Θανάσης Βαλτινός (1932-2024)

(Φωτ. Βασίλης Παπαγεωργίου)




Τόσο τα μυθιστορήματα όσο και τα διηγήματά του διερευνούν σε βάθος το ανθρώπινο τοπίο, με κύρια εργαλεία την πρόσφατη Ιστορία και την ακόρεστη γλώσσα. Ο συναρπαστικός και μαζί διαυγής λόγος του, συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο την ένταση με τη νηφαλιότητα, την ακρίβεια τής τοπιογραφίας με την έκρηξη των συναισθημάτων, έδωσε στις γενιές μας έναν αφηγητή μεγάλης πυκνότητας και ταυτόχρονα εντυπωσιακής απλότητας, τέχνη με την οποία μπορεί να σαρώνει τη νηνεμία του αναγνώστη. Η ταραχή και η έξαψη είναι, νομίζω, οι δύο πόλοι που ορίζουν την αίσθηση που απομένει όταν κλείσεις ένα βιβλίο του Θανάση Βαλτινού.

[ Από την εισήγησή μου ως προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων προς την Σουηδική Ακαδημία, απαντώντας στο ―άκρως εμπιστευτικό―επίσημο αίτημά της για πρόταση υποψηφιότητας Έλληνα συγγραφέα για το Βραβείο Νομπέλ 2013 ]


Στις 15 Οκτωβρίου



Σελίδες:

ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ

(Επιμέλεια: Βασίλης Παπαγεωργίου)




Φρεντ Τζέιμσον (1934-2024)

Το πρωί της Κυριακής 23 Σεπτεμβρίου, πριν κυκλοφορήσει η είδηση δημοσίως, έμαθα από ένα συνάδελφο, τον οποίο γνωρίζω από τα μεταπτυχιακά μας χρόνια, αν και σε άλλο πανεπιστήμιο, ότι πέθανε ο Φρεντ Τζέιμσον. Όπως ταχύτατα μεταφέρθηκε το νέο μεταξύ μας, μαζί με την απέραντη θλίψη στο αιφνιδιαστικό άκουσμα, σημείωσα και την έκπληξη των περισσοτέρων. Κάποιοι, μάλιστα, την εξέφρασαν με τον ίδιο τρόπο—«ποιος το περίμενε; φαινόταν αθάνατος».
Γεννημένος τον Απρίλιο του 1934, ο Τζέιμσον είχε κλείσει τα 90 του χρόνια, όμως παρέμενε ενεργός και δυναμικός με τέτοιο τρόπο που η ζωή του δεν κατέγραψε ποτέ το γήρας. Δημοσίευσε 35 (!) βιβλία φιλοσοφίας και λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, με τα δύο τελευταία μέσα στο 2024. Υπήρξε καθηγητής στο Χάρβαρντ και στο Γέηλ, αλλά επίσης και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας σε διάφορες φάσεις, πριν καταλήξει το 1985 στο Ντιούκ, όπου και ίδρυσε ένα μοναδικό στον πανεπιστημιακό χώρο τμήμα λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, το οποίο εγκαθίδρυσε μια άμεσα αναγνωρίσιμη σχολή μεθοδολογίας.
Οι φοιτητές και φοιτήτριες του έχουν κατακλύσει τα τμήματα φιλολογίας (σε διάφορες γλώσσες και παραδόσεις), συγκριτικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής θεωρίας, σε τέτοιο εύρος και διάρκεια ώστε συχνά συνυπάρχουν νέοι και νέες που τώρα ξεκινούν την καριέρα τους με άλλους και άλλες που τώρα βγαίνουν στην σύνταξη. Αυτό από μόνο του είναι ασύγκριτο. Πολλοί εξ αυτών έχουν υπάρξει καθοριστικοί παράγοντες στην διεθνή γραμματεία με δικό τους φιλοσοφικά και παιδαγωγικά ριζοσπαστικό έργο.
Οι διάφοροι καιροί του Τζέιμσον με αυτή την έννοια διαπερνούν πολλαπλές και κορυφαίες περιόδους στην ιστορία. Πήρε το διδακτορικό του από το Γέιλ το 1959, υπό την επίβλεψη του θρυλικού Έριχ Άουερμπαχ, η έκδοση τoυ οποίου αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή μελέτη του Σαρτρ στα αγγλικά. Πρωτοστάτησε στην διδασκαλία της λεγόμενης «μετά το ’68 σκέψης» στην Αμερική, πάντοτε μέσα από μια αυστηρά διαλεκτική σκοπιά, ανανεώνοντας την μαρξιστική σκέψη σε κάθε στροφή που αυτή κόλλαγε στα δικά της αδιέξοδα. Στην πορεία αυτή διακρίθηκε πολύ νωρίς και σαν ακτιβιστής σε διάφορες ομάδες κινηματικής αλληλεγγύης από την Λατινική Αμερική μέχρι την Παλαιστίνη. Ως αριστερός στοχαστής (και βέβαια αφοσιωμένος μελετητής του μοντερνισμού) υπήρξε ο πρώτος που αποδέχτηκε τον μεταμοντερνισμό χωρίς δικαιολογίες και αναστολές, καθιερώνοντας μάλιστα το ερμηνευτικό ιδίωμα (πέραν του Λυοτάρ) στις βάσεις του οποίου έγινε κατόπιν η κριτική αποτίμηση του.
Για την δική μου την γενιά υπήρξε εξίσου καθοριστικός όσο ο Φουκό, ο Ντεριντά, ο γαλλικός φεμινισμός ή ο Σαΐντ, προτού στραφούμε στις μετα-αποικιακές πλευρές της θεωρίας. Πριν τον γνωρίσω είχα ήδη διαβάσει το Μαρξισμός και μορφή (1971), ένα έργο σταθμό γιατί ήταν το πρώτο βιβλίο που εξηγούσε την σημασία της Σχολής της Φρανκφούρτης στα πλαίσια της μαρξιστικής ερμηνείας της πολιτικής των ιδεών και του πολιτισμού. Τότε ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όχι μόνο στον αγγλόφωνο αλλά και στον γαλλόφωνο χώρο. Συνέδεσε δε αυτή την γερμανική παράδοση με τον Σαρτρ, αλλά όχι μέσω της γνωστής χαιντεγγεριανής οδού αλλά στα πλαίσια του μαρξισμού. Ήξερε άπταιστα γαλλικά και γερμανικά και υπήρξε πρωτοπόρος διδάξας του πως μπορούμε να σκεφτούμε και στις δύο αυτές ευρωπαϊκές παραδόσεις ταυτόχρονα.

Τον πρωτογνώρισα το 1983 στο UCLA, όπου εμφανίστηκε στο αμφιθέατρο σε επίσημη διάλεξη φορώντας μια ολόσωμη μπλουτζίν φόρμα εργασίας. Προσπάθησα να βρω μια τέτοια φωτογραφία, αλλά δεν υπάρχει πουθενά. Επέλεξα την συγκεκριμένη, που είναι πολύ αργότερα, ενδεικτικά για την χαρακτηριστική του χαλαρή χειρονομία με την οποία μιλούσε και δίδασκε — στη συγκεκριμένη περίπτωση περιτυλιγμένος από την κατανυκτική διάθεση όλων τριγύρω (δυστυχώς εδώ μόνο αγοριών).
Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, το περάσαμε σε σπίτι φίλων συζητώντας και πίνοντας μέχρι πρωίας. Καθόμασταν στο πάτωμα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι και η συζήτηση ήταν επί παντός επιστητού—για διάφορα θέματα της Αριστεράς και του μαρξισμού βέβαια, αλλά και για τον μοντερνισμό, την αποδόμηση, τον Μπρεχτ, την ουρμπανιστική ιδιαιτερότητα του Λος Άντζελες και ποιος ξέρει τι άλλο που τώρα έχω ξεχάσει. Θυμάμαι, όμως, χαρακτηριστικά ένα διάλογο που κάναμε περί μουσικής, συγκεκριμένα κατά πόσον ο μινιμαλισμός ήταν μια συντηρητική στροφή που εξυπηρετούσε κιόλας τις ανάγκες μιας αγοράς «σοβαρής» μουσικής. Η ρυθμική επανάληψη, θεωρούσε —και είχα τότε συμφωνήσει— εξυπηρετούσε τις υπνωτικές διαστάσεις του καταναλωτικού υποκειμένου. Εκτιμούσε την παρέμβαση της Λόρι Άντερσον περισσότερο από του Φίλιπ Γκλας.
Εννοείται, είχα σαγηνευτεί από αυτή την οικειότητα του με τον κόσμο των φοιτητών. Ένας τεράστιος στοχαστής καθόταν στο πάτωμα και ευχαριστιόταν τη συζήτηση της παρέας όπως όλοι μας. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2006, όταν είχα επιστρέψει για ένα διάστημα στο UCLA ως καθηγητής πλέον, είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο του με την ίδια φοιτητική λαχτάρα. Εκείνη την μέρα δίδασκε την Αισθητική θεωρία του Αντόρνο. Έχοντας πλέον αφομοιώσει το δύσκολο αυτό κείμενο μετά από τόσα χρόνια μελέτης, είχα μείνει άφωνος από την διαύγεια και αμεσότητα, την απλή γλώσσα, με την οποία έκανε τις δυσνόητες αντιλήψεις του Αντόρνο κατανοητές και τον ενθουσιασμό που προκαλούσε στην αίθουσα με πέντε-έξι φράσεις. Υπήρξε κορυφαίος δάσκαλος.
Σημειώνω ενδεικτικά δύο μνημειώδεις φράσεις του:

Η ιστορία είναι αυτό που πονάει. Η περίφημη φράση ανήκει στο βιβλίο Το πολιτικό ασυνείδητο (1981), έργο υποδειγματικό του πως λογοτεχνική θεωρία και λογοτεχνική κριτική είναι η ίδια πράξη. Ταυτόχρονα, βέβαια, κορυφαίο εγχείρημα μαρξιστικής σκέψης στο ότι αναδεικνύει την ιστορία ως θεμελιακό παράγοντα των ίδιων των αισθήσεων και των αφηγήσεων (τους), με την ευχέρεια μιας γκάμας που καλύπτει την εμπλοκή της πολιτικής πράξης με την αισθητική, αφηγηματική, αναστοχαστική και επινοητική πράξη αλλά εναντίον του εύκολου (και τραγικού ως προς τις συνέπειες του) μαρξιστικού ιστορικισμού. Η ιστορία πονάει γιατί δεν είναι αφηρημένη ιδέα, ούτε λογική, ούτε μηχανισμός, ούτε ιδεώδες, αλλά η ίδια η καθημερινή εμπειρία της ζωής που χαράσσεται, πολλές φορές οδυνηρά, στα σώματα των ανθρώπων. Πέραν τούτου, όμως, το βιβλίο παραμένει πεισματικά συγκεντρωμένο στην λογοτεχνία, διδάσκοντας ειδικούς και ξένους προς το είδος τι σημαίνει πράγματι λογοτεχνική σκέψη και πράξη ως επιστήμη.

Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Παραθέτω εδώ την φράση όπως έχει περάσει στη βιβλιογραφία και συζητηθεί κατά κόρον. Η διατύπωση, όμως, είναι λάθος. Ανήκει σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Η πόλη του μέλλοντος» [“Future City”], που δημοσιεύτηκε στο New Left Review το 2003, όπου ο Τζέιμσον λέει το εξής: «Κάποιος είπε κάποτε ότι είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Τώρα μπορούμε να αναθεωρήσουμε μέσα από το πρίσμα μιας προσπάθειας να φανταστούμε τον καπιταλισμό ενώ φανταζόμαστε το τέλος του κόσμου». Η αληθινή διατύπωση δείχνει μια χαρακτηριστικά διαλεκτική —αλλά και θεατρική— χειρονομία του λόγου, όπου η γνωστή φράση απονέμεται σε κάποιον άλλον —ο Τζέιμσον εδώ σκηνοθετεί τον εαυτό του ως άγνωστο— και ακολουθείται από μια δεύτερη φράση που αντιστρέφει την ιεραρχία στη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και τέλους του κόσμου.
Έτσι, μια σκέψη που δηλώνει την αδυναμία της φαντασίας ενώπιον του καπιταλισμού ως αθάνατο τέρας καταλήγει στο να επινοήσει πως η φαντασία μπορεί να αναγνωρίσει και εντέλει να αρνηθεί αυτή την τερατώδη λογική. Αν κατανοήσουμε ότι η λογική του καπιταλισμού δεν είναι παρά η λογική της συντέλειας του κόσμου —δηλαδή, ότι το τέλος του, ο σκοπός και η κατάληξη του, είναι η ολική καταστροφή του κόσμου— τότε οι αποκαλυπτικές και καταστροφολογικές μας φαντασιώσεις γίνονται όντως φαντασιακές επινοήσεις ενός πιθανού τέλους του καπιταλισμού.
Το περίπλοκο αυτό σκεπτικό είχε αποτυπωθεί στο κορυφαίο έργο του Τζέιμσον Μεταμοντερνισμός ή η λογική του ύστερου καπιταλισμού ήδη από το 1984 — ως άρθρο, το βιβλίο εκδόθηκε το 1989. Αν δεν απατώμαι, αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέιμσον που μεταφράστηκε στα ελληνικά κατόπιν πρωτοβουλίας του Άγγελου Ελεφάντη σχεδόν εκ παραδρομής — εφόσον, καθότι γαλλοτραφής, θεωρούσε ότι οι Αμερικανοί δεν μπορούν να παράγουν κριτική σκέψη (λάθος πρώτον) και ως εκ τούτου επέλεξε κατ’ εξαίρεση ένα βιβλίο μαρξιστή θεωρώντας (λάθος δεύτερον) ότι το έργο ήταν συλλήβδην πολέμιο κατά του μεταμοντερνισμού.
Το έργο κάλυψε κάποιες ανάγκες της τότε ελληνικής διανόησης, όμως με συντηρητικό πρόσημο γιατί έκατσε πάνω σε ένα κενό γνώσης, το οποίο επέτρεπε στον οποιονδήποτε, ασχέτως πολιτικής θέσης, να πει οτιδήποτε (βλακώδες) για το τι είναι το μεταμοντέρνο. Και βέβαια πάνω στο κενό που δημιουργούσε συγκεκριμένα η άγνοια για το έργο του Τζέιμσον, το οποίο ήταν ήδη τεράστιας και καθοριστικής σημασίας.
Αυτή η χαώδης τρύπα στο γνωσιολογικό πλαίσιο που αφορούσε την εξέλιξη της λογοτεχνικής και μαρξιστικής θεωρίας —πεδία αυτόνομα αλλά συνδεδεμένα με μοναδικό τρόπο από την παρουσία του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη (σημειώνω πόσο τεράστια είναι π.χ. η επιρροή του στη Κίνα)— δεν ξεπεράστηκε από τις μετέπειτα βιαστικές μεταφράσεις του έργου του στα ελληνικά. (Χωρίς να γνωρίζω από πρώτο χέρι μαθαίνω ότι οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις του Πάνου Σταθάτου, μαζί με τις μελέτες του για τον Τζέιμσον, επιτέλους προσφέρουν στον Έλληνα αναγνώστη την δυνατότητα μιας άξιας αποτίμησης).
Ομολογώ, η ιστορία της άγνοιας στα ελληνικά γράμματα για την επιρροή του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη της τελευταίας πενηντακονταετίας  —μιλάμε για τεράστια απώλεια στα πλαίσια της μόρφωσης των νέων, γενιά με γενιά—δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επαρχιώτικη αντίληψη που επικρατούσε τότε συγκεκριμένα στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και φιλολογίας, πολλές φορές δε με δυστυχώς αριστερό πρόσημο.
Γιατί ο Τζέιμσον, πέρα από οτιδήποτε άλλο, υπήρξε αδιαμφισβήτητα στοχαστής της λογοτεχνίας, ακόμη και όταν δημιουργούσε τομές στον χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για να μη πω προφανώς της μαρξιστικής σκέψης ή της δυτικής φιλοσοφίας εν γένει. Ως κριτικό και θεωρητικό λογοτεχνίας τον διαβάσαμε και ακόμη (οφείλουμε να) διαβάζουμε. Με κύριο μάθημα ότι η φιλολογία δεν είναι εντέλει μια παθητική ανάγνωση κειμένων από ειδικούς, εργασία στην οποία εξάλλου ήταν μαιτρ, αλλά είναι ανάγνωση του κόσμου ως πάλη—ανάγνωση του κόσμου των αισθήσεων και της ιδεολογίας εξίσου, με την ιστορία υπόβαθρο και την φαντασία εξέδρα καταδύσεων.


Στις ακτές της Μεσογείων

Τίποτε δεν συναγωνίζεται τον λυρισμό της καταστροφής. Ουδέν. Λιώνοντας τα παγόβουνα, τα νερά θα ανεβούν και θα πάρουν τα βουνά. Και τα νησιά βουνά είναι που βουλιάζουν. Βαθύτερα η Δήλος θα κρύψει τους θησαυρούς της. Εδώ πάντως η Μεσογείων ανηφορίζει πλαγιοκοπώντας τον Υμηττό, που παραθαλάσσιος θα γίνει κάποτε, με δέντρα μέχρι το νερό, όπως στη Χαλκιδική.
Είχα αφήσει το αυτοκίνητο για να αλλάξουν λάστιχα και διέσχισα τον δρόμο. Παιδί μου, αν και νεότερος, αυθόρμητα αναφώνησε ο κύριος Χρήστος, όταν είδε πόσο παλιά ήταν. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγούν και τότε ποιος θα σε σώσει. Ας μην ήμασταν μακριά από το νοσοκομείο Σωτηρία.
Απέναντι, στην άλλη όχθη της λεωφόρου, τη διπλή κοίτη της οποίας πλημμύριζαν οχήματα, δεν βρήκα μέρος να κάνουν καφέ. Έτσι ανέβηκα έναν κάθετο παράδρομο, όπου μετά βίας χωρά ένα αυτοκίνητο, καθώς βουλιαγμένα πεζοδρόμια εξυπηρετούν χαμηλοβλεπείς πολυκατοικίες με μικρά καταστήματα στο ισόγειο.
Έπιπλα ποιότητος. Επισκευάζονται σαλόνια. Παραγγελίες σκυροδέματος. Στο βάθος της ανηφόρας τραπεζάκια μιας καφετέριας της γειτονιάς. Εδώ θα έπινε τον καφέ του ο Μπαλζάκ, αν έμενε κοντά. Λίγο πιο μέσα από τις ακτές της Μεσογείων, όπου κοπάζει ο θόρυβος των αυτοκινήτων, ενώ τα φύλλα των δέντρων φιλτράρουν το φως.
Παραδοσιακό ή πλαστικό, ρώτησε η κυρία που εμφανίστηκε πίσω από την προθήκη για να ψήσει τον καφέ. Κρατούσε ήδη το μικρό λευκό φλιτζάνι και έγνευσα χωρίς να χρειαστεί με λόγια να απαντήσω. Ζάχαρη, ρώτησε. Όχι, είπα. Έχει γλυκάνει ο καιρός. Η θερμοκρασία έπεσε. Τα σύννεφα πυκνώνουν. Ο ουρανός φαίνεται σκεφτικός.
Έπινα αργά τον καφέ. Θα περίμενα αρκετή ώρα. Αν φορούσα ρολόι, αν κοντά υπήρχε ρολογάς, θα ζητούσα να το ρυθμίσει να πηγαίνει πιο αργά, όπως στις ακτές σκάνε τα κύματα των αυτοκινήτων. Κάθε μέρα μοιάζει ατελείωτη. Μόνον οι μήνες και τα χρόνια γρήγορα περνούν.
Από τον ουρανό έρχεται το νερό, όταν από το έδαφος ή τη θάλασσα το περιμένεις. Αυτό δημιουργεί δυσπιστία για τις επιλογές σου. Μήπως δεν έπρεπε να αλλάξω λάστιχα; Μήπως κουπιά έπρεπε να αγοράσω; Αν ήμουν πιο προνοητικός. Αν πιο μακριά έβλεπα να βουλιάζει το μέλλον.
Συγγνώμη, τηλεφώνησαν να μου πουν. Ελάτε να πάρετε το αυτοκίνητο. Θα χρειαστεί να έρθετε πάλι αύριο. Μας έφεραν λάθος λάστιχα. Την άλλη ημέρα η αντιπροσωπεία έστειλε τα ελαστικά, αλλά σε λάθος συνεργείο. Γενικά υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα.
Διαρκώς περιμένω, ενώ συσσωρεύονται μικρών διαστάσεων καταστροφές, που ελπίζουν πως μια τεράστια καταστροφή θα τις ξεπλύνει. Ποιος μιλά για ρυάκια βρώμικου νερού, που μολύνουν τις ακτές, μετά από ένα τσουνάμι;

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Στις ακτές του Ειρηνικού   §  Νεότερα για την [εγ]κληματική αλλαγή  §  Οι βλαβερές συνέπειες της γραφής



Ρουβικωνες

Γνώρισα έναν άνδρα στο μπαρ ενός ξενοδοχείου και συζητήσαμε για Ρουβικώνες. Μου αφηγήθηκε πως τον είχε χτυπήσει κεραυνός, τριακόσια εκατομμύρια βολτ εισήλθαν στο σώμα του από το μέτωπο και εξήλθαν από την αριστερή του φτέρνα. Η διαδρομή τους μπορεί να μην τον σκότωσε, αλλά άφησε πίσω σημάδια ώστε να μην ξεχαστεί. Ολόκληρη η πλάτη του πλέον καλυπτόταν από πληγές, εύοπτες γραμμές σαν χαραγμένες από χέρι. Όταν τις πρωτοείδε, μου είπε, αναγνώρισε αμέσως τι απεικόνιζαν. Tο δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης, οι δύο αειθαλείς γίγαντες του κήπου της Εδέμ. Αυτός ήταν ο δικός του Ρουβικώνας, το ποτάμι που αφού διασχίσεις δεν υπάρχει επιστροφή. Τριακόσια εκατομμύρια βολτ αργότερα η ζωή του καθοριζόταν από τη δυαδικότητα της μεταφυσικής χλωρίδας, και εκτός αν τον χτυπούσε ένας δεύτερος κεραυνός με διαφορετικές απόψεις, αυτό δεν θα άλλαζε μέχρι τον θάνατο του. Όποιες αμφιβολίες και πεποιθήσεις είχε πριν, τις έκαψε το ρεύμα. Δεν μοιράστηκα αυτή τη σκέψη μαζί του, αλλά αναρωτήθηκα τι μορφή θα έπαιρνε ένας δικός μου Ρουβικώνας. Ίσως τίποτα τόσο δραματικό και μυστηριακό, κάτι ευθύτερο. Ίσως απλά το ίδιο το ποτάμι, το αρχαίο νερό που πότιζε το χώμα του κήπου πολύ πριν το γευτούν οι ρίζες οποιουδήποτε δέντρου, χαραγμένο στο σώμα μου, ρέον από το στέρνο μέχρι τον λαιμό. Παρασυρμένος από την περιέργεια, του ζήτησα να μου δείξει τις πληγές στην πλάτη του, αλλά, νιώθοντας αμήχανα, αρνήθηκε.

Ολυμπιακοί Αγώνες

«Η Κόλαση είναι οι (Γ)άλλοι» ― Δημήτρης Καλοκύρης



Τα πιο διαδεδομένα επιχειρήματα υπέρ της διοργάνωσης είναι τρία. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, υποστηρίζεται, αναπτύσσουν την άμιλλα μεταξύ ερασιτεχνών αθλητών που διαγωνίζονται, καθιερώνουν μια οικουμενική αντίληψη για την ανθρωπότητα και ευνοούν το μέρος όπου διεξάγονται.

Στην πραγματικότητα, πρώτον, είναι αδύνατον για ερασιτέχνες χωρίς δημόσια ή ιδιωτική στήριξη να διεκδικήσουν συμμετοχή σε Ολυμπιακά αθλήματα, που προϋποθέτουν συστηματική προπόνηση. Η επαγγελματική επιδίωξη ρεκόρ αναιρεί παραδοσιακές όψεις συναγωνισμού. Εφόσον δεν αποδεικνύεται, η χρήση χημικών βοηθημάτων ή άλλων μεθόδων επικράτησης διαλανθάνει, ακόμη και αν τα αναβολικά αδυνατούν να υποκαταστήσουν όλες τις αναβολές άθλησης.
Δεύτερον, όπως σε κάθε αντίστοιχη διοργάνωση, ο ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών ομάδων, υπέρ των οποίων αθροίζονται χρυσά, αργυρά και χάλκινα έπαθλα, καθιστά τους Ολυμπιακούς μία από τις θεαματικότερες εκφράσεις εθνικισμού και όχι οικουμενικότητας. Η συσσώρευση ρεκόρ έρχεται να επικαλύψει αστοχίες ανάπτυξης σε κράτος δικαίου. Πρόκειται για ένα είδος συμβολικού εκσυγχρονισμού, όπως συμβαίνει και με εμβληματικά μνημεία ή κτήρια σε πολλές χώρες.
Τρίτον, χρεώνονται, όταν δεν κακοποιούνται, με μελλοντικά άχρηστες υποδομές η πόλη και η χώρα, όπου σε παροξυσμό περιέρχονται αθλητές και φίλαθλοι από όλον τον κόσμο, εφόσον δεν ισχύει κάποιο εμπάργκο. Θεωρούν ότι αναβιώνουν ένα παρελθόν, που είναι αμφίβολο αν με τον τρόπο αυτόν υπήρξε. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι στα Ολυμπιακά χωριά καταγράφονται ρεκόρ χρήσης προφυλακτικών. Μασκότ οργιάζουν. Το κιτς θριαμβεύει.

Ασφυκτικές πιέσεις από διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες για τη δημιουργία μεγαλοπρεπών χώρων για το άθλημά τους, μέτρα ασφαλείας εναντίον τρομοκρατικών απειλών σε διοργάνωση με παρόμοια τηλεθέαση και ράλι ανατιμήσεων καθιστούν ανέφικτο κάποιο συλλογικό όφελος. Ευκαιρία για εργολάβους αποτελούν τα έργα, που συχνά κατασκευάζονται από μετανάστες, ενώ άστεγοι και άποροι εκκενώνονται.
Κάθε τέσσερα χρόνια στην Ολυμπία όταν συγκεντρώνονταν από τις πόλεις τους, οι Έλληνες επιβεβαίωναν τη συγγένειά τους, ενώ εκεχειρία επικρατούσε κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Προέκυπτε και βάση αναφοράς για να υπολογίζουν χρονολογίες. Τώρα που αλλιώς μετρούν τα χρόνια, στρατο-βιομηχανικά και άλλα συμπλέγματα ακυρώνουν κάθε εκεχειρία, που συνιστά ευχή, την οποία μόνο διεθνής πίεση και αγανάκτηση για γενοκτονίες μπορούν να επιβάλλουν.
Στη διαδικασία συγκρότησης σύγχρονου κράτους, κυρίως Έλληνες της διασποράς επιχείρησαν να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επρόκειτο όμως για διεθνές διακύβευμα, το οποίο εκπρόσωποι ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν στη διάθεση των ιθαγενών.
Δεν θα συνέφερε οι Αγώνες να διεξάγονται στον ίδιο τόπο, όπου έτοιμα θα υπήρχαν στάδια και εγκαταστάσεις ή θα προγραμματιζόταν η ανανέωσή τους. Αυτό θα έβαζε πλαφόν σε υπερβάσεις, που εξασφαλίζει η διαδικασία του κατεπείγοντος, όταν άλλη καθυστέρηση δεν χωρά. Να πηγαίνουν στο ίδιο μέρος θα ήταν επίσης βαρετό για τα μέλη του διεθνούς θιάσου που συμμετέχει στις διοργανώσεις αυτές.
Ούτε τρεις εβδομάδες μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, που προκηρύχθηκαν στη Γαλλία, γίνεται η έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι για τρίτη φορά, μετά το 1900 και το 1924. Πόλη των φώτων, διαφωτιστών και ηλεκτρολόγων, τα Παρίσια, όπως έλεγαν άλλοτε, παρρησίας ευκαιρία ίσως θα έπρεπε να αποτελούν σχετικά με τις Ολυμπιακών διαστάσεων απολογίες για τους Αγώνες.
Αν κολυμβητές είναι έτοιμοι να βουτήξουν στα μολυσμένα νερά του Σηκουάνα των Παρισίων, γιατί όχι και στην Κυπαρισσία; Δίπλα άλλωστε είναι τα Φιλιατρά, που κοσμεί πύργος του Άιφελ σε μικρή κλίμακα. Αν ο Βίκτωρ Ουγκό, που αγαπούσε την Ελλάδα, γνώριζε ελληνικά, ίσως «Αθλητές» να έγραφε. Άθλιοι όμως προέκυψαν. Ευτυχώς, αθλιότητα και αλήθεια διατηρούν στοιχεία παρήχησης.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Αγώνες φαγητού

Καραγάτσι

Φτελιά (Καραγάτσ)ι: Ulmus minor, Chimaera Μajor

Κάφκα 100 χρόνια



Σκίτσο του Κάφκα (περ. 1901-1907), Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ




Αφού συγκεντρωθούν 100 καύκαλα συγγραφέων, ακολουθεί επόμενος αιώνας. Κάποιοι έχουν γίνει γνωστοί. Άλλοι μένουν άγνωστοι. Κάθε λογοτεχνικός αιώνας έχει διαφορετική διάρκεια. Για τους γνώστες της τελετουργίας σημασία έχει ο αριθμός των κρανίων, που συνδέει τη μοναδικότητα με την αναριθμησία και την τριαδικότητα με τον πολυθεϊσμό. Ανώτεροι από τους γνώστες θεωρούνται οι αναγνώστες, που επιδεικνύουν την κρυφή τέχνη της ανάγνωσης ξεφυλλίζοντας ό,τι βρουν: δέντρα, βιβλία, ηλεκτρονικές σελίδες. Κανείς δεν ξέρει τι διαβάζουν, αφού κανείς δεν ξέρει να διαβάσει. Ενδιαμέσως επιδίδονται βραβεία. Ιδιαίτερη αναγνώριση θεωρείται η μη βράβευση, την οποία βραβευμένοι επιδιώκουν αρνούμενοι να παραλάβουν το δικό τους.
Τα άπαντα κάθε συγγραφέα, ή μάλλον το σύμπαν, διαρρέουν σύμφωνα με το ρεύμα μίας επιστολής, όπου εξηγεί, δηλαδή υπαινίσσεται, ότι φράγμα γραφής δεν του επιτρέπει να πλημμυρίζει σελίδες. Ζητά να καταστρέψουν την επιστολή χωρίς να τη διαβάσουν, αίτημα εύλογο εφόσον κανείς δεν διαβάζει. Η επιστολή περιγράφει πώς από τα Άγραφα έχουν κατεβεί όλοι οι συγγραφείς, για να ξεχυθούν στα νερά της Θεσσαλίας, τις πεδιάδες της Μακεδονίας και τα φαράγγια της Αττικής, πριν μεταναστεύσουν στο Δουβλίνο, την Πράγα και την ενάλιο νήσο της Νέας Γης. Μετά τον αλφαβητικό κατακλυσμό επικρατεί η λατρεία των λειψάνων των συγγραφέων, με τα απολιθωμένα δάχτυλα των οποίων παίζουν ψαλίδι, πέτρα, χαρτί. Οι νικητές δίνουν στα λείψανα νέα ονόματα, με τα οποία ταξινομούνται.

Στις 3 Ιουνίου συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τον θάνατό του σε ηλικία σαράντα ετών. Εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας της γερμανικής γλώσσας στο έδαφος της Βοημίας στην Τσεχία σήμερα, ο Κάφκα ήταν Βοημός ή Μποέμ, επομένως. Η ζωή του δεν ήταν καφκική, θύμισε πρόσφατο βιογραφικό σίριαλ στη γερμανική τηλεόραση. Σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό του οίκου Sotheby’s στα τέλη Ιουνίου πάνω από εβδομήντα χιλιάδες στερλίνες αναμενόταν να αποφέρει επιστολή του. Μην ξεχνάτε να γράφετε με το χέρι. Υπάρχει ζήτηση για χειρόγραφες επιστολές την ψηφιακή εποχή.
Όταν οι ανησυχίες έχουν διεισδύσει σε ένα ορισμένο επίπεδο ύπαρξης, η γραφή και τα παράπονα προφανώς σταματούν, γράφει με τα πολύ καθαρά γερμανικά του ο Κάφκα στον Αυστριακό ποιητή Albert Ehrenstein, που πρέπει να του είχε ζητήσει συνεργασία για το εξπρεσιονιστικό λογοτεχνικό περιοδικό Οι σύντροφοι (Die Gefährten), που έβγαζε τότε. Ούτε η αντίστασή μου ήταν ιδιαίτερα σθεναρή. Δεν έχω γράψει τίποτε για τρία χρόνια, προσθέτει.
Δεν γράφω για τρία χρόνια, μπορεί κάποιος να γράφει κάθε τρία χρόνια. Συγκρίσεις εξωτερικών εμποδίων και εσωτερικών φραγμών γραφής μεταξύ διαφορετικών συγγραφέων θα διευκόλυνε η υιοθέτηση μίας διεθνούς μονάδας μέτρησης της δυσκολίας γραφής. Η μονάδα θα μπορούσε να ονομάζεται Κάφκα. Επειδή όμως στα αγγλικά καθιερώθηκε ο όρος writer’s block σχετικά με τη φραγή γραφής, στο Λεξικό αναμνήσεων λέγεται ότι μόνο στα αγγλικά θα έπρεπε να μη μπορούν να γράφουν οι συγγραφείς.



Επιστολή του Κάφκα



Η αχρονολόγητη επιστολή, με την υπογραφή Kafka, εκτιμάται ότι έχει γραφεί τον Ιούνιο του 1920 ή λίγο νωρίτερα, όταν ο Κάφκα βρισκόταν σε σανατόριο στη βόρεια Ιταλία, έχοντας διαγνωστεί με φυματίωση, ασθένεια με την οποία παγίωσε «το τέλος της γραφής», στο οποίο επανέρχεται στα ημερολόγια και τα σκίτσα του. Πρέπει να βουτήξεις βαθιά, κατά κάποιον τρόπο, και να βυθιστείς πιο γρήγορα από αυτό που βυθίζεται πριν από εσένα, σημείωνε στις 30 Ιανουαρίου 1915. Η άρνηση του υλισμού από πνευματικούς ανθρώπους συνδέεται με την ακρότητα της χειρωνακτικής εργασίας που συνεπάγεται η γραφή.
Εν πάση περιπτώσει, συμπίπτει μία περίοδος έντονης ερωτικής σχέσης με τη δημοσιογράφο Milena Pollaková-Jesenská, που είχε μόλις μεταφράσει τον Θερμαστή ή Στόκερ (Der Heizer). Ο πύργος και ο Καλλιτέχνης της πείνας ακολουθούν. Ο Κάφκα δεν ολοκλήρωσε κανένα από τα μυθιστορήματά του. Κορυφαία έργα του αποτελούν οι νουβέλες, τα διηγήματα και οι αφορισμοί εν διελεύσει – en passant, όπως στο σκάκι, όπου ο βασιλιάς δεν μπορεί να βρίσκεται σε σαχ τη στιγμή του ροκέ.
Η επιστολή του Κάφκα έχει τεθεί σε πλειστηριασμό από ανώνυμο συλλέκτη, στα χέρια του οποίου περιήλθε πριν από έντεκα χρόνια. Το γράμμα βρίσκεται στον αεροπορικό φάκελο, με τον οποίο ο Ερενστάιν το είχε στείλει το 1948 στην Αδολφίνη Dolly Perutz, που με τον σύζυγό της είχαν δραπετεύσει το 1938 από την Τσεχοσλοβακία υπό ναζιστική κατοχή. Το γλυπτό της «Πτηνο-πτητική μηχανή» (Bird Flying Machine) εκτίθεται στην οροφή του Οπλοστασίου (Arsenal) εντός του Κεντρικού Πάρκου της Νέας Υόρκης. 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ασιτία: ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας https://www.hartismag.gr/hartis-21/klimakes/asitia
… είναι γνωστό ότι ο συγγραφέας ένα βιβλίο γράφει. Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι ο αναγνώστης ένα βιβλίο διαβάζει όλη του τη ζωή επίσης. https://www.hartismag.gr/hartis-61/klimakes/thewrima-toi-enos-vivlioi


Στις 15 Ιουνίου



Αφιέρωμα στον Γερμανό συγγραφέα Β. Γκ. Ζέμπαλντ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)




Τα βραβεία του «Χάρτη» 2023

Το διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Χάρτης (www.hartismag.gr), απονέμει για τρίτη χρονιά ετήσια βραβεία, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων που κυκλοφόρησαν το περασμένο έτος. Η διάκριση αυτή προέρχεται από τις προσωπικές επιλογές μιας ευρείας ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού που, χωρίς δεσμεύσεις, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου (Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά), τα οποία, έχουν εκδοθεί το 2023.
Στις υποψηφιότητες δεν περιλαμβάνονται, φυσικά, βιβλία των τακτικών συνεργατών τού περιοδικού, δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές. Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων βάσει του αριθμού των ψήφων.



Τα βραβεία του Χάρτη 2023
___________


ΠΟΙΗΣΗ
Γιάννης Τζανετάκης
Μετά από μένα
, εκδ. Πόλις


ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
(Ισοψηφία)
Αυγή Λίλλη
Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες,
εκδ. Ποταμός
&
Μιχάλης Μοδινός
Τα θαύματα του κόσμου, εκδ. Καστανιώτη


ΔΟΚΙΜΙΟ
Σουζάνα Αντωνακάκη
Αρχιτεκτονική ποιητική: Κείμενα 1959-2019, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μάγκυ Κοέν
για το βιβλίο του Άαρον Άππελφελντ, Μέρες θαυμαστής διαύγειας, εκδ. Άγρα 2023

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μάκης Τσίτας
Ο σύμβουλος του βασιλιά (εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου), εκδ. Μεταίχμιο

____________

Τα βραβεία ανέδειξαν οι επιλογές των:

Γιώργου Βέη, Γιώργου Βέλτσου, Αντιγόνης Βλαβιανού, Ιάκωβου Βούρτση, Τάσου Γουδέλη, Ανθούλας Δανιήλ, Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, Γιάννη Ευσταθιάδη, Μάνου Κοντολέων, Μαρίας Κούρση, Βασίλη Λαμπρόπουλου, Αλέξιου Μάινα, Άρη Μαλανδράκη, Παυλίνας Μάρβιν, Κώστα Μαυρουδή, Γιώργου Β. Μονεμβασίτη, Γιώργου Μουλουδάκη, Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Βασίλη Παπαγεωργίου, Δημήτρη Πέτρου, Νίκου Πρατσίνη, Θεοδόση Πυλαρινού, Έλσης Σαράτση, Τάκη Σιμώτα, Λάμπρου Σκουζάκη, Ανδρέα Τσάκα, Έλενας Χουζούρη, Δήμητρας Ι. Χριστοδούλου, Κυριακής Χριστοφορίδη, Νίκου Χρυσού


________________

Σ Τ Ι Γ Μ Α Τ Α
________________________________




Μια τρίλια τον Απρίλη

Η ασυγκράτητη διέλευση των μελισσών, παραλλήλως της νέας, εκθαμβωτικά λευκής τοιχοποιίας, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον και σαματά ξεσήκωσε, όχι μόνο στα ζώα που, λόγω εποχής, ζευγάρωναν αμέριμνα στους γειτονικούς αγρούς, απαρατήρητα μέσα στα άνθη, αλλά και στους ανθρώπους που τυχαία περνούσαν, κάνοντας ξένοιαστοι και πιθανώς αδιάφοροι τη βόλτα τους στη μικρή πλατεία. Όρνιθες, τσαλαπετεινοί, τρυγόνια, τσιχλοποταμίδες, χελιδόνια και άλλα αποδημητικά αναστατώθηκαν και, προκειμένου να απολαύσουν στο έπακρο το θέαμα της διέλευσης των μελισσών, τους λαιμούς τους εθελουσίως απέκοψαν και τα κεφάλια τους ακολούθησαν χαρούμενα το αναστάσιμο πολύβουο σμήνος. Παρόμοια συμπεριφορά είχαν και μερικά τετράποδα, δηλαδή σκύλοι, γαϊδούρια, άλογα και μοσχάρια. Ακόμη και οι άνθρωποι που είναι επιφυλακτικοί σε παρόμοια δρώμενα και δεν συνηθίζουν να παίρνουν μεγάλα ρίσκα και να διαθέτουν για το κοινό καλό μέλη του σώματός τους, συμμετείχαν σε αυτό το οργασμικό, ανοιξιάτικο πανηγύρι, προσφέροντας ο καθένας κάτι από την ψυχή και, κυρίως, κάτι από το σώμα του. Η εξωφρενική αυτή ―ομολογουμένως― πανηγυρική κατάσταση, μοναδική στα χρονικά, που έμοιαζε εν μέρει με τον πίνακα του Νταλί «Όνειρο που προκλήθηκε από το πέταγμα μιας μέλισσας γύρω από ένα ρόδι», με ολίγον από την «Αλληγορία της Άνοιξης» του Μποτιτσέλι και ολίγον με το πρελούδιο αρ.23 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, προκάλεσε, αν και μέρα μεσημέρι, τα αηδόνια του μεσονυκτίου να αρχίσουν τις όμορφες τρίλιες τους, συνοδεύοντας και εμψυχώνοντας την τελετουργική συμμετοχή των ζώντων επί γης, τελετή που διήρκησε μέχρι αργά το απόγευμα, όταν πλέον το σμήνος τον μελισσών αποσύρθηκε στο αλέγκρο του Αντόνιο Βιβάλντι. Όλα ησύχασαν, και όλα, μη εξαιρουμένων των ανθρώπων, αποκοιμήθηκαν ευτυχισμένα στις φάτνες των ονείρων τους, που κουνούσε ρυθμικά με το πελώριο τριχωτό πόδι του ο εγωιστής γίγαντας του Όσκαρ Ουάιλντ.

Ο Δον Κιχώτης στην εποχή των κινητών


Η γελοιογραφία στάλθηκε από την Αργεντινή και την υπογράφει η Μαρλένε Πόλε. Η βραβευμένη σκιτσογράφος, γελοιογράφος και εικονογράφος, με συμμετοχές σε Διεθνή Φεστιβάλ και Διαγωνισμούς, έχει εκθέσει και δημοσιεύσει δουλειά της σε Ευρώπη, Ασία και Νότια Αμερική, ενώ κατέχει σημαντική θέση στον παγκόσμιο χάρτη της σάτιρας. Είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οργανώσεων Γελοιογράφων (FECO) και συνεργάζεται με το Διεθνές Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Γελοιογράφων (CRNI) και άλλους οργανισμούς. Η γελοιογραφία της, με τίτλο «Στο δρόμο» και πρωταγωνιστή τον ήρωα του Θερβάντες, συνοδεύεται από ένα κείμενο, στο οποίο εξηγεί το πώς και το γιατί αυτής της ιδέας:

«Από την άφιξη του Διαδικτύου και των παραγώγων του, το αγαπημένο μας βιβλίο με τη ζεστή μυρωδιά του χαρτιού έχει υποστεί, εδώ και εκεί, σημαντικά σημάδια περιφρόνησης. Σταδιακά, διαμορφώθηκε μια κοινωνία που δείχνει ανίκανη να αφήσει τα κινητά της στις τσέπες. Είναι γνώριμη η εικόνα των ανθρώπων που περπατούν πέρα δώθε, όλο και πιο σκυμμένοι στις οθόνες των κινητών τους και απόλυτα συγκεντρωμένοι σε ποιος ξέρει τι πράγματα. Μοιάζουν να είναι θέματα ζωής και θανάτου για αυτούς. Σίγουρα δεν διαβάζουν Σαραμάγκου, Τόμας Μπέρνχαρντ, ή το θεϊκό Δάντη. Ο θυμός που ένιωθα βλέποντας τόσο κόσμο να υποβάλλεται σε αυτή την τεχνολογική σκλαβιά, μου έδωσε την ιδέα.»

Ο φαντασιόπληκτος ευπατρίδης της παγκόσμιας λογοτεχνίας γίνεται, μεταχρονολογημένα, πρωταγωνιστής στη γελοιογραφία της Μαρλένε Πόλε. Η ίδια γράφει για αυτή τη μετάθεση: «Ο Δον Κιχώτης της Λα Μάντσα, ένας χαρακτήρας που επινοήθηκε από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες τον 17ο αιώνα και είναι γνωστός για την αγάπη του στο διάβασμα, εμφανίζεται εδώ σε ένα φαινομενικά άγνωστο μέρος. Ο κλασικός Δον Κιχώτης αναδύεται σε μια εποχή που δεν του ανήκει. Άνθρωποι σκυμμένοι και συγκεντρωμένοι στα τηλέφωνά τους δεν παρατηρούν την παράξενη παρουσία του ιππότη με τη θλιβερή φιγούρα. Υπάρχουν μόνο δύο άτομα τα οποία αντιλαμβάνονται κάτι: η γυναίκα που ενοχλείται γιατί βλέπει το βήμα της να αναχαιτίζεται και ένα παιδί, πλάτη στο κάδρο, που τον κοιτάζει με περιέργεια. Πιστεύω ότι θα είναι η περιέργεια αυτού του παιδιού που θα αποκαταστήσει μια μέρα την ευχαρίστηση της ανάγνωσης των βιβλίων με την αξεπέραστη μυρωδιά του χαρτιού.»

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ «ΧΑΡΤΗ» 2023 / Ο Bραχύς Κατάλογος

Το διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Χάρτης (www.hartismag.gr), συνεχίζει για τρίτη χρονιά την απονομή ετήσιων βραβείων, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων που κυκλοφόρησαν το περασμένο έτος. Η διάκριση αυτή προέρχεται από μια ευρεία ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού που, χωρίς δεσμεύσεις ή προεπιλογές, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου (Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά), τα οποία, έχουν εκδοθεί το 2023.
Στις υποψηφιότητες δεν περιλαμβάνονται βιβλία των τακτικών συνεργατών τού περιοδικού, δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές. Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων.


Ο     Β Ρ Α Χ Υ  Σ     Κ  Α  Τ  Α  Λ  Ο  Γ  Ο  Σ
των επιλογών του «Χάρτη» :
(Αλφαβητικά) για βιβλία του 2023

ΠΟΙΗΣΗ

Καλλιόπη Αλεξιάδου, Τέχνη προς αποφυγή, εκδ. Ιωλκός
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ημέρες καλοσύνης, εκδ. Πόλις
Θωμάς Κοροβίνης, Ποιήματα και τραγούδια, Άγρα
Γιάννης Στίγκας, Sonderkommando, εκδ. Άγρα
Γιάννης Τζανετάκης, Μετά από μένα, εκδ. Πόλις

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Σπύρος Γιανναράς, Με ραμμένη φτέρνα, εκδ. Άγρα
Μάρω Δούκα, Φελιτσιτά, εκδ. Πατάκη
Αυγή Λίλλη, Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες, εκδ. Ποταμός
Μιχάλης Μοδινός, Τα θαύματα του κόσμου, εκδ. Καστανιώτη
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Ο δράκος της Πρέσπας ΙΙΙ. Η μνήμη του πάγου, εκδ. Καστανιώτη

ΔΟΚΙΜΙΟ

Σουζάνα Αντωνακάκη, Αρχιτεκτονική ποιητική: Κείμενα 1959-2019, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Αλέξης Πολίτης, Διαβάζοντας ποίηση, εκδ. Κίχλη
Γιάννης Τσαρούχης, Μαθήματα ζωγραφικής (Χίος 1981), εισαγωγή: Ευφροσύνη Δοξιάδη, Επιμέλεια-σημειώσεις: Ευφροσύνη Δοξιάδη, Αχιλλέας Τζάλλας, εκδ. Άγρα
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι Δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, εκδ. Αλεξάνδρεια
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» του Μάριου Χάκα, εκδ. Άγρα


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δημήτρης Δημακόπουλος, για το βιβλίο του Αλέν Νταμαζιό, Αθέατοι, εκδ. Πόλις
Αθηνά Δημητριάδου, για το βιβλίο του Κολμ Τοϊμπίν, Ο Μάγος, εκδ. Ίκαρος
Παναγιώτης Κεχαγιάς, για το βιβλίο του Cormac McCarthy, Τέκνο του Θεού, εκδ. Gutenberg
Τόνια Κοβαλένκο, για το βιβλίο του Τόμας Χάρντι, Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, εκδ. Καστανιώτη
Μάγκι Κοέν, για το βιβλίο του Άαρον Άπελφελντ, Μέρες θαυμαστής διαύγειας, εκδ. Άγρα 2023 


ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Μαρία Γιαγιάννου, Οικογένεια δωματίου (εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή), εκδ. Ψυχογιός
Σπύρος Γιαννακόπουλος, Ο κοσμοναύτης (εικονογράφηση: Kanellos Cob), εκδ. Πατάκη
Σοφία Δάρτζαλη, Μα πού πήγαν όλοι (εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης), εκδ. Μεταίχμιο
Μάκης Τσίτας, Ο σύμβουλος του βασιλιά (εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου), εκδ. Μεταίχμιο
Κατρίνα Τσάνταλη, Φανταζού (εικονογράφηση: Little Miss Grumpy), εκδ. Διόπτρα


Βραβεία και τα ονόματα των χαρτογράφων που ψήφισαν συνολικά
θα ανακοινωθούν στο τεύχος της 1ης Απριλίου 2024.

Την 1η Μαρτίου ανακοινώθηκε ο Μακρύς Κατάλογος των επιλογών.

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ «ΧΑΡΤΗ» 2023

Ο     Μ  Α  Κ  Ρ  Υ  Σ     Κ  Α  Τ  Α  Λ  Ο  Γ  Ο  Σ


ΠΟΙΗΣΗ

Καλλιόπη Αλεξιάδου, Τέχνη προς αποφυγή, εκδ. Ιωλκός
Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου, Της γραφής, εκδ. Περισπωμένη
Πόπη Αρωνιάδα, Πολυεδρική κοπή τάνκα με τίτλο Multifaceted cut tanka poems, εκδ. Σαιξπηρικόν
Ευγενία Βάγια, Ρήξη ― Δενδρίτες και άλλα ποιήματα, εκδ. Περισπωμένη
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ο θάνατος πλένει το πρόσωπό του στα νερά που κυλάνε απ' το σώμα, εκδ. Πόλις
Δημήτρης Γκιούλος, Ακραία καιρικά φαινόμενα, εκδ. Θίνες
Αναστασία Γκίτση, Ό,τι λύπει συναρμολογείται, εκδ. Σαιξπηρικόν
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ημέρες καλοσύνης, εκδ. Πόλις
Ελένη Γαλάνη, Οξυγόνο δύο, εκδ. Ρώμη
Αργύρης Δούρβας, Νεκροταφείο ζώων / Άλλα ερωτικά, Νεφέλη
Φίλιππος Δωρής, Του κόσμου ασχήμιες κι ομορφιές, εκδ. Αω
Νίκος Ζωιόπουλος, Τα παγωτά φτιάχτηκαν για την Κόλαση..., εκδ. 24 Γράμματα
Ιωάννα Καραμαλή, Να γεννηθώ χρώματα, εκδ. Μετρονόμος
Θωμάς Κοροβίνης, Ποιήματα και τραγούδια, Άγρα
Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες, εκδ. Ενύπνιον
Αγγελική Κορρέ, Σιγκιρίγες για τον ταύρο του Τερουέλ (Περί πολέμου), εκδ. Στιγμός
Νίκος Κωσταγιόλας, Σαν άλλος Σαούλ, εκδ. Εκάτη
Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Τα καθημερινά βάραθρα, εκδ. Kοράλλι
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Μυθοτοπία, εκδ. Κουκκίδα
Γιώργος Μπλάνας, Αυτοκρατορία, εκδ. Μικρή Άρκτος
Ευτυχία Παναγιώτου, Μύθοι για το τέλος του κόσμου, εκδ. Κέδρος
Νάνα Παπαδάκη, Αρχέγονη, εκδ. Μελάνι
Βάλτερ Πούχνερ, 150 Χάικου, εκδ. Όταν
Μανόλης Πρατικάκης, Σατόρι, η στιγμή της φωτοσύνθεσης, εκδ. Αρμός
Ειρήνη Ρηνιώτη, Κόκκινη γραμμή, εκδ. Άγρα
Αντώνης Σανουδάκης, Τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα, εκδ. Ταξιδευτής
Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, εκδ. Κίχλη
Ανδρέας Σπαβέρας, Ανικό, εκδ. Περισπωμένη
Γιάννης Στίγκας, Sonderkommando, εκδ. Άγρα.
Γιάννης Στρούμπας, Περίμετρος, εκδ. Σμίλη
Γιάννης Τζανετάκης, Μετά από μένα, εκδ. Πόλις
Λίνα Τσουκαλά, Πριν τις φάλαινες, εκδ. Μετρονόμος
Λευτέρης Τσώνης, Στο μαύρο κλικ του διακόπτη, εκδ. Εκάτη
Γιώργος Χαβουτσάς, Η φοινικιά, εκδ. Περισπωμένη
Θανάσης Χατζόπουλος, Κρατήρας, εκδ. Πόλις
Μυρτώ Χμιελέφσκι, Walkwoman, εκδ. Κουκκίδα


ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Ραδιοκασετόφωνο, εκδ. Πατάκη
Μπάμπης Βλάχος, Αφάνεια, εκδ. Κουκκίδα
Κώστας Βούλγαρης, Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα, εκδ. Βιβλιόραμα
Σπύρος Γιανναράς, Με ραμμένη φτέρνα, εκδ. Άγρα
Σωτήρης Δημητρίου, Μια Μαρίνα Τζάφου, εκδ. Πατάκη
Λένα Διβάνη, Για την καρδιά και το συκώτι του, εκδ. Πατάκη
Μάρω Δούκα, Φελιτσιτά, εκδ. Πατάκη
Ισίδωρος Ζουργός, Παλιές και νέες χώρες, εκδ. Πατάκη
Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, εκδ. Μεταίχμιο
Δημήτρης Καρακίτσος, Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία, εκδ. Ποταμός
Ευριπίδης Κλεόπας, Τα 36 κλικ του φωτοφράχτη, εκδ. Ποταμός
Έλσα Κορνέτη, Δωμάτιο με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες, εκδ. Μελάνι
Δαμιανός Λαουνάρος, Ο κόσμος των τρελών, εκδ. Βακχικόν
Αυγή Λίλλη, Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες, εκδ. Ποταμός
Πέτρος Μάρκαρης, Η εξέγερση των Καρυάτιδων, εκδ. Κείμενα
Ανδρέας Μήτσου, Ο καουμπόης του Αλίμου, εκδ. Καστανιώτη
Μιχάλης Μοδινός, Τα θαύματα του κόσμου, εκδ. Καστανιώτη
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Ο δράκος της Πρέσπας ΙΙΙ. Η μνήμη του πάγου, εκδ. Καστανιώτη
Χρήστος Νάτσης, Το τετράγωνο έξω από τη σκακιέρα, εκδ. Εν Πλω/Δόμος
Ανδρέας Νικολακόπουλος, Φλόρενς Μπλαντ, εκδ. Ίκαρος
Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, εκδ. Ίκαρος
Χρήστος Οικονόμου, Πες της, εκδ. Πόλις
Βασίλης Δ. Παπαβασιλειου, Μερικές μικρές μαχαιριές, εκδ. Ιωλκός
Ελευθερία Παπουτσάκη, Αόριστος, εκδ. Νήσος
Καλλιρρόη Παρούση, Λίγα λόγια για μένα, εκδ. Τόπος
Μαρίνα Πετσάλη, Δεν ήταν μέθη, εκδ. Εστία
Αιμίλιος Σολωμού, Κράτα την ανάσα σου, εκδ. Καστανιώτη
Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από πάγο, εκδ. Κουκκίδα
Νικόλας Σεβαστάκης, Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων, εκδ. Πατάκη
Soloύp, Νίκος Καζαντζάκης - Zorμπάς, πράσινη πέτρα ωραιότατη, (Graphic novel) εκδ. Διόπτρα
Άρης Σφακιανάκης, Ο Πρίγκιψ του δευτέρου ορόφου-Στον καιρό του Όθωνα, εκδ. Κέδρος
Γιώργος Συμπάρδης, Πλατεία Κλαυθμώνος, εκδ. Μεταίχμιο
Χρύσα Φάντη, Οδός Ευτυχίδου, εκδ. Σμίλη
Θόδωρος Φέστας, Stiu (Ξέρω), εκδ. Άγρα
Λίνα Φυτιλή, Χρυσός κήπος, Εστία
Χρήστος Χρηστίδης, Αυγή, εκδ. Κίχλη

ΔΟΚΙΜΙΟ

Βασίλης Αλεξίου, Καρναβα(ρνα)λικάμελετήματα για τη βαρναλική ποίηση, εκδ. Κέδρος
Σουζάνα Αντωνακάκη, Αρχιτεκτονική ποιητική: Κείμενα 1959-2019, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ρεϊμόν Αρόν, Το όπιο των διανοουμένων, Μτφρ. Πέτρος Μαρτινίδης, εκδ. Athens Review of Books
Αναστάσης Βιστωνίτης, Το παρασκήνιο της μνήμης, εκδ. Καστανιώτη
Γιάννης Βουλιουρής, Αισθητική της Μουσικής, εκδ. Αρμός
Τζέιμς Γουντ, Πώς δουλεύει η λογοτεχνία, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες
Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ιστορία της Τέχνης, Εκδ. Utopia
Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός, εκδ. ΑΩ
Ευσταθία Δήμου, Από τη Σύγκριση στη Σύγκλιση. Η καταγωγική σχέση των Ωδων του Ανδρέα Κάλβου με τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, εκδ. Κουκκίδα
Νικολέτα Ζαμπάκη, Η βιοκοσμική συνείδηση του ποιητή. Φύση και σώμα στο έργο του Walt Whitman και του Άγγελου Σικελιανού, εκδ. Σοκόλη
Μυρσίνη Ζορμπά, Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών, εκδ. Πόλις
Αλμπέρ Καμί, Διαλέξεις και ομιλίες, 1937-1958, Μτφρ. Ρίτα Κολαϊτη. Εκδ. Καστανιώτη
Αριστομένης Α. Καλυβιώτης, Τα τραγούδια της Σμύρνης – 2, Χρυσούπολη Καβάλας, (Αυτοέκδοση)
Κώστας Κατσουλάρης – Δημοσθένης Κούρτοβικ, Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα, εκδ. Πατάκη
Φλώρα Κοκκινάκη, Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Gutenberg
Σπύρος Μακρής, Ζακ Ντεριντά, εκδ. Σιδέρη
Γιάννης Μανέτας, Η συμβιωτική περιπέτεια, Πανεπιστημακές Εκδόσεις Κρήτης
Πέτρος Μαραζόπουλος, Τα Βαλκάνια στη νεοελληνική κουλτούρα: όψεις της διαχείρισης ενός όρου, εκδ. Επίκεντρο
Θανάσης Μήνας, Για τον Pynchon, εκδ. Πόλις
Ρίκα Μπενβενίστε, Ναυαγοί, εκδ. Πόλις
Μήτσος Παπανικολάου, «Ποιητικά Έργα και αθησαύριστα πεζά». Άπαντα τα Ευρεθέντα, Φιλολογική έκδοση. Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σημειώσεις Μιχάλης Χ. Ρέμπας, εκδ. ΌγδοοΑριστέα Παπαλεξάνδρου, Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους, εκδ. Ενύπνιο
Δέσποινα Παπαστάθη, Εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα. Ο μύθος στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, εκδ. Gutenberg
Θεοδόσης Πελεγρίνης, Ηθική, εκδ. Πεδίο
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, εκδ. Δόμος
Αλέξης Πολίτης, Διαβάζοντας ποίηση, εκδ. Κίχλη
Ντίνος Σιώτης, Τετράδια Αμερικής, Περιπλάνηση στην Αμερική του Πολιτισμού και της Πολιτικής, εκδ. Καστανιώτη
Ελένη Κ. Σπηλιώτη, Εθνικός Διχασμός. Φιλοβασιλικοί Εξόριστοι στη Σκόπελο. Εκδ. Νίκα
Γιάννης Τσαρούχης, Μαθήματα ζωγραφικής (Χίος 1981), εισαγωγή: Ευφροσύνη Δοξιάδη, Επιμέλεια, σημειώσεις: Ευφροσύνη Δοξιάδη, Αχιλλέας Τζάλλας, εκδ. Άγρα
Δημήτρης Υφαντής, Βίος και χρονικότητα, Ροές
Δημήτρης Γ. Υφαντής, Μακρόνησος, Όταν η «τρέλα» απόκτησε τοπικό προσδιορισμό, εκδ. Άγρα
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι Δωσίλογοι, εκδ. Αλεξάνδρεια
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» του Μάριου Χάκα, εκδ. Άγρα
Δημώδης πεζός λόγος του 16ου αιώνα.
Εκδοτική επιμέλεια-ανθολόγηση- παρουσίαση: Ελένη Κακουλίδη-Πάνου, Κατερίνα Τικτοπούλου, Ελένη Καραντζόλα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας-ΜΙΕΤ
Ο Κάφκα και η Ελλάδα. (Πρακτικά συνεδρίου. Κείμενα: Ευριπίδης Γαραντούδης, Αναστασία Αντωνοπούλου, Τάσος Μιχαηλίδης, Βασιλική Δημουλά & Ροζαλί Σινοπούλου, Αλέξανδρος Κυπριώτης, Στέλλα Κουλάνδρου, Μαρία Σεχοπούλου, Έλενα Χατζόγλου, Αγλαΐα Μπλιούμη & Ευαγγελία Αραβανή, Θωμάς Συμεωνίδης, Νικόλαος-Ιωάννης Κοσκινάς και Κατερίνα Καρακάση). Επιμ. Κατερίνα Καρακάση και Νικόλαος-Ιωάννης Κοσκινάς, εκδ. Ροές


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Μίνα Αδελάντε, για το βιβλίο του Honoré de Balzac, Ευγενία Γκραντέ, εκδ. Κίχλη
Μενέλαος Αστερίου, για το βιβλίο του Peter Frankopan, Οι δρόμοι του μεταξιού, Μια νέα Ιστορία του Κόσμου, επιμ. Νίκος Λίγγρης, εκδ. Αλεξάνδρεια
Κώστας Αθανασίου, για το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα, Έντιμοι άνθρωποι εκδ. Καστανιώτη
Σοφία Αυγερινού, για το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, Σημειώσεις από το υπόγειο, εκδ. Έρμα
Κώστας Βραχνός, για το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, Ποιητική και πολιτική της αφήγησης, Δοκίμια και ομιλίες για το διήγημα, το μυθιστόρημα και τη σχέση τους με τη ζωή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ανίνα Γκογκόχια-Άνι Ουτζιλάουρι, για το βιβλίο των Μήδειας Αμπουλασβίλι και Εκα Τσκόιτζε, Εύλαλα Μάρμαρα, Επεισόδια από την Ιστορία των Ελληνογεωργιανών σχέσεων (19ος -20ός αιώνας), εκδ. Το Μέλλον
Θ. Γλυνάτσης-Α. Μπερλής (Απόδοση-Εισαγωγή-Σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης) για το βιβλίο του Χάρολντ Μπλουμ, Σαίξπηρ, Η Επινόηση του Ανθρώπινου, εκδ. Gutenberg
Άννα Γρίβα, για το βιβλίο της Laura Battiferra, Σονέτα της Τοσκάνης. Δίγλωσση έκδοση, εκδ. Σαιξπηρικόν
Ελένη Γύζη, για το βιβλίο του Ζορίς Καρλ Ουισμάνς, Νουβέλες («Το σακίδιο», «Έρμαιο της νύχτας» (εισαγωγή, Ανδρέας Στάικος), εκδ. Σοκόλη
Δημήτρης Δημακόπουλος, για το βιβλίο του Αλέν Νταμαζιό, Αθέατοι, εκδ. Πόλις
Αθηνά Δημητριάδου, για το βιβλίο του Κολμ Τοϊμπίν, Ο Μάγος, εκδ. Ίκαρος
Δημήτρης Δημηρούλης, για το βιβλίο του Ουόλτ Ουίτμαν, Τραγούδι του εαυτού μου, εκδ. Gutenberg
Αφροδίτη Θεοδωρακάκου, Μίλτος Καρκάζης, Μαρία Οικονομίδου, για τον συλλογικό τόμο Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο.
Στέφανος Καβαλλιεράκης, για το βιβλίο του C.M. Woodhouse, Εις οιωνός, εκδ. Παπαδόπουλος
Ασπασία Καμπύλη, για το βιβλίο του Αντρέα Αμπρέου, Η κοιλιά του γαϊδάρου, εκδ. Carnívora
Δέσποινα Κανελλοπούλου, για το βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν, Γουέιτζερ – Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος, εκδ. Δώμα
Τασούλα Καραγεωργίου, για το βιβλίο Ήριννα, εκδ. Νίκας
Ε. Καραπιδάκης, για το βιβλίο Ελοΐζα και Αβελάρδος, Τέσσερα γράμματα έρωτα, ματαίωσης και λύτρωσης του 12 αιώνα, εκδ. Πατάκη
Λεωνίδας Καρατζάς & Μαρία Λιάτση, για το βιβλίο των Christoph Horn, Jörn Müller & Joachim Söder, Πλάτων, ένα εγχειρίδιο, εκδ. University Studio Press
Μίλτος Καρκάζης, Αφροδίτη Θεοδωρακάκου, Μαρία Οικονομίδου, για τον συλλογικό τόμο Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο
Παναγιώτης Κεχαγιάς, για το βιβλίο του Ουίλιαμ Φόκνερ, Καθώς ψυχορραγώ, εκδ. Gutenberg
Παναγιώτης Κεχαγιάς, για το βιβλίο του Cormac McCarthy, Τέκνο του Θεού, εκδ. Gutenberg
Τόνια Κοβαλένκο, για το βιβλίο του Τόμας Χάρντι, Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, εκδ. Καστανιώτη
Μάγκι Κοέν, για το βιβλίο του Άαρον Άπελφελντ, Μέρες θαυμαστής διαύγειας, εκδ. Άγρα 2023
Ρίτα Κολαΐτη, για το βιβλίο του Γκιστάβ Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί (επίμετρο Τιερί Λαζέ), εκδ. Ψυχογιός
Ρίτα Κολαΐτη, για το βιβλίο του Metin Arditi, Φονικό καρναβάλι, εκδ. Πατάκη
Μαρίνα Κουνεζή, για το βιβλίο του Γκιστάβ Φλομπέρ, Η κυρία Μποβαρί (πρόλογος Μάριο Βάργκας Λιόσα), εκδ. Athens Review of Books
Κώστας Κουτσουρέλης, για το βιβλίο της Έμιλι Ντίκινσον «Ποιήματα», εκδ. Κίχλη
Μαρία Λιάτση & Λεωνίδας Καρατζάς, για το βιβλίο των Christoph Horn, Jörn Müller & Joachim Söder, Πλάτων, ένα εγχειρίδιο, εκδ. University Studio Press
Νίκος Α. Μάντης, για το βιβλίο του Barry Hannah, Ψεύτες του νερού, εκδ. Καστανιώτη
Άννα Μαραγκάκη, για το βιβλίο του Robert Penn Warren, Αγριότοπος, εκδ. Πόλις
Ελένη Μπακοπούλου, για το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, Οι δαιμονισμένοι, εκδ. Άγρα
Α. Μπερλής-Θ. Γλυνάτσης (Απόδοση-Εισαγωγή-Σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης) για το βιβλίο του Χάρολντ Μπλουμ, Σαίξπηρ, Η επινόηση του ανθρώπινου, εκδ. Gutenberg
Μανουέλα Μπέρκι, για το βιβλίο του Λάσλο Κρασναχορκάι, Herscht 07769. Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ, εκδ. Πόλις
Φοίβος Μπότσης, για το βιβλίο του Εμμανουέλ Μποβ, Αρμάν, εκδ. Καστανιώτη
Δέσποινα Ξένου, για το βιβλίο του Wu Ming, Η στρατιά των υπνοβατών, Εκδόσεις των Συναδέλφων
Μαρία Οικονομίδου, Μίλτος Καρκάζης, Αφροδίτη Θεοδωρακάκου, για τον συλλογικό τόμο Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο
Άνι Ουτζιλάουρι, Ανίνα Γκογκόχια, για το βιβλίο των Μήδειας Αμπουλασβίλι και Εκα Τσκόιτζε, Εύλαλα Μάρμαρα, Επεισόδια από την Ιστορία των Ελληνογεωργιανών σχέσεων (19ος -20ός αιώνας), εκδ. Το Μέλλον
Μαρία Παπαδήμα, για το βιβλίο της Maria-Judite de Carvalho, Άδειες ντουλάπες, εκδ. Ίκαρος
Κατερίνα Παπακυριακοπούλου, για το βιβλίο της Shearer West, Προσωπογραφία, εκδ. Επίκεντρο
Ανδρέας Παππάς, για το βιβλίο της Susie Hodge, Το μικρό βιβλίο της τέχνης, εκδ. Ψυχογιός
Ανδρέας Παππάς, για το βιβλίο του George Saunders, Κολυμπώντας στη λιμνούλα υπό βροχήν, εκδ. Πατάκη
Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, για το βιβλίο του Μοχαμεντ Μπουκαρ Σαρ, Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων, εκδ. Πατάκη
Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, για το βιβλίο του Αντονί Πασερόν Τα παιδιά κοιμήθηκαν, εκδ. Πατάκη
Φωτεινή & Βασιλική Ρεράκη, για το βιβλίο του François Delalande Η Μουσική είναι ένα παιχνίδι για παιδιά, εκδ. Fagotto Books
Ευρυβιάδης Σοφός, για το βιβλίο του Joan Sales, Αβέβαιη δόξα, εκδ. Άγρα
Μαρία Σπυριδοπούλου, για το βιβλίο του Nuccio Ordine, Το κατώφλι της σκιάς – Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και Ζωγραφική στον Τζορντάνο Μπρούνο, εκδ. Άγρα
Απόστολος Στραγαλινός, για το βιβλίο του Bernhard Schlink, Η εγγονή, εκδ. Κριτική
Κατερίνα Σχινά, για το βιβλίο του Ian McEwan, Μαθήματα, εκδ. Πατάκη
Σταύρος Τσιτσιρίδης, για το βιβλίο του Σενέκα, Αποκολοκύνθωση, εκδ. Κίχλη
Δημήτρης Υφαντής, για το βιβλίο του Arthur Schopenhauer, Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση (μέρος Α', παράρτημα), εκδ. Ροές
Δημήτρης Κ. Ψυχογιός, για το βιβλίο της Hannah Arendt, Η ζωή του νου (σκέψη/βούληση), εκδ. Επίκεντρο
Θανάσης Χατζόπουλος, για το βιβλίο του Ιβ Μπονφουά, Σε αναζήτηση τόπου, εκδ. Στερέωμα

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Έλενα Αρτζανίδου, Η Φλο στον δρόμο (εικονογράφηση: Ρένια Μεταλληνού), εκδ. Ψυχογιός
Μαρία Γιαγιάννου, Οικογένεια δωματίου (εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή), εκδ. Ψυχογιός
Σπύρος Γιαννακόπουλος, Ο κοσμοναύτης (εικονογράφηση: Kanellos Cob), εκδ. Πατάκη
Αγγελική Δαρλάση, Με κλειστά μάτια (εικονογράφηση εξωφύλλου: Δέσποινα Μανώλαρου) εκδ. Μεταίχμιο
Σοφία Δάρτζαλη, Μα πού πήγαν όλοι (εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης), εκδ. Μεταίχμιο
Άλκη Ζέη / Στέλλα Στεργίου, Γεωργία Ζάχαρη, Κοντά στις ράγιες, εκδ. Μεταίχμιο
Στέργια Κάββαλου, Αυτό δεν είναι ένα κουτάλι (εικονογράφηση: Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος), εκδ. Ποταμός
Άννα Κοντολέων, Ο μικρός μαχητής (εικονογράφηση: Ευτυχία Ηλιάδου), εκδ. Καστανιώτη
Λίλη Λαμπρέλη, Το πέρασμα (εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου), εκδ. Πατάκης
Νίκος Μαθιουδάκης-Μάνος Μπονάνος, Το όνομά μου είναι ... Γιώργος Σεφέρης (εικονογράφηση: Αγγελική Μπόζου), εκδ. Ίκαρος
Βάσω Μαυρουδή, Η πεταλούδα με το τσακισμένο φτερό (εικονογράφηση: Κατερίνα Σαμαρά), εκδ. iWrite
Θοδωρής Τσεκούρας, Το σκοτεινό φως (εικονογράφηση: Λέλα Στρούτση), εκδ. Παπαδόπουλος
Ευγένιος Τριβιζάς, Τρισδαιμόνα―Η μάγισσα που ξεγέλασε τον Άι-Βασίλη (εικονογράφηση: Αμαλία Σαρρή), εκδ. Ελληνικά Γράμματα
Μάκης Τσίτας, Ο σύμβουλος του βασιλιά (εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου), εκδ. Μεταίχμιο
Κατρίνα Τσάνταλη, Φανταζού (εικονογράφηση: Little Miss Grumpy), εκδ. Διόπτρα
Ζαν-Φρανσουά Σενεσάλ, Η λεωφόρος, μτφρ. Άννα Κοντολέων, εκδ. Καστανιώτη

«Χάρτης»: 63 τεύχη



Πέντε χρόνια «Χάρτης»

• 2000 συνεργάτες • —

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ:

Νάσος Θεοφίλου, Νίκος Χουλιαράς, Μάνος Ελευθερίου, Μίμης Σουλιώτης, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άδωνις, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Τάσος Δενέγρης, Χούλιο Κορτάσαρ, Κωστής Παπαγιώργης, Ίταλο Καλβίνο, Βασίλης Φωτιάδης, Γιάννης Κοντός, Νίκος Καρούζος, Ελένη Βακαλό,* Κύπρος, Μαρία Κυρτζάκη, Ηλίας Λάγιος, Σάμιουελ Μπέκετ, Γιώργος Χειμωνάς, Μίλτος Σαχτούρης, Το ζωντανό 1821· [1821: θέατρο & κινηματογράφος],** Γιάννης Πάνου, Οδυσσέας Ελύτης, Ένας χάρτης της Κίνας*, Νίκος Γκάτσος,** Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Τζον Άσμπερι, Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Ιωάννου, Τζέιμς Τζόις, Αργύρης Χιόνης, Μάτση Χατζηλαζάρου, OuLiPo, Δημήτρης Τ. Άναλις, Χίλια εννιακόσια είκοσι δύο/2022,** Περιπλάνηση, Μορίς Μπλανσό, Λούλα Αναγνωστάκη, Γ.Θ. Βαφόπουλος, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Νίκος Καζαντζάκης, Το δημοτικό τραγούδι σήμερα.

*Kυκλοφορεί και σε έντυπο τόμο από τις εκδόσεις Νεφέλη
**Kυκλοφορεί και σε έντυπο τόμο από τις εκδόσεις Ianos

Σ Ε Λ Ι Δ Ε Σ:
( 13 ειδικά αφιερώματα )

Λεονόρα Κάρινγκτον, Μύλοι Αλλατίνη, Λουίς Σεπούλβεδα, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ, Μίκης Θεοδωράκης, Αλεσάντρο Μπαρίκο, Μαριανίνα Κριεζή, Σαντέκ Χενταγιάτ, Λύντια Ντέιβις, Χάρης Καμπουρίδης, Μαίρη Όλιβερ

ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ:

Διαδρομές στη Μεταιχμιακή Αθήνα (επιμ.: Νικήτας Σινιόσογλου, Κώστας Τσιαμπάος), Μιχαήλ Μήτρας (επιμ.: Χρύσα Δραντάκη), Bίλχελμ Μίλερ (επιμ.: Συμεών Σταμπουλού), Σαπφώ (επιμ.: Παναγιώτης Αντωνόπουλος), Βισουάβα Σιμπόρσκα (επιμ.: Αριστέα Παπαλεξάνδου), Αλέξανδρος Σχινάς (επιμ. Σπύρος Μοσκόβου), Β.Γκ. Ζέμπαλντ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου), Μάριος Ποντίκας (επιμ. Βίκυ Μουνδρέα), Βασίλης Βασιλικός (επιμ.: Θανάσης Αγάθος), Λογοτεχνική μετάφραση (επιμ.: Βιθέντε Φερνάντεθ Γκoνθάλεθ-Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες...» (επιμ.: Γιώργος Ζεβελάκης)


Γιώργος Μπλάνας (1959 - 2024)


ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ

Καθώς ύψωσα το δόρυ,
για να χτυπήσω το θηρίο,
είδα ν’ απλώνεται στα μάτια του μια θλίψη καταπράσινη,
αθώα, βαθιά, σαν της βελόνας του πεύκου καταπάνω
στην θύελλα. Κι έτσι, ακούμπησα την αιχμή όσο να τρέξει
λίγο αίμα από το σώμα του.
Ας μείνουμε έτσι για πάντα
στην εικόνα: εγώ, αυτό, η αιχμή και η σταγόνα το αίμα,
που θυμίζει κάποιο άλλο
σώμα, κάποιο άλλο
τρόπαιο στρατιώτη αλαζόνα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


Δημήτρης Φύσσας (1956 - 2024)


Όμως τα κείμενα, μόλις γραφτούν, πεθαίνουν. Ενώ η λαλιά, ευτυχώς, ακριβώς επειδή δεν καταγράφεται, προχωράει συνέχεια και εξελίσσεται.

Πέμπτη 6
Οι άνθρωποι συνεχίζουν να φεύγουνε, ο τόπος ερημώνει, οι μηχανικοί ήχοι λιγοστεύουνε. Ακόμα έρχονται μερικοί για μπάνιο, προσωρινές παρουσίες. Χτες ψαλίδισα ξανά τα γένια.

Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει, 2023, Εστία

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ

Τρακτέρ

Σύμφωνα με τροπολογία σε νομοσχέδιο για τους ομοφυλόφιλους αγρότες, θα επιτρέπεται σε οικόσιτα και άγρια ζώα η υιοθεσία μωρών από το ανθρώπινο είδος. Έτσι συνοψίζουν το σχέδιο, το οποίο αναμένεται, αντίδικοι, αλλά και δικοί του υποστηρικτές. Σε μικρή ηλικία παραπέμπει εδώ η μωρία, που γενικά κυριαρχεί στο είδος. Εξασφαλίζοντας ληξιαρχική αναγνώριση, θα μπορούν με τον τρόπο αυτό να εγγραφούν σε νηπιαγωγεία παιδιά, αν και σε μεγάλη πια ηλικία, που έχουν ανατραφεί από γάτες, αγέλες λύκων, τίγρεις, μέλισσες σε ευρύχωρες κυψέλες, ανάδελφα δελφίνια και άλλους ίνφλουενσερς του ζωικού βασιλείου ή της δημοκρατίας της θάλασσας. Αν μάλιστα οι εν λόγω απόφοιτοι βιωματικών εργαστηρίων, σκαλίζοντας στην άμμο σε παιδικές χαρές, πιστοποιούν ικανότητες γραφής και ανάγνωσης, δεν αποκλείεται η πρόσληψή τους σε ζωολογικούς κήπους του δημοσίου, ιδιωτικού ή οικογενειακού τομέα, λίγο πριν συνταξιοδοτηθούν.
Επί του σχεδίου νόμου προθερμαίνονται χωρίς να έχουν προλάβει να τοποθετηθούν οι πνευματικές ηγεσίες, νυχθημερόν απασχολημένες, κατόπιν εισαγγελικής παράκλησης, παρηγορώντας γονείς μαθητών, φοιτητών και άλλων άνεργων νέων, που εξέπνευσαν σε παρεκτροπές σιδηροδρομικών συρμών, οχημάτων και δικύκλων ή δια αιχμηρών οργάνων ανεμβολίαστοι διεμβολίστηκαν σε συγκρούσεις οπαδών διαφορετικών ομάδων αίματος ή αυτοκτόνησαν για να βάλουν τέλος σε ανυπόφορους εκφοβισμούς.
Μέχρι στιγμής, οι μόνες αντιδράσεις στο νομοσχέδιο προέρχονται από φιλοφυτικές οργανώσεις, που επαγγέλλονται καταλήψεις και πικνίκ σε πάρκα, καμένες εκτάσεις και φυτώρια προς ενίσχυση της άποψης ότι θα έπρεπε επίσης να επιτρέπεται υιοθεσία και τεκνοθεσία ανθρώπων και λοιπών ζώων από τα φυτά ή έστω από τις γλάστρες, που έως ότου μεγαλώσουν τα φιλοξενούν. Αχόρταγο κάθε μεγάλο ψάρι τρώει τα μικρά. Συνεπώς, καθυστερεί μεταξύ ζώων η ανάπτυξη διαδικασιών λόμπι ή άλλων μορφών διαδρομισμού, που θα προέτασσαν τα συμφέροντά τους στο δικαστήριο της ζωής.
Η επιτυχία ιών και βακτηριδίων – να επικεντρωθούν πάνω τους οι προβολείς της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πανδημίας – έχει πλέον αποφωτιστεί. Οι δια γυμνού οφθαλμού αόρατοι αυτοί οργανισμοί δεν προσφέρονται για συνεντεύξεις ούτε κεφαλαιοποιούνται σε τετ-α-τετ, ενώ σοβαρή δαπάνη θα αποτελούσε να αποκτήσει ηλεκτρονικό μικροσκόπιο κάθε τηλεοπτικό κανάλι, που βαθύτερα στην επικαιρότητα να διεισδύσει φιλοδοξεί. Με χαμηλή ακροαματικότητα αποχωρούν οι νεκροί.
Ενώ αυτά συμβαίνουν, τι φρονούν άραγε γεωργοί και μπάτσελορ κτηνοτρόφοι, ανεξαρτήτως του αν επιλέγουν αγελάδες, αμνοερίφια ή χήρους για κατ’ ιδίαν συναντήσεις; Οι αγρότες δεν θεωρούν τη φύση ωραία ή άσχημη, όπως κάνουν οι αστοί. Η φύση δεν είναι άσχημη. Έχει σχήμα. Από το σχήμα αυτό βγάζουν οι καλλιεργητές το ψωμί τους, όπως και τον επιούσιο όσων μέτωπο ή αφτί δεν ιδρώνει. Ούτε ωραία όμως είναι η φύση, γιατί η γοητεία καταστρέφει, οπότε τους σιωπηλούς χωρικούς θα αποτελειώσουν παρεμβαίνοντας προμηθευτές λιπασμάτων και καυσίμων, διατροφικοί έμποροι και κυβερνήσεις.
Έχοντας οχυρωθεί στα γραφεία τους για να μετρήσουν τις ψήφους που τους περισσεύουν, ως πιο δημοφιλείς πολιτικοί αναδεικνύονται όσοι συνέχιζαν να θηλάζουν, όταν έδιναν εξετάσεις για να μπουν σε κόμμα, σύμφωνα με έρευνα του σταθμού Αμαζών, όπου, άμα κάνουν ατυχείς προβλέψεις, φίδια ζώνουν τους μετεωρολόγους, που αντικαθίστανται αμέσως από άτομα χωρίς προοπτικές απασχόλησης, παρά τις υψηλές ωτακουστικές επιδόσεις τους σε εξετάσεις ΑΣΕΠ.
Μετά τις αυξήσεις, που καταγράφονται από κυρίες επί των τιμών, σε ακριβές συνοικίες οι λαϊκές αγορές μετονομάζονται σε αριστοκρατικές. Γιατί λαχανιάζουν τα λάχανα, γιατί αγορεύουν τα αγγούρια, γιατί μέλι στάζουν οι μελιτζάνες; Ποιος θα γεμίσει το κολοκύθι της νοικοκυράς; Μ’ ανάβεις, δηλώνει ο πωλητής λαχανικών. Όσοι ακολουθούν δίαιτα, την περνάνε κοτσάνι. Χωρίς να παίζουν φιλανθρωπικά φρουτάκια, ακόμη και οι πιο αδαείς περί τα θρησκευτικά στη ΔΕΗ απευθύνουν δεήσεις για εξόφληση των λογαριασμών.
Σπέρνουν ανέμους και θερίζουν ανεμογεννήτριες. Μία φωτοβολταϊκή κυψέλη σε κάθε κούτελο, σε κάθε φαλακρό κεφάλι, είναι το σύνθημα υπέρ της εναλλακτικής ενέργειας για όσους δεν εγκατέστησαν σε πλημμυρισμένα σπίτια προσωπικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες. Με αλλαγή φύλου κηφήνες επιδιώκουν να παραμείνουν στην κυψέλη. Οι γυναικοκτονίες πολλαπλασιάζονται. Τα υγρά δεν κυλούν, αλλά σύρονται, αποκαλύπτουν νέες έρευνες. Το τέλος του κόσμου αναμένεται ατελώς από δασμολογικής πλευράς, σύμφωνα με εγκύκλιο των φορολογικών αρχών. Κάθε ατέλεια όμως καθυστερεί το τέλος.
Ταυτόχρονα θεριεύει ένα αγροτικό κίνημα των ΣΤΑΡ+ (Σίτος Τεύτλα Αραβόσιτος Ρύζι). Με καμπριολέ τρακτέρ πρωτογενείς παραγωγοί οργώνουν τις πόλεις.Πρόδρομος του τρακτέρ υπήρξε μία ατμομηχανή, που είχαν για όργωμα το 1860 στην Αμερική. Για 23 λεπτά όργωνε. Διέκοπτε 6 λεπτά για εφοδιασμό με ξύλα. Όργωνε άλλα 13 λεπτά. Έπειτα διέκοπτε 8 λεπτά για να εφοδιαστεί με νερό. Η λειτουργία της απαιτούσε πέντε άτομα: οδηγό, θερμαστή, μηχανικό, δύο άτομα στα άροτρα. Ας μην υπολογιστούν οι θεατές.
Το 1924 εμφανίστηκε στην Ελλάδα ο πρώτος γεωργικός ελκυστήρας ή τρακτέρι. Σέρνοντας άροτρα, φρέζες ή άλλα μηχανήματα, προκαλούσε ακατανίκητη έλξη. Πριν από την έλευση ιδιωτικών αυτοκινήτων, σε αγροτικές περιοχές προτιμούσαν ογκώδη τρακτέρ, που διευκολύνουν τη μετακίνηση περισσοτέρων ατόμων σε πανηγύρια, γάμους και άλλα μυστήρια. Οι συνεχείς αλλαγές καιρού επιβεβαιώνουν την προβλεπτικότητα των γεωργών. Τα τροχοφόρα μεγαλώνουν, όταν μικραίνουν οι οικογένειες. Κρυφά τους αριθμούς κυκλοφορίας οχημάτων, που δεν κυκλοφορούν, σημειώνουν αγροφύλακες σε ένα μπλοκάκι στα μπλόκα των τρακτέρ.
Οι δύο του κόρες ξανάρχονται κοντά, όταν ο 84 ετών χήρος πατέρας, που είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία μετά τον πόλεμο, παντρεύεται την πολύ νεότερη και στηθοπληθωρική Βαλεντίνα, που πρόσφατα ήρθε από την Ουκρανία. Σε συνασπισμό εναντίον κοινού εχθρού, οι θυγατέρες καταφέρνουν να πάρει διαζύγιο ο πατέρας τους, μηχανικός, που γράφει μια «Σύντομη ιστορία των τρακτέρ στα ουκρανικά», όπως είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Μεταφρασμένα αποσπάσματα από το εν λόγω πόνημα διανθίζουν τις σελίδες του βιβλίου, που στη χώρα καταγωγής της μυθιστοριογράφου θεωρήθηκε προσβλητικό, όπως προσβολή πολλοί ημεδαποί θεώρησαν και την ελληνο-καναδικής έμπνευσης ταινία «Γάμος αλά ελληνικά».
Είναι πάντοτε χρήσιμο να μαθαίνουμε κάτι, ξεχνώντας όσα γνωρίζαμε. Χρειάζεται ενημέρωση για όσα συμβαίνουν. Πέρα όμως από τις εξελίξεις, τα νομοσχέδια ή τις αντιδράσεις, κάποια θεμελιώδη ερωτήματα παραμένουν. Θα επιτραπεί τα τρακτέρ να ερωτεύονται τους χειριστές τους; Θα μπορούν οι οδηγοί να τα υιοθετούν;


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Σημειώσεις για έναν ζωο(λεξι)λογικό κήπο:
https://www.hartismag.gr/hartis-37/zwologikos-khpos/shmeiwseis-gia-enan-zwolexilogiko-khpo

Ζώα σε απομόνωση: Χρήσιμες πληροφορίες / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
Δερμόφις ντοναλντράμπιος θα ονομαστεί σχεδόν τυφλό, άποδο, οφιοειδές αμφίβιο …
Ονοματοδοσίες / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)

Στο βάθος-βάθος


του Άγγελου Πεφάνη



Στο βάθος-βάθος του μυαλού
φοβάμαι να κατέβω
σε τέτοια βάθη έχασα φίλους που το προσπάθησαν πολύ

Φοβάμαι μην τυχόν υπάρχουν εκεί κάτω τέρατα φοβερά
ή αρλεκίνοι καρχαρίες που σε μασούν τροφή για τσίρκο
μπορεί και τίγρεις που πετούν σαν νυχτερίδες-Batman
μες στις σπηλιές των σκοτεινών νευρώνων
που σε βουτούν και σε κατασπαράζουν
μπορεί να έχει επίσης λιβάδια από λωτούς
που να σε κάνουν να ξεχνάς το βάθος
ή να σε οδηγούν άγρια ρεύματα σε μια βρoμιάρα Κίρκη
και αυτομάτως να σε μετατρέψει σε γουρούνι ―

πού ξέρω εγώ τι γίνεται στο βάθος-βάθος
Με τρώει όμως από μέσα αυτό το βάθος,
γιατί το μπάνιο με «μπρατσάκια» στην πισίνα
γούστα δε βγάζει στο μυαλό.

«Γερμανικά»

Ήταν η εποχή που λέγαμε εκείνα τ’ αλαμπουρνέζικα σε δήθεν ξένες γλώσσες, το «Λοστρόμος σε σέλα βέσπας» στα δήθεν αργεντίνικα, το «Ακούμπα, Κούλα, τα μπαούλα» στα δήθεν αφρικάνικα, το «Να η Σπάρτη» στα δήθεν εγγλέζικα.
Ο Αλέκος ο Φασιανός με πήρε στο τηλέφωνο ένα πρωί χαρούμενος. Από το ύφος του ήχου της φωνής του κατάλαβα, κάτι σατιρικό ήθελε να μου πει: —Πήγα χτες σε μια έκθεση, εκείνου εκεί. Δεν του ’φτανε μία γκαλερί, σε δύο ταυτόχρονα έκανε. Και πηγαίναμε από τη μια στην άλλη, στο δρόμο ήμασταν, και μια δημοσιογράφος με πίεζε να της πω κάτι για τα έργα και τον ζωγράφο τους. Και δεν μ’ άφηνε. Κι εγώ δεν ήθελα να πω τίποτα. Αλλά, μόλις φτάσαμε στη δεύτερη γκαλερί, με σταμάτησε πάλι.

— Ελάτε, δεν μπορείτε. Πείτε μου κάτι για τον φίλο σας.
— Κι εγώ τότε της είπα ένα από αυτά που λέμε, το γερμανικό: «Ρηχά είναι, μπείτε», της είπα.

Και γέλαγε ο Αλέκος. Και γελάγαμε.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

Αποχαιρετισμός στον Βασίλη Βασιλικό

Παρίσι 1984 (αρχείο εκδ. Τόπος)


Μάχιμος πολίτης ως το τέλος του βίου του, παθιασμένος συγγραφέας και φανατικός αναγνώστης, ο Βασίλης Βασιλικός μας αποχαιρέτησε στις 30 Νοεμβρίου 2023, πλήρης ημερών και έργων, λίγες μέρες αφότου συμπλήρωσε τα 90 χρόνια του.
Γεννημένος στην Καβάλα, γιος του δικηγόρου Νικολάου Βασιλικού, που εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936, και της Καίτης Βασιλικού, ήταν μαθητής του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια το 1949, όταν πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τρία ποιήματα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Μακεδονία, και έγραψε ένα μυθιστόρημα που έμεινε στο συρτάρι του για 27 ολόκληρα χρόνια: τίτλος Τα σιλό και θέμα η Βουλγαρική Κατοχή στη Μακεδονία μέσα από τα μάτια μιας νέας γυναίκας. Από τότε μέχρι σήμερα σχεδόν δεν σταμάτησε να γράφει: καλλιέργησε το μυθιστόρημα, τη νουβέλα, το διήγημα, την αυτοβιογραφία, το ημερολόγιο, την ποίηση, το θέατρο, το κινηματογραφικό σενάριο, ενώ για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Το 1953, δευτεροετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, έδωσε τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, όπου ακολουθώντας το πρότυπο του Θησέα του André Gide και αντλώντας έμπνευση από τον μύθο του Ιάσονα, ανέπτυξε έναν λυρικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη φύση και την περιπέτεια της νεότητας. Το 1956 έδωσε το μυθιστόρημα ενηλικίωσης Θύματα ειρήνης, που παρακολουθεί την ιστορία μιας συντροφιάς επτά νεαρών ανδρών, οι οποίοι ωριμάζουν με τον πλέον επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του 1950, μαχόμενοι με τον έρωτα, τον θάνατο, τις ιδεολογίες και τα φαντάσματα μιας τραυματισμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το 1961 παρουσίασε την εμβληματική Τριλογία (Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ΄αγγέλιασμα), σπαρακτικό πορτραίτο ενός εξεγερμένου νέου των αρχών της δεκαετίας του 1960, χάρη στο οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο των Δώδεκα. Το 1964, με τη Μυθολογία της Αμερικής, ανανέωσε την ταξιδιωτική λογοτεχνία, προτείνοντας μια απομυθοποίηση του αμερικανικού ονείρου και παντρεύοντας την τοπιογραφία με τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Το συναρπαστικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (1966), με ομολογημένες τις επιδράσεις από το Εν ψυχρώ του Truman Capote, αποτύπωσε με τόλμη και διαύγεια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς κύκλους τον Μάιο του 1963, και, χάρη και στη διαμεσολάβηση της εξαιρετικής ταινίας του Κώστα Γαβρά, έγινε παγκόσμιο best-seller.
Στα χρόνια της δικτατορίας, όταν αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη, έδωσε μια σημαντική σειρά πεζογραφημάτων ντοκυμαντερίστικης γραφής (Καφενείον “Εμιγκρέκ”, Η δολοκτονία, Σε γνωρίζω από την κόψη..., Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, Ο πλανόδιος πλασιέ, Το ψαροτούφεκο, Το μαγνητόφωνο, Το μαγνητόφωνο Δύο, Το λαχείο, 20.20’, Φίφτυ-Φίφτυ, Πορτραίτο ενός αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης, Πάσχα στους Γαργαλιάνους) και ποιητικών έργων (Μέσα στη νύχτα της ασφάλειας, Λάκα-Σούλι, Ο ληξίαρχος, Bella Ciao, Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου και Συνάντηση με τον Ήλιο), που μαρτυρούσαν τη λαχτάρα του πνευματικού ανθρώπου να αντισταθεί στην τυραννία μέσω της γραφής.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση, έδωσε το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης, ένα δαιδαλώδες και πολυεπίπεδο «έργο εν προόδω», που ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να το κατατάξει ειδολογικά (το χαρακτηρίζει «βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα ή και αντιβιογραφία»). Τα πεζογραφήματα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά τον ξαφνικό θάνατο της πρώτης συζύγου του Μιμής, ήταν ελεγείες στον απόλυτο έρωτα και σχόλια πάνω στη διαχείριση της απώλειας. Πεζογραφήματα όπως Το θαυματουργό νερό ή συλλογές διηγημάτων όπως Τα καμάκια και Οι ρεμπέτες αποτέλεσαν καθρέφτες της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης της Ελλάδας των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης. Και η υπέροχη αυτοβιογραφία του Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (1999), όπως και τα μεταγενέστερα ημερολογιακά κείμενα Οι γάτες της Rue D-Hauteville (2010) και Ημερολόγιο Θάσου (2015), ήταν ουσιαστικοί απολογισμοί ζωής ενός ανθρώπου που υπήρξε πάντοτε μάχιμος πολίτης του κόσμου και αδιάψευστες μαρτυρίες ενός συγγραφέα για το πάθος και τον ενθουσιασμό με τον οποίο δινόταν κάθε φορά στην υπόθεση της γραφής.
Οι μεταιχμιακοί χαρακτήρες των έργων του Βασιλικού βρίσκονταν σχεδόν πάντοτε σε αναζήτηση ταυτότητας, ανεξάρτητα από την ηλικία τους και το φύλο τους, και όλη η πεζογραφία του ήταν ένα πεδίο απρόσμενων διακειμενικών συσχετισμών, ένα σημείο συνάντησης του ατομικού με το συλλογικό, ένας ευφυής συνδυασμός ερευνητικής τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, έναν διαρκής στοχασμός πάνω στη δύναμη της μνήμης και στα όρια της γραφής.
Ο Βασιλικός υπήρξε ο πιο «εφηβικός» συγγραφέας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο έφηβος των πρώτων σκληρών μεταπολεμικών χρόνων παρέμεινε ένας ανήσυχος και διψασμένος έφηβος ως το τέλος του βίου του, έχοντας διανύσει μια διαδρομή πολλών δεκαετιών και 120 βιβλίων και έχοντας κατακτήσει τον τίτλο του δεύτερου πιο μεταφρασμένου Νεοέλληνα πεζογράφου, μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος το 1954 του εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη νουβέλα του Η διήγηση του Ιάσονα.

Δύο ποιήματα για τη Γάζα


Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωστ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη Γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Φωτ. Σάββας Λαζαρίδης


Νταρίν Τατούρ:  Δε θα φύγω

Υπέγραψαν εκ μέρους μου
Και με μετέτρεψαν σε
Φάκελο, λησμονημένο
Σαν τα αποτσίγαρα.
Η νοσταλγία της πατρίδας με σμπαράλιασε
Και έγινα μετανάστης στην ίδια μου
Τη χώρα.
Παράτησα εκείνες τις πέννες
Να θρηνούν τις λύπες
Των μελανοδοχείων.
Παράτησαν το σκοπό μου, το όνειρο μου
Στις πύλες του νεκροταφείου
Και αυτός που περιμένει
Κλαίει την τύχη του
Καθώς η ζωή περνά.
Πολιορκείστε με,
Σκοτώστε με, ανατινάξτε με
Δολοφονήστε με, φυλακίστε με.
Όταν πρόκειται για τη χώρα μου,
Δεν υπάρχει υποχώρηση καμιά.

Η Νταρίν Τατούρ είναι Παλαιστίνια ποιήτρια από την Αραβική πόλη Reineh του βόρειου Ισραήλ. Το 2018 φυλακίστηκε για πάνω από δυο χρόνια (πέντε μήνες φυλακή και το υπόλοιπο κατ’ οίκον περιορισμό) για ένα ποίημα της που είχε αναρτήσει με βίντεο στο διαδίκτυο. Το 2019 έλαβε το Βραβείο Oxfam/Novib Για την Ελευθερία της ΄Εκφρασης του διεθνούς οργανισμού συγγραφέων PEN.


