Ήθελε ο Τζίμης ο Πανούσης να πάμε να δούμε τον Κώστα Χατζηχρήστο σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις στο θέατρο, στην επιθεώρηση, μεγάλος που ήτανε πια, τότε που πρόλαβα κι εγώ και του πήρα μια συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία.
Πήγαμε. Πήγαμε πριν και στο καμαρίνι του να τον δούμε. Μας δέχτηκε, ένα μαζεμένο γεροντάκι με μια ρόμπα, ευγενικά αλλά κάπως ξέπνοα, είπαμε δυο κουβέντες, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, αν ο Χατζηχρήστος ήξερε και τόσο τον Πανούση, της δικής του μεγάλης τέχνης την αξία.
Καθίσαμε μετά στις θέσεις μας. Σε λίγο, πάνω στη σκηνή είδαμε έναν Χατζηχρήστο άχρονο, να χοροπηδάει όπως πάντα, να έχει πετάξει από πάνω του την ηλικία του, να μην κρατιέται.
Ο Τζίμης μου είπε πως δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, παρά την εικόνα του στο καμαρίνι. Για της σκηνής τον άλλο, μεθυστικό, αναστάσιμο τόπο και τρόπο.
(Στο Δελφινάριο, πάλι με τον Τζίμη στον Βέγγο, το ίδιο: μας έστειλε και ποτά να μας κεράσει, αλλά πριν, στα παρασκήνια, μας έλεγε: —Τι θέλετε εδώ; Φύγετε, δεν κάνει εδώ. Μετά, στη σκηνή, ήταν ο ίδιος, ο Βέγγος, ο Βέγγος που υπεραγαπούσαμε. Που αυτός ήξερε πολύ καλά, καταλάβαμε, και για τον Πανούση).
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )