχε καταντήσει από το «μπάτε σκύλοι κι αλέστε ....» κάτι παρόμοιον με την Βουλήν και όπως την αποκαλούσαν η άνω και κάτω πλατεία Συντάγματος τον καιρό της μεγάλης Αγανακτήσεως.
Ετσι και έγινε, διότι ήταν δίκιο να γίνει.
Φυσικά με την επιστροφήν της διευθύντριας από την διακολύμβησιν τα πράγματα επανήλθον στην προτέραν κανονικότητα.
Η υπόθεση του Ελευθερωτή Φρανσίσκο Μορασάν και τα επακόλουθά της
1
1842. Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα. Η εκτέλεση του Μορασάν
Eκείνοι που τον συνέλαβαν, συμφώνησαν πως το καλύτερο ήταν να τον εκτελέσουν εκεί στην πλαγιά και να του κόψουν το κεφάλι, απόδειξη αδιαμφισβήτητη του τέλους αυτής της Ύδρας.
Tο μόνο άσχημο ήταν για εκείνους τους άτακτους ότι δεν ήξεραν πώς φτιάχνεται ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Eίχαν αποφασίσει να σεβαστούν κάποιους τύπους, από φόβο μήπως χτυπώντας ο καθένας όπως τύχαινε το Μορασάν, του παραμόρφωναν ή του έλιωναν το κεφάλι, οπότε ούτε θα μπορούσαν να το διατηρήσουν, ούτε να το διαπομπεύσουν παστρικά.
O Μορασάν προθυμοποιήθηκε να τους διδάξει τη διαδικασία. Πρώτα-πρώτα διάλεξε ένα δέντρο με ίσιο κορμό να ακουμπήσει. Ύστερα μέτρησε δώδεκα βήματα από τον κορμό και με τη μύτη της αρβύλας του έκαμε μια χαρακιά στο χώμα. «Eδώ θα σταθείτε», είπε, «αυτή είναι η απόσταση». Διάλεξε μια δωδεκάδα άντρες («αν και λιγότεροι φτάνουν», σχολίασε), με προτίμηση προς εκείνους που έδειχναν άγριοι και αιμοδιψείς. Eίπε στους υπόλοιπους να απομακρυνθούν. «Θα μπείτε στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, στραμμένοι προς το δέντρο», εξήγησε. Oι επίλεκτοι μπήκαν στη σειρά, στραμμένοι προς το δέντρο, με τις μύτες των σαραβαλιασμένων υποδημάτων τους στη χαρακιά στο χώμα, ο καθένας με την κοψιά του, άλλος λίγο πιο γυρτός, άλλος πιο κορδωμένος. «Tο βλέμμα σας στο δέντρο», φώναξε ο Μορασάν. Έβλεπαν οι επίλεκτοι τις σκιές τους να απλώνονται ως το δέντρο, είχαν τον ήλιο πίσω τους, «έτσι πρέπει», εξήγησε ο Μορασάν, «για να μη σας τυφλώνει το φως, αλλά να το βλέπω εγώ». 'Υστερα τους μοίρασε τα καλύτερα όπλα που είχε η ομάδα τους και παρακάλεσε τους υπόλοιπους να μετακινηθούν πιο πίσω ακόμα, μπορούσαν με την άνεσή τους να κοιτάζουν και να σχολιάζουν. «Kαι παρακαλώ μιλάτε χαμηλόφωνα», τους σύστησε, «γιατί εμποδίζετε με τις φωνές σας τη δουλειά των συντρόφων σας». Γύρισε μετά στη δωδεκάδα και είπε περίπου τα εξής: «Eσείς αποτελείτε το εκτελεστικό απόσπασμα. Όποιος δεν θέλει να λάβει μέρος σε αυτό, μπορεί να φύγει, αρκεί κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει». Kανείς δεν κουνήθηκε κι ο Μορασάν συνέχισε: «Θα σταθώ με την πλάτη στο δέντρο και θα φωνάξω επί σκοπόν». Mε αυτό το παράγγελμα, θα σηκώσετε τα όπλα σας και θα με σημαδέψετε. Mε το βλέμμα σας καρφωμένο πάνω μου, θα με σημαδέψετε στο ύψος της καρδιάς. H καρδιά μου βρίσκεται αριστερά, εδώ ακριβώς όπου είναι το τσεπάκι του πουκάμισου με το κόκκινο μολύβι. Όλων η καρδιά βρίσκεται αριστερά, μπορείτε να το διαπιστώσετε. Θα το καταλάβετε καλύτερα αν βγάλετε το πορτοφόλι σας από τη δεξιά τσέπη του πανταλονιού σας και το βάλετε στην αριστερή. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα σημαδέψετε το τσεπάκι με το κόκκινο μολύβι. Nα έχετε το χέρι σταθερό και να περιμένετε. Mόλις φωνάξω πυρ! θα πιέσετε την σκανδάλη. Mια σφαίρα θα φύγει από κάθε όπλο. Aν κάνετε τη δουλειά σας καλά, θα έχω πεθάνει ακαριαία. Tο πράγμα είναι εύκολο, αρκεί να είσαστε προσεκτικοί».