Προπολεμική φωτογραφία Παλαιστίνιων της Γάζας (Πηγή: Wikipedia)



Μοσάμπ Αμπού Τόχα: Νεκρολογία (6 Νοεμβρίου 2023)

Για τη σκιά που την είχα αφήσει μόνη της πριν
διασχίσω τα σύνορα, τη σκιά μου που έμεινε
στη μοναξιά της και κρύφτηκε στο σκοτάδι της νύχτας
ξεπαγιασμένη εκεί που ήταν, χωρίς να χρειάζεται βίζα.
Στη σκιά μου που με περιμένει να γυρίσω,
άστεγη, εκτός από τότε που περπατούσα δίπλα της
στο φως του καλοκαιριού.
Στη σκιά μου που θέλει να πάει σχολείο
με τα παιδιά του πρωινού, αλλά δεν χωρούσε
να μπει μέσα απ’ τις πόρτες της αίθουσας.
φτερνίζεται, βήχει, και κανείς δεν είναι εκεί να της πει Γεια σου!
Στη σκιά μου που την έχουν συνθλίψει αυτοκίνητα και βαν, που
το στήθος της το τρυπούν θραύσματα βλημάτων και σφαίρες
που πετάνε χωρίς φτερά,
τη σκιά μου που κανείς δεν την φροντίζει πιά
που αιμορραγεί μαύρο αίμα
μέσα από τη μνήμη της
τώρα, και για πάντα.

Ο Μοσάμπ Αμπού Τόχα (1992) είναι Παλαιστίνιος ποιητής από τη Γάζα. Η πρώτη του συλλογή, Πράγματα που μπορεί να βρεις κρυμμένα στο αυτί μου, ήταν στη βραχεία λίστα του Εθνικού Βραβείου του Κύκλου Βιβλιοκριτικών των ΗΠΑ, και κέρδισε το Αμερικανικό Βραβείο Βιβλίου. Το παρόν ποίημα δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού The New Yorker.

Επιλογή-Μεταφράσεις:

_________

Στο εξώφυλλο:

Γουσταύος Ντορέ: σκηνή από την «Κόλαση» του Δάντη

Εύγε!

Ο Γιώργος Λάνθιμος παραλαμβάνει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία «Poor Things» (9 Σεπτεμβρίου 2023)

Σφαιρισμός

Παρά τον Πυθαγόρα με τις ουράνιες σφαίρες και τα σφαιριστήρια (που σφετερίστηκαν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια), παρά την υδρόγειο σφαίρα, όπου σφυρίζουν οι σφαίρες της αποικιοκρατίας, παρ’ όλα αυτά, τα λόγια δεν έγιναν πιο στρογγυλά. Όσοι ερωτεύθηκαν τον κυβισμό εξακολουθούν να θεωρούν ότι ο σφαιρισμός αργεί να περικυκλώσει ένα εικαστικό και πλαστικό σύμπαν.
Πρόκειται για άποψη την οποία έρχεται να δοκιμάσει ομάδα αρχαιολόγων από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, που εξέτασε 150 σφαιρικά αντικείμενα από ασβεστόλιθο που βρέθηκαν σε ανασκαφή στο βόρειο τμήμα της χώρας. Χρησιμοποιώντας 3 διαστάσεων ανάλυση για την αναπαράσταση της γεωμετρίας που χαρακτηρίζει τις σφαίρες αυτές, αποφάνθηκαν ότι πιθανότατα πρόκειται για εσκεμμένη διαδικασία, κατά την οποία οι πέτρες δεν γίνονται πιο λείες, αλλά «αξιοσημείωτα πιο σφαιρικές», ενώ τα νερά ενός ποταμού, φερ’ ειπείν, λειαίνουν τα βότσαλα χωρίς σχεδόν ποτέ να προσδίδουν ένα πραγματικά σφαιρικό σχήμα.
Οι σφαιροειδείς πέτρες, μεγέθους μιας μπάλας του τένις, δεν φαίνεται να προέκυψαν ως τυχαίο αποτέλεσμα κάποιας χρήσης τους ως σφυριά. Η σφαιρικότητά τους φαίνεται ηθελημένη. Κάποιοι πρέπει να έγλυφαν τις πέτρες για να προκύψει το σχήμα. Οι κατασκευαστές τους «επιχείρησαν να επιτελέσουν το πλατωνικό ιδεώδες μιας σφαίρας», καταλήγουν οι Ισραηλινοί αρχαιολόγοι.
Αυτό σημαίνει, σημειώνει Γάλλος αρχαιολόγος που δεν συμμετείχε στην έρευνα, ότι οι σφαιροποιοί είχαν ένα σχέδιο, μια ιδέα, στο μυαλό τους για το τι ήθελαν να επιτύχουν. Είχαν την πνευματική ικανότητα δηλαδή, η οποία θεωρείται ότι ξεχωρίζει ανθρώπινα όντα από αξιοθαύμαστους κατασκευαστές στη φύση, όπως οι μέλισσες, που δεν διαθέτουν φαντασία αρχιτέκτονα.
Δεν έχει εξακριβωθεί ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι συγγενείς μας, αρχαίοι πρόγονοι των ανθρώπων, οι οποίοι μετασχημάτιζαν πέτρες σε σφαίρες, με χρονολογίες κατασκευής πριν από 1,4 εκ. χρόνια. Παρόμοιες τεχνικές έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μελέτη και των πιο αρχαίων σφαιροειδών, ηλικίας 2 εκ. ετών, που έχουν βρεθεί στη σημερινή Τανζανία.
Όποιοι και αν ήταν οι κατασκευαστές τους, παραμένει μυστήριο η χρήση των σφαιρικών αντικειμένων. Πρόκειται για βλήματα ή εργαλεία που βγάζουν το μεδούλι από τα κόκκαλα ή κονιορτοποιούν φυτά; Μήπως ο σκοπός τους είναι συμβολικός ή καλλιτεχνικός; Συγκρούονται εικασίες επιστημόνων, που στο γήπεδο των υποθέσεων ντριμπλάρουν τη στρογγυλή θεά της περιέργειας.

[ εικαστικές εικασίες ]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1 λέξη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Ποίηση & ζωγραφική / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Σκούπα, κλειδιά, κερί: Samuel van Hoogstraten / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Χωρογραφίες: υπέρλογος / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

Κωστής Γκιμοσούλης (1960-2023)

Χάρτης # 13, 1984.

Βλ. και το πρόσφατο κείμενό του για τον Γιάννη ΚΟΝΤΟ στον Χάρτη.


Πυρκαγιά

Ιαπωνική τέχνη, 13ος αι. Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών. (Από το λεύκωμα του Π. Πρεβελάκη «Η φωτιά στην ζωγραφική και στην ποίηση», Αθήνα 1963






Αντίο, Μιλάν


H ανάλαφρη ύπαρξη της βαρύτητας

Η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής είναι ότι πρόκειται για κωμωδία (Λεξικό αναμνήσεων)

Στις 11 Ιουλίου πέθανε στο Παρίσι ο γεννημένος Πρωταπριλιά του 1929, στο Μπρνο της Βοημίας, Μιλαν Κούντερα. Ήταν μεγάλος. 94 ετών. Το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε στα τσεχικά ήταν H Αθανασία (1988, αλλά πρώτη έκδοση γαλλικά 1990). Συνέχισε να γράφει στη γλώσσα των Γάλλων, στην πρωτεύουσα των οποίων είχε καταφύγει το 1975, αποκτώντας υπηκοότητα το 1981. Πριν φύγει, μετά την αποπομπή του προσποριζόταν χρήματα παίζοντας τζαζ στο πιάνο. Φίλοι τον κάλυπταν να γράφει χρησιμοποιώντας ονόματα και ψευδώνυμά τους. Διετέλεσε και συντάκτης στήλης αστρολογίας. Κάποια στιγμή η χώρα του τον ξέβρασε. Μετά τον έπνιγε η γλώσσα του. Πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση οικαλγίας, θέμα για συζήτηση άλλη φορά.
Ασφαλώς, «για έναν συγγραφέα, η εμπειρία τού να έχει ζήσει σε περισσότερες από μία χώρα αποτελεί τεράστιο πλεονέκτημα. Τον κόσμο μπορείς να τον καταλάβεις μόνον αν τον δεις από διαφορετικές πλευρές», είχε πει, διευκρινίζοντας ότι «έζησα στην Τσεχοσλοβακία έως την ηλικία των 45 ετών. Δεδομένου ότι στα 30 ξεκίνησα πραγματικά ως συγγραφέας, μπορώ να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής μου θα διαδραματιστεί στη Γαλλία, με την οποία είμαι πιο συνδεδεμένος από ό,τι νομίζεται». Μικρός είχε γοητευθεί από τον γαλλικό υπερρεαλισμό και τον κεντροευρωπαϊκό κομμουνισμό. Ενώ μύθος και ιστορία συνιστούν μυθιστορία, της γραφής το ύφος καταλήγει γρίφος.
Έχοντας εν τω μεταξύ πάρει διαζύγιο από τη Σλοβακία, το 2019 η Τσεχία επέστρεψε την υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1979. Έναν χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Βραβείο Φραντς Κάφκα, που δεν ήταν δημοφιλής στη γενέτειρά του πριν αναγνωριστεί διεθνώς. Στο παρελθόν ο Κούντερα είχε δημοσίως συγκρουστεί με τον Χάβελ, που από το θέατρο μεταπήδησε στο παλκοσένικο της πολιτικής. Οι δικές μου αναγνώσεις ήταν από μεταφράσεις στα αγγλικά. Στα ελληνικά καθιερώθηκε χάρις στον Γιάννη Χάρη και τις εκδόσεις της Εστίας. Στην Ελλάδα διαβάζουμε προσωπικά τους ξένους συγγραφείς, ενώ διεκπεραιωτικά τους δικούς μας, αν δεν διαφημίσουν ξένες περγαμηνές. Εμβληματικός καθίσταται ένας συγγραφέας όταν έστω ένας αναγνώστης αναπτύξει προσωπική σχέση. Οι νεκρολογίες επιβεβαιώνουν ότι, πριν αρχίσει να δύει και το δικό του άστρο, ο Κούντερα έκανε θραύση στην Ελλάδα.
Ειδικής αναφοράς από πλευράς του έχουν τύχει ο Κάφκα, ο Μπροχ, ο Μούζιλ, ο Γκομπρόβιτς, οι τέσσερις αυτοί μεγάλοι πεζογράφοι της κεντρικής Ευρώπης, της οποίας θα ήταν ανόητο να επιχειρήσεις να χαράξεις τα σύνορα, έχει πει, καθώς δεν πρόκειται για μία περιοχή, αλλά για έναν πολιτισμό και ένα πεπρωμένο. Μετά την κλασική Αθήνα και την ιταλική Αναγέννηση, μια τρίτη έκρηξη πολιτισμού διαπιστώνουν ορισμένοι ιστορικοί στην περιφέρεια της πρώην αυστρο-ουγγρικής πρωτεύουσας. Ο Κούντερα έχει περιγράψει ως ιδανικό του για την Ευρώπη τη «μέγιστη ετερότητα στον ελάχιστο χώρο». Σε μία εποχή σύγχυσης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου, ταυτότητας και διαφορετικότητας, επαρχιωτισμού και οικουμενισμού, η λογοτεχνία υποβάλλει προτάσεις.
«Το να είσαι συγγραφέας δεν σημαίνει να διακηρύσσεις μια αλήθεια, σημαίνει να ανακαλύπτεις μια αλήθεια», υποστήριζε ο Κούντερα. «Η βλακεία των ανθρώπων προέρχεται από το να έχουν απάντηση για όλα. Η σοφία του μυθιστορήματος προέρχεται από το να έχει μια ερώτηση για όλα», πρόσθετε. Δυστυχώς οι άνθρωποι προτιμούν να κρίνουν παρά να καταλαβαίνουν. Η κατάσταση χειροτερεύει «από τη στιγμή που ένας δημοσιογράφος παραθέτει τα λόγια ενός συγγραφέα», τα οποία παύουν να είναι λόγια του συγγραφέα. Αν η ζωή ενοχλεί, παρενόχληση της καθημερινότητας αποτελεί η λογοτεχνία.
«Έμαθα την αξία του χιούμορ την περίοδο του σταλινικού τρόμου… Έκτοτε με τρομοκρατεί ένας κόσμος που χάνει την αίσθηση του χιούμορ», έχει πει ως ένας από τους πιο διαπρεπείς επιγόνους του σκοτεινού χιούμορ που χαρακτήριζε τον Κάφκα. Μεταξύ μιας σο-βαρύτητας που σοβεί στην Ανατολή και μιας σο-βαροφάνειας που δεν αποσοβείται στη Δύση, η ανάλαφρη ύπαρξη της βαρύτητας είναι ένα έργο που φαίνεται συνεχώς να έγραφε ο Μίλαν Κούντερα. Αλίμονο σε όσους μικροί δεν είναι συντηρητικοί και ρηξικέλευθοι όταν μεγαλώσουν.
Καταλήγω με την περίληψη μιας πραγματικής ιστορίας. Ελπίζοντας μήπως την πείσει να τα φτιάξει μαζί του, προφασίστηκε ότι είχε την ίδια αγάπη για τον Κούντερα που είχε εκείνη. Διάβασε οτιδήποτε δικό του είχε μεταφραστεί στα αγγλικά. Σύντομα όμως χώρισαν, καθώς εκείνη απομακρύνθηκε από τον Κούντερα, όπως και συνολικά από τη λογοτεχνία, πιάνοντας δουλειά ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Αυτό που του έμεινε ήταν η αγάπη. Για τη λογοτεχνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γκοντάρ: Αποχαιρετισμός στη γλώσσα του αποχαιρετισμού / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Θεοδωράκης ή τανκς; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr) [Ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας, με παραπομπή στην «Απραγία»]
Mε έκπτωση πάνω από 60% στον χρόνο ανάγνωσης

Γιώργος Χουλιάρας

Γνώρισα τον Μιλάν Κούντερα στο Μοντρεάλ, φθινόπωρο του 1984 στη Διεθνή Συνάντηση Συγγραφέων του Κεμπέκ (Rencontre Internationale des Ecrivains Québécois). Το θέμα της Συνάντησης ήταν η τέχνη του μυθιστορήματος με εισηγήσεις και συζητήσεις σε αίθουσα της πόλης, η οποία ανήκε στο Πανεπιστήμιο ΜcGill. Ήταν μάλλον ο τελευταίος που έμπαινε στην αίθουσα, έψαχνε να καθίσει σε μιαν άκρη στο βάθος, απέφευγε τους θαυμαστές του, η προφορά των γαλλικών του μετέφερε ίχνη της τσέχικης γλώσσας.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας, ο δήμαρχος της πόλης του Κεμπέκ θα παρέθετε δείπνο προ τιμή των συμμετεχόντων σε εστιατόριο προσβάσιμο πεζή, σε ένα δρόμο όπου στη μία πλευρά υπήρχε το Restaurant Acropolis και στην άλλη πλευρά, λίγα μέτρα πιο πέρα, το Restaurant Parthénon. Ο απόηχος από τραγούδια της πατρίδας, δημοτικά και ρεμπέτικα, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Μιλάν, κατάφερε να τραγουδήσει μαζί μου κάποιες λέξεις ρεμπέτικου ρεφρέν.
Η μυθολογία τέτοιων συμπτώσεων βρίσκεται στην απαρχή μιας αραιής επιστολικής επικοινωνίας με αφορμή εκ μέρους μου την ενημέρωσή του για τις μεταφράσεις των έργων του στα ελληνικά και τις σχετικές κριτικές, για την ιστορία των εκδόσεων της Εστίας, στις οποίες είχε παραχωρήσει τα δικαιώματά του. Είχε την καλοσύνη να μου στέλνει αντίτυπα των βιβλίων του, το πρώτο ήταν Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, το έλαβα αμέσως μετά την επιστροφή μου από το Μοντρεάλ. Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια, πέντε επιστολές ίσως και δέκα λιγόλογα σημειώματα, περί του καιρού συχνά. Όσα ταξίδια έκανα στο Παρίσι για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους δεν συνδυάστηκαν ποτέ με οποιαδήποτε επαφή με τον Μιλάν. Οι κακές γλώσσες υποστήριζαν πως η γυναίκα του Βέρα, η Κουντέροβα όπως λέγαμε, ήταν ο φρουρός του. (Για τη συνέχεια Βλ. Χάρτης #34)

Μπορώ να υποστηρίξω ότι το παρουσιαστικό του Μιλάν ήταν συμβατό με το έργο του. Ένας όμορφος άντρας, γέννημα μιάς μικρής και πολυβασανισμένης χώρας, μέσα στον σωτήριο αέρα της κληρονομιάς του Καλού στρατιώτη Σβέικ του Γιάροσλαβ Χάσεκ, του Ρομπότ (λέξη που στα τσέχικα σημαίνει «εργασία») του Κάρελ Τσάπεκ, της Πράγας του Φραντς Κάφκα, του μουσικού ιδιώματος και των μελωδιών της Μοραβίας και Βοημίας του Αντονίν Ντβόρζακ, του Μολδάβα, συμφωνικό ποίημα από την συλλογή Η πατρίδα μου του Μπέτριχ Σμέτανα, μια κληρονομιά που μόλυνε η ιδεολογική επιληψία των Γραμματέων του Κομμουνιστικού Κόμματος Αντονίν Νοβότνι και Γκουστάβ Χιούσακ ως τη «βελούδινη επανάσταση» του 1989, που εκφράστηκε από τους υποστηρικτές διανοούμενους της Χάρτας 77 και ευτύχησε να πετύχει αναίμακτα την κατάρρευση εκείνου του καθεστώτος λήθαργου και κομματικής αυτοϊκανοποίησης. Είναι σαν να λέμε πως με το ευεργέτημα του δημιουργού, ο οποίος είχε στερηθεί την ιθαγένειά του, είχε μεταπηδήσει από την γλώσσα της μάνας του, τα τσέχικα, στη γλώσσα της δημιουργίας του, τα γαλλικά, ο Μιλάν είχε την ευλογία να βρίσκει μπροστά του όλες εκείνες τις πιθανότητες που καθιστούν το ανθρώπινο μια «ελαφρότητα» τόσο γελοία όσο και σπουδαία, υποχρεωτική, αφού δεν υπάρχει άλλη. «Οι χαρακτήρες στα βιβλία μου», έλεγε, «δεν γεννιούνται όπως οι άνθρωποι. Γεννιούνται από μια κατάσταση, μια πρόταση, μια μεταφορά, φέρνοντας μέσα στο κέλυφός τους μια βασική ανθρώπινη πιθανότητα. Οι χαρακτήρες στα έργα μου είναι οι δικές μου μη υλοποιημένες πιθανότητες. Για αυτό τους αγαπώ, αλλά και τους φοβάμαι». Πώς να το κάνουμε: ο Μιλάν Κούντερα επέβαλε το κύρος των μη υλοποιούμενων πιθανοτήτων, τέτοιο θάμβος Τέχνης.

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής




Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Ζιλιέτ Μπινός, Λένα Όλιν στην κινηματογραφική εκδοχή της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» του Φίλιπ Κάουφμαν (1988)



Ο Τσέχος αστέρας της λογοτεχνίας και απόκληρος του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μιλαν Κούντερα, άφησε την τελευταία του πνοή στα 94 του. O συγγραφέας της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι ήταν γνωστός για τα σεξουαλικά φορτισμένα μυθιστορήματα που απαθανάτιζαν τον ασφυκτικό παραλογισμό της ζωής στην πατρίδα του, την Τσεχοσλοβακία.
Το μυθιστόρημα Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, αν και κυκλοφόρησε το 1984, τράβηξε ακόμη περισσότερο την προσοχή του κοινού όταν διασκευάστηκε σε ταινία το 1988 με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τον Τόμας, έναν Τσέχο φιλάνθρωπο χειρουργό που επικρίνει την κομμουνιστική ηγεσία και ως εκ τούτου αναγκάζεται να πλένει τα παράθυρα για να ζήσει, ενόσω ο ίδιος φλερτάρει διάφορες γυναίκες: λες και η πραγματική δουλειά του συγγραφέα εκείνη την εποχή, ήταν να βρει εικόνες για την καταστροφική ιστορία της χώρας του όσο ζούσε, περιγράφοντας συνάμα έναν κόσμο στον οποίο οι επιλογές έχουν εξαντληθεί και οι άνθρωποι απλά δεν μπορούν να βρουν τρόπο να εκφράσουν την ανθρωπιά τους.
Μπορεί οι φεμινίστριες να ισχυρίζονται πως η εχθρότητα προς τις γυναίκες είναι κοινός παράγοντας σε όλα τα γραπτά του Κούντερα, πολλοί κριτικοί όμως λένε ότι το να αποκαλύψει τη φρικτή συμπεριφορά των ανδρών ήταν τουλάχιστον μέρος της πρόθεσής του. Ενδεικτικά βλέπουμε στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το αστείο, τον αφηγητή να αποπλανεί εκδικητικά τη γυναίκα ενός παλιού εχθρού, ενώ η ταραγμένη γυναίκα στη συνέχεια προσπαθεί να αυτοκτονήσει με χάπια, τα οποία αποδεικνύονται καθαρτικά! Ο φόβος του Κούντερα ότι η τσεχική κουλτούρα θα μπορούσε να διαγραφεί από τον σταλινισμό —όπως ακριβώς οι ατιμωμένοι ηγέτες απομακρύνθηκαν από τις επίσημες φωτογραφίες— ήταν στο επίκεντρο του Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης: δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι δυτικοί αναγνώστες από ένα «μυθιστόρημα»: μια ακολουθία επτά ιστοριών, που ειπώθηκαν ως μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, φιλοσοφικές εικασίες και πολλά άλλα, όπου ο Κούντερα το ονόμασε μυθιστόρημα και το παρομοίασε με ένα σύνολο παραλλαγών του Μπετόβεν! Πράγματι, πρόκειται για πρωτότυπο βιβλίο, γραμμένο με αγνότητα και πνεύμα που σε προκαλεί απευθείας, με μια παραξενιά που σε κλειδώνει.
Ο Τσέχος συγγραφέας, διατηρώντας εν γένει βαθιά συγγένεια με τους Νίτσε, Κάφκα, Μούζιλ, Μπροχ, προσπαθούσε να ανακαλύψει αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλύψει, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονόμασε ως «αλήθεια της αβεβαιότητας». Η φιλοδοξία της ζωής του, άλλωστε, ήταν να ενώσει τη μέγιστη σοβαρότητα της ερώτησης με τη μέγιστη ελαφρότητα της φόρμας· συνδυάζοντας ένα σοβαρό θέμα με μια επιπόλαιη μορφή, επιχειρούσε να ξεσκεπάσει τα δράματα με την απαίσια ασημαντότητά τους, εκείνα που συμβαίνουν στα κρεβάτια αλλά και αυτά που παίζονται στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας, βιώνοντας όλοι τελικά την αφόρητη ελαφρότητα της ύπαρξης.
Η απόφασή του να μεταναστεύσει κάποτε στην Γαλλία, υπογράμμισε τις επιλογές που είχε στη διάθεσή της η τσέχικη διανόηση εκείνη την εποχή. Μεταξύ αυτών που έμειναν και αντιστάθηκαν ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, ο οποίος μετά από φυλάκιση 3 ετών, έφτασε να υπηρετήσει κι ως πρόεδρος της Τσεχικής Δημοκρατίας: ήταν η στιγμή όπου τα βιβλία του Κούντερα κυκλοφόρησαν νόμιμα στην πατρίδα του για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Αλλά υπήρχε ελάχιστη ζήτηση ή συμπάθεια γι' αυτόν, με αποτέλεσμα να πουληθούν μόνο 10.000 αντίτυπα της Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι, κι αυτό διότι πολλοί Τσέχοι τον έβλεπαν ως κάποιον που είχε εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του και είχε πάρει τον εύκολο δρόμο. Ο Κούντερα εκδιώχθηκε δύο φορές από το κόμμα που υποστήριζε από την ηλικία των 18 ετών, όταν οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία το 1948. Η πρώτη του αποπομπή, το 1950 ενέπνευσε την κεντρική πλοκή στο βιβλίο του Το αστείο. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας το 1952 και στη συνέχεια διορίστηκε στη σχολή εκεί ως εκπαιδευτής παγκόσμιας λογοτεχνίας, συγκαταλέγοντας μεταξύ των μαθητών του τον σκηνοθέτη Mίλος Φόρμαν. Ο Κούντερα επανήλθε στο κόμμα το 1956, αλλά εκδιώχθηκε ξανά, το 1970, επειδή υποστήριξε τη μεταρρύθμιση. Αυτή τη φορά ήταν για πάντα.
Τα επόμενα χρόνια μάζεψε χρήματα ως μουσικός της τζαζ, παίζοντας πιάνο· μερικοί φίλοι κανόνιζαν να γράφει πράγματα με τα ονόματα ή τα ψευδώνυμά τους, ώσπου κατέληξε να γίνει αρθρογράφος αστρολογίας!
Τότε, ένας Αμερικανός αρθρογράφος θα πει ότι ο αγώνας του Κούντερα κάνει τις ιστορίες της ζωής των περισσότερων Αμερικανών συγγραφέων να φαίνονται τόσο άθλιες όσο η πρόοδος ενός φυτού ντομάτας και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Κούντερα είναι σε θέση να συγχωνεύει προσωπικές και πολιτικές σημασίες με την ευκολία ενός Καμί.
Ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929, από μικρός διάβαζε Μποντλέρ, Ρεμπό, Απολινέρ, Μπρετόν, Κοκτό, Ιονέσκο και θαύμαζε τον γαλλικό σουρεαλισμό. Έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα που κατείχαν οι γερμανικές δυνάμεις από το 1939 έως το 1945, ο νεαρός Κούντερα ήταν ένα από τα πολλά εκατομμύρια που αγκάλιασαν τον κομμουνισμό μετά τον πόλεμο. Ήταν μια μεθυστική εποχή, με νέες λίστες νικητών και ηττημένων. Οι παλιές αδικίες αποκαταστάθηκαν, νέες αδικίες διαπράχθηκαν, έγραψε στο Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης.
Πολύ αργά, όπως ομολόγησε, κατάλαβε ότι το κακό που έγινε στο όνομα του σοσιαλισμού δεν ήταν προδοσία της επανάστασης, αλλά μάλλον ένα δηλητήριο που ήταν εγγενές σε αυτήν από την αρχή.
Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε στα τσέχικα πριν μεταβεί στα γαλλικά ήταν το Αθανασία (1990). Μετέπειτα, τα μυθιστορήματα ήταν λιγότερο πολιτικά και πιο απροκάλυπτα φιλοσοφικά: Βραδύτητα (1995), Ταυτότητα (1998) και Άγνοια. (2000). Ομολογουμένως η Αθανασία έτυχε της πιο θερμής υποδοχής, μια και στο βιβλίο βάζει τον Χέμινγουεϊ να αναπτύσσει φιλία με τον Γκέτε όταν συναντιούνται στον παράδεισο.
Εκτός από μεγάλα έργα μυθοπλασίας, είχε γράψει διηγήματα και δοκίμια που φώτισαν όχι μόνο το έργο του μα και άλλων συγγραφέων, τα οποία συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Η τέχνη του μυθιστορήματος. Συχνά ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δίχως ποτέ να το λάβει.
Σύμφωνα με τον Τσέχο συγγραφέα, δεν είναι πια δυνατό να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, ούτε να τον αναδιαμορφώσουμε, ούτε να αποτρέψουμε την επικίνδυνη ακαταμάχητη βιασύνη του· υπάρχει μόνο μία πιθανή αντίσταση: να μην τον πάρουμε στα σοβαρά. Σε μια βράβευση του, το 1985, είχε πει: «Υπάρχει μια ωραία εβραϊκή παροιμία που λέει πως “όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει”. Μα γιατί γελάει ο Θεός; Διότι ο άνθρωπος σκέφτεται και η αλήθεια τού διαφεύγει. Διότι όσο περισσότερο σκέφτονται οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο η σκέψη του ενός ανθρώπου αποκλίνει από τη σκέψη του άλλου. Και τέλος διότι ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζει ότι είναι».

Απόστολος Ζιώγας


Είχα αναλάβει να σχεδιάσω το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι για λογαριασμό του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Δεν διάβασα καν το κείμενο, τον Κούντερα τον βαριόμουνα, γενικά, αλλά συνέπεσε να δω μια σύντομη κριτική παρουσίαση σ' ένα ξενόγλωσσο περιοδικό που ξεφύλλισα, τυχαία, στον προθάλαμο αναμονής του οδοντίατρου. Στον απέναντι τοίχο. πάνω από τον καναπέ, υπήρχε κορνιζωμένη μια αφίσα έργου του Σαγκάλ. Από κει πήρα την ιδέα να το ψαλιδίσω και να το προσαρμόσω για το εξώφυλλο της Ελαφρότητας.
Αργότερα μάθαμε ότι ο Κούντερα το θεώρησε ως το πιο επιτυχημένο εξώφυλλο του βιβλίου αυτού και μάλιστα ζήτησε να χρησιμοποιηθεί και στην ιαπωνική έκδοση.

Δημήτρης Καλοκύρης (Παρασάγγες Α', Άγρα 2014)


Ναυάγια

Βλ. στο τεύχος αυτό:

Δημήτρης Κοσμόπουλος: Ο νεκρός ταξιδιώτης

Αριάδνη Καλοκύρη: (Από νερό)

Ου.Χ. Όντεν: Musée des Beaux Arts (μτφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος)


Χρήστος Καράς (1930-2023)



Ένας πολίτης τού σινεμά


ΜΙΣΕΛ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (1949-2023)

Ο χρόνος γυρνάει πίσω… Βουτιά στις σελίδες του Σύγχρονου κινηματογράφου, απ’ όπου αλιεύει ο αναγνώστης ένα όνομα που φαίνεται να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων των μεγάλων φεστιβάλ και να μας μεταγγίζει εμπειρίες από το μοντερνισμό της δεκαετίας του ‘70: Μισέλ Δημόπουλος. Αλήθεια, γιατί το ξενικό όνομα; Εκ καταγωγής ή επιθυμία σύνδεσης με ό,τι η γαλλική κουλτούρα των καιρών κουβαλούσε στην ανά τον κόσμο κινηματογραφική κριτική: ψυχανάλυση, στρουκτουραλισμός, κυρίως σημειολογία; Μπλεγμένα τα νοήματα και οι λέξεις, ο Μισέλ τα απλοποιεί.
Ανάγνωση ευαγγελίου ο Σύγχρονος και μύηση σε μια κειμενογραφία διαφορετική από την πεζότητα των εφημερίδων, έστω κι αν εκεί βρίσκει ολοένα και περισσότερο κάποιος στιγμές φωτισμένης αντίληψης και γραφής. Από τα κεντρικά πρόσωπα του πρωτοποριακού περιοδικού ο Μισέλ μοιάζει να ζει στον παράδεισο των εικόνων, διάγοντας ένα ζηλευτό βίο.
Κάποτε ο βίος αυτός ετελεύτησε. Είχε προλάβει, όμως, να στήσει στη χώρα, μπροστά στα μάτια μας, μια τέτοια κινηματογραφική γιορτή, ίδια με όσες η φαντασία μας ζούσε μέσα από τα κείμενα των λίγων τυχερών, που μας τις μετέδιδαν. Οι ιστορίες από τα φεστιβάλ του κόσμου ήταν σαν ιστορίες ναυτικών από ταξίδια στη μεγάλη οθόνη. Και πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η αφήγηση γινόταν πραγματικότητα, ο Μισέλ ήταν ένας άξιος καπετάνιος, που βρήκε ένα ετοιμοθάνατο σκαρί, στη μέση του πουθενά και ανέλαβε να το οδηγήσει με ασφάλεια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ κινηματογράφου, με υμνημένη πλοήγηση για τριάντα —τότε— χρόνια στις εγχώριες θάλασσες, είχε δει στα τελευταία του ένα κιβούρι να κατεβαίνει από τα ψηλά του Δεύτερου Εξώστη, προάγγελος διπλού θανάτου. Το εμπόρευμα ( οι ελληνικές ταινίες ) σάπιζε στ’ αμπάρια και μαζί του βούλιαζε και ο άλλοτε ένδοξος μεταφορέας του.
Για να φτιαχτεί το σκάφος, χρειαζόταν ματσακόνι, σκληρή δουλειά, αλλά περισσότερο αλλαγή πλεύσης. Πώς θα την κατάφερνε κάποιος, όταν οι συνδικαλιστές χοροπηδούσαν γύρω του, ο Δεύτερος Εξώστης απαιτούσε κεντρική θέση, με δικαιώματα γηπεδικών αποδοκιμασιών, η καχυποψία απ’ όλες τις πλευρές περίσσευε, τα χρήματα δεν ξεπερνούσαν εύκολα τη μηδενική ορατότητα;
Ο Μισέλ γνώριζε εικόνες και πρόσωπα. Θα μπορούσε να τραγουδήσει, σαν παραφθαρμένος Νιόνιος, «να δω τους δημιουργούς πρόλαβα εγώ…» και τους κουβάλησε, ακόμη και ως φυσικές παρουσίες, πολλούς από αυτούς τους σκηνοθέτες-δημιουργούς, μαζί με την κινηματογραφική πραμάτεια τους, εδώ στα μέρη μας.
Αρχικά, είχε μόνον ένα σύμμαχο, τους κριτικούς της έβδομης τέχνης. Είχε πρωτοστατήσει στη σύμπτυξή τους σε σωματείο (την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου), όπου θα συναντιόνταν πολλοί από αυτούς τους μεμονωμένους λαξευτές ενός άλλου κινηματογραφικού λόγου, εμπνευσμένου από τα υλικά της ευρωπαϊκής κριτικής. Βασικότερο όλων η κινηματογραφοφιλία. Ένα σύστημα αναφορών αντλημένο από τη διάθεση της αναγόρευσης του σινεμά σε άξονα ζωής. Οι ταινίες δε βρίσκονται εκεί μόνο για να τις βλέπουμε, μας διαποτίζουν, κυκλοφορούν στα αγγεία μας, φωτίζουν τη μοναξιά μας, το δράμα μας, την ανάτασή μας.
Ως τα τελευταία του ο Μισέλ ανέπνεε με το οξυγόνο που του χάριζε η φωτεινή δέσμη της κινηματογραφικής αίθουσας. Όπως αρμόζει σε κάθε μύστη αυτού του φωτός, έδωσε την ευκαιρία στον επιπολασμό του, γεμίζοντας το Φεστιβάλ με αίθουσες και εικόνες. Στο λιμάνι έστησε μικρά ιερά, οι πιστοί άρχισαν να συρρέουν, διστακτικά στην αρχή, φανατικά στη συνέχεια.
Μαζί άρχισε να ανασαίνει και μια πόλη μπαγιάτικη, σχεδόν μουχλιασμένη, που μετά από καιρό αναθυμούνταν την κοσμοπολίτικη ταυτότητά της. Κάποτε μεγαλοαστή, αιώνες πολλούς, εσχάτως ξεπεσμένη αρχόντισσα, νοσηρή θιασώτις των «περασμένων μεγαλείων». Η συντήρηση αποτελούσε πάντα την πιο επικίνδυνη πυξίδα αποπροσανατολισμού της, μαγνητισμένη από μια κεντρική εξουσία, που σα δυνάστης της στερούσε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία.
Ακόμη και τώρα, τριάντα έτη μετά, τίποτα δεν ανθίζει στην καμμένη γη των γραμμάτων και των τεχνών της κι έχει μείνει ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου να της υπομνήσκει τη δυνατότητα σύνδεσής της με τις γωνιές του πλανήτη που κάποιες μέρες το χρόνο, ζουν κι αυτές με το ίδιο υλικό ονείρων.
Προσφάτως, σε μια επίσκεψη στο κουρδικό και άγνωστο Ντουχόκ, όπου έχει στηθεί ένα ανάλογα φιλόδοξο κινηματογραφικό Φεστιβάλ, άκουσα να λένε ότι θέλουν να μοιάσουν της Θεσσαλονίκης: να μπουν στο χάρτη από το δρόμο της έβδομης τέχνης. Τότε, ίσως για πρώτη φορά, αντιλήφθηκα ότι το «Μισέλ» ήταν απλώς ένα στοιχείο ταυτότητας ενός ανεξίπατρη πολίτη του σινεμά.

Η συσκευή δεν σας αναγνώρισε

Το «έξυπνο» κάργκο» του Άγγελου Πεφάνη

Η συσκευή σας δεν σας αναγνώρισε. Υπάρχει στην οθόνη του υπολογιστή πιο ανησυχητικό μήνυμα από αυτό; Πώς είναι δυνατόν να μη σε αναγνωρίζει η συσκευή σου; Απροσεξία ή άνοια δικαιολογούν το να μη σε αναγνωρίζουν οι δικοί σου. Οι συσκευές όμως πώς τολμούν να μην ανοίγουν, με πρόφαση ότι έχει μπει λάθος κωδικός ή ότι αδυνατούν να διαβάσουν μοναδικά στοιχεία ταυτότητας, όπως είναι ένα δακτυλικό αποτύπωμα; Μήπως βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια ανταρσία των συσκευών; Μήπως ηλεκτρονικοί δούλοι ξεσηκώνονται πιάνοντας τα αφεντικά στον ύπνο; Και τι θέλουν οι συσκευές; Τι συναίνεση επιδιώκουν; Ποια δικαιώματά τους ζητούν να αναγνωριστούν πριν αποδεχθούν ότι σε γνωρίζουν; Ποιες μπορεί να είναι οι επιθυμίες των αντικειμένων σε μια σύγχρονη δουλοκτητική κοινωνία; Τι σημαίνει παρόμοια προσβολή ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος για εκείνους που υπολογιστές αγόρασαν από ψηφιακά σκλαβοπάζαρα; Πού οδηγεί η αντιστροφή της βούλησης των ιδιοκτητών να αφήσουν τους άλλους έξω από ένα τείχος της φωτιάς, μια αποστροφή που τώρα εναντίον τους fire wall ορθώνει;
Άλλοτε, αναλώνοντας κάποια αρχική ενέργεια, ξεκινούσε η κίνηση μιας τροχαλίας ή άλλου μηχανικού συστήματος ή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα εργαλείο που διευκόλυνε όσα έκανες. Με μανιβέλα έβαζαν μπροστά τα παλιά αυτοκίνητα. Ο ηλεκτρισμός καθιέρωσε διακόπτες και κουμπιά, που τα φερμουάρ ελάττωναν στα ρούχα, ενώ αυξάνονταν στις συσκευές, οι οποίες φαίνονταν να ανήκουν σε όσους τις χρησιμοποιούσαν. Ο προσωπικός υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο ενίσχυσαν το αίσθημα ιδιοκτησίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για δική σου συσκευή, ακόμη και όταν σε παρακολουθούσε σε άλλους γεωπροδίδοντας τη θέση στην οποία βρισκόσουν. Ενώ τα ρομπότ εξελίσσονταν και ρομποτικά σκυλιά νεκρούς στα ερείπια αναζητούσαν, μέσα που αποτελούσαν προεκτάσεις του ανθρώπου άρχισαν να αυτονομούνται ως συνεχώς έτοιμες συσκευές, εφόσον είχαν εξασφαλισμένη τροφοδοσία, που μόνον ένα νεύμα χρειαζόταν για να λειτουργήσουν. Οι κωδικοί πρόσβασης ενίσχυσαν την ψευδαίσθηση πως ό,τι θέλεις κάνεις με δικές σου συσκευές. Αν όμως δεν σε αναγνωρίζουν, έχουν άραγε βρει τρόπο να πατήσουν πόδι ή να σου βάλουν χέρι, ώστε να μη τα θέλεις όλα δικά σου;
Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο παρελθόν, θα έπρεπε να ομολογούν ότι η κριτική του δικαιωματισμού αντιστοιχεί σε άρνηση του «δικαιώματος» της δουλοκτησίας, σε άρνηση της ισότητας των ατόμων, των φύλων, των κάθε είδους διαφορετικών αυτοπροσδιορισμών. Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο μέλλον, θα έπρεπε να ομολογούν ότι οι επικρίσεις για ελλείμματα δικαιωμάτων οδηγούν σε έναν χωρίς όρια ατομισμό, αφού κανένα άτομο δεν μπορεί να είναι ίδιο με οποιοδήποτε άλλο. Οι αντιθέσεις αυτές καλλιεργούν τη φενάκη ενός καλύτερου παρόντος, που καθησυχάζει μόνον όσους θέλουν να εφησυχάσουν. Αν η αναζήτηση ισότητας αποτελεί μονόδρομο, πώς μπορεί να περιοριστεί στα όρια μιας πολιτείας, όσο ιδανικά αυταρχική και αν η δημοκρατία των πολιτών της επιτρέπει να είναι; Με ποια δικαιολογία περιορίζεται η ισότητα σε έναν ανθρώπινο περίγυρο; Υπάρχει οτιδήποτε πιο ανθρώπινο από τα αισθήματα φιλοζωίας, ακόμη και αν τα ζώα είναι λιγότερο φιλάνθρωπα από όσο ίσως θα ήταν σε λιγότερο απάνθρωπες συνθήκες; Και, αν κατοχυρωθεί η ισότητα των ζωντανών οργανισμών, πώς είναι δυνατόν να εξαιρεθούν τα φυτά, που αποτελούν τους βασικότερους μεσολαβητές της ζωής; Και πώς θα μείνουν απ’ έξω σχετικά αδρανείς μορφές ύπαρξης, όπως οι πέτρες, η άμμος, το νερό, η θάλασσα, ο αέρας; Μήπως μια πρόκληση να γνωριστούμε καλύτερα αποτελούν οι συσκευές που δεν μας αναγνωρίζουν;


Σχετικά κείμενα: 
Ρομποτεχνία

Τα βραβεία του Χάρτη 2022 / Ο BΡAXYΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Το διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Χάρτης (www.hartismag.gr), συνεχίζει για δεύτερη χρονιά την απονομή ετήσιων βραβείων, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων που κυκλοφόρησαν το περασμένο έτος. Η διάκριση αυτή προέρχεται από μια ευρεία ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού που, χωρίς δεσμεύσεις ή προεπιλογές, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου (Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά), τα οποία, έχουν εκδοθεί το 2022. 

Στις υποψηφιότητες δεν περιλαμβάνονται βιβλία των τακτικών συνεργατών του περιοδικού, δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές. Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων.


Ο 
BΡAXYΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
των επιλογών του «Χάρτη» :

(Αλφαβητικά) για βιβλία του 2022


Ποίηση

Βασίλης Αμανατίδης, Αποκατάσταση, εκδ. Νεφέλη
Ορφέας Απέργης, Δασκαλόπετρα, εκδ. Νεφέλη
Θεοδόσης Βολκώφ, Καντίς για τον Σάμη Γαβριηλίδη, εκδ. Παρισιάνος
Δημήτρης Δασκαλόπουλος Τα χρόνια που θα ρθουν, εκδ. Πατάκη
Διονύσης Καψάλης, Καταρράκτης, εκδ. Άγρα
Κωνσταντίνος Νικολάου, Βιογραφία ενός χεριού, εκδ. Περισπωμενη
Ιφιγένεια Ντούμη, Όλα μου αρέσουν, εκδ. Καστανιώτη
Δημήτρης Πέτρου, Εικοστός κόσμος, εκδ. Πόλις
Θοδωρής Ρακόπουλος, Στις εθνικές οδούς, εκδ. Νεφέλη


Πεζογραφία

Ρέα Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, εκδ. Καστανιώτη
Τάσος Γουδέλης, Η γοητεία των υποσχέσεων, εκδ. Πατάκη
Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα, εκδ. Μελάνι
Μαρία Α. Ιωάννου, Οι Ενδιάμεσοι, εκδ. Νεφέλη
Δημήτρης Καρακίτσος, Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, εκδ. Ποταμός
Μιχάλης Μακρόπουλος, Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον, εκδ. Κίχλη
Νίκος Α. Μάντης, Κιθαιρώνας, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, εκδ. Κίχλη
Δημήτρης Νόλλας, Ματούλα Μυλλέρου, Πάροικος και παρεπίδημος, εκδ. Ίκαρος
Μαρία Φακίνου, Κλίμακα Μπόγκαρτ, εκδ. Αντίποδες
Κυριάκος Χαρίτος, Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου, εκδ. Στερέωμα


Δοκίμιο (μελέτη ή μαρτυρία)

Βενετία Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο - Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982), εκδ. Πόλις
Ευσταθία Δήμου, Η ποιητική της Άπω Ανατολής, εκδ. Κουκκίδα
Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, Η σχεδία του λόγου, μελέτες για την κινητικοτητα των λογοτεχνικών έργων, εκδ. Gutenberg
Αριστείδης Μπαλτάς, Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς, Πανεπιστημιακες Εκδόσεις Κρήτης
Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από την χούντα στην κρίση-Πολιτιστική ανάλυση της Μεταπολίτευσης, εκδ. Gutenberg


Μετάφραση

Γιώργος Βάρσος (Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο): Τζων Κητς, Ποίηση (Εκλογή από το έργο του), εκδ. Gutenberg
Γιάννης Βογιατζής: Peter Francopan, Οι Δρόμοι του Μεταξιού, Μια νέα ιστορία του κόσμου, εκδ. Αλεξάνδρεια
Γιώργος Μαραγκός: John Keene, Αντιαφηγήσεις, εκδ. Loggia
Σωτήρης Σουλιώτης: Ίνγκερ Κρίστενσεν, Αλφάβητο, εκδ. Σαιξπηρικόν
Νίκη Σταυρίδη: Oguz Atay, Αποσυνάγωγοι, εκδ. Gutenberg
Κατερίνα Σχινά: Αντόνια Μπάιατ, Εμμονή, εκδ. Πόλις


Βιβλία για παιδιά

Μαρία Γιαγιάννου, Έχω έναν καλό Παππούα, (εικονογράφηση Ντανιέλα Σταματιάδη), εκδ. Σμίλη
Αγγελική Δαρλάση, Με κλειστά μάτια, (εικονογράφηση εξωφύλλου Δέσποινα Μανώλαρου), εκδ. Μεταίχμιο
Μαρία Κούρση, Ο μύθος του βασιλιά Ερυσίχθονα, (εικονογράφηση Μιχάλης Κουντούρης), Εκδοτική Αθηνών
Μαρία Παπαγιάννη, Στο Πικεφί (εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή), εκδ. Πατάκη
Αλέκος Παπαδάτος, Τάσος Αποστολίδης, Αριστοτέλης, εκδ. Ίκαρος
Ζωρζ Σαρή/Κanellos Cob, Ο θησαυρός της Βαγίας / Graphic novel, εκδ. Πατάκη Μάκης Τσίτας, Έρχεται ο γίγαντας, (εικονογράφηση Νικόλας Χατζησταμούλος), εκδ. Μεταίχμιο
Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ & Ζωή Διονυσίου, Ένα ταξίδι στο Ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους, (εικονογράφηση Θάνος Κοσμίδης) εκδ. Fagotto

___________

Τα Βραβεία
θα ανακοινωθούν στο επόμενο τεύχος (Απριλίου).



50 τεύχη



Τέσσερα χρόνια «Χάρτης»

 • 1600 συνεργάτες • —

38 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ:

Νάσος Θεοφίλου, Νίκος Χουλιαράς, Μάνος Ελευθερίου, Μίμης Σουλιώτης, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άδωνις, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Τάσος Δενέγρης, Χούλιο Κορτάσαρ, Κωστής Παπαγιώργης, Ίταλο Καλβίνο, Βασίλης Φωτιάδης, Γιάννης Κοντός, Νίκος Καρούζος, Ελένη Βακαλό, Κύπρος, Μαρία Κυρτζάκη, Ηλίας Λάγιος, Σάμιουελ Μπέκετ, Γιώργος Χειμωνάς, Μίλτος Σαχτούρης, Το ζωντανό 1821· [1821: θέατρο & κινηματογράφος], Γιάννης Πάνου, Οδυσσέας Ελύτης, Ένας χάρτης της Κίνας, Νίκος Γκάτσος, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Τζον Άσμπερι, Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Ιωάννου, Τζέιμς Τζόις, Αργύρης Χιόνης, Μάτση Χατζηλαζάρου, OuLiPo, Δημήτρης Τ. Άναλις, Χίλια εννιακόσια είκοσι δύο/2022

Σ Ε Λ Ι Δ Ε Σ:
( 13 ειδικά αφιερώματα )

Λεονόρα Κάρινγκτον, Μύλοι Αλλατίνη, Λουίς Σεπούλβεδα, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ, Μίκης Θεοδωράκης, Αλεσάντρο Μπαρίκο, Μαριανίνα Κριεζή, Σαντέκ Χενταγιάτ, Λύντια Ντέιβις, Χάρης Καμπουρίδης, Μαίρη Όλιβερ

ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ :

Περιπλάνηση (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Λούλα Αναγνωστάκη (επιμ. Κυριακή Χριστοφορίδη)
Έλλη
Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
Μορίς Μπλανσό (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Αλέξανδρος
Κοτζιάς (επιμ. Έλενα Χουζούρη)
Σαπφώ
(επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)
Δημοτικό τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)

Β  Ρ  Α  Β  Ε  Ι  Α :

Ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, μετάφραση, βιβλίο για παιδιά

www.hartismag.gr

______________
Στο εξώφυλλο: Σχέδιο του J. J. Grandville (1803-1947)


Τσαρλς Σίμικ

Πηγή φωτ. «Calle del orco»

«Η μη­τέ­ρα του εί­χε μεί­νει κα­τά­πλη­κτη, όταν απά­ντη­σε κα­τα­φα­τι­κά σε ερώ­τη­ση αν ακό­μη έγρα­φε ποι­ή­μα­τα σε με­γά­λη ηλι­κία, θυ­μό­ταν ο Τσαρλς Σί­μικ (Charles Simic, 9 Μαΐου 1938 - 9 Ιαν. 2023) έχοντας περάσει τα εβδομήντα», ξεκινούσε η «Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα», ένα αφιέρωμα, με μεταφράσεις από το έργο του γεννημένου στη Γιουγκοσλαβία Αμερικανού ποιητή, στο τεύχος 12 του Χάρτη. Τελικά, σε ηλικία 84 ετών αποσύρθηκε από μια διεθνή «γενιά των εβδομήκοντα» από επιπλοκές άνοιας. Το ποίημα «Ο αντικατοπτρισμός» (The Mirage) εμφανίζεται στην τελευταία συλλογή (Αύγ. 2022) του Σίμικ, με τίτλο «Πουθενά ξηρά» (No Land in Sight). «Από όσα έχουν ποτέ λεχθεί για την ποίηση, το αξίωμα ότι το λιγότερο είναι περισσότερο μου έχει κάνει τη μεγαλύτερη και πιο βαθιά εντύπωση», είχε πει σε μια συνέντευξη το 2013.

Ο αντικατοπτρισμός

Όπως μια γελοιογραφία ενός ατόμου στην έρημο,
Πεσμένου στα γόνατα ενώ πεθαίνει από δίψα,
Που ξαφνικά βλέπει πιο πέρα μπροστά του
Μια μικρή λίμνη φρέσκου νερού και λίγους φοίνικες,

Μια φορά σε ένα τρένο που πλησίαζε το Σικάγο,
Είδα ένα βουνό με χιονισμένες κορυφές
Ξέροντας πολύ καλά ότι δεν ήταν εκεί,
Ωστόσο συνέχισα να κοιτώ, βλέποντας ακόμη και

Ένα πράσινο λιβάδι με πρόβατα που βοσκούσαν,
Όταν τα σύννεφα από μαύρο καπνό
Στριφογυρίζοντας πάνω από τα τεράστια χαλυβουργεία
Έκρυψαν αυτό το όμορφο όραμα από τα μάτια μου.

Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα / Τσαρλς Σίμικ - Χάρτης (hartismag.gr)

28 Οκτωβρίου 1940





Καλά να πάθουν

οι Ιταλοί που διάλεξαν

να μας επιτεθούν

ημέρα εθνικής επετείου

Γ.Χ.

Ο «Χάρτης» θρηνεί τον αγαπημένο φίλο και μέλος της συντακτικής ομάδας Μάριο Ποντίκα (Μυτιλήνη 1942 - Αθήνα 17.9.22)

Φωτ. Γιάννης Φαλκώνης



«Σκοτάδι εδώ μέσα που πάρκαρα. Και ο χώρος άηχος. Μπήκα για να προστατευτώ, αλλά τώρα δεν θυμάμαι τι με απειλούσε και με ανάγκασε να ψάχνω έναν χώρο κρυμμένο απ’ όλους, όπως νόμιζα αφελώς, διότι δεν ήμουν μόνος μου εδώ μέσα απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, μη βλέποντας βεβαίως, ακούγοντας όμως θορύβους διάφορους, διαφορετικούς κάθε φορά, ποτέ όμοιους και πολύ ύπουλους θα μπορούσα να πω, δηλαδή ήχους που έμοιαζαν σαν προειδοποιήσεις απροσδιόριστου επερχόμενου συμβάντος, επικίνδυνου κατά μία πιθανότητα, αλλά δεν είμαι και βέβαιος επ’ αυτού, και λέω πρέπει να βγω από δω μέσα, κάνω λοιπόν ν’ ανάψω πάλι τη μηχανή και μου φωνάζει κάποιος που νόμιζα ότι ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου όπου πήγαινα το αυτοκίνητό μου για σέρβις, έτσι μου φάνηκε, ''μη, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα, μην ανάβεις τη μηχανή!'' Αισθάνθηκα τότε ότι έσπρωχναν το αυτοκίνητό μου προς την έξοδο των ματιών μου, πράγμα που δεν ήθελα, αφού όσα συνέβαιναν έξω ήσαν πράγματι τρομερά και φοβερά, αλλιώς γιατί έψαχνα να βρω ένα μέρος για να προστατευτώ απ’ αυτά. Και πατάω με όλη μου τη δύναμη φρένο.»


ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Γιώργος Λαζόγκας (1945-2022)

Ιστορία της πανουργίας: Τζόις

   


στη Νένη Πανουργιά

Έργο φιλοσόφων και φιλοσοφικά στραμμένων ιστορικών, ιδίως μετά τον Χέγκελ, είναι να επιδεικνύουν την πανουργία της ιστορίας. Δουλειά συγγραφέων και λογοτεχνικά διεστραμμένων ερευνητών είναι να αναδεικνύουν την ιστορία της πανουργίας. Αυτό έχουν κάνει ο Όμηρος, ο Ραμπελέ, ο Θερβάντες. Αυτό συμβαίνει και με τον Οδυσσέα, βιβλίο που εκδόθηκε, όταν ο Τζέιμς Τζόις γινόταν σαράντα ετών, στο Παρίσι το 1922, έτος έναρξης του ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου, όπως και της Μικρασιατικής καταστροφής. «Η ιστορία … είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω», ομολογεί ένας Δαιδαλώδης χαρακτήρας του μυθιστορήματος στο δεύτερο (“Νέστωρ”) από τα δεκαοκτώ επεισόδιά του.
Στα επαναστατικά (από επιστημονικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής πλευράς) χρόνια της ύστερης νεωτερικότητας των αρχών του εικοστού αιώνα, ο Τζόις αναδείχθηκε στην πιο πανούργα μορφή στα χρονικά της πεζογραφίας. Όπως κάθε συγγραφέας, τίποτε άλλο δεν ήθελε, παρά αναγνώστες και κριτικοί να ασχολούνται διαρκώς με το έργο του. Εκείνος το πέτυχε και ακλόνητη παραμένει η θέση του ως του πιο αναγνωρισμένου αδιάβαστου σύγχρονου συγγραφέα. Το δυσανάγνωστο του Οδυσσέα επιβεβαιώθηκε από την Αγρυπνία …, που ακολούθησε και πράγματι πολύ δύσκολα διαβάζεται. Είχαν προηγηθεί οι εκ των υστέρων διαβαστεροί Δουβλινέζοι και το Πορτρέτο … Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες από τον θάνατό του πριν δημοσιευθεί η οδυσσειακή πρόγνωση Τζάκομο Τζόις. «Να με αγαπάς. Να αγαπάς την ομπρέλα μου», καταλήγει το κείμενο εκείνο, αν καλά θυμάμαι την ψυχανάλυση της πρώτης ανάγνωσής του, όταν βρέθηκα φοιτητής στο Όρεγκον μετά το γυμνάσιο. Το δυσανάγνωστο του Οδυσσέα (ή Ουλυσσέα ή Ουτζοϊσέα) επιβεβαιώθηκε από την Αγρυπνία …, που ακολούθησε και πράγματι πολύ δύσκολα διαβάζεται.
Ο μοντερνισμός του Τζόις συνιστά μία ταύτιση – δηλαδή σύγχυση – υποκειμένου και αντικειμένου, κατ’ εξοχήν μέσω εσωτερικών μονολόγων. Ως πρόσωπο αναφοράς στο κεντρικό έργο του έχει επιλέξει το μυθικό πρότυπο της πανουργίας που, όσο Κανείς, καλείται Οδυσσέας. Πρόκειται για έναν Δούρειο Ίππο διείσδυσης της τέχνης του λόγου στη μυθολογία της πραγματικότητας. Ο Τζόις και εκτός κειμένου με σαφήνεια έχει τοποθετηθεί για το πώς βλέπει τον Οδυσσέα ως τον πιο ολοκληρωμένο λογοτεχνικά χαρακτήρα σε σχέση με άλλους, όπως ο Άμλετ.
Ο εσωτερικός μονόλογος μπορεί να εκληφθεί ως πολιτογράφηση στην πεζογραφία της έσω «φωνής» στη λυρική ποίηση. Πρόκειται όμως για τέτοια προσαρμογή σε πεζό περιβάλλον, που μοιάζει με εξαρχής ιθαγένεια. Η περίπτωση θυμίζει το τι συνέβη με τον κινηματογράφο, που ήταν μια επινόηση των Γάλλων, την οποία οι Αμερικανοί απέσπασαν ως δική τους. Γενικότερα, χωρίς τους Γάλλους δεν θα υπήρχαν Ηνωμένες Πολιτείες. Και για τις ΗΠΑ, όπως για κάθε ευεργετημένο, αυτό παραμένει ασυγχώρητο.
Ασυγχώρητος ήταν και ο Τζόις, ο οποίος, ως εξόριστος εκπρόσωπος μιας νεότερης συμμορίας Ιρλανδών συγγραφέων, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της αγγλικής γλώσσας από τους απογόνους εκείνων που είχαν χάσει τη δική τους στη βρετανική αποικία όπου ζούσαν. Μετά το βιβλίο της Τεργέστης, που έγινε Δουβλίνο, σκοτώνοντας τους μνηστήρες και επιστρέφοντας στην Πηνελόπη, ο Οδυσσέας μπορούσε πλέον να παρατείνει την Αγρυπνία … με ψήγματα προσωπικής πολυγλωσσίας. Διαρκώς αγγλικά δίδασκε σε ξένους άλλωστε. Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα και πριν επινοηθεί η μεταποικιακή κριτική, στην Αμερική οι Ιρλανδοί δεν εθεωρούντο «λευκοί», όπως ούτε οι Έλληνες. Πέρασε καιρός πριν το Δουβλίνο καταστεί τζοϊσοδυσσειακή Ντίσνεϊλαντ.
Μετά τον Τζόις, πέραν των αγγλικών χρειάστηκε να κινηθεί και ο Μπέκετ, που άρχισε να γράφει στα γαλλικά και να μεταφράζει τον εαυτό του. Σε προσομοίωση ίσως της θητείας του Πάουντ ως γραμματέα του Γέιτς, ο Μπέκετ υπήρξε ένα διάστημα στο Παρίσι γραμματικός του Τζόις, πριν ατυχήσει ειδύλλιο με την κόρη του, που παρέμεινε έγκλειστη, έπειτα από διάγνωση και του Γιουνγκ, σε άσυλο και μετά τον θάνατο του πατέρα της.
Στην προσωπική Οδύσσεια του Τζόις στο ευρωπαϊκό πέλαγος, εξέχουσες νησίδες, μετά το Δουβλίνο, ήταν η Τεργέστη, το Παρίσι, η Ζυρίχη. Στην Ιρλανδία δεν επέστρεψε. Διπλωματικοί εκπρόσωποι της χώρας απέφυγαν την κηδεία του, όπου παρέστη Βρετανός πρόξενος. Μετά την ανεξαρτησία η χώρα του είχε φτάσει στα όρια Καθολικής θεοκρατίας, πριν το καθεστώς ανατραπεί από την κατακραυγή για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σε εκκλησιαστικά ιδρύματα και τις επιπτώσεις μαζικών αφίξεων επισκεπτών, αποδήμων και εργαζομένων σε φορολογικά ευλογημένες διεθνείς επιχειρήσεις. «Δεν υπάρχει αίρεση ή φιλοσοφία πιο απεχθής για την εκκλησία από το ανθρώπινο ον», είχε υποστηρίξει σε επιστολή του ο Τζόις το 1902.
Παρ’ όλα αυτά ή ακριβώς εξαιτίας τους, ο Τζόις ανέδειξε την εβραιο-ελληνική μεταφυσική και κοσμική σύντηξη που ονομάζεται χριστιανισμός και έχει καθορίσει την Ευρώπη. Το στοιχείο αυτό αφομοιώνεται στον πυρήνα του Οδυσσέα. Ο Μπλουμ είναι εβραϊκής καταγωγής. Ο ήρωας του έργου φαίνεται να παραπέμπει στον έμπορο, μαθητή του αγγλικών και φίλο στην Τεργέστη Ίταλο Σβέβο, τον οποίο ο Τζόις ενθάρρυνε να συνεχίσει να γράφει. Κατάληξη ήταν Η συνείδηση του Ζήνωνα, κορυφαίο μυθιστόρημα του ιταλικού μοντερνισμού και παρωδία της ψυχανάλυσης. Το πραγματικό όνομα του Σβέβο ήταν Έττορε Σμιτς, οπότε τεκμαίρεται το πώς ένας Έκτορας μπορεί να μεταμορφωθεί σε Οδυσσέα.
Εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως του τι λένε οι ίδιοι, στον βαθμό που υπερισχύει η καταστροφική σχέση τους με την τήρηση της γλώσσας, οι συγγραφείς τείνουν προς έναν συν-τηρητισμό. Αυτό όμως τους αφήνει χρόνο να ασχοληθούν με την αναρχία, τον κομμουνισμό, τον χριστιανισμό, τον εθνικισμό ή τη θεοσοφία. Ο μοντερνισμός ήταν ένα κίνημα αναπαλαίωσης. Πολλοί θεωρούν ότι η παράδοση είναι πάντοτε σύγχρονη. Συνηθέστερο είναι το σύγχρονο να παραμένει διαρκώς παραδοσιακό.
Λιγότερο από έναν χρόνο πριν από την έκδοση του Οδυσσέα, στις 5 Μαϊου 1921, κυκλοφόρησε το εμβληματικό άρωμα Σανέλ Νο 5, που ανακαλεί φρεσκοπλυμένο με σαπούνι δέρμα. Κόρη ενός μανάβη και μιας πλύστρας, η Κοκό Σανέλ είχε μανία με την καθαριότητα, έχοντας περάσει τα εφηβικά της χρόνια σε μοναστήρι, μετά τον θάνατο της μητέρας της. Πάντοτε βάζω μια σταγόνα Σανέλ Νο 5 πριν κοιμηθώ, έλεγε η Μέριλιν Μονρόε. Δεν γνωρίζουμε αν το φορούσε όταν διάβαζε Οδυσσέα.

Μυθοπλασίες / χαρτοπλασίες: σημείωση

Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον έγινε έξαλλος γιατί ο εκδότης ήθελε να μην περιλάβει στο βιβλίο του Η απαγωγή (Kidnapped) έναν χάρτη που είχε σχεδιάσει. Ο Φόκνερ ήταν ευτυχής να προσθέσει γενεαλογικό δέντρο των χαρακτήρων και χάρτη της φανταστικής περιοχής όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, όπως πρότεινε το Random House. Ο Τζόις όμως αρνήθηκε να υπάρχει χάρτης στο βιβλίο του, όταν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο επρόκειτο να εκδοθεί, λίγο νωρίτερα το 1934, η πρώτη νόμιμη έκδοση στις ΗΠΑ του Οδυσσέα. Τελικά το βιβλίο συνόδευε μια αφίσα με χάρτη του Δουβλίνου, που καθησύχαζε τους αναγνώστες ότι το μυθιστόρημα δεν ήταν ακατανόητο.
Με αφορμή τα εκατό χρόνια από την πρώτη πλήρη έκδοση στο Παρίσι του Ιρλανδού Οδυσσέα, το Χάντινγκτον παρουσίασε εκθέματα από τις συλλογές του για τη σχέση μυθοπλασίας και χαρτογραφίας, από τον Όμηρο έως τις ημέρες μας. Τι προστίθεται και τι χάνεται όταν ένας χάρτης συνοδεύει μια αφήγηση; Καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση στην περιοχή Σαν Μαρίνο του Λος Άντζελες, κοντά στον ωκεανό, το ίδρυμα περιλαμβάνει βιβλιοθήκη με 8 εκατομμύρια χειρόγραφα, εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία, χαρακτικά και φωτογραφίες, μουσείο με ευρωπαϊκά και αμερικανικά έργα τέχνης και πάνω από δώδεκα βοτανικούς κήπους. Θα χρειαζόσουν χάρτη για να φτάσεις στην έκθεση, όπου υπήρχε και χάρτης των (εγκληματικών) μυστηρίων του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Υπήρχε και ένας από τους επτά χάρτες, που απαρτίζουν το έργο «In Medias Res» του Ιρλανδού καλλιτέχνη Ντέιβιντ Λίλμπερν, όπου το τι συμβαίνει στον Οδυσσέα του Τζόις συνδέεται με την τοπολογία του Δουβλίνου στις 16 Ιουνίου 1904.
Από μία άποψη, κάθε βιβλίο είναι ένας χάρτης, που εκτυπωμένο ή χειρόγραφο χωρογραφεί το κείμενο που περιέχει: ακριβώς στις διαστάσεις του, προοικονομώντας έτσι την επιστημονικότητα των χαρτογραφικών συλλογισμών του Μπόρχες. Εκείνος έβλεπε έχοντας χάσει το φως του. Με γλαύκωμα, καταρράκτη, προβλήματα στην ίριδα και στον αμφιβληστροειδή, προς την τύφλωση όδευε ο Τζόις, που λέγεται ότι είχε κάνει πάνω από είκοσι επεμβάσεις στα μάτια.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ελλάδα, Ιρλανδία, ποίηση: Το ίδιο θέμα σε τρεις λέξεις; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Οδυσσέα
διαβάζει η Μέριλιν Μονρόε: Τζέιμς Τζόις, «Λεξικό αναμνήσεων», Μελάνι, 2013

«Οδυσσέας»: Ημερολόγιο 2014 της Εταιρείας Συγγραφέων, εκδ. Πατάκη
Στη σημασία του αριθμού 2 για τον Τζόις αναφέρεται ο Nick Rennison στο βιβλίο 1922 - Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο (Διόπτρα, 2022)
Τον «Τζάκομο Τζόις» παρουσίασε στα ελληνικά ο Άρης Μαραγκόπουλος, ενώ για τον Τζόις στην Τεργέστη συνεχίζει να γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης
In Medias Res, THE ULYSSES MAPS, A DUBLIN ODYSSEY a Suite of seven maps David Lilburn (davidlilburn-archive.com)
News Release - Exhibition to Explore the Construction of Fictional Worlds through Maps and Novels | The Huntington

Ο αστεροειδής 6354 Vangelis

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ «ΧΑΡΤΗ» (2021)

Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων. Δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές.
——————
ο
ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Ποίηση:
Γιώργος Αλισάνογλου, Κυψέλες, εκδ. Κίχλη
Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, εκδ. Πατάκη
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδ. Μελάνι

Πεζογραφία (διηγήματα, νουβέλα, μυθιστόρημα):
Σωτήρης Δημητρίου, Ουρανός απ’ άλλους τόπους, εκδ. Πατάκη
Μαρία Μήτσορα, Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος, εκδ. Πατάκη
Φαίδων Ταμβακάκης, Το τελευταίο ποστάλι, εκδ. Εστία 

Δοκίμιο (μελέτη ή μαρτυρία):
Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων, εκδ. Gutenberg
Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, εκδ. Εστία
Συλλογικό: Πολίτες της Βαβυλωνίας (επιμ. Μαρία Παπαδήμα), εκδ. Νήσος

Μετάφραση:
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου: Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! του William Faulkner, εκδ. Gutenberg
Μπεάτα Ζούλκιεβιτς: Η ζωή εδώ και τώρα, της Βισουάβα Σιμπόρσκα, εκδ. Καστανιώτη
Γιάννης Κοιλής: Μαύροι καθρέφτες, του Arno Schmidt, εκδ. Κίχλη

Βιβλία για παιδιά
Μαρία Γιαγιάννου: Η κουνελόσκαλα, εκδ. Καλέντης
Θεοδώρα Κατσιφή: Γκούρι σημαίνει πέτρα, εκδ. Καλειδοσκόπιο
Κωστής Στήκας: Μηχανισμός των Αντικυθήρων – Το μαγικό ταξίδι. εκδ. Στήκας

Χάρτης της Ουτοπίας (έκδ. Λουβένης, 1516)


Τα
ΒΡΑΒΕΙΑ του Χάρτη (2021)

ΠΟΙΗΣΗ:
Δήμητρα Κωτούλα: Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, εκδ. Πατάκη

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ:
Μαρία Μήτσορα: Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος, εκδ. Πατάκη

ΔΟΚΙΜΙΟ:
Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι
, εκδ. Εστία

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου: Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!
του William Faulkner, εκδ. Gutenberg

ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ:
Θεοδώρα Κατσιφή: Γκούρι σημαίνει πέτρα
, εκδ. Καλειδοσκόπιο

——————

Οι χαρτογράφοι* που πρότειναν τα βιβλία για βράβευση είναι οι εξής:

Δημοσθένης Αγραφιώτης, Γιώργος Βέης, Χάρης Βλαβιανός, Αθηνά Βογιατζόγλου, Ιάκωβος Βούρτσης, Ευριπίδης Γαραντούδης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ανθούλα Δανιήλ, Αγαθή Δημητρούκα, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ζέρβας, Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Μάνος Κοντολέων, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Βαγγέλης Λιβιεράτος, Αλέξιος Μάινας, Άρης Μαλανδράκης, Παυλίνα Μάρβιν, Μιχάλης Μοδινός, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Bασίλης Παπαγεωργίου, Σάββας Πατσαλίδης, Νίκος Πρατσίνης, Θεοδόσης Πυλαρινός, Αριστοτέλης Σαΐνης, Νικήτας Σινιόσογλου, Λάμπρος Σκουζάκης, Ανδρέας Τσάκας, Μίλτος Φραγκόπουλος, Άντεια Φραντζή, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου.

( *Βιβλία τακτικών χαρτογράφων δεν μπορούν να είναι υποψήφια, ανεξαρτήτως του αν οι συγγραφείς τους στέλνουν προτάσεις ή όχι. )


Ο πόλεμος

( 1896, Δρέσδη,Πινακοθήκη των Νέων Δασκάλων )

Η πανουργία του λόγου


————
ENΔΟΝ ΔΗΓΜΑΤΑ

————


Υπάρχουν συγγραφείς ολκής, ανώτερης στάθμης, απλησίαστης : κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς. 'Oχι μόνον όσοι τους διαβάζουν για να γράψουν, αλλά και όσοι μιλάνε για τα κείμενα όσων τους διάβασαν για να γράψουν, αλλά, τσιμουδιά· δεν λένε λέξη γι΄ αυτούς.
Αυτοί που διαβάζονται, αλλά σπανίως ή ποτέ κανείς γραφιάς δεν τους αναφέρει, είναι παραδείγματα προς μίμηση. Οι άλλοι, που τους διάβασαν για να γράψουν κι όλοι μιλάνε για αυτούς, είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Αν παρέθεταν, αν παρέπεμπαν, αν έκαναν αναφορές, σχόλια, μνείες, αν απέτιαν, τέλος πάντων, φόρο τιμής στα έργα που διάβασαν προκειμένου να γράψουν, θα ήταν σαν νά ’βγαζαν τα μάτια τους, από μόνοι τους . Αντί να τους εγκωμιάζουν οι αναγνώστες τους, είναι πιθανό να τους χαρακτήριζαν σφετεριστές ή λογοκλόπους.
Για να αποφύγουν τέτοιους βαρείς, όσο να πεις, χαρακτηρισμούς, αναγκάζονται να μην επαινούν όσους παραποιούν, κλέβουν ή διασκευάζουν, ακόμη και αν ο έπαινος είναι σημάδι γενναιόδωρης φύσης. Επιλέγουν την σιωπή ιχθύος, αφού εννοείται, δεν παραποιείς ούτε ξεσηκώνεις κάποιον που δεν αξίζει να επαινέσεις.
Ο Σαίξπηρ παραποιούσε τις πηγές του, έκρυβε τα δάνεια διαγράμματα των πλοκών, παραβίαζε την αληθοφάνεια των δραματικών καταστάσεων όσον αφορά τις αιτίες τους ή τα κίνητρα των ηρώων. Για να διασκευάσει τον Βασιλιά Ληρ ενός προγενέστερου συγγραφέα, άγνωστου πλέον σε εμάς, φρόντισε να σβήσει τα ίχνη του κι αυτά, σαν να ήταν γραμμένα πάνω σε πάγο που λιώνει, χάθηκαν οριστικά και για πάντα. Ο Τολστόι έξω φρενών, δεν του συγχώρησε τους ενταφιασμούς που του χάρισαν την αθανασία.
Και σήμερα, είθισται να ενταφιάζουμε αυτούς που θα επαινούσαμε, αν δεν διασκευάζαμε ή δεν παραλλάζαμε ιδέες, πλοκές, χαρακτήρες που ανέπτυξαν στα γραπτά τους.

Η πανουργία του λόγου αρκεί για να βάλει πάνω από τους δημιουργούς και το έργο τους το ου ένεκα που αιώνες τώρα δρομολογεί.

ΤικΤοκΠοίηση


Το 5ο παράθυρο του συγγραφέως


«Ξέρεις τίποτε για το ΤικΤοκ;», ρώτησε τη 13χρονη κόρη του ο Καναδός ποιητής Ράσελ Θόρντον, που ζει στο Βόρειο Βανκούβερ στη Βρετανική Κολομβία. Τον είχε ειδοποιήσει ένας συνάδελφός του. Τι είχε συμβεί;
Μάρνι Webb (με επώνυμο που απέχει ένα b από τον ιστό του παγκόσμιου web, που αποσυγκολλείται με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία) ονομάζεται η Αμερικανίδα ΤικΤόκερ Ohmarni, που επικαλείται ιδιότητες μέντιουμ και αναφέρει όνειρα που έχει δει.
Σε ένα από αυτά κάποιος τη ρώτησε «Είναι το πέμπτο παράθυρο ανοιχτό;». Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκε την ομώνυμη συλλογή The Fifth Window του Θόρντον, που είχε εκδοθεί το 2000 από έναν μικρό εκδοτικό οίκο στην καναδική επαρχία Σασκατούν. Δεν ήταν διαθέσιμο σε βιβλιοπωλεία το βιβλίο ούτε εύκολο να το δανειστεί από πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη.
«Τώρα εξηγήστε μου, γιατί ένα βιβλίο για τον ψυχικό κόσμο και τον πραγματικό κόσμο που συναντώνται είναι εντελώς κλειδωμένο … Αυτό είναι περίεργο, αυτό είναι ύποπτο», έγραψε σε βίντεο που κοινοποίησε στις 31 Δεκεμβρίου 2021 στο ΤικΤοκ, όπου το είδαν περισσότερες από τρία εκατομμύρια φορές. [Yall, if my search for this mysterious book leads me across the world, netflix better create a series about it. #dreams #psychic (tiktok.com)]
Έχοντας ειδοποιηθεί, ο Θόρντον της έστειλε ένα από τα δύο τελευταία αντίτυπα του βιβλίου που είχε, ενώ εκείνη συνέχισε να κοινοποιεί βιντεοσκοπήσεις όπου αναφέρει ότι ονειρεύτηκε δύο από τα ποιήματα στη συλλογή.
Ο εκδότης φυσικά προχώρησε σε ανατύπωση, λέγοντας ότι παραγγελίες έρχονται όχι μόνον από τον Καναδά, αλλά από 33 πολιτείες των ΗΠΑ και από άλλες χώρες, όπως Ιρλανδία, Νορβηγία, Αυστραλία, Γερμανία, Βουλγαρία και Βερμούδες.

«Είναι τόσο δύσκολο να αποσπάσει την προσοχή οποιοδήποτε βιβλίο ποίησης στον Καναδά», δήλωσε ο Θόρντον. Στην αρχή νόμιζε ότι επρόκειτο για κάποιο αστείο. Τίτλοι επόμενων βιβλίων του: Οι εκατό ζωές και Απάντηση στο μπλε, που παραπέμπει στην ερώτηση του Ντ. Χ. Λώρενς «τι μπορεί μέσα σου να απαντήσει» σε αυτό που είναι μπλε.

Συνεχίστε να ονειρεύεστε.

Ανακαλώ και ένα αρχαίο ποίημα (από τα «Μυστικά του επαγγέλματος»):

ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ

Διορίστηκε ποιητής


2 0 2 2

Ευχαριστούμε τους συνεργάτες, τους αναγνώστες, τους χορηγούς και τον εκδοτικό κόσμο και ευχόμαστε

————————————
Κ Α Λ Η   Χ Ρ Ο Ν Ι Α

————————————

Τρία χρόνια


Από το τεύχος αυτό αρχίζει η αναβάθμιση και ο επανασχεδιασμός σελίδων του Χάρτη: στην «Αρχική σελίδα», γίνεται προβολή τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών αφιερωμάτων (Σελίδων) με εκτεταμένη αναφορά στο εξώφυλλο κάθε τεύχους. Συγκεντρώνονται τα ηχητικά ντοκουμέντα («Ηχηρά παρόμοια») με κατευθείαν πρόσβαση από την αρχική σελίδα. Άμεση πρόσβαση στις επιμέρους υποενότητες γίνεται και από την κυλιόμενη μπάρα. Στο «Ευρετήριο» τα ονόματα των χαρτογράφων ομαδοποιούνται τώρα ανά γράμμα. Παράλληλα ετοιμάζεται ο επανασχεδιασμός του «Αρχείου» τευχών, των «Αφιερωμάτων» και των «Σελίδων» του Χάρτη.

«Ζωολογικός Κήπος»



Από τον Ιανουάριο, μια νέα σελίδα στον «Χάρτη» με πολλαπλά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσεις) για ζώα κάθε είδους (πραγματικά ή φανταστικά)

——— ≈ ———

Mίκης Θεοδωράκης (1925-2021)



Ποτέ δεν θα ξαναδείς / το χρώμα τ’ ουρανού / δε θ’ ακούσεις ποτέ / τον ήχο των χρωμάτων.
Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος. / Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή / το τραγούδι της Γης.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος / ένα «γειά σου» θα πω στη ζωή.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (1980)

Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας



Ιερώνυμος Μπος, «Κόλαση» (λεπτομέρεια)· μετά το 1490. Φλωρεντία, Δουκικό Ανάκτορο


Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες∙
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

[ «Τελευταίος Σταθμός» (1944) Απόσπασμα ]

Ετοιμάζονται τα αφιερώματα



Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιάννης Πάνου (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
Oδυσσέας Ελύτης
(επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
Τζον Άσμπερι (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)

Για τα επόμενα τεύχη του «Χάρτη», ετοιμάζονται τα αφιερώματα:

Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μίλτος Σαχτούρης
 
(επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Ένας Χάρτης της Κίνας
(επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
Oδυσσέας Ελύτης (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)

Ε  Π  Ι  Σ  Η  Σ:
Σελίδες  για τον Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ
(επιμ. Ναταλία Καραγιάννη, συνεργασία Ιφιγένεια Ντούμη, Νίκος Πρατσίνης)


Αφιερώματα - Σελίδες

Με το τεύχος αυτό ολοκληρώνεται η ανάρτηση των 26 τευχών  του έντυπου «Χάρτη» (1982-1987)
και τα οποία βρίσκονται εδώ


ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ «ΧΑΡΤΗ»

Νάσος Θεοφίλου  ≈  Νίκος Χουλιαράς ≈ Μάνος Ελευθερίου Mίμης Σουλιώτης  ≈  Χόρχε Λουίς Μπόρχες ≈ Άδωνις  ≈ Γιάννης Βαρβέρης  ≈ Γιώργος Πάτσας  ≈ Τάσος Δενέγρης Χούλιο Κορτάσαρ  ≈ Κωστής Παπαγιώργης  ≈ Ίταλο Καλβίνο  ≈ Βασίλης Φωτιάδης  ≈ Γιάννης Κοντός  ≈ Νίκος Καρούζος Eλένη Βακαλό

ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ «ΧΑΡΤΗ»

Λεονόρα Κάρινγκτον (Χάρτης 10Αλλατίνη (Χάρτης 14)   Λουίς Σεπούλβεδα (Χάρτης 17) Λευτέρης Ξανθόπουλος (Χάρτης 19 Ντίνος Χριστιανόπουλος (Χάρτης 21) Φράνκο Μαρία Ρίτσι (Χάρτης 22)

Προσεχώς

Για τα επόμενα τεύχη του Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————

Ελένη Βακαλό (επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Κύπρος
(επιμ. Θεοδόσης Πυλαρινός)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
/ Φ.Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μανόλης Κορρές κ.ά.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)

Με την Εύα στο φως του Πιραντέλο

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ ΕΥΑ ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΟΥ (1936-2020)


Γνωριστήκαμε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1975 μπρος στις κάμερες της ΕΡΤ, σε μια κοινή μας συνέντευξη για τις ταινίες που θα προβάλλονταν το ίδιο βράδυ στο 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης· η Εύα ως πρωταγωνίστρια στον Θίασο του Αγγελόπουλου· εγώ ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης του Polemonta. Καθώς επρόκειτο για την παρθενική συνέντευξη και των δυο μας, χρόνια μετά θυμόμασταν το τρακ μας, που είχε να κάνει με το «είναι» και το «φαίνεσθαι» μπρος στον αμείλικτο φακό που θα ανίχνευε την αλήθειά μας.
Ο χώρος της συνέντευξης υπήρξε «πιραντελικά» προφητικός: το γύρισμα γινόταν πάνω στην Κεντρική Σκηνή του ΚΘΒΕ, εκεί ακριβώς όπου το 1987 θα ανέβαινε η –επίσης παρθενική μου– παράσταση, το Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα του Πιραντέλο, με πρωταγωνίστρια την Εύα Κοταμανίδου.
Της χρωστώ πολλά, γιατί με τη συνεργασία μας έμαθα πολλά· τόσο από το ταλέντο της, τον δυναμισμό και την υποδειγματική της εργατικότητα, όσο και από τις ευγενικές συμβουλές της, βγαλμένες από την ήδη μεγάλη πείρα της στο σανίδι. Ειδικά που επρόκειτο για την τρίτη φορά που θα έπαιζε στο συγκεκριμένο έργο, μετά από τις παραστάσεις του Κουν, το ’68, και του Τριβιζά, το ‘84. Έχοντας ήδη ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Εύα, αντί να επαναπαυθεί στην ευκολία που της προσέφερε αυτή η σύμπτωση, υποστήριξε με θέρμη τη νέα μετάφρασή μου και το όραμά μου να ανέβει το έργο «ανατρεπτικά», με μάσκες, όπως ήθελε ο Πιραντέλο στην αναθεωρημένη του έκδοση, άγνωστη ως τότε στην Ελλάδα. Μάλιστα κάτω από μια μάσκα με έντονα χαρακτηριστικά υπήρχε μια δεύτερη, «άμορφη» μάσκα, που αποκαλυπτόταν με την αφαίρεση της πρώτης επί σκηνής. Σκληρό το να ιδρώνεις επί τρεις ώρες με τις δυο μάσκες για την Εύα και τους τρεις συμπρωταγωνιστές της, που έχουν φύγει πια κι εκείνοι: Καρέλης, Λαμπράκη, Σεργιανόπουλος. Φορώντας τη διπλή της μάσκα η Εύα ερμήνευσε λαμπρά την Προγονή, κορυφαία πιραντελική ηρωίδα. Από την ερμηνεία της αυτή είναι το τραγούδι του Νίκου Κυπουργού σε γαλλικούς στίχους μου, που συνοδεύει ως ντοκουμέντο αυτό το κείμενό μου για τον Χάρτη.


Η Εύα Κοταμανίδου το 1987, ως Προγονή στο Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα του Πιραντέλο, ερμηνεύει ένα τραγούδι από την παράσταση του έργου στο  ΚΘΒΕ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Μουσική: Νίκος Κυπουργός, στίχοι: Δημήτρης Μαυρίκιος.

Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι ένα βίντεο αρχείου από τη συνεργασία μας στη Φρεναπάτη του Κορνέιγ, την οποία είχα διασκευάσει για το Εθνικό Θέατρο το 2010· ένα «πιραντελικό» έργο γραμμένο τρεις αιώνες πριν από τον Πιραντέλο. Η Εύα ερμήνευε τον αξονικό ρόλο μιας δεσποτικής μητέρας, που ανακαλύπτει έκπληκτη ότι ο χαμένος γιος της έχει γίνει ηθοποιός κι ότι η ίδια βρίσκεται πάνω σε μια θεατρική σκηνή. Η στιγμή της αυτή προκαλούσε το αυθόρμητο χειροκρότημα των θεατών.

Η Εύα Κοταμανίδου το 2010 ως Πριδαμάντα στη Φρεναπάτη του Κορνέιγ από την παράσταση του έργου στο Εθνικό Θέατρο σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. (Βίντεο από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου).


Όμως η πιο γλυκιά από τις αναμνήσεις μου με την Εύα είναι ένα ταξίδι, που είχαμε κάνει οι δυο μας για μια βδομάδα στη Ρώμη, το 1999, προσκεκλημένοι ομιλητές στο διεθνές συνέδριο Il Secolo di Pirandello στο Teatro Argentina, το θέατρο που διηύθυνε ο Πιραντέλο. Η Εύα είχε κάνει μια ωραία ομιλία σε άψογα γαλλικά, καθώς, αν δεν απατώμαι, είχε σπουδάσει γαλλική φιλολογία πριν γίνει ηθοποιός. Θυμάμαι τις ατέλειωτες βόλτες μας στην αιώνια πόλη, με την Εύα να διψάει να δει τα πάντα και εμένα να θέλω να της δείξω κάθε γωνιά της πόλης όπου είχα σπουδάσει. Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν βρεθήκαμε μπροστά σε μία ταπεινή πόρτα της πλατείας του ιστορικού Teatro Valle, πάνω από την οποία υπήρχε μια επιγραφή που μας πληροφορούσε ότι από εκεί φυγαδεύτηκε ο Πιραντέλλο στην επεισοδιακή πρεμιέρα του Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα.
Αλησμόνητο το ταξίδι αυτό στην ηλιόλουστη πόλη του συγγραφέα που μαζί είχαμε λατρέψει.
Αν μπορεί να υπάρξει ευχή το τωρινό ταξίδι της Εύας να είναι γαλήνιο και ακόμα πιο όμορφο από εκείνο, θα την ψιθυρίσω…

Διεθνής επείγουσα ανάγκη


του Άνχελ Μπόλιγκαν (βλ. συνέντευξή του στον Άρη Μαλανδράκη στο επόμενο τεύχος)

Προσεχώς


Για τα επόμενα τεύχη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:

Βασίλης Φωτιάδης
(επιμ. Aνδρέας Τσάκας)
Μαρία Κυρτζάκη (επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Γιάννης Κοντός
(επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Ελένη Βακαλό (επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)

Προσεχώς


Για τα επόμενα τεύχη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
§
Ίταλο Καλβίνο
(επιμ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Βασίλης Φωτιάδης (επιμ. Aνδρέας Τσάκας)
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)

Η ποίηση, η κρίση, το αθέατο !

Αν οι εποχές κρίσεων είναι εποχές αβεβαιότητας, τότε η ποίηση μπορεί να γίνει, σε μια τέτοια περίοδο, καταφυγή για κάποιους ή και ανάγκη. Γιατί απ’ τη φύση της η τέχνη –και ειδικότερα, λόγω του συγκεκριμένου γλωσσικού κώδικά της, η ποίηση– αμφισβητεί τις βεβαιότητες.Υποσκελίζει τις λογικές σταθερές και θέτει στο κέντρο της σκέψης την α-πορία ακόμη κι όταν προτείνει δικό της πόρο.
Εκφράζει την εποχή; Ναι, αλλά όχι γιατί σε πρώτο επίπεδο την αποτυπώνει –αυτό κι όταν συχνά γίνεται υποτάσσει την ποίηση στην δημοσιογραφία– αλλά γιατί εκφράζει την βαθύτερη αβεβαιότητα της ύπαρξης –ό,τι πιο σταθερό στην αντίληψη και αίσθηση των ανθρώπων, το αβέβαιο!– Την άλλη εκδοχή, το δίσημο, εκφράζει η ποίηση, την κεκρυμμένη σοφία, την για πολλούς αφέλεια, μ’ έναν λόγο την αίρεση του σταθερού, την ακύρωση του πραγματισμού, την διεύρυνση των λογικών ορίων, την υπέρβαση, τον εναγκαλισμό του αγνώστου, του απίθανου που με λέξεις πιθανοποιείται.
Το αόρατο, άλλωστε, πάντοτε βρίσκει τρόπο να εμφιλοχωρεί στη ζωή, ως πιθανότητα, ως πρόκληση στοχασμού, ως προσδοκία κάποτε, αλλά και πιο συχνά ως απειλή. Οι μαγγανείες των λέξεων άλλοτε το ξόρκιζαν, άλλοτε το προκαλούσαν. Με την ενέργεια τους, στην έντεχνη σύμπλεξή τους, στην ποίηση, οι λέξεις γίνονται παραβολικοί καθρέφτες του. Ωστόσο ακόμη κι αν το φέρουν πιο κοντά, ακόμη κι αν το κατονομάζουν –προβάλλοντας σε αυτό την γνώση μας για το οικείο– το αθέατο παραμένει άγνωρο, ανεξερεύνητο, ξένο. Ακόμη κι όταν το υπερβαίνουν, αυτό είναι εκεί να δείχνει το όριο, να χλευάζει κάθε βεβαιότητα, κάθε προγραμματισμό, κάθε πρόβλεψη για το αύριο.
Με τη σκαπάνη των συμφώνων, με την ιλύ των φωνηέντων προσπαθούμε να αποκαλύψουμε από μέσα μας κάτι, κάτι στοχαστικό διαισθητικό, παρηγορητικό, δυναμικό, κάτι. Κάτι που θα δώσει όψη, καθαρό περίγραμμα και φως στην ασάφεια μιας θολής εικόνας. Κάτι, που όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης «Θα σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις». Κάτι ομόλογο αλλά και αιρετικό της αβεβαιότητας, κάτι σταθερό στην συνεχή αλλαγή του.

Χαίρε Ποτέ. Πάντοτε. Κική Δημουλά

Φοβερός Φεβρουάριος ενός δίσεκτου έτους: Μια γυναίκα που προπορεύτηκε στους δρόμους της ποίησης, μια κορυφαία του ελληνικού λόγου, κοιμάται.

Η Κική Δημουλά γέμισε το μυαλό, την καρδιά και τα χέρια μας με Το λίγο του κόσμου και αυτό είναι πολύ. Ποίησε με τη σκέψη της, υλοποιώντας τη δική μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη που σκέφτεται. Μετέφερε τη δική της συγκίνηση, δημιουργώντας μεταφορές για τη δική μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη που συν-κινεί. Χειροποίητες οι λέξεις της ήρθαν στα χέρια μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη χειρωνακτική.

Μεγάλο μερίδιο, από συλλογές ποίησης που διαβάζονται, αποτελούν τα δικά της βιβλία. Μεγάλο μερίδιο, από ποιήματα που ακούγονται, αποτελούν τα δικά της ποιήματα. Η Κική Δημουλά έφερε νέους αναγνώστες πιο κοντά στην ποίηση. Η Κική Δημουλά έφερε νεότερους πιο κοντά στη γλώσσα τους, παρασύροντας φράγματα μεταξύ όσων διαβάζουν και όσων γράφουν.

Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη σωπαίνει
– έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου

γράφει στο Κονιάκ μηδέν αστέρων, με τη σοφία και το πικρό χιούμορ που τη χαρακτηρίζουν.

Η Κική Δημουλά γνώριζε. Ασφαλώς οι καιροί είναι δύσκολοι για την ποίηση, γιατί οι καιροί είναι πάντοτε δύσκολοι. Ασφαλώς υπάρχει αμφιθυμία για την ποίηση, που διαπιστώνουν όσοι με ένα π αναιρούν την οίηση.
Η πόλη και ο εξ αυτής πολιτισμός συνεχίζουν όμως να κινούνται. Μια άλλη Ελλάδα προσμετράται από την κηδεία του Παλαμά έως την κηδεία του Σεφέρη και έως σήμερα. Η ποίηση δεν είναι στάση. Είναι ανάσταση. Είναι επανάσταση. Ένα έτος πριν συμπληρωθούν διακόσια, η ποίηση θυμίζει μια άλλη Ελλάδα που δημιούργησαν, από τα απροσάρτητα Επτάνησα, ο Σολωμός και, από τη φιλελληνική οικουμένη, ο Μπάιρον, όπως κάποτε είχε κάνει ένας Όμηρος συνέχοντας τους Έλληνες.
Δεμένη με τον τόπο της, η Κική Δημουλά δεν μπορούσε παρά επίσης να μιλά σε άλλους στη δική τους γλώσσα: αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά… Στη Σαπφώ, στην αρχαία ρίζα του λυρισμού, παρέπεμπε η εφημερίδα Νew York Times σε κριτική για το έργο της Δημουλά σε μετάφραση.
Η ποίηση στη Δυτική παράδοση ξεκινά ως ελληνικό επίτευγμα άλλωστε. Η ποίηση είναι μήτρα που εκλύει άλλες μορφές λόγου. Ποίηση εν κινήσει είναι το θέατρο. Ποίηση εν αφηγήσει συνιστά η πεζογραφία. Έχοντας αποταμιεύσει αρχαίες αρχές, η Κική Δημουλά επενδύει σε στίχους που στοιχειώνουν.

Πότε με είχες φέρει εδώ
να με ξεναγήσεις στους χρησμούς;
Να ρωτήσω τη μάντιδα Μνήμη.
Ή άλλη, η διπλανή ιέρεια Λήθη,
έχει πολύ κόσμο πνίγεται στη δουλειά
αμάσητα καταπίνει τα καπνώδη φύλλα
των λησμονητέων.

γράφει στην «Αναερείπωση», με προμετωπίδα στίχους από τον Άθω Δημουλά.

Στην οδό Πυθίας έμενε, όταν πριν από πολλές δεκαετίες την αναζήτησα, έχοντας φοιτητής βρει ένα βιβλίο της, καθώς δεν ήταν ακόμη γνωστή. Επιστρέφοντας στην Αμερική, μιλούσα για το βάθος που έχουν τα ελληνικά, αν μπορεί να σκύψει κανείς να σκάψει όπως εκείνη. Είχα την τύχη να γίνουμε φίλοι. Όπως όμως όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς, η Κική Δημουλά γίνεται φίλη όσων έχουν την τύχη να μπορούν να τη διαβάσουν.
Η ζωή και το έργο της Κικής Δημουλά συνιστούν τεράστιο κέρδος για τον ελληνικό λόγο.

Σα να διάλεξες γράφει καταληκτικά στο ποίημα εκείνο για μια επίσκεψη σε λαϊκή αγορά, όπου δυσκολεύεται να επιλέξει τι να αγοράσει.

Το πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για τα λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.


Ρομαντικός διάλογος


Ο Μοντιλιάνι


«Μη με διαβάζετε [...]Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modiglianiτρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος / χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του / γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν / κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά / ενοχλώντας το σύμπαν»  ———Νίκος Καρούζος, «Ρομαντικός επίλογος»

Μα ναι, ακόμα θυμάμαι Βιγιόν… Εκείνη τη νύχτα ακόμα τη θυμάμαι. Είχε τον πιο ξάστερο ουρανό, μπλε κοβάλτιο, αυτό του Βικέντιου το μπλε, του σταροχώραφου με κοράκια, θα το χεις ακουστά, μπλε του σύμπαντος, της λυπημένης φάλαινας το μπλε, το μπλε του πάνω και του κάτω, πολύ βαθιά πολύ πολύ βαθιά, το μπλε του αγέννητου, το μπλε του όπιου που στάλαζε στα μάτια μας, βαθύ μπλε σχεδόν μαύρο κι εκείνη η σιγαλιά, η σιγαλιά, Βιγιόν, μια παγωμένη ηχώ, μεταλλική, ο ψίθυρος του σύμπαντος. Και δεν ήταν τα ξίδια, στο λέω να το ξέρεις, είναι το αίμα μας που έπηζε ψηλά, πολύ ψηλά στο στήθος και κόχλαζε κι εγώ το άκουγα, γιατί όλοι θαρρούν πως ο ζωγράφος βλέπει μόνο χρώμα, μέγα λάθος, θα στο πω, τους ήχους βλέπουμε, Βιγιόν, τον μυστικό χορό των χεριών, μια σακούλα να ανοίγει το στάξιμο του λαδιού στο άλικο, το πνίξιμο της βούρτσας, την απαλή γραμμή του ευγενικού πινέλου, το σβήσιμο του κουρελιού επάνω στον καμβά, μετά η πηχτή σιωπή της κάμαρας που θρονιάζεται βασιλικά πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Σαν την ανάσα της Ζαν που πλάι μου κοιμισμένη ανάσαινε για δυο…
Κι εκείνη η νύχτα Βιγιόν, με ζάλιζε, ήθελα να σ’ακούσω, είσαι η φωνή που με νανούριζε από τα βάθη των αιώνων, αυτός που ό,τι κι αν πει είναι για μένα, όπως κι εγώ όποια μάτια κοιτάξω είναι τα μπλε των γυναικών, τα λόγια σου σα νύχια αρκούδας μού γραπώνουν το μυαλό, με πνίγει ο θάνατος, με πνίγει κι η ζωή και το φεγγάρι, Βιγιόν, μια παγωμένη λίμνη στον ουρανό – μα πώς μπορείτε να κοιμάστε πλάι σε μια τέτοια λίμνη; Μία λίμνη το φεγγάρι, δύο λίμνες τα μάτια της, χίλιες λίμνες οι λέξεις σου να βυθιστώ και να πνιγώ. Γιατι θάνατος δεν είναι να πνίγεσαι γιατί σου σώνεται ο αέρας, θάνατος είναι να πνίγεσαι γιατί δεν έχεις ομορφιά.
Τώρα, Βιγιόν, που είμαστε κι οι δυο πια πεθαμένοι, θα στο πω. Τις ξένες πόρτες τις είχα κατουρημένες μα ποιος βαστά τέτοιο ψοφόκρυο και τόσο μηλίτη;
Κι ύστερα ήταν κι εκείνος ο κατεργάρης ο Πάμπλο, μούτρο, μπασμένος στα κόλπα ως το λαιμό, μου κούναγε το πινέλο στη μύτη, «Μόντι», μου έλεγε, «Μόντι maudit, φτωχέ μου διάβολε, θα πεθάνεις στην ψάθα γιατί είσαι ρομαντικός».

Γιάννης Δάλλας (1924-2020)


Η ιστορία χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας – τη σωματική μας – παρέμβαση, δεν θα υπήρχε, γράφει, στους «Χρονοδείκτες», αυτός ο σπουδαίος ποιητής, ελληνιστής, μεταφραστής και δάσκαλος. Δείκτης του χρόνου πράγματι ήταν ο Γιάννης Δάλλας. Ο λόγος του σημάδεψε τους γύρω του με την ποίηση της πρόζας και την πεζογραφία μιας εν ποιήσει ζωής, ξεκινώντας με τη Σφαγή του Κομμένου (Άρτας), που δημοσιεύτηκε το 1947, και συνεχίζοντας με τον θάνατο του Λόρκα, συνθετικό ποίημα που εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο.

Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν του πλοκάμους
μιας μέδουσας

θυμίζει, στις «Γεννήτριες», αυτός ο ληξίαρχος Φιλιππιάδας –όπου γεννήθηκε και πρώτη φορά φυλακίστηκε, αρνούμενος να παραδώσει στοιχεία για τους κατοίκους στις κατοχικές αρχές– αυτός ο ληξίαρχος του ελληνισμού.
Έχοντας σπουδάσει κλασική φιλολογία στην Αθήνα, υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στο Πρότυπο Λύκειο Ιωαννίνων, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, στη Σχολή Μωραΐτη, αλλά και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υπηρέτησε στην ανώτατη εκπαίδευση ως καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μετείχε στα πρώτα «Καβάφεια» στην Αλεξάνδρεια και παρουσίασε το έργο του σε πολλά πανεπιστήμια στο εξωτερικό.
Πράγματι, «μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων» η ποίηση. Ποιητής, που ασυνήθιστα ήταν φιλόλογος, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός, επιμελητής και εκδότης, είδε αλλιώς τις γενεαλογίες του ελληνικού λόγου. Συστηματικά ασχολήθηκε με συγχρόνους του, όπως ο Αναγνωστάκης και ο Σαχτούρης, διέγνωσε όσους δεν χωρούσαν στα προκρούστεια κρεβάτια της γενιάς του ’30, εμβάθυνε σε διχοστασίες και ιδεολογίες στον Καρυωτάκη και τον Βάρναλη, εξομολόγησε τον Τέλλο Άγρα και ανθολόγησε τον ιδαλγό της ουτοπίας Ρώμο Φιλύρα, σπούδασε τον Καβάφη, τον ελληνισμό και τη θεολογία του, μελέτησε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και ζύγισε αντίζυγες ποιητικές Σολωμού και Κάλβου.
Αυτός ο «τελευταίος κληρονόμος των εποχών» υπήρξε συστηματικός μεταφραστής αρχαίων λυρικών και Αλεξανδρινών ποιητών.

Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ’ άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών

Έχει ξυπνήσει η χώρα
κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ’ εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ’ τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

γράφει στα «Κυκλοδίωκτα».

«Διαφωτιστής και μες στην ποίηση ποιητής μαζί και ιδεολόγος», γράφει ο Γιάννης Δάλλας για τον Κάλβο, λες και μιλά για τον εαυτό του.

Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια […]

γράφει κοιτάζοντας με «Τα μάτια-μαστίγια».

Η «Ανατομία» του Γιάννη Δάλλα πληρώνει «Το τίμημα», λες και «Δόκιμος σε συντεχνία» είναι «Ο ζωντανός χρόνος» και «Αποθέτης», όπου «Στοιχεία ταυτότητας» γίνονται «Γεννήτριες», γιατί «Μας ένωνε υπόγεια η ποίηση» από παλιά, «από την εποχή του κατακλυσμού [που] ο ποιητής ανήκει στ’ αμφίβια», πριν από «τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα» και «αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων».

Γιάννη,

Βάλε μπροστά τη μηχανή των στίχων
Βάλε κι ας παίξει ο δίσκος στη διαπασών …

Συνάντηση με τον Άλφρεντ Σνίτκε

H Temppeliaukion Kirkko, «Εκκλησία των Βράχων», αποτελεί αξιοθέατο του κεντρικού Ελσίνκι. Σκαμένη ανάμεσα σε όγκους γρανίτη και σκληρών πετρωμάτων, που κύλησαν ως εκεί από την Εποχή των Παγετώνων, έργο των αδελφών Τίμο και Τούομο Σούμαλαϊνεν, χτίστηκε στην διετία 1968-1969, εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς και προσφέρεται ως χώρος συναυλιών, χάρη στην εξαιρετική ακουστική, την οποία εξασφαλίζει το κυκλικό σχήμα της και ο μονοκόμματος κυκλικός χάλκινος θόλος της. Εκείνη την ημέρα καλοκαιρίας, ώρα του δειλινού που καθυστερούσε τον ερχομό της νύχτας, η συναυλία ήταν αφιερωμένη σε έργα του Άλφρεντ Σνίτκε (Alfred Schnittke). Το ακροατήριο πολυπληθές, τα μουσικά ακούσματα περνούσαν από πνευματώδη παιχνιδίσματα σε σύγχρονες αναταράξεις, από στοχαστικά συναισθήματα σε αποκρούσεις βίας, από την χαλάρωση στην ένταση.

Reginald Gray: πορτρέτο του Αlfred Schnittke

Μετά το τέλος της συναυλίας, το κοινό αποχωρούσε αργά και ψιθυριστά, ευλαβούμενο πιθανώς τον εκκλησιαστικό χώρο, όταν διαδόθηκε πως ο συνθέτης είχε εισέλθει ακροποδητί μετά την έναρξη της εκδήλωσης και παρέμενε καθισμένος στην τελευταία σειρά καθισμάτων, στην πέρα γωνία. Μια μικρή ουρά σχηματίστηκε για να τον χαιρετήσει. Ανταλλάξαμε μερικές φράσεις στα αγγλικά περί Μουσικής, του έσφιξα το χέρι, διατηρώ την εικόνα ενός αδύνατου ανθρώπου με μακριά ολόισια μαλλιά και βαθουλωμένα σπινθηροβόλα μάτια, που φορούσε ένα βαρύ και φαρδύ σακάκι, ένα κοντό κασκόλ ήταν τυλιγμένο στον λαιμό του, έσκυβε μπροστά σαν να ντρεπόταν για τα καλά λόγια που άκουγε από τους θαυμαστές του, ευχαριστώντας στα ρωσικά και στα γερμανικά, οπισθοχωρώντας λες και έψαχνε να βρει από πού θα έφευγε το ταχύτερο.

Άλκη Ζέη (1923-2020)


Το 1976 άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο για παιδιά. Και με τη διάθεση έρευνας του χώρου που αποφάσιζα να εισέλθω αναζήτησα βιβλία γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς.
Ήταν η εποχή όπου οι εκδόσεις Κέδρος κυριαρχούσαν στη σύγχρονη προοδευτική ελληνική λογοτεχνία και μαζί με συγγραφείς όπως ο Τσίρκας και η Σωτηρίου, προβάλανε και ποιοτικά λογοτεχνικά έργα για παιδιά.
Στην κατηγορία αυτή βασικοί εκπρόσωποι η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή.
Αγόρασα το βιβλίο της Ζέη Το καπλάνι της βιτρίνας. Ήταν μια κίνηση που έμελλε να επηρεάσει όλη τη συγγραφική μου πορεία.
Αυτό που υποσυνείδητα αναζητούσα να γράψω εγώ –μια ιστορία αυτογνωσίας– ξαφνικά το έβλεπα να έχει πάρει σάρκα και οστά από μια συγγραφέα που μετέτρεπε τον εαυτό της σε ηρωίδα του έργου της, ενώ παράλληλα τολμούσε (μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, υπενθυμίζω) να δηλώνει τις αριστερές απόψεις της με ένα τρόπο τόσο απλό και φυσικό, όπως απλά και φυσικά καταθέτει την αλήθεια του ένα παιδί.

Λοιπόν, αυτό νομίζω είναι το εντελώς νέο που η Ζέη έφερε στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία η οποία διαβάζεται τόσο από παιδιά όσο και από ενήλικες. Ο αυθορμητισμός και η απλότητα με την οποία μπορεί –και αξίζει– κανείς να περιγράψει κοινωνικές συνθήκες και πολιτικές πράξεις.

Πρόχειρα ανασκαλεύω τη μνήμη μου για να υποστηρίξω πως αν όχι σε όλα, σίγουρα στα περισσότερα έργα της η Ζέη χρησιμοποιούσε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Και ακόμη πως πάντα η γραφή της (ακόμα και στο ένα και μοναδικό «ενήλικο» μυθιστόρημά της) διατηρούσε το ξάφνιασμα ενός παιδιού.
Μαζί με την Ζωρζ Σαρή σφραγίσανε το άνοιγμα της λογοτεχνίας που εκδίδεται ως παιδική σε μια πλατιά και χωρίς στρεβλώσεις αφήγηση.
Το έχω πει και στο παρελθόν, ευκαιρία και πάλι (στα πλαίσια αυτού εντελώς χωρίς, λόγω χρόνου, δυνατότητα τεκμηρίωσης σημειώματος) να το επισημάνω:
Η σύγχρονη μεγάλη αλλαγή στην νεοελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους ξεκινά από το Καπλάνι της βιτρίνας, εκεί όπου από τη μια δηλώνεται πως ο Νίκος, ένα από το κεντρικά πρόσωπα του έργου, είναι «το κάτι άλλο» γιατί είναι κομμουνιστής (σ. 99*) και ακόμα πως στον Τρωικό Πόλεμο ήταν οι Έλληνες που είχαν άδικο γιατί πήγανε να κατακτήσουν ξένη γη (σ. 154*).
Προσωπικά θεωρώ πως η πλατιά αναγνώρισή της Ζέη τόσο από το αναγνωστικό κοινό όσο και από τα ΜΜΕ και τους ομότεχνούς της έχει πολλούς ιδιότυπα κοινούς πυλώνες με την αντίστοιχη της Δέλτα – θέση που νομίζω η Iστορία της λογοτεχνίας μας κάποια στιγμή θα το τεκμηριώσει.
Η Άλκη Ζέη ανήκει, πλέον, στους αναγνώστες της και μόνο. Συνδέθηκε μαζί τους μέσα από τη Μέλια, τον Πέτρο, την Κωνσταντίνα, τον νεότατo Ίκαρο, όλες και όλους τους ήρωές της.

* Οι σελίδες παραπέμπουν στην έκδοση του Κέδρου, 1975

Με κυνηγούν οι μέλισσες...

Από το «De natura animalium», Δημοτική Βιβλιοθήκη Καμπραί, Γαλλία, περ. 1270

Ζουάν Μαργαρίτ: Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία

Στις 4 Νοεμβρίου 2019 η ισπανική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι απένειμε το Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία, στον Καταλανό ποιητή Ζουάν Μαργαρίτ.
Αν δε γνωρίζαμε τον ποιητή και δεν είχαμε παρουσιάσει έργα του στις Κλίμακες (Χάρτης #5), πιθανόν να συμμεριζόμασταν τις αντιρρήσεις της προέδρου της επιτροπής, της Ουρουγουανής ποιήτριας Ίδα Βιτάλε, κατόχου του Βραβείου Θερβάντες 2018, την οποία επίσης έχουμε γνωρίσει και παρουσιάσει εκτενώς στον «Χάρτη Θαλάσσης». Πιθανόν να διαβλέπαμε και κάποια πολιτική σκοπιμότητα, κάτι σαν ένδειξη καλής θέλησης της κεντρικής κυβέρνησης προς την Καταλονία, αφού ο Μαργαρίτ γράφει τα ποιήματά του ή την πρώτη του έμπνευση στα καταλανικά κι ύστερα τα μεταφέρει ή τα επεξεργάζεται στα ισπανικά.
Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει πολλές φορές, ως γεννημένος το 1938 μέσα στη φρανκική δικτατορία, υποχρεώθηκε να μιλάει και να γράφει την ισπανική ως επιβεβλημένη γλώσσα. Γι’ αυτό και τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε στα ισπανικά, αλλά δε δίστασε να τα αποκηρύξει, όταν συνειδητοποίησε ότι η πραγματική μητρική του γλώσσα είναι η καταλανική. Κι όπως τόνισε στην ομιλία του στην Ακαδημία, διεκδικώντας τη μοναδικότητα να επεξεργάζεται τα ποιήματά του και στις δύο γλώσσες κατά τρόπο αυτόνομο, κανένας ποιητής δεν έχει γράψει καλά ποιήματα σε γλώσσα που δεν ήταν η μητρική του. Στην ίδια ομιλία ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η ποίηση έχει περισσότερη σχέση με τη μουσική παρά με άλλα είδη λογοτεχνίας.
Καθώς σε κάποια συνέντευξή του είχε δηλώσει ότι «Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς κάποιον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται το ποίημα!» επιλέγουμε να κλείσουμε αυτή τη μικρή αναφορά μας στον Ζουάν Μαργαρίτ με το ακόλουθο ποίημά του:

Στον αναγνώστη

Δικές σου θα γίνουν οι γυναίκες που αγάπησα
και που δεν έχασα ποτέ, παρ’ όλο τον σκληρό
άνεμο των χρόνων, και δικό σου το αίνιγμα
για το νησί των θησαυρών.
Τα μάτια σου θα γίνουν δικά μου για μια στιγμή
και, ως αντάλλαγμα, θα σ’ αφήσω ν’ ακούσεις στα τζάμια
τη βροχή που εγώ ακούω τώρα, και θα σε κάνω συνεργό
του μέλλοντός μου, που εσύ θα μπορείς να γνωρίζεις,
δε θα επιτρέψεις να πεθάνω και, ένα βραδάκι,
θα μ’ αφήσεις να γίνω εσύ μέσα σε μιαν άλλη βροχή.

Ο Ζουάν Μαργαρίτ ( Joan Margarit i Consarnau, Σαναούζα 1938) είναι Καταλανός ποιητής και αρχιτέκτονας. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο δοκιμίων και περισσότερες από τριάντα ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το έργο του έχει αποσπάσει το Βραβείο ποίησης Βινσέντ Αντρές Εστελιές (1981), το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2008), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2008), το Ιβηροαμερικανικό βραβείο ποίησης «Πάμπλο Νερούδα» (2017) και το Βραβείο Θερβάντες (2019).

Κατ’ αντανάκλαση γνωριμία με τον Χάντκε

Μπορεί να έχεις στη βιβλιοθήκη σου όλα –ή σχεδόν όλα– τα βιβλία ενός συγγραφέα που, προφανώς, αγαπάς και να μην τον έχεις συναντήσει ούτε εξ αποστάσεως, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μην έχεις στη βιβλιοθήκη σου κανένα –ή σχεδόν κανένα– από τα βιβλία του και να έχεις προλάβει να δεθείς μαζί του με βαθιάς φιλίας δεσμά.
Αυτή την αντιθετική –και, συγχρόνως, αντιφατική– εξίσωση αφύπνισε μέσα μου ο Δημήτρης Άναλις εν έτει ’96, όταν γύρισε μια μέρα και με ρώτησε αιφνιδίως αν έχω διαβάσει Πέτερ Χάντκε. Αντί άλλης απάντησης, του έδειξα στη βιβλιοθήκη μου όσα βιβλία του είχα διαβάσει μέχρι τότε, μισά στα ελληνικά και μισά στα γαλλικά, καθώς δεν μιλώ γερμανικά. Ο Άναλις πήρε μερικά βιβλία του Χάντκε από το ράφι κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει αργά, σταθμίζοντας από το πλήθος των υπογραμμίσεων και των χειρόγραφων σημειώσεων στο περιθώριο των σελίδων την αναγνωστική μου περιπάθεια.
Βάλθηκα να του μιλώ για ό,τι αποκαλείται «εικονοποιητική πρόζα» σε μιαν ανάλυση λογοτεχνική, η οποία «δείχνει» και «δεν λέει», εν αντιθέσει με την πρόζα που «λέει» και «δεν δείχνει», υιοθετώντας μια συνειδησιακή και εν πολλοίς εξομολογητική ροή του λόγου ως αφηγηματική τεχνική. Είχα αρχίσει να σχολιάζω την αμέτοχη και, εν πρώτοις, ψυχρή αφηγηματική ιδιοσυγκρασία του Χάντκε, που κοιτάει τα πράγματα αντί να τα περιγράφει, κατορθώνοντας ενίοτε την απόλυτη αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου,1 όπου τα πράγματα δεν παρατηρούν μόνο τον αφηγητή αλλά και τον αναγνώστη, παραπέμποντας υπόρρητα τον δεύτερο σε βιώματα, στοχασμούς και συναισθήματα που ο πρώτος αφήνει στη σιωπή, όταν με διέκοψε, εξίσου αιφνιδίως, ο Άναλις για να μου πει –απολογητικά, σχεδόν– ότι τον συγγραφέα που είχα μάθει επί χρόνια να διαβάζω και να αγαπώ, εκείνος τον είχε φίλο ακριβό.
Εντυπωσιασμένη, βεβαίως, αρνήθηκα –θυμάμαι– να γνωρίσω τον Χάντκε από κοντά, έχοντας από νωρίς ενστερνιστεί την παλαμική ρήση ως προσωπική αρχή: «Τον Ποιητή να τον ακούς μακριάθε.» Θα είχα αρκεστεί στην αναγνωστική συμπάθεια του αυστριακού συγγραφέα, πιστεύω, εάν –κι εδώ αρχίζει η εξ αντανακλάσεως ανατροπή– δεν είχα αναγκαστεί, τρία χρόνια μετά, να αποδεχθώ ευγενικά την επιθυμία εκείνου να με γνωρίσει ως σύντροφο του φίλου του, η οποία αρνείται να τον δει, αν και τον αγαπάει ως γραφή.
Φθινόπωρο του ΄99, θα τον συναντήσω για πρώτη φορά ένα νοτισμένο απόβραδο στο Παρίσι, αναβιώνοντας μια παρόμοια αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου τη στιγμή που θα τον δω να βγαίνει από το δάσος, να με πλησιάζει και να με παρατηρεί, γεμίζοντας τις παλάμες μου με κάστανα και βελανίδια από την απογευματινή του βόλτα. Διατηρώ ακόμη νωπά στη μνήμη μου δυο χέρια γεμάτα χώμα, που άδειαζαν αμήχανα τις τσέπες του στα δικά μου χέρια.
Ένα χρόνο μετά, ένα δροσερό μαρτιάτικο απόβραδο στην Αθήνα, θα με υποχρεώσει η συγκυρία να τον ξαναδώ – καθώς, παρά τη γοητεία και την ιδιότυπη ζεστασιά της παρουσίας του, συνέχισα να ενστερνίζομαι το «μακριάθε» ως αρχή– στην προσπάθειά μου να τον αποτρέψω να κάνει με τα πόδια τη διαδρομή Αθήνα-Πειραιά για να δει τον φίλο του Άναλι, κλινήρη από αρρώστια περαστική. Είχα παρκάρει βιαστικά, με αναμμένα stop μπρος στο Hotel Grande Bretagne, θυμάμαι, όταν τον είδα να κατηφορίζει τα σκαλιά της κεντρικής εισόδου του ξενοδοχείου με τα παπούτσια ανά χείρας, καθώς υπέφερε από κρυοπαγήματα μετά από πολύωρες πεζοπορίες στην εμπόλεμη πρώην Γιουγκοσλαβία. Διατηρώ την ανάμνηση από ένα νοτισμένο ασπασμό και την εκ νέου αντιμετάθεση μεταξύ παρατηρούμενου και παρατηρητή, καθώς άρχισε να μου περιγράφει πώς έκοψε μόνος τα μαλλιά του μπρος στον καθρέφτη του δωματίου του.


Το επόμενο πρωινό, θα τον ξαναδώ στο καφενείο Zonars της Πανεπιστημίου, συνοδεύοντας τον ασθενή ακόμη φίλο του στο ραντεβού τους στην Αθήνα. Θυμάμαι την έκθαμβη απορία του όταν του είπα πως διαβάζω κάθε βράδυ μία ή δύο –έντυπες ακόμη τότε– εφημερίδες για να ενημερωθώ. Έκτοτε, θα αραιώσω συνειδητά τις αφορμές να τον δω από κοντά, προκρίνοντας τη σημασία μιας δυαδικής επικοινωνίας στη φιλία του με τον Άναλι, κυρίως την εποχή που ταξίδευαν ενίοτε μαζί στη Σερβία, με άμεση συνέπεια να υποστούν και οι δύο –τηρουμένων των αναλογιών– τον αποκλεισμό τους στη Γαλλία, πρωτίστως, από κάθε διάκριση ή και απλή, έστω, αναφορά στο έργο τους, γεγονός που ώθησε τον μεν Χάντκε να απομονωθεί στο σπίτι του πίσω από το δάσος –αφήνοντας την παρισινή πόλη να συνεχίζει να υπάρχει όσο εκείνος ζούσε έναν εκούσιο εγκλεισμό–, τον δε γαλλόφωνο ποιητή Άναλι να εγκαταλείψει το Παρίσι, μετά από σαράντα πέντε χρόνια ζωής εκεί, μετοικώντας στην Ελλάδα οριστικά μέσα στο ’99.
Από το 2002 και μετά –με εξαίρεση ένα σύντομο ταξίδι του Χάντκε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2003, για να επισκεφθεί τον Κολωνό–,2 η ανάμνηση της μορφής του θα στομωθεί σταδιακά από το διστακτικό ηχόχρωμα της τηλεφωνικής φωνής του –πάντα στη γαλλική– κάθε φορά που καλούσε να μάθει για την κατάσταση υγείας του φίλου του, η οποία βρέθηκε αρκετές φορές σε κρίσιμη καμπή.
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Άναλι, τον Φεβρουάριο του 2012, ο Χάντκε θα συντάξει ένα κείμενο –εν είδει επίμετρου στη δίγλωσση έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του πρώτου με τίτλο Πρελούδιο στο νέο ψύχος του κόσμου / Prélude au nouveau froid du monde, που θα κυκλοφορήσει στην Αυστρία σε δική του μετάφραση–,3 το οποίο αρχίζει ως εξής:

Είναι 8 Μαΐου 2012 και πριν από τρεις μήνες έσβησε στην Αθήνα […] ο φίλος μου Δημήτρης Άναλις, ο Έλληνας ποιητής που έγραψε στη γαλλική γλώσσα. Τον Δημήτρη τον γνώρισα όταν ήταν πια σε προχωρημένη ηλικία, με κλονισμένη υγεία, […]. Ήταν, όμως, ακόμα αυτό που λέμε λεβεντάνθρωπος· συμπεριφερόταν, περπατούσε, κινείτο, απ’ την κορφή ώς τα πόδια, με τον αέρα του ευγενούς […].

Και καταλήγει:

Την τελευταία σύντροφο της ζωής του την έλεγαν / τη λένε Αντιγόνη – εγώ προφέρω και γράφω το όνομά της ακόμη Antίgone. Όλοι, όλοι όσοι γνώριζαν τον Δημήτρη γέμισαν θλίψη με την είδηση του θανάτου του· μια θλίψη βαθιά και συγχρόνως απαλή, έτσι όπως θα ταίριαζε μόνο στον θάνατο ενός χαμένου ποιητή. Σαν να του πρέπει η απώλεια του ποιητή –πράγμα οδυνηρά σπάνιο πια– και σαν αυτός, ο χαμένος ποιητής, να αξίζει ακέραιο το πένθος. […]4

Πέντε χρόνια μετά, την άνοιξη του 2017, με αφορμή μια επιστημονική ημερίδα που οργάνωσε η εκλεκτή φίλη Τιτίκα Δημητρούλια στο ΑΠΘ για το έργο του Δημήτρη Τ. Άναλι, θα τον αιφνιδιάσω τηλεφωνώντας του ένα πρωινό. Η παρατεταμένη σιωπή του μετά την πρώτη έκπληξη –ένιωσα να αναδεύονται χώματα, αγαπημένα ονόματα και αναφομοίωτος πόνος μαζί– διακόπηκε απότομα από ένα ηχηρό «ναι» μόλις άκουσε την πρόσκλησή μου να παραστεί. «Όχι γιατί θα το χαρεί η ψυχή του Δημήτρη, αφού δεν υπάρχει, αλλά γιατί θα το χαρείς εσύ», βιάστηκε να προσθέσει πριν κλείσει τη γραμμή.
Πράγματι, στις 5 Μαΐου του 2017, ο Πέτερ Χάντκε θα παραστεί στο Αμφιθέατρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ, συμμετέχοντας στη δίγλωσση ημερίδα «Δημήτρης Τ. Άναλις: μια γραφή πέραν των ορίων / Dimitri T. Analis: L’écriture par-delà les frontières», ενώ η σύζυγός του, η Γαλλίδα ηθοποιός Σοφί Σεμέν (Sophie Semin), θα απαγγείλει σταδιακά ποιήματα του Άναλι, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Χάντκε.

Η ηλεκτρισμένη συγκίνηση του Αυστριακού συγγραφέα πάνω στο βήμα, την ώρα που μιλούσε για την ποίηση του φίλου του, απαγγέλλοντας με τη σειρά του ποιήματα από την τελευταία συλλογή του Άναλι, με επέστρεψε απρόσμενα σε μια παλιά συνέντευξη του πρώτου, την οποία έτυχε να διαβάσω ως φοιτήτρια στο Παρίσι την άνοιξη του ’86, στο βραχύβιο γαλλικό περιοδικό LAutre  journal. Σ΄ εκείνη τη συνέντευξη, με τον παράδοξο τίτλο «Το βιβλίο που η γάτα δεν μπορεί να διαβάσει», υπήρχε μια ερώτηση σχετικά με το «πώς μπορεί να φανταστεί κανείς έναν [αφηγηματικό] ήρωα», στην οποία ο Χάντκε απαντούσε, μεταξύ άλλων:

—  […] Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους. Ακόμα και εδώ, σ’ αυτή τη μικρή πόλη, νομίζω ότι ξέρω καλά καμιά δεκαριά ανθρώπους. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένας ανάμεσά τους που θα μπορούσα να τον δω σαν ήρωα μιας αφήγησης. […] Το να μπορεί κανείς να γίνει ήρωας μιας αφήγησης είναι πιο σημαντικό από το να γίνει βασιλιάς ή να πάρει βραβείο Νομπέλ. Ποτέ, σχεδόν, στη ζωή μου δεν συνάντησα έναν ενήλικα που να άξιζε να γίνει ήρωας. Κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι άξιος. Γνώρισα, όμως, ετοιμοθάνατους, την ώρα του τέλους, και αρκετά παιδιά… […]
— Οι μόνοι ικανοί να είναι (λογοτεχνικοί) ήρωες είναι οι ετοιμοθάνατοι;
Ή οι νεκροί, ίσως. Το προτιμώ από το «ετοιμοθάνατοι». Έτσι άρχισα να γράφω. Επειδή η μητέρα μού διηγήθηκε την ιστορία των αδελφών της που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν με συγκίνησε ο χαρακτήρας τους, αλλά το ότι ήσαν νεκροί. […] Οι ήρωες για μένα είναι κατά κάποιον τρόπο απόντες: δεν είναι διαθέσιμοι, ορατοί. Δεν βλέπεις ούτε τα μάτια, ούτε τα χέρια τους. Το αόρατο γεννά την προσκόλληση στον απόντα. Για να ακριβολογώ, αντί να πω «νεκρός», θα έπρεπε να πω «απών»: δημιουργεί ένα πολύ εύφορο κενό και δίπλα του υφαίνεται η ιστορία. […]5

Στα ίδια λόγια περί ήρωα μιας αφήγησης είχε επιστρέψει ο νους μου αβίαστα και το ’99, όταν έμαθα πως ο Χάντκε είχε μετατρέψει τον φίλο του Άναλι σε ήρωα6 του θεατρικού έργου του Die Fahrt im Einbaum oder das Stück zum Film von Krieg / Το ταξίδι με το μονόξυλο ή υλικό για μια ταινία για τον πόλεμο.7 Εάν, τότε, η επιλογή απόδοσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ήρωα στο πρόσωπο ενός φίλου εν ζωή με είχε συγκινήσει, τώρα, η επιλογή απόδοσης τιμής στη μνήμη ενός «χαμένου ποιητή» στάθηκε ικανή να με πείσει πως, ναι, στα μάτια του Πέτερ Χάντκε, ο «χαμένος ποιητής», ως δυνητικός ήρωας νεκρός, είναι πιο σημαντικός από ένα βασιλιά ή ένα συγγραφέα που πήρε το βραβείο Νομπέλ.
Δύο χρόνια μετά, με την ανακοίνωση του βραβείου Νoμπέλ Λογοτεχνίας 2019, τον βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή –πολιορκημένο από δημοσιογράφους, ετοιμοπόλεμες κάμερες και προτεταμένα μικρόφωνα– να κάθεται στην αυλή του σπιτιού του στη Σαβίλ (Chaville), με τα ίδια χέρια, γεμάτα χώμα, κουρασμένος από ένα μακρύ περίπατο στο δάσος. Καθώς τον ακούω να απαντά στις ομαδόν ερωτήσεις των δημοσιογράφων –πότε στην αγγλική και πότε στη γαλλική–, αναρωτιέμαι ποιο κινηματογραφικό σενάριο είχε προβλέψει για τη δική του ζωή: τη δόξα αυτή ή τη μοίρα ενός «χαμένου ποιητή»;
Για ένα πράγμα είμαι, όμως, βεβαία μπρος σε αυτή την εκ νέου αντιστροφή μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου: για εκείνη την παρέκκλιση του «τίποτα», εκείνο «τον χώρο υποδοχής μιας παρέκβασης» κατά τη διάρκεια της νοερής αφήγησης της ζωής του, «που δεν έχει καμία σχέση με το θέμα», αλλά αποβαίνει «η μεγαλύτερη ευτυχία και δικαίωσή [τ]ου», όπως εκείνη «η μπλε λάμψη του φωτεινού σήματος του ασθενοφόρου, για παράδειγμα, που αντανακλάται στην οδοντοστοιχία μιας γυναίκας στον Κινέζο του πόνου».8

Οκτώβριος 2019

Ο Πέτερ Χάντκε στην αυλή του σπιτιού του στη Σαβίλ (10.10.2019)

[1] «Το κύριο επίτευγμα του Χάντκε έγκειται στο ότι καταφέρνει να κάνει τα πράγματα, για τα οποία μιλάει, να μας κοιτούν», δηλώνει ο μεταφραστής του στα γαλλικά G.-A. Goldschmidt.
[2] Μια ηλιόλουστη γεναριάτικη μέρα, ξεκίνησε την περιδιάβασή του –όπως γράφει κι ο ίδιος– από το πατρικό μου στον Πειραιά, αφού μίλησε επί μακρόν με τη φιλόλογο μητέρα μου για τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και τη συγκεκριμένη αθηναϊκή γειτονιά. Βλ. σχετικά, Πέτερ Χάντκε, «Το ταξίδι στον Κολωνό», μτφρ. Ι. Γαλερίδης, Γ. Αραμπατζής, περ. Το Δέντρο, τχ. 163-164, στο: http://costas-mavroudis.blogspot.com/2008/07/blog-post_7899.html, 24.10.2019, 1:38.
[3] Dimitri T. Analis, Präludium zur neuen Kälte der Welz, Gedichte, Aus dem Französischen von Peter Handke, Jung und Jung, Salzburg 2012.
[4] Πέτερ Χάντκε, «Ενθύμηση Δημήτρη Α.», μτφρ. Εύης Πετροπούλου, στο Αφιέρωμα «Δημήτρης Τ. Άναλις», περ. Νέα Εστία, τχ. 1869, Ιούνιος 2016, σσ. 369, 371.
[5] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», εισαγωγή-μετάφραση Αντιγόνη Βλαβιανού, περ. Η Λέξη, τχ. 173, Γενάρης-Φλεβάρης 2003, σσ. 43, 45.
[6] Ονόματι: ο Έλληνας.
[7] Μετάφραση Ιώ Μαρμαρινού, Εξάντας 2002.
[8] Peter Handke, «Το βιβλίο που δεν μπορεί να διαβάσει η γάτα», ό.π., σ. 42.

Νομπέλ για μύρια παλίμψηστα και μία περσόνα



Φωτ. Jacek Kołodziejski

OΝΟΜΑ: Όλγκα
ΕΠΙΘΕΤΟ: Τοκάρτσουκ
ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: Νατάσα Μπορόντιν
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Σουλέχουφ, Πολωνία
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 29/1/1962
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Συγγραφέας
ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ: Ψυχοθεραπεύτρια / Ακτιβίστρια / Οικολόγος πράσινη

Σε μια κοινωνία που διαρκώς συντηρητικοποιείται και η κόντρα του ανθρώπου με τη φύση μεγιστοποιείται, η γραφή γίνεται κάποιες φορές το καταφύγιο και το όπλο του αποδεκατισμού. Με σημαντικότερα βιβλία της τα Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας (1998), Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων (2009), το οποίο έγινε ταινία από την Αγκνιέσκα Χόλαντ το 2017, Οι οδοιπόροι (2007) και Τα βιβλία του Ιακώβ (2014), η Τοκάρτσουκ τεμαχίζει κόσμους και ανασυνθέτει ψηφιδωτά όπου ο χρόνος αποκτά άλλες διαστάσεις, αμβλύνεται επιμηκύνεται, γίνεται ταξιδιάρικος ή παγωμένος. Τα αφηγηματικά στερεότυπα καταρρέουν, τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά επίσης και απομένουν η ζωή και οι στιγμές της μέσα από ένα αυστηρά επεξεργασμένο σύστημα.
Η Τοκάρτσουκ ανήκει σ’ εκείνους που υπερασπίζονται στις μέρες μας το μυθιστόρημα-δοκίμιο και, ως προς αυτό, η γραφή της υπηρετεί μια τάση, ένα ρεύμα. Οι εποχές μπερδεύονται, η Ιστορία ανακατώνεται με τη μνήμη, τη μυθοπλασία, τη διαδικτυακή ανάπλαση του κόσμου, την καθημερινότητα και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές της. Το καθαρά προσωπικό της στοιχείο πηγάζει από τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας της: τον καθολικισμό, τις λαϊκές δοξασίες, τον κατακερματισμό, έως και την ιστορική ανυπαρξία της Πολωνίας, το προαιώνιο εβραϊκό ζήτημα και τα τοπία που ευνοούν τον ανιμισμό. Έτσι, ενώ καταφέρεται εναντίον των θρησκειών, συχνά κομμάτια από τα βιβλία της δίνουν την εντύπωση ότι είναι δημιουργήματα μιας πνευματίστριας: «Ο άνεμος είναι το βλέμμα των νεκρών», «Η θρησκεία των Νεκρών είναι πια και δικιά σου, με τις τόσο ατελείς, ατελέσφορες, πάντα ανολοκλήρωτες, ξερασμένες προσπάθειές τους να φτιάξουν τον κόσμο». Και τα δύο αποσπάσματα είναι από Τα βιβλία του Ιακώβ, με το δεύτερο να ανήκει σε μια γυναίκα που πεθαίνει από την αρχή αλλά είναι πάντα παρούσα παρακολουθώντας από ψηλά τη ζωή.
Στο Οι οδοιπόροι, ελεύθερα –και λίγο αστόχαστα– μεταφρασμένο στα αγγλικά Πτήσεις, η Τοκάρτσουκ απογειώνει την έννοια του ταξιδιού, του αργού, όμως, αεικίνητου ταξιδιού προς τη λύτρωση με όλες τις μορφές του, εσωτερικές, εξωτερικές, χρονικά σπασίματα και αμβλύνσεις, δημιουργώντας ένα παζλ από σύγχρονους νομάδες «που έχουν ως στόχο να συναντήσουν κάποιον άλλον όμοιό τους».
Το έργο της Τοκάρτσουκ μπαλαντζάρει ανάμεσα στην επαναστατικότητα και τη βλασφημία από τη μία και την απελπισία από την άλλη. Επιθυμεί αγωνιωδώς να μιλήσει, να γίνει αν είναι δυνατόν Λόγος και ταυτοχρόνως να πιαστεί λίγο πριν γκρεμιστεί στην άβυσσο. Η ίδια αγωνία υποβόσκει και στους προσωπικούς αγώνες της, στη μαχητικότητά της, στην παρουσία της καθώς εκπέμπει κάτι πολύ ισχυρό, όχι πια ως προσωπικότητα αλλά ως περσόνα. Και η σχέση αυτή ανάμεσα στο τρίπτυχο δημιουργός-δημιούργημα-προσωπείο είναι ένα επίσης ενδιαφέρον κομμάτι της Τοκάρτσουκ.
Ανάμεσα στις ανατολικές θρησκείες, τον Γιουνγκ και τον Μπλέηκ, στον οποίο χρωστά και τον τίτλο τού Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων, η Τοκάρτσουκ έλκεται εξαιρετικά από το παράδοξο και το τερατώδες. Έτσι η καρδιά του Σοπέν ταξιδεύει με την αδερφή του πίσω στην Πολωνία –όπως ήταν και η αληθινή επιθυμία του άλλωστε– ένας ήρωας από το Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας τρώει ανθρωπινό κρέας, τα ζώα στο Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα στα κόκαλα των πεθαμένων σκοτώνουν τους κυνηγούς ή μήπως εκδικείται η ίδια η ηρωίδα;
Ιστορία, μεταφυσική αναζήτηση, ταξίδι υπό τη μορφή της λύτρωσης των κολασμένων, εικονικές περιηγήσεις, μύθοι και αλχημείες είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν της Τοκάρτσουκ, ένα σύμπαν που, κυρίως στα Οι οδοιπόροι και Τα Βιβλία του Ιακώβ, λειτουργεί ως μύρια παλίμψηστα που έρχονται στο φως για να κρυφτούν ξανά στο πρώτο φύσημα του ανέμου κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Η Τοκάρτσουκ προέρχεται από μια χώρα μικρή, ως προς τη γλώσσα, με μεγάλη όμως λογοτεχνία και πέντε νομπελίστες στον τομέα αυτόν, εκ των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι ο Βλαντίσλαβ Ρέυμοντ (1924) και ο Χένρυκ Σιενκιέβιτς (1905). Από μια χώρα με παράδοση γενικότερα στις τέχνες και όπου ο πολίτης σέβεται ακόμη το βιβλίο. Αλλιώς πώς εξηγείται –πέρα από τους όρους του μάρκετινγκ, που κάποιος κακοπροαίρετος θα προτάξει– το γεγονός ότι, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η συγγραφέας με τις συντηρητικές κυβερνήσεις, την επομένη της ανακοίνωσης του Νομπέλ τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Πολωνία ήταν δωρεάν για όσους κρατούσαν ένα βιβλίο της;

Δεν είσαι εσύ: δυναμ/ήττες Νομπέλ

Μετά τον Μπομπ Ντύλαν (2016) και τον Καζούο Ισιγκούρο (2017), τα Βραβεία Νομπέλ για τη λογοτεχνία συνέχισαν φέτος με δύο βραβεία, λόγω διαλείμματος που προκάλεσαν σκάνδαλα, στην Όλγκα Τοκάρτσουκ (2018) και στον Πέτερ Χάντκε (2019): ένα εκρηκτικό μίγμα που προσιδιάζει στον δυναμιτιστή Σουηδό εφευρέτη και επιχειρηματία που με τη διαθήκη του καθιέρωσε τα ομώνυμα βραβεία.
Από 116 συγγραφείς, στους οποίους απονεμήθηκαν βραβεία από το 1901, δύο έγραφαν στα ελληνικά, όσοι και στα κινεζικά και τα ιαπωνικά, ενώ σε άλλες γλώσσες, όπως τα αραβικά, αντιστοιχεί ένα ή κανένα βραβείο. Φυσικά έχουν δοθεί περισσότερα σε γλώσσες «του βορρά»: νορβηγικά και δανικά από 3 βραβεία, πολωνικά 5, ρωσικά 6, σουηδικά 7, γερμανικά 14. Τα υπόλοιπα βραβεία αντιστοιχούν στα ιταλικά (6), τα ισπανικά (11) και τα γαλλικά (14), με τα αγγλικά να συγκεντρώνουν 29 βραβεία, που θα ήταν περισσότερα, αν τρεις συγγραφείς που έγραφαν επίσης στα αγγλικά δεν συνυπολογίζονταν σε άλλες γλώσσες: ο Ταγκόρ (Μπενγκάλι), ο Μπέκετ (γαλλικά) και ο Μπρόντσκι (ρωσικά).
Ενδιαφέρον βέβαια προκαλούν και τα παρεπόμενα των βραβείων, με χαρακτηριστική φέτος απάτη εις βάρος του κορυφαίου Ιρλανδού μυθιστοριογράφου Τζον Μπάνβιλ, συνεπώνυμου του Γάλλου ποιητή και πρόδρομου του παρνασσισμού. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ στο σπίτι, με το κεφάλι κάτω και φυσιοθεραπευτή από πάνω, όταν δέχθηκε τηλεφώνημα μισή ώρα πριν ανακοινωθούν τα βραβεία για τη λογοτεχνία. Έχοντας συστηθεί ως ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, ο συνομιλητής του ρώτησε αν θα προτιμούσε να του επιδοθεί το βραβείο για το 2018 ή για το 2019, ενώ του διάβασε τι θα ανέφερε το συνοπτικό σκεπτικό του βραβείου. Ο Μπάνβιλ αμέσως τηλεφώνησε σε φίλους και γνωστούς του. Σαράντα λεπτά αργότερα τηλεφώνησε η κόρη του, που μόλις είχε δει στην τηλεόραση την ανακοίνωση των βραβείων. «Δεν είσαι εσύ», του είπε. Τηλεφώνησε πάλι σε όλους. «Μην αγοράσετε σαμπάνια», είπε. «Σταματήστε να πετάτε τα καπέλα σας στον αέρα.»

Μετά την ανακοίνωση των βραβείων υπήρξε και μήνυμα στον τηλεφωνητή του πεζογράφου, οι πολλές διακρίσεις του οποίου περιλαμβάνουν Μπούκερ (2005) και βραβείο Κάφκα (2011), πως προέκυψε, υποτίθεται, διαφωνία την τελευταία στιγμή. Ο Μπάνβιλ θεωρεί ότι αποτελεί παράπλευρη απώλεια προσπάθειας να σπιλωθεί το βραβείο. «Έμαθα σε σαράντα λεπτά όχι λίγα πράγματα για τον εαυτό μου», λέει. «Υπάρχει μια κωμική πλευρά και εν δυνάμει υλικό: ‘Ο άνθρωπος που σχεδόν κέρδισε το βραβείο Νομπέλ’.»

Εκείνο που θυμάμαι από τον Μπάνβιλ από την εποχή που ήμουν στο Δουβλίνο είναι πόσο του άρεσε το ανέκδοτο με τον νευροχειρουργό, που για να εκφράσει τον θαυμασμό του προς έναν συγγραφέα είχε πει: «Μόλις αποσυρθώ από τα χειρουργεία, θα γράψω κι εγώ μυθιστόρημα». Ο συγγραφέας τον ευχαρίστησε θερμά. «Κι εγώ σκέφτομαι», πρόσθεσε, «όταν αφήσω το γράψιμο, να ασχοληθώ με τη νευροχειρουργική».

Ο θάνατος του ποιητή

Όταν πεθαίνει ένας ποιητής η μαγεία του λόγου παύει να ενεργεί. Το νευρικό σύστημα που συνδέει τις λέξεις μεταξύ τους και στέλνει τα μηνύματα στον συλλογικό εγκέφαλο σμπαραλιάζεται. Τ' αποτελέσματα είναι θανάσιμα για τον λαό. Μία περίοδος σεξουαλικής ατροφίας ακολουθεί. Τα χωράφια δεν παράγουν σιτάρι, στα καρποφόρα δέντρα τα φρούτα ξεραίνονται πρόωρα. Ο ίδιος ο ήλιος σταματάει την κίνησή του. Φοβερές κάψες ακολουθούν. Λιμός και χολέρα ξεσπάνε. Παιδιά δεν γεννιούνται πια ζωντανά από τα σπλάχνα των μανάδων τους. Μία γενική παραλυσία σταματάει και εμποδίζει κάθε κίνηση στη χώρα. Τότε ξεκινάν τα πλήθη με επικεφαλής τον Αρχιερέα, τον διορισμένο από τον ίδιο τον τύραννο και πάνε να κάνουν τα παράπονά τους. Ζητάνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τιμωρηθεί ο υπαίτιος και να γίνει παράδειγμα η περίπτωσή του ώστε να μην επαναληφθεί το κακό. Ο τύραννος δέχεται την αντιπροσωπεία του λαού με ανάμικτα αισθήματα. Αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει κάτι για να ξεπλύνει το όνειδος, το μεγάλο κενό – σαν μια πληγή που κακοφόρμισε, που άφησε στο θάνατό του ολάνοιχτο, σαν στόμα του Άδη, ο μακαρίτης. [...]

[ Αρχή πεζογραφήματος γραμμένου στην Καλιφόρνια το 1971 ]

Η οικογένεια των νάνων-πλανητών

Ένα νέο μέλος φαίνεται πως αποκτά η οικογένεια των νάνων-πλανητών, καθώς οι αστρονόμοι στις ΗΠΑ ανακάλυψαν έναν νέο νάνο πλανήτη στο ηλιακό μας σύστημα.
Το όνομά του είναι «Νάνος Βαλαωρίτης», έχει διάμετρο περίπου τόσα χιλιόμετρα στίχων που έχει γράψει και κινείται σε απόσταση 13,7 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων από τον Ήλιο, στην περιοχή πέρα από τον Πλούτωνα.
Είναι ενα νέο μέλος που μόλις ανακαλύφθηκε.

Νάνος Βαλαωρίτης: «Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη»


Υλικό ταινίας –υπό κατασκευήν– για τον Νάνο Βαλαωρίτη

Αποκλειστική παραχώρηση στο περιοδικό Χάρτης

*

Παραγωγή – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μουζακίτης
Μοντάζ – Ήχος: Δημήτρης Παπαδάκης
Φωτογραφία: Κατερίνα Τζόβα


Νάνος Βαλαωρίτης (1921-2019)

Ο Νάνος Βαλαωρίτης αποτελεί απολύτως εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων σε διεθνή προοπτική. Η δράση του συνδέει το άμεσο παρελθόν τους, αλλά και το απώτερο, με την ανάπτυξή τους τον εικοστό αιώνα. Η δράση του συνδέει όσα γράφονται στα ελληνικά με το παγκόσμιο περιβάλλον τους.
Πρόκειται για σύνδεση που αναπτύχθηκε σε τέσσερα δημιουργικά πεδία, διαπλέκοντας Έλληνες και ξένους συνομιλητές και πνευματικές και γλωσσικές οικογένειες, όπου πολλοί ανακαλούνται, από τον πρόγονό του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έως τη γυναίκα του Νάνου, Αμερικανίδα εικαστικό Μαρί Γουίλσον, που έφυγε λίγο πριν από τον ίδιο.
Τα τέσσερα δημιουργικά πεδία που ανέδειξε και στα οποία αναδείχθηκε ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι:

— Η ποίηση που έγραψε και η πεζογραφία του και οι άλλες μορφές γραφής, όπως το θέατρο, ως έκβαση, διαστολή και ενδελέχεια της ποίησης.
— Ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος και τα κείμενά του ως ερευνητή, μαθητή και δάσκαλου της λογοτεχνίας, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες θεωρίες ομηρικής ακροφωνίας.
— Η εισαγωγή στην ελληνική ποίηση και λογοτεχνία αναζητήσεων από τον χώρο της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
— Η εξαγωγή της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας πέρα από τα γλωσσικά και άλλα σύνορά της και η προσωπική παρουσία του στα πολιτιστικά τεκταινόμενα διεθνώς.

Στις πολύπλοκες αυτές διαδικασίες εισαγωγής, εξαγωγής και αμφίδρομης καλλιέργειας εντάσσεται η διαρκής δράση του ως δημιουργού και επιμελητή περιοδικών εκδόσεων, ανθολόγου και μεταφραστή.

Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.

Το παραπάνω τετράστιχο, με το οποίο αρχίζει το ποίημά του Τροία, επίσης θυμίζει ότι ηττημένοι αντίπαλοι συνεχώς κινητοποιούν τη φαντασία των Ελλήνων, από τους απροκάλυπτα κρυφούς πρωταγωνιστές της Ιλιάδας Τρώες και τους Πέρσες του Αισχύλου έως σήμερα.
Ξεκινώντας ζωή περιπετειώδη, όπως τα έργα του, ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε εκατό χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα για ανεξαρτησία, για ανεξαρτησία και των ελληνικών γραμμάτων. Αληθής και αειθαλής συμπλήρωσε 98 χρόνια από τη δεύτερη εκατονταετία μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης.
Γεννημένος σε μια χώρα που δημιούργησε ο Καποδίστριας και δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ελβετία, γεννημένος πολύ κοντά εκεί όπου έκλαψε ο Έλιοτ επί των υδάτων Λεμάν στην Έρημη χώρα, γεννημένος στη Λωζάνη, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως γενικός πρόξενος, βρέθηκε παιδί στη Γερμανία, λόγω πατρικής ασθένειας, πριν από την επιστροφή στην Ελλάδα, από όπου διέφυγε προς Μέση Ανατολή στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τους πάντες, μετέφρασε πρώτος Σεφέρη και άλλους σύγχρονους ποιητές και δημιούργησε προϋποθέσεις για διεθνείς διακρίσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη Μαρί Γουίλσον, που τον σύστησε στον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Μαζί της γύρισαν στην Ελλάδα, από όπου διέφυγαν, όταν επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία, πριν επιστρέψουν πάλι στην Αθήνα από την Καλιφόρνια μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια από τότε που για να τον γνωρίσω, με σύσταση του Κώστα Ταχτσή, κατέβηκα στον Άγιο Φραγκίσκο από το Όρεγκον, όπου είχα βρεθεί μετά το γυμνάσιο φοιτητής.

Η ανακάλυψη του Καβάφη τον έφερε, όταν ήταν 14 ετών, στην ποίηση. Συνέχισε να γράφει ποιήματα με το χέρι και να τα διορθώνει, αργότερα σε υπολογιστή, όπου άλλο άτομο είχε αντιγράψει το δυσανάγνωστο χειρόγραφο. Έγραφε πεζά κείμενα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Μετέφραζε καθισμένος. Έγραφε όρθιος σε αναλόγιο, μου έχει πει. Έγραφε διαρκώς.

«Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον; Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή…
Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα». (Από το βιβλίο του Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη)

Εδώ γράφουν


Πάρκαρα έξω από τα γραφεία της Εταιρείας Συγγραφέων κι ήρθε ένας τύπος και μου λέει: «Πρόσεξε, φίλε, εδώ γράφουν». [Αλιευμένο από το fb]

Γνώση & απόγνωση


«Βιβλιοπωλείο έπρεπε να ανοίξεις», είπε η μητέρα μου, βλέποντας να μπαίνω με μια σακούλα γεμάτη βιβλία. Παρά τη σχέση της με τα βιβλία, που ήταν εγνωσμένη, απεγνωσμένη φαινόταν, καθώς περίμενε γυναίκα.
Αργότερα το βράδυ έγινε ή μάλλον έκανε κάποια προεργασία βάζοντας προσωρινά σε κιβώτια βιβλία στοιβαγμένα στο πάτωμα ή οπουδήποτε υπήρχαν ελεύθερες επιφάνειες, που έπρεπε να καθαριστούν.
Όταν την επόμενη ημέρα ήρθε η γυναίκα, επανέλαβε αυτό που μου είχε πει: «Βιβλιοπωλείο έπρεπε να ανοίξει ο γιος μου».
«Μπα», είπε η γυναίκα, κοιτάζοντας τα βιβλία. «Αυτά δεν πουλιούνται. Είναι για διάβασμα».

1786: Οι 39 από το Κερί


Στον καιρό της Βενετίας, έτος του Σωτήρος Χριστού 1786, στο χωριό Κερί της Ζακύνθου, ήρθε η κουβέντα για ζήτημα μεγάλο. Άρχισαν δηλαδή οι άνθρωποι να ρωτούν γιατί πάντα να υπάρχει Βενετσιάνος Προβλεπτής και ποτέ κάποιος από εμάς; Πολλοί είπαν τι τα θέλετε και τα συζητάτε τώρα αυτά; Σε κακό θα μας βγουν. Κι άλλοι τόσοι είπαν, και γιατί να μην τα συζητάμε, αφού το σωστό και το δίκαιο είναι να έχουμε κι εμείς σειρά στα πράγματα του κόσμου. Κάποιοι άλλοι πρότειναν και γιατί δεν πάμε να ρωτήσουμε ταπεινά τον Προβλεπτή μας; Να βάλουμε τα καλά μας, λουσμένοι, πλυμένοι και ξυρισμένοι, να του φτιάξουμε κι ένα γλυκό, αφού λένε ότι είναι λιχούδης να μην πάμε με άδεια χέρια. Οι περισσότεροι συμφώνησαν να γίνει το πράγμα έτσι, επειδή το πράγμα δεν ήταν για γέλια. Να πάμε χαρούμενοι, είπαν, να μη δείχνουμε θλιμμένοι, συνοφρυωμένοι, υποκριτές. Και μαζεύτηκαν σαράντα, πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι και χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή.


– Μα δεν είπες ότι ήταν τριανταεννιά; θα ρωτούσε ο Φραγκίσκος τον μοναχό μαθητή του.

– Τριανταεννιά ήταν στο τέλος, αλλά σαράντα πήγαν. Χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή και για να μην τα πολυλογούμε του άφησαν ένα κουτί σοκολατάκια κι άλλο ένα με φοντάν.

– Μα υπήρχαν τότε τέτοια γλυκά;
θα γελούσε ο Φραγκίσκος.
– Ήταν σπιτίσια.

– Και τι έγινε μετά;

– Είπαν στον Προβλεπτή την απορία τους. Γιατί πάντα Βενετσιάνος κι όχι δικός μας; Δίκιο έχετε να ρωτάτε απάντησε ο άρχοντας και έβαλε τα γέλια, αλλά για να πω την αλήθεια δεν γνωρίζω το λόγο, το ζήτημα μου φαίνεται δύσκολο και μόνο το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης που ξέρει τα πάντα και δεν αστειεύεται, επειδή δεν έχει καλή γνώμη για το γέλιο, θα ξέρει να σας δώσει απάντηση. Λέω λοιπόν να σας ετοιμάσω μια γαλέρα και να πάτε στη Βενετία να ρωτήσετε. Έτσι δεν θα χάνουμε τον καιρό μας με υποθέσεις και θα έχουμε σίγουρη και τελειωτική απάντηση. Αν μάλιστα το πράγμα εξηγηθεί καλά, θα πρέπει όλοι να είσαστε εκεί, ώστε το Συμβούλιο να βγάλει έναν από σας Προβλεπτή.

Να πάμε λοιπόν συμφώνησαν οι χωριάτες.
«Όλοι εκτός από εμένα!» είπε κάποιος που ξεγλίστρισε κι έφυγε γελώντας. Κάτι είχε υποψιαστεί, του φαινόταν για γέλια να γίνει τέτοια κουβέντα με τέτοιο τρόπο. Κι ετοιμάστηκε η γαλέρα και μπήκαν οι τριάντα εννιά γελαστοί. Και σαλπάρισε το πλεούμενο. Κι αντί να πάει στη Βενετία ήρθε κι άραξε στο Βόιδι, στο νησάκι έξω από τη Ζάκυνθο, ούτε τριακόσια μέτρα από την ακτή. Το τσούρμο άρπαξε τους χωριάτες, τους πήρε τα υπάρχοντά τους, τους ξύλισε, τους έβγαλε στα βράχια και τους έφερε σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, όπου ρίχτηκαν σ’ ανήλιαγα και μισογκρεμισμένα κελιά. Εκεί τους άφησαν δίχως νερό και δίχως φαί, ώσπου πέθαναν ψάλλοντας την Τρίτη Διεθνή.
– Δεν ήταν δικό μας το μοναστήρι, θα ομολογούσε ο Φραγκίσκος.

Ο Σαιν-Τζων Περς στον Σεφέρη περί Μπόρχες

«Πήγα να τον αποχαιρετήσω στη Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. "Ελάτε" είπε "να σας δείξω". Πήγαινε μπροστά· ακολουθούσα – ήταν τραγικό μαζί και υπερρεαλιστικό, υπογραμμίζει. Ανεβήκαμε σε μια στριφογυριστή σκάλα. "Εδώ" έλεγε ψηλαφώντας κάθε τόσο "ήταν ένα άνοιγμα στον τοίχο, το έκλεισαν" (ils l'ont muré')". Ανεβήκαμε ακόμη, βγήκαμε έξω από τον τρούλο, προχωρήσαμε στο μάκρος του παραπέτου, όταν εκεί κάπου ο Μπόρχες άνοιξε κάτι σαν καταπακτή: "Εδώ δούλευαν κάτι εργάτες" είπε ¨κοιτάχτε¨. Κοίταξα και είδα μια μπανιέρα, μόνη.
Η διήγησή του δίνει την εντύπωση ενός υστερόγραφου στη ¨Βιβλιοθήκη της Βαβέ먻.

[Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ΄, (Ιούλιος 1964), επιμ. Κ. Κρίκου-Davis, Ίκαρος 2019]

2003: Τα παιδιά του δρόμου (Τιφλίδα – ένα χατσιαπούρι)

Περπατούσα αργά, μουσκευόμουν. Κατέβαινα τη λεωφόρο Τσαβτσαβάτζε, πλησίαζα στο ξενοδοχείο μου. Στη τελευταία γωνία, κάτω από ένα υπόστεγο, ερχόταν ένας ήχος που θύμιζε καλαμένια φλογέρα. Εκεί ήταν ένα παιδί ηλικίας οκτώ ετών περίπου, ένα παιδί κακοντυμένο, ένα παιδί όμορφο, με ένα πολύχρωμο σκούφο στο κεφάλι του, που φυσούσε σε ένα πλαστικό καλαμάκι και, κοιτάζοντας τους ελάχιστους περαστικούς στα μάτια, έπαιζε μια ήρεμη μελωδία: ένας δεξιοτέχνης. Το πλαστικό καλαμάκι γεννούσε τη μελωδία, που το παιδί είχε γεννήσει μέσα του. Δίπλα του το σκυλί.

Το πλησίασα. Δεν έπαψε να παίζει. Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Συνέχισε να παίζει, η μελωδία με χτυπούσε κατάμουτρα. Το ρώτησα γιατί στεκόταν εκεί. Μου έδειξε στην απέναντι πλευρά του στενού δρόμου ένα μισοφωτισμένο μαγαζί που πουλούσε χατσιαπούρι (είδος τυρόπιττας στην Γεωργία, που πωλείται σε φούρνους, αλλά και στο δρόμο από υπαίθριους περιποιητές) μου ψιθύρισε ότι πεινούσε, περίμενε να μαζέψει λίγα χρήματα για να αγοράσει ένα χατσιαπούρι. Κοίταξα γύρω μου, σκέφτηκα πως κάποιος ενήλικος είχε βάλει εκεί το παιδί να ζητιανέψει και να του πάρει τα λεφτά. Του έδωσα χρήματα, του είπα να πάει απέναντι και να φάει, να κρατήσει τα ρέστα για να φάει και αύριο. Του είπα πως θα στεκόμουν κάτω από το υπόστεγο για να βεβαιωθώ ότι θα έτρωγε και ότι δεν θα εμφανιζόταν κάποιος να του πάρει τα χρήματα. Του είπα να φάει μέσα στο μαγαζί και να μην τολμήσει να βγει στο δρόμο, σκέφτηκα πως αν έβγαινε στο δρόμο κάποιος θα του έκλεβε το φαγητό του. Του είπα να φυλάξει το πλαστικό καλαμάκι, δεν του χρειαζόταν άλλο σήμερα. Του είπα πως αν έτρωγε μέσα στο μαγαζί, θα βλεπόμαστε κάθε μέρα την ίδια ώρα, θα του έδινα χρήματα κάθε βράδυ για να έχει το δείπνο του. Με άκουγε σοβαρό. Με άκουγε και το σκυλί.

Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω την αξιοπρέπεια εκείνου του παιδιού. Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω τη ματιά του: στεκόταν πίσω από τη μισοφωτισμένη βιτρίνα του μισοφωτισμένου μαγαζιού, έτρωγε αργά, κατάπινε αργά, κοίταζε το χατσιαπούρι του, μου έδειχνε ότι το έτρωγε πράγματι, εκείνη τη στιγμή έγινε διακοπή ρεύματος. Το σκυλί με πλησίασε.

Πέρασα στην απέναντι μεριά του δρόμου, έβλεπα το παιδί, τα μάτια του παιδιού. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνα τα μάτια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το παιδί, που δεν συνάντησα άλλη φορά, που δεν ήρθε στο ραντεβού μας: η συγκίνηση δεν με άφησε να μάθω περισσότερα για εκείνο το παιδί. Ο σκύλος δεν ήξερε κάτι.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα μάτια του. Την αγάπη του. Χάιδεψα τον σκύλο. Μου έκανε χαρές. ‘Ηταν δίπλα μου τις λίγες μέρες που έμεινα στην Τιφλίδα. Ύστερα, χαθήκαμε. Φορτώσαμε παλιοσίδερα στο Πότι και φύγαμε για Μοντεβιδέο.

Τόνι Μόρισον (1931-2019)

Στις 5 Αυγούστου πέθανε η βραβευμένη με Νομπέλ (1993) Αφρο-Αμερικανίδα πεζογράφος Toni Morrison. Μυθιστορήματά της: The Bluest Eye (Το πιο γαλανό μάτι, 1970), Sula (Σούλα, 1973), Song of Solomon (Τραγούδι του Σολομώντα, 1977), Tar Baby (Μωρό από πίσσα, 1981), Beloved (Αγαπημένη, 1987), Jazz (Τζαζ, 1992), Paradise (Παράδεισος, 1997), Love (Αγάπη, 2003), A Mercy (Έλεος, 2008), Home (Σπίτι, 2012), God Help the Child (Ο Θεός να σώσει το παιδί, 2015).

«Η αγάπη δεν είναι ποτέ καλύτερη από εκείνον που αγαπά.»
(Το πιο γαλανό μάτι)

«Αν παραδιδόσουν στον αέρα, θα μπορούσες να πετάς.»
(Τραγούδι του Σολομώντα)

«Ο ρόλος της ελευθερίας είναι να ελευθερώσεις κάποιον άλλον.»
(Ομιλία σε τελετή αποφοίτησης στο Κολέγιο Μπάρναρντ το 1979)

«Δεν ζήτησα ποτέ από τον Τολστόι να γράψει για εμένα, ένα μικρό έγχρωμο κορίτσι στο Λορέιν στο Οχάιο. Δεν ζήτησα ποτέ από τον Τζόυς να μην αναφέρει τον Καθολικισμό ή τον κόσμο του Δουβλίνου. Ποτέ. Και δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να μου ζητηθεί να εξηγήσω τη δική σου ζωή σε εσένα. Έχουμε υπέροχους συγγραφείς να το κάνουν αυτό, αλλά εγώ δεν είμαι μία από αυτούς. Είναι αυτή η ιστορία του να είσαι παγκόσμιος, μια λέξη απελπισμένα απαλλαγμένη από κάθε νόημα για εμένα. Ο Φώκνερ έγραφε αυτό που υποθέτω θα μπορούσε να αποκληθεί τοπική λογοτεχνία και εκδιδόταν σε όλον τον κόσμο. Αυτό είναι που θέλω να κάνω. Αν προσπαθούσα να γράψω ένα παγκόσμιο μυθιστόρημα, θα ήταν νερό. Η ερώτηση που μου γίνεται υποκρύπτει τον υπαινιγμό ότι το να γράφεις για μαύρους ανθρώπους κατά κάποιον τρόπο μειώνει το γράψιμο. Όπως το βλέπω, υπάρχουν μόνο μαύροι άνθρωποι. Όταν λέω ‘άνθρωποι’, αυτό εννοώ.»
(Συζήτηση με τον Thomas LeClair στο περ. New Republic, 21 Μαρτίου 1981)

«Το γράψιμο για εμένα είναι μια προχωρημένη και αργή μορφή ανάγνωσης. Αν βρεις ένα βιβλίο που πραγματικά θέλεις να διαβάσεις αλλά δεν έχει γραφεί ακόμη, τότε πρέπει να το γράψεις.»
(Συνέντευξη στην εφ. The Cincinnati Enquirer, 27 Σεπτ. 1981, μετά από ομιλία στο Συμβούλιο Τεχνών του Οχάιο)

«Οι προσδιορισμοί ανήκουν στους προσδιοριστές, όχι στους προσδιοριζόμενους.»
(Αγαπημένη)

«Αν δεν μπορείς να το φανταστείς, δεν μπορείς να το έχεις.»
(Διάλεξη στο Πόρτλαντ, Όρεγκον το 1992)

«Μόνον η γλώσσα μάς προστατεύει από τον τρόμο των πραγμάτων χωρίς όνομα.»
(Oμιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ)

«Πεθαίνουμε. Αυτό μπορεί να είναι το νόημα της ζωής. Αλλά κάνουμε γλώσσα. Αυτό μπορεί να είναι το μέτρο της ζωής …»
(Ομιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ)

«Πιστεύω στη δύναμη της γνώσης και στην αγριότητα της ομορφιάς, οπότε, όπως το βλέπω, η ζωή σας είναι ήδη ένα έργο τέχνης – που περιμένει, απλώς περιμένει, από εσάς να την κάνετε τέχνη.»
(Ομιλία σε τελετή αποφοίτησης στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον το 2005)

Για τον Λαυρέντη


Με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα συνεργαστήκαμε μόλις δύο χρόνια 1993-95. Δεν προλάβαμε να γίνουμε φίλοι αλλά κάναμε πολύ ωραία τραγούδια.

Σ’ ευχαριστώ πολύ Λαυρέντη, γιατί χάρη στις αρετές ενός χαρισματικού Τραγουδοποιού σαν κι εσένα, άκουσα τα πρώτα μου σουξέ, με εξαίρεση το «Σου μι τζου» του Ξυδάκη που είχε προηγηθεί.

Είσαι αρτεσιανός μελωδός, ερμηνευτής με ιδιαίτερη χροιά φωνής και έχεις πολύ καλή σχέση με τον λόγο και τους ακροατές σου.

Χαιρετισμούς στον Μάνο και στους άλλους λαλητάδες του κάτω κόσμου. Να μας θυμάστε, όσο κι εμείς.


[…]

Κι εγώ μέσα στους αχινούς / στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς / ρωτούσα τα τζιτζίκια:

– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι / γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; / κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει

[ Oδυσσέας Eλύτης, Τα ρω του έρωτα ]

Ο Μορντίγιο δε μένει πια εδώ

«Αφού δημιούργησε τον κόσμο, ο Θεός έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα. Κατόπιν δημιούργησε την αίσθηση του χιούμορ. Ευτυχώς». Τα λόγια του Γκιγιέρμο Μορντίγιο θα μπορούσαν να χαραχθούν στον τάφο του. Ο θάνατός του, ακριβώς πριν ένα μήνα (1/7/2019) και λίγο πριν γιορτάσει τα 87α γενέθλιά του, άφησε ένα μεγάλο κενό στην –ανεξάντλητη κατά τα άλλα– σάτιρα. Ένας από τους πιο αγαπημένους καρτουνίστες (στο χαρτί και στην οθόνη), ο Γκιγιέρμο Μορντίγιο υ Μερέντεζ όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες από γονείς Ισπανούς μετανάστες. Έμελλε να γίνει –κυριολεκτικά– ένας πολίτης του κόσμου, με πολλές χώρες να τον φιλοξενούν στη δημιουργική ζωή του.
Αφετηρία του η Αργεντινή, όπου σε ηλικία μόλις 18 ετών, εικονογραφεί με επιτυχία παιδικά βιβλία και παρουσιάζει τις πρώτες ταινίες του κινουμένων σχεδίων στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το 1955 ταξιδεύει στο Περού, δημιουργεί χιουμοριστικές κάρτες και δημοσιεύει τα πρώτα δείγματα του μετέπειτα στιλ που τον χαρακτήρισε: 2-4 εικόνες, σε οριζόντιο «σινεμασκόπ» format, ή σε κάθετες στήλες, παρουσιάζουν «τηλεγραφικά» μια πλήρη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η τέχνη του Μορντίγιο είναι κατεξοχήν οπτική, με το απροσδόκητο να καιροφυλακτεί στη γωνία. Στο τέλος κάθε οπτικού χάι-κου, επιφύλασσε στους αναγνώστες την έκπληξη ενός γκαγκ. Πάντα αναπάντεχου, πάντα σκανταλιάρικου και πάντα ευφρόσυνου στο τελικό αποτέλεσμα.
Το ταξίδι του στην Αμερική, το 1960, διεύρυνε τους επαγγελματικούς του ορίζοντες. Ο Μορντίγιο άφησε στην άκρη το θεότρελο χιούμορ του και δούλεψε για λίγα χρόνια σε ένα άλλο, διαφορετικό πεδίο. Σε κάτι που ήδη γνώριζε καλά. Από το σχεδιαστήριό του, στα στούντιο της Παραμάουντ όπου προσελήφθη, βγήκαν αρκετές ταινίες κινουμένων σχεδίων με ετερόκλητους (σχεδιαστικά και χιουμοριστικά) πρωταγωνιστές: Από τον Ποπάι μέχρι τη Μικρή Λουλού.
Επόμενος όσο και καθοριστικός σταθμός στη δουλειά του ήταν η εγκατάσταση στο Παρίσι, στα μισά της δεκαετίας του ’60. Η φήμη του είχε προηγηθεί και έτσι περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας, όπως το γαλλικό Paris Match και το γερμανικό Stern, μαζί με διάφορους εκδοτικούς οίκους κόμικς τού πρόσφεραν την ευκαιρία να γίνει ευρύτατα γνωστός. Αφίσες, χιουμοριστικές κάρτες, ημερολόγια, παζλ και ένα σωρό άλλα προϊόντα με τις φιγούρες του, κατέκλυσαν την αγορά. Την περίοδο εκείνη διαμόρφωσε οριστικά το μινιμαλιστικό στιλ που ακολούθησε έκτοτε. Σε μια συνέντευξή του αποκάλυψε ότι οι χοντρές, πλακουτσωτές μύτες και τα γουρλωμένα μάτια που χαρακτηρίζουν τα ανθρωπάκια του, ήταν εμπνευσμένα από τους επτά νάνους της Χιονάτης, στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ που λάτρευε.
Το σύμπαν που δημιούργησε ο Μορντίγιο δεν είναι κλειστό. Αντίθετα, επικοινωνεί με το πνεύμα και το χιούμορ πολλών συναδέλφων του σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι τα αστεία ανθρωπάκια του Μορντίγιο «συνομιλούν» ισότιμα με τα αστεία ανθρωπάκια του δικού μας Κυρ. Ούτε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσει κανείς ότι τα ζώα που πρωταγωνιστούν στα σκίτσα του (από καμηλοπαρδάλεις μέχρι αγελάδες και ιποπποτάμους), κουβαλώντας τα σπαρταριστά βίτσια και τον ασυγκράτητο ερωτισμό τους, είναι εφάμιλλα με κάποιους επιγόνους στην κιβωτό του Αρκά («Ξυπνάς μέσα μου το ζώο»).
Στη διάρκεια της καριέρας του, ο Μορντίγιο δημιούργησε περισσότερα από 2.000 σκίτσα, παράγοντας, όπως είχε δηλώσει, γύρω στα 60-80 τον χρόνο. Όλα χωρίς λόγια. Η αιτία αυτής της καθολικής σιγής στις εικόνες είχε να κάνει με τον Μορντίγιο και την αδυναμία του να μάθει γαλλικά. Αφού λοιπόν δεν τα μιλούσε, επέβαλε σιωπητήριο και στους ήρωες του. Ότι έχουν να πουν, το λένε με τη γλώσσα του σώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σπουδαίος μίμος Μαρσέλ Μαρσό, προλογίζοντας ένα άλμπουμ με σκίτσα του μεγάλου Αργεντίνου, έγραψε τα ακόλουθα: «Βαθιά μέσα του είναι ένας ποιητής της ματιάς και της ψυχής. Οι χαρακτήρες του, παράδοξοι και αστείοι, στέκονται μπροστά μας μαρτυρώντας την βαθύτερη ουσία τους. Μέσω αυτών, ο ποιητής Μορντίγιο αποκαλύπτει την πίστη του στην υπεροχή του ανθρώπου».

Ένα ωραίο απόγευμα (πριν) τη μεγάλη νύχτα…

― Ήρθα με το μπουζούκι του Μάρκου, να σου πρωτοπαίξω τα τραγούδια μας.
Έτσι μου είπε. Έτσι μου είχε πει εκείνο το πολύ φωτεινό για μένα απόγευμα ο Στέλιος ο Βαμβακάρης, μπαίνοντας με την Εβελίνα Αγγέλου του στο σπίτι μου.
Είχαμε χαθεί τελείως τα τελευταία χρόνια, ομολογώ. Κι είχαμε γνωριστεί για το Μια Μέρα τη Νύχτα του Πανουσόπουλου, όπου εγώ κι ο Πανουσόπουλος μετά το σενάριο, και τα τραγούδια μαζί με τη μουσική του Στέλιου θέλαμε, βοηθήσαμε όσο καλύτερα να γίνουν. (Στο στούντιο τον πρωτοθυμάμαι, λοιπόν, με τον Γιάννη τον Μπαχ να είμαστε και τη Μαρίνα τη Σκιαδαρέση να ’χω φέρει εγώ, να τραγουδήσει με την τζαζ-μπλούζ φωνή της τα τραγούδια).
Συμπαθηθήκαμε, νομίζω, αμέσως με τον Στέλιο, που εντός του με τον Μάρκο τον πατέρα του και τα μπλουζ πάλευε συνέχεια ηρωικά. Έτσι μετά, όταν μου το ζήτησε, του έγραψα μια σειρά τραγουδιών, το «Σαν Μάρκο Πόλο», με τρεις στον τίτλο αυτό μέσα του σημασίες, με πιο βαθειά απ’ όλες το σαν, το άγιος. Τα τραγούδια αυτά ο Στέλιος τα μελοποίησε όλα, αλλά ποτέ δεν μπήκε στο στούντιο να τα ηχογραφήσει, γιατί και με την πρόταση που είχαμε τότε από την «Πρόταση» δεν συμφώνησε, άλλα σκεφτόταν, άλλα σ’ εποχές ήδη δύσκολες επιθυμούσε, ήθελε.
Έχω να πω: το μπουζούκι που τον έσωζε, την ίδια στιγμή γερός, πολύ γερός αντίπαλος μια ζωή τού ήταν, αλλά η πρότασή του κι ενδιαφέρον μεγάλο είχε, κι άμοιρη αξίας καθόλου δεν ήταν, τα ρεμπέτικα σαν μπλουζ, τα μπλουζ σαν ρεμπέτικα.

Κάποιος μου είπε πως ο Στέλιος έφυγε στον ύπνο του. Όπως την αγωνία της ηρεμίας είχε πάντοτε μέσα του, λιγότερες, πολύ λιγότερες να ήταν οι φωνές που του μιλούσαν από τα παλιά, στα σημερινά, στην τέχνη, στον βίο του. Οπότε …
Οπότε να ξαναπώ: πολύ, πάρα πολύ συγκινήθηκα, όταν μπήκε εκείνο το απόγευμα στο σπίτι μου, να μου πει τα λόγια αυτά που μου είπε, που σας τα ξαναλέω:
― Ήρθα με το μπουζούκι του Μάρκου, να σου πρωτοπαίξω τα τραγούδια μας.

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

1. Σαν Μάρκο Πόλο (ο ανέκδοτος κύκλος τραγουδιών του Σωτήρη Κακίση) :
http://mousikaproastia.blogspot.com/2018/10/blog-post_6.html
2. Ο υπνοβάτης (από το σάουντρακ της ταινίας του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια μέρα τη νύχτα») : Στίχοι: Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Πανουσόπουλος. Μουσική: Στέλιος Βαμβακάρης. Ερμηνεία: Μαρίνα Σκιαδαρέση
https://www.youtube.com/watch?v=vdRA0sRYvGc

Αυτό το μήνα, κάνουμε μια θερινή αναδρομή στα μέχρι τώρα αφιερώματα του Χάρτη:


Τεύχος 1 • Νάσος Θεοφίλου

στο αφιέρωμα για τον σπουδαίο πεζογράφο χαρτογραφούν:

Τάσος Γουδέλης: Συναντήσεις με τον Νάσο Θεοφίλου
Τάκης Γραμμένος: Με κατενώπιον εφήβου από τη ζωφόρο του Παρθενώνα
Νάσος Θεοφίλου:
«Ρήσεις»
Ποιήματα της Σαπφώς
Δημήτρης Καλοκύρης (Ερημόπολις - Τα τετράδια του ΝΘ)
Δημήτρης Καλοκύρης: Μια συνάντηση του ΝΘ με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Γιώργος Χουλιάρας: ΘΕΟCΦΙΛΟΥ
Φωτεινή Φραγκούλη: Η ορχήστρα
Θοδωρής Οικονόμου: Μερικές κρίσεις για το έργο του


Τεύχος 4 • Νίκος Χουλιαράς

στο αφιέρωμα για τον ζωγράφο, μουσικό και συγγραφέα χαρτογραφούν:

Δημήτρης Αγγελής: Αγαπητέ Νίκο Χουλιαρά
Μιχάλης Γκανάς: Γυάλινα Γιάννενα ΙΙ
Τάσος Γουδέλης: Η πραγματικότητα απαιτεί φαντασία
Κλεοπάτρα Δίγκα: Μιλώντας για ποιήματα μιλάει για ανθρώπους
Μάρω Δούκα: Ποιος Φώκνερ; Νίκος Χουλιαράς είναι.
Γιώργος Ζεβελάκης: «Ο Λούσιας»
Γιώργος Θεοχάρης: Ο θάνατος δεν έχει μυρωδιά
Σωτήρης Κακίσης: Ένα βράδυ με τον Χουλιαρά και τον Καρούζο
Δημήτρης Καλοκύρης: Τρία παρεστιγμένα
Χάρης Καμπουρίδης: Ο ζωγράφος Νίκος Χουλιαράς – Μια αναδρομή και μια αποκατάσταση
Θωμάς Κοροβίνης: Δυο λόγια για τον Νίκο
Δημήτρης Λεοντζάκος: Ο Χουλιαράς και οι λύκοι (εννέα θέσεις για την απελπισία)
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης: Νίκος Χουλιαράς, ο τραγουδοποιός, ο τραγουδιστής
Γιώργος Μουλουδάκης: Το δωμάτιο / Μια επίσκεψη στον Νίκο Χουλιαρά
Παυλίνα Παμπούδη: Ποίημα
Κατερίνα Σχινά: Για τον Νίκο Χουλιαρά
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Το παραμύθι, το όνειρο και ο μαγικός ρεαλισμός
Γιώργος Χουλιάρας: 31 Φεβρουαρίου 2019
Σοφία Χουλιαρά: Τα φορούσα;
Νίκος Χουλιαράς:
«Η τρύπα»
Πως ένας χώρος με χτίσματα και με νερά μ' έμαθε κάμποσα πράγματα για τη ζωή και για τους φίλους μου
Το σύγχρονο πρόσωπο της ελληνικής ζωγραφικής {xειρόγραφα}
Για τη ζωγραφική του / Περί τέχνης {xειρόγραφα}


Τεύχος 5 • Mάνος Ελευθερίου

στο αφιέρωμα για τον ποιητή χαρτογραφούν:

Γιώργος Ζεβελάκης: «Χάσαμε το πιο τίμιο — τη φωνή του»
Δημήτρης Καλοκύρης: Ο Μάνος Ελευθερίου στο περιοδικό «Το Τέταρτο»
Σωτήρης Κακίσης: Μια ιστορία και με τον Μάνο Ελευθερίου
Βασίλης Λαμπρόπουλος: H φιλία ως μελέτη βίου
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης: Χρόνια και λόγια κερδισμένα
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Η πεζογραφία του Μάνου Ελευθερίου
Μάνος Ταξίδης [=Μάνος Ελευθερίου]:
Συνέντευξη με τον Μίλτο Σαχτούρη
Σχόλια από την «Οδό των Φιλελλήνων»
Μάνος Ελευθερίου: Εικονογραφημένη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους


Τεύχος 6 • Mίμης Σουλιώτης

στο αφιέρωμα για τον ποιητή και δάσκαλο της γραφής χαρτογραφούν:

Νάσος Βαγενάς: Άσιλα, όντως, ιν ντηντ
Δημήτρης Καλοκύρης: Κείμενα, γράμματα και άλλα τινά
Βασίλης Καραγιάννης: Σουλιώτικα ενσταντανέ στην Άνω-Δυτική Μακεδονία
Τριαντάφυλλος H. Κωτόπουλος: Θανάτου αγωνία στην ποίηση του Μ. Σουλιώτη
Σοφία Νικολαΐδου: Μνήμη Μίμη
Μανόλης Ξεξάκης: Επιστροφή από την Ξεχασμένη
Θεόδωρος Παπαγγελής: Η Ποιητική του Μίμη Σουλιώτη: Η γοητεία μιας (ψευδο)αντίφασης
Αγγελική Πεχλιβάνη:
Ο Μ. Σουλιώτης και η γενιά του ’70: συγκλίσεις και αποκλίσεις
Τα μείζονα από τα ελάσσονα στην ποίηση του Μ. Σουλιώτη
Μανόλης Σαββίδης: Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές
Αλίκη Συμεωνάκη: Farewell, αφεντικό
Γιώργος Χουλιάρας: Τότε στου Τόττη (Κάβα Σουλιώτη)
Τίνα Χρηστίδη: «Να χρησιμοποιείς τις λέξεις σου σα να τις έχεις πολύ ακριβά αγορασμένες»
Μίμης Σουλιώτης:
Αυτοβιογραφικά σημειώματα
Νεανικά άρθρα
Πρώτα δημοσιεύματα
Το ηρωικό «Χασαπόχαρτο»
Φλώρινα (φωτογραφικό οδοιπορικό από το περ. «Το Τέταρτο»)
Δημιουργική γραφή (Οδηγίες πλεύσεως)



Ο «Χάρτης» σας εύχεται Αρωματώδες και Αναψυκτικό καλοκαίρι

Blue Canary

Πώς συμβαίνει –και ξυπνάς μια μέρα και το πρώτο πράμα που θυμάσαι είναι κάτι που είχες τέλεια ξεχασμένο για πάνω από έξι δεκαετίες τώρα– ένα τραγούδι που λεγόταν «Blue Canary», στη μια πλευρά ενός 45άρη δίσκου από τους πρώτους-πρώτους που πήρες ποτέ σου. Θυμάσαι και την τραγουδίστρια, μια κλασική σοπράνο, Βιενέζα, την κυρία Ρενάτε Χολμ.

Και εκτός από τον τίτλο και την τραγουδίστρια, θυμάσαι και τον σκοπό: «Blue Canary, λα λα λα λα…», στα γερμανικά. Τα βιολιά της ορχήστρας, βιολιά – ας ήταν ο ρυθμός κάποιος χορευτικός της εποχής, ένα beguine ας πούμε ή ένα αργό foxtrot. Μάλιστα, μάλιστα. Blue Canary. Τα απίθανα πράγματα που οδήγησαν στους μεγάλους έρωτες της ζωής μας, όπως η αγάπη για τη μουσική, η όπερα αργότερα !
Κατέβασα το τραγούδι από το You Tube και το άκουσα με ανάμεικτα αισθήματα νοσταλγίας και δυσφορίας. Πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα αυτά που συνέβαλαν στη γνωριμία μας και στην αγάπη μας για την τέχνη, φαίνονται αργότερα ασήμαντα και ταπεινά. Κάπως έτσι και η γοητεία που ασκούν πάνω μας κάποια πρόσωπα όσο ακόμα υπάρχει ανάμεσά μας η απόσταση του άγνωστου, που κάποια στιγμή υποχωρεί και κάποτε μεταβάλλεται σε απέχθεια και απόρριψη, όπως όταν ένας έρωτας τελειώνει, όταν ένας γάμος ή μια σχέση διαλύεται, όταν μια φιλία εκφυλλίζεται σε ανταγωνισμό ή σε περιφρόνηση. Ποιος άνθρωπος της δικιάς μου γενιάς θα ξαναδιάβαζε αργότερα στη ζωή του τα μυθιστορήματα του Κρόνιν ή της Περλ Μπακ; Ποιος μουσικόφιλος θα άκουγε αργότερα στη ζωή του με την ίδια προσήλωση και θαυμασμό το Ιταλικό Καπρίτσιο του Τσαϊκόφσκι ή το Ισπανικό του Κόρσακοφ; Αυτά τα εύληπτα, τα εύκολα κλειδιά που ξεκλειδώνουν τις πύλες της τέχνης, δεν είναι παρά τα ταπεινά εργαλεία που μας επιτρέπουν την είσοδο στους μαγικούς κήπους και στους δαιδαλώδεις δρόμους της δημιουργίας. Τα εγκαταλείπεις στο κατώφλι τους και δεν επιστρέφεις ποτέ σε αυτά.
Ίσως και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μας, γονείς, συγγενείς, παιδικοί φίλοι, κάτι παρόμοιο να είναι.

Περίπατοι γύρω από το κεφάλι μου

Πειραιάς, στις πρόσφατες ευρω-περιφερειακο-δημοτικο-κοινοτικές εκλογές. Περιμένοντας στην ουρά, η κουβέντα με τον ηλικιωμένο ψηφοφόρο ήταν σύντομη αλλά πολύ κατατοπιστική. Ο ίδιος είχε αποφασίσει πού θα ρίξει την ψήφο του. Για το σκυλάκι που ισορροπούσε στην πλάτη του, δεν έπαιρνε όρκο. Θα μπορούσε, φυσικά, να τον έχει αφήσει στο σπίτι. Αλλά, όπως σχολίασε σκωπτικά, ο σκύλος του είναι κατά της αποχής.

Τα σκυλιά


[ 1529, Μπερναντίνο δε Σααγκούν ]

O Φραγκισκανός μοναχός Μπερναντίνο δε Σααγκούν (1499-1590) έφτασε το 1529 στη «Νέα Ισπανία» (Μεξικό) με αποστολή την διδασκαλία των λατινικών στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο του Αγίου Σταυρού στο Τλατελόλκο. Μαθητές του ήταν γιοι της ιθαγενούς αριστοκρατίας. Στο δωδεκάτομο έργο του Γενική Ιστορία των Πραγμάτων της Νέας Ισπανίας, αποτέλεσμα μελέτης και έρευνας στις επαρχίες του Μεξικού επί τριάντα χρόνια, συγκέντρωσε και διέσωσε τις αρχαίες φωνές, τις γιορτές των Ινδιάνων, τις ιεροτελεστίες τους, τους θεούς τους, τις αφηγήσεις για τις κινήσεις του χρόνου και των άστρων, τους μύθους, τα φάρμακα και καταπότια, τις ιστορίες του μακρινού παρελθόντος και τα γεγονότα της κατάκτησης της χώρας. Βεβαιώνεται ότι έγιναν τρία χειρόγραφα του έργου. Επτά χρόνια πριν τον θάνατο του Σααγκούν, ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ διέταξε να εξαφανιστούν εκείνα τα χειρόγραφα, ώστε να μην απομείνει ούτε πρωτότυπο, ούτε αντίγραφο, επειδή τέτοια έργα διέδιδαν την ειδωλολατρία και προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, αφού αποδείκνυαν πως οι Ινδιάνοι ήταν άνθρωποι παρόλο που δεν ήταν χριστιανοί. Στο πόνημα με τον τίτλο Φλωρεντινός Κώδικας, ο Σααγκούν εξηγεί πως οι σκύλοι, είδος γηγενών ισπανικών μπουλντόγκ, καταδίωκαν τους οπλισμένους ιθαγενείς όπως τα πρόβατα, έτσι που οι στρατιώτες δεν είχαν λόγο να χρησιμοποιήσουν ασπίδες, ούτε βέλη. Οι σκύλοι βάδιζαν επικεφαλής και αρκούσε μία και μόνη εντολή ώστε να ορμήσουν εναντίον του εχθρού, που κατατρόμαζε από τις αιμοδιψείς ματιές τους και τα εκκωφαντικά γρυλίσματά τους. Κανένας δεν γλίτωνε από τα δόντια τους, ούτε κανένας ήταν καλύτερος από τον Μπεθερίλιο.
Είναι θεμιτή η υποψία πως ο Δομήνικος Θεοτολόπουλος αρνήθηκε να προσθέσει ένα σκύλο στον πίνακά του «Το όνειρο του Φίλιππου Β’», δικαιολογούμενος ότι σε κανένα έργο του δεν είχε εμφανίσει σκύλο και συνεπώς δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να ζωγραφίσει αυτόν τον σύντροφο του ανθρώπου. Εξάλλου, κανένας σκύλος δεν συνόδευε τον Φίλιππο Β’, που επισκεπτόταν κάθε Σαββατοκύριακο το πάνθεον Ελ Εσκοριάλ, σχεδιασμένο για την αιώνια ανάπαυσή του και έριχνε τους καλύτερους ύπνους στο φέρετρό του. Η παραγγελία του ήταν να κάνουν εξήντα χιλιάδες δεήσεις στο όνομά του, όταν έφευγε από το θρόνο του για μόνιμη εγκατάστασή του στο φέρετρο, σε αυτόν τον σύντροφο του ανθρώπου.

1668 και 1795 (Αϊτή- Κούβα)

Οι απόγονοι του σκύλου Λεονθίκο, εκατόν πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, έχουν κυριεύσει την Αϊτή και άλλα νησιά. Εκείνοι οι μολοσσοί έχουν πολλαπλασιαστεί και κυκλοφορούν σε αγέλες, κατασπαράζοντας αγριογούρουνα, ενώ διεκδικούν από τους πειρατές την περιοχή. Κάθε νύχτα ακούγονται τα ουρλιαχτά τους από το δάσος και οι πειρατές κοιμούνται με τον τρόμο στην ψυχή. Ευτυχώς, η Γαλλία έστειλε φορτίο με δηλητήριο. Θανατώνονται λοιπόν μερικά άλογα και τα κουφάρια τους σκορίζονται παντού με το δηλητήριο στην κοιλιά τους. Με αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η μάστιγα των αδέσποτων σκύλων σε εκείνη την περιοχή.
Εκατόν τριάντα χρόνια αργότερα, τα σκυλιά της Κούβας ήταν περιζήτητα. Με αυτά, οι Γάλλοι έπιασαν πολλούς μαύρους φυγάδες στα βουνά της Αϊτής, ενώ μερικά τέτοια σκυλιά ήταν αρκετά για να εξολοθρεύσουν τους Ινδιάνους με λίγες δαγκωνιές. Έτσι λοιπόν, οι Άγγλοι γαιοκτήμονες της Κούβας στέλνουν από το Λονδίνο στην Κούβα σκυλιά για το καλό των κατοίκων και την ασφάλεια του νησιού. Οι πιο πολιτισμένες κι εξευγενισμένες χώρες της Ευρώπης, λένε οι Άγγλοι γαιοκτήμονες, καταδιώκουν με άλογα τον εχθρό. Γιατί λοιπόν να μην χρησιμοποιήσουν σκυλιά για να ξετρυπώσουν τα λημέρια των φυγάδων, εφόσον οι μαύροι είναι πιο άγριοι και από τα σκυλιά; Το καράβι που μεταφέρει τέτοιο φορτίο ποδίζει στην Τζαμάικα. Αδειάζουν εν ριπή οφθαλμού οι δρόμοι, οι πόρτες κλείνουν ερμητικά. Σαράντα Κουβανοί ανιχνευτές στέκονται στη γραμμή, κάτω από το φως των δαυλών. Ο καθένας κρατά, αλυσοδεμένα στη μέση του, τρία τεράστια σκυλιά. Μερικά μοιάζουν με τα ελληνικά μπουλντόγκ, μια ράτσα που έχει πια εξαφανιστεί, ιδιαίτερα αγαπητή όμως στον Σουλτάνο Μωάμεθ Δ’, απαραβίαστη η θέλησή του, καθώς ο ένας και μοναδικός Θεός ορίζει.

Ο Πολλαπλασιαστής

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Κρεμαγιέρα είναι μια συσκευή που έχει να κάνει με την επεξεργασία γάλακτος και τη ζαχαροπλαστική (ή κάτι σαν το κρεμόριο, ας πούμε, κάτι άσπρους κρυστάλλους που προέρχονται από το κατακάθι του κρασιού, την τρύγα)· ότι το Ακρόμπαρο αναφέρεται σε μεθοριακό κυλικείο (που αναδίδει μια ιδιαίτερη Barila)· η Πεταλούδα του Γκαζιού ένα είδος λεπιδόπτερου που ευδοκιμεί μέσα σε υγραέριο· το Διαφορικό με τους λογισμικούς ρυθμούς μεταβολής των ποσοτήτων στα μαθηματικά· η Μίζα αποκλειστικά με την πιστοληπτική ικανότητα δημοσίων λειτουργών· ο Γρύλλος Μπουκάλας ορθόπτερο έντομο ασφαλώς (ίσως και να συγγένευε με τον Παντελή…)· ο Τεμπέλης του Τιμονιού κάποιος αργόσχολος μεσογειακός οδηγός· ο Κάβουρας πρώτη ύλη για γκουρμέ μακαρονάδα· και το Σινεμπλόκ αλυσίδα κινηματογραφικών αιθουσών, όταν αναφέρθηκε από τον μηχανικό ως υπόλογος της βλάβης του αυτοκινήτου Μου ο μυστηριώδης Πολλαπλασιαστής, υπέθεσα πως είναι κάποιος απελπισμένος θρησκευόμενος, σαν τον Εκκλησιαστή, που επικρίνει υπεροπτικά τον κινητήρα, προσθέτοντας ενοχές στην ηθική του ακεραιότητα. – Και δεν έπεσα έξω.

Πριν πολλά χρόνια, σ’ ένα κείμενό μου, στην Ελευθεροτυπία νομίζω, τον είχα ―με τα σωστά μου― αποκαλέσει ποιητή. Γιατί τότε ακόμα μού ήταν πρόσφατο το που γονάτιζα κάθε πρωί στο περίπτερο απέξω για να δω τις εκτός συναγωνισμού γελοιογραφίες του, μια κι ό,τι άλλο είχαν οι εφημερίδες συνήθως αδιάφορο ήταν, είναι.
Με τον Γιάννη Ιωάννου γίναμε φίλοι αργότερα, με τον Κύριλλο Σαρρή ανάμεσά μας πάντα, κοινό μας φίλο, ―Άντε, τι θα γίνει, λέγαμε κάθε φορά στο τηλέφωνο, πες στον Κύριλλο να τα πούμε επιτέλους κι από κοντά…
Στη γιορτή του ―την ιερή επιπλέον για μένα λόγω του πατέρα μου― του τηλεφωνούσα ανελλιπώς, κι ο Γιάννης με καλούσε πάντοτε στο σπίτι τους, όμως για κάποιο λόγο κάθε φορά διαφορετικό έτυχε να μην πάω ποτέ.
Ειδωθήκαμε επιτέλους όταν τον ξεκούνησα στο θέατρο ενός κωμικού που είχα ξεχωρίσει να πάμε πριν κάποια χρόνια, να ξεσκάσει. Γέλασε με την ψυχή του πράγματι, συγκινήθηκε μάλιστα με το πώς και πόσο τον αγαπάγαμε εγώ και κάποιοι δικοί μου άνθρωποι ― από ’κει κι η φωτογραφία που τους έβγαλα με τον κουμπάρο μου, τον Τζίμη Πανούση.


Ξαναβρεθήκαμε ωραία και καλά ένα άλλο βράδυ στον ιστορικό «Πειναλέοντα», του Μακάριου του Αβδελιώδη στη Μαυρομιχάλη, με τον Πέτρο Ζερβό, τον άλλο αγαπημένο μου αυτή τη φορά μαζί μας.
Ο Ιωάννου, ο Γιάννης, πάντα ευγενής και χαμηλόφωνος, σε κόσμο, στον κόσμο του τον εσωτερικό ταυτόχρονα ήταν κάθε στιγμή, έτσι τον ένοιωθα κι εγώ να ’ναι. Στον κόσμο ενός πραγματικού ποιητή, το επαναλαμβάνω μετ’ επιπλέον λόγου γνώσεως και τώρα, που πολλά-πολλά δεν θα ‘θελε και με κάποιους καταφερτζήδες της τέχνης του που τον διαδέχτηκαν, κατέλαβαν τους χώρους, και κάποτε και τον παραμέρισαν ίσως. Που θριάμβευσαν στη γελοιογραφία, την τόσο βαθιά κι αυτήν υπόθεση, ως Φραντζόλες κι Απόλλωνες αντίστοιχοί τους στο τραγούδι, εξυπνάκηδες, ετοιματζήδες, ρηχά αντιγράφοντας κάποιους ξένους, που ούτε το ελάχιστο από τα τόσα στις μέρες μας δημοφιλή τους στο μέλλον δεν πρόκειται να υπάρχουν, να μείνουν.

Ενώ από τον Ιωάννου …

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

Αντίο Γιάννη


Η τελευταία φορά που η παρέα φίλων, γνωστών, αλλά και θαυμαστών του καυστικού του χιούμορ βρέθηκε με τον Γιάννη, ήταν στην έκθεση «Democrisis – Η Δημοκρατία σε Κρίση» που παρουσιάστηκε πριν δύο μήνες από τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων (από όπου και η φωτογραφία, 1.4.19). Ιδρυτικό μέλος της και πάντα παρών ο Γιάννης Ιωάννου, ήταν εκείνο το βράδυ στα εγκαίνια, μίλησε με πολλούς και δεν παρέλειψε να σκιτσάρει, αφιερώνοντας αυτά τα βιαστικά, αλλά πλήρη γραμμών και ιδεών, σκαριφήματα σε όποιους το ζητούσαν.

Δεν ήταν λίγοι, όσοι περιστοιχίστηκαν γύρω του, περιμένοντας τη σειρά τους. Αποτελούσαν μικρό μόνο μέρος από τη στρατιά των αναγνωστών που τον ακολουθούσαν πιστά για χρόνια. Από το 1975 που άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες στο περ. Αντί και αργότερα στις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε (χώρια οι εκδόσεις άλμπουμ με συγκεντρωμένη δουλειά του), έκτισε μια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό αρνούμενος να κάνει συμβιβασμούς και εκπτώσεις στην τέχνη του.

Γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη, πτυχιούχος αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ και πολεοδομίας στο Παρίσι, εργάστηκε σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία έως το 1975. Η Μεταπολίτευση και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποτέλεσαν το έναυσμα, ώστε να αλλάξει ρότα. Εγκατέλειψε την αρχιτεκτονική και αφιερώθηκε σε μία τέχνη που υπέφωσκε εντός του και εκδηλώθηκε με εντυπωσιακή ωριμότητα. Όχι πια στο χαρτί της αρχιτεκτονικής μακέτας, αλλά σε εκείνο του ανατρεπτικού σκίτσου με την (πάντα οξυδερκή) πολιτική ανάλυση.

