στον Δημήτρη Κόκκινο
Πώς το είχες πει, καλέ μου Ιγνάτη,
Η ψυχή του Αχιλλέα μοιάζει με το μονάκριβό του δόρυ;
Τα βέλη του Πάρη έχουν κάτι από την δειλή του ωραιοπάθεια;
Το δαιμόνιο του κάθε Ούτινος ες αεί θα πελεκάει
έναν αθόρυβο Δούρειο Ίππο;
Τι θα ‘λεγες, συλλογίζομαι,
για τον γοργοπόδαρο καιρό σου;
Η ψυχή του ανθρώπου του
πότε
πιο βαθιά σαρκώθηκε,
πιο ανάγλυφα,
πιο σταθερά,
στις ναπάλμ
ή στην υδρογονόβομβα;
Στην πενικιλίνη
ή στα τεστ «Παπ»;
Στο μανιτάρι της Χιροσίμα,
ή στης Γκερνίκα τον φλεγόμενο καμβά;
Τι θα ’λεγες, Τρελέ μου;
Και για την εποχή μας;
Ποιος ο πιο διαυγής της
ομιλητικός καθρέφτης;
Το δυάρι του γεράκου
–σαλονοτραπεζαρία, καμπινές, κρεβάτι–
όπου έθαψε τον κάποτε ονειροπόλο εαυτό του
για την πάση θυσία επιβίωση του;
Θα έλεγες,
τάχα
οι αμνήμονες ψηφιακοί μας κλώνοι;
Ή το κλουβάκι εκείνου του μωρού
που αγνοεί πρόσθιο και μακάριο
σε τι κόσμο γοργά θα μεγαλώσει;