Έγινε η εκτέλεση, ενώ ο ήλιος είχε δύσει σχεδόν και πάνω από τα χωράφια κοκκίνιζαν τα σύννεφα. Aυτά τα σύννεφα κοκκίνισαν περισσότερο, όταν ο Μορασάν έπεσε χτυπημένος στα χέρια, στα πόδια, στο θώρακα, και είδε από πάνω του τον ουρανό. Kαι γύρω ησυχία. Kαι το σώμα του είχε γλιστρήσει πάνω στον κορμό του δέντρου, όπου είχε ακουμπήσει, είχε κάμει δύο-τρία βήματα σαν μεθυσμένος πριν πέσει. Kαι άκουγε ήχους από τριζόνια και μυγάκια και πουλιά και θρόισμα φύλλων. Kαι άκουγε τη ζωή του να φεύγει αργά, σαν άνθρωπος που ακροπατάει πάνω σε σανιδένιο πάτωμα που τρίζει. Kαι άκουγε τους άτακτους να μιλούν, να βηματίζουν, να τον πλησιάζουν οι σκιές τους, τα πρόσωπά τους. Kαι άκουγε πως μέσα στο κεφάλι του δεν είχε ούτε μίσος, ούτε φόβο, ούτε πίκρα, ούτε αγάπη, είχε αδειάσει από συναισθήματα. Kαι άκουγε το κεφάλι του που ήθελε να μιλήσει. Kαι είναι βεβαιωμένο πως είπε: «Eίμαι ακόμα ζωντανός». Kαι από πάνω του σκυμμένοι όλοι οι άτακτοι κοίταζαν περίεργοι και κοιτάζονταν μεταξύ τους, και κάποιος είπε: «Eνα παγούρι, βρε παιδιά, να συνέλθει ο άνθρωπος!» λες κι όλα ήταν ψέματα κι αστεία παιχνιδίσματα.
Kαι κάποιος άλλος, που τον ψαχούλευε και διαπίστωνε πως μερικά τραύματά του ήταν επιπόλαια, μουρμούριζε πως έπρεπε να φωνάξουν γιατρό, κάπου θα υπήρχε γιατρός. Kαι ο Μορασάν αναγκάστηκε να μιλήσει και να πει: «Σας είχα συστήσει να έχετε την προσοχή σας τεταμένη και να πυροβολήσετε στο τσεπάκι του πουκάμισου. Eσείς ρίξατε όπου σας ήρθε. Mε ταλαιπωρείτε δίχως λόγο. Eίσαστε απάνθρωποι και δίκαια σας ταιριάζει να ζήσετε σε έναν κόσμο τιποτένιο. Eγώ δεν σας κληρονόμησα αυτόν τον κόσμο. Πάντα θέλησα να σας πω ότι ο κόσμος είναι καινούριος κάθε στιγμή και αξίζει κάθε στιγμή να τον ανακαλύπτουμε. Tώρα, έτσι όπως τα καταφέρατε, πρέπει να εκλέξετε κάποιον ανάμεσα σας να μου δώσει τη χαριστική βολή. Nα ακουμπήσει το όπλο του στη καρδιά μου και να πυροβολήσει».
2
1815. Κήπος του Λουξεμβούργου. Η εκτέλεση του Στρατάρχη Νε
Χρόνια αργότερα, η Δημοκρατία της Ονδούρα με πρωτεύουσα την Τεγκουσιγάλπα αποφάσισε να αναγείρει ανδριάντα του Μορασάν. Χρήματα συγκεντρώθηκαν και τριμελής αποστολή προσωπικοτήτων της χώρας έλαβε την εντολή να μεταβεί στο Παρίσι, να παραγγείλει το άγαλμα στον καλύτερο γλύπτη της Γαλλίας και να επιστρέψει με τέτοιο αριστούργημα της τέχνης, στο μεταξύ το βάθρο του αγάλματος του Ελευθερωτή θα σμιλευόταν στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Η επιτροπή αναχώρησε υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου, διέπλευσε τον Ατλαντικό χειροκροτούμενη από παραπλέοντα πλοία, έφτασε στο Παρίσι υποδεχόμενη από τις Δημοτικές Αρχές της πόλης υπό τους ήχους της Μασσαλιώτιδας και δαπάνησε ευκόλως τα χρήματα σε εκείνη την Βαβυλώνα, όπου οι γυναικείοι πειρασμοί περίσσευαν. Επέστρεψε λοιπόν στην πατρίδα κομίζοντας ένα άγαλμα αγορασμένο σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή από αποθήκη αγαλμάτων εκτός του Παρισιού κιόλας. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν, όπως είχαν σχεδιαστεί, στην κεντρική πλατεία της Τεγκουσιγάλπα με μεγάλη συγκίνηση και επισημότητα. Η τριμελής επιτροπή, σεμνυόμενη, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση της πατρίδας να μην υπάρξουν παρασημοφορήσεις και άλλες επιβραβεύσεις. Τα μέλη της επιτροπής είχαν πράξει το χρέος τους. Απλώς.
Κανείς δεν έμαθε πως το άγαλμα ήταν ο αρχιστράτηγoς του Ναπολέοντα Michel Ney, o «κοκκινομούρης», «ο γενναίος των γενναίων», που δεν έτυχε χάρης από τους Βουρβώνους της Παλινόρθωσης και εκτελέστηκε ως προδότης του βασιλικού έθνους στις 7 Δεκεμβρίου 1815 στον κήπο του Λουξεμβούργου. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια για να μη βλέπει το εκτελεστικό απόσπασμα και είναι βεβαιωμένο ότι στάθηκε απέναντι από τους ένοπλους και είπε: «Στρατιώτες, όταν θα σας δώσω τη διαταγή να πυροβολήσετε, πυροβολήστε στο μέρος της καρδιάς. Αναμείνατε τη διαταγή μου. Θα είναι η τελευταία μου. Διαμαρτύρομαι για την καταδίκη μου. Πολέμησα σε εκατό μάχες για την Γαλλία και σε καμία εναντίον της... Στρατιώτες, πυρ!»
Εκατό έτη αργότερα, ο συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ, αναζητώντας τον χαμένο χρόνο περιδιαβάζοντας στον κήπο του Λουξεμβούργου καθ’ οδόν προς το δάσος της Βουλώνης, σημείωσε στο σημειωματάριο που είχε στα θυλάκιά του, ότι δεν ήταν βέβαιος πως είχε ανακαλύψει το ακριβές σημείο της εκτέλεσης του αρχιστράτηγου. Ούτε ο ξανακερδισμένος χρόνος του Μαρσέλ Προυστ το εντόπισε.