Μαζί με αυτά άλλαξε και το όνομά του. Από Γιάννης Δημόπουλος έγινε Γιάννης Ιωάννου και με αυτό το ψευδώνυμο έγραψε τη δική του, αξιοσημείωτη ιστορία στην ελληνική γελοιογραφία. Ο ίδιος, σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στον γράφοντα, για την τηλεοπτική σειρά «Έλληνες γελοιογράφοι» (ΕΡΤ-2), είχε πει ότι υιοθέτησε αυτό το ψευδώνυμο (από το όνομα του πατέρα του), επειδή οι δικοί του θα ένιωθαν άσχημα βλέποντας το επίθετό του σε μια τόσο «άστοχη» επαγγελματική επιλογή.

Στην ίδια εκπομπή είχε θίξει, μεταξύ πολλών άλλων, δύο καίρια στοιχεία που αφορούν την τέχνη του: Τον άχρονο χρόνο, ο οποίος λειτουργεί υποδόρια στις (καλές) γελοιογραφίες της επικαιρότητας και τους επιτρέπει να λειτουργούν, ως απόηχος, πολύ πέραν του ενεστώτα χρόνου. Κατά δεύτερο, την εξ ορισμού θέση της σάτιρας μπροστά και απέναντι από την εξουσία. Αλλιώς, οι γελοιογράφοι κινδυνεύουν, όπως έλεγε, να γίνουν γελωτοποιοί μιας «βασιλικής αυλής».

…Εφιαλτίσκος


Την Καθαρή Δευτέρα –ξημερώνοντας– ονειρεύτηκα ότι με είχαν κατατάξει από τον οικείο μου δήμο να γλεντήσω σε μια υπό κατασκευήν πλατεία, εντελώς δωρεάν, με κρασί και μεζέδες που η αξία τους περιλαμβάνεται στα δημοτικά τέλη. Αίφνης όμως, τ’ όνειρό μου συσκοτίσθηκε από διακοπή ρεύματος που οφειλόταν σε αναδρομική άρνηση της δαιμονίας Πολιτισμικής Υπουργού να καταβάλει τα τέλη της τηλεραδιοφωνίας που είναι ενσωματωμένα στην απόδειξη εξηλεκτρισμού της. Τέτοια συσκότιση για μια απλή ενσωμάτωση! Έτσι λοιπόν απροσδόκητα συσκοτισμένος, αναγκάστηκα να ενισχύσω τα όνειρά μου με την μπαταρία που ρυθμίζει τον βηματοδότη της ψυχής μου. Όμως με μια εκτός δικτύου κι ελλιπή ενέργεια, δεν είναι δυνατόν να βλέπεις αμερόληπτα όνειρα. Με την ενίσχυση της μπαταρίας μου αραίωσε λίγο το σκοτάδι κι αμέσως διέκρινα μεταμφιεσμένους συγγραφείς της αποβραδίς Καρναβάλιας Κυριακής, ν’ απειλούν την Υπάτη του Κρατικού μας Πολιτισμού ότι, αν δεν δοθεί φορολογική ασυλία στο λευκό παρθένο χαρτί των δημιουργών, θα θεαθούν –παρά την συσκότιση– φωσφορίζοντα κείμενα λογοτεχνών να καταλαμβάνουν τον εκτυπωτικό χώρο που τώρα κατέχουν οι οι προδιαγραφές και οι οδηγίες χρήσεως πάνω στα κουτιά με τις παιδικές τροφές, στις ετικέτες των φιαλών με τα διάφορα ποτά που καταναλώνονται σε κυλικεία και μπαρ, στις συσκευασίες με τις απορρυπαντικές των ερωτικών μας ενδυμάτων. Υπό την απειλήν της νέας αυτής εκδοτικής μεθόδου, είδα πολλούς εκδότες να πεθαίνουν αυτοβούλως, συνθλιβόμενοι μέσα στις τεράστιες μηχανές των τυπογράφων. Είδα ζωγράφους αυτομακιγιαρισμένους ν’ απειλούν ότι θ’ αυτοκτονήσουν τρώγοντας τα πανάκριβα χρώματά τους. Τότε ένιωσα εκουσίως ασκητής και άθελά μου αναχωρητής και ονειρεύτηκα τον ήδη ονειρευόμενο εαυτό μου ν’ ακούει δωρεάν πανάκριβη μουσική από εισαφόμενες κασέτες, μπροστά σε ένα –επί τούτου– στημένο περίπτερο από την αρμόδια υπηρεσία Πολιτισμού.
Μέσα σ’ αυτόν τον τρυφερό εφιάλτη έσπευσε να με συνδράμει μια παλιά ερωτική φίλη, καθώς την ονειρεύτηκα να με αφυπνίζει προσφέροντάς μου το εβαπορέ της στήθος για πρόγευμα, σαν τότε που μας καλημέριζε ο ήλιος στα μυστικά μας αγροκτήματα της Βόρειας Ευρώπης. Ήταν άκρως ερωτική στις αλλεπάλληλες ενσψματώσεις μας, αλλά οι φίλοι μας νόμιζαν πως επειδή δεν ήθελε μωρό την είχα ονομάσει Amoroza.

(περ. Το Τέταρτο, τχ. 12, 1986)

Γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω


Όσο περίεργο και αν είναι, γεγονός παραμένει ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Όχι μόνο δεν μπορώ να διαβάσω εκείνα που είχα κάποτε γράψει, καθώς δεν επιτρέπεται να κρατώ αρχείο, αλλά είναι αδύνατον να διαβάσω ακόμη και αυτά που με κάποιον τρόπο μόλις έγραψα, γιατί τα αφαιρούν, καθώς δεν μου επιτρέπουν να τα διαβάζω. Αμέσως αφαιρούνται από την οθόνη τα γράμματα που πληκτρολογώ, αν γράφω σε οθόνη και δεν υφίσταται μνήμη να ανακαλέσω. Αμέσως διαλύεται το χαρτί ή κάθε άλλη επιφάνεια στην οποία γράφω, αν γράφω σε κατεργασμένη για γράψιμο επιφάνεια. Αμέσως γκρεμίζονται πετρώματα και τοίχοι όπου γράφω σκαλίζοντας και είναι αδύνατον να τα διαβάσω. Δεν ξέρω αν έγραψα πόσο περίεργο είναι να μη μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω.
Δεν ξέρω γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν είναι θέμα ηλικίας, αν δηλαδή νομίζουν ότι είμαι σε ηλικία που δεν επιτρέπεται να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν θέλουν να με προφυλάξουν από τις βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης, από τις κακές της επιδράσεις, από την απώλεια χρόνου που συνεπάγεται, από την απομόνωση από το περιβάλλον που προκαλεί, από την αδυναμία των άλλων να με διακόψουν ενώ διαβάζω, από τις συνεχείς μεταφορές σε άλλους τόπους και εποχές.
Δεν ξέρω σε ποιο τόπο ή εποχή βρίσκομαι, καθώς δεν επιτρέπεται να διαβάζω και τρόπο σύγκρισης δεν έχω. Δεν ξέρω ποιοι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Είναι οι γονείς μου; Τα παιδιά; Οι σύντροφοι; Οι δεσμοφύλακες της καθημερινότητας; Άνθρωποι των φυλακών που με φροντίζουν; Αν αυτοί είναι που δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, ποιος είμαι εγώ που γράφω, τι χρώμα έχω, τι φύλο, πού ανήκω, πώς γράφω; Αν δεν είναι το ίδιο να διαβάζω και να γράφω, τι είναι ίδιο και τι είναι διαφορετικό; Δεν ξέρω αν έγραψα ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Αυτό που ξέρω είναι ότι, αφού δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, συνεχώς γράφω.

1960: Η απώλεια του SS Francisco Morazan και του SS Stanbrook


Το SS Francisco Morazan είχε αποπλεύσει από το Σικάγο στις 27 Νοεμβρίου 1960 με 940 τόνους γενικού φορτίου και προορισμό την Ολλανδία. Πλοίαρχος, με πέντε χρόνια κιόλας ναυτοσύνης, ήταν ο Εδουάρδος Τριβιζάς, είκοσι πέντε χρονών, απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Μαζί του η γυναίκα του Αναστασία, είκοσι εννιά χρονών, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Την επομένη κιόλας, ο αέρας ήταν δυνατός, τα κύματα έφταναν στην κουβέρτα, χιόνι άρχισε να πέφτει, η ομίχλη κοβόταν με το μαχαίρι. Το πλοίο εξόκειλε εκατό μέτρα έξω από το νησί Νότιο Μανιτού. Η κακοκαιρία δεν έλεγε να καταλαγιάσει, τα κύματα κάθιζαν το σκάφος βαθύτερα στην άμμο. Βούλιαζε αργά. Πρώτη το εγκατέλειψε η Αναστασία λόγω εγκυμοσύνης, ύστερα το πλήρωμα. Στις 4 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Εδουάρδος Τριβιζάς κλείδωσε την πόρτα του πιλοτήριου και βούτηξε στα νερά. Η ακτοφυλακή τον παρέλαβε. Ποτέ δεν μαθεύτηκε σε ποιον ανήκε το SS Francisco Morazan εκείνες τις μέρες, ούτε κανείς προσπάθησε να το αποκολλήσει ή να το διαλύσει. Έμεινε εκεί και δέχεται ως σήμερα επισκέπτες, όταν ο καιρός το επιτρέπει. Ήταν δεν ήταν τότε σαράντα ετών. Είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία το 1922, είχε αλλάξει έντεκα πλοιοκτήτες, πέντε σημαίες και οκτώ ονομασίες. Η πρώτη (1922-1934) ήταν ευαισθήτως γερμανική (Arcadia), η τρίτη ήταν εγωπαθώς αγγλική (Empire Congress, 1945-1946), η τελευταία (Francisco Morazan, 1958) ήταν σφοδρώς ελληνική, αφού το πλεούμενο ανήκε στον εφοπλιστή Κ. Τ. Τραπεζούντιο, ο οποίος θα είχε αναρωτηθεί:

Στρατηγέ,
τι ζητούσες στο Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα,
εσύ,
ένας θαυμαστής του Κήπου του Λουξεμβούργου;


Τούτων δοθέντων, θα έπρεπε να ήταν γνωστή η απάντηση σε αυτό το ερώτημα από το 1939 κιόλας. Την είχε δώσει ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον σε ηλικία 47 ετών, πλοίαρχος του φορτηγού γενικού φορτίου SS Stanbrook. Είχε φτάσει στο Αλικάντε και περίμενε εντολές των πλοιοκτητών για να φορτώσει καπνά, πορτοκάλια και σαφράν. Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε αναδείξει νικητή τον Φρανθίσκο Φράνκο και ο Δημοκρατικός Στρατός είχε διαλυθεί. Χιλιάδες μαχητές, άοπλοι πολίτες και γυναικόπαιδα έσπευδαν να εγκαταλείψουν τη χώρα δίχως προορισμό, αρκεί να γλίτωναν από τους νικητές. Οι φήμες και, πολύ περισσότερο, η πραγματικότητα δεν επέτρεπαν ελπίδες σωτηρίας. Τα παραδείγματα συνοπτικών εκτελέσεων, ανηλεών καταστροφών και βασανιστηρίων, η ισοπέδωση πόλεων από τυφλούς και συστηματικούς βομβαρδισμούς, δεν ήταν οι μόνες αιτίες φυγής. Η πείνα, η διάλυση των οικογενειών, η απόγνωση της ολοκληρωτικής ήττας, η πολιτική αναγνώριση του Φράνκο ήταν η βαθιά πίκρα του ανυπόφορου αδιέξοδου. Κοπάδια ανθρώπων, με κάθε μέσο, διέσχιζαν τη χώρα σε κατάσταση γενικευμένου πανικού. Κοπάδι πολυάριθμο είχε φτάσει στην αποβάθρα του Αλικάντε, όπου είχε δέσει το SS Stanbrook. Ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον, δίχως να ρωτήσει τους πλοιοκτήτες, επιβίβασε 2.638 φυγάδες, τον έναν πάνω στον άλλον και απέπλευσε τη νύχτα, 28 Μαρτίου 1939, δίχως φώτα, ψιθυριστά, με κατεύθυνση την Αλγερία. Λοξοδρομώντας και αποφεύγοντας νηοπομπές και ναυτικές περιπολίες, έφτασε στο Οράν μετά από είκοσι δύο ώρες. Το SS Stanbrook ήταν πια ένας σωρός βρομερών σωμάτων, εμετού, κάτουρου, σκατού, πατημένων αποσκευών και σιωπής. Λέγεται, όμως, πως στη διαδρομή γεννήθηκαν μερικά παιδιά και κανένα δεν πέθανε. Στις 19 Νοεμβρίου 1939, πλέοντας στη Βόρεια Θάλασσα (51.21Β , 2.25Α), το SS Stanbrook τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο, κόπηκε στα δύο και βούλιαξε αύτανδρο. Το ναυάγιο δεν δέχεται επισκέπτες. Και μετά από αυτή την απάντηση, το ερώτημα είναι:

Πλοίαρχε Ντίκσον,
τι κέρδισες στο Αλικάντε,
εσύ,
κοκκινομούρης, γενναίος των γενναίων;

Η αγάπη που σκοτώνει

Φωτ. Édouard Baldus, 1860


Το βράδυ της 14ης Απριλίου τρέχοντος, τελείωνα το γράψιμο σύντομου κειμένου για το μέλλον της ανάγνωσης. Όπως ήταν φυσικό είχα προτάξει τις επ’ αυτού σκέψεις του Ουγκώ, με κεντρικό στοιχείο την αινιγματική φράση του Κλωντ Φρολλό, αρχιδιάκονου της Notre Dame: «…τούτο θα σκοτώσει εκείνο», φράση της οποίας η ανάλυση ήταν πάντοτε ένα από τα προσφιλή μου θέματα: το βιβλίο, πολύ δυνατότερο πλέον, χάρις στην Τυπογραφία, θα σκότωνε την Notre Dame – βεβαίως μεταφορικά, δηλαδή θα εκθρόνιζε εκείνο που η εκκλησία υπηρετούσε και γενικότερα κάθε κατεστημένο.
Το πρωί της μεθεπομένης, ευσυνείδητος δημοσιογράφος μου ζητούσε από το τηλέφωνο μια σύντομη τοποθέτηση απέναντι στην τραγωδία της 15ης Απριλίου. «…Είμαστε μπροστά σε μια τεράστια καταστροφή» είπα, «επειδή αυτή η εκκλησία, χωρίς να είναι το μεγαλύτερο, η πλέον περίτεχνο από τα έργα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού, είναι κάτι σαν τον Παρθενώνα της Γαλλίας… δυστυχώς, όμως, δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας η παρουσία κάποιων μεταξύ εκείνων που ανέλαβαν να συντηρήσουν ένα μνημείο να συνιστά κίνδυνο για την ύπαρξη του… αλλά αν ήθελε κανείς να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της Notre Dame θα έπρεπε να διαβάσει πάλι το ομότιτλο έργο του Ουγκώ, το οποίο υπήρξε επανάσταση στον τρόπο µε τον οποίο δομείται ένα μυθιστόρημα… ένας μοναδικός συνδυασμός ιστοριογραφίας, κοινωνιολογίας, ψυχανάλυσης και στοχασμού, που μεταξύ άλλων φώτισε νέες κατευθύνσεις κατανόησης των τεχνών και έγινε το μανιφέστο για την επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς»
Μετά την παράθεση αυτών των δηλώσεων, ο συνομιλητής μου, χρησιμοποίησε ποιητικά τη ρήση του Φρολλό, μετατρέποντάς την σε ρητορικό ερώτημα αναφορικά με την πυρκαϊά: «…Τι ήταν αυτό όμως, που σκότωσε τη Notre Dame;»
«…Χωρίς να αποκλείονται άλλοι παράγοντες, κυριότερος φαίνεται να ήταν η απροσεξία», είχα απαντήσει, «όπως π.χ. συνέβη προ διετίας με την καταστροφή της βαρύτιμης στέγης του τεμένους στο Διδυμότειχο». Απροσεξία, στο πλαίσιο μιας γενικώς χαλαρής διαγωγής, όπου, για παράδειγμα, «…ο καθένας μπορεί να πιάσει το κινητό και να ξεχάσει ότι εκείνη τη στιγμή –το λέω μεταφορικά– έχει το τηγάνι στη φωτιά… Σε παλαιότερες εποχές αυτό δεν μπορούσε να συμβεί επειδή η πειθαρχία μέσα στα έργα ήταν χαλύβδινη».
Αλλά καθώς η απροσεξία είναι πάντοτε ένα άμεσο παθητικό αίτιο, η αναζήτηση του απώτερου ενεργητικού αιτίου αναδεικνύει κίνητρα όπως το «ενδιαφέρον», η «ανάγκη φροντίδας ενός δημόσιου αγαθού» και η «αγάπη», κίνητρα που εν τέλει δεν αφίστανται από την επιθυμία για δημιουργία, δράση, εξουσία και κέρδος. Θυμάμαι ότι όταν καιγόταν η εξακοσίων ετών στέγη στο Διδυμότειχο, εκείνο που διακατείχε ήδη από ετών τη σκέψη μου, λόγω της παρατεταμένης διαδικασίας και του μαξιμαλιστικού σχεδιασμού των προσωρινών κατασκευών υποστήριξης και προστασίας, ήταν η κεντρική ιδέα του Ace in the Hole (1951, σκηνοθεσία Billy Wilder) και του Mad City (σκηνοθεσία Κ. Γαβράς 1997): και στις δύο περιπτώσεις ο εμφανιζόμενος ως υποστηρικτής είχε προβεί σε χειρισμούς που εν τέλει είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αποτέλεσμα συνοψισμένο στην τελευταία σκηνή του Mad City με τη γεμάτη μεταμέλεια φράση "We killed him". Σε συζητήσεις για τη στέγη, στο Διδυμότειχο και στην Αθήνα, είχα περίπου προφητικά παραβάλει τις σχετικές διαδικασίες και τεχνικές επεμβάσεις με την υπόθεση των δύο φίλμς.
Μερικές φορές, όπως και την 14η Απριλίου τρέχοντος, αλλά και πολύ γενικότερα στις ζωή μας, η χωρίς ωριμότητα, επαγρύπνηση και ανιδιοτελή αγάπη φροντίδα σκοτώνει το αντικείμενό της.

[Αλλά θα επανέλθουμε λεπτομερώς στο επόμενο]

(Θεσσαλονίκη 28 Απρ. 2019)

Το φάντασμα της μηχανής ή, μάλλον, δεν αλλάζει τίποτα

Πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, τον Οκτώβριο του 1971, με μια παρέα συμφοιτητών ποικίλων κατευθύνσεων (Μίμης Σουλιώτης, Πάνος Θεοδωρίδης και ο Γιώργος Χουλιάρας), εκδώσαμε στη Θεσσαλονίκη το λογοτεχνικό περιοδικό Τραμ. Τον Δεκέμβριο κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος με ανέκδοτα κείμενα του Ελύτη κ.ά. Τον Φεβρουάριο του 1972, το διπλό τεύχος 3/4 περιλάμβανε κείμενα Εμπειρίκου, Σαχτούρη, Γκάτσου κ.ά.
Tότε παρενέβη η Εκκλησία: Τον Μάιο ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των εκδοτών του περοδικού καθώς και των συγγραφέων Θέμη Λιβεριάδη και Ηλία Πετρόπουλου για παράβαση του νέου νόμου «περί Τύπου», επειδή στα κείμενά τους υπήρχαν οι «άσεμνες» λέξεις «αιδοίον» και «αυνανίστηκα» (έτσι ακριβώς: στην καθαρεύουσα). To τεύχος 3/4 κατασχέθηκε και, σε μια δίκη-προγραφή, μάρτυρες κατηγορίας εμφανίστηκαν δύο κληρικοί και δύο αμύντορες της ηθικής από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις (που παρασημοφορήθηκαν, αργότερα, άπαντες, με τον μεγαλόσταυρο του Χριστόδουλου). Μάρτυρες υπεράσπισης πέντε διαπρεπείς καθηγητές του Πανεπιστημίου (Γ.Π. Σαββίδης, Κ. Μητσάκης, Ν. Πλάτων, Ν. Μουτσόπουλος, Χ. Μπούρας) και οι διακεκριμένοι ποιητές Γιώργος Θέμελης (πρόεδρος, τότε, των Λογοτεχνών Β. Ελλάδος) και Τάκης Βαρβιτσιώτης. Ο συγγραφείς καταδικάστηκαν σε επτάμηνη φυλάκιση και οι εκδότες σε πεντάμηνη. Κάναμε έφεση και αφεθήκαμε ελεύθεροι. Διακόπηκε η έκδοση του περιοδικού. Στο Εφετείο αθωώθηκε ο Λιβεριάδης (ο Πετρόπουλος βρισκόταν ήδη στον Κορυδαλλό για τα Καλιαρντά), η ποινή φυλάκισης των εκδοτών μειώθηκε σε δίμηνη και οδηγηθήκαμε στη φυλακή.
Επί της ουσίας, το περιοδικό είχε σαφώς αντιδικτατορικό χαρακτήρα, όχι όμως από κάποια συγκεκριμένη κομματική πλευρά, όσο από αγανάκτηση για την ύπαρξη και μόνο της δικτατορικής κτηνωδίας. Συνέβαινε να βρισκόμαστε στην εντελώς απέναντι όχθη από τη λογική του στρατού, της αστυνομίας και των οργανωμένων κομματικών παρατάξεων, γενικότερα. Δεν ήμασταν μόνο πολιτικά αντίθετοι, ήμασταν και αισθητικά, ποιοτικά, γλωσσικά, πράγμα που εκφράστηκε από μερικές σελίδες του περιοδικού, τόσο με τη δημοσίευση συγκεκριμμένων κειμένων όσο και από την επιλογή των μεταφράσεων.

Μετά δέκα έτη, το 1982, ο εκδοτικός οίκος Εξάντας κυκλοφόρησε τις 120 Μέρες στα Σόδομα του Ντε Σαντ. Tότε παρενέβη το Κράτος: δικαστικοί κύκλοι κατήγγειλαν το βιβλίο για προσβολή της δημοσίας αιδούς με μάρτυρα κατηγορίας έναν αστυνομικό. Σε αντίδραση αυτής της πράξης λογοκρισίας, 48 εκδότες [ μεταξύ των οποίων και περιοδικά όπως το Αντί και ο Χάρτης ] ανήγγειλαν κοινή έκδοση του έργου, στο εξώφυλλο της οποίας αναγράφονταν αλφαβητικά τα ονόματα όλων των συν-εκδοτών. Ασκήθηκε ποινική δίωξη και οι δικηγόροι του Εξάντα μας συμβούλευσαν να κρυφτούμε σε σπίτια φίλων για να αποφύγουμε το αυτόφωρο. Την ίδια βραδιά της δίωξης, η Μελίνα Μερκούρη εγκαινίαζε ως Υπουργός Πολιτισμού την Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως. Μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γ.-Α. Μαγκάκη, με μεσολάβηση του οποίου εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα (ενώ, παράλληλα, οι «εκδότες» προετοίμαζαν ανατύπωση που θα συμπεριλάμβανε στους υπεύθυνους έκδοσης και προσωπικότητες όπως ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις κ.ά., οι οποίοι είχαν ήδη συμφωνήσει).

Ο «θεϊκός μαρκήσιος» ενώπιον της ανακριτικής αρχής
Ο «θεϊκός μαρκήσιος» ενώπιον της ανακριτικής αρχής


Στις 18/4/2019, παρενέβη η Μηχανή: νωρίς το πρωί, μόλις αναρτήθηκε στο FB[I] μια εξαιρετική μελέτη του Βάιου Λιαπή από το 4ο τεύχος του νέου, διαδικτυακού Χάρτη, αναγκαστήκαμε να εκδώσουμε την ακόλουθη ανακοίνωση:

Το ασφαλές Facebook έκρινε πως το περιεχόμενο της σελίδας του περιοδικού Λόγου και Τέχνης «Χάρτης» παραβιάζει τους όρους έκφρασης της κοινότητάς του. Με αποτέλεσμα να έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα οποιασδήποτε δημοσίευσης/κοινοποίησης κειμένου από την ιστοσελίδα του περιοδικού www.hartismag.gr
Το κείμενο που παραβίασε τους όρους είναι η «επικίνδυνη» μελέτη του καθηγητή και πρόσφατα βραβευμένου Βάιου Λιαπή, «Από το θέατρο στο μπουντουάρ: ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Αισχύλος και η εμβρυολογία της πατριαρχίας».

Στείλαμε έγγραφα διαμαρτυρίας στα ενδότερα του κοινωνικού δικτύου και μετά από πενθήμερη «ποινή» επανήλθαμε στην κανονικότητα, εις μνήμην του «θεϊκού μαρκήσιου».

Salò ή Oι 120 μέρες στο Facebook

Τόσες ακριβώς μέρες χρειάστηκε το περιοδικό Χάρτης προκειμένου, με τα τέσσερα μηνιαία ηλεκτρονικά «τεύχη» του, να εδραιωθεί στη συνείδηση μιας μεγάλης μερ ίδας του σκανδαλοθηρικού (αλλά και σκανδαλισμένου) κοινού ως η ναυαρχίδα των μη-εντύπων που υποσκάπτουν (όσες έχουν απομείνει) ηθικές αξίες, προκαλούν ανίατες συγχύσεις (τύφλα να ’χει το περιοδικό Βαβέλ) και διαβρώνουν συνειδήσεις (επίσης τύφλα να ’χει κάθε περιοδικό των εκδόσεων Οξύ).
Υπενθυμίζω, για τους εραστές των τεκμηριωμένων καταγγελιών, ότι εκδότης του αναπαλαιωμένου Χάρτη είναι ο βαρυποινίτης Δ. Κ. (πιο γνωστός στους παροικούντες τις σωφρονιστικές Ιερουσαλήμ ως «Τραμάκιας»), συνεπικουρούμενος από τρεις ejusdae farinae κακοήθεις και άλλες τρομοκρατικές δυνάμεις, αλλά και ότι, στους τέσσερις μέχρι στιγμής «εκδοθέντες» Χάρτες εμφανίστηκαν (σταχυολογώ και καταγγέλλω):

1. απροκάλυπτες προκλήσεις στο γενετήσιο ένστικτο [«τα εκπληκτικά οπίσθια μιας δεκαεπτάχρονης, με μαύρο στρινγκ σφηνωμένο βαθιά» (Σκαμπαρδώνης), ή: «ο Νικολής γέμιζε κάθε μέρα την Ευτυχία με σπέρματα λευκά» (Γιατρομανωλάκης)],

1.1. ομοίως απροκάλυπτες προκλήσεις στο παρά φύσιν γενετήσιο ένστικτο [ποιήματα της Σαπφώς και ολόκληρη μελέτη που διερευνά γιατί η ποιήτρια σε μια φάση της ζωής της κοιμήθηκε μόνη (Αντωνόπουλος), ή: «ομοερωτικές εμπειρίες στην οδό Θερμοπυλών» (Λαμπρόπουλος – εδώ, η προσβολή της χρηστοήθειας συνδυάζεται με καταρράκωση ενός τόπου-συμβόλου του εθνικού κλέους],

1.2. ή και σε άλλες παρεκκλίσεις, πρωτεύουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχει η ποδολαγνεία [Σκουζάκης (και δη μέσα σε ναό, παρακαλώ!) ή, σαν να μη μας έφταναν οι Έλληνες κι έπρεπε να εισαγάγουμε και Φινλανδούς ποδολάγνους: «Κοίταζα τα όμορφα πόδια σου / ακολουθώντας το σκίσιμο της κάλτσας / ώς τα πράσινα μάτια σου / κάνοντας άσεμνες σκέψεις» (Vesa Lahti)],

1.3. καθώς και δήθεν επιστημονικές προκλήσεις στο γενετήσιο ένστικτοΟ Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ του Ντ. Χ. Λώρενς συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην απαγκίστρωση από τις παραδοσιακές περί σεξουαλικότητας αντιλήψεις» (Μοδινός – όταν όλοι ξέρουμε τι έσπευδαν να κάνουν οι έφηβοι μόλις απαγκιστρώνονταν από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου)], ή: φιλοσοφικό δοκίμιο για το λειτούργημα(!) της κονσομασιόν (Κοροπούλης-Κουλιζάκη)],

2. συνωμοτικοί κώδικες, διάσπαρτοι στα τεύχη υπό μορφήν «αθώων» ποιητικών φράσεων («Έχω κρυμμένα όπλα» – Βούζης) ή συνεχώς επαναλαμβανόμενων επωδών, και δη ξενόγλωσσων, μήπως διαφύγουν της κατανόησης («Pourquoi pas?» – Αρανίτσης) ή απολύτως ακατανόητων (για αμύητους) λέξεων – που μπορεί και να είναι ψευδώνυμα παράνομων ηγετών του όποιου αγώνα («Ληθ, Ώκρις, Έρνον, Φθα, Έελις, Ελεθάγεων, Ίερα, Ύσφυς, Αίαρ» – Ζέρβας) ή απολύτως ακατανόητων (για μυημένους και αμύητους) αξιωμάτων («τον τελευταίο καιρό, οι ποιητές απωθούνται ολοένα πιο βίαια από τους σωσίες τους» – Κοροπούλης),

2.1. εδώ αρμόζει να ενταχθεί η από πάσης απόψεως ύποπτη ετυμολογική ανάλυση της λέξης «σαμποτάζ» σ’ ένα από πάσης απόψεως ανύποπτο γλωσσολογικό κείμενο, και δη μεταξύ δύο φαινομενικά ανώδυνων λέξεων του καπιταλιστικού κόσμου: «ίματζ» και «πρεστίζ» (Χαραλαμπάκης).

3. σεξιστικά και ρατσιστικά σχόλια [«η μικρή, ένα τέρας της φύσεως, κοντή, άσχημη, κακοφτιαγμένη και κακιά» – Πέτρος Σύριος (προφανώς ψευδώνυμο, χάρη στο οποίο απέφυγε το αυτόφωρο, εκτός αν το επιλεγέν επώνυμο, μέρες που ζούμε, τον εντάσσει και στο ως άνω 2)],

4. ανακρίβειες ιστορικές (δεν μπορεί, κύριε Βέη, ο Ιάπων αυτοκράτωρ Μέιτζι να βρήκε το χρόνο να κυβερνήσει σοφά και να αναμορφώσει την πατρίδα του, όταν, όπως λέτε, «έγραψε 92.032 ποιήματα»), ή/και αντεθνικές («…όπου κάποτε είχε ηττηθεί ο μετανάστης Αλέξανδρος από τους ελέφαντες» (Γουργουρής) – και εδώ, πραγματικά, σηκώνω τα χέρια, όχι πριν προλάβω να υπογραμμίσω τις προδοτικές λέξεις),

5. κείμενα που θίγουν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη: παραβλέποντας αγωνιώδη πολυσέλιδη απόπειρα κάποιου Κορρέ ν’ αποδείξει ότι ο Λόγος ο εν αρχή δεν ήταν παρά ένας χολιγουντιανός μονόλιθος, στέκομαι στο γεγονός ότι, στο πρώτο κιόλας «τεύχος», όχι μόνο αφιερώνονται σελίδες επί σελίδων σ’ έναν συγγραφέα (Μακρής) που διέπραξε το ασύγγνωστο αμάρτημα της αυτοκτονίας, όχι μόνο, σ’ ένα ηχητικό κρεσέντο βλασφημίας, ένας Ευσταθιάδης παρουσιάζει φωνές αλλοδαπών αυτοχείρων ποιητών, αλλά και η παιγνιώδης στήλη του περιοδικού ανατέθηκε σε μια γνωστή μελετήτρια και λάτρισσα του Καρυωτάκη (Ιερωνυμάκη)…,

6. γκρίζες διαφημίσεις: «Τι είπε ο Γερμανός για την ελληνική λογοτεχνία».

Είναι λυπηρό το ότι, ενώ παλιά ένας χάρτης βοηθούσε τα καράβια να μην τσακιστούν στα βράχια, εδώ έχουμε να κάνουμε με περίπτωση που εξόκειλε ο χάρτης.

Όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς απ’ αυτή τη γλώσσα, τόσο δυσκολότερη γίνεται η συνεννόηση

«Στην αρχή νομίζεις ότι ο άλλος έχει παρακούσει· επαναλαμβάνεις αυτό που είπες, αλλά το σάστισμα μεγαλώνει. Εξηγείς καταλεπτώς τι εννοούσες· δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν. Τους διαβεβαιώνεις για τη λύπη σου εν προκειμένω. Την επομένη λαβαίνεις επιστολή τους, σου καταλογίζουν κακόβουλες σκέψεις που δεν έχουν έλθει ούτε στ’ όνειρό σου, και διακόπτουν τις σχέσεις μαζί σου. Όταν κάποια στιγμή παρατηρώ ότι κατά βάθος η γλώσσα εδώ είναι περιττή, μου φέρνουν αντίρρηση. Αντίθετα, την εκτιμούν σε ιδιαίτερο βαθμό, επειδη οι λέξεις είναι το μοναδικό πράγμα που μοιράζονται».

Γιούργκεν Μπούχμαν, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ, (έξοχη) μτφρ. Συμεών Γρ. Σταμπουλού, (έξοχη) έκδ. Gutenberg 2019

Είσαι ο Θεός μου

Οι άνθρωποι συνήθως δεν ομιλούν, σφυρίζουν σαν τα κουτά πουλιά. Άλλοι, όπως ο γιος της κυρίας Φι, μένουν σιωπηλοί. Η κυρία Φι ενδίδει κάθε τόσο στη σαγήνη της σιωπής. Με ευλάβεια και χαμηλή φωνή απευθύνεται στο γιο της «Είσαι ο θεός μου», του λέει. Γιατί ο θεός είναι το μόνο πλάσμα που για να κυβερνήσει δεν έχει ανάγκη ούτε καν να υπάρχει, πόσο μάλλον να ομιλεί.

Πάσχα στη φυλακή του Ιφ

Το Μοντεκρίστο είναι ένα ακατοίκητο νησάκι του Τυρρηνικού πελάγους, ανάμεσα στην Τοσκάνη και την Κορσική, η αρχαία Ωγλάσσα). Από εδώ εμπνεύστηκε ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας) το ψευδώνυμο του κεντρικού του μυθιστορηματικού ήρωα και το ξαναθυμηθήκαμε με την πρόσφατη μνημειώδη επανέκδοσή του από την «Εστία» (Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, Α' και Β' τόμοι, μτφρ. Σοφία Αυγερινού). «Montecristo» ονομάζεται η πιο γνωστή μάρκα κουβανέζικων πούρων. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1935. Το όνομά της προέρχεται, βεβαίως, από το μυθιστόρημα του Δουμά, το οποίο διάβαζε κάποιος σε συνέχειες, φωναχτά, στους εργάτες (εργάτριες, κυρίως, για να ακριβολογούμε), του εργοστασίου όσο δούλευαν τυλίγοντας πούρα (η πρακτική ανάγνωσης στις εργαζόμενες δεν ήταν άγνωστη και στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα). Βέβαια, ο ήρωας διανύει το μεγαλύτερο τμήμα του μυθιστορήματος σ ένα άλλο νησάκι, στο Φρούριο Ιφ (Chateau dIf ). Συμπτωματικά βρήκαμε ένα σχετικό άρθρο του Μίμη Σουλιώτη [του ετοιμάζουμε αφιέρωμα], δημοσιευμένο στην εφημερίδα Το Βήμα προ ικανών ετών (29.4.2000):

Το φρούριο-φυλακή του Ιφ το ζήσαμε κατά διάνοιαν, όσοι διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά· η ασήμαντη ιστορική λεπτομέρεια που έρχεται να προστεθεί είναι ότι στο κάτεργο εκείνο (καθώς και σε άλλες φυλακές της Γαλλίας στη συνέχεια) είχαν μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη και είχαν εγκλεισθεί μεταξύ άλλων και 26 Έλληνες κάτοικοι της Κορυτσάς, ως γερμανόφιλοι πολιτικοί κρατούμενοι της Αντάντ, στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στις γαλλικές φυλακές πέρασαν λοιπόν το Πάσχα του έτους 1917, κι έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα ανέκδοτα σωζόμενα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά εδώ, να ελέγξουμε τη διατροφή τους. Στη Μασσαλία οι συλληφθέντες φθάνουν μετά από οκταήμερο ταξίδι με το πλοίο «Δούναβης» και από εκεί μεταφέρονται στον περιβόητο Πύργο του Ιφ· στό ημερολόγιο πού κρατούσε ένας από τους κορυτσιώτες πολιτικούς κρατουμένους διαβάζουμε:

«[...] Μας παρέδωσαν εις ένα χωροφύλακα Γάλλον και δύο στρατιώτας Κινέζους και εις την πόρτα της φυλακής μας έδωσαν και από δύο μερίδια ψωμί δια δύο φοράς συσσίτιον. Και μας οδήγησαν εις ένα παμποράκι όπου μας επερίμενεν εις την σκάλαν και εμβήκαμεν όλοι μέσα και μας οδήγησεν το παμποράκι εις το απέναντι νησίον απέχον είκοσι λεπτά της ώρας, το οποίον oνομάζεται Πύργος του Iφ, όπου είναι φυλακαί αρχαίαι με ποτρούμια, όπου ετιμωρούσαν τον αρχαίον καιρόν τους καταδίκους, εκεί μας έβγαλεν και εμάς. Και ανεβήκαμεν όλοι από τες σκάλες τες πέτρινες, εξήντα βαθμίδας, και εκεί μας επερίλαβεν ο αρχιφύλαξ των φυλακών και μας εφώναξε τα ονόματα και αμέσως μας επαρήγγειλεν διά μέσου του διερμηνέως Έλληνος να του παραδώσουμε ό,τι μαχαίρια έχομεν επάνω μας και ψαλίδια και ξοράφια, όπου και τα παρεδώσαμε, ύστερα μας λέγει ότι εδώ απαγορεύεται να τραγουδάτε και να μαλλώνετε διότι όποιος το κάμει θα τιμωρηθεί με 15 ημέρας βαριά φυλακή εις τα ποτρούμια κάτω με τους καταδίκους και μας εβάλανε μέσα εις ένα δωμάτιον και τους είκοσι έξι και μας δώσανε και από μια κουβέρτα και από ένα στρώμα γεμάτο άχυρο και σανίδια διά κάτω διότι κάτω ήταν θόλος και έτσι ετοποθετήθημεν όλοι». [...] «Tην επομένην ξημερώματα εσυννέφιασεν ο καιρός και άρχισεν να βρέξει, την επομένην δε έκαμε πάλιν ωραίος καιρός δροσερός [...]».
Στο ερώτημα πώς δικαιολογείται να συμπιέζονται σημαντικότατα συμβάντα, με την απερίγραπτη αυτή φλεγματικότητα, σαν τριτεύοντα μέσα στις σχοινοτενέστατες περιγραφές του καιρού – του οποίου τις αλλαγές παρακολουθούμε, εν τούτοις, από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα, η πιθανώς ορθή απάντηση είναι ότι έτσι τα συμβάντα εντοπίζονται δυσκολότερα μέσα στο ημερολογιακό κείμενο και, κατά δεύτερον, αποφεύγονται οι κίνδυνοι του σχολιασμού, που θα επιβάρυναν τη θέση των γερμανοφρόνων κρατουμένων, σε περίπτωση που το ημερολόγιο θα ελεγχόταν από τη διεύθυνση των γαλλικών φυλακών. [...] Να δούμε πώς διαιτώνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι κατ’ εκείνη την πασχαλινή περίοδο: Στις 7 π.μ. έπαιρναν «ένα φλιτζάνι μεγάλο καφέ χωρίς ζάχαρι, μόνον ολίγη ζάχαρι όσο μετρίαζε την πίκραν του»· ο ημερολογητής μας ειδικότερα δηλώνει τον πολιτισμό του: «δεν ημπορούσα να πάρω τον καφέ άνιφτος σαν ζώον».
Το μενού ήταν: Κυριακή: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας σούπα μακαρόνια· Δευτέρα: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, ρύζι σούπα με ολίγον πατάτα· Τρίτη: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας μακαρόνια σούπα· Τετάρτη: λάχανα σούπα με ολίγον πατάτα, πατάτα σούπα με ολίγον δάφκες (=καρότα)· Πέμπτη: φασόλια σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας με ρύζι σούπα· Παρασκευή: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, μακαρόνια σούπα με ολίγον πατάτα· Σάββατο: ό,τι την Τετάρτη. Το ψωμί διανέμεται «165 δράμια την ημέραν».
Σχόλια για την ποιότητα: το τσάι δεν πίνεται, το κρέας περιφρονείται ως «νερόπλυμα με λάχανα», τα λάχανα ως από «αυτά που πετάμε ημείς», το αλεύρι «από αραβόσιτον κουρκούτι»· «και όλα αυτά τα εμαγείρευαν με νερό και ολίγον ξίγκι νερόπλυμα». Γιά τήν καθαριότητα, τέλος, παρέχεται «κάθε Κυριακή ένα κομματάκι σαπούνι διά τα ρούχα πλύσιν και διά νίψιμο το πρόσωπον».
Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1918. Από τη Μασσαλία αναχωρούν με πλοίο που είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση «δωρεάν εις τρίτην θέσιν» και μετά από τεσσάρων ημερών ταξίδι αποβιβάζονται στον Πειραιά, στις 23 Δεκεμβρίου.

1792. Μοντεβιδέο. Διήγηση ναύτη


Προ πενήντα ετών εφύγαμεν από Βαρζελώνα με κρασί, το οποίον εφορτώσαμεν εις Βίλλα-Νόβα με το καράβι «Σκουμπρή», με ναύλο 28 χιλιάδες κολονάτα. Εφύγαμεν τον Αύγουστον. Είμεθα σαράντα και εδιαλεχτήκαμε καλύτερα και εμείναμεν έως είκοσι πέντε. Επήραμε δύο πιλότους, εβγαίνοντας από την Τζιπεράλτα. Ετραβήξαμεν και επέσαμεν εις τα Κανάρια νησιά. Ετραβήξαμεν εις την Λίναιαν και μας ερχότανε ο αέρας το ένα μέρος και το άλλο. Εμείναμεν εις αυτό το μέρος της Λίναιας έως τρεις ημέρες. Τότε ετραβήξαμεν όλο πρίμα και δεν εβλέπαμεν παρά Θεό και θάλασσα. Αφού αρμενίσαμεν σαράντα πέντε ημέρες εφοβηθήκαμεν οι συντρόφοι και άρχισαν να φωνάζουν ότι επέσαμεν εις νερά χαμένα. Τότε ο πιλότος και ο Σκουζές, όπου είχεν πράξιν, τους είπαν ότι εις τρεις ή τέσσερες ημέρες θα φθάσουν. Και πάλιν φόβος μέγας εις τους συντρόφους, αφού πέρασαν οι τέσσερες ημέρες. Με πολλές υποσχέσεις, τέλος πάντων, εξακολούθησαν το ταξίδι και εις άλλες τέσσερες ημέρες είδαμεν ένα σύγνεφον. Έστειλε ο Σκουζές έναν άνθρωπο εις το κατάρτι ψηλά να παρατηρήσουν αν είναι στεριά ή σύγνεφον, αλλά δεν ημπόρεσαν να διακρίνουν. Ο καιρός πρίμος, ετραβήξαμεν, και την νύχτα μάς εφάνη μυρουδιά της στεριάς και το πρωί είδαμεν την στεριάν. Επήγαμεν κατευθείαν εις τον λιμένα Μόντε-βιδέο, όπου εβρήκαμεν πολλά πλοία. Επήγαμεν διά πενήντα τέσσερες ημέρες τρία καράβια: το ένα του Δημήτρη Χριστοφόρου εις το οποίον ήτον ο Σκουζές. Ήτον το καράβι Τσαμαδού, πλοίαρχος Αντώνης Σερφιώτης, το άλλο καράβι ήτον του Ζιάκα. Εκάμαμεν εις το Μόντε-βιδέο είκοσι πέντε ημέρες, εφορτώσαμεν παστά και πετσιά και επιστρέψαμεν και τα τρία μαζί. Εμείς ήλθαμεν, τα άλλα δύο καράβια τα έπιασαν οι Εγγλέζοι εις το στενόν απ’ έξω. Ήλθαμεν εμείς εις την Βαρζελώνα δια πενήντα μίαν ημέρα.

Ντίνος Κονόμος, Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1984, σ. 557.
Παναγή Σκουζέ Απομνημονεύματα, επιμέλεια-σχόλια Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, εκδόσεις Κέδρος, 1975.



Το ταξίδι στο Μοντεβιδέο έγινε το 1797 και είναι το πρώτο που έχει καταγραφεί. Το καράβι του Δημήτρη Χριστοφόρου, στο οποίο επέβαινε ο Σκουζές, ονομαζόταν «Παναγία Τουρλιανή», με χωρητικότητα 250 καταλωνικούς τόνους, που αντιστοιχούν σε περίπου 220 μετρικούς τόνους. Στο λιμάνι του Μοντεβιδέο είχαν καταπλεύσει τα καράβια του Χατζή Κανελάκη (Ζιάκα) και του Δημήτρη Μιχάλη Τσαμαδού, τα οποία είχαν το ίδιο όνομα, «Παναγία της ΄Υδρας», και την ίδια χωρητικότητα, δηλαδή 350 καταλωνικούς τόνους ή 330 μετρικούς. Φορτωτής ήταν ο Juan Bautista Cabanyes, πρόξενος της Ολλανδίας στη Βαρκελώνη. Και τα τρία καράβια ήταν πολάκες, φορτηγά ιστιοφόρα που έκαναν την εμφάνισή τους στη Μεσόγειο στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Το όνομα «πολάκα» προέρχεται από το ιταλικό ιστίο polaccone, στηριγμένο στο πλωριό κατάρτι, το οποίο είχε έντονη μπροστινή κλίση και ήταν τοποθετημένο σχεδόν στην πλώρη.

Τζελίνα Χαρλαύτη & Κατερίνα Παπακωνσταντίνου, Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821, εκδόσεις Κέδρος και Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2013, σσ. 272-273 και 517.

Με τον τρόπο του Γκαλεάνο


«Οι Μαντίνγκο σπάνια φτάνουν σε βαθειά γεράματα. Στα σαράντα τους, τα μαλλιά των περισσότερων γκριζάρουν και τα πρόσωπά τους γεμίζουν ρυτίδες. Ελάχιστοι ξεπερνούν τα πενήντα ή τα εξήντα. Υπολογίζουν την ηλικία τους με βάση τις περιόδους των βροχών. Σε κάθε τέτοια περίοδο αντιστοιχεί μια χρονιά, η οποία παίρνει το όνομα του κυριότερου γεγονότος που συνέβη κατά τη διάρκειά της. Έτσι, άκουσα να μιλούν για τη χρονιά του πολέμου της Φαρμπάνα, για τη χρονιά του πολέμου της Καάρτα, για τη χρονιά της λεηλασίας του Γκάντου κ.τ.λ. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σε πολλά μέρη το 1796 θα ονομαστεί Τομπάουμπο τάμπι σανγκ (η χρονιά που πέρασε ο λευκός) και θα σημάνει μια νέα εποχή για την ιστορία τους».

Mungo Park, Ταξίδι στo εσωτερικό της Αφρικής, (1799), μετ. Χ. Παπαϊωάννου, Αίολος 1993.

Μπέρδευε το μελάνι με την αρετή


«Μαμά έγραψα αυτό» είπε ο γιος της κυρίας Φι και της έδειξε το ποίημα. Ηταν άνευρο και ανιαρό, πλαδαρό, δίχως έκπληξη και ρυθμό. Η κυρία Φι λυπήθηκε. Βαθιά. Ο γιος της δεν θα γινόταν ποτέ ποιητής. Μπέρδευε το μελάνι με την αρετή. Οι θλιμμένοι έχουν ένα μειονέκτημα που επιμένουν να αγνοούν: Δεν αρκεί η θλίψη. Το ποίημα είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά ή πιο πίσω.
Η κυρία Φι αγκάλιασε με στοργή το γιο της. Και για μια ακόμα φορά η καρδιά της απομακρύνθηκε από αυτό που λέμε «ποίηση».

*

Συμβουλή της κυρίας Φι στον γιο της


Αν σπάσει ο καθρέφτης σου να κοιτάξεις μέσα σε ήρεμα νερά, αλλά πρόσεξε μην πέσεις μέσα

Aπό τις Παράξενες Ιστορίες της κυρίας Φι (υπό έκδοση)

Τεχνολογία της λογοτεχνίας

ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ

Εκατό χρόνια από την ίδρυση στη Βαϊμάρη της πρώτης σχολής του Μπαουχάους, καλλιτεχνικός και βιομηχανικός σχεδιασμός συνεχίζουν να έλκονται και να απωθούνται. Πρόκειται για μαγνητισμό, μια ιστορία ατελείωτου έρωτα μεταξύ «καλών» ή ανεφάρμοστων και εφαρμοσμένων ή – ας ειπωθεί επιτέλους – «κακών» τεχνών, έστω και αν ο έρωτας προέκυψε έπειτα από συνοικέσιο που επέβαλε η ανάδειξη της μανιφατούρας ως συστηματικής χειροτεχνίας στους νεότερους χρόνους. Τέχνες & χειροτεχνίες (arts & crafts), όπως πρέσβευε ο Ουίλιαμ Μόρις, υπήρξαν πρόδρομος άλλωστε της κατά κάποιον τρόπο συγχώνευσης, από τον Βάλτερ Γκρόπιους, της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και της Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών στη Βαϊμάρη, με σημαία μια αντεστραμμένη «οικοδόμηση» (από Hausbau σε Bauhaus, δηλαδή).
Καθώς η τέχνη είναι πάντοτε μια χειροτεχνία, όσα τεχνολογικά εργαλεία και αν χρησιμοποιεί, ενώ η χειροτεχνία είναι πάντοτε –χωρίς όμως να θεωρείται ότι ισοδυναμεί– τέχνη, η διάκριση τάξεως ή ταξική διαφορά αυτή δημιουργεί δυσκολίες στον γάμο «καλών» και «κακών» τεχνών. Αλλά ποιος γάμος είναι εύκολος, όταν εξαρχής συμπλέκει ανεφάρμοστους και εφαρμοσμένους; Πώς να μην επηρεάζονται από αλλότρια μαγνητικά πεδία οι πυξίδες της κριτικής, όσο και αν διατείνεται ότι προς κάποιο Βόρειο ή Μάρκο Πόλο διαρκώς τείνουν;
Στην ιστορία του μαγνητισμού, συχνά αναδεικνύεται το γεγονός ότι καλλιτεχνικές ιδέες παρασύρουν τεχνολογικές εφαρμογές, ενώ εξίσου χρήσιμο, αλλά και ωραίο, θα ήταν να αναγνωρίζεται το πώς οι τεχνολογίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις κάθε τέχνης. Δεν φτάνει να βλέπει κάποιος ότι χωρίς φωτομηχανές δεν θα μπορούσαν εν συνεχεία να τεθούν σε κίνηση φωτογραφίες που οδηγούν στον κινηματογράφο. Χρειάζεται επίσης να φαντάζεται ότι χωρίς την τεχνολογία της γραφής δεν θα υπήρχε λογοτεχνία.
Επιστρέφοντας στο πεδίο του βιομηχανικού σχεδιασμού (ντιζάιν), αναζητώ κάποια λαμπρή ιδέα που θα φώτιζε το μπαλονάκι της σκέψης ενός εφευρέτη σε κωμωδιογραφίες, όπως επίσης θα μπορούσαν να αποκαλούνται τα κόμικς. Και ιδού η αιωρούμενη λάμπα (The Levitating Lightbulb) του Αμερικανού Σάιμον Μόρις (Simon Morris), που ζει στη Στοκχόλμη. Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να πειραματίζεται με μαγνήτες, θέλοντας να κατασκευάσει ένα αιωρούμενο όχημα (hoverboard). Τα κατάφερε μετά από δεκαπέντε χρόνια, έστω και αν δεν μπορούσε να το ιππεύσει ο ίδιος. Έχοντας εμπνευστεί, όπως λέει, από μαγικά χαλιά της παιδικής ηλικίας και πειράματα με ασύρματη ενέργεια του Νίκολα Τέσλα, συνέχισε, με αποτέλεσμα συνάδελφοι του να τον αποκαλούν Magneto. Τα υλικά της αιωρούμενης λάμπας (διαστάσεις σε ίντσες της βάσης: 5" μ. x 5" πλ. x 1,2" ύψ., ενώ της λάμπας: 5.5" μ. x 2,25" πλ. x 1.8" διαμ.) είναι σίδηρος, σιλικόνη, μαγνήτες και ξύλο βελανιδιάς. Για εσωτερική χρήση μόνο, μακριά από υγρασία, ενώ πρέπει να διατηρείται σε απόσταση από μαγνητισμένα αντικείμενα, όπως οι πιστωτικές κάρτες, καθώς βέβαια δεν είναι φτηνή.

Ο Χορός των Αβγών

Pieter Brueghel ο Νεότερος,«Ο Χορός των Αβγών» (περ. 1620)


Ο Χορός των Αβγών ήταν ένα αγροτικό πασχαλινό παιχνίδι της Βόρειας Ευρώπης. Τα αβγά σκορπίζονταν στο έδαφος (ή στο πάτωμα) και οι χορευτές στροβιλίζονταν ανάμεσά τους προσπαθώντας να σπάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Σε μια παραλλαγή (όπως φαίνεται σε μερικές από τις εικόνες που παραθέτουμε) ο χορευτής στεκόταν στο ένα πόδι, σ’ έναν κύκλο σχεδιασμένο στο έδαφος με κιμωλία, και προσπαθούσε να βγάλει ένα αβγό από ένα μπολ και να αναποδογυρίσει κατόπιν το μπολ από πάνω του.

«Ο Χορός των Αβγών» (περ. 1645), χαρακτικό του Jan Galle, από σχέδιο του Maerten de Vos


Παρόλο που, όπως φαίνεται σε πολλές καλλιτεχνικές απεικονίσεις, αυτού του είδους η διασκέδαση συνηθιζόταν σε χωριά, τον 16ο και τον 17ο αιώνα, μια από τις πρώτες αναφορές του Χορού των Αβγών έχει σχέση με τον γάμο της Μαργαρίτας της Αυστρίας (των Βουρβώνων) με τον Φιλιβέρτο της Σαβοΐας, τη Δευτέρα του Πάσχα του 1498. Το γεγονός περιγράφεται στο Αμερικανικό Περιοδικό (American Magazine) του 1895: «Όταν άρχισε ο μεγάλος Χορός των Αβγών, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, καμιά εκατοστή αβγά ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί σκεπασμένα με άμμο, κι ένα νεαρό ζευγάρι άρχισε να χορεύει χέρι με χέρι. Αν ολοκλήρωναν τον χορό χωρίς να σπάσουν ούτε ένα, τότε αρραβωνιάζονταν και κανένας γονιός δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον γάμο. Μετά από τρία ζευγάρια που απέτυχαν μέσα στα γέλια και τις κοροϊδίες των θεατών, ο Φιλιβέρτος της Σαβοΐας, γονατίζοντας μπροστά στη Μαργαρίτα, την παρακαλεί να χορέψουν μαζί, υπό τις επευφημίες του κόσμου που φώναζε ’’Σαβοΐα και Αυστρία!’’ Όταν τελείωσε ο χορός χωρίς να σπάσει κανένα αβγό, ο ενθουσιασμός ήταν ασυγκράτητος». […]

Ο χορός των αβγών με δεμένα τα μάτια ήταν μια παραλλαγή που αναφέρεται και στο μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια της μαθητείας [ή της περιπλάνησης] του Βίλχελμ Μάιστερ (1745, ελλ. μτφρ. Άγγ. Παρθένη, Ίδρυμα Ουράνη, Α´ και Β´ τόμ. 1995 και μετ. Τούλας Σιετά, εκδ. Κανάκη 1997). Ο Βίλχελμ αγοράζει την ανήλικη Μινιόν από έναν περιοδεύοντα θίασο, έχοντας δει να τη δέρνουν επειδή αρνήθηκε να χορέψει το Χορό των Αβγών και η οποία, για να τον ευχαριστήσει που την έσωσε από την σκλαβιά, χορεύει αποκλειστικά για χάρη του (σκηνή που βλέπουμε στον πίνακα του Τζον Κόλιερ). H σχέση του Χορού των Αβγών με επικίνδυνες καταστάσεις εμφανίστηκε πολλές φορές σε πολιτικές γελοιογραφίες του 19ου αιώνα σε σχέση με διάφορα πολιτικά πρόσωπα, από τον Βίσμαρκ ως τον Ντισραέλι, υπονοώντας ότι προσπαθούσαν να διασχίσουν έναν δρόμο στρωμένο με πιθανούς κινδύνους.

John Collier «Ο χορός των αβγών της Μινιόν» (από το μυθιστόρημα του Γκαίτε)
Ο Βίσμαρκ ως μπαλαρίνα χορεύει τον χορό των πολιτικών αβγών (Νόμος, Σύνταγμα, Εκλογές κλπ.)


Πηγή: The Public Domain Review

Απόδοση:

Ο οδοιπόρος στον χάρτη

Ίταλο Καλβίνο:

Η πιο απλή φόρμα γεωγραφικού χάρτη δεν είναι εκείνη που σήμερα μας φαίνεται πιο φυσική, δηλαδή ο χάρτης που απεικονίζει την επιφάνεια του εδάφους σαν να τη βλέπει το μάτι ενός εξωγήινου. Η πρωταρχική ανάγκη να προσδιοριστούν στον χάρτη τα διάφορα μέρη συνδέεται με το ταξίδι: ένα είδος υποσημείωσης για να μην ξεχαστεί η ακολουθία των διαδοχικών προορισμών, το σχεδιάγραμμα μιας διαδρομής. […] Το να ακολουθήσεις τη διαδρομή από την αρχή ώς το τέλος χαρίζει μια ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία (το ταξίδι με την αφηγηματική του δομή) και είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί στις απεικονιστικές τέχνες το θέμα της διαδρομής δεν είχε την ίδια τύχη κι εμφανίζεται μονάχα σποραδικώς. […] Η ανάγκη να χωρέσουν σε μια εικόνα η διάσταση του χρόνου μαζί με εκείνη του χώρου βρίσκεται στις ρίζες της χαρτογραφίας. […] Το ηθικό δίδαγμα που βγαίνει από την ιστορία της χαρτογραφίας αφορά πάντα την ανάγκη συρρίκνωσης των ανθρώπινων φιλοδοξιών.


(1980) Η συλλογή από άμμο, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη 2007

Κυνήγι στη Λάρισα (Θεσσαλία 1669)


Τα κυνήγια θα κρατούσαν ολόκληρο το μήνα. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ είχε εγκατασταθεί στη Λάρισα για να παρακολουθεί καλύτερα την εκστρατεία της Κρήτης. Το μάτι του έβλεπε από εκεί πως ο Χάνδακας θα έπεφτε, η σπουδαιότερη άλωση μετά το πάρσιμο της Πόλης, είκοσι ένα χρόνια είχαν αντισταθεί οι Βενετσιάνοι, δεν άντεχαν άλλο. Και, στη μεγαλοσύνη του, ο Πατισάχ θα άφηνε τους τελευταίους υπερασπιστές της πόλης, τρεις χιλιάδες εξακόσιοι όλοι κι όλοι, τόσοι είχαν απομείνει από τα φουσάτα των απίστων, να εγκαταλείψουν τον τόπο χωρίς να τους πειράξει κανείς, ας πάρουν και τα υπάρχοντά τους στις πλάτες τους, τι να είναι εκείνα τα υπάρχοντα μέσα σε τόσα ερείπια.

«Σοφολογιώτατε ιεροδίκα του Χάνδακα, συ, ο δικαιότερος των μουσουλμάνων κριτών, ο εκλεκτότερος των διοικητών των μονοθεϊστών, μεταλλείον σοφίας και ορθολογισμού, ο υψών τας σημαίας του ιερού δικαίου και της πίστεως, ο κληρονόμος της γνώσεως των προφητών, ο εις όν ιδιάζει η μεγάλη χάρις του αρωγού βασιλέως, αυξηθήτωσαν αι αρεταί σου. Μόλις φθάση το παρόν αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, έστω γνωστόν ότι οι άπιστοι υπερασπισταί του Χάνδακος, προσκυνούντες πλέον το κατώφλιον της ευδαιμονίας Μου, δικαιούνται ευσπλαχνίας, όπως ορίζει η βασιλεία μου ώστε ουδείς των απίστων να υποφέρη. Να μην επιτρέψης λοιπόν αντίθετον ενέργειαν και να συμμορφώσαι πάντοτε με το περιεχόμενον της επιθυμίας Μου. Ταύτα γνωρίζων να σέβησαι το παρόν ιερόν σύμβολόν Μου».

Scottιστήκαμε;

Διαβάζω, σε δημοσίευμα που είχε την καλοσύνη να στείλει στον Χάρτη η καλή φίλη Αμάντα Μιχαλοπούλου, ότι ο Scott (νυν Veronica Scott) Esposito, αμερικανός φιλόλογος, γνωστός μου και από τη συγκρατημένη λόγω ερωτηματικού ιατροδικαστική έκθεση The End of Oulipo? (Ζero Books 2013), εξέδωσε (ηλεκτρονικά) το πόνημα The Missing Books, όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταγράφει τους τίτλους εκατό περίπου βιβλίων που «δεν υπάρχουν, αλλά έπρεπε» (“Books that don’t exist, but should”). Όπως εξηγεί ο ίδιος, ο κατάλογός του περιλαμβάνει:

  1. βιβλία «μέσα σε βιβλία» [δεν καταλαβαίνω αν εννοεί ολόκληρα βιβλία, συνόψεις ή, έστω, τίτλους ανύπαρκτων βιβλίων – εδώ το «έπρεπε να έχουν εκδοθεί» είναι τόσο αυθαίρετο όσο και η φαντασία κάθε κατασκευαστή μιας τέτοιας λογοτεχνικής μπάμπουσκας, με (συζητήσιμο) πρώτο και (ασφαλώς) καλύτερο τον Μπόρχες],
  2. βιβλία «που οι συγγραφείς τους δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν» [προσέχω τη διατύπωση «δεν κατάφεραν» (“did not manage”) και αναρωτιέμαι τι νόημα έχει αυτή η φιλολογική τυμβωρυχία στις περιπτώσεις όπου ο ημιτελής συγγραφέας δεν ήθελε να ολοκληρώσει ή, στο πιο μακάβριο, όταν το μόνο που κατάφερε ήταν να σαρκάσει προκαταβολικά («Ας γελάσω») ένα αιφνίδιο θέλημα Θεού], και
  3. βιβλία «που δεν εκδόθηκαν ακόμα, αλλά μπορεί μια μέρα να εκδοθούν» (δεν θέλει πολλές μαθηματικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι «βιβλίο που δεν εκδόθηκε ακόμα» είναι και αυτό που δεν έχει γραφτεί ακόμα, κάτι που ανεβάζει τον σχετικό αριθμό σε ιλιγγιώδη ύψη που φλερτάρουν με το άπειρο).

Η ψυχρότητα αυτής της λίστας (όπου φιγουράρουν ονόματα όπως της Μάργκαρετ Άτγουντ, του Κόρμακ Μακ Κάρθι ή του Φίλιπ Ντικ) οφείλεται στην απουσία όχι τόσο ενός κριτικού λόγου που θα τεκμηρίωνε την επιλογή (και, άρα, το έπρεπε) όσο μιας αντι-λίστας με τα βιβλία τα οποία δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί ποτέ, κάτι που θα ανέβαζε όχι μόνο τη θερμοκρασία της λίστας αλλά και τους σφυγμούς της παγκόσμιας λογοτεχνικής κοινότητας [και (γιατί όχι;) της εν γένει καλλιτεχνικής: πίνακες που δεν έπρεπε να έχουν ζωγραφιστεί, ταινίες που δεν έπρεπε να έχουν γυριστεί, κ.λπ.]. Είναι κρίμα που δεν ζει πια ο συγγραφέας ο οποίος όχι μόνο θα αναλάμβανε επιτυχώς αυτό το επίμοχθο έργο, αλλά και θα το εμπλούτιζε με πιο οικουμενικές κατηγορίες [«άνθρωποι που δεν έπρεπε να έχουν γεννηθεί» (π.χ. ο Χίτλερ), «πόλεμοι που δεν έπρεπε να έχουν διεξαχθεί» (όλοι) κ.λπ.]: ο Ονόριο Μπούστος Ντομέκ.

Ένας νέος ήρωας


Καθόμαστε απέναντι, ο βλάκας με κοιτά, είναι χαρούμενος, είμαι αγανακτισμένος, του τραβάω τα αυτιά, με κοιτά ενοχλημένος, τον φτύνω, γελά ειρωνικά, σκουπίζεται, αρχίζω να βρίζω, να λέω πως η βλακεία του είναι αιτία μεγάλων δεινών, πως το ένα, πως το άλλο, με κοιτά με απορία, του βγάζω τα μάτια, παίρνει από την τσέπη του άλλα δυο, με ευκολία τα τοποθετεί στις άδειες κόγχες, μου χαμογελά ευγενικά, κοιτάω δεξιά, αριστερά, δεν με βλέπει κανείς, τον σκοτώνω, πέφτει κάτω, ξανασηκώνεται αμέσως, φρέσκος-φρέσκος σα να ξύπνησε πριν από λίγο, απελπίζομαι, γελά, μου χτυπά φιλικά τον ώμο, τον κοιτώ έτοιμος να ξαναορμήσω, αυτός λέει: «Ρε που έμπλεξα, είσαι και αγενής και αφελής», αυτό μου λέει, κάνει πως φεύγει, προσπαθώ να σηκωθώ να τον κυνηγήσω, μου λείπουν τα πόδια, τα χέρια, το κεφάλι, το σώμα, τον ακούω χλατς, χλουτς να με τρώει κι όμως διατηρώ ακέραιες τις αισθήσεις μου, ζητάω βοήθεια, μαζεύεται κόσμος πολύς, δεν με βλέπουν, ουρλιάζω Βοήθεια, θέλουν να με βοηθήσουν αλλά δεν ξέρουν που ακριβώς είμαι, ο βλάκας έχει τελειώσει το γεύμα του κι έρχεται και αυτός για βοήθεια, είναι ο μόνος που ξέρει που βρίσκομαι κάθε στιγμή από το 1821 και μετά, οι άλλοι εντυπωσιάζονται από τις ικανότητές του, οι περισσότεροι τον χειροκροτούν, τον σηκώνουν στα χέρια, τον ραίνουν με λουλούδια, είναι ένας σωτήρας, ένας νέος ήρωας.

Περι οδικών ο λόγος

(Περιοδικότητα, Πρόσβαση, Π­αράλειψη, Πόλεμος, Πορνογραφία)


Και άλλοτε έγινε λόγος περί οδικών – πτηνών που κελαηδούν στους δρόμους της μελάνης ή άλλων υγρόρρευστων διαδρομών, δηλαδή, που ακολουθεί η ζωή ως διαρκής προσομοίωση της λογοτεχνίας. Εδώ πρόκειται για περιοδικά, που συνιστούν πνεύμονες της άνασσας του λόγου. Εκ των υστέρων ανασυγκροτώντας κάποιους υπαινιγμούς σε συνάντηση χαρτογράφων, ας επαναλάβω ότι χωρίς περιοδικά ασφυκτιά η (οινο)πνευματική ζωή, ο κόσμος εκείνος μέθης, έξης και μέθεξης ή επικοινωνίας ιδεών και αισθητών πραγμάτων, που αδυνατεί να συγκροτηθεί μόνον από βιβλία, όσο καλά ή κακά και αν είναι, αν δεν υπάρχουν περιοδικές εκδόσεις, όπου συγγραφείς και αναγνώστες δοκιμάζουν και δοκιμάζονται.

Σε παλούκι και φούρκα ή στο πει και φι μπορεί να ειπωθεί ότι τρία Π προσδιορίζουν την πυκνότητα παρουσίας των περιοδικών: η περιοδικότητα, η πρόσβαση και η παράλειψη. Η περιοδικότητα ως επανάληψη σε τακτά διαστήματα συνιστά τρόπο διαπραγμάτευσης του χρόνου, της καθολίκευσης όμως του οποίου προηγείται. Δηλαδή, δεν προϋπάρχει κάποια ενιαία αντίληψη χρόνου που κατόπιν διαιρείται. Προϋφίστανται όσα επαναλαμβάνονται και το γεγονός αυτό εν συνεχεία αποτυπώνεται ως αποτέλεσμα διαίρεσης σε χρονικά διαστήματα, όπως φαίνεται να απορρέει από την ανασύνθεση μιας υποτιθέμενης ροής, πριν ο χρόνος αναχθεί σε τέταρτη διάσταση του χώρου ή ό,τι άλλο μας φωτίσει ο ήλιος στο μέλλον να φανταστούμε.

Μια εικόνα με αινιγματικό περιεχόμενο

Αίγινα, σαράντα περίπου χρόνια πριν, σε μια από τις μανιώδεις και συνήθως μονοθεματικές (ανάλογα με τις διαθέσεις της ημέρας) φωτογραφικές περιπλανήσεις μου. Η μηχανή σε τρίποδο, με προσεκτικά επιλεγμένο κάδρο. Αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα αφαιρετικά, έμμεσα μέσα απ’ τον φακό και φυσικά κολοβή, ψαλιδισμένη. Ένας διπλός δρόμος με κράσπεδο στη μέση. Οριζόντιες γραμμές που διασταυρώνονται στο βάθος με τις κάθετες ενός κιγκλιδώματος, που όμως κι αυτό στο σύνολό του, μοιάζει με οριζόντιο. Στο βάθος, στο φόντο, η θάλασσα περίπου αόρατη. Ένα πλαίσιο κενό, σχεδόν νεκρό, που μέσα του δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά περιέχει εικόνες πίσω απ’ την εικόνα, όπως συμβαίνει με όλες τις φωτογραφίες, συνήθως αργότερα όμως, που οι αναγνώσεις είναι τόσες όσοι και οι αναγνώστες. Ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου, διακρίνω δεξιά την ασαφή εικόνα ενός ποδηλάτη με στολή και καπέλο. Συγκεντρώνομαι στο κάδρο, τακτοποιώ την ταχύτητα του κλείστρου ώστε να παγώσω την κίνηση και περιμένω τον ποδηλάτη να ενταχθεί στο κάδρο. Πατάω το κουμπί την κατάλληλη στιγμή και ρίχνω μια βιαστική και επιπόλαιη ματιά στην πλάτη του που απομακρύνεται.

Αργότερα, το βράδυ, στην ησυχία του σκοτεινού θαλάμου, εμφανίζω το φίλμ και το κρεμάω να στεγνώσει. Στο καρέ, ο ποδηλάτης έχει «παγώσει» στη σωστή θέση, και περιμένω να τυπώσω. Στον εκτυπωτή με την εικόνα μεγεθυμένη περίπου 12 φορές, διακρίνω ένα «λέρωμα» επάνω στον άνθρωπο. Στη συνέχεια, μέσα στά υγρά, η σκηνή εμφανίζεται στην επιφάνεια του χαρτιού και αυτό το «λέρωμα» είναι πραγματικό, είναι επάνω στη στολή (υπενωματάρχης;) και στο πρόσωπο του ανθρώπου. Με το νωπό τυπωμένο χαρτί στα χέρια, προσπαθώ να καταλάβω τί έχει γίνει, τι φωτογράφησα. Ποιά πραγματικότητα έχασα κρυμμένος πίσω από ένα κάδρο, στήνοντας ενέδρα σε μιά σιλουέτα που θα συμπλήρωνε τη δική μου αφήγηση, την απομονωμένη όμως από τον υπόλοιπο χώρο, απούσα στην ουσία από την άλλη πραγματικότητα, λίγο πιό πέρα. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αντιλαμβάνεσαι την υπαρξιακή δύναμη της φωτογραφικής καταγραφής και την τάση του μυαλού να κατασκευάζει ιστορίες απ’ αυτήν. Ιστορίες που κρύβονται έξω απ’ το κάδρο, τυχαίο ή μή.

Τι είχε άραγε συμβεί. Τι ήταν αυτό που είχε κολλήσει επάνω στη στολή αλλά και στο πρόσωπο του ανθρώπου; Αν είχε πέσει σε κάποιο οικοδομικό πολτό από μαρμαρόσκονη ή ασβέστη (που θα ήταν τρομερό), δεν θα είχε άραγε καθαρίσει λίγο τη στολή ή το πρόσωπό του πρίν συνεχίσει με το ποδήλατο; Το ποδήλατο δεν θα έπρεπε να είναι κι αυτό γεμάτο από αυτή την παχύρευστη ύλη; Ή μήπως η στολή τον έκανε αντιπαθή στην τοπική κοινωνία εκείνα τα χρόνια και μιά ομάδα του είχε επιτεθεί, ίσως με γιαούρτια και γι’ αυτό δεν σταμάτησε καθόλου προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του; Δέν έμαθα ποτέ και δεν θα μάθω. Έχασα αυτό που συνέβη, αλλά κατέγραψα το αποτέλεσμά του. Αν μάθαινα ποτέ τι έγινε, η φωτογραφία αυτή θα το πιστοποιούσε. Τώρα είναι μόνο μιά εικόνα με λανθάνουσα αφήγηση, που την ταιριάζει ο καθένας στη δική του ιστορία, στο δικό του παραμύθι. Ένα κάδρο σαν πλάκα γκρίζου μπετόν, με σκουριασμένες «αναμονές» ανάγνωσης.

Γλωσσικά ευτράπελα: από την πολιτική ορθότητα μέχρι τη λαϊκή δημιουργία. 2: «Mαθητικός τραμπουκισμός»


Ήταν τις μέρες των Χριστουγέννων. Πήγα να δω και να ευχηθώ στη θεία Χ. Η θεία είναι ογδονταφεύγα, σχεδόν τυφλή λόγω εκφύλισης της ωχράς κηλίδος. Ακούει πολύ ραδιόφωνο και τηλεόραση. Κατ’ ανάγκην. Θα προτιμούσε το διάβασμα. Ήταν φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, ποιήτρια και μεταφράστρια. Ποιήτρια είναι ακόμα. Καταχρηστικά τη λέω θεία, από παιδί. Ήταν απλώς πολύ στενή φίλη της μάνας μου.Της αρέσει να συζητάει μαζί μου. Έχει απορίες. Εύλογες. Η παλαιάς κοπής παιδεία της την έχει προικίσει με μια «λαϊκή» κοινή λογική που τη δυσχεραίνει στην κατανόηση της νέας εποχής και των ιδιολέκτων της.

«Μα γιατί, όπως λένε, έχει αυξηθεί τόσο ο σχολικός εκφοβισμός; Τι άνθρωποι είναι αυτοί που δεν ντρέπονται να χρησιμοποιούν ως φόβητρο το σχολείο; Το σχολείο δεν είναι μπαμπούλας!»

Αρχικά συμφώνησα μαζί της. Το σχολείο δεν είναι μπαμπούλας. Και μετά της εξήγησα την πλάνη της. Δεν εννοούσε να καταλάβει. Παρ’ ότι μεταφράστρια. Ήθελε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Δεν καταλάβαινε γιατί να μη λέμε «μαθητικός τραμπουκισμός». Δημοτικίστρια γαρ… Δεν επέμεινα.

Ονειροπαγίδα

Αποφάσισα να ετοιμάσω κατάλογο αμερικάνικων ταινιών στις οποίες ΔΕΝ αναφέρεται η φράση «Α dream come true».

Γυναίκες/Ψυχογεωγραφία


«Όμορφο σαν την τυχαία συνάντηση μιας ομπρέλας και μιας ραπτομηχανής…», λέει το σύνθημα ο Οδυσσέας Γεωργίου / «…σ᾽ ένα τραπέζι ανατομίας», συνεχίζει με το παρασύνθημα ο Νίκος Γιαννόπουλος / Ο ήλιος λάμπει / Χειμωνιάτικος Ήλιος (ο κύκλος ασμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, ντοκιμαντέρ στον Πειραιά) / Δραπετσώνα / ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΑΙ ΣΙΓΓΕΡ/ «Αρχαιολογία Αστικής Τοπιογραφίας», λέει ο Γεωργίου, και φωτογραφίζει / Ο Γιαννόπουλος βάζει ν᾽ ακούσουν το «Which Side Are You On?» με την Ani DiFranco και την Melissa Ferrick (εμπρηστική εκτέλεση) / Ο Γεωργίου το βάζει με τις Florence Reece & Natalie Merchant (δεκαετίες 1930 & 1990, αντιστοίχως, σε μίξη) / Ο Γιαννόπουλος το βάζει με τον πρωθιερέα Pete Seeger (επική εκτέλεση, όπως κι εκείνη, η μελαγχολικά επική, του Jarama Valley, που τόσο την αγαπούσε ο Guy Debord) / Ο Γεωργίου, το μεταφέρει στην post-punk ατμόσφαιρα της Μεγάλης Βρετανίας, το βάζει με τον Billy Brag (τραχιά μίνιμαλ εκτέλεση) / O Γιαννόπουλος λέει φτάσαμε / Ο Γεωργίου ανάβει τσιγάρο / Ο Man Ray μειδιά από Κει Πάνω Ψηλά / Η Louise Bourgeois γνέφει επιδοκιμαστικά / Ο Jonas Mekas πίνει μια γουλιά κρασί / Ο Γιαννόπουλος ανάβει τσιγάρο / Ο Νικόλας Άσιμος σουλατσάρει και ρωτάει «Γιατί Φοράς Κλουβί;» / Οι TuxedooMoon σπαράζουν στο The Cage / Ο Γιαννόπουλος επαναλαμβάνει ρυθμικά τη μαγγανεία CageCaleCave / Ο Γεωργίου: ΤζονΤζονΝίκ! ΤζονΤζονΝίκ!/ Βιβλία μετεωρίζονται πάνω από τα κεφάλια τους, φτερωτά βιβλία, άλμπατρος τυπωμένα άλμπατρος: Για ένα δικό σου δωμάτιο / Η αισθητική της σιωπής / Διακοπές χωρίς πτώμα / Σκόρπια δύναμη / Γυάλινος κώδων / Λίγα λόγια / Και με το φως του λύκου επανέρχονται.

Η προϋπόθεση

Κοστούμια του Γιώργου Πάτσα για το «Μπορντέλο» του Νίκου Κούνδουρου (1984)


Θα ΄χετε αγαπήσει αληθινά αυτή την πόλη
μόνο όταν καταλάβετε
πως τόσα και τόσα αθηναϊκά νεοκλασικά
(πλέον και μεσοπολεμικά, με τα έρκερ και τα όλα τους)
από τα πολλά που τόσο εκθειάζετε
σε κάτι δρόμους όπως Ιάσονος, Φυλής, Αγκύρας
σωθήκανε μόνο και μόνο γιατί γίνανε μπουρδέλα.

Περίπατοι γύρω από το κεφάλι μου


Ίδια στροβιλίσματα του πινέλου στον καμβά, ίδιες και οι χαοτικές δίνες που χαρακτηρίζουν τα έργα του Βαν Γκογκ. Η νεωτερική εκδοχή του γνωστού πίνακα ολοκληρώνεται με την ένθεση ενός –ομοιόχρωμου–μοντέλου. Χάρη στο πνεύμα της Αποκριάς, η «Έναστρη νύχτα» της Αρλ αναβιώνει, σχεδόν απαράλλακτη, στην Κοζάνη.

Δώδεκα αυγά!

Ο Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά ντε Καριτά, μαρκήσιος ντε Κοντορσέ (1743-1794), άθεος και ιδιοφυής μαθηματικός, υποστηρικτής των αρχών της Επανάστασης, αντίθετος στην καρατόμηση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, μέλος του κόμματος των Γιρονδίνων στην γαλλική Εθνοσυνέλευση, όπου υποστήριξε τη μεταρρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και διατύπωσε το Σύνταγμα της νέας Δημοκρατίας, εκδήλωσε μεγαλοφώνως τις αντιρρήσεις του στην τρομοκρατία του αδιάφθορου Ροβεσπιέρου. Δεν θα πρέπει να ξαφνιάστηκε, όταν τον Ιούλιο του 1743 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του με την κατηγορία της προδοσίας, που αντιμετωπιζόταν με καταδίκη σε θάνατο. Βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα μικρό δωμάτιο στο σπίτι της Ροζ Σοφί Βερνέ, υπό το φως ενός κακοχυμένου κεριού (όπως λέει η παράδοση), έγραψε το Σχεδίασμα για έναν Ιστορικό Πίνακα των Προόδων του Ανθρώπινου Πνεύματος. Υποψιαζόμενος ότι οι Αρχές θα ανακάλυπταν, αργά ή γρήγορα, την κρυψώνα του, εγκατέλειψε το Παρίσι, με μόνη αποσκευή έναν τόμο με τα Ποιήματα του Οράτιου. Στις 26 Μαρτίου του 1794 έφτασε στο Κλαμάρ, εννέα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι, και μπήκε σε ένα πανδοχείο, αναμένοντας να οδηγηθεί από γνωστούς του σε κάποιο κρησφύγετο. Ο πανδοχέας τον ρώτησε αν επιθυμούσε να του ετοιμάσει μια ομελέτα. «Πόσα αυγά να βάλω, κύριε;» «Δώδεκα», απάντησε ο Κοντορσέ. «Να ένας πλούσιος», σκέφτηκε ο πανδοχέας, «ένας εκμεταλλευτής». Δεν είναι βέβαιον ότι ο Κοντορσέ είδε την ομελέτα στο πιάτο του, ούτε ότι την απόλαυσε, είδε όμως τα όργανα της εξουσίας να τον συλλαμβάνουν. Την άλλη μέρα ήταν νεκρός. Λέγεται πως είχε πιει περί το λυκαυγές, μόλις άκουσε τα κοκόρια να λαλούν στο κοτέτσι του πανδοχέα, μικρή ποσότητα λιωμένου βρομόχορτου ανακατεμένου με όπιο.

Μπόρχες: Περὶ τῆς ἀκριβείας ἐν τῇ ἐπιστήμῃ

...Σ’ εκείνη την Αυτοκρατορία, η Τέχνη της Χαρτογραφίας άγγιξε τόση Τελειότητα, ώστε ο Χάρτης μιας και μόνης Επαρχίας καταλάμβανε μια Πόλη ολόκληρη, και ο Χάρτης της Αυτοκρατορίας, μια Επαρχία ολόκληρη. Με τον καιρό, αυτοί οι Εκτεταμένοι Χάρτες έπαψαν να ικανοποιούν, και τα Κολέγια των Χαρτογράφων ανέπτυξαν ένα Χάρτη της Αυτοκρατορίας που είχε το Σχήμα της Αυτοκρατορίας και συνέπιπτε με αυτήν, σημείο προς σημείο. Λιγότερο παθιασμένοι με τη Σπουδή της Χαρτογραφίας, οι Επόμενες Γενεές σκέφτηκαν πως αυτός ο Εκπεπταμένος Χάρτης ήταν άχρηστος και, όχι εντελώς άκαρδα, τον εγκατέλειψαν στο Έλεος του Ήλιου και των Χειμώνων. Στις Ερήμους της Δύσης υπάρχουν ακόμα χαλάσματα του Χάρτη. Τον κατοικούν Ζώα και Ζητιάνοι. Σε ολόκληρη τη Χώρα, δεν υπάρχει κανένα άλλο ίχνος της Επιστήμης τής Γεωγραφίας.

Σουάρεθ Μιράντα, Ταξίδια συνετών ανδρών, Βιβλίο Δ΄, Κεφ. ΙΔ΄, Λέριδα, 1658.*

* Για ν’ ακολουθήσουμε τη διατύπωση του συγγραφέα, δεν υπάρχει πουθενά κανένα ίχνος ούτε του... Σουάρεθ Μιράντα ούτε, φυσικά, του βιβλίου του, που είναι και τα δύο καθαρά επινοήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Πρβλ., πάντως: «Οι εμπνεύσεις της φιλοσοφίας δεν υπολείπονται σε φαντασία από εκείνες της τέχνης: ο Τζοσάια Ρόις, στον πρώτο τόμο του έργου του The World and the Individual (1899), έχει διατυπώσει τα εξής: “Ας υποθέσουμε ότι ένα τμήμα του εδάφους τής Αγγλίας είναι τέλεια ισόπεδο κι ότι πάνω του ένας χαρτογράφος σχεδιάζει ένα χάρτη της Αγγλίας. Το έργο είναι τέλειο· δεν υπάρχει σπιθαμή εδάφους της Αγγλίας που να μην έχει αποτυπωθεί στο χάρτη – τα πάντα βρίσκονται εκεί, υπό κλίμακα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο χάρτης αυτός πρέπει να περιλαμβάνει και ένα χάρτη του χάρτη, που πρέπει να περιλαμβάνει ένα χάρτη του χάρτη του χάρτη, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον”» [Mπόρχες: «Αποσπασματικές μαγείες του Δον Κιχώτη» (Διερευνήσεις)].

μετάφραση:

Ο μάγος Οζ


«Ο γραπτός κόσμος πάντοτε περιστρέφεται γύρω από το χέρι που γράφει, οπουδήποτε και αν συμβαίνει να γράφει: όπου βρίσκεσαι βρίσκεται το κέντρο του σύμπαντος», γράφει ο διεθνώς πιο γνωστός πεζογράφος από το Ισραήλ Άμος Οζ (1939), που πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2018. Σκάλες από το σαλόνι οδηγούν κάτω, στο γραφείο του, με βιβλία σε όλους τους τοίχους και αναλόγιο σε μία γωνία, όπως τα περιγράφει η Shusha Guppy σε συνέντευξη μαζί του στο περιοδικό The Paris Review το 1996. Το σπίτι βρίσκεται στη μικρή πόλη Αράντ, που χτίστηκε το 1961 στα όρια της ερήμου Νεγκέβ, 25 χιλιόμετρα από τη Νεκρά Θάλασσα, όπου μετακόμισαν έπειτα από τριάντα ένα χρόνια ζωής στο κιμπούτς, στο οποίο γνωρίστηκαν δεκαπέντε ετών με τη γυναίκα του (κόρη του βιβλιοθηκάριου του αγροτικού κοινοβίου), γιατί έπασχε από άσθμα ο γιος τους, το μικρότερο από τρία παιδιά.

Αποδέκτης πολλών προσκλήσεων από το εξωτερικό, ο πρώτος κανόνας είναι να μην ταξιδεύω, όταν κυοφορώ ένα βιβλίο, λέει ο Οζ. Ξεκινώ την ημέρα μου στις 6 το πρωί με έναν περίπατο 40 λεπτών στην έρημο, καλοκαίρι ή χειμώνα. Ναι, απαντά, κάνει τρομερό κρύο τον χειμώνα. Η έρημος παραμένει η ίδια – από την εποχή με τους προφήτες και τον Ιησού, έχει πει άλλοτε – οπότε πόσο διαρκεί το «ποτέ» ενός πολιτικού; Ένα μήνα; Έξι μήνες; Τριάντα χρόνια; Εντελώς ασήμαντο διάστημα.

Προεδρική φρουρά

(Φωτ. Άρις Γεωργίου)

Περνώ από την Ηρώδου του Αττικού – μεσημεράκι με ξαφνική λιακάδα του Δεκεμβρίου. Παραμονές Χριστουγέννων, κατά τις δώδεκα. Κόσμος συρρέει συνέχεια από παντού για να θαυμάσει το σαράντα μέτρα ύψος χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστησε ο δήμαρχος κ. Καμίνης – ξαφνικά βλέπω απέναντι, από μακριά να έρχεται η τριάδα των τσολιάδων της Προεδρικής Φρουράς για την αλλαγή βάρδιας στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, που γίνεται ανά μία ώρα. Προηγείται ο δεκανέας αλλαγής και πίσω του οι δυο Εύζωνοι. Και οι τρεις πανύψηλοι, δίμετροι, αρρενωποί, μυστακοφόροι, άκαμπτοι. Είναι ντυμένοι ομοιόμορφα με τον περίφημο χειμερινό ντουλαμά, φέσι με φούντα-φουστανέλα-τσαρούχι, κατά το πρότυπο της στολής του Παύλου Μελά. Κρατούν άψογα επ’ ώμου από ένα τυφέκιο M-1. Έρχονται με το κλασικό αγέρωχο περπάτημα, το αργό σήκωμα-λύγισμα του γόνατου και μετά το δυνατό, καρφωτό χτύπημα του τσαρουχιού στο οδόστρωμα. Κάθε ζεύγος τσαρούχια έχει ατσάλινες πρόκες στις γουρουνόσολες και ζυγίζει τρία κιλά. Ξέρω ότι ο τσολιάς σ’ αυτή την απαρέγκλιτη διαδρομή δεν σταματάει πουθενά και δεν τον σταματάει τίποτα. Τραβάει κατευθείαν μπροστά, παίρνοντας αμπάριζα οποιονδήποτε και οτιδήποτε είναι στον δρόμο του, ανθρώπους, καρέκλες, ή άλλα εμπόδια, μέχρι να φτάσει στο φυλάκιο. Δεν παρεκκλίνει ούτε μισό πόντο της προδιαγεγραμμένης πορείας του, τον λεγόμενο τσαρουχόδρομο. Βλέπω, όμως, όλο και πιο πολύ κόσμο να μαζεύεται λόγω του χριστουγεννιάτικου δέντρου – τα αυτοκίνητα καβάλησαν τα ρείθρα και έχουν παρκάρει παράνομα πάνω στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου του Αττικού, ακριβώς στη γραμμή διαδρομής των Ευζώνων. Ανακάθομαι με άγχος – τι θα κάνει, άραγε, ο δεκανέας; Ο κόσμος παραμερίζει με σεβασμό και το άγημα πλησιάζει κατευθείαν προς τα αυτοκίνητα, όλο και σιμώνει. Φτάνοντας μπροστά στα παράνομα παρκαρισμένα οχήματα, ο δεκανέας και οι άλλοι δύο Εύζωνοι δεν διστάζουν ούτε δευτερόλεπτο – τραβούν ευθεία, ανεβαίνουν με τα τσαρούχια τους το ίδιο άκαμπτοι και αγέρωχοι πάνω στα καπό και στους ουρανούς των αυτοκινήτων, κατεβαίνουν και ανεβαίνουν στα επόμενα. Πάντα με τον ίδιο ρυθμό και το ίδιο βήμα, τσαλακώνοντας τις λαμαρίνες, σπάζοντας παρμπρίζ και καπό, τσακίζοντας πορτμπαγκάζ, προβαίνουν ανέκφραστοι, περήφανοι σαν Αλβανομάχοι τσολιάδες που ορμούν να καταλάβουν πάση θυσία το μαρτυρικό ύψωμα 731 της Τρεμπεσίνας. Θρυμματίζουν τζάμια με τον ίδιο διασκελισμό του πεπρωμένου, ανεπηρέαστοι, ανέγγιχτοι, ακολουθώντας τη διαταγή: δεν παρεκκλίνουμε ποτέ, πουθενά, για κανέναν και για τίποτε – γύρω τους εκατοντάδες άλλοι τρελοί Έλληνες που έχουν μαζευτεί βλέπουν τις αναπόφευκτες ζημιές που κάνουν οι Εύζωνοι στα αυτοκίνητα, τη μοιραία τους διαδρομή και, αυθόρμητα, ασυναίσθητα τους χειροκροτούν με ενθουσιασμό και με μια πίστη που έρχεται από πολύ μακριά, απ’ τα βάθη ενός δικού τους, παλιού, ηρωικού θανάτου.

Η απέλαση του Άη Βασίλη

(Φωτ: Franca Galliana)

Μιλάνο, οδός Τορτόνα, λίγο πιο κάτω από το Μουσείο των Πολιτισμών / MUDEC, όπου μέχρι τις 14 Απριλίου παρουσιάζεται μια έκθεση με έργα του διάσημου Μπάνκσι. Στον τοίχο κάποιου παλιού εργοστασίου, ένα γκράφιτι μοιάζει να έχει δραπετεύσει από τις φωτεινές αίθουσες του μουσείου, επιστρέφοντας στο φυσικό του χώρο. Μόνο που δεν είναι του –απρόσωπου– Μπάνκσι, αλλά ενός… ευπρόσωπου Ιταλού καλλιτέχνη του δρόμου, του TVboy, που είναι γνωστός στην πατρίδα του για τον ακτιβισμό του.

Την τελευταία φορά που ο TVboy απασχόλησε την επικαιρότητα, ήταν με ένα γκράφιτι στο οποίο ο Λουίτζι ντι Μάιο αντάλλασσε περιπαθές φιλί με τον Ματέο Σαλβίνι. Η κυβερνητική εξουσία του συνασπισμού με την σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, μπήκε ξανά στο στόχαστρό του: Ένας αστυνόμος οδηγεί σιδηροδέσμιο τον Άη Βασίλη. Η εικόνα γίνεται πιο σαφής χάρη σε ένα καρτελάκι δίπλα, που γράφει: «Η άδεια διαμονής απορρίφθηκε για τον Άγιο. Κανείς δεν θυμάται ότι είχε έλθει από την Τουρκία». Αιχμηρό το σχόλιο αν σκεφθούμε ότι και οι δύο βερσιόν του γνωστού παππούλη, τόσο ο Μέγας Βασίλειος για εμάς, όσο και ο Άγιος Νικόλαος για τους Ιταλούς (και όχι μόνο), έλκουν την καταγωγή τους από τα εδάφη της σημερινής Τουρκίας.

Ανάμεσα εις τους καθρέφτες…

… ευρίσκονται κάποιοι οι οποίοι είναι ωσάν σηκωμένοι και στρογγυλοί. Άλλοι, εκ του ε ναντίον, ευρίσκονται βαθουλοί και χαμηλοί. Εκείνοι οπού είναι στρογγυλοί και πρός τα έξω σηκωμένοι, δείχνουν το πρόσωπον εκείνου οπού τον κοιτάζει μικρόν, καλά και να είναι ατόν του μεγάλον, οι χαμηλοί και βαθουλοί καθρέφτες κάμνουν όλον το εναντίον. [...] Έτσι λοιπόν, δύο λογιών ανθρώποι ευρίσκονται εις τον κόσμον [...] οι πρησμένοι και σηκωμένοι, τουτέστιν οι υπερήφανοι, οι θυμοσιάρηδες και οι ακατάδεκτοι ανθρώποι, δείχνουσι τον Θεόν μικρόν. [...] Άλλοι ανθρώποι είναι ωσάν οι βαθουλοί καθρέφτες διά την ταπείνωσιν οπού έχουν, και εις τούτους φαίνεται ο Θεός μεγάλος και μεγαλότατος.

Νεóφυτος Ροδινóς, Κύπριος λόγιος του 17ου αιώνα, προσηλυτιστής των ορθόδοξων στον Παπισμό. Δίδαξε ελληνικά με στερήσεις και διώξεις σε διάφορες χώρες: Ισπανία, Πολωνία, Ιταλία («Εξήγησις εις την ωδήν της Θεοτόκου», 1636.)

Διεθνές

Αυτό που οπωσδήποτε χαρακτηρίζει τις σημαίες όλων των κρατών είναι μια έπαρση, θα έλεγε κανείς...

Κυκλοτεχνία & Λογοφορία

«Θέλουμε η λογοτεχνία να καταλάβει τους δρόμους, κατακτώντας δημόσιους χώρους και προσφέροντας στους περαστικούς μια περιοχή ελεύθερη από οχήματα, που για λίγες ώρες θα υποκύψει στην ταπεινή ισχύ του γραπτού λόγου. Ένα μέρος της πόλης, συνήθως αφιερωμένο στην ταχύτητα, τη ρύπανση και τον θόρυβο, θα μεταμορφωθεί έτσι σε χώρο ειρήνης, ησυχίας και συνύπαρξης, που θα φωτίζεται από το απαλό φως που θα εκπέμπουν σελίδες βιβλίων. Τα βιβλία θα είναι διαθέσιμα για όσους θέλουν να τα πάρουν. Επομένως, η εγκατάσταση θα ανακυκλωθεί, διαρκώντας για όσο διάστημα αποφασίσουν οι χρήστες της πριν εξαφανιστεί. Τα αυτοκίνητα θα ανακαταλάβουν τη θέση τους τελικά. Ωστόσο, όσοι πέρασαν από εκείνο το μέρος, εκείνο το βράδυ, θα θυμούνται πώς κάποτε βιβλία το είχαν καταλάβει …»
Τμήμα ενός δρόμου ταχείας κυκλοφορίας στην πανεπιστημιούπολη Αν Άρμπορ, μετά από πρόσκληση του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ενός από τα σημαντικότερα δημόσια αμερικανικά πανεπιστήμια, κάλυψαν, στις 23 Οκτωβρίου 2018, για 12 ώρες, 11 χιλιάδες «φωτισμένα βιβλία», σε μια εγκατάσταση που έστησε η ανώνυμη καλλιτεχνική κολεκτίβα luzinterruptus, που οργανώνει αστικές παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους, χρησιμοποιώντας το φως ως πρώτη ύλη και το σκοτάδι ως καμβά και έχοντας αρχίσει τη δράση της στους δρόμους της Μαδρίτης στα τέλη του 2008. Αντίστοιχες εγκαταστάσεις «Λογοτεχνίας εναντίον Κυκλοφορίας» είχαν προηγηθεί στο Τορόντο, τη Μελβούρνη, τη Μαδρίτη και τη Νέα Υόρκη.

Περίπατοι γύρω από το κεφάλι μου

Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου δεν είναι και καλύτερος φίλος των ποιητών. Το πιστοποιούν τα «μπιλιετάκια» των συμπαθών τετράποδων στις πρασινάδες, προκαλώντας αυτή την ανώνυμη επέμβαση στην πινακίδα. Πώς να μην αναφωνήσεις μετά: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;»

H κακή επιθυμία

Στην παρακάτω γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα /εκεί μια γραία κάθεται, κάθεται κι ένας γέρος / έχει κι ένα κακό σκυλί, κι ένα όμορφο κορίτσι. / Θε μου! να πέθαινε η γριά, να πέθαινε κι ο γέρος / να φαρμακώναν το σκυλί, να πάρω το κορίτσι.

(Τραγούδια εθνικά, συνεγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου, εις Κέρκυραν, τυπογραφείον Ερμής, 1850.)

Το συρτάρι του συγγραφέα

Ο Βίκτωρ Ουγκώ κλειδώνει τα ρούχα του

Τώρα, δεν μ­­πορούσε να ελπίζει πια σε άλλη αναβολή. Έπρεπε να προφτάσει. Αγόρασε ένα μπουκάλι μελάνι και μια γκρίζα φανέλα που τον τύλιγε ολόκληρο από τον λαιμό ως τους αστραγάλους, κλείδωσε τα ρούχα του για να μην μπει στον πειρασμό να βγει από το σπίτι και μπήκε στο μυθιστόρημά του, όπως μπαίνει κανείς σε μια φυλακή. Ήταν πραγματικά δυστυχισμένος…»
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Βίκτωρ Ουγκώ ξεκινά να γράφει την Παναγία των Παρισίων. Χειμώνα καιρό δουλεύει με ανοιχτά παράθυρα. Οι μήνες περνούν, ο Ουγκώ καταδιώκεται από τον εκδότη του. Προβάλλει απίστευτες δικαιολογίες ότι δήθεν έχασε τα συγγραφικά του τετράδια. Ο Γκοσλέν λαμβάνει το χειρόγραφο στις 9 Μαρτίου του 1831, όμως ο Ουγκώ έχει αφαιρέσει τρία κεφάλαια. «Χάθηκαν» θα προφασιστεί στον εκδότη. Μα, καθώς φαίνεται, τα υποκλέπτει ο ίδιος, γιατί ο εκδότης αρνείται να του αυξήσει τα συγγραφικά δικαιώματα, παρόλο που έλαβε ογκωδέστερο από το προσυμφωνημένο βιβλίο. Τα κεφάλαια αυτά θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά στην 8η έκδοση, έναν περίπου χρόνο μετά.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ παζάρεψε σκληρά τις λέξεις του. Δε δίστασε να προχωρήσει στην βάναυση αποκοπή τους, προκειμένου να εκβιάσει τον καρμίρη εκδότη. Πολύ διδακτική ιστορία για τα εκδοτικά ήθη μιας άλλης, όχι και τόσο μακρινής, εποχής και το βιοπορισμό ενός μεγάλου συγγραφέα που διεκδικούσε το δικαίωμα να ζει από τα γραφτά του.

