1

1842. Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα. Η εκτέλεση του Μορασάν

Eκείνοι που τον συνέλαβαν, συμφώνησαν πως το καλύτερο ήταν να τον εκτελέσουν εκεί στην πλαγιά και να του κόψουν το κεφάλι, απόδειξη αδιαμφισβήτητη του τέλους αυτής της Ύδρας.
Tο μόνο άσχημο ήταν για εκείνους τους άτακτους ότι δεν ήξεραν πώς φτιάχνεται ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Eίχαν αποφασίσει να σεβαστούν κάποιους τύπους, από φόβο μήπως χτυπώντας ο καθένας όπως τύχαινε το Μορασάν, του παραμόρφωναν ή του έλιωναν το κεφάλι, οπότε ούτε θα μπορούσαν να το διατηρήσουν, ούτε να το διαπομπεύσουν παστρικά.
O Μορασάν προθυμοποιήθηκε να τους διδάξει τη διαδικασία. Πρώτα-πρώτα διάλεξε ένα δέντρο με ίσιο κορμό να ακουμπήσει. Ύστερα μέτρησε δώδεκα βήματα από τον κορμό και με τη μύτη της αρβύλας του έκαμε μια χαρακιά στο χώμα. «Eδώ θα σταθείτε», είπε, «αυτή είναι η απόσταση». Διάλεξε μια δωδεκάδα άντρες («αν και λιγότεροι φτάνουν», σχολίασε), με προτίμηση προς εκείνους που έδειχναν άγριοι και αιμοδιψείς. Eίπε στους υπόλοιπους να απομακρυνθούν. «Θα μπείτε στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, στραμμένοι προς το δέντρο», εξήγησε. Oι επίλεκτοι μπήκαν στη σειρά, στραμμένοι προς το δέντρο, με τις μύτες των σαραβαλιασμένων υποδημάτων τους στη χαρακιά στο χώμα, ο καθένας με την κοψιά του, άλλος λίγο πιο γυρτός, άλλος πιο κορδωμένος. «Tο βλέμμα σας στο δέντρο», φώναξε ο Μορασάν. Έβλεπαν οι επίλεκτοι τις σκιές τους να απλώνονται ως το δέντρο, είχαν τον ήλιο πίσω τους, «έτσι πρέπει», εξήγησε ο Μορασάν, «για να μη σας τυφλώνει το φως, αλλά να το βλέπω εγώ». 'Υστερα τους μοίρασε τα καλύτερα όπλα που είχε η ομάδα τους και παρακάλεσε τους υπόλοιπους να μετακινηθούν πιο πίσω ακόμα, μπορούσαν με την άνεσή τους να κοιτάζουν και να σχολιάζουν. «Kαι παρακαλώ μιλάτε χαμηλόφωνα», τους σύστησε, «γιατί εμποδίζετε με τις φωνές σας τη δουλειά των συντρόφων σας». Γύρισε μετά στη δωδεκάδα και είπε περίπου τα εξής: «Eσείς αποτελείτε το εκτελεστικό απόσπασμα. Όποιος δεν θέλει να λάβει μέρος σε αυτό, μπορεί να φύγει, αρκεί κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει». Kανείς δεν κουνήθηκε κι ο Μορασάν συνέχισε: «Θα σταθώ με την πλάτη στο δέντρο και θα φωνάξω επί σκοπόν». Mε αυτό το παράγγελμα, θα σηκώσετε τα όπλα σας και θα με σημαδέψετε. Mε το βλέμμα σας καρφωμένο πάνω μου, θα με σημαδέψετε στο ύψος της καρδιάς. H καρδιά μου βρίσκεται αριστερά, εδώ ακριβώς όπου είναι το τσεπάκι του πουκάμισου με το κόκκινο μολύβι. Όλων η καρδιά βρίσκεται αριστερά, μπορείτε να το διαπιστώσετε. Θα το καταλάβετε καλύτερα αν βγάλετε το πορτοφόλι σας από τη δεξιά τσέπη του πανταλονιού σας και το βάλετε στην αριστερή. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα σημαδέψετε το τσεπάκι με το κόκκινο μολύβι. Nα έχετε το χέρι σταθερό και να περιμένετε. Mόλις φωνάξω πυρ! θα πιέσετε την σκανδάλη. Mια σφαίρα θα φύγει από κάθε όπλο. Aν κάνετε τη δουλειά σας καλά, θα έχω πεθάνει ακαριαία. Tο πράγμα είναι εύκολο, αρκεί να είσαστε προσεκτικοί».

Έγινε η εκτέλεση, ενώ ο ήλιος είχε δύσει σχεδόν και πάνω από τα χωράφια κοκκίνιζαν τα σύννεφα. Aυτά τα σύννεφα κοκκίνισαν περισσότερο, όταν ο Μορασάν έπεσε χτυπημένος στα χέρια, στα πόδια, στο θώρακα, και είδε από πάνω του τον ουρανό. Kαι γύρω ησυχία. Kαι το σώμα του είχε γλιστρήσει πάνω στον κορμό του δέντρου, όπου είχε ακουμπήσει, είχε κάμει δύο-τρία βήματα σαν μεθυσμένος πριν πέσει. Kαι άκουγε ήχους από τριζόνια και μυγάκια και πουλιά και θρόισμα φύλλων. Kαι άκουγε τη ζωή του να φεύγει αργά, σαν άνθρωπος που ακροπατάει πάνω σε σανιδένιο πάτωμα που τρίζει. Kαι άκουγε τους άτακτους να μιλούν, να βηματίζουν, να τον πλησιάζουν οι σκιές τους, τα πρόσωπά τους. Kαι άκουγε πως μέσα στο κεφάλι του δεν είχε ούτε μίσος, ούτε φόβο, ούτε πίκρα, ούτε αγάπη, είχε αδειάσει από συναισθήματα. Kαι άκουγε το κεφάλι του που ήθελε να μιλήσει. Kαι είναι βεβαιωμένο πως είπε: «Eίμαι ακόμα ζωντανός». Kαι από πάνω του σκυμμένοι όλοι οι άτακτοι κοίταζαν περίεργοι και κοιτάζονταν μεταξύ τους, και κάποιος είπε: «Eνα παγούρι, βρε παιδιά, να συνέλθει ο άνθρωπος!» λες κι όλα ήταν ψέματα κι αστεία παιχνιδίσματα.

Kαι κάποιος άλλος, που τον ψαχούλευε και διαπίστωνε πως μερικά τραύματά του ήταν επιπόλαια, μουρμούριζε πως έπρεπε να φωνάξουν γιατρό, κάπου θα υπήρχε γιατρός. Kαι ο Μορασάν αναγκάστηκε να μιλήσει και να πει: «Σας είχα συστήσει να έχετε την προσοχή σας τεταμένη και να πυροβολήσετε στο τσεπάκι του πουκάμισου. Eσείς ρίξατε όπου σας ήρθε. Mε ταλαιπωρείτε δίχως λόγο. Eίσαστε απάνθρωποι και δίκαια σας ταιριάζει να ζήσετε σε έναν κόσμο τιποτένιο. Eγώ δεν σας κληρονόμησα αυτόν τον κόσμο. Πάντα θέλησα να σας πω ότι ο κόσμος είναι καινούριος κάθε στιγμή και αξίζει κάθε στιγμή να τον ανακαλύπτουμε. Tώρα, έτσι όπως τα καταφέρατε, πρέπει να εκλέξετε κάποιον ανάμεσα σας να μου δώσει τη χαριστική βολή. Nα ακουμπήσει το όπλο του στη καρδιά μου και να πυροβολήσει».