3
1867 Μαξιμιλιανός Α΄του Μεξικού
Κ Ε Ρ É Τ Α Ρ Ο
Στις 19 Ιουνίου 1867, ο Μαξιμιλιανός Α’ δέχτηκε τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και σωριάστηκε στη λάσπη της πόλης του Κερέταρο, φωνάζοντας «Viva Mexico, viva la independencia» (Ζήτω το Μεξικό, ζήτω η ανεξαρτησία). Ο πίνακας του Εντουάρ Μανέ, έργο της ίδιας εκείνης αποφράδας χρονιάς, απαθανατίζει αυτή την θυσία. Ήταν μόλις τριάντα πέντε ετών. Άτεκνος, εγκαταλειμμένος από τη Γαλλία που του είχε προσφέρει τον θρόνο του Μεξικού, δεν είχε καταλάβει τι δεν είχε πάει καλά. Μάλλον δεν είχε πάει καλά ότι δεν είχε αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, όπως, για παράδειγμα να επανακτήσει η Καθολική Εκκλησία τις απαλλοτριωμένες από τον Μπενίτο Χουάρες εκτάσεις γης, που καλλιεργούσαν πια οι ντόπιοι. Ούτε είχε καταφέρει να ξεκάνει τον Μπενίτο Χουάρες, που δήλωνε πως οι γονείς του ήταν "indios de la raza primitiva del país" (Ινδιάνοι της πρωτόγονης ράτσας της χώρας). Μια μαύρη άμαξα φτάνει στο Κερέταρο, μέσα στη βροχή. Ο πρόεδρος Χουάρες, ο νικητής, πλησιάζει το ανοιχτό, δίχως λουλούδια φέρετρο, όπου κείτεται ο πρίγκιπας με τα γαλανά μάτια, στον οποίο άρεσε να περπατά στους δρόμους του Μεξικού, φορώντας την τοπική ενδυμασία, με το πλατύγυρο καπέλο και τις πούλιες.
Στις 24 Απριλίου 1939, στις κινηματογραφικές αίθουσες της Νέας Υόρκης άρχισε να προβάλλεται η ταινία «Μπενίτο Χουάρες», με πρωταγωνιστές τον Πωλ Μιούνι (Χουάρες), την Μπέτυ Ντέιβις (Καρλότα), τον Μπράιαν Άνχερμ (Μαξιμιλιανός). Ο Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ έγραψε τρεις χιλιάδες μέτρα μουσικής με βιεννέζικους απόηχους, αλλά και με αναφορές στις παραδοσιακές μελωδίες του Μεξικού. Ο Εβραίος Πωλ Μιούνι είχε γεννηθεί στην Αυστροουγγρική Γαλικία, στο τότε Λέμπεργκ και σημερινό Λβιβ της Ουκρανίας. Το όνομά του ήταν Frederich Meshilem Meier Weisenfreund. Ήταν «judio de la raza primitiva del país» (Εβραίος της πρωτόγονης ράτσας της χώρας).
«Ευγνώμονες Νεκροί»
Στις 23 Σεπτεμβρίου πέθανε σε ηλικία 78 ετών ο Robert Hunter, στιχουργός σπουδαίων επιτυχιών των Grateful Dead, ο οποίος επίσης συνεργάστηκε με τον Μπομπ Ντίλαν, τον Έλβις Κοστέλο και άλλους. O Ρόμπερτ Χάντερ ήταν απόγονος του πρωτοπόρου του ρομαντισμού και εθνικού ποιητή της Σκωτίας Robert Burns από την πλευρά του πατέρα του, αλκοολικού που εγκατέλειψε την οικογένειά του. Βρήκε καταφύγιο στα βιβλία ζώντας με ανάδοχες οικογένειες από επτά ετών, πριν επιστρέψει στη μητέρα του και υιοθετήσει το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της, εκδότη που τον βοήθησε να καλλιεργήσει το γράψιμο. Εγκαταλείποντας το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στη γενέτειρα Καλιφόρνια, όπου πρώην φίλη του