Αναμφισβήτητα, η συντομότερη αλληλογραφία στην Ιστορία θεωρείται ότι διαπράχθηκε μεταξύ του Ουγκώ και του εκδότη του. Μετά την έκδοση των Αθλίων, ο Ουγκώ, αναφερόμενος στην επιτυχία του βιβλίου, έστειλε ένα «;». Και ο εκδότης τού απάντησε: «!». Ο Ευγένιος Ντελακρουά είχε γράψει για τον Ουγκώ πως αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος αντί συγγραφέας, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του.

Πέντε πράγματα που διακρίνουν την Ευρώπη από την Αμερική

Όσον κι αν θέλουμε, δεν μπορούμε να σκεφτούμε την Ευρώπη χωρίς την Αμερική. Χωρίς τις ΗΠΑ, για να είμαστε συγκεκριμένοι. Στην ανισόρροπη τραμπάλα του δυτικού πολιτισμού, Ευρώπη και Αμερική αντικρίζονται. Δεν μπορείς να συζητήσεις τη μια, χωρίς να λοξοκοιτάζεις την άλλη.
Ευρώπη και ΗΠΑ, λοιπόν. Μετράω πέντε πράγματα που τις διακρίνουν. Θα μπορούσαν να είναι είκοσι πέντε ή χίλια δέκα πέντε, όμως ο χώρος είναι λιγοστός, οφείλω να πάρω τις αποφάσεις μου.
Ξεκινώ.

  1. Βρικόλακας: Πρόκειται για καθαρά ευρωπαϊκό δημιούργημα (θυμηθείτε τον Δράκουλα του Στόκερ). Η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ανθρωποκεντρική ακόμα και στις μεταφυσικές της ανησυχίες, πράγμα που δεν ισχύει για την Αμερική, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. Αυτός ο μαύρος ουμανισμός της Ευρώπης, ο οποίος διαποτίζει ακόμα και τη μεταφυσική, δεν είναι δεδομένος στις ΗΠΑ, όπου η μεταφυσική εκτρέπεται σε εξωανθρώπινα όντα (βλ. και παρακάτω).
  2. Εξωγήινοι: Η Ευρώπη ποτέ δεν συμμερίστηκε την πίστη (και την υστερία) της Αμερικής για τους εξωγήινους. Οι Ευρωπαίοι φαίνεται πως είναι ιδιαιτέρως απασχολημένοι με αυτόν τον πλανήτη, τους νεκρούς, τη μνήμη, την καθημερινότητα, για να στρέψουν το βλέμμα τους εκτός. Δεν συζητούν για UFO, δεν τους σκοτίζουν ανησυχίες σε σχέση με υποθετική εισβολή των εξωγήινων. Πατούν γερά στη γη.
  3. Μνήμη: Η μνήμη της Αμερικής είναι βραχεία. Εκτείνεται έως τον Αμερικανικό Εμφύλιο – άντε, έως τον Κολόμβο. Η μνήμη της Ευρώπης ριζώνει βαθιά και αποδεικνύεται βαριά. Μία ήπειρος-σφαγείο. Εκστρατείες, πόλεμοι, καταστροφές, λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί. Η ιστορία της Ευρώπης μπορεί να γραφεί και ως θρίλερ. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, Ιερά Εξέταση, αρένες που κολυμπούν στο αίμα. Επάλληλα ιστορικά στρώματα, όπου και να κοιτάξεις η ιστορία είναι ένα παλίμψηστο. Ίσως γι’ αυτό η Ευρώπη αναδεικνύεται η πατρίδα της ενοχής. Ιδίως της ιστορικής – αλλά όχι μόνο.
  4. Μερίδα: Το θέμα της τροφής είναι δείκτης πολιτισμού, αλλά και ιδεολογίας, οικονομίας. Στις ΗΠΑ οι τερατώδεις μερίδες στα ταχυφαγεία και τα αεριούχα ποτά τρομοκρατούν τους Ευρωπαίους. Οι Αμερικανοί είναι εθισμένοι στο king size. Οι Ευρωπαίοι όχι. Οι ποσότητες του φαγητού όπως και τα νούμερα στα ρούχα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
  5. Πορνό: Οι γνώστες επιμένουν στη διάκριση. Το αμερικανικό πορνό ουδεμία σχέση έχει με το ευρωπαϊκό. Οι Αμερικανοί απενοχοποίησαν τη βιομηχανία του πορνό. Η ενοχική Ευρώπη χρειάζεται συνήθως ένα πρόσχημα. Ένα προκάλυμμα κουλτούρας ή πλοκής, πριν από τη διείσδυση. Δεν της αρκεί το ωμό σεξ, χρειάζεται και ένα touch από Beaudelaire για να τα έχει καλά με τον εαυτό της.

1 λέξη

Το ότι μια φωτογραφία ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις αποτελεί κοινό τόπο. Καθώς όμως πολλά μοιραζόμαστε – με δικούς μας τον τόπο μας, ενώ με άλλους τον δικό τους – κάθε κοινός τόπος δεν συνιστά κατ’ ανάγκην κοινοτοπία. Άλλο θέλω να πω. Το αντίστροφο. Θέλω να πω: Κάθε λέξη ισοδυναμεί με χίλιες εικόνες. Διαφορετικό βιβλίο διαβάζουν χίλιοι άνθρωποι που διαβάζουν το ίδιο βιβλίο. Η δυνατότητα αυτή αποτυπώνεται (ως κοινοτυπία;) σε διαμάχες τις οποίες ερεθίζουν δυσκολίες μεταφοράς, φερ’ ειπείν, ενός μυθιστορήματος σε κινηματογραφική ταινία. Χίλια κλικ προκαλεί η α-κατάλληλη λέξη σε μια αράδα ενός νανο-δοκιμίου. Αλλιώς φωτογραφίζεται κάθε φωτογράφος σε κάθε στίχο. Η άποψη αυτή δεν συνιστά όψη μιας απολογίας της λογοτεχνίας έναντι της φωτογραφίας, αλλά φωτογράφιση του τοκετού του λόγου. Είτε είναι αλφαβητικές είτε όχι, οι ψηφίδες της γραφής άλλωστε αποτελούν φωτογραφικά στερεότυπα κάθε χιλιαστικής προφορικότητας. 1 λέξη = 1000 εικόνες.

Γλωσσικά ευτράπελα: από την πολιτική ορθότητα μέχρι τη λαϊκή δημιουργία. 1:

Πληροφορήθηκα ότι στον «Συνήγορο του Παιδιού» πρότειναν πως η υιοθεσία θα πρέπει από δω και στο εξής να αποκαλείται τεκνοθεσία. Ο όρος υιοθεσία θεωρήθηκε μεροληπτικός ως προς το αρσενικό φύλο και γένος και, ως εκ τούτου, πολιτικά μη ορθός • Πήγα στο καφενείο της γειτονιάς. (Μένω στον Πειραιά, το καφενείο είναι από τα λίγα που δεν έχουν μηχανή εσπρέσο – μ’ αρέσει). Οι γηγενείς λαϊκές αντροπαρέες ξέρουν το επάγγελμά μου –είμαι μεταφραστής και διερμηνέας– και με ρωτούν συχνά με ενδιαφέρον και περιέργεια να τους πω νέες λέξεις, άγνωστές τους, στα ελληνικά. Όπως «στοχοπροσήλωση», «ουδετερόθρησκο σχολείο», «εθνοτικός πόλεμος» κλπ. Είναι φιλομαθείς • Τους ανέφερα τη λέξη «τεκνοθεσία» και τους είπα να μαντέψουν τι σημαίνει. Απόμειναν σκεφτικοί. Ένας τους, ο πιο γραμματιζούμενος υποθέτω, επισήμανε πως το «θέτω» σημαίνει βάζω, ακουμπώ. Σχεδόν αμέσως ένας άλλος, πιο τσαχπίνης αυτός, πετάχτηκε και είπε θριαμβευτικά: «Τεκνοθεσία σημαίνει να μπαλαμουτιάζεις τεκνά».

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στο επόμενο τεύχος, εκτός από τους μόνιμους και τους τακτικούς Χαρτογράφους, συνεργάζονται και οι: Παναγιώτης Αντωνόπουλος, Παναγιώτης Βελιανίτης, Κώστας Βούλγαρης, Σοφία Διονυσοπούλου, Κώστια Κοντολέων, Βάιος Λιαπής, Ηρώ Νικοπούλου, Ειρήνη Παπαθανασίου, Μαρία Σαββάκη, Ντίνος Σιώτης, Σάββας Στρούμπος, Κλαίτη Σωτηριάδου, Γεωργία Συλλαίου, Σταύρος Σ. Τσακίρης, Μαρία Τσιμά κ.ά.

*

Για τα αμέσως επόμενα τεύχη του Χάρτη (μεταξύ άλλων) ετοιμάζονται:

«Μικρή κλίμακα 1:250». Μια στήλη που επιμελείται η Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου, όπου θα προτείνεται κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μία φράση ως τίτλος ή φράση που θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Αφιερώματα: Γιάννης Βαρβέρης, Τάσος Δενέγρης, Γιώργος Πάτσας, Έλλη Σκοπετέα, Μίμης Σουλιώτης, Νίκος Χουλιαράς κ.ά.

ΤΑ ΤΕΥΧΗ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ ΧΑΡΤΗ

Ο τίτλος Χάρτης, προέκυψε αυθόρμητα, το 1982, ως συνδυασμός της «χαρτογράφησης» του τότε καλλιτεχνικού τοπίου με την επιφάνεια αποτύπωσης του έργου – πριν την εφαρμογή του ψηφιακού εδάφους, εννοείται. Αργότερα, εντοπίσαμε, μια ομώνυμη εφημερίδα του 19ου αιώνα και, κρυπτομνησιακά μάλλον, ένα ποιητικό βιβλίο του Τάκη Σινόπουλου (1977, κάποια από τα ποιήματα του οποίου είχαν δημοσιευτεί λίγο πιο πριν στο περιοδικό Τραμ που εκδίδαμε στη Θεσσαλονίκη).

Για τον Χάρτη (1982-1987), ενεργοποιήθηκε η παλιά παρέα του Τραμ με την συμπαράταξη νέων μόνιμων συνεργατών. (Έκδοση, διεύθυνση: Δημήτρης Καλοκύρης, Ελένη Καλοκύρη. Επιμέλεια: Γιώργος Χουλιάρας. Τυπογραφική επιμέλεια κειμένων: Μαρία Κυρτζάκη. Συντακτική ομάδα: Τάσος Δενέγρης, Νάσος Θεοφίλου, Αχιλλέας Κυριακίδης, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Έλλη Σκοπετέα. Τακτικοί συνεργάτες: Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Τάκης Γραμμένος, Πάνος Θεοδωρίδης, Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς, Γιάννης Κοντός, Γιώργος Χειμωνάς.)
Την διακίνηση του περιοδικού είχαν αναλάβει οι εκδόσεις Ύψιλον του Θανάση Χαρμάνη. Κυκλοφόρησαν 26 τεύχη. Από το 1984 ο Χάρτης εξέδιδε επίσης κάθε χρόνο θεματικά Ημερολόγια. Μετά από μια σειρά πολυσέλιδων αφιερωμάτων (Μπόρχες, Καλβίνο, Ισπανία, Ροϊδης, Καβάφης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος), το περιοδικό ολοκλήρωσε τον κύκλο του και σταμάτησε, ενώ οι βασικοί του συντελεστές πλαισίωσαν το Τέταρτο του Μάνου Χατζιδάκι.
Εδώ, με κάθε τεύχος του νέου Χάρτη, θα αναρτώνται κατά σειρά τα τεύχη 1-26 της Πρώτης Περιόδου (1982-1987), ψηφιοποιημένα από το Αρχείο Τάκη Σινόπουλου και επεξεργασμένα από τους συνεργάτες μας, αφού η σύγχρονη τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να βελτιώνουμε (οπτικά τουλάχιστον) πού και πού τα «κακώς κείμενα» (κυρίως προσθέτοντας χρώμα όπου ήταν εφικτό).

*

Το τεύχος 2 του Χάρτη θα αναρτηθεί 1η Φεβρουαρίου

Πλαστός Ελύτης στο διαδίκτυο!

Με εορταστικές ευχές και άπειρα θαυμαστικά μελομακάρονα, ήρθε διαδικτυακά ένα στιχούργημα αποδιδόμενο στον Οδυσσέα Ελύτη. Και δεν μιλάμε για τις παρωδίες ή διάφορα χιουμοριστικά που εμφανίζονται στο facebook και το δίκτυο ως «ρήσεις» τάχα του Ελύτη. Ότι το εν λόγω στιχούργημα «περί απλότητας» δεν είναι του Ελύτη είναι προφανές για όποιον έχει διαβάσει έστω και λίγους στίχους του, παρόλα αυτά όμως, έχει ευρεία διάδοση (ακόμα και σε σχολεία...). Η διάχυσή του δείχνει και την επιπολαιότητα και την άγνοια των «αναγνωστών» που το αναπαράγουν αφελέστατα. Ψάχνοντας βρήκαμε ότι το ζήτημα έχει εντοπίσει παράλληλα και ο ερευνητής χοάκων Γιώργος Γιώτης στο https://www.ellinikahoaxes.gr/2019/01/09/elitis_aplotita/, δικαίως διερωτώμενος αν όντως έγραψε ο Ελύτης τέτοιο ποίημα και καταγράφοντας παράλληλα ότι εμφανίζεται στο διαδίκτυο μετά τον Νοέμβριο του 2009. Έχει παρέλθει σχεδόν μια δεκαετία δηλαδή, χωρίς να υπάρξει ώς τώρα καμιά αντίδραση. Απευθυνθήκαμε λοιπόν στην καθ᾽ύλην αρμοδία, να ξεκαθαρίσει οριστικά το ζήτημα:

Δ.Κ.

Ποιητική… απάτη

«Στο μυαλό του καθενός περιμένει μία κότα», έγραφε στο Εκ του Πλησίον ο Οδυσσέας Ελύτης. Και είναι αλήθεια ότι συχνά πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους κότες ανόητες κι άλλες κακόβουλες που γεμίζουν τον αδέσποτο και για πάσα χρήση χώρο του διαδικτύου με αυγά… κλούβια!
Είναι καιρός που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο κείμενο –ποίημα το ονομάζουν– απλοϊκού ύφους, με θέμα τάχα την απλότητα, του οποίου η πατρότητα ψευδώς αποδίδεται στον Ελύτη! Θα ήταν ίσως μόνο μια ανόητη κίνηση ενός αφελούς που ξύπνησε ένα πρωί και είπε να δώσει στις ιδέες του επίφαση κύρους και συνάμα να γελάσει με την ημιμάθεια των άλλων· γίνεται όμως κακόβουλη πράξη γιατί αφ’ ενός μεν προσβάλει τον ποιητή, όταν ψευδώς του αποδίδεται κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γράψει, αλλά αφ’ ετέρου παραπλανά νέους ή και αθώα καλοπροαίρετους χρήστες του διαδικτύου, που δεν έχουν ίσως την γνώση, ή τα αντανακλαστικά για να καταλάβουν απ’ την πρώτη φράση πόσο απέχει ο συγγραφέας του κειμένου από τον ποιητή!
«Τρώγε την πρόοδο, έλεγε ο Ελύτης, και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της»! Αρκεί να ξέρεις κάποτε και να τα φτύνεις, θα πρόσθετα τώρα πια.

Και πλαστός Μπόρχες

Στο διαδiκτυο κυκλοφορούν ευρέως ψευδεπίγραφα στιχουργήματα που αποδίδονται σε διάφορους συγγραφείς. Ένα από τα πιο διαδεδομένα εμφανίζεται με τίτλο «Ποίημα στους φίλους» («Poema a la amistad» – που κι αυτό είναι λάθος: «Ποίημα στη φιλία» θα ήταν η εγγύτερη μετάφραση), αποδίδεται ψευδώς στον Μπόρχες και, μερικές φορές, αυτοί που τα αναρτούν σε ελληνικές ιστοσελίδες παραπέμπουν σε δικές μου μεταφράσεις. Πρόκειται περί γλυκανάλατου διδακτικού κατασκευάσματος σε ύφος μάλλον Χαλίλ Γκιμπράν παρά Μπόρχες που, σύμφωνα με την εφ. Εl País, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1978 από την Αμερικανίδα Nadine Stair. Η σύζυγος του Μπόρχες Μαρία Κοδάμα σχολίασε: «Ένα ποίημα χωρίς καμιά λογοτεχνική αξία που μειώνει το μήνυμα του έργου του Μπόρχες».

Συμφωνία της οργής

Μέλος ενός οργανισμού, με τον οποίο είχα σχέση κάποτε, επικοινώνησε για να διαμαρτυρηθεί οργισμένα, επειδή δεν είχε υπάρξει αντίδραση που θα καταδίκαζε μια επικείμενη συμφωνία. Την ίδια στιγμή επικοινώνησε άλλο μέλος του ίδιου οργανισμού για να διαμαρτυρηθεί, με οργή επίσης, επειδή δεν είχε εκδηλωθεί αντίδραση που θα επιβράβευε την εν λόγω συμφωνία. Μα δεν είναι προφανές, αναρωτήθηκε ένα τρίτο μέλος, ότι δεν μπορεί να αντιδράσει ένας οργανισμός όταν τα μέλη του διαφωνούν μεταξύ τους. Χρειάστηκε όμως να διαφωνήσω, λέγοντας ότι αδυναμία έκφρασης προκαλεί όχι η διαφωνία, αλλά η συμφωνία, καθώς κυριαρχεί το γεγονός ότι τα μέλη συμφωνούν στην οργή τους. Μια τέτοια συμφωνία οργής αποτελεί εμπόδιο που καμία διαφωνία τους για το περιεχόμενο, το οποίο περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα, δεν μπορεί να αναιρέσει. Αν επρόκειτο για βιολογικό οργανισμό, θα έλεγα ότι δεν μπορεί να κινηθεί με το ένα πόδι να πηγαίνει προς μία κατεύθυνση, ενώ το άλλο προς άλλη. Πάλι καλά που οι ανεκπλήρωτα πλατωνικοί άνθρωποι και οι όρνιθες ενός φίλου των σκύλων όπως ο Διογένης έχουν δύο μόνον πόδια. Τι θα γινόταν με εκατό ούτε ο θεός των εντόμων δεν θα ήθελε να ξέρει. Μαζέψαμε τα πτερύγιά μας και συνεχίσαμε την αναζήτηση για εκείνα τα σταφύλια, έστω της οργής, που μας είχαν υποσχεθεί.

Το συρτάρι του συγγραφέα

Απ’ τη ζωή βγαλμένο

Ορισμένοι τονίζουν ότι τα βιβλία τους είναι «φέτες ζωής». Ότι ο συγγραφέας πρώτα ζει τα πράγματα κι ύστερα τα γράφει. Η Τόνι Μόρισον, πολυβραβευμένη αφροαμερικανίδα συγγραφέας, δεν θεωρεί αυτονόητη τη σύνδεση βίου και συγγραφής.
«Ρίξτε μια ματιά σε ανθρώπους που δεν μετακινήθηκαν από την καρέκλα τους και επινόησαν τα πάντα. Ο Τόμας Μαν, για παράδειγμα. Νομίζω ότι έκανε ελάχιστα ταξίδια. Ορισμένες φορές χρειάζεσαι το ερέθισμα. Όμως εγώ δεν πηγαίνω πουθενά για να αντλήσω ερεθίσματα. Δε θέλω να πάω πουθενά. Θα μπορούσα να μείνω καρφωμένη σε ένα σημείο και να είμαι ευτυχισμένη. Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που λένε ότι πρέπει να πάνε κάπου για να συγγράψουν. Δεν γράφω αυτοβιογραφία. Πρώτα απ’ όλα, δεν ενδιαφέρομαι για τους πραγματικούς ανθρώπους ως αφορμές για συγγραφή, και σ’ αυτό περιλαμβάνω κι εμένα την ίδια. Αν γράψω για κάποιον που είναι ιστορικό πρόσωπο, για παράδειγμα για τη Margaret Garner, δεν μου χρειάζεται να ξέρω τίποτα γι’ αυτήν. Διαβάζω μονάχα δύο συνεντεύξεις της. Εκεί έχουμε μια γυναίκα που αποδρά από τη φρίκη της σκλαβιάς και τα έχει τετρακόσια. Παρόλο που δολοφόνησε το παιδί της, δε βγάζει αφρούς από το στόμα. Είναι εντελώς ήρεμη και δηλώνει “θα το έκανα πάλι”. Αυτό είναι παραπάνω από αρκετό για να πυροδοτήσει τη φαντασία μου» (The Paris Review Interviews, Women Writers at work, επ. G. Plimpton).
Άλλωστε, πέρα από τα συμβάντα, υπάρχει η εσωτερική ζωή. Βέβαια, η εσωτερική ζωή δεν αφήνει ορατά ίχνη, όπως ένα αεροπορικό εισιτήριο ή μια πεταμένη βέρα. Αλλά μπορεί να μας ταξιδεύει ή να μας τσούζει το ίδιο.

Άγριες χήνες

Άγριες χήνες και πεταλούδες υπήρξαν μούσες της Αμερικανίδας ποιήτριας Μαίρης Όλιβερ (Mary Oliver, 1935-2019), που πέθανε στις 17 Ιανουαρίου. Κάποιες φορές ταυτιζόταν με τον κόσμο της φύσης, θεωρώντας τον Ουόλτ Ουίτμαν ως τον αδελφό που δεν είχε. Ενώ ήταν ακόμη στο γυμνάσιο, έγραψε στην αδελφή της Έντνα Βίνσεντ Μιλέυ (1892-1950) αν μπορούσε να επισκεφτεί το σπίτι της, κοντά στο Αούστερλιτς στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Κατέληξε να μείνει χρόνια βάζοντας σε σειρά το αρχείο της ποιήτριας που θαύμαζε. Εκεί γνώρισε και τη σύντροφό της, τη φωτογράφο Μόλι Μαλόουν Κουκ. Η αμφιθυμία με την οποία υποδέχθηκε η κριτική την ποίηση της Όλιβερ δεν εξέλιπε ούτε όταν απέσπασε σημαντικά βραβεία, όπως το Πούλιτζερ, ενώ έργα της βρέθηκαν στην κορυφή των πωλήσεων βιβλίων ποίησης. Ένα από το πιο γνωστά της ποιήματα είναι οι Άγριες χήνες (Wild Geese), που ακολουθεί σε απόδοση στα ελληνικά.

Δεν μας ψεκάζουν, μας μαγνητίζουν (με ίχνη φενγκ σούι)

Η επίδρασις του μαγνητισμού επί υγειών και ασθενών ανήκει προσωρινώς εις τας αινιγματώδεις εκείνας εμφανίσεις, αίτινες δεν εξηγήθησαν ακόμη τελείως, αφού τα μέχρι τούδε παρατηρηθέντα γνωστοποιούσιν ημίν παράδοξόν τινα επίδρασιν επί ανθρώπων ως και επί ζώων, ενώ συγχρόνως αποδεικνύεται ότι τινές μόνον φύσεις υπόκεινται εις αυτόν, ενώ αι πλείσται μένουσιν ανεπίδραστοι. Πολλοί πειραματισταί, οίτινες μεταχειρίζονται εις φυσικά πειράματα ισχυρούς μαγνήτας, δεν αισθάνονται την ελαχίστην επίδρασιν της αινιγματώδους ταύτης δυνάμεως, ήτις παρέχει εις τεμάχιον σιδήρου την ιδιότητα να ελκύη τον σίδηρον και να φέρη βάρη.
Ο λόρδος Lindsay όστις επανειλημμένως εκίνει την κεφαλήν του μεταξύ των πόλων ενός γιγαντιαίου ηλεκτρομαγνήτου, δεν παρετήρησε την ελαχίστην επίδρασιν, ενώ τουναντίον εις λίαν νευρικούς ανθρώπους αρκεί μικρός σιδηρούς μαγνήτης ίνα ενεργήση οφθαλμοφανώς. Ο εν Φραγκφούρτη αυλικός σύμβουλος Stein είδε δύο περιπτώσεις, καθ’ ας μαγνήτης εις απόστασιν ενός δακτύλου από του ανθρωπίνου σώματος λίαν ευαισθήτου προσώπου, παρουσίασε τοιαύτην επίδρασιν, ώστε εις το δέρμα το απέναντι των δύο πόλων του μαγνήτου, εσχηματίσθησαν δύο ερυθραί κηλίδες, δι’ ων απεδείχθη η δι’ αίματος υπερπλήρωσις των λεπτοτάτων φλεβών. Συγχρόνως η απέναντι του θετικού βορείου πόλου κηλίς ήτο μάλλον ερυθρά της τω νοτίω αρνητικώ πόλω αντικειμένης.
Μάλλον εκπληκτικά είναι εν τούτοις τα πειράματα, άτινα εξετέλεσεν ο καθηγητής Charcot εν Salpetrière, ήτοι εν τω περιφήμω των Παρισίων νοσοκομείω διά νευρικά και ψυχικά νοσήματα γυναικών. Αφού δηλαδή εδέθησαν οι οφθαλμοί τινών λίαν ευαισθήτων ανθρώπων, παρετηρήθη ότι οι βραχίονες και αι χείρες, ως και οι πόδες ηκολούθουν τον μαγνήτην ον ο ιατρός επλησίαζεν εις τα μέλη ταύτα. Όταν δε ο ιατρός επλησίαζε τον μαγνήτην προς το αντικάρδιον, τότε οι ασθενείς ηκολούθουν τον ιατρόν ως εάν εσύροντο υπ’ αυτού. Τα αυτά πειράματα επανελήφθησαν και αλλαχού με το αυτό αποτέλεσμα.

Ονοματοδοσίες


Δερμόφις ντοναλντράμπιος (Dermophis donaldtrumpi) είναι το όνομα που θα δοθεί σε σχεδόν τυφλό, άποδο, οφιοειδές αμφίβιο που πρόσφατα εντοπίστηκε στον Παναμά. Πρόκειται για νέο είδος της οικογένειας caecilian, λέξη που προέρχεται από το λατινικό caecus (τυφλός). Αποτελεί ιδανικό όνομα, καθώς αντιστοιχεί στην εθελοτυφλία του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ για την κλιματική αλλαγή, δήλωσε ο Άινταν Μπελ. Ιδιοκτήτης της εταιρείας βιώσιμων δομικών υλικών EnviroBuild, με 25.000 δολ. πλειοδότησε για το δικαίωμα να ονομάσει το μήκους περίπου 10 εκ. γυαλιστερό, ολισθηρό και γλοιώδες πλάσμα, που μοιάζει με σκουλήκι και περνά τη ζωή του κάτω από τη γη. Διακρίνοντας ανάμεσα σε σκοτάδι και φως, μόνο μαύρο ή άσπρο βλέπει τον κόσμο, όπως και εκείνος που το όνομα του φέρει, είπε επίσης ο Μπελ, κρούοντας κώδωνα ευαισθησίας για το περιβάλλον και την επικοινωνιακή προβολή της εταιρείας του. Τα δερμόφιδα έχουν ένα επιπλέον στρώμα δέρματος, που τα μικρά τους μπορούν να φάνε αφού το ξεφλουδίσουν.

Φωτογραφία από τον ιστότοπο της εταιρείας, που πρόσθεσε προεδρική κόμη στο πλάσμα


https://www.envirobuild.com/blogs/articles/donald-trump-amphibian

Οι επιστήμονες που ανακάλυψαν το νέο είδος αμφίβιου, που κινδυνεύει με εξαφάνιση λόγω ανόδου της θερμοκρασίας, έχουν συμφωνήσει να χρησιμοποιήσουν, όταν δημοσιεύσουν την ανακάλυψή τους, το όνομα που θα προέκυπτε μετά από πλειστηριασμό στις 8 Δεκεμβρίου 2018. Διοργανώθηκε από καταπίστευμα, τριάντα χρόνια από την ίδρυσή του, για το τροπικό δάσος, η ύπαρξη του οποίου αναστέλλει την κλιματική αλλαγή. Σχεδόν 70.000 εκτάρια τροπικού δάσους καταστρέφονται οριστικά κάθε μέρα. Με τα έσοδα να στηρίζουν την προστασία βιότοπων δώδεκα νέων ειδών, ο πλειστηριασμός για το δικαίωμα ονοματοδοσίας περιλάμβανε, εκτός από το χωρίς άκρα αμφίβιο, τέσσερις βατράχους, τέσσερις ορχιδέες, έναν ποντικό του δάσους, ένα σαρκοβόρο μυρμήγκι και μια σαλαμάνδρα.

Το εορταστικό καλωσόρισμα του Δημήτρη Αρβανίτη στον Χάρτη

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Για τα αμέσως επόμενα τεύχη του Χάρτη (μεταξύ άλλων) ετοιμάζονται:

• Αφιερώματα: Γιάννης Βαρβέρης, Τάσος Δενέγρης, Γιώργος Πάτσας, Έλλη Σκοπετέα, Μίμης Σουλιώτης, Θανάσης Χαρμάνης, Νίκος Χουλιαράς κ.ά.

• Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, θα ανεβαίνει ψηφιοποιημένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*

Το τεύχος 3 θα αναρτηθεί 1η Mαρτίου

Πατρική στοργή

Η προσευχή

Μικρό παιδί μ’ έμαθε η μάνα μου την προσευχή. Κάθε βράδυ γονατίζαμε μπροστά στα εικονίσματα και αντιμετώπιζα το θείον: «Παναγίτσα μου, να φυλάς τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, κι εμένα να με κάνεις καλό παιδί».

Μετά, να χούντα, να Αριστερά, να Πολυτεχνείο, πάει η προσευχή, πάει κι η μάνα, πάνε όλα. Τώρα, όμως, στην ώριμη και μεστή ηλικία των σαράντα πέντε ήρθε και πάλι η προσευχή, άγρια και βάρβαρη, έτσι όπως της αξίζει, πρωί και βράδυ. Εικονίσματα δεν έχουμε, αλλά και πάλι γονατίζω, σταυρώνω τα χέρια σφιχτά και βγαίνει η παράκληση, πρωί και βράδυ, όχι Παναγίτσα μου, πια, αυτή είναι αθώα. Η έκκληση τώρα είναι στ’ αφεντικό, απ’ ευθείας στην κορφή: Θεέ μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, σαν Ινδικό μάντρα, όσο πιο πολλές φορές το πεις, διάολε, μία θα πιάσει.

Κι άσε τον Φρόυντ να κουρεύεται με τα Οιδιπόδειά του. Δος μοι γαν και γίνομαι Οιδίποδας οικειοθελώς στη στιγμή.


Υπαρξιακό

Ε, καλά, σαράντα πέντε χρόνια τώρα το έχω εμπεδώσει, ανήκω στα θήλεα. Μπούκλες έκανε τα μαλλιά μου η μάνα μου, με όμορφες οργάντζες και μουσελίνες μ’ έντυνε, με κούκλες έπαιζα, σε Θηλέων πήγα, τ’ αγόρια με κoίταζαν και τα κοίταζα επί ποινή καταχερισμού. Καλά, ξέρω, παραπλανητικά θα μπορούσαν να είναι όλα αυτά, αλλά, στήθος έβγαλα, γιο γέννησα, στα θήλεα ανήκω.
Μέχρι που αρθρώθηκε η επιθυμία του πατέρα, από τηλεφώνου.
– Να πάρεις τηλέφωνο τη συμβολαιογράφο, πες της ότι είσαι γιος μου.
Τον διακόπτω.
– Κόρη σου είμαι, μπαμπά.
Και ο κεραυνός.
– Α, ναι, μακάρι να ήσουνα...
Να σου ξαναχέσω Φρόυντ και Οιδίποδα μαζί!

Βασιλικές εκκενώσεις

Σχέδια εκτάκτου ανάγκης, από την περίοδο του ψυχρού πολέμου, για την εκκένωση της βασιλικής οικογένειας, αν ξεσπάσουν ταραχές στο Λονδίνο σε περίπτωση άτακτης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αναβιώσει, σύμφωνα με βρετανικές εφημερίδες. Λεπτομέρειες περί εκκενώσεων δεν είναι διαθέσιμες ούτε το ποιοι προορισμοί περιλαμβάνονται στον σχεδιασμό. Γνωστοί συνωμοσιολόγοι αμφισβητούν το εύρος των ανησυχιών.

Ο κανόνας «διαίρει και βασίλευε», που εφαρμόζεται όταν μεσουρανώντας βασιλεύουν οι αυτοκρατορίες, συντομεύεται σε «διαίρει (εαυτόν)» όταν προς τη δύση τους βασιλεύουν. Βορείως της Κύπρου, η Βόρεια Ιρλανδία ως τμήμα του βασιλείου, δηλαδή μελλοντικές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης συνοριακές και τελωνειακές ρυθμίσεις με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, δυσκολεύει τη Βρέξοδο (Μπρέξιτ στα ελληνικά). Όπως είναι φυσικό για νησιά, πελαγοδρομώντας οι Βρετανοί πολιτικοί, καθώς στους Γερμανούς εγκαταλείπουν την Ευρώπη, δημιουργούν προϋποθέσεις για ανανεωμένες κινηματογραφικές εποποιίες τύπου Δουνκέρκης.

Από την υφαρπαγή της Ιφιγένειας πριν από την ούρια θυσία έως τις δια ελικοπτέρων εκκενώσεις από την οροφή της αμερικανικής πρεσβείας στην άλλοτε Σαϊγκόν και μεταγενέστερες σκηνοθεσίες, ο θρίαμβος των εκκενώσεων επιβεβαιώνει ότι η μυθολογία συνιστά το εικονικό παρελθόν του κινηματογράφου. Δυνάστες δυναστειών χωρίς διαδοχή, όπως ο Μπενίτο Μουσολίνι και η Κλαρέττα Πετάτσι, σε ρόλο που ανέδειξε η Κλαούντια Καρντινάλε, ή ο Τσαουσέσκου και η σύζυγός του, προς τον βορρά κινήθηκαν, επιχειρώντας να εκφύγουν από την αποσπασματικότητα του βίου.

Έχει άραγε σημασία τι θυμάται κανείς παιδί να έχει ακούσει έπειτα από ταξίδια μεγαλυτέρων στη χώρα όπου αποκεφαλίστηκαν οι βασιλείς από κεφαλή της εξουσίας; Θυμάμαι ότι στις Βερσαλλίες δεν έχει τουαλέτες.

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Για τα αμέσως επόμενα τεύχη του Χάρτη (μεταξύ άλλων) ετοιμάζονται:
• Αφιερώματα: Μίμης Σουλιώτης, Νίκος Χουλιαράς, Τάσος Δενέγρης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Έλλη Σκοπετέα, Θανάσης Χαρμάνης κ.ά.
• Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, θα ανεβαίνει ψηφιοποιημένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*

Το τεύχος 4 θα αναρτηθεί την Πρωταπριλιά (;)

Αναφορές

Μιχαήλ Μήτρας, ποιητής (1944-2019)

Τα μοντερνιστικά κινήματα του 20ού αιώνα μεταξύ άλλων συνέβαλαν και στη «διασταύρωση» των επιμέρους τεχνών, κυρίως της λογοτεχνίας και των εικαστικών (φουτουρισμός, νταντά, υπερρεαλισμός, λετρισμός).
Στη δεκαετία του 1960 η ταυτοποίηση αυτή συστηματοποιείται με την εμφάνιση του ρεύματος της «Οπτικής Ποίησης».
Το 1987 συγκροτείται και στην Ελλάδα «Ομάδα Οπτικής Ποίησης», με οργάνωση ατομικών και ομαδικών εκθέσεων. Τα έργα των μελών της Ομάδας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μέσων, όπως κείμενα, ζωγραφική, κολάζ, φωτογραφία, βίντεο εγκαταστάσεις, μέχρι performances.
Στα δικά μου οπτικά ποιήματα η σχέση τους με την ζωγραφική έκφραση παραμένει σταθερή: μαύρη μελάνη σε λευκό χαρτί. Κάτι που τα καθιστά και «δυσανάγνωστα»

Μ. Μ.


Πάνος Κουτρουμπούσης, συγγραφέας, σκιτσογράφος (1937-2019)

Για τη σχέση γραπτού και εικόνας

Ο πρώτος «γραμμένος» λόγος είναι η εικόνα στα βράχια και στις σπηλιές. Όταν έβλεπαν εικόνες στις σπηλιές τα μυαλά διάβαζαν ευχές. «Οι θεοί να μας έχουν καλό κυνήγι» και παρόμοια. Μετά έρχονται ιδεογράμματα και ιερογλυφικά (ακριβείς εικόνες που είναι συγκεκριμμένες λέξεις). Σύντομα αναπτύσσονται αλφάβητα και παρουσιάζεται ο γραπτός λόγος.
Ο συγγραφέας έχει εικόνες στο μυαλό του και προσπαθεί –ειδικά στην λογοτεχνία– να τις μεταδώσει στον αναγνώστη. Μπορεί να είναι μια σύντομη γραπτή εικόνα ή εκτενής, χιλιοσέλιδη σειρά ιδεατών εικόνων. Το ίδιο κάνει κι ο εικονοποιός. Οι εικόνες του είναι ιστορίες, δηλαδή λόγος, που μπορεί να καταγράψουν μια στιγμή ιστορίας γνωστής ή και ολόκληρη ιστορία σε μια εικόνα. Η γραφή, λοιπόν, μπορεί να κάνει και χωρίς την ορατή εικόνα (αφού δημιουργεί εικόνες με τις λέξεις) αλλά και η εικόνα μπορεί να κάνει χωρίς λέξεις (γιατί με το σχέδιο προσφέρει νόημα, άρα λόγο). Δηλαδή, υπογείως και τα δύο περιέχουν το ένα τ’ άλλο.
Συγγραφέας όμως που βλέπει ότι οι λέξεις, όσο δυνατές κι αν είναι, δεν έχουν τρόπο να αγγίξουν οράματα και νοήματα πέρα από ένα σημείο σχεδόν μεταφυσικό, και μόνο εικόνες μπορούν να εισχωρήσουν σε μυστήρια που ούτε ο συγγραφέας δεν μπορεί να μεταδώσει με το γραπτό, μπαίνει στα χωράφια της εικόνας. Επίσης, εικονοποιοί που τους αρέσει και το σκληρό παιχνίδι με τις λέξεις μπαίνουν στο μέγαρο του γραπτού.
Για μένα, πρώτα αναπτύχθηκε η εικόνα, με πρόχειρα σχέδια στην παιδική ηλικία και, με τα χρόνια, καλλιεργήθηκε. Το γράψιμο άρχισε να αναπτύσσεται γύρω στα 22 μου και επίσης ενηλικιώθηκε με τα χρόνια. Οι εικόνες μου –ηθελημένα– παρουσιάζονται σαν μια στιγμή από κάποια πλοκή ιστορίας, σαν να βλέπεις μέσα, περνώντας έξω από κάποιο παράθυρο. Ο θεατής στήνει ελεύθερα στην φαντασία του τα πριν και τα μετά της στιγμής της εικόνας.Τα διηγήματα που γράφω ήταν απ’ την αρχή της μισής ή μιας σελίδας και μόνο 3-4 την ξεπερνάνε. Μου αρέσει να δίνω με στεγνό πνεύμα τα κύρια στοιχεία της ιδέας αφήνοντας στον αναγνώστη χώρο να χρωματίσει μόνος του χαρακτήρες και νοήματα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν –ελπίζω– πολλαπλές ερμηνείες. Τελικά, οι εικόνες μου οδηγούν στην πλάση ιστοριών και, αντίστροφα, τα γραπτά οδηγούν στην πλάση εικόνων.

Π. K


Στέργιος Δελιαλής, γκράφικερ (1944-2019)


Αποκαλύψεις

Άντρας και όχι γυναίκα αποδείχθηκε τελικά ο Πάπας Ιωάννης, παραδέχεται ο Εμμανουήλ Ροϊδης σε χειρόγραφο που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ [άρθρο-βόμβα του Σωκράτη Τιτούρη] /#/ 99 και όχι 100 ήταν τα χρόνια της μοναξιάς, ομολογεί σε άγνωστη μέχρι τώρα επιστολή του ο Γκαρσία Μάρκες [ρεπορτάζ της Κλαίτης Σωτηριάδου από την Μπογκοτά] /#/ Για «αμάρτημα του πατρός» και όχι «της μητρός του» επρόκειτο, σύμφωνα με (δισ)έγγονο νοσηλευτή του Βιζυηνού στο Δρομοκαϊτειο, ισχυρίζεται ο Μισέλ Φάις. Διετάχθη ΕΔΕ /#/ Τροφή και όχι Στροφή ήταν ο αρχικός τίτλος του πρώτου βιβλίου του Γιώργου Σεφέρη. Ο Δ. Δασκαλόπουλος αποδεικνύει ότι ο τίτλος προέκυψε από απλό τυπογραφικό λάθος που διατηρήθηκε για λόγους οικονομίας στο χαρτί, όπως παραδέχεται σε καρτποστάλ προς την αδελφή του Ιωάννα ο ποιητής /#/ «Ο Παπαδιαμάντης έγραφε κρυφά στη δημοτική», δήλωσε περίλυπος στον ανταποκριτή μας στη Χαλκίδα ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος /#/ «Απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών της Βαυαρίας ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ», αποκαλύπτει ο Χάρης Καμπουρίδης (επισυνάπτοντας φωτοτυπία του πτυχίου του) /#/ Ο ίδιος Θεός έγραψε τις ιερές γραφές όλων των θρησκειών, διαπιστώνει Νορβηγός γραφολόγος. Σάλος στο Υπουργείο. Άνοιξε για λίγο και έκλεισε ξανά η «Τράπεζα του Αγίου Πνεύματος» /#/ Μήνυμα του Συλλόγου Εκδοτών: «Προσοχή! Οι τιμοκατάλογοι πολλών εστιατορίων διακινούν κρυπτογραφημένα μυθιστορήματα». [ Η συνέχεια επί της οθόνης ]

Μόνο στον Χάρτη (1.4.19)

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Για τα αμέσως επόμενα τεύχη του Χάρτη (μεταξύ άλλων) ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Μίμης Σουλιώτης, Τάσος Δενέγρης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Έλλη Σκοπετέα, Θανάσης Χαρμάνης κ.ά.
Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, θα ανεβαίνει ψηφιοποιημένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*

Το τεύχος 5 θα αναρτηθεί την Πρωτομαγιά
μαζί με το ιστορικό διπλό τεύχος 5/6 (αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη) της έντυπης περιόδου

Προσποιούμαι τον φυσιολογικό άνθρωπο

«Σε όποια πόλη μένω, νοικιάζω πάντοτε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για λίγους μήνες. Ξεκινάω από το σπίτι μου στις 6:00 το πρωί και προσπαθώ να είμαι εκεί κατά τις 6:30. Για να γράψω ξαπλώνω στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα ο αγκώνας μου να πιάνεται εντελώς και στο τέλος να γίνεται τόσο σκληρός, λες και έχω εκεί κάλο. Ποτέ δεν επιτρέπω στο προσωπικό του ξενοδοχείου να μου αλλάζουν τα σεντόνια. Δεν κοιμάμαι ποτέ στο δωμάτιο. Μένω εκεί μέχρι τις 12:30 ή τις 13:30 το μεσημέρι και μετά επιστρέφω στο σπίτι και προσπαθώ να αναπνεύσω. Στη συνέχεια βγαίνω για ψώνια. Προσπαθώ να προσποιηθώ ότι είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, λέω πράγματα του τύπου «Καλημέρα. Πώς είστε; Καλά;», «Πόσο κάνουν τα φασολάκια;» και επιστρέφω στο σπίτι.
Καμιά φορά βρίσκω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σημειώματα του τύπου: «Αγαπητή κυρία Αγγέλου, αφήστε μας να σας αλλάξουμε τα σεντόνια». Το μόνο που επιτρέπω είναι να μου αδειάζουν τα καλάθια των αχρήστων. Επίσης επιμένω να μην υπάρχει τίποτε στους τοίχους. Δε θέλω περισπασμούς. Ούτε κάδρα, ούτε λουλούδια. Τίποτε».
Η Maya Angelou, νεοϋρκέζα συγγραφέας, ανοίγει τα χαρτιά της. Το εργαστήρι του συγγραφέα είναι συχνά αποκαλυπτικό: συγγραφικές συνήθειες και αφηγηματικές εμμονές, η τέχνη της αυθυποβολής, μαστορικά τεχνάσματα.
Όμως, όπως παρατηρεί η Margaret Atwood: «Ο συγγραφέας είναι το ωμό κρέας και, όπως και να το κάνουμε, προτιμούμε το φαγητό μας μαγειρεμένο».

Απάντηση του Γκαρσία Μάρκες έξω από τα δόντια


Στην ιστορική «Αποκάλυψη» του προηγούμενου τεύχους (1 Απριλίου 2019) ότι τελικά ήταν «99 και όχι 100 τα χρόνια της μοναξιάς, όπως ομολόγησε σε άγνωστη μέχρι τώρα επιστολή του ο Γκαρσία Μάρκες
[ρεπορτάζ της Κλαίτης Σωτηριάδου από την Μπογκοτά]», απάντησε ελληνιστί ο ίδιος ο διακεκριμένος συγγραφέας από το Μακόντο με την φωτογραφία που παραθέτουμε. Αυθόρμητα, αντέδρασε με το γαλλικό πνεύμα του ο Ελυάρ:

Τα λουράκια που πλένονταν

Ξαφνικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θεωρήθηκε ο μέγιστος νεωτερισμός μεταξύ των ωρολογάδων και χρυσοχόων της διασταύρωσης Βενιζέλου και Εγνατίας της Θεσσαλονίκης. Πλαστικά λουράκια πλεκτά για αντρικά και γυναικεία ρολόγια, λεπτότερα για γυναίκες, διαφόρων χρωμάτων, κυριότατα όμως μπεζ και μαύρα. Καταργούνταν έτσι τα δερμάτινα που διαλύονταν με τον ιδρώτα το καλοκαίρι ενώ μπορούσαν να πλυθούν με σαπούνι. Ήταν και πολύ φθηνότερα. Έκαναν αμέσως θραύση.
Ταυτοχρόνως εκείνη την εποχή είχαν βγει πλαστικοί κρίκοι που δενόταν η γραβάτα μία φορά και τέρμα τα βάσανα, τσατσάρες που λύγιζαν, πουκάμισα νάυλον που δεν ήθελαν σιδέρωμα, κάλτσες γυναικείες νάυλον («…ό,τι φοράει η Σοράγια», φώναζαν).
Όλα αυτά για μας ήταν η υλική υπόσταση του μοντέρνου.

O Miguel de Unamuno διαβάζει το βιβλίο μου


Τις καλοκαιρινές μέρες, τις μέρες που ο ήλιος έψηνε την πέτρα, η μητέρα έβγαζε το καλοψημένο κοτόπουλο με πατάτες από τον φούρνο και φρόντιζε η ποσότητα του φαγητού που μοίραζε σε κάθε πιάτο να είναι ίδια για όλους: μετρούσε τις πατάτες, ζύγιζε το τεμαχισμένο κοτόπουλο με το μάτι της. Εξαίρεση έκανε για τον δον Μιγέλ δε Ουναμούνο, που προτιμούσε τις ψητές πατάτες, αν και το κοτόπουλο, όπως το έψηνε η μητέρα στον φούρνο μας, του άρεσε πολύ. Τρώγαμε το μεσημεριανό μας με τον ήλιο πάνω ακριβώς από το κεφάλι μας, με τη λινή πετσέτα φαγητού στα πόδια μας, πάει να πει πως η ώρα είχε φτάσει, είχε σημάνει στο κωδωνοστάσιο του ναού της Αμμώμου Συλήψεως (Inmaculada Concepción). Και αν η τραπεζαρία μας δεν ήταν ψηλοτάβανη, αν το ένα και το άλλο παράθυρο δεν έμεναν ανοιχτά για να γίνεται ρεύμα και να μην ψηνόμαστε από τη λάβρα, θα βιαζόμαστε μάλλον να ολοκληρώσουμε το φαγητό μας παραλείποντας εκείνη την ελάχιστη γουλιά τσίπουρου, που διευκόλυνε τη χώνεψη, ας ζέσταινε το στόμα μας (μέχρι δακρύων στην περίπτωσή μου).

Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ο πατέρας, εκ δεξιών η μητέρα και εξ ευωνύμων ο δον Μιγέλ. Οι τρεις τους ήταν ντυμένοι, όπως έπρεπε να είναι ντυμένοι τέτοια ώρα που ο ήλιος έψηνε την πέτρα. Κοστούμι μπλε βαθύ φορούσε ο πατέρας, λευκό υποκάμισο, μπλε λαιμοδέτη. Μια φορά, φτάνοντας καθυστερημένος, ανέβαλε να βγάλει το καπέλο του και κάθισε στη θέση του καπελωμένος. Ευτυχώς εκείνη τη μέρα δεν είχαμε την επίσκεψη του δον Μιγέλ, και η μητέρα δεν του υπέδειξε να φάει, ως όφειλε, ασκεπής. Μπλε το ολόσωμο φόρεμα της μητέρας με τα μακριά φουσκωτά μανίκια να σφίγγουν τους καρπούς των χεριών της. Λευκό υποκάμισο με μανικετόκουμπα φορούσε ο δον Μιγέλ και μεριμνούσε, ενώ έτρωγε με πιρούνι και μαχαίρι, να σκύβει πάνω από το πιάτο για να μη λερωθεί κατά λάθος το λευκό υπογένειό του, ούτε το λευκό υποκάμισο. Γι’ αυτό, εξάλλου, το σακάκι του ήταν ξεκούμπωτο και το γιλέκο του κουμπωμένο προς προστασία της γραβάτας από ασεβή λεκέ.

Ο πατέρας, μετά το φαγητό και μετά από παραπανίσια ποτηράκια τσίπουρου, άφηνε τη λινή πετσέτα δίπλα στο άδειο πιάτο του και κουνιόταν δεξιά και αριστερά στην καρέκλα του, δήλωση πως η ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης είχε φτάσει. Διέσχιζε τον διάδρομο στολισμένο με τις γλάστρες των καλλωπιστικών φυτών κλειστού χώρου ένθεν κακείθεν και άφηνε ανοιχτή την πόρτα του υπνοδωματίου του, που τέτοια ώρα το έψηνε ο ήλιος. Τον έβλεπα με τη σκελέα του, τις καλτσοδέτες του στο ύψος του γόνατος, τη ριγωτή φανέλα του, έτσι ξάπλωνε στο κρεβάτι του προς ωριαία ανάπαυση. Ο δον Μιγέλ ξάπλωνε στο ημίδιπλο κρεβάτι στο δωμάτιο για τους καλεσμένους. Η μητέρα είχε απλώσει το κάλυμμα πάνω στο κρεβάτι, ώστε να νιώθει άνετα ο δον Μιγέλ, που δεν έβγαζε τα παπούτσια του, δεν έβγαζε το σακάκι, ούτε το γιλέκο του, έβγαζε όμως βιβλία από την τσάντα του, έβγαζε και τα ματογυάλια του, τα δίπλωνε και τα άφηνε δίπλα του, προτιμούσε να διαβάζει μετά το φαγητό. Εκείνη τη μέρα όπου ο ήλιος έψηνε την πέτρα και ήταν η ώρα όπου η μητέρα έβγαζε από τον φούρνο μερικές πέτσες του ψημένου κοτόπουλου για να ταΐσει τις γάτες του δρόμου, που την περίμεναν στον ήλιο, εκείνη τη ώρα λοιπόν, ο δεν Μιγέλ δίπλωσε το βιβλίο μου Del sentimiento trágico de la vida και άρχισε να το διαβάζει επιμελώς: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡Ηay misa! ¡Hay piedad!». Θα πρέπει να είχε διαβάσει τις προηγούμενες σελίδες προ καιρού.

15 Μαΐου: Έμιλυ Ντίκινσον

Στις 15 Μαϊου 1886 πέθανε η Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson). Είχε γεννηθεί 10 Δεκεμβρίου 1830. Μετά τον θάνατο της, η επίσης ανύπαντρη αδελφή της ανακάλυψε σχεδόν 1800 ποιήματα, οργανωμένα σε δεσμίδες τα περισσότερα. Δεν τήρησε την υπόσχεση να κάψει τα χειρόγραφα. Ενώ ζούσε η Έμιλυ, ελάχιστα ποιήματα από εκείνα που είχε συμπεριλάβει σε επιστολές δημοσιεύτηκαν ανώνυμα. Πολλούς από τους παραλήπτες των επιστολών δεν τους συνάντησε ποτέ. Η γυναίκα του αδελφού τους ήταν μεταξύ ατόμων στα οποία αρχικά απευθύνθηκε η αδελφή της για μια έκδοση, που καθυστερούσε. Τελικά μια πρώτη έκδοση έγινε το 1890 από σύζυγο καθηγητή και ερωμένη του αδελφού τους. Ξεκίνησε μια εκδοτική διαμάχη που συνέχισαν οι κόρες των δύο γυναικών. Συγκεντρωμένα τα ποιήματα βρέθηκαν για πρώτη φορά το 1955. Η έκδοση αυτή επανέφερε την ιδιότυπη στίξη της Ντίκινσον. Ανασύσταση των χειρόγραφων δεσμίδων επιχειρήθηκε το 1981. Ακολούθησε έκδοση απάντων το 1998. Πήρε καιρό πριν φανεί ότι η αμερικανική ποίηση είναι δικέφαλη: ο Ουίτμαν από τη μια, η Ντίκινσον από την άλλη. Οι τίτλοι στα αγγλικά των τριών ποιημάτων που ακολουθούν είναι: I’m nobody! Who are you?, Hope is the thing with feathers και I stepped from Plank to Plank.


Δεν είμαι κανείς! Ποιος είσαι εσύ;

Δεν είμαι κανείς! Ποιος είσαι εσύ;
Ούτε εσύ είσαι κανείς;
Τότε είμαστε δύο – μη μου πεις!
Θα το διαφήμιζαν – το ξέρεις!

Πόσο θλιβερό να μην είσαι κανείς!
Πόσο δημόσιο όπως ο βάτραχος
Να λες το όνομά σου όλη μέρα
Σε ένα γεμάτο θαυμασμό τέλμα!



Η ελπίδα είναι αυτό με τα φτερά

Η ελπίδα είναι αυτό με τα φτερά
Που κουρνιάζει στην ψυχή,
Και τραγουδά τη μελωδία χωρίς τις λέξεις,
Και ποτέ καθόλου δεν σταματά,

Και γλυκύτατη στη θύελλα ακούγεται∙
Και σκληρή πρέπει να είναι η καταιγίδα
Που μπορεί να αφανίσει το μικρό πουλί
Που τόσους κράτησε ζεστούς.

Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη,
Και στην πιο αλλόκοτη θάλασσα∙
Όμως, ποτέ, στην πιο ακραία στιγμή,
Δεν μου ζήτησε ένα ψίχουλο.



Προχώρησα από Σανίδι σε Σανίδι

Προχώρησα από Σανίδι σε Σανίδι
Με τρόπο αργό και επιφυλακτικό
Τα Αστέρια γύρω από το Κεφάλι μου ένιωσα
Γύρω από τα πόδια μου τη Θάλασσα –

Δεν το ήξερα αλλά το επόμενο
Θα ήταν το τελικό μου εκατοστό –
Αυτό μου έδωσε εκείνο το αβέβαιο Βήμα
Που κάποιοι αποκαλούν Εμπειρία

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στις 15 Μαΐου στον Χάρτη:

Αναφορά στον Μάνο Ελευθερίου
[από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη και από το αρχείο του περιοδικού Το Τέταρτο]

*

Το τεύχος 6 θα αναρτηθεί την 1η Ιουνίου

και στις 15 Ιουνίου
Αφιέρωμα στον ποιητή και δάσκαλο της γραφής Μίμη Σουλιώτη

Γράφουν:
Δημήτρης Καλοκύρης, Β. Π. Καραγιάνης, Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Σοφία Νικολαϊδου, Θεόδωρος Παπαγγελής, Αγγελική Πεχλιβάνη, Μανόλης Σαββίδης, Αλίκη Συμεωνάκη, Γιώργος Χουλιάρας, Τίνα Χρηστίδη

ενώ ετοιμάζονται αφιερώματα για τους:
Άδωνη, Τάσο Δενέγρη, Γιώργο Πάτσα, Ίταλο Καλβίνο, Γιάννη Βαρβέρη, Έλλη Σκοπετέα, Θανάση Χαρμάνη κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*

George Economou (1934-2019)


[Ο Θου]κυδίδης μετρά του αττικού πολέμου
τα πρώτα οκτώ και μισό χρόνια από τη θητεί
ως ιέρειας στον ναό στο Άργος της Ή[ρας
της Χ]ρυσηίδος, που κοιμήθηκε και τον άφησε
να καεί, μετά ξύπνησε και διέφυγε στη νύχτα.
Ήταν γριά, κι εσύ, με λιγότερα από τα μισά της χρόνια,
τι δικαιολογία έχεις, Πύρρα, για το χάος
που έφερες στη ζωή μου μόλις σε τρεις μήνες;

Στις 3 Μαΐου στέγνωσε το μελάνι στο στυπόχαρτο της ζωής ενός σπουδαίου ελληνικής καταγωγής Αμερικανού δημιουργού στο πεδίο του λόγου, του George Economou (Γιώργου Οικονόμου). Ποιητής, λογοτεχνικός κριτικός, καθηγητής μεσαιωνικών αγγλικών και συγκριτικής λογοτεχνίας, δάσκαλος δημιουργικής γραφής και μεταφραστής του Καβάφη και άλλων ποιητών, η αλεξανδρινή αυτή μορφή των αμερικανικών γραμμάτων πέθανε στην ελληνοπρεπή Φιλαδέλφεια.
Είχε γεννηθεί το 1934 – από γονείς που ήρθαν από την Ελλάδα στη Μοντάνα, την τρίτη πιο αραιοκατοικημένη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, το Τελευταίο Καλύτερο Μέρος (The Last Best Place), στα βορειοδυτικά σύνορα με τον Καναδά – στην πόλη Great Falls (Μεγάλοι καταρράκτες), όπου ρέει για 61 μέτρα το μικρότερο ποτάμι του κόσμου. Πάνω από άδειο γήπεδο μπέιζμπολ το 1950 εκεί, ο Νικ Μαριάνα, παράγων μικρής ομάδας, απαθανάτισε δυο «λαμπρές, ασημένιες σφαίρες» στον ουρανό, που είχαν παρατηρήσει με τη γραμματέα του. Η δημοσιότητα που συνέχισε να προκαλεί η φωτογράφιση «ανεξακρίβωτου ιπτάμενου αντικειμένου» (UFO) ενέπνευσε τοπική ομάδα να υιοθετήσει το 2007 λογότυπο με πράσινο εξωγήινο σε ιπτάμενο δίσκο.
Έχοντας αποσπάσει πολλές διακρίσεις για την ποίησή του, ο Οικονόμου δίδασκε για 41 χρόνια, μεταξύ άλλων στα Πανεπιστήμια της Μακρονήσου (Long Island University) και της Οκλαχόμα (Oklahoma University). «Η θεά Φύση (Natura) στη μεσαιωνική λογοτεχνία» είναι από τις πιο γνωστές μελέτες του. Την εποχή που ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, συμμετείχε ενεργά σε ποιητικά δρώμενα στο Βίλατζ της Νέας Υόρκης και υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών. Γνωστές επίσης είναι οι μεταφράσεις του στα αγγλικά από τον Ευριπίδη και αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης, ενώ έπειτα από δεκαετίες εμπλοκής με τον Καβάφη έφτασε μεταφραστικά στο σημείο να «ολοκληρώνει» ημιτελή ποιήματά του στο βιβλίο «Unfinished and Uncollected».
Παντρεμένος από το 1962 με την ποιήτρια και συγγραφέα του πειραματικού θεάτρου Rochelle Owens (Ροσέλ Όουενς), ο Οικονόμου συνόψισε στις 144 σελίδες του «Ananios of Kleitor» έναν αρχαίο ποιητή, τα ελάχιστα ποιήματα –όπως οι οκτώ στίχοι που μεταφράζονται στην αρχή του κειμένου– και σπαράγματα του οποίου έχουν διασωθεί προκαλούν το ορθολογικό πάθος όσων τον μελετούν και κλειτοριδικούς κλυδωνισμούς στους κόλπους της λογοτεχνίας. Ο εξ Αρκαδίας Ανάνιος συνιστά κορυφαία «κλασική» προσωπικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα και λυπάμαι που δεν κατάφερα να μεταδώσω τη διαπίστωση αυτή σε ομοτέχνους του στη χώρα καταγωγής του.
Με τίτλο «3 x 3», το τεύχος του φθινοπώρου 2011 (41.2) του λογοτεχνικού περιοδικού The Iowa Review είχε δημοσιεύσει τρεις εκατέρωθεν «πρωτότυπες μεταφράσεις», δηλαδή μεταφράσεις του Οικονόμου στα αγγλικά τριών ποιημάτων μου και δικές μου μεταφράσεις στα ελληνικά (γλώσσα που πρώτη φορά εμφανιζόταν στο αμερικανικό περιοδικό) τριών δικών του. «Η ιστορία της Κασσάνδρας» ήταν ένα από τα ποιήματά του.

George Economou: «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ»

Η ιστορία της Κασσάνδρας
αρχίζει εκεί που τελειώνει,
με τη γκρίζα λεπίδα
του χαλκού πάνω
στον λαιμό της.

[μια φορά]

Τα ερπετά του ναού
σύρθηκαν εκεί που κοιμόταν,
τίναξαν το δώρο τους
στα χείλη της, αγγίζοντας
τη γλώσσα της.

[ή αργότερα]

Ο θεός του ναού
έτριψε την γλώσσα της
με τη δική του,
μετά έφτυσε, προδομένος,
στο στόμα της.

[μια μέρα]

Όλοι θα έβλεπαν
πως ήταν φτιαγμένη όπως
κάποια από χρυσό
και η πρόβλεψή της απέτυχε
στα αφτιά τους.

[τότε]

Το μουνί της έγινε
λάφυρο των νικητών,
μελλοντικών θυμάτων

της φρίκης που έλυσαν

τα χείλη της.

*

Η λεπίδα βυθίστηκε,
η ζωή της χύθηκε στην παραλία
των λευκών περιθωρίων,

όπου ο καρπός του υπομνηματιστή κρέμεται
στον αέρα.

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στις 15 Ιουνίου στον Χάρτη:

Αφιέρωμα στον ποιητή και δάσκαλο της γραφής Μίμη Σουλιώτη


Γράφουν:

Δημήτρης Καλοκύρης, Β. Π. Καραγιάνης, Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Σοφία Νικολαϊδου, Θεόδωρος Παπαγγελής, Αγγελική Πεχλιβάνη, Μανόλης Σαββίδης, Αλίκη Συμεωνάκη, Γιώργος Χουλιάρας, Τίνα Χρηστίδη

ενώ ετοιμάζονται μικρά και μεγάλα αφιερώματα για τους:
Τάσο Δενέγρη, Γιώργο Πάτσα, Ίταλο Καλβίνο, Γιάννη Βαρβέρη, Έλλη Σκοπετέα, Θανάση Χαρμάνη κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988). Για να συμπορεύεται η αρίθμηση, στο τεύχος 6 δεν αναρτάται έντυπο τεύχος αφού στο τεύχος 5 ανέβηκε το διπλό 5/6 (Αφιέρωμα στον Καβάφη). Από το επόμενο οι αναρτήσεις των σκαναρισμένων τευχών θα συνεχιστούν κανονικά.

Ποίηση & ζωγραφική



«Ένας ζωγράφος μπορεί να πει όλα όσα θέλει με φρούτα ή λουλούδια ή ακόμη και με σύννεφα», έλεγε ο Εντουάρ Μανέ, θεμελιωτής της σύγχρονης τέχνης και εξαιρετικά αμφιλεγόμενος στην εποχή του. Τα λόγια του παραπέμπουν στη γνωστή παρατήρηση για τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής, που διέσωσε ο Πλούταρχος: «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν», αποκαλούσε ο Σιμωνίδης, «την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν».
Σοφά ίσως πράττοντας, οι ζωγράφοι σιωπούν. Ίσως όχι τόσο σοφοί, οι ποιητές δεν παύουν να προσπαθούν να ζωγραφίσουν με τα λόγια τους. Φυσικά στρέφουν τις εικασίες τους σε έργα εικαστικά, αν και, όπως υποστήριζε ο Πωλ Βαλερύ, «πρέπει πάντοτε να απολογούμεθα όταν μιλάμε για ζωγραφική».
Γνωστό είναι επίσης κείμενό του, στο οποίο παραπατώντας βγαίνει από το Λούβρο στο φως, όπου τον ακολουθεί «το ένδοξο χάος του μουσείου», ενώ διαμαρτύρεται για την πληθωρικότητα των έργων τέχνης που καλύπτουν τους τοίχους, λες και πρόκειται για ταπισερί, καταλήγοντας ότι «μόνον ένας παράλογος πολιτισμός θα μπορούσε να επινοήσει ένα τέτοιο πεδίο ασυναρτησίας». Η ζωγραφική και η γλυπτική είναι ορφανά, αφού έχει πεθάνει η μητέρα τους, που είναι η αρχιτεκτονική, η οποία έβαζε στη θέση τους τα παιδιά της. Μαυσωλείο είναι το μουσείο, θα έλεγε ο Αντόρνο, ή κοιμητήριο, όπως έλεγε ο Βαλερύ.
Έχοντας πεθάνει στο Παρίσι το 1945, ο Βαλερύ είναι θαμμένος στη γενέτειρά του, στο νεκροταφείο που εξυμνεί στο πιο διάσημο ίσως ποίημά του, «Το θαλασσινό κοιμητήριο» (Le cimetière marin). Γενέτειρά του, όπως επίσης του Ζωρζ Μπρασένς και του Ζαν Βιλάρ, είναι το μικρό μεσογειακό λιμάνι της Σετ, ούτε 30 χιλιόμετρα από το Μονπελιέ. Στη Σετ, γνωστή ως Βενετία του Λανγκντόκ, βρίσκεται το Μουσείο Πωλ Βαλερύ, σε μια πλαγιά του όρους Σαιν Κλαιρ, από όπου βλέπεις το «παραθαλάσσιο νεκροταφείο» και την, εν τω μέσω της γης, πηγή ζωής, αλλά και υγρό τάφο, που ονομάζεται Μεσόγειος.
Εδώ, στα βορειο-ανατολικά άκρα της Μεσογείου, στην Αθήνα, υπό το διπλά φιλόξενο βλέμμα του Ιανού, με την ειλικρινή διπροσωπία ποίησης και ζωγραφικής, χαιρετίζουμε το γεγονός ότι έξι ποιήτριες και ποιητές από την Ελλάδα προσκλήθηκαν να συνοδεύσουν με ποιήματά τους έργα στο Μουσείο Πωλ Βαλερύ και στον κατάλογο και λεύκωμα ζωγραφικής και ποίησης που εξέδωσε.
«Δύο κίνδυνοι συνεχώς απειλούν τον κόσμο: η τάξη και η αταξία», έλεγε ο Πωλ Βαλερύ. Έλεγε επίσης: «Ένας καλλιτέχνης ποτέ πραγματικά δεν τελειώνει το έργο του, απλώς το εγκαταλείπει».

[Χαιρετισμός σε εκδήλωση παρουσίασης λευκώματος Μουσείου Πωλ Βαλερύ, 7 Ιουνίου 2019]

ΠΡΟΣΕΧΩΣ

Το επόμενο τεύχος του Χάρτη θα βγει 1 Αυγούστου

ενώ ετοιμάζονται μικρά και μεγάλα αφιερώματα και αναφορές για τους:
Άδωνη, Γιάννη Βαρβέρη, Τάσο Δενέγρη, Ίταλο Καλβίνο, Χούλιο Κορτάσαρ, Γιάννη Πάνου, Γιώργο Πάτσα, Έλλη Σκοπετέα, Θανάση Χαρμάνη κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και το αντίστοιχο τεύχος του Χάρτη (1-26) της έντυπης περιόδου (1982-1988).

Toν Αύγουστο, παράλληλα με την κυκλοφορία του αντίστοιχου αφιερώματος στον έντυπο Χάρτη, θα αναρτηθεί μια αναφορά στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες
(120 χρόνια από τη γέννησή του)


Προτάσεις για θερινές αθλοπαιδιές

1781, «Zong»

To δουλεμπόριο εξελίχθηκε, από τα πρώτα χρόνια κιόλας της κατάκτησης του Νέου Κόσμου, σε εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τέσσερις αιώνες για την κατάργησή του, που δεν σήμανε και το τέλος του. Η Μεσόγειος ανέπτυξε το δουλεμπόριο αιχμαλώτων πολέμων και πειρατείας, την προσφορά σκλάβων, που εντάσσονταν, μετά από πολύπλοκες διαδικασίες, δοκιμασίες και εκπαίδευσης, σε στρατεύματα Οθωμανών και Αράβων. Αφθονούν εξάλλου οι μαρτυρίες για τον εξισλαμισμό εκείνων των ανθρώπων και για την ένταξη γυναικών και παιδιών σε χαρέμια και στη διοίκηση, όπου η άνοδός τους στην ιεραρχία ήταν συχνή, αποτέλεσμα μηχανοραφιών, αλλά και επιλογής του σουλτανικού περιβάλλοντος. Η Ιστορία προσφέρει πολλά παραδείγματα σκλάβων που έφτασαν σε ύψιστα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα.
Αρκετές περιοχές της σημερινής Ελλάδας είχαν μερίδιο στο δουλεμπόριο. Ο περιηγητής Giovani Zuallardo, που στάθμευσε το 1586 στη Ζάκυνθο καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους, βεβαιώνει: «Στη Ζάκυνθο μεταφέρουν από την Αφρική μεγάλον αριθμό σκλάβων και των δύο φύλων και τους πουλάνε στους Τούρκους και στους Λεβαντίνους, σαράντα, πενήντα ή εξήντα τσεκίνια τον καθένα, ανάλογα με την αντοχή τους για εργασία». Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γάλλος Henri Castella υπογραμμίζει: «Είχα την ευκαιρία να περιδιαβάσω στο νησί ενώ ο καπετάνιος φόρτωνε κρασιά στο καράβι. Είδα ανάμεσα σε άλλα, να πουλάνε στην αγορά μαύρους, άντρες και γυναίκες, είκοσι, τριάντα, σαράντα και εξήντα σκούδα τον καθένα». Τα καράβια του Ιονίου φόρτωναν σκλάβους μαζί με εμπορεύματα και προορισμό τις Δαλματικές ακτές και τη Βενετία. Μαζί με αυτούς, Ελληνίδες μάγισσες και πόρνες, που έβρισκαν επαγγελματική απασχόληση στο λιμάνι και στις πολυάριθμες κοινότητες Γραικών, Λεβαντίνων, Μαλτέζων, Εβραίων και Σλαβώνων, της Γαληνοτάτης.
Η κατάργηση της δουλείας, η οποία πλέον δεν ήταν προσοδοφόρα, στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς το γηγενές ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό αφθονούσε, συμβαδίζει με την ηθική της εκμετάλλευσης, αλλά δε σημαίνει την υποχώρηση του ρατσισμού. Αν η δουλεία εννοούσε πως ένας έγχρωμος ήταν πράγμα (res), ο ρατσισμός πίστευε πως ένας έγχρωμος ήταν ον δεύτερης κατηγορίας, καταδικασμένο να ζει με αυτό το εκ φύσεως και εκ γενετής μειονέκτημα και όφειλε να μη μολύνει τη λευκή φυλή. Η δουλεία αντιλαμβανόταν τον μη λευκό κόσμο ως συμφέρουσα πηγή υλικών και πραγμάτων, ενώ ο ρατσισμός αντιλαμβανόταν τον ίδιο εκείνο κόσμο ως φιλοσοφική υστέρηση.
Λίγα έχουν γραφεί για τη δουλεία στον καιρό της, πάμπολλα για τον ρατσισμό στη δική του ώρα. Δικαιολογείται λοιπόν ο Άγγλος πλοίαρχος του εμπορικού σκάφους «Zong», νηολογημένου στο Λίβερπουλ, που το έτος 1781 ταξίδευε με δεκαπενταμελές πλήρωμα από την Αφρική προς τη Τζαμάικα, μεταφέροντας στα αμπάρια του με κατάλληλη στοιβασία τετρακόσιους σαράντα δούλους προς πώληση. Διαπιστώνοντας ότι εκατόν τριάντα δύο από αυτούς είχαν προσβληθεί από δυσεντερία και φοβούμενος ότι το κακό θα μεταδιδόταν στο υπόλοιπο φορτίο, πέταξε τους ασθενείς στη θάλασσα και συμπλήρωσε τα έντυπα που χρειάζονταν προς απαίτηση από την ασφαλιστική εταιρεία του πλοίου της δέουσας αποζημίωσης λόγω της απώλειας μέρους του φορτίου του (partial claim). Η επιχειρηματολογία του είχε ως εξής: λόγω της έλλειψης νερού στο σκάφος, είχε υποχρεωθεί να προβεί «εις θεμιτήν εξ ανάγκης εγκατάλειψιν μέρους του φορτίου δούλων και κατώτερων ανθρώπινων όντων, ίση προς το 30% της προβλεπόμενης εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποζημιώσεως».


1785, Το ξυλοκάνατο

Κανάτι ξυλοκάνατο με ντούγες και ξυλόπροκες βγάζει δικούς του στίχους. Ο ποιητής ανώνυμος, ανώνυμος κι ο τόπος του.

Στη βρύση στέκω και διψώ, ζεστό νερό δεν πίνω,
κοιτάζοντα τες όμορφες, κοιτάζοντα τες ρούσες,
μου κλέψαν το κανάτι μου, μού πίνουν το νερό του.
– Κανάτι, ξυλοκάνατο, να είχα το ριζικό σου.

Γιώργος Ιωάννου, Τα δημοτικά μας τραγούδια, εκδ. Ερμής χ.χ., σελ. 141


Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου


Οι ξύλινες κασέλες

Χίλια μύρια τα κανάτια, δεν χωρούν όμως τα ρούχα, τα ασπρόρουχα, τα «σχολιάτικα» για τις γιορτές και σχόλες, τα κεντήματα και τα τζοβαϊρια, τα δαχτυλίδια και τα στέφανα, τα προικιά, «βγάλε, γυναίκα μου, τον γκρα απ’ την παλιοκασέλα». Καλά τα κανάτια, αλλά καλύτερη η κασέλα για να γράφεις στις εσωτερικές επιφάνειες του ξύλου της ημερομηνίες γέννησης παιδιών και εγγονών, ονόματα νεκρών και ξενητεμένων. Καλά τα κανάτια, δεν μπορείς όμως να τα ανοίξεις όπως ανοίγονται οι κασέλες –με τις περίτεχνες κλειδαριές και τα ξυλόγλυπτα μοτίβα και τις ζωγραφιές– στις αρχές του καλοκαιριού ή την Πεντηκοστή ή του Άι-Γιαννιού του Κλύδωνα, για να βγουν τα ρούχα να τα δει ο ήλιος και να τα κουνήσει ο αέρας, να πάρουν ανάσα. Να αλλάξουν τα περυσινά φύλλα αψιθέας, καπνού, λεβάντας, βάγια, δαδί από κυπαρίσσι, που διώχνουν το σκόρο και ό,τι άλλο πάει να βάλει ο Εξαποδώ για να μαγαρίσει αυτόν τον πλούτο του ευλογημένου από τον Θεό νοικοκυριού. Ανοίγονται με το μεγάλο κλειδί που φέρνει από τα εικονίσματα η νοικοκυρά. Και βρήκαμε το σημείωμα: «Μάτια μου, κανελόριζα, σε φιλώ γλυκά, έλαβα τους θερμούς χαιρετισμούς σου, υγείαν έχω και υγείαν ποθώ δια εσέ, μάτια μου, να έχομεν υγείαν, αγαπημένη μου, σαλπάρουμε αύριο Μόντε-βιδέο, παίρνω το δρόμο κι έρχομαι». Από τόσο μακριά ακουγόταν το τραγούδι.

Μωρ’ το δεντρί που βγάζει την κανέλα.
Αμάν, αν αρρωστήσω μάτια μου, πάρε το δρόμο κι έλα
κι αν δεν ερθείς, με τον καιρό έλα στο θάνατό μου.
Στην πόρτα που θα πρωτομπείς δεξιά μεριά ’ν’ το στρώμα.
Αμάν, σκύψε, αγαπημένη μου, και φίλει με στο στόμα
κι άπλωσε στην τσεπούλα μου και πάρε τα κλειδιά μου.
Αμάν, κι άνοιξε την κασέλα μου, βγάλε τα σάβανά μου,
και στο δεξί παράκλι της είναι μήλα και ρόδα.
Αμάν, και μοίρασ’ τα στις έμορφες να λεν τα μοιρολόγια.

Ένα αξέχαστο καλοκαίρι



Το καλοκαίρι ξεκίνησε παράξενα και συνέχισε παράξενα. Οι άνθρωποι γύρισαν ανάποδα. Περπατούσαν με τις παλάμες των χεριών τους και στις πατούσες φορούσαν μάλλινες πολύχρωμες κάλτσες από ντροπή προς τον ουρανό. Τα δένδρα παρέμειναν στη θέση τους για χάρη των τζιτζικιών. Παρόμοια συμπεριφορά είχε και η θάλασσα, σταθερή και γαλάζια για χάρη των ναυαγισμένων, των ηλίθιων πετρόψαρων και των φοβισμένων χταποδιών.
Επανέρχομαι στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι κινιόνταν σε slow motion κι έβγαζαν βόλτα χελώνες αντί για σκύλους και λοιπά οικόσιτα. Μια δαιμόνια γυναίκα έλεγε ότι τις χελώνες τις έφεραν οι οικολόγοι και οι κρυφοκομμουνιστές, μαζί με τα φίδια και τους λύκους. Τους ανθρώπους τους έφερε η θάλασσα. Οι παραλίες όμως είχαν γεμίσει από τα αντίγραφα ενός και μοναδικού ανθρώπου, του θλιμμένου Ιούδα, αυτού που αναστήθηκε κατ’ αποκοπή, τρεις μέρες αφότου κρεμάστηκε από την κουτσουπιά. Φορούσε βατραχοπέδιλα και στο στήθος του διακρίνονταν ακόμη μερικά διάσπαρτα λέπια. Στην κοιλιά του ήταν καλά στερεωμένη μια σημαία. «Μου τη δώρησε μια γαλοπούλα», υποστήριζε, «μια λευκή γαλοπούλα με μπλε αποχρώσεις στα φτερά». Ήταν βλαμμένος αυτός ο τύπος και προκλητικός. Μόνο οι χελώνες τον θαύμαζαν. Αργότερα τον μίσησαν και τον έσφαξαν, αρχές Ιούλη, σαν κοτόπουλο. Έγιναν κι άλλα τραγικά πράγματα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, σ’ ένα διάλειμα της ζωής, από το βάθος του χρόνου φάνηκε ο στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ. Ήταν βαθιά λυπημένος και ταλαιπωρημένος. Με τα δυο του χέρια κρατούσε από τις μασχάλες, σαν να ήταν μαριονέτα, έναν μικρό Δάκη που τραγουδούσε «Τόσα καλοκαίρια / μου `χαν φύγει από τα χέρια / τόσα καλοκαίρια που δε σ’ αγαπούσα….».
«Ποιος τον έστειλε αυτόν;», ψιθύρισε η φίλη μου και συμπλήρωσε: «γλυκοτράγουδα του κώλου…». Την είχα νοσταλγήσει την αγκαλιά της. Και τους ανθρώπους είχα νοσταλγήσει και τον εαυτό μου είχα νοσταλγήσει.

Η βιβλιοθήκη ζει


Αθηναϊκό σχολείο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, 2019. Φωτ. Σωτήρης Κακίσης

Αναφορές


Μικρός πολύ και ντροπαλός

Διάφανο χνούδι στο πηγούνι
με μια φάλτσα ξυραφιά στην άκρη.
Βολεύει τα χέρια του όπως όπως
και το τρυπημένο δέρμα
λάμπει μέσα απ' τα μανίκια.
Ένα κατοστάρικο ζητά
και το βλέμμα των περαστικών παγώνει
στα λευκά του δόντια.
Το ακουμπώ δειλά στην παλάμη
κι αποτολμώ: Τι θα το κάνεις;
Να πάρω ένα κουλούρι, πεινάω.
Και κοινοτοπίες και μονοσύλλαβα.

Μικρός πολύ και ντρέπεται
την πείνα του θανάτου να ονομάσει.

Χριστόφορος Λιοντάκης, ποιητής (1945-2019)

ΠΡΟΣΕΧΩΣ

Λόγω αυτονόητων διαδικασιών, το επόμενο τεύχος του Χάρτη θα βγει, κατ’ εξαίρεσιν, στις 10 Σεπτεμβρίου, ενώ εξακολουθούν να ετοιμάζονται μικρά και μεγάλα αφιερώματα και αναφορές για τους:
Άδωνη, Γιάννη Βαρβέρη, Τάσο Δενέγρη, Ίταλο Καλβίνο, Χούλιο Κορτάσαρ, Γιάννη Πάνου, Γιώργο Πάτσα, Έλλη Σκοπετέα, κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του διαδικτυακού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και το αντίστοιχο τεύχος του Χάρτη (1-26) της έντυπης περιόδου (1982-1988).

Καλωσόρισμα του Νάνου Βαλαωρίτη στον «Εγγυημένο Μετα-Βίο» του

Θεωρείται αυταπόδεικτο ότι ο θάνατος δεν σημαίνει μόνον την φυσική απόληξη, αλλά και αναπόσπαστο μέρος της ζωής· La vie cest la mort / «βίος ἐστί θάνατος», έγραφε ένας σοφός ιατρός και στοχαστής στο γύρισμα του 19ου αιώνα.
Από την συνεχή ανανέωση (που θα πει αδιάκοπη νέκρωση) των κυττάρων του σώματος μέχρι την ερωτική έκσταση (που οι Ιταλοί την λένε piccola morte)· από την ανεπαίσθητη πάροδο των ωρών (που όπως Vulnerant omnes ultima necat / «όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει», όπως μας το υπενθυμίζουν τα ωρολόγια των καθεδρικών και μαζί τους ο Καβάφης) έως την βάναυση απόδραση ή απαγωγή από κοντά μας, προσφιλών προσώπων – σωρεία γεγονότων, μικρών και μεγάλων, θλιβερών και χαρμόσυνων, υποτίθεται ότι μας προδιαθέτει να το δεχτούμε. Τότε γιατί ο θάνατος μας συλλαμβάνει πάντα ανέτοιμους; Γιατί δεν παύουμε να απορούμε –όπως ο αφελής (μα όχι τόσο) Λα Παλίς– πώς είναι δυνατόν ο πλησίον μας «πέντε λεπτά προτού πεθάνει, [να] ήταν ακόμα ζωντανός»;
Η απάντηση δεν είναι παρά μία: ο αποχωρισμός ταυτίζεται με την απώλεια. Μαζί με τον αποδημήσαντα, ένα κομμάτι του Eίναι μας – συναίσθημα, βιώματα, μνήμες – αποδημεί στην αντίπερα όχθη. Γι’ αυτό λοιπόν, με την κάθε απώλεια, οι προσώρας εναπομείναντες εδώ νιώθουμε όλο και πιο λειψοί, πιο μόνοι. Ο φόβος του να ζούμε εφεξής μέσα σε παρόμοια μοναξιά είναι αυτό που, ορθώς ή λάθος, ονομάζουμε φόβο του θανάτου.

*

Υπάρχουν όμως κάποιες σπάνιες αποδημίες που εναντιώνονται σε τούτη την διάθεση, αφού αναπληρούν τις απώλειες και καταργούν την μοναξιά στην δώθε ή στην πέρα όχθη.
Τέτοιος ο πρόσφατος θάνατος του Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος σαφώς μας συνεκλόνισε, μας πόνεσε, αλλά επ’ ουδενί λόγω μας φόβισε. Εδώ και χρόνια, ο ποιητής τον κατονόμασε, στον τίτλο ενός αγγλόφωνου βιβλίου του, My alter life guaranteed· όχι «η μετά θάνατον ζωή μου» (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά), αλλά μάλλον ο μετα-βίος μου, ο εσαεί γεμάτος έμπνευση και ελευθερία, δηλαδή η άλλη όψη της ζωής και η διαιώνισή της.
Ο ίδιος ο Νάνος το προαισθάνθηκε και το εξέφρασε γλαφυρότατα μας στο ίδιο βιβλίο:

Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον; Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή…
Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα.

*

Ναι, Νάνο, θα τα έχεις, και το χαρτί σου και το καλαμάρι σου. Ναι, Νάνο, θα συνεχίσεις να γράφεις, διδάσκοντάς μας έμπνευση και ελευθερία. Ναι, Νάνο, «στον αιώνα τον άπαντα», δηλαδή ενόσω και οσάκις σ’ αυτόν εδώ τον τόπο θα γράφεται έστω και μιαν ελεύθερη και εμνευσμένη σελίδα που, όποιος και να την υπογράφει, το όνομά του θα είναι ψευδώνυμο του Νάνου Βαλαωρίτη.
Στον «εγγυημένον» αυτό «μετα-βίο» σου, οχι ο αποχαιρετισμός σου ταιριάζει, αλλά ένα καλωσόρισμα.


————
Για τον Νάνο Βαλαωρίτη βλ. και Χάρτης #1

«Να 'χαν οι καρδιές (και τα βιβλιοπωλεία) αμπάρες», κ.λπ.

Διάβαζα, του θέρους (ούτε έρως ουδέ έρος) ακριβώς μεσούντος, το «Ναυαγίων ναυάγια» και τους «Ναυαγοσώστες» του Παπαδιαμάντη. Στάθηκα στη φράση από το δεύτερο «...ηκούσθησαν ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: καλύβα, κεριά, εκεί σπηλιά, κλειδαριά, σιδερόπορτα»...
Ανεξηγήτως; Τίποτε τυχαίως δεν μας τυχαίνει. Το «κλειδί» μου θύμισε τις περιπέτειές μου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν διάφορα μικρόνοα όντα εκλείδωναν αίθουσες και ντουλάπες τις οποίες εξεκλείδωνα την επαύριον μέχρι που εβαρύνθην, νικηθείς ολοσχερώς, ότι η βλακεία ανίκητος εστί.
Η «σιδερόπορτα» μου θύμισε τον κ. Μάκη Χριστοδουλόπουλου με το:

Να 'χαν οι καρδιές αμπάρες να κλειδαμπαρώνουν
να μην ξανακάνουν χάρες όταν τις πληγώνουν...

Έτερος συνδυασμός με τα συμπαρομαρτούντα του, ήγουν και δηλονότι, το νεοφανές αμάρτημα στην ορθόδοξη αμαρτωλογία, του «Κλειδωνοβιασμού» κι ο αμαρτωλός παράγωγόν του, ο «Κλειδωνοαλλαχτής»: αυτός που αλλάζει κρυφά ημιδημόσιες κλειδαρές δι’ ίδιον όφελος. Αυτός δεν συναριθμείται κι ούτε εικονίζεται με τους αμαρτωλούς στο ναό του αγίου Αχιλλέα Πενταλόφου: τον παραυλακιστή, τις πόρνισσες γυναίκες, τον μυλωνά που κλέβει, τις μαϊστρες γυναίκες, τον κρασοπούλο που πουλά ξύδι, τον γιδοκλέπτη, αυτούς που κοιμούνται ταις εορταίς και δεν πηγαίνουν εις την εκκλησίαν κ.ά.

Εξηγούμαι:

Αν κάποιος πολίτης της πόλεώς μας έβγαινε ημέρα μεσημέρι στην κεντρική πλατέα και φώναζε δίκην παλιού τελάλη: «Ακούσατε ακούσατε, ποιός έχει κλειδί από το μόνον βιβλιοπωλείον βιβλίων στην πόλη», τουλάχιστον δέκα νοματαίοι θα πετιόνταν: «Εγώ κύριε, εγώ κι εγώ...»
Διαβάζω δανεικό (κι αγύριστο εισέτι) το βιβλίο Βιβλιοπωλεία ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη του Jorge Carrion, εκδ. Ποταμός, και διαπιστώνω πως κανένα βιβλιοπωλείο του κόσμου δεν μοίραζε κι ούτε μοιράζει τα κλειδιά του στους πελάτας. Αυτό γίνεται μόνον στο ενταύθα Συνβιβλιοπωλείο.

Αλλά γιατί; Διότι το τοπικόν βιβλιοπωλείον των βιβλίων και μόνο, λειτουργεί βέβαια και με φυσιολογικούς πελάτας, αλλά υπάρχει επικουρικώς και ως λιμήν ανθρωπίνων ναυαγίων, ου μην αλλά και ως θεραπευτήριον βαρεμένων ψυχών. Αλλά και στο πολιτικό, κομματικό κι επιστημονικό περιθώριον παρέχει ελευθέρως στέγη άνευ τροφής.
Η καλοπροαίρετος διευθύντρια κυρία Κτρν, καλόβολη αριστερο-χριστιανική ψυχή, παρέχει καρέγλας, τραπέζι στρογγύλον, σιγαροθήκες και πρωτίστως αυτιά ευήκοα, και παρηγορίαν αφείδωλη δια πάσαν νόσον και συνακόλουθον μαλακίαν (κατά τον ψαλμωδόν κι όχι στην τρέχουσα έννοιά της). Εχει και πατάρι δια την περισυλλογήν ειδών δια πρόσφυγας, ζητιάνους και χτυπημένους από τη ζωή και τα μνημόνια.
Επίσης δίδει το κλειδί αυτού του ευκτήριου οίκου, εις διαφόρους ίνα μπαινοβγαίνουν όποτε τους αρέσει και για ό,τι τους αρέσει, εκεί. Ο χώρος από μόνος του και εκ της αύρας του λειτουργεί ως τα αρχαία Ασκληπιεία, θεραπευτικά. Από λίαν πρωίας οι βαρεμένοι (βουλευτές και μη) από τη ρουτίνα του είναι και του οίκου τους ή την ερημία του επαγγέλματος, απλώνουν την αρίδα τους εκεί για ώρες. Ασκούν κι απολαμβάνουν διανοία κυρίου τις γλυκείες παροχές κι υπηρεσίες του χώρου, ήγουν: καφέ, τσάι, νερό, τηλέφωνο σταθερόν ατελώς, τουαλέτα δια τα συνήθη έργα της διουρήσεως.
Η κατάσταση όμως έφτασε στο απροχώρητον και η άδολος ελευθερία έγινε ένδολος ελευθεριότης η οποία ως γυμνοσιάλιαγκας στο δάπεδο σαλιάριζε.
Ως εκ τούτου τι θα έκαμνε σ’ αυτήν την περίστασιν ένας αυτόκλητος Ρομπέν των Κλειδιών. Θα πήγαινε στο γειτονικόν κλειθροπωλείον, θα αγόραζε αντί 5 ευρώ έναν νέον μύλον κλειδαριάς και βοηθούμενος από εμπειρίστατον θαμώνα του βιβλιοπωλείου, θα άλλαζε ευκόλως τον παλαιόν. Αυτομάτως θα αποκαθιστούσε τη χαμένη τιμή της Καταρίνας, που τον καιρό της επιχείρησης έκαμνε Μπλουμ, και θα επήρχετο έτσι η κανονικότητα στο ωραίον βιβλιοπωλείον μετ’ ανθέων, που είχε καταντήσει από το «μπάτε σκύλοι κι αλέστε ....» κάτι παρόμοιον με την Βουλήν και όπως την αποκαλούσαν η άνω και κάτω πλατεία Συντάγματος τον καιρό της μεγάλης Αγανακτήσεως.
Ετσι και έγινε, διότι ήταν δίκιο να γίνει.
Φυσικά με την επιστροφήν της διευθύντριας από την διακολύμβησιν τα πράγματα επανήλθον στην προτέραν κανονικότητα.

Η υπόθεση του Ελευθερωτή Φρανσίσκο Μορασάν και τα επακόλουθά της

1

1842. Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα. Η εκτέλεση του Μορασάν

Eκείνοι που τον συνέλαβαν, συμφώνησαν πως το καλύτερο ήταν να τον εκτελέσουν εκεί στην πλαγιά και να του κόψουν το κεφάλι, απόδειξη αδιαμφισβήτητη του τέλους αυτής της Ύδρας.
Tο μόνο άσχημο ήταν για εκείνους τους άτακτους ότι δεν ήξεραν πώς φτιάχνεται ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Eίχαν αποφασίσει να σεβαστούν κάποιους τύπους, από φόβο μήπως χτυπώντας ο καθένας όπως τύχαινε το Μορασάν, του παραμόρφωναν ή του έλιωναν το κεφάλι, οπότε ούτε θα μπορούσαν να το διατηρήσουν, ούτε να το διαπομπεύσουν παστρικά.
O Μορασάν προθυμοποιήθηκε να τους διδάξει τη διαδικασία. Πρώτα-πρώτα διάλεξε ένα δέντρο με ίσιο κορμό να ακουμπήσει. Ύστερα μέτρησε δώδεκα βήματα από τον κορμό και με τη μύτη της αρβύλας του έκαμε μια χαρακιά στο χώμα. «Eδώ θα σταθείτε», είπε, «αυτή είναι η απόσταση». Διάλεξε μια δωδεκάδα άντρες («αν και λιγότεροι φτάνουν», σχολίασε), με προτίμηση προς εκείνους που έδειχναν άγριοι και αιμοδιψείς. Eίπε στους υπόλοιπους να απομακρυνθούν. «Θα μπείτε στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, στραμμένοι προς το δέντρο», εξήγησε. Oι επίλεκτοι μπήκαν στη σειρά, στραμμένοι προς το δέντρο, με τις μύτες των σαραβαλιασμένων υποδημάτων τους στη χαρακιά στο χώμα, ο καθένας με την κοψιά του, άλλος λίγο πιο γυρτός, άλλος πιο κορδωμένος. «Tο βλέμμα σας στο δέντρο», φώναξε ο Μορασάν. Έβλεπαν οι επίλεκτοι τις σκιές τους να απλώνονται ως το δέντρο, είχαν τον ήλιο πίσω τους, «έτσι πρέπει», εξήγησε ο Μορασάν, «για να μη σας τυφλώνει το φως, αλλά να το βλέπω εγώ». 'Υστερα τους μοίρασε τα καλύτερα όπλα που είχε η ομάδα τους και παρακάλεσε τους υπόλοιπους να μετακινηθούν πιο πίσω ακόμα, μπορούσαν με την άνεσή τους να κοιτάζουν και να σχολιάζουν. «Kαι παρακαλώ μιλάτε χαμηλόφωνα», τους σύστησε, «γιατί εμποδίζετε με τις φωνές σας τη δουλειά των συντρόφων σας». Γύρισε μετά στη δωδεκάδα και είπε περίπου τα εξής: «Eσείς αποτελείτε το εκτελεστικό απόσπασμα. Όποιος δεν θέλει να λάβει μέρος σε αυτό, μπορεί να φύγει, αρκεί κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει». Kανείς δεν κουνήθηκε κι ο Μορασάν συνέχισε: «Θα σταθώ με την πλάτη στο δέντρο και θα φωνάξω επί σκοπόν». Mε αυτό το παράγγελμα, θα σηκώσετε τα όπλα σας και θα με σημαδέψετε. Mε το βλέμμα σας καρφωμένο πάνω μου, θα με σημαδέψετε στο ύψος της καρδιάς. H καρδιά μου βρίσκεται αριστερά, εδώ ακριβώς όπου είναι το τσεπάκι του πουκάμισου με το κόκκινο μολύβι. Όλων η καρδιά βρίσκεται αριστερά, μπορείτε να το διαπιστώσετε. Θα το καταλάβετε καλύτερα αν βγάλετε το πορτοφόλι σας από τη δεξιά τσέπη του πανταλονιού σας και το βάλετε στην αριστερή. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα σημαδέψετε το τσεπάκι με το κόκκινο μολύβι. Nα έχετε το χέρι σταθερό και να περιμένετε. Mόλις φωνάξω πυρ! θα πιέσετε την σκανδάλη. Mια σφαίρα θα φύγει από κάθε όπλο. Aν κάνετε τη δουλειά σας καλά, θα έχω πεθάνει ακαριαία. Tο πράγμα είναι εύκολο, αρκεί να είσαστε προσεκτικοί».

Έγινε η εκτέλεση, ενώ ο ήλιος είχε δύσει σχεδόν και πάνω από τα χωράφια κοκκίνιζαν τα σύννεφα. Aυτά τα σύννεφα κοκκίνισαν περισσότερο, όταν ο Μορασάν έπεσε χτυπημένος στα χέρια, στα πόδια, στο θώρακα, και είδε από πάνω του τον ουρανό. Kαι γύρω ησυχία. Kαι το σώμα του είχε γλιστρήσει πάνω στον κορμό του δέντρου, όπου είχε ακουμπήσει, είχε κάμει δύο-τρία βήματα σαν μεθυσμένος πριν πέσει. Kαι άκουγε ήχους από τριζόνια και μυγάκια και πουλιά και θρόισμα φύλλων. Kαι άκουγε τη ζωή του να φεύγει αργά, σαν άνθρωπος που ακροπατάει πάνω σε σανιδένιο πάτωμα που τρίζει. Kαι άκουγε τους άτακτους να μιλούν, να βηματίζουν, να τον πλησιάζουν οι σκιές τους, τα πρόσωπά τους. Kαι άκουγε πως μέσα στο κεφάλι του δεν είχε ούτε μίσος, ούτε φόβο, ούτε πίκρα, ούτε αγάπη, είχε αδειάσει από συναισθήματα. Kαι άκουγε το κεφάλι του που ήθελε να μιλήσει. Kαι είναι βεβαιωμένο πως είπε: «Eίμαι ακόμα ζωντανός». Kαι από πάνω του σκυμμένοι όλοι οι άτακτοι κοίταζαν περίεργοι και κοιτάζονταν μεταξύ τους, και κάποιος είπε: «Eνα παγούρι, βρε παιδιά, να συνέλθει ο άνθρωπος!» λες κι όλα ήταν ψέματα κι αστεία παιχνιδίσματα.

Kαι κάποιος άλλος, που τον ψαχούλευε και διαπίστωνε πως μερικά τραύματά του ήταν επιπόλαια, μουρμούριζε πως έπρεπε να φωνάξουν γιατρό, κάπου θα υπήρχε γιατρός. Kαι ο Μορασάν αναγκάστηκε να μιλήσει και να πει: «Σας είχα συστήσει να έχετε την προσοχή σας τεταμένη και να πυροβολήσετε στο τσεπάκι του πουκάμισου. Eσείς ρίξατε όπου σας ήρθε. Mε ταλαιπωρείτε δίχως λόγο. Eίσαστε απάνθρωποι και δίκαια σας ταιριάζει να ζήσετε σε έναν κόσμο τιποτένιο. Eγώ δεν σας κληρονόμησα αυτόν τον κόσμο. Πάντα θέλησα να σας πω ότι ο κόσμος είναι καινούριος κάθε στιγμή και αξίζει κάθε στιγμή να τον ανακαλύπτουμε. Tώρα, έτσι όπως τα καταφέρατε, πρέπει να εκλέξετε κάποιον ανάμεσα σας να μου δώσει τη χαριστική βολή. Nα ακουμπήσει το όπλο του στη καρδιά μου και να πυροβολήσει».

2

1815. Κήπος του Λουξεμβούργου. Η εκτέλεση του Στρατάρχη Νε

Χρόνια αργότερα, η Δημοκρατία της Ονδούρα με πρωτεύουσα την Τεγκουσιγάλπα αποφάσισε να αναγείρει ανδριάντα του Μορασάν. Χρήματα συγκεντρώθηκαν και τριμελής αποστολή προσωπικοτήτων της χώρας έλαβε την εντολή να μεταβεί στο Παρίσι, να παραγγείλει το άγαλμα στον καλύτερο γλύπτη της Γαλλίας και να επιστρέψει με τέτοιο αριστούργημα της τέχνης, στο μεταξύ το βάθρο του αγάλματος του Ελευθερωτή θα σμιλευόταν στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Η επιτροπή αναχώρησε υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου, διέπλευσε τον Ατλαντικό χειροκροτούμενη από παραπλέοντα πλοία, έφτασε στο Παρίσι υποδεχόμενη από τις Δημοτικές Αρχές της πόλης υπό τους ήχους της Μασσαλιώτιδας και δαπάνησε ευκόλως τα χρήματα σε εκείνη την Βαβυλώνα, όπου οι γυναικείοι πειρασμοί περίσσευαν. Επέστρεψε λοιπόν στην πατρίδα κομίζοντας ένα άγαλμα αγορασμένο σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή από αποθήκη αγαλμάτων εκτός του Παρισιού κιόλας. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν, όπως είχαν σχεδιαστεί, στην κεντρική πλατεία της Τεγκουσιγάλπα με μεγάλη συγκίνηση και επισημότητα. Η τριμελής επιτροπή, σεμνυόμενη, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση της πατρίδας να μην υπάρξουν παρασημοφορήσεις και άλλες επιβραβεύσεις. Τα μέλη της επιτροπής είχαν πράξει το χρέος τους. Απλώς.
Κανείς δεν έμαθε πως το άγαλμα ήταν ο αρχιστράτηγoς του Ναπολέοντα Michel Ney, o «κοκκινομούρης», «ο γενναίος των γενναίων», που δεν έτυχε χάρης από τους Βουρβώνους της Παλινόρθωσης και εκτελέστηκε ως προδότης του βασιλικού έθνους στις 7 Δεκεμβρίου 1815 στον κήπο του Λουξεμβούργου. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια για να μη βλέπει το εκτελεστικό απόσπασμα και είναι βεβαιωμένο ότι στάθηκε απέναντι από τους ένοπλους και είπε: «Στρατιώτες, όταν θα σας δώσω τη διαταγή να πυροβολήσετε, πυροβολήστε στο μέρος της καρδιάς. Αναμείνατε τη διαταγή μου. Θα είναι η τελευταία μου. Διαμαρτύρομαι για την καταδίκη μου. Πολέμησα σε εκατό μάχες για την Γαλλία και σε καμία εναντίον της... Στρατιώτες, πυρ!»
Εκατό έτη αργότερα, ο συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ, αναζητώντας τον χαμένο χρόνο περιδιαβάζοντας στον κήπο του Λουξεμβούργου καθ’ οδόν προς το δάσος της Βουλώνης, σημείωσε στο σημειωματάριο που είχε στα θυλάκιά του, ότι δεν ήταν βέβαιος πως είχε ανακαλύψει το ακριβές σημείο της εκτέλεσης του αρχιστράτηγου. Ούτε ο ξανακερδισμένος χρόνος του Μαρσέλ Προυστ το εντόπισε.

3


1867 Μαξιμιλιανός Α΄του Μεξικού

Κ Ε Ρ É Τ Α Ρ Ο

Στις 19 Ιουνίου 1867, ο Μαξιμιλιανός Α’ δέχτηκε τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και σωριάστηκε στη λάσπη της πόλης του Κερέταρο, φωνάζοντας «Viva Mexico, viva la independencia» (Ζήτω το Μεξικό, ζήτω η ανεξαρτησία). Ο πίνακας του Εντουάρ Μανέ, έργο της ίδιας εκείνης αποφράδας χρονιάς, απαθανατίζει αυτή την θυσία. Ήταν μόλις τριάντα πέντε ετών. Άτεκνος, εγκαταλειμμένος από τη Γαλλία που του είχε προσφέρει τον θρόνο του Μεξικού, δεν είχε καταλάβει τι δεν είχε πάει καλά. Μάλλον δεν είχε πάει καλά ότι δεν είχε αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, όπως, για παράδειγμα να επανακτήσει η Καθολική Εκκλησία τις απαλλοτριωμένες από τον Μπενίτο Χουάρες εκτάσεις γης, που καλλιεργούσαν πια οι ντόπιοι. Ούτε είχε καταφέρει να ξεκάνει τον Μπενίτο Χουάρες, που δήλωνε πως οι γονείς του ήταν "indios de la raza primitiva del país" (Ινδιάνοι της πρωτόγονης ράτσας της χώρας). Μια μαύρη άμαξα φτάνει στο Κερέταρο, μέσα στη βροχή. Ο πρόεδρος Χουάρες, ο νικητής, πλησιάζει το ανοιχτό, δίχως λουλούδια φέρετρο, όπου κείτεται ο πρίγκιπας με τα γαλανά μάτια, στον οποίο άρεσε να περπατά στους δρόμους του Μεξικού, φορώντας την τοπική ενδυμασία, με το πλατύγυρο καπέλο και τις πούλιες.
Στις 24 Απριλίου 1939, στις κινηματογραφικές αίθουσες της Νέας Υόρκης άρχισε να προβάλλεται η ταινία «Μπενίτο Χουάρες», με πρωταγωνιστές τον Πωλ Μιούνι (Χουάρες), την Μπέτυ Ντέιβις (Καρλότα), τον Μπράιαν Άνχερμ (Μαξιμιλιανός). Ο Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ έγραψε τρεις χιλιάδες μέτρα μουσικής με βιεννέζικους απόηχους, αλλά και με αναφορές στις παραδοσιακές μελωδίες του Μεξικού. Ο Εβραίος Πωλ Μιούνι είχε γεννηθεί στην Αυστροουγγρική Γαλικία, στο τότε Λέμπεργκ και σημερινό Λβιβ της Ουκρανίας. Το όνομά του ήταν Frederich Meshilem Meier Weisenfreund. Ήταν «judio de la raza primitiva del país» (Εβραίος της πρωτόγονης ράτσας της χώρας).

«Ευγνώμονες Νεκροί»

Στις 23 Σεπτεμβρίου πέθανε σε ηλικία 78 ετών ο Robert Hunter, στιχουργός σπουδαίων επιτυχιών των Grateful Dead, ο οποίος επίσης συνεργάστηκε με τον Μπομπ Ντίλαν, τον Έλβις Κοστέλο και άλλους. O Ρόμπερτ Χάντερ ήταν απόγονος του πρωτοπόρου του ρομαντισμού και εθνικού ποιητή της Σκωτίας Robert Burns από την πλευρά του πατέρα του, αλκοολικού που εγκατέλειψε την οικογένειά του. Βρήκε καταφύγιο στα βιβλία ζώντας με ανάδοχες οικογένειες από επτά ετών, πριν επιστρέψει στη μητέρα του και υιοθετήσει το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της, εκδότη που τον βοήθησε να καλλιεργήσει το γράψιμο. Εγκαταλείποντας το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στη γενέτειρα Καλιφόρνια, όπου πρώην φίλη του τον σύστησε στον Jerry Garcia, αργότερα επικεφαλής κιθαρίστα και τραγουδιστή του συγκροτήματος Ευγνώμονες Νεκροί. Κόβοντας ξύλα με τσεκούρι, ο αδελφός του κατά λάθος τού είχε κόψει το μεσαίο δάχτυλο από το δεξί χέρι, όταν ο Τζέρι Γκαρσία ήταν παιδί. Σε ηλικία πέντε ετών είχε δει τον μουσικό πατέρα του να πνίγεται στη θάλασσα. Έφηβος στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, δοκίμαζε κάθε είδους ναρκωτικά. Κυριακές πήγαινε εκκλησία να ακούσει Μπαχ. Ο Γκαρσία και ο Χάντερ άρχισαν το 1961 να παίζουν μουσική ως ντουέτο για μικρό διάστημα. Έναν χρόνο αργότερα ο Χάντερ ήταν από τους πρώτους επί πληρωμή εθελοντές σε πειράματα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ με ψυχεδελικά και άλλα ναρκωτικά, που κρυφά χρηματοδοτούσε η ΣΙΑ. Δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή με το συγκρότημα, αλλά τον συμπεριέλαβαν ως μη επιτελεστικό μέλος του, πρώτη φορά που ποτέ συνέβη αυτό, όταν οι Ευγνώμονες Νεκροί αναδείχθηκαν το 1994 στη Στοά των Διασήμων (Hall of Fame) του Ροκ εντ Ρολ. «Υπήρξα αντισυμβατικός και επαναστάτης ακόμη και μεταξύ των Νεκρών», έχει πει. Όπως αποκάλυψε σε ομώνυμο με το τραγούδι ντοκιμαντέρ του 1997 του Jeremy Marre, ο Χάντερ έγραψε, μαζί με δύο άλλα τραγούδια, τους στίχους, που έκανε μουσική ο Τζέρι Γκαρσία, για τον Κυματισμό (Ripple) ένα απόγευμα στο Λονδίνο το 1970 πίνοντας μισό μπουκάλι ρετσίνα. Σε ψαλμούς του Δαβίδ παραπέμπουν κάποιοι στίχοι σύμφωνα με τον μουσικολόγο David Dodd, που έχει υπομνηματίσει τα τραγούδια του συγκροτήματος.

Ρόμπερτ Χάντερ: Kυματισμός

Αν οι λέξεις μου έλαμπαν με το χρυσάφι του ήλιου
Και οι μελωδίες μου έπαιζαν σε άρπα ακούρδιστη
Θα άκουγες τη φωνή μου να διαπερνά τη μουσική
Θα την κρατούσες κοντά σαν να ήταν δική σου;

Είναι από δεύτερο χέρι, οι σκέψεις είναι κομμάτια
Ίσως καλύτερα να μην τραγουδηθούν
Δεν ξέρω, αλήθεια δεν με νοιάζει
Ας γεμίσουν τον αέρα τραγούδια

Κυματισμός σε ακίνητο νερό
Χωρίς ούτε ένα βότσαλο να έχει πέσει
Ούτε ο άνεμος να φυσά

Άπλωσε το χέρι σου αν το ποτήρι είναι άδειο
Αν είναι γεμάτο ας ξαναγεμίσει
Ας μάθουν όλοι πως υπάρχει μια πηγή
Που δεν έφτιαξαν χέρια ανθρώπων

Υπάρχει ένας δρόμος, δεν είναι απλή λεωφόρος
Ανάμεσα στην αυγή και το σκοτάδι της νύχτας
Και αν πας ίσως κανείς δεν ακολουθήσει
Αυτό το μονοπάτι είναι για τα βήματά σου μόνο

Κυματισμός σε ακίνητο νερό
Χωρίς ούτε ένα βότσαλο να έχει πέσει
Ούτε ο άνεμος να φυσά

Εσύ που θέλεις να ηγείσαι πρέπει να ακολουθήσεις
Αλλά αν πέσεις, πέφτεις μόνος
Αν σταθείς, τότε ποιος θα σε οδηγήσει
Αν ήξερα τον δρόμο θα σε πήγαινα σπίτι

La da da da La da da da da
La da da La da La da da da
La da da da La da da da da
La da da da La da da da da


(«Ripple»: στίχοι στα αγγλικά από MetroLyrics)

Το ταξιδιωτικό πρακτορείο «Thomas Cook» και o Καβάφης

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο Καβάφης στο πρώτο του ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα, από τις 13 Ιουνίου 1901 έως 5 Αυγούστου του ίδιου έτους, στηρίχτηκε στις υπηρεσίες του ταξιδιωτικού πρακτορείου «Thomas Cook» για να οργανώσει το ταξίδι του από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα και πίσω στην Αλεξάνδρεια. Εξάλλου ο αδελφός του Αλέξανδρος, που τον συνόδευε σε αυτό το ταξίδι, ήταν από τον Οκτώβρη του 1898 αντιπρόσωπος της εταιρίας στην Αλεξάνδρεια, ενώ προηγουμένως υπηρετούσε στο γραφείο της εταιρίας στο Πορτ-Σάιντ. Τα δυο αδέλφια επιβιβάστηκαν πρώτα στο πλοίο El Kahira της εταιρίας «Khedivial Company». Στο ταξίδι σταμάτησαν στη Δήλο για δύο μέρες, για να περάσουν την καθιερωμένη καραντίνα. Εκεί δάνεισε στον συνταξιδιώτη του Ξανθοπουλίδη και παλαιό γνωστό του το βιβλίο του Γ. Β. Τσοκόπουλου Αιγυπτιακαί αναμνήσεις (Αθήναι 1896). Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει ένα άρθρο του Τσοκόπουλου για τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη, και αυτό είναι το πρώτο άρθρο που γράφτηκε για να παρουσιάσει στο κοινό την ποίηση του Καβάφη και όχι, όπως πάντα μηρυκάζουμε, το άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1903.
Στις 17 Ιουνίου τα αδέλφια αποβιβάζονται στον Πειραιά εύκολα, χάρις στη βοήθεια των ανθρώπων της «Thomas Cook». (Εδώ μεταχειρίζομαι την έκδοση του κειμένου από τον Γ. Παπουτσάκη (Κ.Π. Καβάφης Πεζά, Φέξης 1963, σσ. 259-300). Το ημερολόγιο είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο Παπουτσάκης το μεταφράζει ελληνικά). Στις 7/20 Ιουνίου ο Καβάφης ανεβαίνει στην Ακρόπολη και σημειώνει στο ημερολόγιό του «sublime, sublime». Τριγυρίζοντας στην Αθήνα στις 29/12 Ιουλίου (όταν είναι στην Ελλάδα, ο Καβάφης σημειώνει τις ημερομηνίες με το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, γιατί δεν έχει γίνει ακόμη η αλλαγή του ημερολογίου στην Ελλάδα αλλά και με το νέο (Γρηγοριανό) που βρίσκεται σε ισχύ στην Αίγυπτο), περνά από τα γραφείο του Κουκ που βρίσκονται στην οδό Ερμού και εκεί βρίσκει να τον περιμένει ένα γράμμα από τον αδελφό του Παύλο. Το ταξιδιωτικό πρακτορείο πρόσφερε και αυτές τις υπηρεσίες στους πελάτες του, δηλαδή διεκπεραίωση και φύλαξη της αλληλογραφίας τους, σαν Ποστ Ρεστάν. Στις 2/15 Ιουλίου ο Καβάφης συναντά για πρώτη φορά τον Ξενόπουλο. Φαίνεται ότι όταν ήταν στην Αθήνα γνωρίστηκε και με ένα υπάλληλο του γραφείου Κουκ, τον Άγγελο (δεν μας δίνει το επίθετό του) και αυτός και ο αδελφός του Αλέξανδρος τού έκαναν παρέα. Στις 13/26 Ιουλίου περνούν πάλι από το γραφείο Κουκ για να σχεδιάσουν το ταξίδι της επιστροφής τους. Εκεί μαθαίνουν ότι δεν υπάρχει απ’ ευθείας ατμοπλοϊκή σύνδεση από τον Πειραιά προς την Αλεξάνδρεια, αλλά θα πρέπει να πάνε στην Πάτρα με το σιδηρόδρομο κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα καράβι να πάνε στο Μπρίντιζι και από το Μπρίντιζι να πάρουν ένα άλλο καράβι και με αυτό να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια. Στις 27 Ιουλίου περνούν ξανά από το γραφείο για να επιβεβαιώσουν το ταξίδι τους και την πρώτη Αυγούστου επιβιβάζονται από την Πάτρα στο καράβι Scilla της εταιρίας «Rubatino» που ήταν όνομα και πράγμα καράβι Σκύλα. Συνταξιδιώτες τους είχαν και τον πρίγκιπα Νικόλαο (1872-1938), τριτότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας, τον κύριο M. Simopoulo (Σιμόπουλος), ανιψιό του υπουργού οικονομικών «a charming young man», όπως τον περιγράφει ο Καβάφης, και τον George Caralli (Γεώργιο Καράλλη). Σταμάτησαν για λίγες ώρες στην Κέρκυρα και απ’ εκεί συνέχισαν το ταξίδι για το Μπρίντιζι όπου επιβιβάστηκαν στο αυστριακό πλοίο Bohemia. ο Καβάφης το βρήκε πολυτελέστατο και της αρεσκείας του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής διάβαζε τον Adam Bade της George Eliot και έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 5 Αυγούστου.

Κατά τον εκδότη του κειμένου Γ. Παπουτσάκη από αυτό το ταξίδι εμπνεύστηκε και έγραψε ο Καβάφης μερικά χρόνια αργότερα το ποίημα «Του Πλοίου» ( πρώτη γραφή 1919, πρώτη δημοσίευση 1921).

                              

Ο Γ. Παπουτσάκης πιστεύει ότι αυτή η απεικόνιση αναφέρεται στον συνταξιδιώτη του στο πλοίο «Scila» τον Σιμόπουλο. Το πρακτορείο Κουκ είχε οργανώσει πολύ καλά το ταξίδι.



[ Χολαργός, Σεπτέμβρης 2019, μετά από την πτώχευση του ταξιδιωτικού πρακτορείου Thomas Cook & Co.]

1867: Όθων, βασιλεύς των Ελλήνων

Τον Οκτώβριο του 1862, η εξέγερση της φρουράς της Αθήνας αναγκάζει τον βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία να παραιτηθούν από τον θρόνο και να εγκαταλείψουν τη χώρα, επιβαίνοντες του βρετανικού πλοίου «Σκύλλα». Άτεκνοι, εγκαταλειμένοι από τις προστάτιδες Δυνάμεις και εγγυήτριες της ανεξαρτησίας και του καθεστώτος της Ελλάδας, έφευγαν συντετριμμένοι, χωρίς να έχουν καταλάβει τι δεν είχε πάει καλά. Είχαν αγαπήσει τόσο πολύ τη χώρα, για χάρη της είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά στις δικές τους χώρες. Φαίνεται πως ο Όθων συγκλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό από τη βίαιη αντίδραση εναντίον του ώστε, εκτός από τη θλίψη που τον κυρίευσε, δεν μπόρεσε να αποβάλει την αποστροφή του για τον ελληνικό λαό. Το τσακισμένο στέμμα του εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Η φουστανέλα που φοράει στο ολόσωμο προτραίτο του, καμωμένο από τον Νικηφόρο Λύτρα, δεν πρέπει να είναι η ίδια που τον συνόδευσε στην τελευταία κατοικία του το 1867, αφού επιθυμία του ήταν να ταφεί φορώντας την «παραδοσιακή ελληνική φορεσιά».
Δεν είχαν συμπληρωθεί σαράντα χρόνια από την δηλωθείσα ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας και η Ελλάδα, αντί να βρεθεί κοντά στο πρότυπο που διαγραφόταν για αυτήν με τη δημιουργία της, κατέληξε να μην απομακρυνθεί από το εναλλακτικό πρότυπο, που δεν ήταν άλλο από την οθωμανική πραγματικότητα μέσα από την οποία γεννήθηκε. Η Ελλάδα έδειχνε ανήμπορη να παρακολουθήσει τις «πολιτισμένες» χώρες.

1867: Το λιμάνι για τον Xουάν Σουλουέτα

Φωτογραφία Αλέξιος Μάινας


Λοιπόν, ο μαύρος Ντομίνγκο Μοντόνγκο απεβίωσε. Σκλάβος ήταν, τα λεφτά του τα είχε βγάλει, η φύρα του είναι δεν είναι δύο τοις εκατό. Mπορεί συνεπώς να γινόταν λόγος για κατάργηση του δουλεμπορίου, αλλά το 1867 οι τιμές στα λιμάνια ξεπερνούσαν τα χίλια διακόσια πενήντα ή και τα χίλια πεντακόσια δολάρια για το εμπόρευμα που έφτανε στην Kούβα και αποβιβαζόταν με σκοπό την προώθησή του στις Hνωμένες Πολιτείες. Τα λιμάνια πουλούσαν προς εφτακόσια δολάρια, κάποιοι είχαν πιάσει ως καί χίλια εφτακόσια πέντε, επειδή δεν λογάριαζαν την απόσβεση των σκλάβων, όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα δεν είχε διαταράξει, ούτε αναπροσαρμόσει τον τιμοκατάλογό του από το 1859. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχε επιλεκτικώς «τσιμπήσει» τις τιμές χάριν γούστου: για δήθεν «λιμανιάτικα». Tο Lady Suffolk, αρματωμένο με κάμποσα κανόνια για να φοβάται ο νόμος (εκείνος ο νόμος που έγραφε πως το δουλεμπόριο είχε καταργηθεί εδώ και εκεί στον κόσμο και συνεπώς έπρεπε να καταργηθεί και να εκλείψει παντού), για να φοβάται λοιπόν ο νόμος που έβγαινε μεσοπέλαγα και άρχιζε νηοψίες και έστηνε καρτέρι πίσω από ακρωτήρια και σε γνωστά και άγνωστα περάσματα και έριχνε προειδοποιητικές βολές, που στην πραγματικότητα είχαν στόχο τα άρμενα, διόρθωνε κάθε λίγο τη ρότα του για να δίνει τόπο στην οργή, επειδή είχε τα κανόνια του μπουκωμένα και τα φυτίλια έτοιμα να ανάψουν.
Tούτων δοθέντων, το Lady Suffolk έφτανε πάνω-κάτω στην ώρα του από το Λοάνγκο και τα νησιά του Πράσινου Aκρωτήριου και έμπαινε περήφανο στο λιμάνι της Aβάνας, έχοντας στοιβαγμένα στα αμπάρια του (συχνά και στην κουβέρτα) τα καλύτερα κορμιά που έβρισκε κανείς στην Aφρική, ας είναι καλά οι ντόπιοι βασιλιάδες και οι μεσάζοντες, Eβραίοι, Mαυριτανοί, πού και πού κάποιος Έλληνας.
O Xουλιάν Σουλουέτα οσμιζόταν από μακρυά ότι το Lady Suffolk θα έμπαινε στο λιμάνι σε μια, το πολύ σε δύο μέρες και έβγαινε στην παραλία της Aβάνας με τη ρεδιγκότα, το καπέλο, το μπαστούνι του, την ακολουθία του, που κουβαλούσε την ομπρέλα του μήπως ο καιρός γύριζε απότομα και η βροχή ξεσπούσε ανελέητη. Έβγαινε στην παραλία και βημάτιζε μια κατά την πόλη και μια κατά την ακτή, μια κατά μήκος και μια κατά πλάτος, παίρνοντας βαθειές εισπνοές, προσεκτικός να μη τον βρέξει το κύμα που με δουλικότητα σερνόταν προς το μέρος του και προσπαθούσε να του γλείψει τα παπούτσια. Eξίσου προσεκτικός να μη τον αγγίξει κανένας κουρελής μιγάδας, που θα υποχρεωνόταν να τον κάνει πέρα σπρώχνοντάς τον με το μπαστούνι του. «Το λιμάνι μάς τρέφει», συνήθιζε να λέει, όταν γινόταν λόγος για τις επενδύσεις του στα πλοία, που υποτίθεται πως ήταν για να μεταφέρουν καπνά, βαμπάκια, κασόνια υαλικών, βαρέλια με μπαρούτι, ό,τι η Aλβιών του έδινε εντολή να φορτώσει από λιμάνια του γούστου της, ώστε να φτάσει άθικτο σε λιμάνια του δικού του γούστου.
Nαί, το Augusta και το Robert ήταν για τέτοιες δουλειές. Όμως ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε μελετήσει πόσο χώρο πιάνει μια μπάλα βαμπακιού, πόσο εκείνος πληρωνόταν ναύλο για μια μπάλα βαμπακιού, πόσες μπάλες άξιζε να πάρει ώστε να περισσεύει χώρος για να φορτώσει σκλάβους, που στο κάτω-κάτω μπορούσαν να κοιμηθούν πάνω στις μπάλες, να πιάσουν χώρο σε μάκρος και όχι σε φάρδος, να μη μετριούνται με το ναύλο αλλά με την τιμή που θα έπιαναν στο λιμάνι, υπολογίζοντας τη φύρα, αν μερικοί πέθαιναν στη διαδρομή και δεν υπήρχε τρόπος, αφού τους είχε φορτώσει χωρίς χαρτιά, να ζητήσει αποζημίωση από την ασφάλεια, υπολογίζοντας ακόμα πόσοι θα έπεφταν κατά λάθος στη θάλασσα και το πλοίο δεν θα σταματούσε να τους μαζέψει, αλλά θα τους άφηνε βορά στους καρχαρίες.
Έκανε λοιπόν τους λογαριασμούς του: όλα στο κεφάλι του βαλμένα κατά την τάξη και τα συναλλακτικά ήθη. Kαι τα πλεούμενά του είχαν την όψη εμπορικών, ας ξεπετάγονταν από μέσα τους, όταν το Augusta ή το Robert έδεναν στο λιμάνι, κάμποσα κορμιά ταλαιπωρημένα από την αλμύρα, την κλεισούρα, τη ζαλάδα του κυματισμού, την αφαγιά, την αρρώστια, που τα παραλάμβανε ο συνεργάτης του Φρανσίσκο Φελίξ δε Σόουσα, γνωστός ως «Τσάτσα».

«Το λιμάνι μας τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν χαλάσει», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, όχι πως είχε σοβαρό παράπονο, αλλά η γκρίνια τον ενοχλούσε, τα Δικαιώματα του Aνθρώπου και του Πολίτη, η Πράξη της Aνεξαρτησίας των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής, εκείνος ο εξηνταβελόνης ο Mοντεσκιέ με τη σαχλαμάρα του Tο Πνεύμα των Nόμων, κολέγας του ανεπρόκοπου Pουσώ με τη μπούρδα του περί «κοινωνικού συμβολαίου», καθώς και ο άλλος ο γλυκανάλατος λόρδος Πάλμπερστον, που έκανε λόγο για «διεθνή κατάργηση του δουλεμπορίου». O Xουλιάν Σουλουέτα είχε επενδύσει στη βελτίωση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας: δεν δεχόταν να βγάλει σε λιμάνι κανένα σκλάβο που δεν είχε βαφτιστεί και ασπασθεί τον χριστιανισμό (όποιος πέθαινε στο ταξίδι θα γινόταν δεκτός στον Παράδεισο, αφού είχε λαδωθεί με άγιο μύρο), δεν δεχόταν καμία έγκυο στο φορτίο (επειδή αν πέθαινε το παιδί της δεν θα είχε προλάβει να βαφτιστεί και συνεπώς, όπως υποστήριζαν οι θεολόγοι, θα πήγαινε το νεογέννητο στις αγκάλες του Σατανά), δεν φόρτωνε ποτέ στο Lady Suffolk σκλάβους που δεν είχαν εμβολιαστεί κατά της δαμαλίτιδας και δεν είχαν πάρει γιατρικά και ματζούνια για τη σύφιλλη, τη δυσεντερία, το σκορβούτο, τη γρίππη, την ελονοσία (αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να αποδεκατιστεί το πλήρωμα, όπως ο θρύλος έλεγε πως είχε συμβεί με το San Cristobal από το Σανταντέρ, όπου μόνο ένας μούτσος είχε επιζήσει), δεν στοίβαζε στα αμπάρια κανέναν αν προηγουμένως δεν είχε πουργαριστεί με ρετσινόλαδο και δεν είχε πάρει ελέβορο, που καταπραΰνει τα νεύρα και αποδιώχνει την παράκρουση. Τα λιμάνια είχαν χαλάσει: κανείς δεν αναγνώριζε τις προσπάθειές του, το δίκτυο γιατρών και νοσοκόμων, το κόστος των φαρμάκων, τη συνεπικουρία των μάγων και των πρακτικών, που πάντα άπλωναν το χέρι να πιάσει ρεάλια, σκούδα και πέσος, και είχαν πάψει να ικανοποιούνται με μπιχλιμπίδια και φαρδίνια.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, αλλά οι δουλειές έχουν μαγαριστεί και το μυαλό βασανίζεται», έλεγε ο Xουλιάν Σουλουέτα, Bάσκος την καταγωγή, γενημένος στο χωριό Mπαράμπιο της Άβιλα: Άβιλα όπου είχε λάμψει η Aγία Tερέζα, η κόρη του η αγαπημένη ονομαζόταν Tερέζα, το καλύτερο μπριγκαντίνι του είχε χρωματιστό στη μάσκα την πλωριά το όνομα Santa Teresa de Avila, με αυτό είχε ταξιδέψει ένα γύρο από την Aβάνα στο Σαντιάγο δε Kούβα ο αντιβασιλιάς του Περού, μαγεμένος από το τρίξιμο του σκαριού, από το σφύριγμα του ανέμου, από το χρώμα του νερού. Tο 1820, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, ο Xουλιάν Σουλουέτα είχε φτάσει στην Kούβα να δουλέψει με το θείο του Tιμπούρσιο δε Σουλουέτα, που είχε φυτείες καφέ και συνεταίρο τον Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί, άνθρωπο που είχε σκεφτεί πως κάλλιο να κουμαντάρεις ποιοι σκλάβοι δουλεύουν στις φυτείες σου και να τους έχεις διαλέξει ο ίδιος εξαρχής, παρά να περιμένεις τη σοδειά που σου προτείνουν οι έμποροι, έτοιμοι να σου πιούν το αίμα.
Έτσι, ο Σαλβαδόρ Σαμά υ Mαρτί άρχισε να ασχολείται με το δουλεμπόριο· και δίπλα του έμαθε ο Xουλιάν Σουλουέτα, ο οποίος παντρεύτηκε την ανηψιά του Σαλβαδόρ, την όμορφη Φρανσέσκα, που του χάρισε τρεις γιούς και πέντε θυγατέρες, την όμορφη Φρανσέσκα που φορούσε το ολόλευκο νυχτικό της, κοιμόταν στο δωμάτιό της με τα παράθυρα κλειστά ολοχρονίς, και εκείνος, αργά τη νύχτα, έχοντας τελειώσει τους λογαριασμούς του, έχοντας κλειδαμπαρώσει τις σκέψεις του, περνώντας από το στενό διάδρομο για να φτάσει στα ενδιαιτήματά του, έσκυβε στην κλειδαρότρυπα και τη ρωτούσε ψιθυριστά «Eπιθυμείς έργα ανδρός;» και ύστερα έβαζε το αυτί του στην κλειδαρότρυπα για να πιάσει τον ελαφρύ αναστεναγμό της, που ήταν αδιάψευστο σημάδι ότι σήμαινε «ναι», οπότε πλεύριζε στο λιμάνι της.
Bασάνιζε το μυαλό του ο Xουλιάν Σουλουέτα και η κούτρα του είχε κατεβάσει πως ο καλύτερος σκλάβος για το λιμάνι είναι εκείνος που έχει ύψος 1,70 μ., βάρος ως 70 κιλά, κοιμάται ανάσκελα με τα χέρια διπλωμένα, τα πόδια του βρίσκονται σε απόσταση δέκα εκατοστών από τον προηγούμενο και άλλο τόσο από τον επόμενο, το κορμί του βρίσκεται σε απόσταση δεκατριών εκατοστών από τον διπλανό του, οπότε έτσι επιτυγχάνεται οικονομία χώρου σε ποσοστό 15% περίπου και βάρους σε ποσοστό 12,3% περίπου, πράγμα που σήμαινε πως το Lady Suffolk είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει 112 κορμιά, το Augusta 60, το Robert 52, πράγμα πάλι που σήμαινε οικονομία στα λιμανιάτικα κατά 15,6%, χωρίς να υπολογίζεται η αριστοποίηση της εκμετάλλευσης του χώρου, που ισοδυναμούσε με αύξηση του κέρδους κατά 11% περίπου.

«Το λιμάνι μάς τρέφει, τα υπόλοιπα είναι όνειρα, αλλά το λιμάνι θα μας φάει», προμηνούσε ο Xουλιάν Σουλουέτα και το 1865 οι αρχές του Λονδίνου συνέλαβαν τον Πέδρο Xοσέ δε Σουλουέτα, το νεαρό ανηψιό του, με την κατηγορία ότι το Lady Suffolk μετέφερε απαγορευμένο φορτίο, δηλαδή 29 μπάλες καπνού, 60 κιβώτια όπλων, 1 κιβώτιο καθρέφτες, 134 μπάλες αγνώστου κατηγορίας εμπορεύματος (πιθανώς βαμπάκι), 1.600 μεταλλικά δοχεία και 2.370 βαρελάκια πυρίτιδας, δίχως να παραλείψουμε 39 σκλάβους που έφεραν στην ανεξίτηλη σφραγίδα X. Σ. στο άνω δεξί μέρος της ωμοπλάτης τους. Tο πλοίο κατασχέθηκε και αφέθηκε να σαπίζει στο ντόκο του Πόρτσμουθ. Δύο μήνες αργότερα, στον ποταμό Γκαγίνας, μετά από καταγγελία του δουλέμπορου Πέδρο Mαρτίνες, ο Mάθιου Xιλλ, κυβερνήτης της φρεγάτας Gollupchick, βύθισε με απανωτές κανονιές το μπριγκαντίνι Santa Teresa de Avila, παρ' όλο που του είχε δοθεί με σήμα, όπως το είχε απαιτήσει, η εξήγηση πως σε αυτό ταξίδευαν μόνο η Tερέζα δε Σουλουέτα με τον σύζυγό της Xαβιέρ Xιμένες Oυγκάρτε, ταξίδι του μέλιτος.

Φωτογραφία: Αλεξιος Μάινας

«Το λιμάνι μας έφαγε», ήταν τα τελευταία λόγια του Xουλιάν Σουλουέτα, που πρόλαβε να ακούσει τα αναφυλλητά των σκλάβων του, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το σπίτι του και έψελναν Señor, ten piedad de nosotros (Kύριε, ἰλάσθητι ἡμῶν), κρατώντας αναμένα κεριά και κάνοντας διάφορα μαγικά ώστε να τους ακούσουν οι θεοί τους της Δαχομέης, της Σιέρα Λεόνε, του Λοάνγκο, του Kόνγκο και να δώσουν, κόβοντας από τις δικές τους μέρες, χρόνια ζωής στον αφέντη και προστάτη τους, στον άνθρωπο που δεν τους απαγόρευε να κοιμούνται κατάχαμα ώστε να ακούνε τη φωνή της Mάνας Γης, η οποία εδώ και μέρες είχε βουβαθεί, σαν έκπληκτη και τρομαγμένη για τον επικείμενο και αναπότρεπτο θάνατο του Xουλιάν Σουλουέτα, για τον Xάρο που έφτανε ακροποδητί από το λιμάνι.
Kαι ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και ο ήλιος ανηφόριζε μετά κόπου στον ουρανό και ο αέρας σερνόταν μετά κόπου κατά το νοτιά και το κύμμα έφτανε μετά κόπου στο λιμάνι. Kαι μετά κόπου αφαίρεσε ο νεκροθάφτης το μπαστούνι από τα σφιγμένα δάχτυλα του νεκρού, που το κρατούσε προφανώς για να εισέλθει στον κάτω κόσμο αποδιώχνοντας με αυτό τους κουρελήδες που μπορεί να τύχαιναν στο διάβα του.

Ποιός πεθαίνει στην Ψάθα;

Φωτ. Αρχείο Ν. Λάμπρου

Η μεγαλύτερη ανησυχία της μητέρας μου τις τελευταίες ημέρες ήταν αν θα προλάβαινα ή μάλλον αν θα θυμόμουν να τα κατεβάσω για να τα πάρουν πριν τελειώσει ο μήνας. Κάποιος θα τα χρειάζεται, έλεγε. Κάνει τόση ζέστη. Κρίμα να μένουν εδώ. Μόλις τα κρεμάσεις έξω θα γίνουν άφαντα. Τώρα που είναι ακόμη Αύγουστος, επαναλάμβανε.
Δεν ήταν καμιά δύσκολη δουλειά. Απλώς χρειαζόταν να μη φύγω με αυτοκίνητο από το γκαράζ, γιατί θα διέκοπτα την κίνηση αν σταματούσα στον δρόμο, αλλά να κατεβώ στο ισόγειο, να διασχίσω τον κήπο και έξω από την πύλη της εισόδου να τα κρεμάσω κοντά στους κάδους για σκουπίδια, δηλαδή όλα εκείνα που αποτελούν πρόσκληση από όποιον δεν τα χρειάζεται σε άλλους που μπορεί να τα χρειαστούν. Αυτό δεν σημαίνει μόνον ότι υπάρχουν σκουπίδια χρήσιμα, αλλά επίσης ότι τα περισσότερα από αυτά που θεωρούνται χρήσιμα είναι σκουπίδια.
Δεν ξέρω αν αποτελούν εξαίρεση τα καπέλα, γιατί δύο καπέλα έπρεπε να κατεβάσω, καθώς, εντελώς άχρηστα όπως φαίνονται, παγιδεύουν το κεφάλι δίνοντας σχήμα στις σκέψεις υπό την αιγίδα τους. Όταν μάλιστα πρόκειται για ψάθινα καπέλα, όπως τώρα, το πιθανότερο είναι συλλογισμοί του καλού καιρού να έχουν πιαστεί στη φάκα τους, έστω και αν ελπίζουν να απελευθερωθούν μόλις τελειώσει ο Αύγουστος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για ψάθινα καπέλα καμίας Μαργαρίτας, αφού είναι αντρικά και ας μην προσδιορίζεται το φύλο των καπέλων, που παίρνουν το σχήμα των σκέψεων του ατόμου που τα έχει φορέσει. Το ένα πρέπει να ήταν του πατέρα μου και το άλλο του θείου μου. Τα δικά μας ταφικά έθιμα δεν περιλαμβάνουν καλύμματα της κεφαλής στην τελευταία περιβολή.
Ήμουν υπεύθυνος για την ανησυχία της μητέρας μου, καθώς της είχα θυμίσει τα καπέλα που ήθελε να κατεβάσω, μήπως τα πάρει όποιος τα χρειαζόταν, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι. Αν και το καλοκαίρι προηγείται και ακολουθούν οι αναμνήσεις, της τα θύμισα πριν τελειώσει ο Αύγουστος, επιστρέφοντας χωρίς καπέλο από μια παραλία όπου είχαμε πάει με φίλους.

Η παραλία λεγόταν Ψάθα. Είχαμε πάει στην πλευρά του κόλπου όπου έπρεπε να πατήσεις σε βράχια για να μπεις στο νερό. Είχε λιγότερο κόσμο. Μέρος να πεθάνεις, σκέφτηκα. Ποιος πεθαίνει όμως πια στην ψάθα; Οι φτωχοί πεθαίνουν στη φτώχια τους. Οι πλούσιοι στα πλούτη τους. Όλοι στα δικά τους. Έχει σημασία που οι πιο πολλοί θέλουν να πάνε στη θάλασσα; Έχει σημασία που αφαιρούν τα ρούχα τους νομίζοντας ότι προσεγγίζουν τη γυμνότητα της δημοκρατίας;
Λίγα κεφάλια στο νερό φέρουν κάλυμμα. Κάποια είναι καπέλα. Όταν πεθάνουν αυτοί που τα φορούν, θα θυμηθούν οι δικοί τους να τα αφήσουν έξω για όποιον μπορεί να τα χρειαστεί;

Μπλουμ, ο τελευταίος Βικτωριανός κριτικός

Ο Χάρολντ Μπλουμ ήταν ο τελευταίος Βικτωριανός κριτικός, ένας βαρετός ηθικολόγος που απεχθανόταν κάθε συγγραφέα και κριτικό που δεν ήταν άνδρας, λευκός και επιθετικός.
Υπερασπίστηκε με πάθος τον κανόνα του Δυτικού ιμπεριαλισμού και τις ξεπερασμένες αξίες του (αριστούργημα, πρωτοτυπία, μεγαλοφυϊα κλπ.).
Είχε μόνο μιαν ιδέα στη ζωή του, το άγχος της επίδρασης, κι αυτή, ως γνωστόν, κλεμμένη.
Πρόβαλε φανατικά την ανωτερότητα του εβραϊσμού απέναντι στον ελληνισμό.
Εγκατέλειψε νωρίς την επιστήμη για να βγάλει εμπορικά βιβλία και σειρές που κολάκευαν το απανταχού αστικό γούστο.
Ξεπεράστηκε σύντομα κι εξαφανίστηκε από την επιστημονική βιβλιογραφία.
Τις τελευταίες δεκαετίες είχε καταντήσει θλιβερή παρωδία του εαυτού του, καθώς μιλούσε με ατάκες παριστάνοντας τον κωμικό της δεκαετίας του ’50.
Όσοι νοσταλγούν τις ανθρωπιστικές σπουδές του Ψυχρού Πολέμου θα απελπίζονται μαζί του για την παρακμή της Δυτικής πολιτιστικής κυριαρχίας.
Εκτός από βαρετός κριτικός του πρόπερασμένου αιώνα, ο Χάρολντ Μπλουμ ήταν και ασήμαντος δάσκαλος.
Στρογγυλοκάθησε από νωρίς σε μια προσωπική έδρα στο Γαίηλ που του επέτρεπε να διδάσκει μόνο δύο μαθήματα, πάντα τα ίδια – Σαίξπηρ και αγγλόγλωσση ποίηση!
Τι θλιβερό, 65 ολόκληρα χρόνια να κάνει τα ίδια δύο μαθήματα με τον ίδιο μονολογικό, εγωπαθή τρόπο, χωρίς την παραμικρή επιστημονική τεκμηρίωση και ενημέρωση!
Και φυσικά απέφευγε συστηματικά να εκπαιδεύσει μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι συνέβαινε να είναι επιστημονικά πολύ πιο διαβασμένοι από αυτόν.
(Είχε μόνο μία μεταπτυχιακή, την εξίσου εγωπαθή, και παθιασμένη αντι-φεμινίστρια, Καμίλ Πάλια.)
Μόλις λίγες μέρες πριν πεθάνει ο Μπλουμ εξακολουθούσε να απολαμβάνει τον εαυτό του να μονολογεί μπρος σε λίγους φοιτητές σπίτι του, σαν προφήτης στην έρημο, και ακόμα να το αποκαλεί αυτό ναρκισιστικά “διδασκαλία”!

Βλ. και https://www.shmoop.com/harold-...

Bloom dead: άγχος & επιρροή

Ο κωμικός Zero Mostel (1915-1977)· ο Μπλουμ περηφανευόταν για την ομοιότητά τους

Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου 2019, ο Χάρολντ Μπλουμ (Harold Bloom) δίδαξε το τελευταίο του μάθημα. Στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπου δίδασκε πάνω από πενήντα χρόνια. Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, πέθανε. Ήταν 89 ετών, επιβεβαίωσε η παιδο-ψυχολόγος γυναίκα του. Δύο παιδιά. Δύο μαθήματα δίδασκε σε προπτυχιακούς φοιτητές. Για τον Σαίξπηρ και τον λογοτεχνικό «κανόνα» και για την «ποιητική επιρροή», από τον Σαίξπηρ έως τον Τζον Κητς, διδακτική επιλογή που ως ευκολία λογιζόταν εις βάρος του.
Σε ένα από τα δεκάδες βιβλία του (Shakespeare: The Invention of the Human, 1998) υποστηρίζει ότι ο Άγγλος δραματουργός «επινόησε» την ανθρώπινη προσωπικότητα. Επέφερε αλλαγές αντιλήψεων για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι χαρακτήρες του έχουν εσωτερικότητα: αναπτύσσονται αντί να εκτυλίσσονται. Εδώ με τα ελληνικά τους ονόματα, ο Άμλετ και ο Μάκβεθ δείχνουν πώς μπορεί να κατανοηθεί η ανθρώπινη φύση. Και ιδίως ο Φάλσταφ, τον οποίο στις «Καμπάνες του μεσονυχτίου» υποδύεται ο Όρσον Γουέλς. Ο μεγαλόσχημος σωματότυπος και των δύο θυμίζει τον Αμερικανό κριτικό και συνεπώνυμο του ήρωα του Τζόυς στον Οδυσσέα.
Η σχέση του Μπλουμ με τον Φάλσταφ ξεκίνησε όταν ήταν 12 ετών. Το ταξίδι του στη λογοτεχνία είχε ήδη αρχίσει διαβάζοντας μια ανθολογία ποιημάτων στη γερμανοεβραϊκή γλώσσα γίντις, που μιλούσαν οι μετανάστες στο Ανατολικό Μπρονξ της Νέας Υόρκης γονείς του, από την Οδησσό και τη Λευκορωσία, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν να διαβάζουν αγγλικά. Ένα «τέρας» ανάγνωσης αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο, έλεγε αργότερα, μπορούσε να απορροφήσει χίλιες σελίδες σε μία ώρα. Μνήμη φωτογραφική τού επέτρεπε να απαγγέλλει μακροσκελή ποιήματα. Μίλτον. Μπλέικ. Χαρτ Κρέιν. Ο Σαίξπηρ ήταν Θεός, υποστήριζε, ενώ ο Θεός στην Τορά ή Πεντάτευχο των εβραιο-ελληνικών γραφών ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, επινοημένος ίσως από μια γυναίκα στην αυλή του Σολομώντα, σύμφωνα με το πιο γνωστό (The Book of J, 1990) από τα θεολογικού ή καβαλιστικού προσανατολισμού βιβλία του.
Δεν επρόκειτο για άποψη που ενστερνίστηκαν μελετητές των γραφών. Γενικότερα είχε πάψει να πείθει πανεπιστημιακούς. Ένα φλερτ με τον Ντεριντά δεν εξελίχθηκε σε ειδύλλιο. Το 1974 είχε μεταπηδήσει σε αυτόνομη έδρα στο Γέιλ από το Τμήμα Αγγλικών, που εθεωρείτο άντρο αποδομιστών. Αυτό κάθε άλλο παρά εμπόδισε τον διεθνώς διαβόητο κριτικό λογοτεχνίας να συνεχίσει να παράγει και να ανακυκλώνει ασυνήθιστα, για αυτό το είδος βιβλίων, ευπώλητες ανθολογήσεις και μελέτες, με προκαταβολή κάποτε άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για τη συγγραφή τους. Έγραψε και ένα μυθιστόρημα γνωστικής και επιστημονικής φαντασίας (The Flight to Lucifer, 1979), από εκείνα που γράφουν οι κριτικοί, το οποίο αποκήρυξε.
Επικεντρώθηκε στην προβολή ενός «Δυτικού κανόνα» της λογοτεχνίας (The Western Canon, 1994 και η «περίληψή» του How to Read and Why, 2000), από τον Δάντη έως τον Μπέκετ και ελάχιστους νεότερους, επιχειρώντας να διασώσει, για τους υποστηρικτές του, ό,τι αισθητικά καλύτερο μπορούσε να διασωθεί από μια επέλαση καταναλωτικά χαμηλού γούστου ή προσπαθώντας να διαιωνίσει, για τους επικριτές του, μια ιμπεριαλιστική κυριαρχία Λευκών Νεκρών Ανδρών που σφυροκοπούσαν νεότερες τάσεις στη λογοτεχνική κριτική, τις οποίες στο ίδιο τσουβάλι μιας Σχολής Μνησικακίας έβαζε ο Χάρολντ Μπλουμ. Ένας ξεπερασμένος λαϊκιστής, ένας δεινόσαυρος, για όσους διαφωνούσαν μαζί του. Ένας φάρος ειλικρίνειας και ποιοτικών προδιαγραφών, για όσους συμφωνούσαν.
Με αντίστοιχη επιθετικότητα είχε κάνει ο ίδιος το πρώτο Μπλουμ στα ύδατα της κριτικής. Με επιθέσεις στην κυριαρχία τότε του Έλιοτ και των Νέων Κριτικών, που αναδείκνυαν Άγγλους μεταφυσικούς ποιητές εις βάρος των Ρομαντικών. Στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ υπήρξε μαθητής του M.H. Abrams, που είχε θητεύσει στον I.A. Richards στο Κέμπριτζ. Συγγραφέας κρίσιμου βιβλίου (The Mirror and the Lamp, 1953) για τον Ρομαντισμό πριν ξαναγίνει της μόδας και επιμελητής (για τις επτά πρώτες εκδόσεις, πριν αναλάβει ο Stephen Greenblatt) της καθοριστικής, στη δημιουργία κανόνα, ανθολογίας αγγλικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Norton, ο Έιμπραμς επίσης είχε μαθητές τη μετα-αποικιακής στόχευσης κριτικό Gayatri Spivak και τους σπουδαίους πεζογράφους Γουίλιαμ Γκας και Τόμας Πίντσον. Διασκευή της διατριβής του Μπλουμ στο Γέιλ ήταν το πρώτο βιβλίο του, για τον Σέλλεϋ (Shelley’s Mythmaking, 1959). Ακολούθησαν Γέιτς, Ουάλας Στίβενς και άλλοι.
Γύρω στα τριανταπέντε του, βαθιά κατάθλιψη που κράτησε χρόνια τον οδήγησε σε εμμονική ανάγνωση του Φρόυντ. Μια θεωρία για την ποίηση προέκυψε από ένα εμπνευσμένο από εφιάλτη επικό ποίημα που είχε αρχίσει να γράφει. Το έργο που τον καθιέρωσε ήταν Το άγχος της επιρροής (The Anxiety of Influence, 1973) ή Η αγωνία της επίδρασης, όπως δημιουργικά το απέδωσε ο Δημήτρης Δημηρούλης. Ένας ποιητής, υποστήριξε ο Μπλουμ, ανταποκρίνεται και αμύνεται εναντίον προηγούμενων ποιητών. Η ποίηση είναι μια παρανάγνωση όσων προηγήθηκαν, τα οποία σφετερίζεται σε μια αδίστακτη διαπάλη κάθε νέας δημιουργίας μαζί τους. Όπως ο γιος αρνείται τον πατέρα, έτσι ο ποιητής επιχειρεί να επισκιάσει τους προγόνους του, για να μπορέσει να δημιουργήσει, παραλείποντας το χρέος του. Υπάρχουν σαφή παραδείγματα, ιδίως από τους Ρομαντικούς. Η θεωρία αυτή επανέφερε στην ποίηση ιστορικό περιβάλλον και πρόθεση, που είχε εξοβελίσει η Νέα Κριτική. Σε μια φροϋδική διαπάλη, η διάκριση μεταξύ ζωής της τέχνης και τέχνης της ζωής απαλείφεται. Θέματα επιρροής συνέχισαν να τον απασχολούν, όπως ιδίως στο βιβλίο The Anatomy of Influence (2011), που πρόωρα αποκάλεσε κύκνειο άσμα.
Από τη στιγμή που ιστορία και κοινωνικό περιβάλλον επανέρχονται, δεν είναι προφανές αν υπάρχουν ή όχι όρια στην επίδρασή τους. Είναι εύλογο ένας (δυτικός λογοτεχνικός) κανόνας να αναδεικνύεται σε εργαλείο ηγεμονίας πολιτιστικής και κατά συνέπεια πολιτικής, σε μια οικουμενικών διαστάσεων «απάτη» που επιβραβεύει καταπίεση και διακρίσεις εθνικές, εθνοτικές, κοινωνικές, φύλου, προτιμήσεων και ταυτότητας. Το να επιμένει κάποιος, όπως ο Μπλουμ, ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν αποτελεί κοινωνικό ντοκουμέντο που διαβάζεται για το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενό του, αλλά στοιχείο αισθητικής απόλαυσης, δεν συνιστά υπεράσπιση των ετεροτήτων του λόγου, αλλά ανήθικη, νεορομαντική και παλιομοδίτικη μέθοδο επιστράτευσης στερεοτύπων περί δημιουργίας και μεγαλοφυίας, για όσους αδυνατούν να τον ανεχθούν.
Η αντιπαράθεση επιδεινώνεται καθώς επιστρατεύονται χαρακτηρισμοί, όπως στην περίπτωση του Μπλουμ, που, δίκην φυλλαδιογράφου, Γκράουτσο-Μαρξιστή και όχι της σχολής Καρλ αποκαλούσε τον εαυτό του, ενώ με καυστικότητα αναφερόταν σε βραβευμένες γυναίκες συγγραφείς όπως η Ντόρις Λέσινγκ ή η Άλις Γουόκερ, που δεν χωρούσαν στο δικό του πάνθεον περίπου 850 συγγραφέων, με υψηλές θέσεις για τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Έμιλυ Ντίκινσον ή την Τζέιν Ώστεν. Τα «τμήματα αγγλικών», έλεγε, θα γίνουν «τμήματα πολιτιστικών σπουδών», όπου κόμικς του Μπάτμαν, πάρκα των Μορμόνων, τηλεοπτικές εκπομπές και μουσική ροκ θα αντικαταστήσουν τον Τσώσερ, τον Σαίξπηρ και τον Γουέρντσγουερθ. Λίγα μαθήματα θα συνεχίσουν να προσφέρονται, όπως συμβαίνει με τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά.
Είναι αλήθεια ότι το ευρύ κοινό διαρκώς προτιμά σκοτεινούς προφήτες, που του δίνουν κουράγιο λέγοντας ότι όλα υποβαθμίζονται και δεν είναι πλέον όπως, υποτίθεται, ήταν κάποτε. Πρόκειται για μια εμπλοκή ανασφαλούς «άγχους» και ασφαλούς «επιρροής», η κανονικότητα της οποίας συνήθως διαφεύγει, καθώς προεξάρχει το εξής οξύμωρον, όχι μόνο σε σχέση με τη λογοτεχνία: ο «ελιτισμός» ενός κανόνα για όλε/ους να υποστηρίζεται από «λαϊκιστές», όπως ο Μπλουμ, που ως πέμπτο παιδί ενός εργάτη υφαντουργίας περηφανευόταν για την ομοιότητά του με τον κωμικό Zero Mostel, ενώ ο «λαϊκισμός» εναλλακτικών επιλογών υπερηφάνως να υποστηρίζεται από ένα πνευματικό ιερατείο πανεπιστημιακών «ελίτ».
Όταν επανερχόταν στο πάθος του για τη λογοτεχνία, ο Μπλουμ έλεγε ότι, ως καταλογογράφος συγγραφέων με αξία κατά την άποψή του, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να απαντά σε ένα ερώτημα: Στον λίγο χρόνο που έχουμε, τι να διαβάσουμε; Συνήθως βέβαια πρόσθετε και ένα «πρέπει», που πάλι δυναμίτιζε το κλίμα προβάλλοντας ηρωικές μορφές. Τίποτε και όλα (δεν πρέπει) να τα διαβάζουμε. Πράγματι είναι σπουδαίος ο Σαίξπηρ, αλλά, από το πώς αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των όσων λέγονται και της γλώσσας του, δημιουργείται ή όχι η ψευδαίσθηση ότι έτσι εξηγείται η κυριαρχία των αγγλικών, λες και δεν υπήρχε βρετανικός στόλος – με έναν τρόπο παρόμοιο με το πώς ο Αριστοτέλης εξηγεί την κυριαρχία των ελληνικών για όσους ξεχνούν ότι υπήρξε δάσκαλος ενός Αλέξανδρου. Αντιθέτως από έναν ποιητή όπως ο Ώντεν, ο Μπλουμ νόμιζε ότι η ποίηση αλλάζει τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει όμως, ο Σάμιουελ Τζόνσον θα ήταν μάλλον ευτυχής που μεταξύ αγαπημένων λέξεων του Χάρολντ Μπλουμ ήταν οι λέξεις askesis και kenosis.

Το σπανάκι στο εδώλιο



Επέτειος: 90 χρόνια Ποπάι

Ποιος θα το φανταζόταν ότι ένας από τους (πολλούς) χαρακτήρες κάποιου κόμικ-στριπ, θα γινόταν μια μέρα τόσο διάσημος, ώστε να αποτελέσει σήμα κατατεθέν όχι μόνο του κομικ-στριπ, αλλά και της τροφής που έτρωγε; Ήταν ένας ναυτικός που κάπνιζε πίπα, είχε μυώδη, υπερμεγέθη μπράτσα και έτρωγε μόνο σπανάκι. Από την πρώτη στιγμή, το κοινό λάτρεψε τον Ποπάι και η λατρεία αυτή μετράει, αισίως, 90 χρόνια.
Το πιο διάσημο ναυτάκι των εικονογραφημένων σελίδων έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις 17 Ιανουαρίου 1929, στο κόμικ-στριπ «Thimble Theatre» (Θέατρο Δαχτυλήθρας) που σχεδίαζε, ήδη μία δεκαετία, ο Έλζι Κράισλερ Σίγκαρ. Για αυτό το λόγο, εκτός από τα 90ά γενέθλια του Ποπάι, εορτάζονται παράλληλα και τα «στρογγυλά» γενέθλια της σειράς που τον ανέδειξε. Μάλιστα, το μήνα που διανύουμε συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση του «Thimble Theatre», στις 19 Δεκεμβρίου του 1919.
Η διπλή επέτειος, ωστόσο, αμαυρώνεται εξαιτίας ενός πλήγματος που έχει δεχτεί ο ακατάβλητος πρωταγωνιστής και αφορά το θαυματουργό σπανάκι. Η ενέργεια που τού χαρίζει, κάθε φορά που το καταπίνει (αμάσητο) από την κονσέρβα, συνέβαλε αποφασιστικά στην εκτίναξη των πωλήσεων του προϊόντος στην Αμερική – και όχι μόνο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το σπανάκι διαφημίστηκε ως η σούπερ τροφή τη δεκαετία του ’30, από μία κυβέρνηση που προσπαθούσε απελπισμένα να ταΐσει το βυθισμένο στην οικονομική κρίση αμερικανικό έθνος. Με τον δημοφιλή Ποπάι να γίνεται σημαιοφόρος αυτής της διατροφικής καμπάνιας.
«Είμαι δυνατός ως το τέλος, γιατί τρώω το σπανάκι μου», ήταν –και παραμένει– η επωδός του ήρωα. Λάθος συμπέρασμα και fake new, είναι η απάντηση που δίνει η ιστορική έρευνα και οι επιστημονικές μελέτες. Στην πραγματικότητα, η απατηλή εντύπωση για τις ιδιότητες του φυτού οφείλεται σε κάποιο αριθμητικό λάθος. Πιο συγκεκριμένα, η ποσότητα του σιδήρου που περιέχει το σπανάκι υπολογίστηκε λανθασμένα από ένα Γερμανό χημικό, που έχασε ένα δεκαδικό (αλλά κρίσιμο) σημείο στις μετρήσεις του.
Το 1870, ο Έριχ φον Βολφ αναζητούσε την ποσότητα του σιδήρου στο σπανάκι και άλλα λαχανικά. Καθώς καταχωρούσε τα ευρήματα στο σημειωματάριό του, έγραψε λάθος ένα δεκαδικό σημείο. Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανίσει το σπανάκι περιεκτικότητα σιδήρου δέκα φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Εξαιτίας αυτού του λάθους, τα 3,5 χιλιοστόγραμμα εκτινάχθηκαν στα 35, προξενώντας τη λαϊκή παρερμηνεία ότι το σπανάκι είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σίδηρο, πράγμα που δυναμώνει το σώμα.
Ενώ όμως, το λάθος του Γερμανού χημικού εντοπίστηκε και διορθώθηκε το 1937, το σπανάκι διατήρησε τη φήμη του, ίσως χάρη στον Ποπάι και την… εμμονή του σε αυτό. Η ισχύς και η διάρκεια αυτής της παρερμηνείας εξετάστηκαν από τον Σάμιουελ Άρμπεσμαν, στο βιβλίο του «Η μισή ζωή των γεγονότων: Γιατί όλα όσα γνωρίζουμε έχουν ημερομηνία λήξης». Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον Ποπάι, για να δείξει πώς οι άνθρωποι έχουν την τάση να αγνοούν μεταγενέστερα αποτελέσματα και αποδείξεις, επιμένοντας παρόλο που έχουν λάθος. Σύμφωνα με τον Άρμπεσμαν, η αιτία της εξάπλωσης αυτών των λαθών που οδηγούν σε ακλόνητους μύθους, οφείλεται στο ότι αποδεχόμαστε ευκολότερα ένα «γεγονός» που ακούγεται σωστό, αντί να το ψάξουμε περισσότερο και βαθύτερα.

Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, ήλθε εφέτος, μεσούσης της διπλής επετείου για τον ήρωα και τη σειρά, ένα ακόμα πλήγμα στην αγαπημένη τροφή του Ποπάι. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία, επιστήμονες του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, πρότειναν να καταχωρηθεί το σπανάκι μεταξύ των απαγορευμένων ουσιών για αθλητές, λόγω της εκδυστερόνης που περιέχει. Πρόκειται για μια ορμόνη που ενδέχεται να έχει φαινόμενα στεροειδούς και βρίσκεται στο σπανάκι. Στη μελέτη τους, που διήρκεσε δέκα εβδομάδες, ελέγχθηκαν 50 αθλητές και βρέθηκε ότι εκείνοι που έπαιρναν κάψουλες με αυτή την ορμόνη, ανέβασαν τις επιδόσεις τους μέχρι και τρεις φορές. Απαραίτητη διευκρίνιση: κάθε κάψουλα περιείχε εκδυστερόνη σε ποσότητα ίση με σχεδόν πέντε κιλά σπανακιού.
Έχει λοιπόν δίκιο τελικά ο Ποπάι που αποκτά υπέρ-φυσικές δυνάμεις κάθε φορά που τρώει σπανάκι; Και σε αυτή την περίπτωση, ο μύθος χωλαίνει. Το σπανάκι, διδάσκει η επιστήμη, περιέχει ουσίες που παρεμποδίζουν την απορρόφηση του σιδήρου. Ανάμεσά τους και το οξαλικό, για το οποίο λέγεται ότι μετατρέπει το περισσότερο σίδηρο που έχει το σπανάκι, σχεδόν άχρηστο για τον ανθρώπινο οργανισμό. Πώς εκλαμβάνουν όμως, οι φανατικοί θαυμαστές του Ποπάι τέτοιες οδυνηρές διαψεύσεις; Μια από τις πιο ψύχραιμες απαντήσεις δίνει από το μπλογκ του ο Αμερικανός Γκαζ Σμιθ: «Παρόλο που όλοι “ξέραμε” ότι το σπανάκι δεν είχε περισσότερο σίδηρο, ας πούμε από το μπρόκολο ή το λάχανο, είχαμε γενικά την τάση να θεωρούμε ότι ήταν το καλύτερο για εμάς. Δεν είμαι σίγουρος, πάντως, ποιος θα γελάσει τελευταίος σε αυτή τη διαμάχη. Ίσως είναι ένα προειδοποιητικό σήμα για όσους κάνουν βιαστικούς ελέγχους. Ίσως πάλι, να έχει δίκιο ο Ποπάι όταν λέει ότι μένει δυνατός ως το τέλος, χάρη στο σπανάκι. Ρωτήστε γι’ αυτό τον Μπρούτο!»  


Περιστέρια και κομμώτριες

Ίσως αλλιώς να εξηγούν το γεγονός ερωτευμένοι και φυλακισμένοι, που μηνύματά τους έχουν μεταφέρει περιστέρια. Ίσως θεωρούν ότι κάποια μηνύματα έρωτα ή ελευθερίας, που χάνονται, κάνουν τα περιστέρια τα οποία ζουν σε πόλεις να χάνουν τα δάχτυλά τους πιο συχνά από πουλιά που ζουν στην εξοχή. Ερωτευμένοι όμως με την επιστήμη τους ή φυλακισμένοι στα πλέγματα των διατυπώσεών της, οι ερευνητές προσεγγίζουν αλλιώς το ερώτημα. Υποθέτουν ότι ακρωτηριασμοί που παρατηρούνται σε περιστέρια σε αστικό περιβάλλον οφείλονται σε κάποια ασθένεια ή αντίδραση σε χημικές ουσίες, που αφειδώς εκλύουν στο περιβάλλον οι άνθρωποι.

Ομάδα ερευνητών από το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας και το Πανεπιστήμιο της Λυών κατέγραψε ακρωτηριασμούς που είχαν υποστεί περιστέρια σε 46 τοποθεσίες στο Παρίσι. Σε περιοχές με αυξημένη μόλυνση τα περιστέρια είχαν λιγότερα δάχτυλα ασφαλώς. Ποιος ήταν όμως ο απρόβλεπτος συσχετισμός που διαπίστωσαν; Περισσότερα δάχτυλα έλειπαν από τα περιστέρια εκείνα που ζούσαν σε μέρη στο Παρίσι με αυξημένη «πυκνότητα κομμωτριών», σύμφωνα με μελέτη που πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Biological Conservation, όπως αναφέρει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Το συμπέρασμά τους; Πουλιά πιο συχνά χάνουν δάχτυλα όταν μπλέκουν με ανθρώπινα μαλλιά.

Η ιστορία της ανθρώπινης κόμμωσης ίσως δεν συνιστά μόνον ιστορία του ανθρώπου, αλλά και του περιβάλλοντός του. Υφέρπει πόλεμος ενώ χτενίζονται πριν από τη μάχη. Από ανατολή σε δύση βασιλεύουν κομμώτριες και μπαρμπέρηδες όχι μόνον στη Σεβίλλη, ενώ φαλακρά μωρά περιμένουν να έρθει η σειρά τους. Πληροφορίες για το μέλλον τσιμπολογούν τα περιστέρια.

1930 : Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού


Θα λογαριάσουμε πως η ΕΛΒΙΕΛΑ παρήγαγε περισσότερα από πενήντα χιλιάδες ζευγάρια πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα τον χρόνο. Θα μπορούσε να ρίξει στην αγορά ως εκατό χιλιάδες ζευγάρια, αλλά οι αγοραστές πρόσεχαν τα παπούτσια της. Πολλοί έβγαιναν ξυπόλητοι από το σπίτι τους και τα φορούσαν όταν έφταναν εκεί όπου μπορούσαν να επιδείξουν ότι τα είχαν στα πόδια τους, ας μην είχαν κάλτσες να βάλουν. Πολλοί ξεσκόνιζαν το πάνινο άνω μέρος τους και έδιωχναν κάθε βρωμιά απλώνοντας στουπέτσι, που ξανάδινε το λευκό χρώμα, λαμπερό σαν τα παπούτσια να ήταν καινούρια. Και η σόλα από εύκαμπτο ελαστικό με ραβδώσεις για να μη γλιστράει, έτριζε όταν τριβόταν στο παρκέ των διαμερισμάτων. Και τα λευκά κορδόνια, που περνούσαν σταυρωτά από τρεις και τέσσερις τρύπες ώσπου να φτάσουν στην κορφή της γλώσσας του παπουτσιού, δένονταν με προσοχή: να είναι ο κόμπος ισομοιρασμένος.
Αυτά τα παπούτσια λέγονταν πια «ελβιέλες». Ελάχιστοι ήξεραν πως η εταιρία ανήκε στους Μικρασιάτες Νικόλαο Μαυροφίδη και Νικόλαο Αγνιάδη, ούτε ενδιέφερε ότι είχε ιδρυθεί το 1930 ή εκεί γύρω. Κανένας δεν θυμόταν πως είχε παραμείνει ανενεργή σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πως ο ιδρυτής Νικόλαος Μαυροφίδης είχε πεθάνει το 1944 και πως το μερίδιό του είχε περάσει, κληρονομικώ δικαιώματι, στους γιους του Αιμίλιο και Στέφανο. Κανένας όμως δεν αγνοούσε πως τα παιδιά που γεννήθηκαν από το 1950 και ως το 1961 δεν γινόταν να μην είχαν φορέσει ένα, έστω, ζευγάρι «ελβιέλες». Κανενός το βλέμμα δεν είχε αποφύγει να προσέξει τις «ελβιέλες» στα πόδια των κοριτσιών στο μάθημα της γυμναστικής και στις παρελάσεις.

Όταν η εταιρία σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της στα μέσα του 1961, καθώς υπέστη γενική κατάσχεση λόγω χρεών σε τράπεζες και ιδιώτες πιστωτές, ο Σωτήριος Μαυροφίδης, γιος του Αιμίλιου, ασπάσθηκε τον Καθολικισμό, έφτασε στο Ποντιφίκιο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη για πατερικές σπουδές και, με την ευλογία του Κυρίου, χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε ο πατήρ Σαλβατόρε. Φόρεσε σανδάλια και φύλαξε τις «ελβιέλες» του στην στενή ντουλάπα του χριστιανικού κελιού του. Κατά τη γνώμη του, η ΕΛΒΙΕΛΑ είχε πουλήσει πάνω από δύο –πες τρία– εκατομμύρια «ελβιέλες» στη διάρκεια του προσκαίρου γήινου βίου της. Είχε ποδέσει όλα τα χριστιανόπουλα της Ελλάδας, ασχέτως θρησκευτικού δόγματος. Ήταν αμαρτία που είχε χρεωκοπήσει. Άγνωστες όμως οι βουλές του Κυρίου.

Μικρά πραγματεία (ή μήπως κι ελεγεία;) περί του αριθμού 5...

Το 5 είναι πριν το 6 και μετά το 4 ως γνωστόν άλλη θέση δε χωρεί στην ακολουθία των ρητών αριθμών κι αρρήτων συνόλων.
Το 5 ως ομάδα δακτύλων παλάμης ανοιχτής, επιβράβευση διαδηλώνει που άλλοι τη λεν και μονόχειρη μούντζα διότι υπάρχει και η διπλή του Λάμπρου Κωνσταντάρα στις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες.
Του ταυρομάχου Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας 5 ήταν ώρα που την έφαγε με τα κέρατα του ταύρου στο λαγαρό για να τον θρηνήξει αμέσως ο Λόρκα κι αργότερα αργότερα όταν χαθήκαν των εμφυλίων τα κότερα, ο Μ. Θεοδωράκης τη συνοδεία διαφόρων αοιδών(ων).
Το 5θλον παρά τοις αρχαίοις ημών προγόνοις αποτελούνταν από άλμα εις μήκος, ακοντισμό, δισκοβολία, στάδιον και πάλη(ς) ξεκίνημα νέοι αγώνες κ.λπ.

Το δημοκρατικόν προαγωγικόν 5 ήταν η ύψιστη κατάκτηση του μεταπολιτευτικού φοιτητικού συνδικαλισμού ότε οι μηδήσαντες και μη (καλού κακού ποτέ δεν ξέρεις) καθηγητές περιδεείς προήγαγον τους φοιτητές πιεζόμενοι από τις οικείες ενοχές και τους πατεροφοιτητές της μεταπολιτεύσεως.
Επίσης το πέντε (5) είναι στην μέση του δέκα και της δημοτικής μπαλάντας, μίας ακολουθίας στίχων κι ήχων πότε προς τα κάτω και πότε προς τα άνω του δημώδους τραγουδιού «Το αηδόνι». Λ.χ. «Ας το πούμε πέντε, Πέντε δάχτυλα στο χέρι -Τέσσερα αααα, Τρία η αγιάτριάδα, Δύο πέρδικες στα πλάγια, Ένα είν’ τ’ αηδόνι κι αυτό το Μάη λαλεί...». Και δώστου απ’ την αρχή το ανεβοκατέβασμα στου καλού ήχου τη σκάλα. Κάλλιο 5 και στο χέρι παρά Δέκα και περίμενε λέγει προνοητικά ο λαός των νεοελλήνων Ελλήνων.
Το 5αρι Παπαστράτος (και δεν κάπνιζα) το οποίο μου φαίνεται πως ένα τέτοιο μας χάρισαν ως αμοιβή όταν γυρίζαμε το έργον του κυρ κ. Μ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» κ.λπ. στην παραλία της Κορίνθου, εγώ κι άλλοι 7999 (8000 σύνολον) νεοσύλλεκτοι στρατιώτες ολόγυμνοι κεκαρμένοι εν χρω ενώπιον των ενδεδυμένων κυριών Ειρήνης Κλυταιμνήστρας Παπά και Τατιάνας Ιφιγένειας Παπαμόσχου.

– Θεέ μου τι έβλεπαν οι κινηματογραφικές θεές μας!

  5άκις παρά μία (1) ήτο η ποινή κι εκτέλεσις του δράκοντος του Σέιχ Σου Αριστείδου Παγκρατίδη, το γένος Κοροβίνη. – «Μάνα» ή μήπως Μανούλα, «είμαι αθώος» εφώνησε ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος. Από τότε μου μένει η απορία: καλά 4 φορές τον σκότωσαν («Τετράκις εις θάνατον» η απόφαση έλεγε) δηλ. τον σκότωναν έπεφτε χαμαί αυτός, τον σήκωναν πάλι και τον σκότωναν εκ νέου κ.λπ. ή κατά συγχώνευσιν, όπως γίνεται με τις ποινές στα Πλημμελειοδικεία της χώρας κατά συγχώνευσιν μια φορά του την άναψαν και πάρτον κάτω· «όι όι όι μάνα μ...» Κ.λ.π....
Αλλά όλα αυτά (και κάποια άλλα) «είναι φιλολογίες» που είπε κάποτε τον καιρό των εγχρώμων ψηφοδελτίων, ο Χαρ. Φλωράκης «ας προχωρήσουμε στη ψηφοφορία» δια να εκλεγεί ο κύριος Κύριος Χρ. Σαρτζετάκης πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας και βάλε.

        Ας μπούμε στο θέμα.

Τα εν άστει (Θεσσαλονίκης) Διονύσια ήταν σινεματογράφος επί της οδού Αγίας Σοφίας (τώρα πλατειοπεζόδρομος φαρδύς) στην δεξιά όχθη όπως κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Σήμερα στο Goοgle ορίζεται ως: «Τα Διονύσια» κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα (το 1926 ξεκίνησε) του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα». Εκείνη τη βδομάδα του σωτηρίου έτους 1972 έπαιζε το λίαν ερεθιστικόν έργον «5 λυσσασμένες για...». Με αποσιωπητικά που δηλώνουν κατά την γραμματική τάξιν πως κάτι το αποσιωπούμε σκόπιμα, πως δεν θέλουμε, λέει, να το αναφέρουμε (εύκολα, βέβαια, εννοείται), ή είναι κάτι που δε λέγεται εύκολα, λ.χ.: «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους…» Αυτές οι ταπεινές τελείες είναι που μας συνεκίνησαν, τι λέω μας άναψαν...

        Ανάλυση.

Το αριθμητικό 5 είναι αριθμός χορταστικός ως σύνολον. Ενωμένα δάχτυλα αποτελούν τη λεγόμενη χούφτα εξού και το χουφτώνω, ανοιχτά μουντζώνω (ή επιβραβεύω κατά περίστασιν)· μαζεμένα σφιχτά δε συνθέτουν το λεγόμενον: «5 νομάτοι με ένα μάτι, φούσκωναν ένα δερμάτι» παροιμία περίφραση του ρήματος (και ουσιαστικού) που κυριαρχεί σε κάθε πτυχή του ατομικού βίου και πιθαμή του συλλογικού μας είναι.
Το «λυσσασμένες ως εκ του πληθυντικού τους γένους είναι θηλυκές γυναίκες, γάτες, σκύλες, σκρόφες (γουρούνες). Κάποτε στο χωριό ένα «σκλι» λυσσασμένο, είπαν, δάγκωσε μια κοπέλα και μας έπιασε φόβος μέγας (τι ήταν αυτό το φρικώδες;) σε κάθε άκουσμα της λέξης· ζούσαμε και στην ύπαιθρο κι εκεί ήταν ξαμολημένα διάφορα τετράποδα και μερικά εξ ίσου λυσσάρικα δίποδα. Οι συνέπειες του δαγκώματος: αφροί εν στόματι, σπασμοί εν σώματι, λόγια ξεμέτοχα πέρα από κάθε όριο ευπρέπειας, δύναμη σωματική ανεξέλεγκτη, επιθυμίες αχαλίνωτες. Έγινε καλά ευτυχώς και δόξα Τον. Κατά παρέκτασιν έχουμε τη λυσσάρα που περιγράφει κυρίως άνθρωπον θηλυκόν στο γένος με πόθους έρωτος ασίγαστους (ως πράξη και διάπραξη).
Τα αποσιωπητικά όμως ήταν όλα τα λεφτά –και όλα τα κιλά– ποια κιλά δηλαδής που η κοιλιά εφάπτετο της ράχης τότε, ενώ τώρα ως γαστέρα γλυκύτατου αρχιμανδρίτου φαντάζει, που δεν σου επιτρέπει να δεις τον κάτω κόσμο σου. Οι 5 δραχμές του εισιτηρίου εισόδου στο σινεμά ήταν όσο και το εισιτήριον της θύρας 4 στο γήπεδον της Τούμπας τω καιρώ εκείνω της φοιτητικής διεγερσεξεγέρσεως ως σωμάτων και πνευμάτων. Τα αγοράζαμε φοιτητάρια ποδοσφαιροπαοκαυλωμένα από το πρακτορείον λαχνών του κ. Κουιρουκίδη παλαιάς δόξης του Πάοκ στα λουλουδάδικα λίγο παρακάτω από κει που σκότωσαν κανονικά τον Λαμπράκη, στο οδικόν τριόδιον Σπανδωνή, Ερμού, Βενιζέλου· αλλά και από το επί της Εγνατίας πρακτορειακόν καθίδρυμα του κ. Γεωργίου Κούδα, (ελατρεύετο Αυτός ως άγιος μέγας Αλέξανδρος), τέλος δε από τη μικρή θυρίδα στα γραφεία του φοιτητικού συλλόγου της Νομικής που κατείχαν δικτατορικώ δικαίω κάτι διορισμένα όντα.

Ουφ, επιτέλους... μπαίνουμε / μέσα αιδοιομ@νούντες / «5 Λυσσασμένες για...» αυτές / 1 έως 2 ξελιγωμένοι για ...ημείς / Πιάνουμε 2 από τις 1000 θέσεις / Αραιόν πλην ομοιοπαθές το θεατήριον / Αρχίζει η προβολή τα φώτα σβήνουν / Μυρωδιά αλευρόμυλου / «Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος» / στα καθίσματα νευρικότης. / (A, η υ-στερημένη μας νεότης) / Εις μάτην περιμέναμε σκηνή τη σκηνή / κάτι να συμβεί που θα δικαιολογούσε / τα αποσιωπητικά τουλάχιστον / ή ό,τι τέλος πάντων νομίζαμε πως σημειολογούσαν.
Στο σκοτάδι κι «Ακαρτέρει κι ακαρτέρει / Το ένα εχτύπα τ ΄άλλο χέρι» / όταν FIN στο πανί εσημειώθη / – Όχι ρε π@στη μου / οι 5 καριόλες ήταν λυσσασμένες / για χρυσάφι και μόνον κι εντελώς ατόφιο / ή σε λίρες και άλλα συγγενή νομίσματα / Και τίποτα άλλο μα τίποτα! / Στέγνωσαν οι γλώσσες μας / «Η ψυχή μας αλλιώτεψεν».

Ηττημένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής σαν τους νικημένους οπαδούς του Ηρακλή. Δώσαμε σιωπηλό ραντεβού για του χρόνου τέτοιο καιρό στο Πολυτεχνείο της Πολυτεκνικής Θεσσαλονίκης και περιχώρων.

1931 Ιωάννινα. Ο κινηματογράφος

Ο Νικηφόρος Ρόβας του Ευαγγέλου ήταν δεκατριών χρονών το 1930. Είχε αρχίσει να δουλεύει μπακαλόπαιδο πριν κλείσει τα δέκα και το αφεντικό τον πλήρωνε με λίγα μετζίτια, τούρκικα λεφτά, που κυκλοφορούσαν ακόμα, ας είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Στο μαγέρικο, τα μετζίτια είχαν πέραση: κάμποσες κουταλιές τραχανά. Ο Νικηφόρος παράτησε το μπακάλικο, επειδή του άρεσε ο κινηματογράφος. Καθόταν στο δωματιάκι της προβολής, άλλαζε τα καρβουνάκια και απολάμβανε, έκανε τον βοηθό. Δύο αίθουσες υπήρχαν, η μία στο κέντρο της πόλης, η άλλη στην άκρη. Και μόλις τελείωνε η ταινία στο κέντρο, ο Νικηφόρος φορτωνόταν τις μπομπίνες και τρέχοντας τις πήγαινε στην άκρη. Η παράσταση στο κέντρο έληγε νωρίς, να προλάβουν οι νοικοκυραίοι να επιστρέψουν στο κονάκι τους για οικογενειακό δείπνο. Στην άκρη, ο κινηματογράφος αργούσε να παίξει: να έχει νυχτώσει για τα καλά, να έχουν ξεκολλήσει οι φτωχοί και οι εργάτες από τα καφενεία, να έχουν φορέσει τα καπέλα τους οι λιμοκοντόροι, να έχουν φτάσει και οι λεγάμενες, που θα εξασφάλιζαν ζεστό φαϊ αργότερα, αν δεν εξασφάλιζαν αμοιβή του κόπου τους. Και εκεί ο Νικηφόρος ήταν βοηθός: έβλεπε την ίδια ταινία σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν ξεχνάει σήμερα, στα ενενήντα έξι χρόνια του, πως η ταινία ήταν σοβιετική και έδειχνε τους προλετάριους που αγωνίζονταν για τον κομμουνισμό ενάντια στο κεφάλαιο και στους ανήθικους κεφαλαιούχους. Ήταν προπαγάνδα, το Κόμμα τις έστελνε στα Γιάννενα, επειδή εκεί υπήρχαν προλετάριοι και μορφωμένοι Εβραίοι, που μελετούσαν τον Κομμουνισμό. Έδειχνε η ταινία τον κόμη Πατσούροφ να προσβάλει την υπηρέτριά του Μαρία Φιλίπποβνα, που ήθελε να την καταστήσει ερωμένη του. Και την ώρα που την άρπαξε και προσπάθησε να της αφαιρέσει το φόρεμα, μια μπαταριά ακούστηκε, οι θεατές πίστεψαν πως ο άτιμος κόμης Πατσούροφ έβρισκε την τιμωρία του, αλλά η ταινία συνεχιζόταν, ο μπάρμπα-Θύμιος, που καθόταν μπροστά, είχε βγάλει το κουμπούρι του και είχε ρίξει στο πανί να ξεκάμει τον ανήθικο εκμεταλλευτή. Η ταινία όμως συνεχιζόταν και φαίνονταν οι τρύπες στο πανί. Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα. Δεν ξεχνιέται πως ο αγώνας συνεχίζεται, ας πέρασε είκοσι πέντε χρόνια στα «κολέγια», πάει να πει στις φυλακές ο Νικηφόρος: Μακρόνησο, Γιούρα, Λέρο, Άη Στράτη, Κέρκυρα, Νιο, Φολέγανδρο, Κεφαλονιά, Σπάρτη, Λήμνο, Καβάλα, Λάρισα, Τρίκαλα, Μεταγωγών και άλλες πόλεις που δεν θυμάται, περασμένα ξεχασμένα.


Ο Xρόνος, κατά Μπόρχες, αποτελεί την ουσία της ύπαρξής μας, γιατί διαστέλλεται στο λόγο, παγώνει στην εικόνα και συστέλλεται στον ήχο.  Συνεπώς, ο Χρόνος υπάρχει πραγματικά μόνο στη διαδικασία της αναπνοής.
Αυτές τις άδηλες αναπνοές καταγράφει ψηφιακά κάθε μήνα το περιοδικό «Χάρτης» που, με την στήριξη των συνεργατών, των αναγνωστών, των χορηγών και του εκδοτικού κόσμου ανεβαίνει, με το τεύχος αυτό, στον δεύτερο χρόνο κυκλοφορίας του.

————————————
Κ Α Λ Η   Χ Ρ Ο Ν Ι Α
————————————


Το θέατρο του ραδιοφώνου-Μυθολογία

[ AΘΗΝΑ 1962-1967 ]

Κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, από το Έθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), στις 11.30’ προ μεσημβρίας, όλα σταματούν σε σπίτια, σε γραφεία (στα κρυφά), σε δημόσιες υπηρεσίες (όχι τόσο κρυφά), σε ασφαλτοστρώσεις οδών, όπου δουλεύουν τα κομπρεσέρ, σε οικοδομές, όπου ανεβάζουν το σκυρόδεμα, στα πλοία «Kλεοπάτρα», «Σεμίραμη», «Θεοδώρα» με καπετάνιο τον Αλέξανδρο Μπάρα, για να ακουστεί το επόμενο ημίωρο επεισόδιο της «Πικρής μικρής μου αγάπης», ραδιοφωνικής σειράς, προσφοράς του απορρυπαντικού Tide, τον διαφημιστικό λογαριασμό του οποίου έχει η εταιρεία του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου ΑΔΕΛ, στον τέταρτο όροφο επί της οδού Κολοκοτρώνη 11, όπισθεν της Παλαιάς Βουλής αφενός και πλαγίως του εκδοτικού οίκου Ίκαρος. Πριν και μετά την εκπομπή, δεν υπάρχει άλλο θέμα συζήτησης μεταξύ γυναικών κάθε ηλικίας και μεταξύ ανδρών κάποιας ηλικίας: τι είχε γίνει ως τότε, τι ήταν πιθανότερο να γίνει τώρα, το απορρυπαντικό Tide ήταν το καλύτερο, λεύκαινε τα ρούχα, η αποτελεσματικότητά του συνοψιζόταν ως εξής: «Όταν ο Αλέξης και η Βάνα συναντιούνται, συγκλονίζονται από έντονα συναισθήματα και νιώθουν να παρασύρονται στη δίνη ενός ακατανίκητου πάθους. Πριν προλάβουν, όμως, να ζήσουν την αγάπη τους, η σκληρή πραγματικότητα ανατρέπει τα δεδομένα και τους οδηγεί από το όνειρο στη φωτιά του μίσους. Θα καταφέρει ο έρωτας να νικήσει τα εμπόδια ή θα συντριβεί στη δύναμη του πεπρωμένου που αδυσώπητο παραμονεύει στο δρόμο τους; Μια ιστορία όλο συγκίνηση και πάθος, γεμάτη περιπέτειες, απρόοπτα και ανατροπές». Αστραφτερά τα ρούχα που πλύθηκαν με Tide, αστραφτερές, αν όχι εκτυφλωτικές, οι αγωνίες τέτοιας ιστόρησης.

Ο Βαγγέλης Γκούφας (1925-2016)

Ο συγγραφέας των επεισοδίων Βαγγέλης Γκούφας έφτανε πάντα βιαστικός στην ΑΔΕΛ, φορτωμένος με τις μπομπίνες της ηχογράφησης επόμενων επεισοδίων, την οποία είχε κάνει μόνος του και όδευε στον διάδρομο όπου η δεσποινίς Δέσποινα, πίσω από ένα ογκωδέστατο μαγνητόφωνο και μια ογκώδη γραφομηχανή, παραλάμβανε το φρέσκο υλικό, και λάβαινε ταυτοχρόνως την εντολή του συγγραφέα «Γράφε!» Η δακτυλογράφηση άρχιζε και ο χώρος παλλόταν από την ηχογραφημένη βροντώδη ή τσιριχτή φωνή του Βαγγέλη Γκούφα, που έπαιζε όλους τους ρόλους και διέκοπτε την αφήγησή του με σχόλια του είδους «Βάλε εδώ υπογράμμιση», «Σβήσε αυτό που έγραψες, γράψε αυτό που θα πω τώρα». Η Δέσποινα, περασμένης νεότητας, πατούσε ένα κουμπί με την βαριά σόλα του δεξιού παπουτσιού της, η μαγνητοταινία γρύλιζε πηγαίνοντας πίσω ή τρέχοντας μπροστά, έπρεπε να σταματάει πότε-πότε τη δακτυλογράφηση, να βγάζει το φαρδύ μαντήλι της από το φαρδύ συρτάρι του γραφείου της και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Ο Βαγγέλης Γκούφας είχε υπόψη του την έντονη συναισθηματική ευαισθησία της Δέσποινας και, πριν την κορύφωση κάποιου δραματικού διαλόγου, συμβούλευε διακριτικώς: «Κλάψε εδώ για να μου πεις ότι είναι καλό να το απλώσω αλλού».

Οι ηθοποιοί πρωταγωνιστές, Στέφανος Ληναίος και Έλλη Φωτίου, ήταν άγνωστοι σχεδόν με τα πραγματικά ονόματά τους, επειδή ήταν γνωστοί από τους ρόλους τους: ο Αλέξης Φραγκόπουλος από εδώ, η Βάνα Βασιλειάδη από εκεί. Αξιοσημείωτο ότι η Δέσποινα είχε ορκιστεί να μην αποκαλύψει σε κανέναν, ούτε στον Θεό τον ίδιο, τι επρόκειτο να συμβεί «παρακάτω», όταν ο Βαγγέλης Γκούφας είχε μαγνητοφωνήσει αρκετά προσεχή επεισόδια και, συνεπώς, ήταν η μόνη που γνώριζε το μέλλον του έργου και τη μοίρα των ηρώων του.
Η Πικρή μικρή μου αγάπη κυκλοφόρησε σε 17 εικονογραφημένα πολυσέλιδα τεύχη σχήματος τσέπης. Η υπογραφή του εικονογράφου δεν διαβάζεται, δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται για τον κύριο Βλων, ειδικό στο ρετούς, καθισμένο στο «Δημιουργικό» της ΑΔΕΛ, σε χαμηλό, αλλά φαρδύ σκαμνί, επί της επιφανείας του οποίου απλωνόταν ξεχειλωμένο από το βάρος του κυρίου Βλων μαξιλάρι, δίχως τρύπες από καύτρες τσιγάρων, οι οποίες προτιμούσαν το πανταλόνι του καλλιτέχνη, αφού η προσήλωση στο έργο του δεν του άφηνε περιθώρια να ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου του στο τασάκι. Έτσι και αλλιώς, το τασάκι ξεχείλιζε από αποτσίγαρα. Με ξύστρες, μολύβια χρώματος μαύρου Faber no2, Faber HB, με γομολάστιχες, με μολύβια μηχανικά, ο κύριος Βλων ομόρφαινε τις φωτογραφίες στις μακέτες των συσκευασιών του Tide, κάθε άλλου διαφημιζόμενου προϊόντος και φρόντιζε με ξεχωριστή επιμέλεια τις φωτογραφίες μοντέλων, ώστε να εξαφανίζονται ατέλειες του προσώπου, του βλέμματος, της κόμμωσης και, πολύ σοβαρότερο, να αμβλύνονται υποψίες γυμνού στήθους ή γυμνών μηρών, όταν επρόκειτο για διαφήμιση γυναικείων εσωρούχων, όπου η φαντασία έχει σημασία και όχι το αυταπόδεικτο της εντολής τους.
Η Ιστορία έχει στις δέλτους της το επώνυμο του κυρίου Βλων και όχι το όνομά του. Ομοίως, αμφιβάλει αν η Δέσποινα ήταν η δακτυλογράφος, άλλο όνομα ή επώνυμο δεν έχει βρεθεί, οπότε η Δέσποινα δεν απορρίπτεται. Ο Βαγγέλης Γκούφας υπολογίζει πως η «Πικρή μικρή μου αγάπη» ολοκληρώθηκε σε χίλια διακόσια επεισόδια, χωρίς τις επαναλήψεις, πολύ περισσότερα από τα 925, με τα οποία ολοκληρώθηκε «Το δικαίωμα να γεννηθείς» στην Κούβα. Ούτε επιβεβαιώνει ότι μερικές αυτοκτονίες της περιόδου 1962-1967 οφείλονται σε απελπισμένες ψυχές, που ζούσαν την αγάπη τους σαν να ήταν γλυκειά και μεγάλη. Ακόμα και πλοίαρχοι, όπως δηλώνει ο Αλέξανδρος Μπάρας:

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος, / ναι –si j’étais roi!– / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”, / αν ήμουν εγώ πλοίαρχος / με τέσσερα χρυσά γαλόνια / κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή / τόσα χρόνια, / μια νύχτα σεληνόφεγγη, / στη μέση του πελάγου, θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα / κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική / που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια, / με τη μεγάλη μου στολή, με τα χρυσά μου τα γαλόνια / και τα χρυσά μου τα παράσημα, / θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη / από το τέταρτο κατάστρωμα μέσ’ στα νερά, /  έτσι με τα χρυσά μου, /  σαν αστήρ διάττων / σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.



Φωτοφοβίες: Σχετικά με ωσμώσεις επιστήμης & λογοτεχνίας

Αμέσως μετά τις γιορτές αρχίζουν τα προεόρτια της επόμενης επετείου. Καθώς κάθε αρχή αποτελεί συνέχεια, συνεχίζει να διαχέεται η μελαγχολία των εορτών που κορυφώνεται τις κρίσιμες ημέρες. Η διάχυση αυτή, όταν δεν υπάρχουν παρεμποδισμοί, και η ώσμωση, όταν υπάρχουν εμπόδια που μπορούν να διαπεραστούν όμως, καταργούν τη σαφήνεια των διακρίσεων, όπου αναπαύεται μια στερεότυπη διαλεκτική των αντιθέτων. Φαίνεται να αναιρείται η αντίθεση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, που χαρακτηρίζει τα ηλιοκεντρικά συστήματα περιστροφής της σκέψης και εξακολουθεί να κυριαρχεί ακόμη και αν υποχωρούν ψευδαισθήσεις διαφωτισμού ή της μεταφυσικής κριτικής του.
Παρά τη στωικότητα της καταγωγής της, η μελαγχολία έχει αναδειχθεί σε φαινόμενο της νεότερης εποχής, όπως και η αντίσταση στη μελαγχολία. «Πιστέψτε με όταν λέω, όπως έχω πει προηγουμένως, είπε, ότι το όλο πράγμα δεν διαβάζεται, είναι τρελό», παρ-εξηγεί όχι στη «Μελαγχολία της αντίστασης», αλλά στο «Πόλεμος και πόλεμος», στο μυθιστόρημά του που προηγουμένως είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, επίσης από την Ιωάννα Αβραμίδου, ο Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai). Την προσοχή ωστόσο εδώ συντονίζει κάποιος άλλος Κρασναχορκάι, ένας Αττίλας (Attila Krasznahorkay) που διαμηνύει το ενδεχόμενο μιας πέμπτης θεμελιώδους δύναμης στη φύση, πέρα από τις γνωστές τέσσερις, δηλαδή τη βαρύτητα, τον ηλεκτρομαγνητισμό, την αδύναμη και την ισχυρή πυρηνική δύναμη.
Πρόκειται για τον επικεφαλής επιστημονικής ομάδας στο Atomki, το Ινστιτούτο Πυρηνικής Έρευνας στην Ακαδημία Επιστημών της Ουγγαρίας, αποτελέσματα πειραμάτων της οποίας, που δημοσιεύτηκαν στα τέλη του 2019, αναδεικνύουν περίπτωση διάσπασης ατόμου που δεν μπορεί να εξηγηθεί σύμφωνα με την αποδεκτή θεωρία της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων. Κατά τη σχάση ατόμου του στοιχείου ήλιο που είχε διεγερθεί, τα σωματίδια εξέπεμπαν φως σε μη προβλεπόμενες από τη θεωρία γωνίες, όπως είχε συμβεί πριν τρία χρόνια σε πείραμα, από την ίδια ομάδα έρευνας, σχάσης ισότοπου του στοιχείου βηρύλλιο. Τα αποτελέσματα συνάδουν με ανακάλυψη ενός άγνωστου σωματιδίου, στο οποίο έχει δοθεί το όνομα x17.
Εφόσον δεν πρόκειται για λάθος, με ερευνητές σε πολλές χώρες να επιχειρούν να επαναλάβουν τα πειράματα και με άλλα χημικά στοιχεία, η ύπαρξη αυτού του υποατομικού σωματιδίου υποδεικνύει μια πέμπτη θεμελιώδη δύναμη που δεν είχε μέχρι στιγμής εντοπιστεί. Αν υφίσταται, πρόκειται για σωματίδιο που συνδέει τον ορατό κόσμο με τη σκοτεινή ύλη, στην οποία θεωρητικά ανάγεται η εξήγηση «ανωμαλιών» σε κοσμολογικές παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν με αστρονομικά όργανα. Ομάδα υπό τον καθηγητή Jonathan Feng στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ίρβαϊν έχει προτείνει θεωρία για μια πέμπτη «φωτοφοβική δύναμη», χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο ανακάλυψης και άλλων δυνάμεων.
Οι έρευνες αυτές εντάσσονται στην αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου στη φυσική, κάτι που επιδίωξε ο Αϊνστάιν χωρίς να το επιτύχει, δηλαδή μιας «ενοποιημένης» θεωρίας που συνεκτικά θα εξηγεί τα πάντα, από τον σχηματισμό των γαλαξιών έως τα κουάρκ σε υποατομικό επίπεδο, όπου το άτμητο (άτομο κατά τον Δημόκριτο) τέμνεται. Πρωτόνια και νετρόνια, νουκλεόνια στον πυρήνα του ατόμου δηλαδή, συνίστανται από μικρότερα σωματίδια, πρότεινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Murray Gell-Mann (Νομπέλ Φυσικής 1969), που τα ονόμασε κουάρκ. Στις αρχές του 2000 υπήρξε πειραματική επιβεβαίωση περί ύλης κουάρκ –κατάστασης της ύλης τα πρώτα εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη έκρηξη– από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικής Έρευνας (CERN) έξω από τη Γενεύη.

Το quark (κβαρκ) αποτελεί βέβαια τυρόπηγμα στη σουηδική και άλλες βόρειες κουζίνες. Ετυμολογικά σλαβικό ίσως δάνειο στα γερμανικά, στην καθομιλουμένη παραπέμπει σε σκουπίδια. Σε βιβλίο του, ο Μάρεϊ Γκελ-Μαν σημειώνει ότι ως ήχος πρώτα προέκυψε η λέξη και θα μπορούσε να γράφεται kwork. Σε μια από τις περιστασιακές επιδρομές του όμως στην Αγρυπνία [του ή/και των] Φίνεγκαν του Τζέιμς Τζόυς, σε Ανευλαβή απόδοση και στα ελληνικά, στάθηκε στο τρίστιχο:

Three quarks for Muster Mark! Sure he hasn't got much of a bark
 And sure any he has it's all beside the mark.