τον σύστησε στον Jerry Garcia, αργότερα επικεφαλής κιθαρίστα και τραγουδιστή του συγκροτήματος Ευγνώμονες Νεκροί. Κόβοντας ξύλα με τσεκούρι, ο αδελφός του κατά λάθος τού είχε κόψει το μεσαίο δάχτυλο από το δεξί χέρι, όταν ο Τζέρι Γκαρσία ήταν παιδί. Σε ηλικία πέντε ετών είχε δει τον μουσικό πατέρα του να πνίγεται στη θάλασσα. Έφηβος στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, δοκίμαζε κάθε είδους ναρκωτικά. Κυριακές πήγαινε εκκλησία να ακούσει Μπαχ. Ο Γκαρσία και ο Χάντερ άρχισαν το 1961 να παίζουν μουσική ως ντουέτο για μικρό διάστημα. Έναν χρόνο αργότερα ο Χάντερ ήταν από τους πρώτους επί πληρωμή εθελοντές σε πειράματα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ με ψυχεδελικά και άλλα ναρκωτικά, που κρυφά χρηματοδοτούσε η ΣΙΑ. Δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή με το συγκρότημα, αλλά τον συμπεριέλαβαν ως μη επιτελεστικό μέλος του, πρώτη φορά που ποτέ συνέβη αυτό, όταν οι Ευγνώμονες Νεκροί αναδείχθηκαν το 1994 στη Στοά των Διασήμων (Hall of Fame) του Ροκ εντ Ρολ. «Υπήρξα αντισυμβατικός και επαναστάτης ακόμη και μεταξύ των Νεκρών», έχει πει. Όπως αποκάλυψε σε ομώνυμο με το τραγούδι ντοκιμαντέρ του 1997 του Jeremy Marre, ο Χάντερ έγραψε, μαζί με δύο άλλα τραγούδια, τους στίχους, που έκανε μουσική ο Τζέρι Γκαρσία, για τον Κυματισμό (Ripple) ένα απόγευμα στο Λονδίνο το 1970 πίνοντας μισό μπουκάλι ρετσίνα. Σε ψαλμούς του Δαβίδ παραπέμπουν κάποιοι στίχοι σύμφωνα με τον μουσικολόγο David Dodd, που έχει υπομνηματίσει τα τραγούδια του συγκροτήματος.
Ρόμπερτ Χάντερ: Kυματισμός
Αν οι λέξεις μου έλαμπαν με το χρυσάφι του ήλιου
Και οι μελωδίες μου έπαιζαν σε άρπα ακούρδιστη
Θα άκουγες τη φωνή μου να διαπερνά τη μουσική
Θα την κρατούσες κοντά σαν να ήταν δική σου;
Είναι από δεύτερο χέρι, οι σκέψεις είναι κομμάτια
Ίσως καλύτερα να μην τραγουδηθούν
Δεν ξέρω, αλήθεια δεν με νοιάζει
Ας γεμίσουν τον αέρα τραγούδια
Κυματισμός σε ακίνητο νερό
Χωρίς ούτε ένα βότσαλο να έχει πέσει
Ούτε ο άνεμος να φυσά
Άπλωσε το χέρι σου αν το ποτήρι είναι άδειο
Αν είναι γεμάτο ας ξαναγεμίσει
Ας μάθουν όλοι πως υπάρχει μια πηγή
Που δεν έφτιαξαν χέρια ανθρώπων
Υπάρχει ένας δρόμος, δεν είναι απλή λεωφόρος
Ανάμεσα στην αυγή και το σκοτάδι της νύχτας
Και αν πας ίσως κανείς δεν ακολουθήσει
Αυτό το μονοπάτι είναι για τα βήματά σου μόνο
Κυματισμός σε ακίνητο νερό
Χωρίς ούτε ένα βότσαλο να έχει πέσει
Ούτε ο άνεμος να φυσά
Εσύ που θέλεις να ηγείσαι πρέπει να ακολουθήσεις
Αλλά αν πέσεις, πέφτεις μόνος
Αν σταθείς, τότε ποιος θα σε οδηγήσει
Αν ήξερα τον δρόμο θα σε πήγαινα σπίτι
La da da da La da da da da
La da da La da La da da da
La da da da La da da da da
La da da da La da da da da
(«Ripple»: στίχοι στα αγγλικά από MetroLyrics)