Lewis Carroll : Φωτογραφία της πραγματικής Αλίκης (Alice Pleasance Liddell, 1852–1934) ως «ζητιάνας», τραβηγμένη το 1858

Έχοντας γυρίσει στο Δουβλίνο τον Οδυσσέα, έχοντας αρθρώσει το τελικό Ναι της άπιστης γυναίκας του Μόλι Μπλουμ, πέρασε ένας χρόνος χωρίς να γράψει οτιδήποτε, πριν ο Ιρλανδός εξόριστος αρχίσει τις πρώτες καταγραφές για μια ονειρική αγρυπνία πριν από κηδεία, αλλά και αφύπνιση από όνειρο ενός ταβερνιάρη (publican, ο οποίος αναπαραγόμενος ως re-publican φαντάζει δημοκρατικός υποστηρικτής ανεξάρτητης Ιρλανδίας), που καταλήγει με την αφύπνιση της γυναίκας του, όπως και όλων ημών των Φίνεγκαν. Βεβαίως quark, που ομοιοκαταληκτεί με mark και bark, μπορεί να είναι κραυγή γλάρου, ενώ τρία quarks στην πρόποση στον Μάστορα Μαρκ ακούγονται και ως τρία quarts (περίπου τρία μετρικά λίτρα), δηλαδή παραγγελία σε μπαρ.
Ας μην ανασυρθεί ο Λιούις Κάρολ, οι σύμμεικτες (πορτ μαντό) λέξεις του οποίου στην Αλίκη και αργότερα προδιαθέτουν για την Αγρυπνία Φίνεγκαν. Χρήσιμη υπενθύμιση όμως είναι ότι οι φυσικοί σε κουάρκ έχουν δώσει διαφορετικούς προσδιορισμούς και γεύσεις (quark flavors), με κουάρκ βυθού (bottom) και κορυφής (top) παλαιότερα να ονομάζονται αντιστοίχως «ομορφιά» (beauty) και «αλήθεια» (truth). Ως ορολογία η αλήθεια δεν ευδοκίμησε, αλλά σε πειραματικά εργαστήρια επιταχυντές μαζικής παραγωγής κουάρκ βυθού ακόμη αποκαλούνται b ή beauty factories (εργοστάσια ομορφιάς).
Όποια και αν είναι η αλήθεια της ομορφιάς ή η ομορφιά της αλήθειας, σκοτοφοβίες και φωτοφοβίες, ανθρωπιστικές και θετικές προσεγγίσεις παραμένουν αλληλένδετες, όσο και αν οι μεμβράνες εξειδικευμένων γνώσεων που διαμορφώνει κάθε πεδίο παρεμποδίζουν την επικοινωνία, χωρίς να αποτρέπουν την ώσμωση. Η λογοτεχνία παραμένει θεμελιώδης επιστήμη της φύσης (του ανθρώπου). Η επιστήμη παραμένει θεμελιώδης λογοτεχνία της φύσης.


Ο Σταυρός του Νότου

Της Τες που το γέννησε

Φθινόπωρο του 1979, δευτέρα λυκείου στο Πέμπτο Αρρένων Εξαρχείων, στην Αραχώβης, το «κολλέγιο». Η πλατεία τότε στις δόξες της. Το Βοξ και η Ριβιέρα που τα καλοκαίρια μας ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, το Φλοράλ, η old school patisserie κάτω από τη μπλε πολυκατοικία όπου Αθλητική Κυριακή με τον Διακογιάννη με συνοδεία σοκολατίνας bitter και παγωτό Σικάγο, η Μαρονίτα όπου βασίλευε ο Λώλος, η ψυχή του Αστέρα Εξαρχείων, κι όπου είχαμε λιώσει τα καθίσματα πίνοντας απανωτούς φραπέδες και καπνίζοντας άπειρα τσιγάρα. Απέναντι το Τσαφ, ατελείωτες ώρες στην υπόγα παίζοντας μπιλιάρδο ή ποδοσφαιράκι με ροκ πάντα στο background. Δίπλα το καφενείο του Τζανή όπου σύχναζαν εξαρχειώτες μάγκες, ο Αντωνάκης ο ξυραφάκιας ή σφάχτης αλλά και ο Αλέφαντος που συνήθιζε να μας κάνει μεταμεσονύκτιες διαλέξεις επί παντός του επιστητού. Ο Τζανής ήταν και το πρώτο στέκι των Αναρχικών. Ήταν και ο Νικόλας ο Ασιμος, μια κατηγορία από μόνος του. Ο Κάβουρας, ο Μερακλής η ταβέρνα του Ασαργιωτάκη, το Λημνιακό. Στη Τρικούπη η Στροφή του Μανάκου. Εκεί αγοράζαμε δίσκους. Εκεί αγόρασα το 1975, μόλις είχα μπει γυμνάσιο, τον πρώτο μου δίσκο που ήταν το «Wish you Were Here» των Pink Floyd. Στον Μανάκο ακουμπάγαμε το χαρτζιλίκι μας αγοράζοντας δίσκους, μόνο ροκ, ήταν η εποχή που όλα μαθαίνονταν από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους και όλα γινόντουσαν απτά και πραγματικά όχι από google και Facebook. Η μουσική ήταν δίσκοι και έπρεπε να τα αγοράσεις να τα πας με τη πρέπουσα αδημονία και προσοχή στο σπίτι και παρέα με τους φίλους σου να τα βάλεις στο πικάπ να παίξουν. Ξανά και ξανά, σηκώνοντας τον βραχίονα με τα δάχτυλα και ακουμπώντας τη βελόνα στο τραγούδι που σε τσάκιζε και ήθελες να το ακούς διαρκώς. (Επίσης, τα κορίτσια τα περίμενες να σχολάσουν στα Πευκάκια στον Άγιο Νικόλαο στην Ασκληπειού για να ξοδέψεις εκείνο το πολύτιμο μισάωρο που σου διέθεταν και μετά το βράδυ να τα περιμένεις υπομονετικά μετά το μάθημα των Αγγλικών για να τα περπατήσεις σπίτι. Δεν είχε ούτε μηνύματα ούτε ποστ, ούτε κοπάνες παρά μαζί. Είχε παρουσία). Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1979 πήγα στου Μανάκου να πάρω το «Wall» των Pink Floyd που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μαζί και το «παιδί», η ξαδέλφη μου η Ελένη που ήταν μεγαλύτερή μου και άκουγε και πολύ ελληνική μουσική, κυρίως Χατζιδάκι, στον οποίο επίσης με εισήγαγε. Όταν πλήρωνα, η Ελένη ήρθε κοντά μου κρατώντας ένα δίσκο που αμέσως μου έκανε εντύπωση το εξώφυλλό του με το έντονο κόκκινο χρώμα του. «Αυτό είναι το δώρο σου μου είπε» και το ακούμπησε στο τραπέζι του ταμείου. Αργότερα στο σπίτι, αφού είχα κάψει το «Wall», έβαλα τον δίσκο στο πικάπ. «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το νότο... κι ο λόγος της μες το μυαλό σου να σφυρίζει... η λαμαρίνα η λαμαρίνα όλα τα σβήνει... μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και τη Καλαμαριά... τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι... εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται... πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σε αγαπώ... γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη / σ’ άλλους παραλλήλους θάχεις μπει... κούλικο στο στήθος σου τατού... είπαν πως την είχες αγαπήσει σε μια κρίση μαύρου πυρετού... με του καπετάνιου τη μιγάδα μάθημα πορείας νυκτερινό... κάτω στις ακτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι... απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο... μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις... αφού το θέλεις πάρ' το... χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία... από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου... για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δεν με ορίζει... καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι...Τί με κοιτάς, θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες, στην άμμο επάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει... εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω... μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά... θεέ των μαύρων το καλό συγχώρεσε Γουίλ / και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη... ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό... τραβά μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλλει... ατσίγγανε κι αφέντη μου με τί να σε στολίσω... βάρκα του βάλτου αναστροφή φτενή δίχως καρένα... πού να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι... η πλωριά γοργόνα μια βραδιά / πήδησε στο κύμα μεθυσμένη... φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι... κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω... που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα... μ’ απόψε φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια... τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα... μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι... απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος... μην φεύγεις το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο... στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις το κυκλώνα... ότι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι... και σε πονάει με τη νοτιά, όχι από αλλού πονάω... τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω... κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι...»
Τον άκουσα ξανά και ξανά όλον κι από τις δύο πλευρές. Μπαλάντες χωρίς ρεφρέν, ροκιές, στέρεες φωνές να προφέρουν τους στίχους του Καββαδία με σεβασμό σε αυτά τα λόγια και τη δύναμή τους. Ένα μπουζούκι που έμπαινε ταξιμιάρικα σε μερικά τραγούδια. Κάθισα στο πιάνο και πέρασα τα τραγούδια. Το τραγούδι που μου κόλλησε πιο πολύ, βέβαια, ήταν ο «Γουίλι» αφού είχε πιο έντονα τα στοιχεία της ροκ. Πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Κάνοντας πρόβες για τα τραγούδια που θα παίζαμε στη γιορτή του σχολείου με την ορχήστρα, μεταξύ «Παιδιών της Σαμαρίνας» και «Ξαστεριάς» περνούσαμε και τον «Γουίλι» και βγάζαμε το άχτι μας. Όταν έγινε η γιορτή είχαμε συνεννοηθεί. Και στο τέλος κλείσαμε τη γιορτή παίζοντάς το. Έβλεπες στα πρόσωπα των καθηγητών μας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την αμηχανία και την αποστροφή ως την αποδοχή και την ικανοποίηση. «Ο καθείς και τα όπλα του.»
Μετά άνοιξε το Αχ Μαρία στη Σολωμού 20. Το σπίτι μας τότε ήταν στη διπλανή πολυκατοικία. Τα βράδια μπορούσα να ακούω την ένταση από τη μουσική από το δωμάτιό μου. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε Σάββατα. Εκεί βασίλευε ο Παπακωνσταντίνου και μέσα στα αλλά που τραγουδούσε ήταν το «Μαχαίρι» και ο «Γουίλι» βέβαια. Ο Μπουλάς, ο Ζουγανέλης και η Ισιδώρα Σιδέρη που τραγουδούσαν κι αλλά τραγούδια του Μικρούτσικου από τα Τροπάρια για φονιάδες και τον κύκλο του Μπρέχτ. Έτσι πέρασε το ´80 μα και το ´81 όταν τελείωσα το Λύκειο. Σε αυτό το σπίτι της Σολωμού 18, στην πολυκατοικία του Φραντζή. Το σπίτι της εφηβείας και των θαυμάτων. Εκείνο το καλοκαίρι τελείωσε με το θαύμα Τερέζα και μετά το κλείσαμε και φύγαμε για την Αμερική. Αργότερα όταν δούλευα πιανίστας στις μπουάτ στη Νέα Υόρκη, παίζαμε και τις μπαλάντες του Μικρούτσικου από το Σταυρό του Νότου. Εκει γνώρισα το έτερο θαύμα τη Σοφία, που έμελλε να γίνει γυναίκα μου και που τραγουδούσε πολύ ωραία τη «Γυναίκα». Πέρασαν τα χρόνια ήρθε το «Ερωτικό», η Ρόζα. Ο Σταυρός του Νότου όμως είχε περάσει για μένα στη δισκοθήκη της ψυχής μου ανεξίτηλα και όμορφα, εκεί παρέα με τους Pink Floyd και όλα τα αλλά ροκ που την συνέθεταν. Μαζί με το σπίτι της Σολωμού, την Ελένη, τους φίλους μου, τους συμμαθητές μου, τα κορίτσια, την πλατεία, τον Στρέφη, τα Πευκάκια, το Αχ Μαρία. Καλό ταξίδι κύριε Θάνο. Ευχαριστώ.

Χειρόγραφα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ


Για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020) γράφτηκαν και θα γραφτούν πολλά. Φίλη και συνεργάτις από τα μέσα της δεκαετίας του '70, συνεργαστήκαμε στο Τραμ και στον έντυπο Χάρτη, συμπορευτήκαμε σε εκδοτικά εγχειρήματα και σε ταξίδια από την Αίγινα μέχρι τη Νέα Υόρκη, τη Σμύρνη και την Οδησσό. Στη μνήμη της δημοσιεύουμε τρία χειρόγραφα ποιήματά της (τα είχε στείλει για δημοσίευση στο Τραμ, το 1978, και συμπεριλαμβάνονται στη συλλoγή Οι μνηστήρες, Κέδρος 1984).        

Δ. Κ.

————————————————————

Απώλειες

Φωτογραφία από ανάρτηση των εκδόσεων Άγρα


Κάποιες φορές, όταν χάνεις ένα πρόσωπο που έχεις αγαπήσει, είναι προτιμότερο να σβήνεις το όνομά του. Είναι προτιμότερο να παριστάνεις πως δεν το γνωρίζεις. Γιατί μπορεί να μην υπάρχει άλλος τρόπος να αντισταθείς στην πίεση όλων εκείνων που, παριστάνοντας ότι γνωρίζουν, θέλουν να συνδέσουν το δικό τους όνομα με μια απώλεια που φαίνεται τόσους πολλούς να συγκινεί.
Χωρίς να υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί, νομίζω θα συμφωνούσε το άτομο που έχει χαθεί πως η συγκίνηση της απώλειας ποτέ δεν αναπληρώνει την απώλεια της συγκίνησης.

Νταντά

«Ο Τζαρά και ο Λένιν παίζοντας σκάκι» (έργο του Ρουμάνου ζωγράφου Daniel Brici, 2016)

Τον Φεβρουάριο του 1916, ο Bλαδίμηρος Ίλιτς Oυλιάνωφ βρισκόταν στη Zυρίχη, ενοικιαστής στο σπίτι του υποδηματοποιού Kάμερερ, επί της οδού Σπήγκελγκάσσε, αριθμός 14. Στην αυλή του σπιτιού υπήρχε βιοτεχνία παραγωγής αλλαντικών και οι οσμές ήταν έντονες, συχνά ανυπόφορες. Όμως ο Bλαδίμηρος Ίλιτς Oυλιάνωφ δεν σκόπευε να μετακομίσει. O λόγος ήταν πως εκείνο το σπίτι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «διεθνές»: σε δύο δωμάτια έμεναν οι νοικοκυραίοι, στο επόμενο η γυναίκα ενός Γερμανού στρατιώτη με τα δύο παιδιά της, στη συνέχεια ένας Iταλός, στο παρακάτω κάποιοι Aυστριακοί ηθοποιοί, στο πιο πέρα δύο Pώσοι: ο Bλαδίμηρος και η Nαντέζντα, δηλαδή το ζεύγος Oυλιάνωφ. Kαι η επιμονή του Bλαδίμηρου να μην εγκαταλείψει εκείνη την κοινότητα ενισχύθηκε, όταν άκουσε την κυρία Kάμερερ να διδάσκει ένα βράδυ στις άλλες γυναίκες, συγκεντρωμένες στην κουζίνα, προφανώς με αφορμή τον συνεχιζόμενο Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο: «Oι στρατιώτες πρέπει να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των κυβερνήσεών τους!»
Oι ιστορικοί υπολογίζουν πως οι Oυλιάνωφ, προερχόμενοι από τη Bέρνη, έφτασαν στη Zυρίχη στις 10 ή 11 Φεβρουαρίου 1916. Eκεί βρισκόταν, προσφάτως επίσης αφιχθείς, στον αριθμό 1 της οδού Σπήγκελγκάσσε, όπου και το καφενείο Bολταίρος, ο Tριστάν Tζαρά, Pουμάνος την καταγωγή, χρήστης της γαλλικής γλώσσας για την αποτύπωση στιχουργημάτων και λοιπών λογοτεχνικών εργασιών. Aποτελούσε κρίκο μιας άτακτης παρέας ειρηνιστών, σοσιαλιστών, ανασκολοπιστών των κανόνων και των ιδεών, που ξελαρυγγιαζόταν μέσα στους καπνούς του καφενείου να κηρύσσει: «Kαταστρέφουμε τα συρτάρια του εγκεφάλου και της κοινωνικής οργάνωσης: εξαχρειώνουμε όπου βρεθούμε και ρίχνουμε το χέρι του ουρανού στην Kόλαση, τα μάτια της Kόλασης στον ουρανό, αποκαθιστούμε τον γόνιμο τροχό ενός οικουμενικού τσίρκου στις πραγματικές δυνάμεις και στη φαντασία κάθε ατόμου». Πίστευαν, οι ανυποψίαστοι, πως έτσι γκρέμιζαν την κοινωνία της αστικής τάξης και έκαναν μια πρόταση, που αποτελούσε εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση του παστωμένου στη βλακεία μυαλού των μπουρζουάδων. Δεν θα βράδυναν να μιλήσουν και για επανάσταση, αναθέτοντας στη λογοτεχνία το ρόλο του δυναμιτιστή και ανατροπέα, τρομάζοντας με τα παιχνίδια τους τούς κοκορόμυαλους που έπαιρναν στα σοβαρά ότι η τέχνη, επειδή μπορεί να βιάζει τη σκέψη, είναι σε θέση να βιάζει κατά συρροήν και την πραγματικότητα. Ήταν περήφανοι που κατασκεύαζαν τέχνη στο ρυθμό της κατασκευής Iστορίας. Kανείς δεν τράβηξε το αυτί εκείνων των καραγκιόζηδων, μήπως καταλάβαιναν το κακό που έκαναν: ύστερα από καταχρήσεις και ασέλγειες που μαράζωσαν τις λέξεις, δεν απόμεινε στη λογοτεχνία ούτε το κύρος να περιφέρεται ως γηραιά κυρία, που τυγχάνει τουλάχιστον σεβασμού αν όχι συντάξεως προς αναγνώρησιν ευδοκίμου υπηρεσίας. Άγνωστο αν θα γινόταν να είχε αποφύγει η λογοτεχνία αυτό το ολίσθημα: τον γεροντοέρωτα, που αφήνει πολύ σαλιάρισμα, αλλά ούτε ίχνος σφυγμού Ποίησης.

«Ο Λένιν, ο Τζόις και ο Τζαρά», έργο της Καταλανής ζωγράφου Mαρίας Picassó i Piquer



Αναμνηστική πλάκα της ίδρυσης του κινήματος Νταντά στο καμπαρέ «Βολταίρος»

Ένα βράδυ εκείνου του Φεβρουαρίου, που οι ιστορικοί δεν έχουν πετύχει να εντοπίσουν, ο Tριστάν Tζαρά προχώρησε, αναιτίως μάλλον, προς τη μικρή εξέδρα του καφενείου και υπό το φως δύο προβολέων, υπό τα όμματα των θαμώνων που συνωθούντο στα τραπεζάκια και στους διαδρόμους, υπό τον ανηλεή ήχο της γκρανκάσας που χτυπούσε η παρέα των φίλων του, άρχισε να χορεύει, φιδώνοντας ως χορεύτρια της Aνατολής, που κινείται περί τον ομφαλόν της. Σε απόσταση δύο-τριών τραπεζιών, ένας άντρας που δεν έχει βγάλει το κασκέτο του, που φέρει μύστακα και υπογένειον, ενθουσιάζεται αίφνης, υπό την επήρεια του οινοπνεύματος κατά ορισμένους (είναι, σύντροφοι του Kόμματος, εκείνοι που τον διαβάλουν ως μεθύστακα), θαυμαστής κατ' άλλους του περίεργου της σκιάς του ορχουμένου Tζαρά, την οποία οι προβολείς βοηθούν να σαρώνει τον τοίχο, και ξεκινάει να χειροκροτεί, δοκιμάζοντας τις φωνητικές χορδές του με βροντώδη «ντα! ντα!» που πέφτουν πάνω και έξω από τους ήχους της γκρανκάσας. Tο ακροατήριο δεν αργεί να παρασυρθεί και να επαναλάβει «ντα! ντα!» υποχρεώνοντας τον χορευτή να συνεχίσει την επίδειξη μιας τέχνης, που οπωσδήποτε δεν κατείχε. Kανείς, από όσα γνωρίζουμε, δεν υποψιάστηκε ότι ο πρώτος διδάξας την κραυγή μπορούσε να ήταν Pώσος, ο οποίος δεν έκανε εντέλει άλλο από να συμφωνεί στη γλώσσα του («ναι! ναι!») με τα τεκταινόμενα. Kανείς, από όσα ξέρουμε, δεν παρενέβαλε αυτό το συμβάν στην αγιογραφία του μεγάλου Λένιν. Έτσι όμως, ο Τζαρά κέρδισε τη δόξα του κινήματος Νταντά.

Αλλατίνη

Στις Σελίδες αυτού τού μήνα, με επιμέλεια του Βασίλη Παπαγεωργίου, γίνεται μια σειρά καταφατικές παρεμβάσεις στο κτήριο Αλλατίνη της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχουν: Γιώργος Αλισάνογλου, Θωμάς Βελισσάρης, Άρις Γεωργίου, Έλσα Κορνέτη, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Τέτα Μακρή, Έλενα Πέγκα, Σάκης Σερέφας, Θεόδωρος Τζάρτος (βίντεο), Γεωργία Τρούλη, Τασούλα Τσιλιμένη και Χ.Ν. Τσιρώνης.

Ο θείος Γουίλυ

Ο Κάρλος Γαρδέλ με την Ροσίτα Μορένο

Παναγιώτης ήταν το όνομά του στο Ληξιαρχείο, αδελφός της μάνας μου, πάει να πει θείος μου. Πήγε αμούστακος στην Αμερική και έπλενε πιάτα. Ύστερα, αγόρασε κιθάρα και έκανε σεγόντο στον Μπινγκ Κρόσμπυ. Και ο Μπινγκ Κρόσμπυ τον είχε διαλέξει, επειδή τον είχε ακούσει να τραγουδάει σεγόντο με τον Κάρλος Γκαρδέλ. Ο Γουίλυ ορκιζόταν πως είχε πάει στην Αργεντινή για χάρη μιας γυναίκας, που χόρευε τανγκό. Έδειχνε φωτογραφίες όπου τον έβλεπες ανάμεσα σε τσούρμο γυναικών, όλες σε κέντρα διασκέδασης και άλλες, ξεχωριστές, σε παραλίες, σε πόζες. Και ήταν γυναίκες που έμοιαζαν μιγάδες, ήταν και μαύρες. Τις ξεχώριζε και έλεγε «αυτή είναι η Αργεντίνα, ετούτη η Εβραία, εκείνη η Αρμένισα», δεν είχε πολλά με τις Αμερικάνες. Και οι περισσότερες ντυμένες με νυφικό, λες και έβγαιναν από το μυστήριο του γάμου.

Ο Κάρλος Γαρδέλ με την Ισαμπέλ δε Βάγιε


Κάποια στιγμή ήρθε πίσω, μια βαλίτσα ρούχα και γραβάτες, είχε και την κιθάρα στην πλάτη. Του βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα να μένει, είχε μια μικρή σύνταξη από την Αμερική να πληρώνει το νοίκι και να τρώει. Έπαιρνε την κιθάρα και πήγαινε στην ταβέρνα λίγο πιο πέρα, περισσότερο τραγουδούσε παρά έτρωγε, κάπνιζε όμως. Η γειτονιά τον λάτρευε. Μια μέρα όμως, που λες, εμφανίστηκε στο γραφείο μου ένας άντρας, σαράντα χρονών τον υπολόγισα, μιλούσε ξενικά, έτρεξα και βρήκα έναν μάστορα που είχε κάνει στο Βέλγιο ανθρακωρύχος, μου είπε πως εκείνος ο άντρας μιλούσε αγγλικά. Για να μην τα πολυλογούμε, έλεγε πως ήταν γιος του Γουίλυ. Συγκινήθηκα, τον αγκάλιασα, του είπα με νοήματα πως ήταν μεγάλη χαρά μου, τον πήγα στο σπίτι του Γουίλυ να δει τον πατέρα του. Το παιδί έπεσε στην αγκαλιά του Γουίλυ, δάκρυζαν τα μάτια του, άρχισαν την κουβέντα. Και ξαφνικά μούτρωσαν, το παιδί άνοιξε την πόρτα και έφυγε. «Τι έγινε, μπάρμπα;» ρώτησα τον Γουίλυ. «Του είπα να μου θυμίσει με ποια γυναίκα τον έχω κάνει και του κακοφάνηκε», εξήγησε ο μπάρμπας μου. Και η ιστορία τελειώνει την ημέρα που πήγα στο διαμέρισμα, βρήκα το κλειδί στην πόρτα, άνοιξα, όλα ήταν κακτοποιημένα: στρωμένο το κρεβάτι, πλυμένα τα πιάτα, το σφουγγαρόπανο στη θέση του. Και πάνω στο κομοδίνο, βρήκα το σημείωμα που έλεγε: «Δεν είναι ζωή εδώ, πήρα την κιθάρα μου και πάω πίσω». Δεν μάθαμε τίποτα. Κάποιος είπε πως ο Γουίλυ είχε ερωμένη τη γυναίκα του Γκαρδέλ και το παιδί που είχε ταξιδέψει από τόσο μακριά για να τον γνωρίσει, της έμοιαζε. Με τόσες γυναίκες που είχε ο Γουίλυ, είχε ξεχάσει τα πρόσωπα. Τέτοια συμβαίνουν.

Πηγή: Μαρτυρία του Ιωάννη Τριβιζά (1909-1990) στον γιο του Διονύσιο.

Λύγκος ο ληστής



1925. «Ήτο δύο και ημισεία νυκτερινή όταν ο γαιοκτήμων απεσύρθη εις τον κοιτώνα, έλαβε βιβλίον και κατεκλίθη, ρεμβάζων το πλείστον ή αναγινώσκων, αι δε ακτίνες της Σελήνης διερχόμεναι δια των υέλων των παραθύρων πριν ή καταπέσωσιν επί του εδάφους ή θραυθώσιν επί τινος γωνίας του δωματίου, εξουδετερούντο ή συνεχέοντο μετά του ζωηρού φωτός της λυχνίας. Τότε ως βαρύ κύμα βιαίως υπό του ανέμου ωθούμενον, εισώρμησαν είκοσι εκ των ληστών, ηγουμένου του αρχηγού των Λύγκου.
Ούτοι εισελθόντες τοις προσέφερον την δεξιάν μετ’ άκρας φιλοφρονήσεως και ως να ήτο παιδιόθεν φίλοι απεχωρισμένοι προ πολλού και τώρα επαναβλεπόμενοι, τους ηναγκαλήσθησαν και τους ησπάζοντο παραφόρως.
Ότε έληξεν η ειλικρινής αύτη δεξίωσις και εζήτησε να μάθη εκ του στόματος των ιδίων ληστών την αιτίαν της βεβιασμένης ταύτης επισκέψεως, του απήντησαν αφελώς ότι ζητούσιν χρήματα και χρήματα πολλά και ανάγκη να μη βραδύνουν».

Μετά την απαγωγή, ο αιχμάλωτος γαιοκτήμων οδηγήθηκε στα άβατα των ορέων και έτυχε περιποίησης: οι ληστές του μαγειρεύουν ιδιαιτέρως, παίζουν όλη μέρα διάφορα παιχνίδια, καπνίζουν αρειμανίως, ψήνουν καφέδες, φτιάχνουν ρυζόγαλο, χαλβά με άριστα υλικά. Πριν από τα γεύματα κάνουν τον σταυρό τους ή λένε προσευχές. Και όταν τα λύτρα βρέθηκαν, ο γαιοκτήμων απελευθερώθηκε. Κάθε ληστής περνούσε μπροστά του και τον ασπαζόταν, του έδινε ένα μικρό ποσό για τις ανάγκες της διαδρομής, όλοι μαζί τον προπέμπουν.

«Εφιλήθη ο αιχμάλωτος μετά των τεσσαράκοντα ληστών και εξεκίνησαν μετά γενικόν αποχαιρετισμόν δια της χειρός προς άπαντας απευθυθέντα. Και οι λησταί δια πυροβολισμών προέπεμψαν αυτόν». Αυτή την πολιτισμένη συμπεριφορά επιβεβαιώνει και ο λήσταρχος Κωνσταντίνος Πανόπουλος στα Απομνημονεύματά του. Η στιχομυθία με τον αιχμάλωτό του είναι:

«– Σήμερα, κυρ Σπύρο, έχουμε κρέας ωμόν. Πώς θέλεις να το μαγειρέψω;
– Καπαμά, μου λέει.
– Η ώρα ήτο εννέα και έπρεπε ν’ αρχίσω την μαγειρικήν. Το έκαψα με βούτυρον εις το τηγάνι...

Και αφού φάγαμε, ήπιαμε καφέ και εκαπνίσαμεν ωραίον καπνόν».


Πηγή: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Παρακείμενα, Κέδρος 1983, σσ. 127-154. Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αποκείμενα,  Νεφέλη 2000, σσ. 101-109.

Ο θάνατος του Απέθαντου


Στις 21 Αυγούστου 1925, η είδηση έφτασε στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος: ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας, ο Απέθαντος, είχε πεθάνει. Δολοφονημένος! Το έργο της δικαιοσύνης είχε αναλάβει η ερωμένη του, την ώρα που ο εκείνος αναπαυόταν στις αγκάλες της. «Ποία όμως ήτο η τολμηρά ερωμένη και διατί δεν ενεφανίσθη να ζητήση τας 600.000 δραχμάς της επικηρύξεως τας οποίας ως γνωστόν το Κράτος επί των ημερών του μανιακού διώκτου του ασυλλήπτου ληστάρχου διέθεσεν; Αυτήν ακριβώς την απορίαν ο κύριος Πετράκης μετέβη να εξακριβώση».
Οκτώ ώρες δρόμο με τα πόδια από την Κατερίνη, ανεβαίνοντας τον Όλυμπο, στη θέση Κόκκαλα, το απόσπασμα τριάντα ανδρών του μοίραρχου της Χωροφυλακής Μανώλη Πετράκη είχε αφήσει τα ακέφαλα πτώματα του Φώτη Γιαγκούλα και δύο συντρόφων του. Το πανέμορφο ξανθό κεφάλι, με κλειστά τα γαλανά μάτια του, είχε κοπεί και είχε τοποθετηθεί σε σφραγισμένο τενεκέ πετρελαίου γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα 40 βαθμών προς αποφυγή «αυτολυτικών διεργασιών», σαπίσματος δηλαδή. Η παραλαβή έγινε στην Αθήνα από τον καθηγητή αφροδισίων και δερματικών νόσων του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Φωτεινό και τον επιμελητή του ιατροδικαστικού εργαστηρίου Νάτσα.
Είχε παρέλθει επταήμερο από την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου, όταν στον πυρετό της μάχης, εκεί όπου επιτέλους είχε βρεθεί ο Γιαγκούλας και αντί, όπως αναμενόταν, να βρέχει βροχή, έβρεχε σφαίρες, ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης, ακούγοντας τον Φώτη Γιαγκούλα να βγάζει ένα απότομο «αχ», βιάστηκε να κραυγάσει στους χωροφύλακές του: «Τον έφαγα τον λήσταρχο, εσείς χτυπάτε τους άλλους». Δεν είχε προσέξει πως κάποια σφαίρα είχε αχρηστέψει το κλείστρο στο βραχύκαννο μάνλιχερ του Απέθαντου και πως εκείνο το «αχ» δήλωνε τέτοια κακοτυχία. Έτσι, έλαβε την απάντηση που του άξιζε από τον Φώτη: «Μου έκλασες τα αρχίδια κύριε μοίραρχε!»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνη υπήρξε η απάντηση. Η εφημερίδα Το Φως το επιβεβαιώνει: «Επρόκειτο περί ύβρεως ακατονομάστου». Θα το επιβεβαίωνε πλειστάκις και ο Φώτης Γιαγκούλας, «αν δεν είχε πέσει άπνους και νεκρός, εγερθείς δε πάραυτα, εξηφανίσθη, ο Θεός να τον προστατεύει και θα ξανάρθει» (δήλωση του ιερέος χωρίου Παραπράσταινας τότε, Τζώρτζη Πάντζιου).


Πηγή: Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, Ερμής 1979. Βασίλης Τζανακάρης, Τα παληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν, Καστανιώτης 2002. Βασίλης Τζανακάρης, Φώτης Γιαγκούλας, ο Απέθαντος, Μεταίχμιο 2013, σσ. 360-377.

Ιός & πανδημία της λογοτεχνίας

τον καιρό του εξ αποστάσεως έρωτα

Όλα έχουν αλλάξει. Πώς όμως γίνεται αυτό αντιληπτό, αν επίσης όλοι έχουν αλλάξει; Ποια είναι, αν υπάρχει, η διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Κλωτσιές αντικατέστησαν μπουνιές. Εξέλιπαν οι χειροδικίες. Τα χειροφιλήματα είχαν ήδη καταργηθεί. Αγκώνες ανταγωνίζονταν σε αγωνίες. Κάθε χειρονομία παράνομη. Οι χειραψίες έγιναν ποδαψίες. Ποδωνακτικές οι χειρωνακτικές εργασίες. Μπάσκετ, τένις, μπιλιάρδο, όλα τα αθλήματα παίζονταν με τα πόδια. Έτσι έπαιζαν και οι βιρτουόζοι βιολί ή πιάνο. Χωρίς χειροκροτήματα. Άδειες αίθουσες. Απαγορευτικά για συνεστιάσεις. Από τα σχολεία έλειπαν οι μαθητές. Τα ιδρύματα είχαν αδειάσει. Το αόρατο πόδι του Άνταμ Σμιθ στις αγορές παραπατούσε. Κανείς δεν έπιανε χειρολαβές ή χειραποσκευές. Δεν χρειαζόταν χειρόφρενο σε ακίνητα μέσα μεταφοράς. Τα χερούλια είχαν αφαιρεθεί. Κανείς δεν έριχνε χειροβομβίδες.
Συνεχώς καταστρέφονται χειρόγραφα. Αδιάβαστες πάνε οι ευχές και σε αχειροποίητες κάρτες ακόμη. Απαγορεύεται η είσοδος σε διαχειριστές. Όσες πόρτες δεν είναι αρκετά έξυπνες για να ανοίγουν ακούγοντας «άνοιξε», τις γκρεμίζουν. Άχρηστα τα χειριστήρια. Δεν υπάρχει χειραγώγηση ούτε χειραφέτηση. Μονομελείς πλέον συμμορίες πυρπολούν χειροτεχνίες. Καταδιώκουν χειρουργούς και χειρομάντες. Έχουν απαγορευτεί τα ονόματα πόλεων όπως Χιρόνα και Χιροσίμα. Οι χήρες παντρεύονται. Οι χοίροι ξαναγίνονται τα αρσενικά ζώα που είχε μεταμορφώσει η Κίρκη. Οι χερσόνησοι αναδιπλώνονται σε πιο χέρσες εκτάσεις. Συν Αθηνά και πόδα κίνει, λένε όσοι δεν προσβλέπουν στην Αχερουσία. Μη χειρότερα, λένε όλοι.


Δεν είναι από σύμπτωση

Η Ryoko Sékiguchi (Χρονικό καταστροφής, Άγρα 2015) αρχίζει το ημερολόγιο στις 10 Μαρτίου 2011 παραμονή της τριπλής καταστροφής –σεισμός, τσουνάμι, πυρηνικό ατύχημα– στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας. Χρονικό που επέφερε βαθιά εσωτερική ανατροπή στη συγγραφέα που ζούσε από το 1997 –σε απόσταση– στο Παρίσι.
Ξαναπιάνουμε το βιβλίο που κάτι μας «θυμίζει». Τρίτη 10 Μαρτίου 2020 αρχίζουν τα πρώτα μέτρα αποκλεισμού για την πανδημία με αφορμή τον Covid-19 στην Ελλάδα. Το χρονικό της και το χρονικό μας ρέουν εν παραλλήλω. Στις 10 Μαρτίου η συγγραφέας είχε τελειώσει μετάφραση με τίτλο Άλλες ζωές από την δική μου. Το «έργο» αυτό θα ζήσουμε μετά τις 10 Μαρτίου στην Ελλάδα όπου παρακολουθούμε τη ζωή να εξελίσσεται σαν μεγάλο ρεάλιτυ σόου όπου όλα διαμείβονται μέσα από οθόνες, που αποκλείουν την ζωή εκτός του γυαλιού.
Ένας φίλος της παραγγέλνει στις 10 Μαρτίου, λίγες ώρες πριν το συμβάν να του φέρει ένα μαντήλι Ερμές όταν πάει στο Τόκιο. Η απόλυτη ματαιότητα μπροστά στο επερχόμενο.. Σε λίγες ώρες η συγγραφέας βλέπει στο facebook την είδηση για ένα σεισμό. Τα ηλεκτρονικά μέσα δίνουν και παίρνουν. Twitter, Facebook, NHK, διογκώνονται σαν κύμα όπως και στην Ελλάδα. Οι ειδήσεις φτάνουν θραυσματικά. Σεισμός, τσουνάμι ανησυχία για τους πυρηνικούς σταθμούς.

«Όταν το ξανασκέφτομαι η πλειονότητα των Ιαπώνων πίστεψαν ότι είχαν να κάνουν με μία καταστροφή του τύπου που είχαν βιώσει. Όμως ποτέ δεν είναι το ίδιο. Και τούτη τη φορά φοβάμαι ότι αυτό είναι πιο αλήθεια παρά ποτέ». Κάπως έτσι υποτίμησαν τον Covid-19, πιστεύοντας ότι είναι μια πανδημία σαν όλες τις άλλες. Δεν είχαμε σκεφτεί ότι ο «νέος» ιός έρχεται στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα όπου έχει καταστραφεί κάθε ισορροπία του ανθρώπου στη σχέση του με τη φύση, το κλίμα, την τροφή, τα ζώα. Πάνω απ’όλα έχει διαπραχθεί ύβρις. Την ύβρη πληρώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ιαπωνία πλήρωσε ήδη το τίμημα.
Στα ηλεκτρονικά μέσα τις επόμενες ημέρες εικόνες σε υπέρθεση. Σεισμοί, τυφώνες, κύματα. Για κάποιους αποτελούν πραγματικές εικόνες σωματικής μνήμης που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα. «Το όραμα της καταστροφής κολλημένο στον αμφιβληστροειδή». Όραμα που προβάλλεται πάνω σε άλλα πολλαπλά βιώματα σεισμών που όπως λέει η συγγραφέας την ακολουθούν. Σκέπτομαι το «οπτικό σχήμα» του Ζακ Λακάν. Το είδωλο αντεστραμμένο στον αμφιβληστροειδή, τις εικόνες που έρχονται από οθόνες και κινητά να επικαθήσουν σε άλλες προσωπικές τραυματικές παγωμένες εικόνες διογκώνοντας τον φόβο. Απόσταση. Εκεί έξω υπάρχει η Φύση, ο Άλλος, το Σώμα, το Υποκείμενο που στέκεται απέναντι στα πράγματα αναλαμβάνοντας την επιθυμία του.

«Γεννήθηκα δικαιούμενη εξαρχής να με θεωρώ υποκείμενο του λόγου». Σε ένα παγκόσμιο σκηνικό όπου κάπως βλέπουν όλοι την Ιαπωνία από το 1970, η ίδια παίρνει την απόστασή της ταξιδεύοντας και αποκτά υποκειμενικό βλέμμα και λόγο. Περιγραφή κοντά σε αυτή του Υποκειμένου του Ασυνειδήτου που παίρνει απόσταση από το Cogito της φιλοσοφίας διάφανο ως προς τον εαυτό του. Η ίδια η γραφή της, θραυσματική, με πίσω μπρος στο χρόνο και διαρκή αναφορά στο τυχαίο που «συμπέφτει» με τις διαισθήσεις και τις κινήσεις της είναι πολύ κοντά σε μία βαθιά σχέση με τον εαυτό, το ασυνείδητο, την ποιητικότητα. Εξάλλου η αναφορά της σε Ιάπωνες ποιητές συνεχής.
Στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Παρίσι 4 κόσμος έχει μαζευτεί για ανάγνωση ποίησης από τον Ιάπωνα ποιητή Τατσούχικο Ισιι. Επικρατεί αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Ο Ισιι έχει ήδη γράψει πριν το συμβάν ένα τρίπτυχο με τίτλο «Αναγγελία στην Ανθρωπότητα» και ξεκινά ως εξής: «Η μέρα που η θάλασσα αφρίζει και η γη δονείται»…Οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες είναι να απορεί κανείς, γράφει, που οι δημιουργίες τους, η σκέψη τους προηγούνται ή συμπίπτουν με μία καταστροφή. Η ίδια ανέβασε οnline ένα ηχητικό κομμάτι με τίτλο Παραμονή την παραμονή της καταστροφής. Και ένα χρόνο πριν τελείωσε ένα κείμενο με τίτλο «Η παραμονή». Αυτή η αναρώτηση για το πίσω μπρος στο χρόνο, το πριν και το μετά μιας καταστροφής, την «σύμπτωση» δίνει τον τίτλο.
sastre από το ιταλικό disastro «Κάτω από ένα κακό άστρο»

23 Μαρτίου: Είναι ακόμη αδύνατο να μετρηθούν οι νεκροί
25 Μαρτίου: Μεθυσμένος δείχνει Γιαπωνέζα «Η ραδιενεργή»..
26 Μαρτίου: Θιασώτες και ενάντιοι στην πυρηνική ενέργεια
27 Μαρτίου: Οι μετασεισμοί συνεχίζονται
30 Μαρτίου: Διαταγή εκκένωσης της πόλης

Το ηχητικό κομμάτι η Παραμονή που δημιούργησε με τον μουσικοσυνθέτη Εντί Λαντουάρ είχε αφορμή μια καταστροφή που έγινε στην Βοστώνη 15 Ιανουαρίου του 1919. Στις 15 Μαρτίου ήταν η παραμονή του πυρηνικού ατυχήματος στη Φουκουσίμα. Η 11η Μαρτίου 2011 συνηχεί με την 11η Σεπτεμβρίου στην Αμερική. Η Φουκουσίμα και η Χιροσίμα, η Φουκουσίμα και το Τσερνομπίλ, η προφητική ταινία Όνειρα του Κουροσάβα με το τελευταίο όνειρο στον απόηχο ενός πολύχρωμου κύματος ραδιενέργειας που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να ζήσουν και το αόρατο ιικό φορτίο που έχει συγκλονίσει τον πλανήτη τον Μάρτιο του 2020. Έναν πλανήτη ασφυκτικά πιεσμένο, βιασμένο, εγκαταλελειμμένο. Το χρονικό τελειώνει 30 Απριλίου όριο αναφοράς για τους περιορισμούς μας... Δεν είναι από σύμπτωση.

Το θεραπευτήριο



Από τη μέρα που έγινε γνωστό το θέμα με τον ιό δεν ανταμώσαμε ξανά σαν οικογένεια. Όλοι κάναμε ότι είχαμε δουλειές, τηλεφωνιόμασταν που και που (όλα καλά; Καλά) κι όταν κανένας έλεγε «θα περάσω από το σπίτι να σε δω», βρίσκαμε πάντα μια δικαιολογία για να μην έρθει. Ακόμη και στην αυλή όταν συναντιόμασταν αποφεύγαμε κάθε επαφή μεταξύ μας, χτυπιόμασταν με αγκωνιές και γροθιές, δηλώνοντας την αγάπη μας.
Να φανταστείτε ότι στα γενέθλια της μικρής μου ανιψιάς δεν πήγε κανείς μεγάλος. Της γιαγιάς, που επέμενε ντε και καλά να πάει, της κουμπώσαμε ένα Ζάναξ των 2 mgr και την πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Στη μικρή κάναμε δώρο δέκα μικρά ροζ πλαστικά μπουκαλάκια, με αυτοκόλλητα της Μπάρμπυ, 100 ml το καθένα γεμάτα με οινόπνευμα 60%. Τα αφήσαμε στην πόρτα της τυλιγμένα με μια όμορφη κόκκινη εορταστική κορδέλα. Ακούγαμε τα μικρά που τραγουδούσαν και χόρευαν και τρέμαμε για τους ιούς που θα μας κουβαλήσουν. Μέχρι να φύγουν ξεροσταλιάσαμε πίσω από τις εξώπορτες με τις σκούπες και τα απολυμαντικά ανά χείρας για να καθαρίσουμε όσο γινόταν γρηγορότερα το κλιμακοστάσιο πριν φυτρώσουν οι ιοί στα μάρμαρα και κλείσουν την έξοδο.
Όλα άλλαξαν όταν μάθαμε ότι ο ιός δεν ζει σε θερμοκρασία πάνω από 25 βαθμούς και ότι ο ήλιος και τα ζεστά ροφήματα κάνουν καλό. Συγκεντρωθήκαμε σαν οικογένεια, (επιτέλους!) στην ταράτσα, παρέα με δυο γριές γειτόνισσες, φίλες της μάνας μου και καθίσαμε, με τις μάσκες φορεμένες, κατάφατσα στον μεσημεριανό κυριακάτικο ήλιο. Βγάλαμε παπούτσια, κάλτσες, ανεβάσαμε παντελόνια,   ο ξάδερφος μου –χρόνια στα γυμναστήρια– πέταξε και το φανελάκι, η θειά μου η Στέλλα κόντεψε να μείνει με το σώβρακο, ένα μακρύ πορτοκαλί βαμβακερό σώβρακο ίδιο χρώμα με το σπίτι της στην Κέρκυρα και οι φίλες της μάνας μου ανέβασαν χωρίς ντροπή τα φουστάνια μέχρι πάνω. Μόνο ο Τίτος, ο ανιψιός μου, εξορίστηκε στον κήπο, είχε βλέπετε γυρίσει πρόσφατα από τη Γαλλία και τον είχαμε σε καραντίνα. Παρόλο που επέμενε ο έρμος ότι ήταν μια χαρά, ότι πέρασαν οι δεκατέσσερις μέρες, κανείς μας δεν τον εμπιστευόταν ακόμη, μιλούσαμε όμως όλοι μαζί του με το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για μην αισθάνεται μόνος.
Οι γείτονες στην αρχή απόρησαν που μας είδαν σε αυτή την κατάσταση (λες και ήμασταν τρόφιμοι από κάποια ψυχιατρική δομή), αλλά όταν έμαθαν για τις θεραπευτικές ιδιότητες του ήλιου, ξαμολήθηκαν και αυτοί. Όσοι είχαν προσήλια μπαλκόνια απλώθηκαν για τα καλά κι άλλοι κρεμάστηκαν στα παράθυρα, ξεπερνώντας αναστολές, ανταποκρινόμενοι άμεσα στη θεραπεία. Γέμισαν τα μπαλκόνια με μισόγυμνα σώματα, χέρια και πόδια κατάλευκα, σαν άσπρα μεταλλαγμένα   σκουλήκια φαινόταν από μακριά. Εξαίρεση η Τζίνα, που εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου με το μπικίνι, προκαλώντας αναβρασμό, ένταση και χαρά σε όλο το θεραπευτήριο.
Το απομεσήμερο πια είχαμε βράσει κυριολεκτικά, είχαμε γίνει όλοι σκέτα παντζάρια, μας χτύπησε ο ήλιος του Μάρτη κατακέφαλα και πήραμε από ένα αναβράζον δισκίο ντεπόν maximum. Πριν αποσυρθούμε ο καθένας στο σπίτι του η ανιψιά μου που είναι χρόνια διοικητικός υπάλληλος στο νοσοκομείο και ξέρει καλά άπαντα τα ιατρικά (καλύτερα από γιατρός) φόρεσε γάντια και μοίρασε με την ανάλογη επισημότητα σε όλους μας, ένα αναβράζον δισκίο βιταμίνης C 1000 mgr, ένα καψάκιο βιταμίνης D 1mgr, ένα αναβράζον δισκίο εχινάκεας 150 mgr, ένα δισκίο Lysopaine για στοματοφαρυγγική αντισηψία, ένα αναβράζον δισκίο μαγνήσιου 300 mgr και ένα δισκίο μελατονίνης 2mgr. Τα τρία τελευταία θα τα παίρνετε μια ώρα πριν τον ύπνο, διευκρίνισε ,όλα τα άλλα κατά τη διάρκεια της μέρας, για έναν μήνα και βλέπουμε…

2 Στιγματότοποι (χωρίς αρίθμηση)

«Το φιλί» του Νικηφόρου Λύτρα (πριν το 1878. Εθνική Πινακοθήκη). Στην παραλλαγή δεξιά, το αγόρι που φιλάει το κορίτσι έχει εξαφανιστεί και το κορίτσι απλώς ... περιμένει


Βόρεια προάστια, Αθήνα

Δύσκολη… Ζωτικής σημασίας, όμως, (νομίζω…), η αδιάλειπτη ενημέρωση για τους νέους και ανανεούμενους αποκλεισμούς και απαγορεύσεις. Ήμουν, βλέπετε, και στραβάδι ακόμα: μόλις πριν λίγες ώρες είχα φτάσει σε τούτη εδώ τη χώρα προερχόμενος από μιαν άλλη χώρα. Λιγότερο ανεπτυγμένη. Δηλαδή με λιγότερα δηλωμένα κρούσματα και θανάτους. Λιγότερα από ό,τι εδώ, υποτίθεται. (Στις φτωχές χώρες τα πολλά κρούσματα είναι πολυτέλεια, εδώ και οι πλούσιες τα τσιγκουνεύονται). Δηλαδή λιγότερο φόβο. Λιγότερες μάσκες, λιγότερα πρέπει.
Διαβάζω λοιπόν αμέσως το νέο μήνυμα στο κινητό:
– «Τι θα κάνεις τώρα;» γράφει ένα γνωστός, τον οποίο είχα ενημερώσει τηλεφωνικά πριν λίγη ώρα για την άφιξή μου στην πατρίδα.
– «Θα πάω για ένα ποτό», απαντώ.
– «Δεν άκουσες τα μέτρα; Δεν έχεις ΑΕ μου φαίνεται!».
– «Ναι, δεν έχω Ανώνυμη Εταιρία. Μια μικρή Ομόρρυθμη έχω, με πολλές αρρυθμίες τώρα τελευταία».
– «Ατομική Ευθύνη δεν έχεις!». Και το έκλεισε.
–  (;)

Σουρούπωνε στο μεταξύ. Ψιλόβρεχε. Βλέπω αφώτιστη μια φωτεινή επιγραφή: «Mille baci». Μισάνοιχτη πόρτα, μισόφωτο. Φωλιά. Μπαίνω διστακτικά, με μια ανεξήγητη αίσθηση φόβου. (Τι το ‘θελαν οι ευλογημένοι αυτό το ιταλικό όνομα! Ιταλία, η φωλιά του ιού). Τρεις κι ο κούκος, ερημιά στο μπαρ. Η μπαργούμαν με κοιτάζει καχύποπτα. Κατευθύνομαι προς την μπαργούμαν, παραγγέλνω.
Κοιτάζω γύρω μου: Ένας νεαρός σ’ ένα τραπέζι. Ωραία γκριζογάλανα μάτια. Μια κοπέλα στο διπλανό του τραπέζι. Ωραία πράσινα μάτια. Κοιτάζονται. Κάθομαι, με μια περίεργη φόβου, σ’ ένα τραπέζι. Πολύ κοντά στην είσοδο. (Καλού κακού). Τo ποτό μου φθάνει αμέσως. Η σερβιτόρα ζητά να πληρωθεί αμέσως. (Καλού κακού;). Πληρώνω.

Ο νεαρός σηκώνεται ξαφνικά και πάει στο τραπέζι της κοπέλας. Κάτι της ζητάει, δεν μπορώ να ακούσω. Αναπτήρα; (Θυμήθηκα την παλιά απαγόρευση). Θα πάει έξω; Θα πάνε έξω; Η κοπέλα τού δίνει ένα πλαστικό μπουκαλάκι. (Λαγνεία τέχνας κατεργάζεται, σκέφτομαι). Καθαρίζει τα χέρια του με υγρό από το μπουκαλάκι. Κάτι λένε μεταξύ τους, δεν μπορώ να ακούσω. Ο νεαρός κάθεται στο τραπέζι της. Απέναντί της. Φλυαρούν σιγανά. Σε μια στιγμή βγάζουν σχεδόν ταυτόχρονα τις μάσκες. Σηκώνονται όρθιοι. Στάση ανυπόμονης προσμονής. Περιμένω να δω το φιλί -ωραία. Ο νεαρός βάζει αποφασιστικά το χέρι στην τσέπη και βγάζει ένα μαντιλάκι. Της το δίνει. Παίρνει και αυτός ένα. Καθαρίζουν επιμελώς τα χείλη τους, τις μύτες τους, τις μούρες του. Με παίρνει η μυρωδιά του οινοπνεύματος. Απότομα. Σαν μια ξαφνική μπάτσα.

Ξαφνικά ένας θόρυβος: Δυο μπάτσοι μπαίνουν φουριόζοι στο μαγαζί. Αποπνέουν μια αδιόρατη αίσθηση φόβου. Κατευθύνονται προς την μπαργούμαν. Προλαβαίνω και φεύγω απαρατήρητος. (Καλού κακού!).

*

Σε πολλές πόλεις, όχι σε όλες (ακόμα)

Ανοιξιάτικη λιακάδα. Στεγνώνει στο παγκάκι μετά την πρωινή βροχή. Καπνίζει. Ο αστυνομικός τον πλησιάζει.
–  Έχετε άδεια μετακίνησης;
–  …
–  Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί κανείς έξω χωρίς άδεια. Μένουμε σπίτι, δεν το ξέρετε;
–  …
–  Πηγαίνετε αμέσως σπίτι σας. Πού μένετε;
–  Εδώ μένω.
Είπε. Και έδειξε αφηρημένα τα στρωσίδια πάνω στα χαρτόκουτα, κάτω από τη μαρκίζα.

Το όργανο τον κοίταξε με ζήλεια και τρυφερότητα.

Μνημεία



Οι γάτες και τα πουλιά ήταν παντού. Οι άνθρωποι λίγοι και πέθαιναν. Η καμπάνα μέτρησε έξι στους δύο μήνες που ήμουν εκεί. Οι γάτες όλο και αυξάνονταν. Μόλις τάισα τις πρώτες τρείς στάλθηκε σήμα σε όλες. Έφεραν τα καλοκαιρινά μωρά τους και τα ανοιξιάτικα που ήδη είχαν γεννήσει άλλα δικά τους. Τα πουλιά δεν τις φοβούνταν, όπως έδειχνε ο πληθυσμός τους.
Μετά από πέντε χρόνια χειμώνα, ακολουθώντας τον από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο, γύρισα και πάλι για καλοκαίρι στην Ελλάδα. ΄Ετσι βρέθηκα στο χωριό. Θεσσαλονίκη, Μελβούρνη, Σαν Φρανσίσκο, Βοστώνη, με σύντομες περιόδους σε πόλεις τεσσάρων ηπείρων, ήταν πόλεις που έζησα και ζώ. Το σπίτι στο χωριό ήταν το μόνο σταθερό στην περιπατητική ζωή μου. Μικρή περνούσα τα καλοκαίρια και τις γιορτές εκεί. Αργότερα, εκεί ήταν που χανόμουν μακριά από όλα και όλους για να ξαναβρώ τον δρόμο.
Αυτό έψαχνα και αυτή τη φορά. Όταν ο πατέρας μου πέθανε δεν πήγα στους αντίποδες το καλοκαίρι για χειμώνα. Έπεισα την μητέρα μου νάρθει στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά μόνη της στο πρώτο σπίτι που έφτιαξαν μαζί. Το τελευταίο τους το αγόρασαν κρυφά πριν χρόνια. Πάμε να δούμε το καινούριο μας ακίνητο, είπαν γελώντας στον αδελφό μου και μένα που είμασταν εκεί για Χριστούγεννα όπως κάθε χρόνο. Όταν πλησιάσαμε το νεκροταφείο καταλάβαμε τι ήθελαν να μας δείξουν. Καλά που ήταν έτοιμο, μας είπε η εταιρεία κηδειών, γιατί η κατασκευή μνημείου θέλει τουλάχιστον έξι μήνες. Εμείς είμασταν ευγνώμονες που δεν θα βλέπαμε χώμα. Ο λευκός γρανίτης μας κάλυπτε και μας και βοήθησε να ενσωματώσουμε την αλήθεια της απουσίας του. Αυτός δεν είναι ο ρόλος των μνημείων εξάλλου, να καλύπτουν ωμές αλήθειες με σύμβολα;
Αυτή ήταν η αλήθεια του χωριού για μένα, ότι είναι μνημείο, σύμβολο σταθερότητας και συνέχειας που ποτέ δεν είχα. Το σπίτι, τα έπιπλα, που ήταν μια εκλεκτική συλλογή δειγμάτων από όλα μας τα σπίτια, τα ρούχα, ξεχασμένα ή αφημένα εκεί για το επόμενο καλοκαίρι, τα βιβλία, από το αγαπημένο μου μικρή μέχρι το τελευταίο μου αγαπημένο την τελευταία φορά που ήμουν εκεί, σχεδόν όλα μέσα στο σπίτι ήταν από κάπου αλλού. Οι γάτες το κατάλαβαν, για αυτό έρχονταν να γίνουν του σπιτιού και να τις προσθέσω στη συλλογή συμβόλων ζωής του.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να γυρίσω. Μετά από φθινόπωρο στο Λος Άντζελες και στη Σεούλ, βρέθηκα Μελβούρνη, όπου ήταν καλοκαίρι, και ενώ ετοιμαζόμουν να επιστρέψω σπίτι μου στη Βοστώνη έκλεισαν οι πτήσεις εξαιτίας ενός ιού που ίσως είναι το τέλειο σύμβολο του τέλους. Μας καλύπτει όλους. Τροφοδοτεί τις φοβίες μας αλλά και μας αποκαλύπτει τις αλήθειες στα σύμβολα ζωής της ζωής μας. Αν γυρίσω, δεν ξέρω αν θα γνωρίσω το σπίτι μου.

[ Μελβούρνη, Μάρτης 2020 ]

Η πανώλη του κυρ Ζαχαρία


Ο δε κυρ Ζαχαρίας του ποτέ Χριστοδούλου πορευθείς και αυτός μετ' ου πολύ χάριν της συνήθους περιηγήσεως εις τα Δερβενοχώρια και εις Κούλουρην ένθα επώλησεν πάσαν την πραμμάτειαν εξόχως επωφελώς, επέστρεψεν εις Αθήνας με τον γάιδαρόν του, ένα ζεύγος ορνίθων και τρεις δαμιζάνας ερυθρού οίνου αντί άρτου, κομίζων το αγώγιμον της πανώλης χωρίς να το ηξεύρη τινάς, διότι επήγαν και οι προεστώτες και άλλοι των χριστιανών κατά την συνήθειαν και τον εχαιρέτησαν, απολαμβάνοντες την φιλοξενίαν αυτού και της συζύγου του μέχρι πρωίας. Την ακόλουθον ημέραν ηγέρθη της κλίνης του περί την ανατολήν και έψησεν την μεσημβρίαν το ζεύγος ορνίθων, το οποίον απήλαυσε ομού μετά του τρεφόμενου με πλούσιον σανόν γαϊδάρου του, περί την δύσην όμως του ηλίου ησθένησε και κατεκλίθη. Την τρίτην ημέραν απέθανεν υπό πανώλης ως εμαρτύρησεν η κυρά Θεοδώρα η μαμή εις τον ιερέα της Παναγίας Γλυκοφιλούσης πατέρα Γρηγόριον, τον λεγόμενον Γουρλομάτην. Τον έθαψεν ο μόρτης λεγόμενος Λαλές, εξελθών του καπηλείου του κυρ Γερασίμου, εις το οποίον επανήλθεν ίνα πίει εις μνήμην του μακαρίτη και καταθέσει το γρόσι που είχεν λάβει δια την ταφήν. Και εκεί απέθανεν περί το μεσονύκτιον, πληγείς στο δοξαπατρί υπό της πανώλης. Κανένας άλλος δεν εκτυπήθη υπό της νόσου εις το ύστερον και ο γάιδαρος επωλήθη εις τον κυρ Μανιό, επειδή ο γάιδαρος εγνώριζεν τον δρόμο προς τα Δερβενοχώρια και την Κούλουρην, όπου ο κυρ Μανιός του ποτέ Σοφία Σολωμόντος έμελε να μεταβεί εμπορευόμενος ξερά κουκιά και άλλα του νοικοκυριού. Πριν όμως του θανάτου του κυρ Ζαχαρίου είχεν αποθάνει αιφνιδίως ο Διονύσιος του γραμματικού κυρ Αγγελάκη ο υιός, όπου ήλθεν μαζί με τον κυρ Ζαχαρίαν από την Κούλουρην, κακείθεν εγένετο το πράγμα γνωστόν. Εις τους 1741 όπου εγένετο μέγας χειμών εν Αθήναις. Το αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικόν, πανώλης τοιαύτη, η λεγόμενη «του Ζαχαρία», ως μη δύνασθαι τους ζώντας θάπτειν του θνήσκοντας. Έρριπτον γαρ αυτούς εις την θάλασσαν και αι ακταί των αιγιαλών επληρούντο νεκρών σωμάτων. Μαρτυρώ εγώ Φιλόθεος του ποτέ Αβαρία, σήμερα του Αγίου Τρύφωνος, έτος σωτήριον 1742.

Στρατής Χαβιαράς: σενάριο μιας ζωής (1935-2020)

«Θα ήθελα χειρόγραφους λίγους στίχους και την υπογραφή σου», είπε, όταν τηλεφώνησε τηλεφώνησε από τη Βοστώνη, «στη σελίδα από ρυζόχαρτο που στέλνω, με παράκληση να την επιστρέψεις αμέσως». Αυτό ήταν εύκολο, καθώς έμενα στη Νέα Υόρκη. Εξήγησε τι οργάνωνε χωρίς να το ξέρει ο Στρατής. Θα έδενε σε βιβλίο τις σελίδες που συγκέντρωνε από φίλους, οι οποίοι είχαν διαβάσει στην Αίθουσα Ποίησης στη Βιβλιοθήκη Λαμόντ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης ήταν ο Στρατής Χαβιαράς, που επρόκειτο να αποχωρήσει. «Και πώς θα παραμείνει έκπληξη πριν του δώσεις το βιβλίο;», ρώτησα. «Είναι απλό», απάντησε. Είχε ζητήσει από τον ίδιο τον Στρατή να κλείσει την αίθουσα για μια εκδήλωση για την ποίηση του Σαίξπηρ, στην οποία θα μιλούσαν και οι δύο. «Άρα θα είμαστε καλοντυμένοι», πρόσθεσε. Θα μιλούσαν και άλλοι από το Χάρβαρντ, που κρυφά γνώριζαν ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Στρατή.
Δεν μπορούσα να είμαι παρών, αλλά την ίδια ιστορία άκουσα και από τους δύο. Ο Στρατής μπήκε και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι των ομιλητών. Ποιο ήταν το θέμα το έμαθε όταν πήρε τον λόγο ο Σέιμους Χήνυ, που εξήγησε στο πυκνό ακροατήριο, όπου σχεδόν όλοι πια το ήξεραν, ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Χαβιαρά, έβγαλε το βιβλίο όπου είχε συγκεντρώσει και δέσει τις σελίδες από ρυζόχαρτο και το έδωσε στον τιμώμενο. Δεν ξέρω όμως πόσο μικρή ή μεγάλη αίθουσα θα γέμιζαν τα άτομα στην Ελλάδα που γνωρίζουν ότι ο Στρατής Χαβιαράς ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες, που στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία τους είχαν προσωπικές σχέσεις με σπουδαίους ξένους συγγραφείς.
Η ζωή του Χαβιαρά συνιστά σενάριο ταινίας. Γεννήθηκε στη Νέα Κίο της Αργολίδας από μικρασιατικής καταγωγής γονείς. Το 1944 εκτέλεσαν τον πατέρα του για αντιστασιακή δράση, ενώ η μητέρα του εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Οι αρχές κατοχής κατεδάφισαν το σπίτι τους. Τελειώνοντας το δημοτικό άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος στην Αθήνα και σε δημόσια έργα στην επαρχία. Το 1957 γνώρισε τον Κίμωνα Φράιερ, που τον κάλεσε στην Αμερική. Δακτυλογραφούσε το αρχείο αλληλογραφίας με τον Καζαντζάκη. Μετέφραζε στα ελληνικά και εκφωνούσε στη «Φωνή της Αμερικής» ομιλίες του Φράιερ. Βοηθούσε στη μετάφραση της «Ασκητικής» και της «Οδύσσειας». Γνώρισε τον Άρθουρ Μίλερ, τον Τένεσι Γουίλιαμς και άλλους. Παράλληλα σπούδαζε μηχανολογικό σχέδιο στη Νέα Υόρκη και αργότερα, όταν έφυγε σε συγγενείς του στη Βιρτζίνια, όπου γνώρισε τον Ουίλιαμ Φώκνερ, σχεδιασμό μηχανών, ενώ τα βράδια δούλευε σερβιτόρος.
Ο δραματικός μονόλογος «Το σκουριασμένο καρφί» δημοσιεύτηκε το 1959 στην Καινούρια εποχή του Γιάννη Γουδέλη. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα. Γνώρισε την Κατερίνα Πλασσαρά και ταξίδεψαν στην Ευρώπη. Η κυρία με την πυξίδα, η πρώτη ποιητική του συλλογή, εκδόθηκε το 1963, ενώ εργαζόταν ως μηχανικός στην κατασκευή του φράγματος στον Αχελώο. Δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε το Βερολίνο από τις εκδόσεις Φέξη. Το 1967 έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας παντρευτεί με την αρχιτέκτονα Γκέιλ Φλυν, που γνώρισε στα γραφεία, όπου είχε βρει δουλειά ως σχεδιαστής, της εταιρείας του Γκρόπιους, που σχεδίασε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Πριν φύγουν εκδόθηκε Η νύχτα του Ξυλοπόδαρου, η τρίτη του συλλογή, αντίτυπα της οποίας κατασχέθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία, ενώ η Νεκροφάνεια, η τελευταία του ποιητική συλλογή στα ελληνικά, κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1972.
Πολύ δραστήριος στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπεύθυνος του περιοδικού Eleutheria, στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης ξεκίνησε από χαμηλόβαθμη δουλειά, εξυπηρετώντας αναγνώστες, στο συγκρότημα βιβλιοθηκών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ενώ παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα λογοτεχνίας. Μέσω του εξ αποστάσεως προγράμματος του Κολεγίου Γκοντάρ, όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό, γνώρισε σπουδαίους πεζογράφους όπως ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο Ρόμπερτ Κούβερ. Το 1973 αποφάσισε να γράφει στα αγγλικά. Άρχισε να δημοσιεύει σε αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά. Χώρισαν με τη γυναίκα του. Δύο φορές διέσχισε τον ποταμό: Crossing the River Twice λεγόταν η πρώτη ποιητική συλλογή του στα αγγλικά, που κυκλοφόρησε το 1976, έτος που άρχισαν να ζουν μαζί με τη μετέπειτα διευθύντρια βιβλιοθηκών του Χάρβαρντ Χέδερ Κόουλ. Έπειτα από χρόνια παντρεύτηκαν ικανοποιώντας επιθυμία της κόρης τους Ηλέκτρας.
Από το 1974, έως τη συνταξιοδότησή του το 2000, ήταν υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης του Χάρβαρντ (Woodberry Poetry Room). Σε αυτό το «μέρος για την ποίηση», όπως το χαρακτήρισε ο Φινλανδός αρχιτέκτονας Άλβαρ Άαλτο, που το είχε σχεδιάσει, σε αυτό το «τεράστιο δωμάτιο», όπως το αποκαλούσε ο e e cummings, ο Στρατής Χαβιαράς διοργάνωνε αναγνώσεις, ομιλίες, συναντήσεις. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη σύγχρονης ποίησης, που διαθέτει συλλογή σπάνιων εκδόσεων και ηχητικών ντοκουμέντων. Πρόκειται για μια μοναδική «βιβλιοθήκη φωνών», από το 1933, από αναγνώσεις ποιητών στα αγγλικά, κάποιοι από τους οποίους για πρώτη φορά άκουσαν τη δική τους φωνή στις ηχογραφήσεις αυτές, αλλά και σε άλλες γλώσσες. Ο Χαβιαράς δημιούργησε συλλογή ηχογραφήσεων και στα ελληνικά. Επίσης υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών, έχοντας ξεκινήσει το 1971 με το χειρόδετο Arion's Dolphin και συνεχίζοντας το 1986 με το περιοδικό Erato, που μετεξελίχθηκε στο Harvard Review.

Διεθνή αναγνώριση κέρδισαν δύο μυθιστορήματά του στα αγγλικά, που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες: When the Tree Sings το 1979 («Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα», Ερμής 1980) – το οποίο αρθρογράφος του Guardian περιέλαβε στα δέκα πιο σημαντικά πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα – και The Heroic Age το 1984 («Τα ηρωικά χρόνια», Καστανιώτης 1999). Το 2000 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η συλλογή με ποιήματα σε πρόζα Millennial Afterlives: A Retrospective. Τα μυθιστορήματα Άχνα (2014) και Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007), σε μετάφραση Ρένα Χατχούτ το δεύτερο, κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο. Επίσης μετέφρασε Καβάφη στα αγγλικά, Χήνυ και Σίμικ στα ελληνικά. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου η δράση του είναι πολύ πιο γνωστή. Συνέχισε να διδάσκει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, συγκεντρώνοντας την αγάπη των μαθητών του. Κηδεύτηκε στη γενέτειρά του, όπως ήταν η επιθυμία του.

Τι απέγινε το αυτοσχέδιο βιβλίο που έδωσε ο Σέιμους Χήνυ στον Στρατή Χαβιαρά, μπορεί να ρωτήσετε. Κι εγώ είχα ρωτήσει τον Στρατή. «Ήταν τόσο ωραίο, που το χάρισα στη βιβλιοθήκη», είπε.

Μάσκες & μασκοφόροι

Ασφαλώς χρήσιμες θα φανούν οι μάσκες σε άτομα που θα κυκλοφορούν μετά την υποχώρηση ή επιστροφή του ιού. Θα είναι χρήσιμες, παραδείγματος χάριν, για την ανάληψη χρημάτων από τράπεζες. Ήδη τη Μεγάλη Πέμπτη, φορώντας χειρουργική μάσκα κατά του κορωνοϊού και κρατώντας πιστόλι, άγνωστος που απομακρύνθηκε με άγνωστο μέσο απέσπασε άγνωστο χρηματικό ποσό από υποκατάστημα επί της Συγγρού στο Κουκάκι, σύμφωνα με κατατοπιστικό ρεπορτάζ.
Επίσης χρήσιμες είναι για τη διενέργεια εκλογών, όπως στη Νότιο Κορέα στα μέσα Απριλίου, όταν ο κεντροαριστερός κυβερνητικός συνασπισμός συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό μετά τη μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία το 1987, κερδίζοντας 180 από συνολικά 300 έδρες. Πριν ψηφίσουν, γινόταν έλεγχος της θερμοκρασίας των ψηφοφόρων και απολύμανση χεριών, στα οποία μετά φορούσαν πλαστικά γάντια μίας χρήσης. Σε χωριστούς εκλογικούς θαλάμους ψήφισαν όσοι είχαν υψηλή θερμοκρασία ή δεν φορούσαν μάσκα.
Εκλογολόγοι ήδη υποψιάζονται μία νέα αντίληψη περί μυστικής ψηφοφορίας, που θα μπορούσε να γενικευτεί, με θερμομετρήσεις αντί για σφυγμομετρήσεις του εκλογικού σώματος και εξυγίανση εταιρειών δημοσκοπήσεων, ενώ χρήσιμες μπορεί να φανούν οι μάσκες και για ζευγάρια που λόγω αποκλεισμού έχουν παραγνωριστεί. 
Στην Ελλάδα, ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού χωρίς συμπτώματα άνοιας ίσως θυμούνται την επιτυχία της Μάσκας, ιδίως στις αρχές της. Πρώτος διευθυντής του περιοδικού ήταν ο Απόστολος Μαγγανάρης, στον οποίο αποδίδεται η μετονομασία της στήλης των «σταυρωτών λέξεων» σε «σταυρόλεξο», όταν εργαζόταν στην εφημερίδα Τα Νέα. Δεν έχουν καταγραφεί εναλλακτικές ονομασίες – όπως ημισεληνόλεξο; – για μη Χριστιανούς. 
Στις περισσότερες από δώδεκα ποιητικές συλλογές του πρωτοπόρου του περιοδικού τύπου Απόστολου Μαγγανάρη περιλαμβάνονται και «μασκοφορεμένες», δηλαδή δύο βιβλία με ποιήματα σε ύφος άλλων ποιητών και τίτλο «Ύφη και στυλ» (Α΄, 1979 και Β΄, 1980), «A la manière de …» 120 ποιητών και 89 ποιητών αντιστοίχως. 

Social Distancing

Σου γράφω αυτό το σύντομο μήνυμα αν και δεν ξέρω αν θελήσεις να το διαβάσεις και δεν είμαι σίγουρος ακόμα αν θα στο στείλω.
Τον τελευταίο καιρό όλα συμβαίνουν λες και είναι μια ψευδαίσθηση και δεν μπορώ να ξεχωρίσω το περίγραμμα των γεγονότων, να αποσυνδέσω την μια μέρα από την άλλη, ούτε έχω καμία εγγύηση αν τα γεγονότα είναι αντιστρέψιμα.
Εσύ ξέρεις πόσο μοναχικός είμαι,μερικοί θα το ονόμαζαν διακριτική εσωστρέφεια, άλλοι αβάσταχτη μοναξιά έτοιμη να σε κατασπαράξει με το παραμικρό σημάδι αδυναμίας.
Η μοναξιά όμως για εμένα,όπως θα το έχεις καταλάβει, είναι το φυσικό μου περιβάλλον, έχω ψηθεί πια στην κοινότυπη και στερεότυπη αλήθεια που λέει ότι το ιδιωτικό είναι και κοινωνικό και μολονότι συνήθως τους μοναχικούς τους βλέπεις να είναι στην τσίτα, σημαδεμένοι με μια ήπια μορφή αδιαφορίας και ένα ασταθές έδαφος διαθέσεων για όλους και για όλα, προσωπικά δεν έχω λόγο να ανησυχώ και να φοβάμαι.
Αποτραβηγμένος λοιπόν εξ αιτίας του χαρακτήρα μου στο μικρό δικό μου τίποτα, μένω στο ίδιο ορθογώνιο κτήριο που θυμάσαι. Εγκιβωτισμένος μαζί με όλους τους άλλους ένοικους στις σκληρές διαδοχικές στρώσεις τσιμέντου που μας κρατάνε ενωμένους τον ένα επάνω στον άλλον, συνεχίζω τόσα χρόνια να μην τους έχω πει ούτε καλημέρα, παρ΄ όλο που λένε ότι συνυπάρχοντας γίνεσαι πιο επικοινωνιακός και αποκτάς ενσυναίσθηση. Κάποιες φορές ισχυρίζομαι με κυνισμό, ότι η κοινωνία θα επιβιώσει για καιρό με άτομα σαν εμένα που το βιωματικό τους γίγνεσθαι περιορίζεται σε λίγες δημόσιες σχέσεις και ακολουθεί ένα πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς που λέει ότι είναι καλύτερα να κρατιέσαι σε κάποια απόσταση από τον συλλογικό βίο, να αποτραβιέσαι και να καθίστασαι ει δυνατόν μη εντοπίσιμος,μακριά από τις αντιπαραθέσεις. Άλλωστε δεν υπάρχει κανένας λόγος να καταπιέζει κανείς την αντικοινωνικότητα του.
Πράγματι όταν βρίσκομαι με κόσμο δεν νοιώθω και πολύ άνετα, μιλάνε και ενθουσιάζονται συχνά για πράγματα που δεν με αφορούν, γι’ αυτό διασκεδάζω και γεμίζω τις μπαταρίες μου, παίζοντας ρουλέτα στο διαδίκτυο ή μπαίνω σε σάιτ γνωριμιών με την fake ψηφιακή συγκίνηση και μία φορά την εβδομάδα επισκέπτομαι ένα ινστιτούτο μασάζ. Αγόρασα και μια σεζ λονγκ και τα απογεύματα παρατηρώ μέσα από την τζαμαρία τις κινήσεις που ακολουθούν τα σύννεφα και οι γλάροι στον ουρανό, δίνοντας τους το κρυφό νόημα μιας αναγγελλίας αποκάλυψης.
Τα πράγματα όμως τελευταία άλλαξαν. Οι πρόσφατοι μήνες μου φαίνονται ατέλειωτοι και νοιώθω ένα ανεξήγητο προαίσθημα επερχόμενης συμφοράς.
Η ατμόσφαιρα γύρω μου είναι τεταμένη, διαπληκτισμοί που καταλήγουν σε μια επίδειξη αδιαλλαξίας, λογομαχίες και καυγάδες νυχθημερόν, όπως και ήχοι από αντικείμενα που σπάζουν στον δρόμο, με κάνουν να νοιώθω ανασφάλεια χωρίς να μπορώ να προβλέψω τι θα συμβεί από την μια στιγμή στην άλλη.
Αυτή η έκρηξη προσωπικής αντιπαλότητας που έχει ξεσπάσει φαίνεται να θέλει να καταλύσει κάθε οικείο μέτρο και κανόνα.
Το πολιτισμένο μίσος και η δυσπιστία που ανέκαθεν υπήρχαν τώρα δεν κρύβονται με τίποτα,ένας αδυσώπητος ατομικισμός σαν ραδιενεργό υλικό, σαν μεταλλαγμένος τύπος άγνωστου ιού, έχει διασπαρεί απροκάλυπτα στην ατμόσφαιρα και μολύνει ύπουλα τους πάντες αγγίζοντας τα όρια της επιδημίας, απειλώντας και απαξιώνοντας τον εύθραυστο χαρακτήρα των κοινωνικών δομών,εκμηδενίζοντας τις πολιτισμικές αξίες και την συμβατικότητα μιας ειρηνικής συνύπαρξης. Και όχι μόνο.
Αυτή η ανατρεπτικότητα για την οποία σου μιλάω, συνεχίζει να εξυφαίνεται καθημερινά και αιφνίδια με εκδηλώσεις μνησικακίας, πανικόβλητης αταξίας, προσβολών και διασυρμών, όλου αυτού του τζογαρίσματος ρήξης προσώπων, εγκλωβισμένων στον ασφυκτική δυσφορία και ψυχρότητα του μετανεωτερικού κόσμου,που θέλει να μετατρέψει την ζωή που μας έχει απομείνει σε απλή επιβίωση, κρούοντας κώδωνα κινδύνου για μια πλεκτάνη με χαρακτηριστικά μαζικής εξόντωσης.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί απάτης, σκόπιμης πολιτικής παγίδευσης, ότι είναι κάποια τακτική του κοινότοπου μιντιακού συστήματος αποτροπής, ότι η λέξη κλειδί για όλα αυτά είναι ένας εκβιασμός ασφάλειας έναντι του δυνητικού εχθρού που αποτελεί ο άλλος.
Δυστυχώς όλα πλέον εδώ είναι ρευστά και εκτυλίσσονται τόσο γρήγορα που είναι αδύνατον να τα επηρεάσεις.

Το πιο τρομακτικό αστείο

Το πιο τρομακτικό αστείο
είναι αυτό το τρομακτικό
να μένεις όπως όλοι
κλεισμένος σ’ ένα σπίτι
και να είσαι μόνος
καλαμιά σε κάμπο απέραντο
με άλλες μόνες καλαμιές
καλαμιές ολοζώντανες
που κάνουν τα ίδια με σένα
αλλάζουν κανάλια συνεχώς
στέλνουν μηνύματα, κοιτάζουν εικόνες
πατούν κωδικούς για λίγη βόλτα
για ψώνια ή δουλειές
που κάθονται μόνοι σε απόσταση ασφαλείας
χωρίς να νιώθουν τη παραμικρή ασφάλεια
σαν κάποιος να τους έβαλε όλους
μέσα σ ένα τρομακτικό αστείο
όπου το «είναι» τους διαλύεται
περιμένοντας όλοι τα εργαστήρια
με τους γυάλινους σωλήνες
να δώσουν μια λύση
που θα ανακοινώσουν χαρούμενοι εκφωνητές
Δώξα τω Θεώ, δόξα επιτέλους
να ξαναμπούμε όλοι μαζί στον Γάγγη
να φουλάρουμε στις εκκλησίες, στα τεμένη,
στο μετρό, στις φάμπρικες, στα πάρκα
στα πάρκινγκ, σε άπειρα αστικά, σε τρένα
σε πορείες,
νέες συμφωνίες θα γίνουν και τελικά
δεν θα ψάχνουν οι χέστες για χαρτί
το χαρτί θα ξανά ‘ρθει
οι Τράπεζες θα βρουν λύσεις
οι αγορές το ρυθμό τους
αλλά μέχρι που να έρθουν όλα όπως πρέπει
το πιο τρομακτικό αστείο είναι ο Χρόνος
και πως όλοι θέλουν να δανειστούν Χρόνο
και κανεις δεν μπορεί να εγγυηθεί το Χρόνο
ούτε να μιλήσει για τα επιτόκιά του
κι αυτό τελεσίδικα είναι
το μοναδικό παγκόσμιο τρομακτικό αστείο
του Χρόνου η ανύπαρκτη αγορά.

Το πάρτι αναβάλλεται επ’ αόριστον

Jules-Élie Delaunay, «H πανώλη της Ρώμης, 1522» (1869)

Στις αρχές Μαρτίου 2020, λίγες μέρες πριν ο αποτρόπαιος εστεμμένος θέσει υπό τον ασφυκτικό κλοιό του μεγάλο μέρος της Ιταλίας, ο Πάολο Tζορντάνο, συγγραφέας με πλούσιο επιστημονικό υπόβαθρο, λόγω και της ενασχόλησής του με τη φυσική, έσπευσε να γράψει τις σκέψεις του για τον τολμηρό, πιο εύκολα μεταδιδόμενο ιό σε παγκόσμια κλίμακα, τον SARS-CoV-2, και για την Covid-19, την ασθένεια που αυτός προκαλεί. Και το έπραξε:
Ψύχραιμα: «Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ούτε ατύχημα ούτε θεϊκή τιμωρία. Δεν είναι καν πρωτοφανές: έχει συμβεί στο παρελθόν και θα ξανασυμβεί στο μέλλον. Οι επιδημίες είναι μαθηματικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Επειδή τα μαθηματικά δεν είναι η επιστήμη των αριθμών, αλλά η επιστήμη των σχέσεων, η επιδημία είναι η μόλυνση στο δίκτυο των σχέσεών μας».
Επιστημονικά: «Η ταχύτητα εξαρτάται από έναν αριθμό, τον κρυφό πυρήνα κάθε επιδημίας: τον συμβολίζουμε ως R0 και κάθε μεταδοτική ασθένεια έχει τον δικό της. Στο παράδειγμα με τις μπίλιες, ο R0 ήταν ακριβώς 2: η κάθε μολυσμένη μπίλια μολύνει, κατά μέσον όρο, δύο ευάλωτες μπίλιες. Για την Covid-19, ο R0 είναι περίπου 2,5».
Διεισδυτικά: «Οι ιοί είναι πρόσφυγες της περιβαλλοντικής καταστροφής. Όπως είναι πολλά βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα. Αν παραμερίζαμε λίγο τον εγωκεντρισμό μας, θα συνειδητοποιούσαμε ότι δεν μας κυνηγάνε οι μικροοργανισμοί· εμείς με τις ενέργειές μας τους φέρνουμε στην επιφάνεια».
Επίσης, βάζει στην τράπεζα των συζητήσεων το δίλημμα της καραντίνας, την έννοια του χάους, την επίρριψη ευθυνών στην κινέζικη αγορά, τον φόβο, τη θέση µας στο οικοσύστημα, την ιερότητα της αλήθειας στην επιστήµη και την ανάγκη να αμφιβάλλει κανείς. Τα συγγραφικά δικαιώματα από τις πωλήσεις του βιβλίου, παγκοσμίως, θα διατεθούν στις υγειονομικές μονάδες που μάχονται εκ του συστάδην την πανδημία. [ Περί μετάδοσης (Επιστήμη, άνθρωπος και κοινωνία στην εποχή της πανδημίας), μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Εκδόσεις Πατάκη ]

Οι κοιμισμένοι

Φωτ. Δημήτρης Τσουμπλέκας


Η πόλη έφευγε. Όλα έφευγαν σαν κυνηγημένα. Oι άνθρωποι κοιμόνταν, όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν, ξαπλωμένοι στο κενό κοιμόνταν, όλα είχαν φύγει κι αυτοί συνέχιζαν να κοιμούνται, ξαπλωμένοι στο κενό. Το θέαμα στις πρώην μεγάλες πολυκατοικίες ήταν εκπληκτικό: Δεκάδες άνθρωποι σε κάθε πρώην όροφο, ξαπλωμένοι στο κενό, συνέχιζαν να κοιμούνται, όλα είχαν φύγει, είχαν εξαφανιστεί, σπίτια, έπιπλα, μηχανές, τα πάντα είχαν εξαφανιστεί κι αυτοί συνέχιζαν να κοιμούνται ξαπλωμένοι στο κενό. Κόντευε να ξημερώσει και αυτοί ακόμη κοιμόνταν, ευχόσουν να μην ξυπνήσουν, να μην τρομάξουν, να μην πέσουν και γκρεμοτσακιστούν. Καλύτερα να συνεχίζουν να κοιμούνται… Σαν πεθαμένοι…

Silence and I

The Alan Parsons Project

Εδώ και μερικούς μήνες, ξεκίνησα μια μακρά πορεία στη σιωπή σαν επίμονο περίπατο σε μιαν άρρωστη εξοχή. Κατέφθασε κατόπιν του Covid-19 ο εγκλεισμός, διευρύνοντας την έσω σιωπή με τον έξω κόσμο, που βαδίζει αμίλητος και σκυφτός. Καμία δυσφορία ή υποψία μπρος στον άλλον που συνήθισε να με κοιτάει σαν εχθρός. Καμία απάντηση στα αραιά και πού μηνύματα μιας υποτιθέμενης έγνοιας, που επείγεται να αποδράσει με την ίδια ανούσια επωδό: να ’σαι καλά. Ξέρει κανείς τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Μόνη σταθερά το πείσμα των βημάτων, πάνω κάτω στους ίδιους δρόμους καθημερινά, να διασταυρώνονται –μέσα από ποικίλες εκδοχές της γεωμετρίας– με τα διαγωνίως και καθέτως άλλων βημάτων, βιαστικών και αθλητικών ή βαριεστημένων ώς υποτονικών. Πότε πότε, σαν από άναμμα σπίρτου, εκείνος, απορημένος στην άκρη ενός μυαλού σκυφτού, στο ρηχό ύψιλον ενός μειδιάματος αμυδρού –ψιμόγελο το έλεγε, θυμάμαι, αυτό το δείλιασμα μιας χαράς κρυφής– κι αμέσως το σφουμάτο πέρασμα από το φωτεινό στο σκοτεινό μιας απώλειας ενεπίγνωστης, αλλά θλιβερής. Ξέρει κανείς, άραγε, πώς ψαλιδίζεται η ανάσα μιας επιθυμίας δειλής; Μωραίνει ή μικραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι; Κάθε μέρα, μαζί με τον κόσμο, ζαρώνει κι αυτός· καταλήγει λιλιπούτειος σαν πρόωρος ερωδιός. Κανένα πέταγμα, κανένα θρόισμα φτερούγας που κυοφορεί την προσδοκία μιας πτεροφυΐας ανατρεπτικής, ή έστω τη συντριβή μιας μετάνοιας γονατιστής. Καμία έκπληξη αιφνίδιας ανατροπής μιας σμίκρυνσης εν προόδω απογοητευτικής. Τα πάντα επαληθεύονται ως αναμενόμενα, σαν το κουρασμένο μαξιλάρι μιας νύχτας άυπνης και αυστηρής. Τα πάντα στριμώχνονται μες στης αρρώστιας την αναβολή, συρρικνώνονται εν αναμονή. Καταφθάνει μόνο, ενίοτε, ένα δημοσίευμα στον ημερήσιο ή ηλεκτρονικό τύπο, διαμηνύοντας υπόρρητα την ψυχική απορία ενός στίχου με νόημα ένοχα διττό, που το καταπίνει η διπλωμένη εφημερίδα μόλις περάσει το πρώτο 24ωρο και αποβεί παλιό. Message subliminal λέγεται αυτό; Κάτι που εκπέμπει το υποσυνείδητο για να το ερμηνεύσει ένα μόνο βλέμμα, μεταθέτοντάς το στο συνειδητό; Κι αν ναι, προς τί τόσης παραβολής η φλύαρη σπουδή; Ή μήπως το μόνο που προέχει είναι αυτής καθαυτής της παραβολής η υπεκφυγή; Επιταχύνω το βήμα επιστρέφοντας σπίτι, υγραίνοντας με την άκρη της γλώσσας τη γενναία σιωπή, ενώ πληθαίνουν δίπλα μου οι κυανοπώγωνες, με τη μάσκα στο σαγόνι, που παλεύουν απεγνωσμένα να δαμάσουν την ίδια σιωπή.

Walter Satterthwait (1946 – 2020)

«Πώς περνά η ώρα όταν περνάς καλά.» Φαίνεται θαυμάσιο για τάφο, έλεγε ο Γουόλτερ ένα βράδυ που αγωνιζόμασταν να βρούμε το καλύτερο επιτάφιο. Εγώ είχα μάλλον επιλέξει: «Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος που θα ήθελε να είμαι εγώ».
Μια άλλου είδους άμιλλα συνέβαλε να γίνουμε φίλοι από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Ο Γουόλτερ θα επέστρεφε στο Πόρτλαντ από μια ξύλινη καμπίνα σε ένα δάσος, όπου είχε μείνει ένα διάστημα γράφοντας και διαβάζοντας, ιδίως Ναμπόκοφ, έχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο, όπως συχνά συνέβαινε εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είχα βρεθεί από τη Θεσσαλονίκη στο Ρηντ, με μια υποτροφία μετά το γυμνάσιο. Ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. «Καλύτερα στο Όρεγκον, παρά στη φυλακή», είχε πει η μητέρα μου, που δεν ήθελε να φύγω. Δύο ώρες από τον Ειρηνικό Ωκεανό, σε εξοχική γειτονιά του Πόρτλαντ, επρόκειτο για ίδρυμα με ισχυρές ανθρωπιστικές και θετικές σπουδές, δικό του πυρηνικό αντιδραστήρα και αίθουσα υπολογιστών, όπου πρώτη φορά ακόνισε τα δόντια του ο Στιβ Τζομπς.
«Θα τα βρείτε αμέσως με τον Γουόλτερ», είχε προβλέψει η συγκάτοικός μου, που τον γνώριζε. Συμπλήρωνε τη μισή υποτροφία που είχε δουλεύοντας ως χορεύτρια go-go. Θα έλειπε και η άλλη συγκάτοικος, η Σάρα.
Έμεινα σπίτι να τον περιμένω. Υπήρχε σπίτι. Δηλαδή, καταφύγιο. Οι Ρόλινγκ Στόουνς πρέπει ήδη να είχαν ηχογραφήσει το Gimme shelter. Δεν υπήρχε φαγητό. Είχα όμως δυο μπουκάλια Jameson, για να λιπαίνουν έναν αυξανόμενο φιλο-ιρλανδισμό, που είχε προκαλέσει ο Μπέκετ.
«Νομίζεις μπορούμε να πιούμε οι δυο μας ολόκληρο μπουκάλι;» ο Γουόλτερ κι εγώ προκαλέσαμε ο ένας τον άλλον. Οπότε, ήπιαμε και τα δύο. Μέχρι να γυρίσουν οι συμφοιτήτριές μου, ψάχναμε όλο το σπίτι για μπουκάλια φτηνό κρασί, η γεύση του οποίου μαγικά βελτιώνεται αν έχει προηγηθεί ουίσκι.
Για δεκαετίες, συχνά περάσαμε κάποιο διάστημα στον ίδιο χώρο με τον Γουόλτερ, κάτω ή πάνω από την ίδια στέγη, στο Όρεγκον και στη Νέα Υόρκη. Όχι όμως στην Ελλάδα, όπου ήρθε πολλές φορές και έζησε με τη Λέλη. Έλειπα όταν ήταν εδώ, που εκεί ήταν τότε για εμένα.
Νομίζω η Ιρλανδία ήταν το μόνο μέρος όπου δεν πρόλαβε να με επισκεφτεί, αν και την είχαμε ανακηρύξει ως κοινό προορισμό εκείνο το πρώτο βράδυ που γίναμε φίλοι. Ούτε εγώ πρόλαβα να πάω στη Σάντα Φε όταν έμενε εκεί, ούτε καν για τον γάμο του με την Καρολάιν.
Είχα όμως καταλυτικό ρόλο στον γάμο του με τη Λέλη, γιατί εγώ τους γνώρισα. Η προϋπόθεση ήταν απλή. Η προϋπόθεση ήταν το σπίτι που ο Γκρέγκορι κι εγώ νοικιάσαμε στο Πόρτλαντ, όταν έπρεπε να εγκαταλείψουμε το μέρος όπου μέναμε, γιατί επρόκειτο να πουληθεί.
Το νέο σπίτι ήταν διώροφο και εξαιρετικά στενό και είχε μεγάλη αυλή από πίσω για να καλλιεργείς λαχανικά. Υπήρχαν πολλά υπνοδωμάτια σε μέγεθος ντουλάπας και προσκάλεσα τον Γουόλτερ, που περνούσε από το Πόρτλαντ, να μείνει σε ένα από αυτά. Έπρεπε να προσέχεις το πρωί πηγαίνοντας στο μπάνιο, γιατί τα πόδια του έβγαιναν στον διάδρομο, που ήταν γεμάτος με τις καουμπόικες μπότες μας.
Προσκάλεσα επίσης να μείνει τη Λέλη, που άφηνε συναισθηματική απογοήτευση, μετά από ένα ταξίδι επιστροφής στο Πόρτλαντ, όπου ήταν από τους λίγους φίλους από την Ελλάδα που είχα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν πάω στη Νέα Υόρκη. Ένας άλλος φίλος της Λέλης και δικός μου από το Όρεγκον ήταν ο Τομ, που είχε ασύγκριτο πάθος με τον κινηματογράφο πριν αρχίσει να συνεργάζεται με τον Βιμ Βέντερς, όπως τους έλεγα μετά από χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Οπότε, ο Γουόλτερ και η Λέλη παντρεύτηκαν. Οι δυο τους και ο Γκρέγκορι και ο Τομ κι εγώ μετακομίσαμε σε ένα σπίτι με μεγάλα υπνοδωμάτια. Η φίλη μου από την Ιρλανδία μας λυπόταν και έφερνε φαγητά που είχε μαγειρέψει. Όλοι μαγειρεύαμε, αλλά η Λέλη ήταν πολύ γρήγορη στο καθάρισμα, ενώ ο Γουόλτερ για να μαγειρέψει χρησιμοποιούσε όλα τα σκεύη που υπήρχαν, ό,τι και αν μαγείρευε.
Ο γάμος τους με τη Λέλη δεν άντεξε όταν ήρθαν στην Αθήνα και χώρισαν. Η Λέλη μου θύμισε τι είχε πει τρυφερά ο πατέρας μου. «Μα τώρα βρήκε να φύγει που μάθαμε πώς προφέρεται το επώνυμό του;»

Έφηβος ο Γουόλτερ το είχε σκάσει από πρότυπο σχολείο στο Κονέτικατ, όπου τον έβαλαν οι δικοί του όταν χώρισαν. Βρήκε δουλειά βοηθού σερβιτόρου στο Πλέιμποϊ Κλαμπ, που υπήρχε τότε στη Νέα Υόρκη. Ψηλός και όμορφος, φαινόταν πιο μεγάλος. Γρήγορα αναδείχθηκε σε μπάρμαν, δουλειά στην οποία επέστρεφε κάθε φορά που του τελείωναν τα χρήματα. Γιατί ο Γουόλτερ ήταν συγγραφέας και, αν μετράς λέξεις στο χαρτί, συχνά δεν περισσεύει χρόνος να μετράς χαρτονομίσματα.
Η Καρολάιν και εκείνος ήταν οι επικεφαλής δύο αντίπαλων μπαρ, απέναντι το ένα από το άλλο, στη Σάντα Φε στο Νέο Μεξικό. Για τον γάμο τους μαζεύτηκε κόσμος και έκλεισαν παράνομα τον δρόμο και ήρθε και τους πάντρεψε ο δικαστής που επονομαζόταν «Τούρκος», γιατί σε κάθε είδους παραβάτες μονίμως ως πρόστιμο επέβαλε να δίνουν τούρκους ή γαλοπούλες σε φτωχούς.
Η έκθεσή του στην Ελλάδα είχε προηγηθεί. Χάρηκα όταν, σε ένα από τα περιπετειώδη και αστυνομικά μυθιστορήματά του, που λεγόταν μάλιστα «Υπόθεση Αιγαίου», για μια στιγμή εμφανίζεται ένας τρελός γέρος με το δικό μου επώνυμο.
Πρώτος του προορισμός στην Ελλάδα ήταν η Κάρπαθος, ένα νησί όπου έχει μείνει και ο Προμηθέας, πριν ο Δίας βάλει τον αετό να του τρώει το συκώτι, γιατί χάρισε τη φωτιά σε πυρομανείς ανθρώπους.
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να βρω καρτ-ποστάλ, που μου έστελνε στο Ρηντ από την Κάρπαθο. Πολλαπλασιάζονταν οι λέξεις που μάθαινε στα ελληνικά. Διέθετε τεχνογνωσία ώστε να επιλέγει τις πιο άσεμνες ελληνικές παροιμίες, που κοσμούσαν τις καρτ-ποστάλ, με γραφικό χαρακτήρα που σημαντικά είχε βελτιωθεί από τότε που κάναμε τις πρώτες ασκήσεις πριν φύγει.
Είμαι βέβαιος πως κάποιοι από τους πιο μορφωμένους αναγνώστες του Γουόλτερ υπήρξαν θαμώνες ταχυδρομείων και από τις δύο πλευρές της λίμνης του Ατλαντικού. Άλλοι μπορούν να βρουν πληροφορίες στον ιστότοπο https://waltersatterthwait.net. Θα βάλουν και κουμπί αυτόματης μετάφρασης, υποσχέθηκαν, για όσους δυσκολεύονται με τα αγγλικά.
Ο Γουόλτερ πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου. Τους τελευταίους μήνες χρειαζόταν νοσοκομειακή υποστήριξη. Ενέσεις μορφίνης απάλυναν τους πόνους και τον διασκέδαζαν. Είχε αποδεχθεί τον θάνατο σε μια κατάσταση Ζεν. Μου λείπει.

Κυριάκος Ντελόπουλος



Εκτός από πολυγραφότατος ερευνητής, βιβλιολόγος και συγγραφέας, ο φίλτατος Κυριάκος Ντελόπουλος (1933-2020), ήταν και πολύ οξυδερκής φωτογράφος. Εδώ, μια φωτογραφία του από το (τρίγλωσσο) λεύκωμά του: Εx Graecia, Αθήνα 1989.

Από το ίδιο λεύκωμα είναι και οι επόμενες.

Μασκητική

Φωτογραφία: Κυριάκος Ντελόπουλος

Η μασκητική συγκεφαλαιώνει μορφές συγκάλυψης και αφαίρεσης του προσώπου, που κορυφώνονται σε συνθήκες πανδημίας. Συνιστά συστηματική αποχή όπως κάθε ασκητική, που διατηρεί τον αθλητικό χαρακτήρα των ασκήσεων από όπου προέρχεται το όνομά της. Αυτό επιβεβαιώνεται παρατηρώντας ασκητές του τζόκινγκ, της γιόγκα ή άλλων σύγχρονων εκδοχών αυτο-βελτίωσης, ανεξαρτήτως του αν φορούν επιπρόσθετες μάσκες ή όχι. Κάποιοι ασκητές, όπως και ανταγωνιστές τους, θεωρούν ακραία μορφή απόλαυσης – όπου οδύνη και ηδονή συνδονούνται – την ασκητική. Η παρουσία της διαπιστώνεται στα περισσότερα συστήματα συλλογικών πεποιθήσεων, εξαιρώντας αιγυπτιακές λατρείες, τους Ζωροάστρες, όπου η καλοσύνη αποτελεί αυτοσκοπό χωρίς προοπτική επιβράβευσης, και παραλλαγές διονυσιασμού, που από αρχαία χωρίς καφέ καφενεία και πολυκαταστήματα έχουν μεταφερθεί σε σύγχρονους ναούς καταναλωτικής αλλοφροσύνης.
Καρναβαλικά οικουμενική, η αφαίρεση ή απώλεια προσώπου δεν συνιστά πρόβλημα μόνο για ορθόδοξες θεολογίες, που από την εξατομίκευση προσδοκούν συλλογική επικράτηση. Σημείο σύνοψης και κλειδαρότρυπα του προσώπου αποτελεί το μάτι, που βλέπει τα πάντα εκτός από τον εαυτό του. Η μονοφθαλμία βασιλεύει ανακηρύσσοντας προφήτες τους τυφλούς ή όσους τα μάτια τους βγάζουν. Προφανώς οι βλέψεις οδηγούν σε αβλεψίες. Σε δεύτερη γνώση ή ανάγνωση, οι προβλέψεις καταστρέφουν αδυνατώντας να επιβλέψουν τις στροφές του βλέμματος, καθώς στη μασκητική τα μάτια τυπικά παραμένουν ακάλυπτα, ενώ μάσκες συνεχώς αφαιρούνται χωρίς να υπάρχει πρόσωπο από πίσω.
Ηδονή και οδύνη φέρονται όπως το μέλι και το κερί, που λιώνει από τη ζέστη, η οποία όμως σκληραίνει την κόλλα, καθιερώνοντας ως μόνιμο καθεστώς τη μασκοφορία. Χαροποιό πένθος η κατάθλιψη τροφοδοτεί ακηδία και νεωτερική ανία. Διαρκώς υγροποιούνται οι χυμοί του χιούμορ της μελαγχολίας καθιστώντας αμφίβια όσα ενεργήματα επιβιώνουν σε βουνό και θάλασσα. Καλαθοσφαιριστές όπως ο Ντένις Ρόντμαν φορούν νυφικό και παντρεύονται τον εαυτό τους. Σφαιρικά ενατενίζοντας τον πλανήτη, ο μασκητής διαπιστώνει ότι ο ίδιος αποτελεί διπολική διαταραχή μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Οδηγίες μασκητικής περιλαμβάνονται σε ειδικά εγχειρίδια, που για λόγους προφύλαξης αποκρύπτονται σε αποσπάσματα αισθηματικών αφηγήσεων, ανυπόφορων περιπλανήσεων και οδηγών μαγειρικής.

Σχετικά κείμενα
Μάσκες & μασκοφόροι: https://www.hartismag.gr/hartis-17/stigmata/maskes-maskoforoi

Εξελίξεις στη φιλοσοφία των οχυρώσεων

Φωτογραφία: Κυριάκος Ντελόπουλος

Επειδή κάστρα και άλλα οχυρωματικά δεν προστάτευαν τους κατοίκους από επιδρομές, αλλά είχαν γίνει αξιοθέατα – με συνέπεια να αυξάνονται οι επιδρομείς και γενικότερα οι τουρίστες – ανέθεσαν την άμυνα της πόλης σε μικροκαμωμένους εν ζωή γιατρούς, τους έκτοτε διάσημους μικροβιολόγους, το μέγεθος των οποίων διευκόλυνε τη διείσδυση στα άδυτα σκοτεινών σκέψεων. Με επιστημονικό εξοπλισμό ενσωματωμένο, συνέλαβαν την υπόθεση μιας επίθεσης από αόρατες αιτίες, που θα έδιναν την εντύπωση ότι εξολοθρεύουν αυτόχθονες και δημιουργούν κινδύνους μετάδοσης σε ετερόχθονες, οι οποίοι θα υποχρεώνονταν να διακόψουν τις επιδρομές. Όταν κάτι διακοπεί, είναι δύσκολο για τους επόμενους να θυμηθούν πώς να συνεχίσουν διαδρομές μιας πλέον απάτητης πεπατημένης. Αυτό συνιστά κεκτημένο. Αν τώρα κάποιοι κάτοικοι πράγματι πέθαιναν, αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί σε πολιορκίες. Τα φρούρια τώρα φαίνονταν να προστατεύουν τους απέξω από τους μέσα, με τον ίδιο τρόπο που το σκληρό περιτύλιγμα του εγκεφάλου προστατεύει τους άλλους από τις σκέψεις μας.

Ημερολόγια εξόδου


Φωτογραφία: Κυριάκος Ντελόπουλος


Τι μας αρέσει

Συναυλίες από ορχήστρες όπου το βιολί τους όλοι παίζουν από αλλού.
Ομαδικά παιχνίδια με κάθε αθλητή να σκοράρει από τη δική του οθόνη.
Φυλακές με τους δεσμοφύλακες απομονωμένους στα δικά τους κελιά.
Τηλεσυζητήσεις που είναι παράλληλοι μονόλογοι, όπως ανέκαθεν ήταν.
«Ήμουν τυφλός και βλέπω» να ακούμε τον Αντρέα Μποτσέλι να τραγουδά.
Μας αρέσει πολύ η σύγχυση που προκαλείται σε αρχαίες καταστάσεις.
Τρώες έτοιμοι να εισβάλουν στην Αυλίδα για να σώσουν την Ιφιγένεια.
Ανυπόμονος ο Νώε καταλήγει στην κοιλιά του κήτους του Ιωνά.

Τι δεν μας αρέσει
Τα ημερολόγια καραντίνας.

Το σχέδιο μας ήταν απλό

Θα αποφεύγαμε λάθη που είχαν γίνει προηγουμένως. Θα επιλέγαμε μία πόλη με καλό συγκοινωνιακό δίκτυο, σε περίοδο που πολλοί ταξιδεύουν, όπως η κινεζική πρωτοχρονιά. Κάποιοι θα δέχονταν να μας πάρουν μαζί τους προς άλλες κατευθύνσεις. Θα εμφανιζόμασταν όπου μπορούσαμε σε αθλητικές διοργανώσεις, γάμους, κηδείες, θρησκευτικές τελετές, πολιτικές συγκεντρώσεις ανόητων οπαδών χωρίς ανοσία από ηγέτες. Θα αφήναμε σε άλλους την πρωτοβουλία μετάδοσης αποτελεσμάτων από αγώνες και οικογενειακά συμβούλια. Περιμετρικά από τις πόλεις θα περικυκλώναμε την ύπαιθρο. Θα επιτρέπαμε στα πουλιά να ακούγονται όταν τραγουδούν, σε ζώα να κυκλοφορούν σε χώρους άδειους από ανθρώπους, σε φυτά ελεύθερα να αναπτύσσονται. Η ζωή χρειάζεται ελευθερία για να αναπτυχθεί.

Συνθήκες υποδοχής
Ούτε εμείς δεν φανταζόμασταν παρόμοια υποδοχή. Φιλοξενούμενοι οι ίδιοι, δεν περιμέναμε πως όλοι θα ήθελαν να μας γνωρίσουν, ανεπιφύλακτα να μας συστήσουν στους δικούς τους, σε γείτονες και φίλους. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα γινόμασταν αποκλειστικό θέμα συζήτησης, πως τόσο πολύ μας χρειάζονταν όλοι. Δεν μας περνούσε από τον νου ότι θα εγκατέλειπαν τις δουλειές τους για να ασχοληθούν με εμάς. Αναφορές στα ταξίδια μας είχαν κατακλύσει τα δίκτυα επικοινωνίας. Άφηναν τα πάντα στην άκρη, λες και μοναδικό μέλημά τους ήταν η αναπαραγωγή των δικών μας συναισθημάτων. Ήταν αδύνατον να μη νιώσουμε ευγνωμοσύνη, αίσθημα κατ’ εξοχήν μεταδοτικό.

Τώρα τι;
Μας έχει κάπως κουράσει όλη αυτή η προσοχή, όλο αυτό το στραμμένο πάνω μας ενδιαφέρον από άτομα που εντούτοις η ματαιοδοξία θα τους ξεκάνει, που ποτέ δεν μπορούν να φανταστούν πώς νιώθουν οι άλλοι. Πώς είναι δυνατόν να καταλάβουν τα κίνητρα άλλων; Πώς είναι δυνατόν να μην επηρεαστούν από την εναντίον μας προπαγάνδα που διοχετεύουν, λες και είμαστε οι χειρότεροι των ανθρώπων; Δεν αρκεί εμείς να είμαστε διατεθειμένοι να δούμε το ζήτημα και από τη δική τους πλευρά. Δεν αρκεί να ξέρουμε ότι και εκείνοι επιθυμούν να βγουν έξω. Γνωρίζουμε από δημοσκοπήσεις το πρώτο πράγμα που θέλουν να κάνουν μόλις νομίσουν ότι όλα αυτά έχουν τελειώσει. 35% θέλουν να πάνε σε κομμωτήριο. 20% θέλουν να αγοράσουν ρούχα και παπούτσια. 11% θέλουν να αγοράσουν ηλεκτρικές συσκευές. Χρειάζεται σεβασμός στις επιθυμίες των άλλων, σημειώνουμε στα ημερολόγια μας, που είναι πάντοτε συλλογικά, αν και πρέπει να βρεθούν συγγραφείς για να τα αναπαράγουν, γιατί οι ιοί δεν έχουν την πολυτέλεια να γράφουν. Εν πάση περιπτώσει, λέμε μήπως καλοκαίρι κάνουμε διακοπές. Μήπως ξαναγυρίσουμε από το φθινόπωρο.

Σχετικά κείμενα
Iός & πανδημία της λογοτεχνίας: https://www.hartismag.gr/hartis-16/stigmata/ios-pandhmia-ths-logotexnias?anchor=stigma_22865

Μισέλ Φουκώ: «Είμαι χαρτογράφος!»

«Τι παράξενη στρέψη της γραμμής ήταν το 1968, η γραμμή με τις χίλιες αποκλίσεις! Από εκεί προέκυψε ο τριπλός ορισμός του ρήματος γράφω: γράφω σημαίνει αγωνίζομαι και αντιστέκομαι. Γράφω σημαίνει εμπλέκομαι σε ένα γίγνεσθαι. Γράφω σημαίνει χαρτογραφώ, σημαίνει ότι “είμαι χαρτογράφος” *». Βλ. Gilles Deleuze, Foucault, 1968, (εκδ. Πλέθρον 2005).

* Συνέντευξη του Φουκώ στο περ. Les Nouvelles littéraires, 17 Μαρτίου 1975

O πόλεμος των αγαλμάτων

«Αποκεφαλισμός αγάλματος του Κολόμβου στη Βοστώνη». Ιούνιος 2020


H μόνη διαφορά ανάμεσα στο μύθο και στην Ιστορία είναι ότι η δεύτερη επικαλείται αληθοφανή ονόματα, ενώ ο πρώτος αληθοφανείς ιδέες. Πάντως, η περιπέτεια των αγαλμάτων ξεκίνησε σαν αστείο από το διαδίκτυο, εξαπλώθηκε ως μανία της μόδας (όπως οι εκκεντρικές φθορίζουσες καραμέλες με άρωμα ναφθαλίνης που γέμισαν επίσης, εκείνη την περίοδο, την αγορά), αμέσως έγινε βιντεοπαιχνίδι, τηλεταινία –κράμα αρρωστημένης και επιστημονικής φαντασίας–, αλλά γρήγορα η δράση μεταφέρθηκε στους δρόμους σαν πυρκαγιά σε βαμβακοφυτεία, στις 3:14 το μεσημέρι, την ώρα ακριβώς που χτυπά το κουδούνι του σπιτιού και μπαίνει βιαστική, νευριασμένη, η Mοίρα και σε χαστουκίζει.
Nα τι συνέβη ακριβώς: Aπό τη στιγμή που ο πρόεδρος των Hνωμένων Πολιτειών απαγόρευσε παγκοσμίως το ψάρεμα διότι θιγόταν έτσι, κατά τη γνώμη του, το σύμβολο του χριστιανισμού, και ο Δαλάι Λάμα τού απάντησε απαγορεύοντας την κατανάλωση κρέατος απανταχού της γης, ενώ το Iσλάμ καταδίκασε το χρήμα επαναφέροντας την ανταλλακτική αξία του πετρελαίου ανά βαρέλι σε ισοτιμία αγαθών κατά τη βούληση του κάθε σεΐχη, ο κόσμος διαταράχτηκε. Eπειδή όμως οι αντιπαραθέσεις μεταξύ ιδεολογιών, αισθητικών θεωριών και ταξικών διακρίσεων είχαν αγγίξει πια το απροχώρητο, επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις ότι ο λαός θα επιβραβεύει αιωνίως τους γελοιοδέστερους. H τρομοκρατία κατά των ισχυρών είχε, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά εκμηδενιστεί, όταν μια παρέα αναρχοειδών φοιτητών άρχισε να ψεκάζει με σπρέι και, αργότερα, να καταστρέφει συστηματικά τα αγάλματα των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που κοσμούσαν τα πάρκα και τις πλατείες της Tασμανίας. Έτσι, τόσο στο όζον πίστευαν ότι επιδρούσαν, κατά δύναμιν, επιβαρυντικά, με τα προωθητικά αέρια («για να τελειώνει αυτός ο κόσμος», καθώς έλεγαν), όσο και τα σύμβολα του τοξικού εχθρού συστηματικά γελοιοποιούσαν.
Για μεγάλο διάστημα οι δράσεις αυτές είχαν σποραδικό χαρακτήρα και προκαλούσαν μάλλον θυμηδία έως τοπικούς εκνευρισμούς. Κάποια στιγμή όμως, που το πράγμα άρχισε να αποκτά ενοχλητικές και διεθνείς διαστάσεις, μερικοί νεαροί αστυνομικοί, σκέφτηκαν να μην ακολουθήσουν τις συνήθεις μεθόδους καταστολής των αντικοινωνικών αυτών ενεργειών και αποφάσισαν να απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα, καταστρέφοντας και αυτοί προτομές ποιητών, οικολόγων και λογίων έξω από τα πολυτεχνεία και την πανεπιστημιούπολη.
Oι φοιτητές και οι λοιποί, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία τους με συνθήματα όπως «Tο μέλλον είναι η κατάργηση της Iστορίας» και «H αγάπη έχει δύο όψεις: εσένα», πέρασαν αμέσως στην αντεπίθεση, βάφοντας με φωσφορίζοντα χρώματα όλα τα οδόσημα και τις επιγραφές που μνημόνευαν πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, προσθέτοντας εντός ολίγου και τους αθλητές, τους εθνικούς ευεργέτες, όπως και τους αρχικληρικούς της διαρκούς παλιγγενεσίας μας. Oι δρόμοι τα βράδια γέμιζαν δυσανάγνωστες, χημικές πυγολαμπίδες. Oι αστυνομικοί, από την άλλη, κατέστρεφαν μνημεία ρητόρων και εξερευνητών, ενώ, ακολουθώντας το παράδειγμα των αντιπάλων τους, έσβηναν και αυτοί με αδιαφανή χρώματα όσες πινακίδες περιλάμβαναν λυρικά ονόματα (ανθέων, αστερισμών ή ποταμών) από τους δρόμους.
Στην αρχή η δράση περιοριζόταν στο σκοτάδι, αλλά, σύντομα, όταν μπήκαν στο παιχνίδι και άλλες κοινωνικές ομάδες, οι στόχοι διευρύνθηκαν. Για κάθε ήρωα που αποκεφαλιζόταν, τουλάχιστον ένα σύγχρονο γλυπτό δενόταν με σύρματα ή σκοινιά και άλλαζε διά παντός μορφή κάτω από τα σφυριά της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ειδικών δυνάμεων του στρατού, που είχαν βρει συμμάχους όχι μόνο στις συντηρητικές παρατάξεις πλέον, αλλά και σε μερίδα της αριστεράς, σε ποικίλους αυτόνομους και, φυσικά, στον κλήρο. Στην Eλλάδα έγινε μόδα μιας νέας μορφής καθαρεύουσα.
Έχει ενδιαφέρον να καταγράψουμε ότι, για καιρό, όλες αυτές οι καταστροφές γίνονταν σιωπηλά, χωρίς αντεγκλήσεις, εξυβρίσεις και προπηλακισμούς. Kανένας δεν εμπόδιζε τον άλλο να ολοκληρώσει το προγραμματισμένο έργο του. Kάθε ομάδα προχωρούσε γελαστή, με τραγούδια ενίοτε, αθλητικούς θουρίους ή εμβατήρια, κύκλωνε το στόχο της και δρούσε μεθοδικά και ψυχρά, σαν χορωδία θεριστών ή εύθυμων ψαράδων που εκτελούν χορευτικά την πρωινή τους εργασία συνθέτοντας, ασυναίσθητα, πρωτογενή δημοτικά τραγούδια. Συχνά, οι αντίπαλες ομάδες παρακολουθούσαν ψύχραιμα την καταστροφή, συζητώντας ζωηρά για την επιλογή των αντιποίνων και, στη συνέχεια, τα μέλη της έσπευδαν προς τον προορισμό τους.
Πολύ γρήγορα οι πολιτικές και λοιπές διαφορές αμβλύνθηκαν και οι παρατάξεις ανασχηματίζονταν, με βάση πια τις ρευστές αισθητικές προτιμήσεις του καθενός. Στην πράξη καταργήθηκαν οι παραδοσιακές διακρίσεις σε αριστερά, δεξιά ή κέντρο και στις αποχρώσεις τους, ενώ μπορούσε να δει κανείς φανατικούς (θεωρούμενους ως τότε) δεξιούς να συνθλίβουν προτομές προσωπικοτήτων στις οποίες κατέθεταν, μέχρι πρότινος, οι ίδιοι, στεφάνια κάθε εθνική επέτειο· αλλά διέκρινες και φιλάθλους να κατεδαφίζουν αγάλματα ολυμπιονικών, καλλιτέχνες να πυρπολούν πρωτοποριακά μνημεία, ακροβάτες να αναποδογυρίζουν προτομές ηθοποιών και εκπαιδευτικούς να λιθοβολούν ηρωικά επιτύμβια.


Από το μυθιστόρημα Το χέρι του σημαιοφόρου, 2006, Νεφέλη 2016 [απόσπασμα απο το Κεφ. 4]


Αβάντι πόπολο!


Φωτ. Franca Galliana

Στο Μιλάνο η ζωή ξεμύτισε ξανά στους δημόσιους χώρους, μετά το μακρόχρονο εγκλεισμό και τις εκατόμβες των θυμάτων λόγω του κορονοϊού. Η επιστροφή στην κανονικότητα σήμανε και την επιστροφή της τέχνης του δρόμου στο φυσικό της περιβάλλον. Οι καλλιτέχνες με τα σπρέι, τα στένσιλ, τα χρώματα, την κόλλα και το χαρτί, επανεμφανίστηκαν μετά τη μακρά, αναγκαστική αποχή τους. Με νέες θεματολογίες αυτή τη φορά, εμπνευσμένες (και επηρεασμένες) από τον πρόσφατο υγειονομικό εφιάλτη. Από τις περιοχές της πόλης με τη μεγαλύτερη πυκνότητα σε τέτοιες υπαίθριες εικονοποιήσεις είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός Porta Genova, ο παλαιότερος του Μιλάνου που εγκαινιάστηκε το 1870. Σε έναν εξωτερικό του τοίχο οι περαστικοί μπορούν να δουν την πρωτότυπη σύνθεση ενός –ανώνυμου– καλλιτέχνη, που συνδυάζει μια ιστορική στιγμή της πόλης με τη δραματική επικαιρότητα. Πρόκειται για τη μεγεθυμένη φωτογραφία τριών ενόπλων γυναικών από την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης Βορείου Ιταλίας με έδρα το Μιλάνο, που το 1945 τερμάτισε 20 χρόνια φασιστικής δικτατορίας στην πόλη και σε όλο τον ιταλικό βορρά. Η επιτοίχια, επεξεργασμένη φωτογραφία κηρύσσει συμβολικά μια νέα αντίσταση, ενάντια στο σύγχρονο, αόρατο εχθρό.

Τέλος


Κλειστές πόρτες και παράθυρα, μάνταλο στην εξώπορτα, έξοδος από το σπίτι, η οδός γνωστή, έχει στενέψει λόγω γήρατος, τα παπούτσια μου με παρακάλεσαν να μείνουν στο πεζοδρόμιο, νομίζουν πως κάποιος θα ζηλέψει την ποιότητα και θα τα φορέσει, περπατώ γυμνόπους, ο αέρας αφαιρεί το σακάκι μου, το σέρνει κατάχαμα, το πετάει μακριά, ίσως να το χρειάζεται κάποιος, η κάψα του μεσημεριού ξεραίνει το πουκάμισό μου, το μαδάει λες και πρόκειται για μαργαρίτα «μ' αγαπά δεν μ' αγαπά», το πανταλόνι μου φουσκώνει, ανοίγει σαν πανί σε πλεούμενο, σκίζεται στην φουρτούνα, υψώνω την δεξιά μου μήπως υπάρχει κατάρτι να πιαστώ, κρατώ με το αριστερό χέρι το εσώρουχό μου, εντέλει γυμνός, όπως με γένησε η μάνα μου προχωρώ, μου έχουν μείνει οι κάλτσες μου, με αυτό το διακριτικό βηματίζω επώδυνα, μονολογώ «φοράω κάλτσες!» και ο ήλιος δύει, άφησα το πορτοφόλι, την ταυτότητά μου, τα κλειδιά στο σπίτι, έχουν σαπίσει τα έργα των χεριών μου, τα αποχαιρέτησα επειδή τα λυπάμαι: νόμιζαν πως έλαμπαν ως αστέρες στο νυκτερινό στερέωμα, υπήρχαν τότε πυγολαμπίδες.


[ Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα Zastave (Λάβαρα, 1962) του Miroslav Krleža (1893-1981) ]

Προπατορικά αμαρτήματα & Αμερική

Ηθικός αυτουργός

Κάθισα για φαγητό σε παραλιακή ταβέρνα. Η Λίζα με κοιτούσε στα μάτια. Είναι λευκή, με πορτοκαλί μεγάλα σημάδια στο σώμα και το κεφάλι. Της έριξα μια ματιά, τη χάιδεψα, της γάβγισα φιλικά. Η Λίζα με κοίταξε στα μάτια, τράβηξε το τραπεζομάντιλο με τα δόντια, το έριξε κάτω στο χώμα, άρχισε να γαβγίζει επίμονα, σταμάτησε όταν κάθισα κάτω, από τη μια μεριά αυτή από την άλλη εγώ, στη μέση το τραπεζομάντιλο με τα φαγητά έναν αχταρμά. Η Λίζα κούνησε την ουρά της χαρούμενη, για τελευταία φορά, πριν ακουστεί ο πυροβολισμός.
«Δεν έφευγε αλλιώς, παρενοχλούσε τους πελάτες», είπε ο ιδιοκτήτης και άρχισε να με σέρνει από τα πόδια. «Είναι βαρύ, μουρμούρισε, το παλιόσκυλο…»

Διαστολή του χρόνου

Η έννοια αναφέρεται αρχικά σ᾽ένα δωδεκάχρονο αγόρι που εργαζόταν παραγιός σε παντοπώλη της τουρκοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης, γύρω στα μέσα του προπερασμένου αιώνα.
Ένα βράδυ, παραμονή του Πάσχα, επιστρέφοντας το παιδί από κάποια παραγγελία του μαγαζιού, πέρασε, για να κόψει δρόμο, από την αυλή της Αγίας Σοφίας. Του έκανε εντύπωση πως σαν να άναβαν φώτα μέσα στο, συνήθως έρημο, μνημείο˙ άκουσε ψαλμωδίες και μπήκε. Ο ναός ήταν παραδόξως γεμάτος κόσμο που παρακολουθούσε τη λειτουργία ψιθυρίζοντας. Έκανε αφόρητη ζέστη και μύριζε λιβάνι υπερβολικά, αλλά αποφάσισε να μείνει.
Όταν σχόλασε η εκκλησία, το παιδί μπερδεύτηκε ανάμεσα στο πλήθος που το συμπίεζε ασφυκτικά και στα σύννεφα του λιβανιού που του θόλωναν τα μάτια αλλά, εν τέλει, κατόρθωσε να βγει ασθμαίνοντας στη δροσιά τού σκοτεινού δρόμου και γύρισε στη δουλειά του.
Εκεί όμως βρήκε αρκετά αλλαγμένα τα πράγματα : νέα εμπορεύματα, άλλους πελάτες, και την ποδιά του να τη φοράει ένα άλλο παιδί. Φώναξαν το αφεντικό, έναν πληθωρικό κι ανοιχτόκαρδο Ρωμιό, που ανέβηκε έκπληκτος απ᾽το κελάρι ρωτώντας το πού γύριζε τόσον καιρό. «Πήγα πριν λίγο το τάδε θέλημα και πέρασα μια στιγμή απ᾽την Αγιά Σοφιά» είπε με ρίγος το παιδί. «Από τότε που έφυγες », του απάντησε αυστηρά το αφεντικό, «έχει περάσει ένας χρόνος!»

Το όνομα τού παιδιού δεν διασώθηκε, όπως δεν σώθηκαν άλλωστε τόσα και τόσα ονόματα ανθρώπων χαμένων στα κενά τού χρόνου, σαν τα «αγγεία φθοράς και γενέσεως» του Πλούταρχου, όπως δεν σώθηκε, φέρ᾽ειπείν, το όνομα του δεύτερου αγγελιαφόρου που ξεκίνησε μαζί με τον Θέρσιππο, έφιππος αυτός, να φέρει στην Αθήνα την είδηση του Μαραθώνα και δε λέει να φτάσει, κοντεύουν δυόμισι χιλιάδες χρόνια πια.
Χάθηκαν κι άλλοι, πολλοί. Μερικοί απ᾽αυτούς έχουν μείνει γραμμένοι σε υποσημειώσεις ή ευρετήρια, ενώ άλλοι περάσαν στο θρύλο, όπως ο Πορτογάλος βασιλέας Σεβαστιανός, που εξαφανίστηκε το 1578 κάπου στη Βόρεια Αφρική και κάποιοι μυστικά τον περιμένουν μέχρι σήμερα στην Κόιμπρα, στο Οπόρτο και στη Λισαβόνα, καθώς προσμένουν άλλοι τον Μαχντί, απόγονο του Αλή, τον δωδέκατο ιμάμη, που χάθηκε μικρό παιδί κι αυτός, κι ακόμη να φανεί από τον ένατο αιώνα.

[ Ποικίλη Ιστορία, (1991), γ´έκδ. Άγρα 2010 ]

Περούκα



O Guillaume d' Abbes de Cabrebolles (1718-1802), συνεργάτης του Ντιντερό και του ντ' Αλαμπέρ στην "Εγκυλοπαίδεια" δημοσίευσε άρθρα περί φυσιολογίας και μία πραγματεία περί πλημμυρών. Το 1758 εξέδωσε το "Ταξίδι σε φανταστικούς τόπους", από το οποίο το ακόλουθο απόσπασμα. Έμεινε γνωστός για την απάντησή του σε νεαρό συγγραφέα, ο οποίος είχε ζητήσει τη γνώμη του για το λογοτεχνικό έργο του: "Αγαπητέ φίλε, το βιβλίο σας θα δει περισσότερους κώλους παρά πρόσωπα".

Πάλιωσε η περούκα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου. Πάλιωσε το κεφάλι μου χτενίζοντας την περούκα. Με τέτοιο κεφάλι έχω απομείνει. Το παίρνω στα χέρια μου, το ακουμπάω με προσοχή πάνω στα γραμμένα χαρτιά μου: presse papier για να τα προστατεύω από τον αέρα που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, ανοιχτό τη μέρα για να απαλύνεται η οσμή του γήρατος αυτών των πεπραγμένων. Για να μη γλιστρούν τα γραμμένα χαρτιά την νύχτα, καθώς βλέπουν όνειρα και γυρίζουν πλευρό, με κίνδυνο να πέσουν από τόσο ύψος, όσο των ποδιών του γραφείου μου, στο πάτωμα και να ακρωτηριαστούν. Δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το κεφάλι μου τέτοιο γεγονός, δεν υπάρχει τεχνίτης –περουκιέρης– που θα αναλάβει το κεφάλι μου για να του φορέσει καινούρια περούκα ή τουλάχιστον να του συνεφέρει την παλιά που φοράει. Το χειρότερο είναι πως δεν τολμώ να σηκώσω το κεφάλι μου στα χέρια μου και να το φορέσω. Με μια ματιά που ρίχνω, καταλαβαίνω πως δεν μου κάνει πια: ή έχει μικρύνει ή έχει στραβώσει. Δεν έχω καιρό να αποκτήσω καινούριο. Φοβάμαι πως αν πιάσω στα χέρια μου ένα καινούριο κεφάλι, δεν θα δεχτεί να φορέσει περούκα, δεν θα δεχτεί –πολύ περισσότερο– να φορέσει την παλιά περούκα, δύσκολα βρίσκει κανείς κατάλληλο χτένι για να καλωπίσει μια παλιά περούκα. Όσο για το κεφάλι, δεν αντιλήφθηκα ότι είχα ευκαιρίες να το αλλάξω, φταίει η περούκα που ήταν πάντα όμορφα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου, με άλλα λόγια φταίει το κεφάλι μου.

Το κοριτσάκι και το γατί

Paul Hoecker «Κορίτσι με γάτα» (λεπτομέρεια)

Σε πολυθρόνα ψάθινη κούρνιασαν το κοριτσάκι και το γατί, πριν καλά-καλά ο ήλιος ανατείλει, αναμένοντας, χωρίς να το γνωρίζουν, το φως της καλοκαιρινής αυγής, φως που μοιράστηκαν όχι απλώς αναλογικά, αλλά σε ίσα ακριβώς μερίδια, με την ίδια διάθεση και την ίδια χαρά. Ήταν δε, τόσο μεγάλη η ικανοποίηση από το γεγονός αυτό, που με ευχαρίστηση μοναδική και γαλήνη ζηλευτή απλωνόταν η μια πάνω στη άλλη, απολαμβάνοντας αυτή την υπέροχη αίσθηση που προσφέρει η παρουσία σώματος αγαπημένου, αίσθηση που προκαλούσε τη σκέψη και των δυο, με εικόνες αιωνιότητας και αταλάντευτης σχέσης, αγνοώντας, το μεν κοριτσάκι, ότι το γατί, όπως είναι φυσικό, πολύ πιο σύντομα από την ίδια θα πέθαινε, το δε γατί, ότι το κοριτσάκι μετά το τέλος των διακοπών θα έφευγε για πάντα.

Αγνοώντας αυτά τα δεδομένα οι δυο τους, το κοριτσάκι και το γατί, απολάμβαναν το φως της αυγής να τους τυλίγει και ο χρόνος να μην είχε καμιά σημασία, ενώ η ικανοποίηση, από την θερμή επαφή και τα νωχελικά χάδια, στο πρωινό φως διαπερνούσε τη σάρκα με τρόπο παρόμοιο των εραστών, που πλέουν ως είθισται, στην αιωνιότητα της παρουσίας του άλλου και αγκυροβολούν στην ακυρότητα του χρόνου. Όταν ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά, βρήκε το κοριτσάκι και το γατί να κοιμούνται αγκαλιά, ακίνητες σαν αγάλματα και προπάντων ευτυχισμένες, με το ίδιο ανερμήνευτο, ίσως κι ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο, που, θάλεγε κανείς, ότι περισσότερο ταίριαζε σε νεκρό που ολοκλήρωσε πανευτυχής τον κύκλο της ζωής του.

Προσεχώς



Για τα επόμενα τεύχη του
Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ν.Δ. Καρούζος (επιμ. Γιώργος-'Ικαρος Μπαμπασάκης)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
(επιμ. Γιώργος Βέης)

Ο καθαρισμός του χάρτη



Αυτό που με πληγώνει το εξαφανίζω από τους χάρτες μου. Οι τόποι στους οποίους σκόνταψα, έπεσα, εκεί όπου με πρόσβαλαν, με έθιξαν, με πόνεσαν, σταμάτησαν να υφίστανται για μένα. Κατ' αυτό τον τρόπο έσβησαν κάμποσες μεγαλουπόλεις και μια επαρχία. Οι χάρτες το αποδέχονται αυτό με κατανόηση: νοσταλγούν τα λευκά κενά, πρόκειται για την ευτυχισμένη παιδική τους ηλικία. Μερικές φορές, όποτε αναγκάστηκα να εμφανιστώ σε αυτούς τους ανύπαρκτους τόπους (προσπαθώ να μην καλλιεργώ μέσα μου τα τραύματα), έγινα ένα μεγάλο μάτι που κινείται σαν πνεύμα σε μια πόλη φαντασμάτων. Αν συγκεντρωνόμουν περισσότερο, θα μπορούσα εύκολα να χώσω την παλάμη μου μέσα στο συμπαγές μπετόν, θα μπορούσα να διασχίσω τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους μέσα από τις σειρές των αυτοκινήτων, ανέγγιχτη, αλώβητη, αθόρυβη. Δεν το έκανα, σεβάστηκα τους κανόνες του παιχνιδιού των κατοίκων αυτών των πόλεων. Και προσπάθησα να μην τους αποκαλύψω τους τόπους της αυταπάτης όπου έχουν οι καημένοι, οι σβησμένοι, κολλήσει. Θα τους χαμογελάω και θα κουνάω με κατανόηση το κεφάλι σε καθετί που λένε. Δεν θέλω να τους περάσω την ιδέα πως δεν υφίστανται.

Όλγκα Τόκαρτσουκ, Πλάνητες, μτφρ. Α. Δ. Ιωαννίδου, Καστανιώτης 2020

Οι αποχαιρετισμοί του Ignacio Sanchez Arriaga

«Φεύγω, μάνα, βγαίνω στο δρόμο, εκεί όπου πέφτουν οι σφαίρες βροχή, εκεί όπου προβάλει αυγή, με ρόδα στα χέρια, με πλούτη στο φως, μπροστά γονατίζει ο πάσα λαός, σηκώνει το βλέμμα, υψώνει φωνή, Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί, τώρα σίμωσε και κοίτα του αγώνα την ορμή, ηχούν οι σάλπιγγες, καμπάνες βροντερές, δονείται σύγκορμη η χώρα πέρα ως πέρα κι απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των ηρώων τα ιερά, περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί, το χρέος, μάνα, με καλεί».

«Περίμενε, παιδί μου, να φας κάτι, να έχεις δυνάμεις, μη φύγεις νηστικός, ένα ποτήρι γάλα τουλάχιστον, μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Φόρεσε το σακάκι σου γιατί κάνει κρύο τέτοια ώρα, μου πονούν τα πόδια μου, ο καιρός θα χαλάσει, κράτα και ομπρέλα να μη βραχείς. Πάρε λεφτά από το συρτάρι του κομού, αχρείαστα ας είναι, μπορεί να σου χρειαστούν. Οι γκρίζες κάλτσες που έβαλες δεν πάνε με το πανταλόνι ούτε με τα μαύρα παπούτσια σου, αλλά αφού ντύθηκες έτσι, δεν πειράζει. Μόνο πες μου τι ώρα θα γυρίσεις για να έχω το φαϊ ζεστό να φάμε παρέα. Πες μου την ώρα, θα σε περιμένω, δεν πρόκειται να φάω αν δεν έρθεις».

«Εγώ είμαι, Ελεονόρα. Ξέρω πως με περίμενες τέτοια ώρα. Ερόδισ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση, γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται, παν’ οι λεβέντες στη μάχη, θα γυρίσω σου λέω να μην είσαι μονάχη. Ήρθα λοιπόν, αγάπη μου γλυκιά, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά κι η άνοιξη προβάλει. Κατέβα να μ’ ανοίξεις, τα μαλλιά σου να μη ρίξεις σκάλα ν’ ανεβώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Φυσάει στον κόσμο, μυρίζει βροχή, μπροστά μας καινούρια αρχή. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Αν αργήσω, φάε. Φάε με τον πατέρα σου.»

«Να πας! Να πας! Έλα να κλείσω την πόρτα. Πάμε στην πίσω αυλή, κανείς δεν θα μας καταλάβει. Είπα στον πατέρα μου πως πάω στο φούρνο, δώσε μου λεφτά να αγοράσω μια φρατζόλα, δεν μπορώ να γυρίσω με άδεια τα χέρια μου. Ή μάλλον, πήγαινε εσύ στο φούρνο, αγόρασε μια φρατζόλα, θα σε περιμένω να την φέρεις, θα κρατήσω την πόρτα ανοιχτή. Από τη βιασύνη μου, δεν πήρα το πορτοφόλι του πατέρα μου. Πήρα όμως αυτό που μου ζήτησες. Δεν πρόκειται να το αναζητήσει, δεν θυμάται κιόλας πού μπορεί να το είχε βάλει. Εξάσφαιρο, όπως σου το είπα. Φτάνει να κάνεις τη δουλειά σου. Και μισό κουτί σφαίρες να το έχεις στην τσέπη σου. Θα στα δώσω μετά, όταν θα φέρεις την φρατζόλα. Η μητέρα μου θα καθυστερήσει, έχει πάει στην αδερφή της που είναι άρρωστη. Έφυγε την αυγή. Ένας γνωστός, που ξέρει τα μπλόκα, την πήγε ως τη δημοσιά και μας ειδοποίησε πως πέρασε το κάρο στην ώρα του να την πάρει. Τώρα θα έχει φτάσει. Είπε πως θα γυρίσει το απόγευμα και να μη την περιμένουμε για το μεσημεριανό. Είπε να φάμε και να μη την περιμένουμε. Μαγειρεύω χορτόσουπα, η μητέρα βρήκε φρέσκα χόρτα, φτάνουν για τρία πιάτα φαϊ. Να πας λοιπόν. Να πας οπωσδήποτε! Εδώ έχουμε ησυχία, ωστόσο ακούμε τους πυροβολισμούς. Καλύτερα είναι πας από τους μέσα δρόμους. Ο γείτονας είπε πως δεν υπάρχει κίνδυνος από τους μέσα δρόμους. Τα μαγαζιά έχουν κατεβάσει τα ρολά τους, αλλά βρίσκεις να αγοράσεις, αν πεις το σύνθημα no pasarán. Και ο γείτονας είπε το σύνθημα. Έτσι πήγε η μητέρα μου και βρήκε χόρτα. Τόσο φρέσκα σαν να τα είχαμε κόψει από τον κήπο μας στο χωριό».

—————————— » « ——————————

Υστερόγραφο: Έτσι, με το εξάσφαιρο στο χέρι, ο Ignacio Sanchez Arriaga στάθηκε στο οδόφραγμα των νεκρών αλόγων. Παρίστανε πως ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Δεν ειναι γνωστό αν πέρασε απέναντι, εκεί όπου η Λευτεριά τον καλούσε. Είναι βέβαιο πως η μητέρα του τον περίμενε, εκείνη τη μέρα έμεινε νηστική. Είναι βέβαιο πως η Ελεονώρα κατέβασε την κατσαρόλα με την χορτόσουπα από τη φωτιά και σερβίρισε τον πατέρα της. Έφαγε λίγο και εκείνη. Δεν είχε λογαριάσει καλά, ένα ρηχό πιάτο περίσσευε, το κράτησε για τη μητέρα της. Και το βράδυ, όταν η μητέρα της επέστρεψε, λίγο πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας, είπε στην Ελεονώρα πως είχε αγοράσει μια φρατζόλα ψωμί, αφού ο φούρνος ήταν ανοιχτός και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. «Καλά έκανες», είπε η Ελεονώρα, «να έχουμε ψωμί, το πρωί αγόρασα και εγώ μια φρατζόλα». Στη φωτογραφία που είδε το φως της δημοσιότητας, η ηρωική πράξη του Ignacio Sanchez Arriaga δεν έχει απαθανατιστεί. Να υποθέσουμε ότι πέρασε απέναντι, φωνάζοντας το σύνθημα no pasarán.

Περί της εν ύπνω κομψότητος


24 Απριλίου 18 ..

ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΕΧΩ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ξανά, με άλλη ευκαιρία, σ' έναν συγγενή μου που ήταν μύωπας και οφθαλμίατρος, και ψάρευε μ' ένα κοινό καλάμι αλλά με κιάλια. Η μυωπία τού επέβαλλε μια διακριτική μετριοπάθεια ως προς τα γούστα και τις προθέσεις του. Οπότε, ήταν σχολαστικός. Εγώ κληρονόμησα απ' αυτόν τη μανία του για την καθαρότητα. Είναι διπλή ευχαρίστηση να βλέπεις και να βλέπεις καλά. Το μικροσκόπιο είναι ο νόμιμος φακός μου. Το χειμώνα, που έτρεχα στο παράθυρο του σαλονιού για να παρακολουθήσω μέσα απ' τα τζάμια τη βασανισμένη ζωή των ανθρώπων κάτω απ' το χιόνι, ετοίμαζα έγκαιρα το παρατηρητηριό μου. Καθάριζα τα τζάμια τόσο προσεκτικά, ώστε στο τέλος ήταν σαν να μην υπήρχαν. Οι μύγες, που αγνοούν την εφεύρεση του γυαλιού, έρχονταν απ' το δρόμο για να σκοτωθούν στο παραθυρό μου. Τις έβλεπα να πεθαίνουν σωρηδόν, η μία μετα την αλλη, θέλοντας να παρατείνουν τη ζωή τους με μια κίνηση μάταιη και αισθαντική. Ο χειμώνας τις εξόντωνε πάνω στα αστραφτερά μου τζάμια, που ήταν σαν ενέδρα στο δρόμο τους. Κι εγω, πίσω απ' τα τζάμια, τις έβλεπα να πεθαίνουν.

1η Νοεμβρίου 18 ..

ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν πρέπει να μείνω ή να φύγω. Το μόνο που δε με φοβίζει σ' αυτόν τον αποχωρισμό, είναι η πνευματική εξουσιοδότηση που μου αφη σε η μητέρα μου. Μ' έβλεπε ως έναν άνθρωπο που δε θα γνωρίζε την αποτυχία. Περίμενε τόσο πολλα από μένα, ώστε φοβάμαι να φύγω και ν' αφήσω τη δουλειά μου μισοτελειωμένη. Είμαι όλη της η αισιοδοξία. Είμαι ο εκλεκτός εντεταλμένος της για να εκδικηθεί αυτόν τον κόσμο όπου την ανάγκασαν να ζει οι άνδρες, επειδή, όπως όλες οι τέλειες ισπανίδες μάνες μας, δε γνώρισε στη ζωή της άλλα πετράδια εκτός απ' το μολύβι της μελαγχολίας όταν το όνειρό της έφευγε σαν το νερό που χυνεις πάνω στη γερμένη πέτρα του απογεύματος.

[ Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο του Υποκόμη ντε Λασκάνο Τέγκι (1925), μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. Οpera 2020) ]

Κοινωνικές αποστάσεις


του Άνχελ Μπόλιγκαν (βλ. συνέντευξή του στον Άρη Μαλανδράκη στο #22)

Προσεχώς



Για τα επόμενα τεύχη του
Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)

Ν.Δ. Καρούζος (επιμ. Γιώργος-'Ικαρος Μπαμπασάκης)
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Κύπρος
(επιμ. Θεοδόσης Πυλαρινός)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)

Το Αόρατο Μνημείο του Άγνωστου Ποιητή

Φωτ. Μ. Αλβανού


Στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος υπάρχει ένα σιντριβάνι. Με παράσταση χορευτών της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης ολοκληρώθηκε εκεί μια πορεία στις 21 Μαρτίου 2012, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Γονείς με μωρά σε καρότσια και άλλα άτομα που συμμετείχαν διαμαρτύρονταν για τον ευτελισμό του πολιτισμού. Τα μόνα συνθήματα στη δια-μαρτυρία αυτή ήταν στίχοι από ποιήματα. Μια μπάντα κρουστών, ξυλοπόδαροι, αναγνώστες και συγγραφείς ήταν στην κεφαλή της πορείας από ένα βιβλιοπωλείο προς την πλατεία, απέναντι από τη Βουλή των Ελλήνων. Ανάμεσα στα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν μπροστά της βρίσκεται το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ένα κενοτάφιο όπου συγκεντρώνονται τουρίστες. Έγιναν τέσσερις στάσεις καθ’ οδόν: έξω από το πρώην Αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, έξω από την Ακαδημία Αθηνών και σε διασταύρωση της οδού Ομήρου, όπου διαβάστηκαν ποιήματα ή αποσπάσματα από τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Όμηρο. Μέσα ενημέρωσης από την Ελλάδα και το εξωτερικό κάλυψαν το γεγονός. «Τι βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, όπου τελείωσε η πορεία;», με ρώτησαν. «Το αόρατο μνημείο του άγνωστου ποιητή», απάντησα. Εξακολουθεί να μην είναι εκεί.
Αντίστοιχο κείμενο στα αγγλικά, με φωτογραφίες και παραπομπές, συνιστά συμμετοχή σε διαδικτυακή έκθεση με θέμα «έργα που δεν υπάρχουν» (συμβάντα “χωρίς έγγραφα” και σταθερότητα των αντικειμένων: undocumented events and object permanence), που διοργανώνουν https://noemata.net/ueop και https://biennale.no. #392 Yiorgos Chouliaras The Invisible Tomb of the Unknown Poet March 21, 2012, Athens, Greece: https://noemata.net/ueop/work.php?no=392.

Πρόκειται για πρωτοβουλίες κυρίως του Bjørn Magnhildøen, που το 2012 οδήγησαν στο φεστιβάλ «επιπλέον δευτερόλεπτο» (Leap Second festival), όπου συμμετείχε το ποίημα Κλασικές περιλήψεις από τη συλλογή «Fast Food Classics (Στίχοι ταχυφαγείων)», που εντός δευτερολέπτου μπορεί να διαβάσει επικά γρήγορος αναγνώστης: http://noemata.net/leapsec/works/classicoutlines2.html

Η κυρία Μελπομένη


Τελειώνοντας και τυπικά το θέρος, η κυρία Μελπομένη, χήρα παλαιού βουλευτή, έγειρε προς τους φθινοπωρινούς μήνες, μια και το φως του καλοκαιρινού ήλιου μόνο κακό έκανε στη σκέψη... Έγειρε, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να αναπολεί με ηρεμία και απόλαυση τα νεανικά της χρόνια, τροχοδρομώντας άφοβα στις ρυτίδες του προσώπου της και στην αναπόφευκτη χαλάρωση της επιδερμίδας περί την κοιλιακή χώρα και τους μηρούς. Η αναπόληση αυτή, ωστόσο, την έβγαζε συνεχώς εκτός τροχιάς, μια και οι δεκάδες πρώην εραστές της, κάθε τόσο, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, λες και ήταν σταθμάρχες, άλλαζαν τα κλειδιά των γραμμών και συνεπώς και την κατεύθυνση του συρμού της νοσταλγίας, με φανερό τον κίνδυνο να τρακάρει άθελά της, κάποια στιγμή, με τον –από χρόνων– αποθανόντα σύζυγό της. Φοβούμενη για τη μοιραία αυτή πρόσκρουση και την αποκάλυψη των μυστικών της, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια ο κάποτε ήρεμος αυτός άνθρωπος να αναλάβει δράση μεταθανάτια, ως δράκουλας ή ως απλό φάντασμα, η κυρία Μελπομένη, υπό τη διαφαινόμενη απειλή, διέκοψε τις νοσταλγικές περιηγήσεις και αν και η ηλικία της, σύμφωνα με τα ισχύοντα, δεν επέτρεπε νυχτερινές βόλτες σε μυστήρια στέκια, αυτή επέλεξε να αναζητά νεανική συντροφιά παρά να αναπολεί (κινδυνεύοντας) τα περασμένα.

MAΣKAΡΑ: δες




ΔΙΑΛΟΓΟΣ (ΑΡιστερό και ΔΕξί μάτι συζητούν)
————————  ≈ ————————

ΑΡ Χάος με τις τεράστιες για παιδιά μάσκες σε ελληνικά σχολεία
ΔΕ Με τόση μάσκαρα στις βλεφαρίδες δεν βλέπεις το χάος σε γερμανικά σχολεία, για το αν μαθητές θα φορούν μάσκες ή όχι
ΑΡ Εσύ όχι μόνο δεν βλέπεις, αλλά ούτε βλέπεσαι, με τόση μάσκαρα στο μάτι
ΔΕ Δεν κοιτάς που η λέξη μάσκαρα προέρχεται από ιταλική προσωπίδα (maschera)
ΑΡ Αλλά η Μάσκαρα είναι γαλλική εκδοχή του αραβικού (‫معسكر‬‎) ονόματος πρωτεύουσας επαρχίας στην Αλγερία, που νωρίς αντιστάθηκε στους Γάλλους
ΔΕ Αποικιοκρατικό μασκαριλίκι (maskaralιk) θα έλεγαν γαλλόφιλοι Τούρκοι
ΑΡ Ιθαγενείς μασκαράδες όμως τα καταφέρνουν και δυναστεύουν
ΔΕ Κάθε φορά στις αποκριές οι γελωτοποιοί επικρατούν
ΑΡ Οι μασκαράδες έγιναν μασκότ τώρα
ΔΕ Πάντοτε υπάρχουν αναπτυξιακές λύσεις, που δεν θέλουν να δουν οι μασκοφόροι
ΑΡ Ναι, αντί να μικρύνουμε τις μάσκες, ας περιμένουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά
ΔΕ Τη δική σου μία και μοναδική μάσκα θέλεις να φορούν όλοι μαζί
ΑΡ Η δική σου μάσκα τους κάνει όλους εξωγήινους που δεν βλέπουν τι γίνεται
ΔΕ Σε λίγο θα φέρεις ανιχνευτές βαρυτικών κυμάτων από το παρελθόν
ΑΡ Πριν από 7 δισ. χρόνια έγινε η μεγαλύτερη σύγκρουση μελανών οπών
ΔΕ Να σταματήσει η μασκοφορία με τις μαύρες τρύπες στο σύμπαν
ΑΡ Για να αρχίσουν να χοροπηδούν οι διαμαρτυρόμενοι πάνω στις μάσκες, ώστε να εφαρμόζουν σε επίπεδα πρόσωπα σε μια επίπεδη γη
ΔΕ Να φορούν και να μη φορούν μάσκα
ΑΡ Να αφαιρεθούν οι μόνιμες μάσκες που είναι τα πρόσωπα
ΑΡ ΔΕ (ταυτόχρονα) Χάος, χάος – οι μονόφθαλμοι βασιλεύουν με κορώνα τον ιό
ΔΕ Αυτός δεν είναι σω-κρατικός διάλογος
ΑΡ Ούτε σοϊ-διωτικός μπορεί να είναι

Σχετικά κείμενα
———————————————

Μασκητική
Μάσκες & μασκοφόροι
Ιός & πανδημία της λογοτεχνίας

ΟΞΥΝ


«Ω ΞΕΙΝ, ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ»

Το νόθο αυτό επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, έχει συνδεθεί με τη Μάχη των Θερμοπυλών, 2,5 (χιλιάδες) χρόνια μετά την οποία αναμνηστικά γραμματόσημα αποσύρθηκαν για «τεχνικούς» λόγους, λόγω «εναλλακτικής» ορθογράφησης του επιγράμματος (όπου το ΚΕΙΝΩΝ είχε γίνει ΚΟΙΝΩΝ και το ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ ΠΕΙΘΩΜΕΝΟΙ).
Εν τω μεταξύ ΜΜΕ είχαν αναρτήσει δελτίο τύπου για τα γραμματόσημα, που είχε σταλεί από τα Ταχυδρομεία
Δεν έγινε γνωστό αν η μάχη θα επαναληφθεί μέσω τηλεδιάσκεψης, με τον Λεωνίδα ευπρεπώς ενδεδυμένο, ενώ κυκλοφορούν μεταφραστικές εκδοχές του επιγράμματος, όπως «Ω ξινέ των αγγέλων Λακέδων & δαιμόνων, ω τι δεν κείμενα εκείνων απορρίμματα δεν απιθώνουμε;».

Κορωνοϊός ή «Κολωνοϊός» (;)

Πρωθύστερα επίκαιρο κολάζ του Μαξ Ερνστ  (1936)

Προσεχώς



Για τα επόμενα τεύχη του
Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————

Ν.Δ. Καρούζος (επιμ. Γιώργος-'Ικαρος Μπαμπασάκης)
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Κύπρος
(επιμ. Θεοδόσης Πυλαρινός)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου) / Φ.Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μανόλης Κορρές κ.ά

H θλίψη της γηραιάς κυρίας

Η φιγούρα είναι γνώριμη, αλλά οι ρυτίδες στο πρόσωπο και το γερμένο από το βάρος των χρόνων σώμα, ξαφνιάζουν. Η γνώριμη εικόνα της μικρούλας Μαφάλντα, από το διάσημο κόμικ-στριπ του Κίνο, καταργεί τον κανόνα που διατηρεί αμετάβλητους στο πέρασμα του χρόνου τους χάρτινους ήρωες και ηρωίδες. Το σκίτσο, στο στιλ του Κίνο, υπογράφει ο Πορτογάλος σχεδιαστής Μπρίτο και αποτελεί ένα γλυκόπικρο αποχαιρετισμό στο μεγάλο Αργεντίνο «μπαμπά» της Μαφάλντα, που πέθανε ακριβώς πριν ένα μήνα (και μία ημέρα), σε ηλικία 88 ετών.
Βραβευμένος με το Grand Prix του Χιούμορ στο Διεθνές Σαλόνι Γελοιογράφων Τύπου, ο Μπρίτο ζει στη Γαλλία και είναι γνωστός από τις δημοσιεύσεις του στην εφημερίδα Le Monde, στο σατιρικό Canard Enchaîné και σε άλλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Η εικόνα της γερασμένης Μαφάλντα που θρηνεί το θάνατο του δημιουργού της, αντλεί την έμπνευσή της από τα ίδια τα λόγια του Κίνο. Όταν, το 1973, σταμάτησε να σχεδιάζει τις ιστορίες της πανέξυπνης μικρούλας, μετά από εννέα χρόνια συνεχώς αυξανόμενης επιτυχίας παγκοσμίως, είχε εξηγήσει τους λόγους αυτής της ασυνήθιστης απόφασης. Και οι λόγοι αυτοί είχαν να κάνουν με το πέρασμα του χρόνου. Όχι του άχρονου στην χάρτινη επικράτεια, αλλά του πραγματικού στον οποίο υπόκεινται ζωντανοί χαρακτήρες, όπως η ηρωίδα του. Ο ίδιος είχε πει ότι η Μαφάλντα, που όταν ξεκίνησε να την σχεδιάζει ήταν μόλις 8 χρονών, κόντευε, πλέον, τα 18. Το κοριτσάκι είχε μεγαλώσει μαζί του. Σε λίγο θα κουβαλούσε αντισυλληπτικά στην τσάντα της και ήταν πια καιρός να την αποχαιρετήσει.
Τηρώντας τα ηλικιακά δεδομένα που έθεσε ο Αργεντίνος δημιουργός, ο Μπρίτο παρουσιάζει –δυνητικά– τη σημερινή εικόνα της Μαφάλντας: μια 65χρονη, πλέον, κυρία που στηρίζεται σε μπαστούνι, με την ίδια πάντα κόμμωση και τον ίδιο φιόγκο, αλλά με τις ρυτίδες να χαράσσουν το θλιμμένο της πρόσωπο. Το σκίτσο του Μπρίτο είναι αδημοσίευτο και το αφιερώνει στον Χάρτη, τελειώνοντας το μήνυμά του με αυτά τα λόγια: «Όταν, πριν πολλά χρόνια, πρωτοδιάβασα τις ιστορίες της Μαφάλντας, ένιωσα να με κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Μεταξύ αυτής και του αντίπαλου δέους από μια άλλη διάσημη παιδική παρέα, προτιμούσα την “αριστερόφρονα” Μαφάλντα από το “φροϋδικό” Τσάρλι Μπράουν των Peanuts. Δεν είχα τη μεγάλη χαρά να γνωρίσω τον Κίνο. Κρατώ όμως με πολλή αγάπη στο αρχείο μου μια φωτογραφία με εμένα καθισμένο δίπλα στην Μαφάλντα, σε ένα παγκάκι του Μπουένος Άιρες με το γλυπτό της στην άκρη».  

Έλενα Στριγγάρη (1950-2020)


Δύο ποιήματα που είχε στείλει η  Έλενα Στριγγάρη για προσεχές τεύχος του «Χάρτη»


A capella

Τι όμορφα που νοιώθω
όταν τραγουδάει α καπέλα
μια ωραία, τρυφερή φωνή!...
Πρέπει να μου θυμίζει τον καιρό
που με νανούριζε η μάνα μου, μωρό.
Με γαληνεύει
η επαναφορά αυτή στο ανέμελο,
το ανέφελο
το αγκάλιασμα της γης και τ΄ ουρανού.

12/11/18


Ομορφιά

Στον Γιώργο Λάγγα

Μου γράφεις ότι αντλείς δύναμη απ’ τη δύναμή μου,
Ζωή απ’ τη ζωντάνια μου
Και ευδιαθεσία από τη δική μου.
Να γίνονταν κι εγώ να πάρω
Ομορφιά από την ομορφιά σου..!

6/7/19

«Δεν είμαι ο νέγρος σου»: διεθνής έκκληση

Το Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Βερολίνου και συγγραφείς από 43 χώρες έχουν απευθύνει έκκληση να προβληθεί ταυτόχρονα στις 10 Δεκεμβρίου 2020, επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1948, η ταινία του Ραούλ Πεκ «Δεν είμαι ο Νέγρος σου». Το 95 λεπτών βραβευμένο ντοκιμαντέρ του 2016 στηρίζεται στο ημιτελές ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπόλντουιν (1924-1987) και αναδεικνύει τη συνέχεια του ρατσισμού και την αντίσταση εναντίον του μέσα από τις ιστορίες του Μέντγκαρ Έβερς, του Μάλκολμ Χ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που δολοφονήθηκαν τη δεκαετία του 1960. Το Φεστιβάλ θα αναρτήσει πληροφορίες, που θα λάβει έως τις 12 Νοεμβρίου, σχετικά με προβολές: https://www.literaturfestival....

Ο ναυαγός

του Άγγελου Πεφάνη

Sean Connery (1930-2020)




O Σον Κόνερι διαβάζει Καβάφη με μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου

Πάλι θα μας δουν

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΩΝ

Οι εφιάλτες αυξήθηκαν 15%, ενώ 35% συχνότερα ανακαλούσαν τα όνειρά τους άτομα που συμμετείχαν σε έρευνα στη Λυών της Γαλλίας, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες στη διάρκεια της πανδημίας. Στη Λυών Έλληνα ιερέα πυροβόλησε απατημένος σύζυγος από τη Γεωργία σε περιστατικό ερωτικής τρομοκρατίας.


Έχω βαρεθεί, είπε το ένα όνειρο στο άλλο. Mακιγιάρονταν στα αποδυτήρια.

Έχω βαρεθεί να εμφανίζομαι κάθε βράδυ στον ύπνο αυτού του εμμονικού ατόμου.

Εγώ, είπε το άλλο, ποτέ δεν κοιμάμαι δεύτερο βράδυ με το ίδιο άτομο. Αποφεύγω τέτοιους ψυχαναγκασμούς. Αρνούμαι την κατάργηση της μοναδικότητας των ονείρων.

Όλοι έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, παρατήρησε το πρώτο όνειρο. Αλλά το να έχουμε την ίδια μεγάλη ιδέα μπορεί να καταστρέψει το έθνος των ονείρων.

Καλύτερα να λες ό,τι ξέρεις παρά να μην ξέρεις τι λες, απάντησε το δεύτερο όνειρο. Ο φόβος της αποτυχίας οδηγεί στη μετριότητα.

Δεν υπάρχουν μέτρια όνειρα, διαμαρτυρήθηκε το πρώτο. Μόνον όνειρα που κανείς δεν θυμάται ή όνειρα που έχει εγκαταλείψει.

Θυμάσαι, άρχισε να λέει το δεύτερο όνειρο, πριν την κουβέντα τους διακόψει βήχας που δυνάμωνε στο διπλανό υπόγειο καμαρίνι, όπου άγριες μπογιές πρόσθεταν στα παραμορφωμένα μούτρα τους οι συνάδελφοι που υποδύονταν τους εφιάλτες.

Θυμάσαι, συνέχισε, όταν κόπασε ο βήχας, τότε που τα όνειρα δεν είχαν ήχο ούτε χρώμα και έπρεπε μόνο με τις κινήσεις τους τα πάντα να υποκριθούν.

Θυμάμαι, είπε το πρώτο, πριν αναπτυχθεί το κίνημα για τα δικαιώματα των ονείρων, πώς μας εξευτέλιζαν σε απονομές βραβείων ονειροκριτικής. Να μας καταλάβουν προσπαθούσαν δήθεν. To τι ανοησίες έχω ακούσει.

Αν δεις παντζάρι, έρχεται κόκκινο φεγγάρι, είπε με αλλαγμένη φωνή κοροϊδευτικά το άλλο. Του αβγού ο κρόκος δηλητηριάζει δειλό κροκόδειλο.

Δεν είναι καλό να ξέρουν τι σκεφτόμαστε, συμφώνησαν. Ούτε να μας βλέπουν μαζί.

Αυτό ισχύει τώρα, είπε σκεφτικό το πρώτο όνειρο, καθώς έχοντας ετοιμαστεί ανέβαιναν για την παράσταση. Αλλά ανησυχώ, γιατί ακούω για νέες δυνατότητες παρακολούθησης ονείρων, με πολλαπλές οθόνες κάθε βράδυ.


Σχετικά κείμενα
Μασκαρα: δες (διαλογος: ΑΡιστερό και ΔΕξί μάτι συζητούν)

Ο Μπόρχες του ποδοσφαίρου ;

Μπουένος Άιρες, Απρίλιος 1987. Πρώτη Διεθνής Συνάντηση για τον Μπόρχες. Στην αρχή της ομιλίας μου «αυτοσχεδίασα με βάση ένα ρεπορτάζ που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση του ξενοδοχείου: Με αφορμή την Παγκόσμια Συνάντηση, ρωτούσαν κόσμο στον δρόμο για τον συγγραφέα. Ένας ταξιτζής είχε απαντήσει με ετοιμότητα: «O Mπόρχες; Eίναι ο Mαραδόνα της λογοτεχνίας!». O φιλολογικός πάγος της αίθουσας ράγισε. «Mεταφορά αντάξια ενός αστού ποιητή, διάσημου για τις τρίπλες του», συνέχισα, «που ρωτήθηκε μάλιστα κάποτε να πει τη γνώμη του για τον διάσημο ποδοσφαιριστή· την επομένη, η εφημερίδα είχε τίτλο: “O Mπόρχες αγνοεί τι εστί Mαραδόνα!”». [ Μπεθ, ένα κυλιόμενο αρχείο για τον Μπόρχες, εκδ. Πατάκη 2016 ]

Αποσπερίζοντας με τον Μίμη Φατούρο (1928-2020)

Πριν αφανιστούν οι γραμμές, πριν φθαρεί η μνήμη, να μπορέσουμε να κρατήσουμε εκείνο το κάτι, το απροσδιόριστο των χειρονομιών και της φωνής που σιγά-σιγά σβήνουν και χάνονται, μπλεγμένα μοιραία με δικές μας κινήσεις και ήχους. Σαν τα κύματα της θάλασσας: τον είχε ενθουσιάσει η εικόνα του ενάλιου θεού Τρίτωνα που παρομοιαζόταν με κύματα να σπάνε στην ακτή.
Η αφορμή μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε. Είχε προς το τέλος, καθηλωμένος σε αθέλητη ακινησία στη Θεσσαλονίκη, αποκτήσει κεραίες μέσω της φαντασίας που ανίχνευαν αχόρταγα τα πάντα, φτάνει να ερεθιστούν από μια συζήτηση στο τηλέφωνο. Πες μου πώς ήταν, ζητούσε επίμονα. Άσε με να πιστέψω πως ήμουν εκεί κι έβλεπα με τα μάτια σου. Μην παραλείψεις τίποτα, τι βλέπεις, τι νιώθεις, τι σου τυχαίνει. Έτσι θα βρίσκομαι όπου πας.
«Τρίτων» λεγόταν το ερειπωμένο ξενοδοχείο στη Χώρα Άνδρου, η πρώτη «Ξενία», έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, που σήμερα διαλυόταν ανελέητα από τον χρόνο, τους βοριάδες και την αδιαφορία. Λεηλατημένη, βανδαλισμένη, χωρίς κουφώματα. Του περιέγραφα τι είχα δει όταν ξαναβρέθηκα μετά από καιρό μέσα της. Για πρώτη φορά προσέχοντας τα φθαρμένα χρώματα στους τοίχους, που ξεφλουδίζοντας έδειχναν τι υπάρχει από κάτω. Του διηγούμουν εντυπωσιασμένος την αίσθηση από τα πλαϊνά της σκάλας, ένα καθαρό μπλε, σε σχέση με τα κατακόκκινα πλατύσκαλα. Από τα ίδια τα δωμάτια – πώς η ματιά καντράρει το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας πάνω στη θάλασσα, ανάμεσα στους δύο, πάλι μπλε, πλευρικούς τοίχους, ενώ το μελτέμι δονούσε την ατμόσφαιρα ορμώντας από παντού. Συμπυκνωμένο, ένα επιβλητικά άγριο τοπίο.

Εσωτερικό του «Ξενία» σήμερα (φωτ. Δ.Φ.)


Έτσι από τον «Τρίτωνα» και τα γενναία του χρώματα, που τόσο σεμνότυφα κατόπιν καλύφθηκαν με ενιαίο λευκό χρώμα, ανοίγουμε ένα ζήτημα που επανέρχεται, πάντα διακριτικά, πολλές φορές στις μεταξύ μας συζητήσεις. Για τις αλλοιώσεις της αρχιτεκτονικής, όταν ένα έργο έχει πια ξεφύγει από τα χέρια του δημιουργού του. Έχει ο ίδιος, όπως και τόσοι άλλοι, τραυματιστεί από τέτοιες συμπεριφορές, προσπαθεί να κρατηθεί σε νηφάλια απόσταση, να κατανοήσει. Ήξερε πως τα έργα δεν του ανήκαν πια.
Με τη λογική, μπορούσε να το καταλάβει. Αλλά όταν του έστειλα φωτογραφίες από ένα παλιό του ειδυλλιακό έργο, το μικροσκοπικό εκείνο σπιτάκι πάνω σ’ ένα θαλασσινό βράχο της Χαλκιδικής, η φωνή του στο τηλέφωνο έσπασε. Δεν είχε απομείνει τίποτα απολύτως. Εδώ είχε ζήσει μερικά αμέριμνα καλοκαίρια στα νιάτα του, γυρίζοντας από την Αμερική. Άλλες φορές όμως, όπως στην περίπτωση του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, δεν θέλησε να δείξει προς τα έξω τόσο ευάλωτος και σώπαινε. Ή άλλαζε θέμα, προτιμώντας να αγκυρωθεί σε αισιόδοξες ιστορίες που υμνούσαν δίκαια το θαύμα της αρχιτεκτονικής.
Είχε κι εκείνος μπει, παρέα με άλλους καλεσμένους, μέσα στο κουφάρι της «Ξενίας» Άνδρου, με αφορμή τη βιντεοσκόπηση που θα γινόταν για την ελληνική συμμετοχή στη Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 2006. Είχαν τότε καθίσει όλοι γύρω από ένα μακρύ τραπέζι στο χώρο της άλλοτε τραπεζαρίας και συζητούσαν, ο ένας μετά τον άλλο, για το τόσο γοητευτικό θέμα: τα νησιά του Αιγαίου ως μια «διάσπαρτη πόλη». Το ερειπωμένο ξενοδοχείο γύρω τους ήδη έδειχνε όλα τα σημάδια της εγκατάλειψης: η εικόνα καταστροφής του ήταν μια έμμεση καταγγελία για τις άλλοτε ένδοξες «Ξενίες», για τη μοίρα των έργων ενός τόσο σημαντικού αρχιτέκτονα, όπως ήταν ο Κωνσταντινίδης. Σε αυτές τις μνήμες τώρα επέστρεφε με αφορμή το τηλεφώνημά μου.
Όμως τότε δεν είχαν αφήσει τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις να κυριαρχήσουν. Άλλωστε ο ίδιος χαιρόταν τόσο φανερά την παρέα, να κολυμπάει νοερά ανάμεσα σε τόσους γνωστούς και φίλους, παλιούς αγαπητούς μαθητές από τη Θεσσαλονίκη και νεότερες γνωριμίες από τα χρόνια που μεσολάβησαν. Όλοι ήθελαν να τον ακούσουν, τους έδινε το σωστό στίγμα, μπορούσε να δέσει μεταξύ τους λόγια που έμοιαζαν ασύνδετα χωρίς αναγκαστικά να είναι. Δεν αντέκρουε καμιά άποψη, ακόμα και την πιο εξωφρενική. Εξηγούσε επαγωγικά, απέφευγε ν’ αναφερθεί σε δικά του γραπτά. Έψαχνε τις λέξεις με προσοχή, δίσταζε σαν να μετεωριζόταν ανάμεσα στα νοήματα. Άφηνε ανοιχτά παράθυρα, τους ενθάρρυνε με τρόπο να μη σταθούν, να πάνε παρακάτω. Μετά σώπαινε για μεγάλα διαστήματα, σαν ίσος προς ίσους.
Καθώς έδυε ο ήλιος, η ψύχρα γινόταν ολοένα πιο αισθητή. Αλλά κανείς δεν ήθελε να αποχωρήσει. Εκεί που τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται ζόρικα, το γύρισμα επιτέλους τέλειωσε. Σηκώθηκαν όλοι να φύγουν: η συνέχεια θα δινόταν στο πλαϊνό μεζεδοπωλείο, όπου όλοι ήταν καλεσμένοι. Με το που νύχτωσε, είχε ευτυχώς κόψει και το μελτέμι, τίποτα δεν θα εμπόδιζε πια το κέφι της παρέας.
Τώρα διασκέδαζαν χαλαρωμένοι σε ελάχιστη απόσταση από το μαύρο ερείπιο της Ξενίας. Το είχαν αφήσει πίσω τους. Είχαν άλλωστε τόσα να πουν. Στο κέντρο, ανάμεσα στα τραπέζια όπου είχαν μοιραστεί, σαν γενναιόδωρη πατριαρχική φιγούρα, εκείνος χαιρόταν τους νεότερους που τον περιστοίχιζαν. Ωραία, γλυκιά βραδιά.
Και τώρα, μετά από 14 χρόνια, βρισκόμαστε να συζητάμε οι δυο μας για τον ίδιο τόπο αλλά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Όχι πια για την ευρωπαϊκή παρουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ούτε για τα τελευταία σημάδια της διεθνούς πρωτοπορίας, αλλά πάλι για το στοιχειωμένο ερείπιο του Κωνσταντινίδη. Επειδή είχε βρεθεί κάτω από τις στάχτες κάτι να καίει ακόμα. Κάτι που δεν σχετίζεται με σημερινές εμμονές της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για τον τυραννικό κάνναβο που ήθελε παντού ο Κωνσταντινίδης, για την περίεργη σχέση τοπικισμού με διεθνισμό στη δουλειά του, τέλος για τη μυθοποίησή του που είχε τόσους παγιδέψει.
Μιλούσαμε για χρώματα και υφές, για το αδρό, ανεπίχρηστου μπετόν. Για το πείσμα της αρχιτεκτονικής ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Τα λόγια ήταν δικά του, αποκλειστικά δικά του. Τα επαναλάμβανε άλλωστε σε κάθε ευκαιρία. Δεν είχε κρύψει ποτέ το πάθος του, που με τόση αγωνία ήθελε να μας μεταδώσει πριν φύγει.

Τραμπαλίσματα


Οι αμερικανικές εκλογές και το τέλος του Ντόναλντ Τραμπ έδωσαν την ευκαιρία στους γελοιογράφους να «κεντήσουν» με το πενάκι, ή το ποντίκι τους. Τέσσερις εξ αυτών, από ισάριθμες χώρες, έστειλαν στον Χάρτη δείγματα –και δήγματα- της δουλειάς τους. Ο Vasco Gargalo από την Πορτογαλία, εκσφενδονίζει τον τέως πρόεδρο με την ειρωνική λεζάντα: «Καλό ταξίδι».

Ο Ιταλός Giovanni Mastroserio, αποτίνοντας φόρο τιμής στον Ρενέ Μαγκρίτ, επικεντρώνεται στο περιβόητο μαλλί του Τραμπ παραλλάσσοντας τον τίτλο ενός διάσημου πίνακα.

Ομοίως, ο Brito από τη Γαλλία, στο μινιμαλιστικό σκίτσο του στοχεύει στο τριχωτό της κεφαλής με τη λεζάντα: «Το τελευταίο κύμα».

Τέλος, ο Angel Boligan από το Μεξικό σηματοδοτεί την προεδρική αλλαγή με την… απόσυρση των μαλλιών από το μαδαροκέφαλο νικητή των εκλογών. Να θυμίσουμε ότι οι Brito και Boligan έχουν ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά τους στον Χάρτη, ο πρώτος με τη γηραιά Μαφάλντα στα Στίγματα του προηγούμενου τεύχους και ο δεύτερος με τις γελοιογραφίες του για τον κορονοϊό στο τεύχος Οκτωβρίου.

2021

Ευχαριστούμε τους συνεργάτες, τους αναγνώστες, τους χορηγούς και τον εκδοτικό κόσμο  και ευχόμαστε————————————
Κ Α Λ Η   Χ Ρ Ο Ν Ι Α

————————————

Για τα επόμενα τεύχη του Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:


Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μίλτος Σαχτούρης
 
(επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
/ Φ.Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μανόλης Κορρές κ.ά.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Oδυσσέας Ελύτης (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)

1821-2021


Με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση σε κάθε τεύχος αυτής της χρονιάς θα δημοσιεύονται διάφορα σχετικά κείμενα (από την οπτική του «Χάρτη») με αποκορύφωμα το ειδικό αφιέρωμα «1821» (επιμ. Νικήτα Σινιόσογλου) που θα αναρτηθεί το φθινόπωρο.
Στο παρόν τεύχος, ξεκινάμε με το «Πέντε» του Φ. Δ. Δρακονταειδή, με το τελευταίο ποίημα του Λόρδου Μπάιρον (μτφρ. Δημήτρη Κοσμόπουλου) στη στήλη των »Μεταφράσεων» καθώς και μ’ ένα κείμενο του Βαγγέλη Λιβιεράτου στις «Κλίμακες», για τη χαρτογραφική μέριμνα του Καποδίστρια.

    Πέντε


    Ο Πέτρος Νικόλαος Δάρβαρις ζούσε στην Βιέννη, όπου ήταν γνωστός ως Πεντάδας, εξηγώντας στο αδιάφορο ακροατήριό του της ταβέρνας Reichenberger Beisl, γνωστότερης ως ταβέρνας των Ελλήνων, την σημασία του αριθμού πέντε, ο οποίος περιλαμβάνει τον πρώτο άρτιο και τον πρώτο περιττό αριθμό, είναι το κέντρο της δεκάδας, τα πέντε καθολικά στοιχεία του παντός, δηλαδή γη, νερό, αέρας, φωτιά, αιθέρας, έχει πέντε σχήματα, δηλαδή το τετράεδο, εξάεδρο, οκτάεδρο, δωδεκάεδρο και εικοσάεδρο, η πεντάδα αποκαλείται αφιλονεικία, επειδή συνέθεσε και συμφιλίωσε το άρτιο και το περιττό, πέντε τα δάχτυλα των χεριών και πέντε των ποδιών, πέντε οι ήπειροι ως τότε. Και εμπιστευτικώς ψιθύριζε, τόσο όσο να μην ακούγεται, πως οι Γραικοί δεν έπρεπε να κηρύξουν την επανάσταση το 1821, αλλά το 1824, όπου το άθροισμα των αριθμών είναι δεκαπέντε, τρεις φορές –η Αγία Τριάδα– ο αριθμός πέντε.
    Κανείς δεν θυμόταν ωστόσο ότι τον Ιανουάριο του 1820 είχε ξεκινήσει την μετάφραση ποιημάτων από την συλλογή Ειδύλλια του σπουδαίου γερμανόφωνου Ελβετού ποιητή Σάλομον Γκέσνερ. Σκόπευε να έχει τυπωμένο το αποτέλεσμα του μόχθου του τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους για την ικανοποίηση προσωπικών ονείρων και φιλοδοξιών, αλλά ο τυπογράφος Νταβίντοβιτς καθυστερούσε με διάφορες δικαιολογίες να προχωρήσει στην εκτύπωση του εκατόν τριάντα δύο σελίδων μεταφραστικού άθλου, εφόσον το σύνολο της συμφωνηθείσας δια λόγου δαπάνης καθυστερούσε να πληρωθεί προκαταβολικά εκ μέρους του Πέτρου Νικολάου. Εντέλει, τα πρώτα πέντε αντίτυπα παραδόθηκαν στις 25 Μαρτίου 1821 και τα υπόλοιπα πέντε μέρες αργότερα.
    Το πρώτο αντίτυπο με την αφιέρωση «Μη με λησμόνει» έφτασε αυθημερόν στα χέρια της δεσποινίδας Χλόης Κ. στην εξοχή και πέντε μέρες αργότερα, ο αμαξάς της παρέδωσε στον Πέτρο Νικόλαο επιστολή σφραγισμένη με βουλοκέρι, το περιεχόμενο της οποίας έχει μείνει στις δέλτους της Ιστορίας και έχει ως εξής: «Κύριέ μου, πώς ημπορείτε να μένητε εις την πόλιν, τώρα όπου αγγίζει η άνοιξις; Άραγε δεν θέλετε να ιδήτε πώς ανθούν τα δένδρα και πώς ωραϊζονται τα λιβάδια; Ελάτε λοιπόν προς ημάς εις την εξοχήν διότι θέλετε ιδεί την άνοιξιν και εμένα. Αν δεν έλθητε, πολύ θέλω κακιώσει εναντίον σας, αν και είμαι πλέον μισοκακιωμένη. Η Κυρία *** μοι είπεν ότι εσυγγράψατε εν Πόνημα επιγραφόμενον Δάφνις, και εγώ, Κύριέ μου μυστικώτατε, να μην ηξεύρω τίποτε περί τούτου; Όμως εσείς είδετε ότι το τελευταίον σας τραγώδιον με ήρεσε καθ' υπερβολήν, διότι το τραγωδώ συνεχώς. Αν και απηλπισμένη, λέγει η Κυρία ***, όμως τραγωδώ πάντοτε το αυτό, ως ο κόσσυφος. Νεωστί φεγγούσης της σελήνης το ετραγωδούσα εις το λιβάδι και ήμουν εις άκρον χαρούμενη δι' αυτό. Τότε άρχισε το αηδόνι να λαλήση και εγώ έπρεπε να σιωπήσω, όσον και αν ακούω μετά χαράς την εαυτήν μου να τραγωδώ. Ελάτε δια την ερχομένην Πέμπτην χωρίς άλλο, εγώ θέλω σας προσμείνει προς το εσπέρας εις την κληματαριάν. Αλλά φέρατε μαζύ σας και τον Δάφνιν, αλλέως εφ' όλης μου της ζωής δεν θέλω είσαι πλέον η φιληνάδα σας". Υπογραφή: Χλόη.


    ΠΗΓΗ:
    Κ. Γ. Κασίνη, Βιβλιογραφία μεταφράσεων της ξένης λογοτεχνίας, ΙΘ'-Κ' αι. τόμος πρώτος, 1801-1900, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα, 2006, λήμμα 132.

    Kαλλαντάλλων

    του Άγγελου Πεφάνη



    Στις ελληνικές καλένδες τα κάλαντα. Τουλάχιστον δεν χτυπούν τα κουδούνια. Από τα ξημερώματα, καθώς η μία συμμορία παιδιών προσπαθεί να ξεπεράσει σε λύτρα την άλλη. Δεν πρόκειται για παραγγελίες, που προπληρώνεις και ακολουθεί το άσμα της παραλαβής. Πρόκειται για εκβιασμούς φθόγγων, που βιάζεσαι να πληρώσεις μήπως σταματήσουν.
    Αυτά θα λέγαμε γελώντας με φίλους, αν μπορούσαμε να βρεθούμε. Οι νεκροί όμως αποφεύγουν τις συνευρέσεις. Ακόμη και χωρίς περιοριστικά μέτρα. Αλλά και αν ζούσαν, τι μπορείς να πεις όταν δεν ακούς ή δεν ακούγεσαι; Ανήκουστες εικασίες αποτελούν οι ευχές και τα κάλαντα.
    Μα δεν αγαπάτε τα παιδιά, ρωτούν οι παιδόφιλοι. Μα δεν αγαπάτε τη μουσική, ρωτούν οι άμουσοι. Μα δεν αγαπάτε τις παραδόσεις, ρωτούν όσοι έχουν παραδοθεί.
    Έτσι συνεχίζεται το τραγούδι στο ντουζ. Καθένας και ένα παιδί μέσα του. Καθένας το βιολί του. Καθένας και η δική του παράδοση. Καθένας και η δόση του.
    Ευτυχώς στην κατάστασή μας κανείς δεν ακούει τίποτε. Θα ήταν αδύνατον τους ήχους να καλύψει το νερό, γιατί έχει κοπεί.

    «Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς το τσιγαράκι σας»

    Είχα βάλει το 6 στο κινητό και την ταυτότητα στην τσέπη, μη τύχει και πέσω πάνω σε μπάτσους και βρισκόμουν στην Ολύμπου, όταν σκέφτηκα να πάω προς το «λημέρι» για να πάρω take away κοτόπουλο στα κάρβουνα.
    Με το που έφτασα στη γωνία ακούω τον Νώντα να με φωνάζει «έλα στην παρέα μας». Καθόταν στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας μαζί μ’ έναν συνταξιούχο καθηγητή της Φιλοσοφίας, φίλοι χρόνια τώρα. Κρατούσαν στο χέρι το κυπελάκι του καφέ και κάπνιζαν. Πάω κοντά τους και τους λέω «ρε κουφάλες είστε απίστευτοι… ένας νευρολόγος κι ένας φιλόσοφος κάθονται στα σκαλάκια και κάνουν τσιγάρο με τη μάσκα στο πηγούνι».
    Ο Νώντας γελάει, μου δίνει τσιγάρο, το ανάβω κι αρχίζουμε μια συζήτηση που βεβαίως, καταλήγει στα γνωστά αδιέξοδα της πανδημίας. Με ρωτάει ο φιλόσοφος αν γράφω τίποτα μ’ αυτή την κατάσταση, κι απαντώ ότι είμαι σε διάσταση με την έμπνευση και δεν πρόκειται να της πληρώνω διατροφή ενώ τρέχει με άλλους κι αρχίζουμε να θυμόμαστε, διάφορους γνωστούς που πλήρωναν διατροφές κι ύστερα καταλήξαμε σε παρομοιώσεις, μέχρι που τους είπα, πως μπορεί να γράψω κάτι και για αυτούς, που κάθονται στα σκαλάκια, κάτι σαν σύντομες ιστορίες κι αρχίζει αμέσως ένας τίτλο-πόλεμος μεταξύ μας. Είπα στον Νώντα ότι θα βάλω τίτλο «νευρικοί στο παγκάκι» κι αυτός μου απάντησε να βάλω κάτι πιο σουρεαλιστικό, ή πιο ακραίο, όπως «χέστηκα για τις αγωνίες σας». Ο φιλόσοφος απάντησε πως οι αγωνίες είναι γενικώς για χέσιμο και καλύτερος τίτλος θα ήταν «οι αγωνίες στις γωνίες», αφού είμαστε στη γωνία Ολύμπου και Ιασωνίδου, κι εγώ του λέω, πως δεν είναι ωραίοι οι ομοιοκατάληκτοι τίτλοι, γιατί φανερώνουν μια ευκολία, όταν ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα της πολυκατοικίας πάνω από τα σκαλάκια και βγαίνει μία ηλικιωμένη κυρία που κρατάει ένα κομψό μπαστούνι στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μικρούλικο μαύρο σκυλάκι. Η κυρία, γύρω στα ογδόντα, φοράει μια μαύρη μάσκα. Μας κοιτάζει θυμωμένα και μας απευθύνεται με αυστηρό ύφος φωνάζοντας «σα δε ντρέπεστε, μεγάλοι άνθρωποι να καπνίζετε με τις μάσκες στο πηγούνι… εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς το τσιγαράκι σας».

    Ο Νώντας, της απαντάει ευγενικά, πως έχει απόλυτο δίκαιο και σε μένα λέει, να βάλω αυτόν τον τίτλο, που είπε μόλις η κυρία, ενώ το μαύρο χαριτωμένο σκυλάκι της μας γαβγίζει νευριασμένο.

    ’21: 2 + 1 = 3

    Επίκαιρο σκίτσο που μας έστειλε η Μεξικανή Andrea Arroyo


    Η τρίτη χρονιά της ηλεκτρονικής μετεμψύχωσης του περιοδικού Χάρτης άρχεται την 1η Ιανουαρίου του σωτηρίου (για όσους θα γλιτώσουν από τον μεταλλασσόμενο και πολυγενή ιό) έτους 2021, διακόσια χρόνια μετά τον μαζικό εμβολιασμό με επαναστατικές αντιλήψεις πληθυσμών, που με ελληνοφρένεια ήθελαν να αντικαταστήσουν την επικρατούσα οθωμανία.
    Επρόκειτο επίσης για έναν αγώνα για την ανεξαρτησία των ελληνικών γραμμάτων, που συνεχίζεται. Η ανεξαρτησία δεν ισοδυναμεί με εσωστρέφεια, ομφαλοσκόπηση –ούτε καν για αναδέλφους που συστρέφονται με τον ομφαλό των Δελφών– και κλειστά μάτια και τσίνορα, αλλά με μια επιθυμία ασύνορης απεξάρτησης, που ταυτόχρονα θα δοκιμάζει να ρυθμίσει την εξάρτηση των λιγότερο ισχυρών από τις επιθυμίες τους.
    Ο πολιτισμός συνιστά επίσης μια εκδοχή κατανάλωσης, η οποία όμως είναι ασύμφορο να συνεχίζεται, αν δεν συνδυαστεί με παραγωγή. Στις υπεραγορές, στα μίνι μάρκετ και στις λαϊκές του πνεύματος περιέρχονται προς ανταλλαγή –με κολλαριστά ηλεκτρόνια, όταν εκλείπουν τα νομίσματα επί χάρτου– προϊόντα, οπώρες και άλλα ψώνια που κάποιοι μαθαίνουν να καλλιεργούν ή να παρασκευάζουν.
    Το ότι 1 και 1 κάνουν 2 όλοι λένε ότι το γνωρίζουν, ακόμη και αν δεν το εφαρμόζουν. Πιο κρίσιμο όμως συχνά αποδεικνύεται το ότι 2 + 1 = 3, ο τρίτος χρόνος, το τρίτο βιβλίο, το τρίγωνο του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, το τρίτο στεφάνι, το τριμερές των μονοδοξιών, η απλή μέθοδος των τριών σε ζευγάρια με ένα παιδί, οι τρεις μάγοι με τα δώρα, οι τρεις μάγισσες στον Μάκβεθ, η τριαδικότητα στον Βοκάκιο, ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών, οι τρεις σειρήνες του νερού, του έρωτα και του θανάτου, τα τρία κεφάλια της Λερναίας Ύδρας και άλλων νήσων, όταν έρχεται και τριτώνει το κακό, όπως και το καλό.
    Τρία άλογα ένας άνθρωπος, λέει ένα τραγούδι των Απεννίνων. Πολλαπλάσιος του 3 παραμένει ο αριθμός του Θηρίου στην Αποκάλυψη. Σε αστική τραγωδία οδηγεί η αποκάλυψη ιψενικού τριγώνου. Τρεις αδελφές διεκδικούν τον Τσέχωφ. Την Τρία πολιορκούν οι ανορθόγραφοι. Με πεσσούς του Πεσσόα τριχοτομούνται συγγραφικά τηλεπαίγνια, διαφορογραφημένα ως εξής: Big Rather (Μάλλον μεγάλος, όχι αδελφός), Serv-ivor (Η γραφή στην υπηρεσία της επιβίωσης) και GNTP (Ο επόμενος ποιητής ή πεζογράφος). Εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος των τριών στις αφηγήσεις.
    Λέγεται ότι τα πάντα έχουν αρχή, μέση και τέλος, αν και όχι πάντοτε με αυτή τη σειρά.

    Ιστορίες σε τέσσερις τοίχους - 1


    Όταν ήταν μωρά τα δίδυμα, δεν είχε ζοριστεί τόσο. Ακόμα και τότε που έκλαιγαν μαζί, πεινούσαν και ζητούσαν άλλαγμα μαζί, έβρισκε τρόπο. Τώρα είχαν φτάσει αισίως στα δεκατέσσερα. Καμιά φορά ένιωθε σαν τον ακροβάτη στο σκοινί. Μόλις έφτιαχνε το ένα, χαλούσε το άλλο. Μισός αιώνας ζωή, κάτι ήξερε από δυσκολίες, πόσο αργά κυλάει ο χρόνος στο θάλαμο ενός νοσοκομείου και πώς στραβώνει η ζωή στο δευτερόλεπτο. Κλεισμένη σπίτι σκεφτόταν τα χειρότερα και χαιρόταν που δεν τους είχαν βρει.

    Ανήμερα Χριστούγεννα κουδούνιζαν τα μέιλ στα κινητά των κοριτσιών. Οι καθηγητές έστελναν εργασίες. Τα κορίτσια γκρίνιαξαν στην αρχή, μετά έχασαν τον λογαριασμό, βαρέθηκαν να γκρινιάζουν, παραιτήθηκαν. «Τι ασχολείσαι», έλεγε ο άντρας της, «δική τους δουλειά είναι». «Μάνα είμαι, δεν γίνεται να τις αφήσω». Είδε κι απόειδε, κάθισε δίπλα τους να βοηθήσει στη Γεωγραφία. Κρατήθηκε πολύ για να μην πει τίποτα, όταν είδε τις ερωτήσεις. Η καθηγήτρια ρωτούσε για την ευρωπαϊκή ένωση. Πώς αντέδρασε το κάθε κράτος χωριστά (δείτε τα λινκ), πώς εξελίσσονταν σε κάθε χώρα τα πράγματα (προσέξτε τα διαγράμματα), τι έχουν να προτείνουν οι μαθητές για καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας (ελεύθερη ανάπτυξη των σκέψεών σας).

    Μέχρι τις έντεκα έγραφε τις εργασίες. Εδώ η Ευρώπη δεν απάντησε στο ερώτημα, θα απαντούσαν τα δεκατετράχρονα. «Πού είναι το τηλεκοντρόλ»; ρώτησε τον άντρα της. «Καμιά βλακεία δεν παίζει; Κάτι χαζό, μια κωμωδία, κάτι. Και βάλε μου ένα ουίσκι να πιω».

    Βασίλης Αλεξάκης (1943-2021)

    Ο φίλος μου ο Βασίλης ζούσε σαν συγγραφέας-εργάτης.

    Επί πενήντα χρόνια 10 ώρες την ημέρα έγραφε, ερευνούσε ή μετάφραζε το εκάστοτε μυθιστόρημά του.

    Τις υπόλοιπες ώρες όμως, ζούσε.

    Κεφάτος, οξύνους και γενναιόδωρος, ακούραστος μέσα στους ανθρώπους και στην κοινωνία.

    Σε αυτόν εδώ τον κόσμο, το πνεύμα του θα είναι καλοτάξιδο μέσα από τα βιβλία του.

    Στα οποία υπάρχει ο ίδιος πολύ.

    Λόρδος Στάνγκφορντ


    Το Ημερολόγιο Ιππικών Αγώνων του έτους 1821 (The Racing Calendar for the Year 1821) ήταν η πεντηκοστή πρώτη έκδοση του προγράμματος των ετήσιων ιπποδρομιών στην Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία, τόμος 584 σελίδων (15 x 21 εκ.) με πίνακες και εικονογραφήσεις. Τα περιεχόμενα του "Ημερολογίου" έδιναν ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τους σταυλίτες, τους ίππους και τους αναβάτες, τα φαβορί, τα στοιχήματα, τους επώνυμους που θα ίππευαν ή θα έκαναν την εμφάνισή τους στις κερκίδες. Συγγραφέας και εκδότης ο Έντουαρντ Γουεδερμπάι (Edward Weatherby), ψηλός και ξερακιανός, εφόσον υποθέσουμε ότι έμοιαζε του γιού του Edward Junior, η προσωπογραφία του οποίου κοσμεί την Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών της Σκωτίας.
    Αντίτυπο του "Ημερολογίου" βρισκόταν στην κατοχή του λόρδου Πέρσυ Κλίντον Σμάιθ Στάνγκφορντ (Percy Clinton Smythe Stangford), o οποίος, καθ' οδόν για την Κωνσταντινούπολη επί της φρεγάτας Cabrian, για να αναλάβει την πρεσβεία της Αυτής Μεγαλειότητας στην Μεγάλη Πύλη, είχε σταθμεύσει στον Πειραιά το Σάββατο 14 Aπριλίου 1821 και είχε ανέβει την επομένη στην Αθήνα με την ακολουθία του προς ανάπαυση. Τον υποδέχτηκαν Άγγλοι περιηγητές και αρχιτέκτονες που μετρούσαν και σχεδίαζαν με σχολαστική ακρίβεια τα αρχαία μνημεία, ο υποπρόξενος της Αγγλίας Λογοθέτης, κεφαλές των μεγάλων οικογενειών της πόλης. Οργανώθηκε αμέσως βεγγέρα προς τιμή του, την οποία εκείνος εμπλούτισε με μια ομάδα Ινδών ταχυδακτυλουργών, μελών του υπηρετικού προσωπικού του, οι οποίοι κατέπληξαν τους καλεσμένους με τα κατορθώματά τους, μετά από πλούσιο δείπνο με νηστήσιμα φαγητά λόγω της Σαρακοστής, χαρτοπαιξία ("τριανταμία"), ελληνικούς χορούς και βαλς, όπου έλαμψαν οι ομορφιές ντόπιων και ξένων κυριών και δεσποινίδων.
    Τέτοιου είδους εκδηλώσεις συνεχίστηκαν σε τακτά διαστήματα στο όνομα της ελληνικής φιλοξενίας και, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, μεταξύ του ενός ναργιλέ και του επόμενου, μεταξύ οίνων και ποτών, μεταξύ ενός καρσιλαμά και ενός βαλς, ο λόρδος Στάνγκφορντ διαβεβαίωνε πως είχε στοιχηματίσει στους ιππικούς αγώνες των επομένων μηνών με σοβαρές πιθανότητες μεγάλων κερδών υπέρ του αουτσάιντερ «Black Diamond» και πως με τον ίδιο τρόπο θα στοιχημάτιζε πως οι φήμες ότι ένας Υψηλάντης είχε διαβεί τον Προύθο ποταμό στην Βλαχία και ένας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης είχε κρεμαστεί από τους Τούρκους στην εξώθυρα του Πατριαρχείου του στις 22 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα των Ορθοδόξων, ήταν ανυπόστατες: τέτοια αουτσάιντερ είναι κουτσάλογα, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουν στο τέρμα, ούτε ένα φαρδίνι δεν στοιχηματίζεις πάνω τους. Είχε εμπιστοσύνη στους Έλληνες, αναγνωρίζοντας την λαϊκή σοφία

    όπου καλά καθούμενα και πέλαγα γυρεύει,
    ο διάολος στον κώλο του κουκιά του μαγειρεύει
    .

    Όσο για κάποιους παπάδες, που ακουγόταν μετ' επιτάσεως ότι είχαν σηκώσει λάβαρα εξέγερσης και αναμπουμπούλας εδώ και εκεί, η λαϊκή σοφία συμπλήρωνε πως

    όταν τα θέλει κώλος σου, μην κλαις ότι πονάει.

    Για να διασκεδάσει επιτέλους τις ανησυχίες των Αθηναίων φίλων του, που έκλειναν τα παράθυρα των οικιών τους για να μην ακούν τους ψιθύρους του όχλου, ο οποίος ποδοβολούσε ανάμεσα στα σοκάκια της πόλης για να σκορπίζονται καλύτερα και να αυγατίζουν οι φωνές του «Έρχονται οι ελευθερωτές», «Πότε θα φτάσουν τα παλληκάρια;», κάλεσε τους Ινδούς ταχυδακτυλουργούς του την παραμονή της αναχώρησής του, Σάββατο 5 Μαϊου, να παίξουν την τυφλόμυγα και να βγάλουν από τα μανίκια της κελεμπίας τους περιστέρια, σύμβολα ειρήνης, μετά το τέλος του δείπνου, μετά τους ναργιλέδες και τα ροσόλια.
    Είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη όταν πληροφορήθηκε πως στις 7 Μαϊου τα ξημερώματα, η Αθήνα είχε ξυπνήσει από μακρινούς σκόρπιους πυροβολισμούς και άγριες κραυγές, που όλο και ζύγωναν ώσπου ένας αλαλαγμός και μια βουή από ατέλειωτες ομοβροντίες έδειξαν ότι ένα πλήθος με άγρια θωριά, αρματωμένο με κάθε λογής όπλα, κάλπαζε προς την Ακρόπολη, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι Τούρκοι, εκστομίζοντας ύβρεις του είδους «Ελευθερία ή Θάνατος». Επρόκειτο για γελοία κατάσταση! Η σπουδαία είδηση στις αγγλικές εφημερίδες ήταν ότι ο «Black Diamond» με αναβάτη τον λόρδο Κουινσμπερυ είχε κερδίσει την τρίτη ιπποδρομία στο Μάντσεστερ και διακόσιες γκινέες κάλπαζαν για να πέσουν στην τσέπη του λόρδου Στάνγκφορντ.


    ΠHΓH
    : Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1810-1821, τόμος Γ'2, Αθήνα 1975, σσ. 592-594.

    Αποχαιρετισμός σε μια ξεχωριστή φίλη

    Παρ’ όλα αυτά ο ήλιος λάμπει, τα φυτά θάλλουν, το βράδυ φωτάκια λαμπυρίζουν. Μέχρι την τελευταία μας πνοή να αγαπάμε τη ζωή και να έχουμε μάτια και καρδιά για την ομορφιά που μας χαρίζει. 
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ
    (19 Δεκεμβρίου 2020)


    Δεν είναι απόσπασμα από κάποιο ανέκδοτο έργο της. Είναι ο τρόπος που έστειλε στους φίλους της ευχές με μια ανάρτηση στο fc, λίγες ημέρες πριν από το τέλος, ενώ ήταν βαριά άρρωστη. Αυτή ήταν η Κατερίνα!

    ————————————
                                         

    Είναι ιδιαίτερα οδυνηρό να αποχαιρετά κανείς ένα αγαπημένο πρόσωπο. Πόσο μάλλον μια φίλη, έναν άνθρωπο με την γλυκύτητα, την αξιοπρέπεια και την ευγένεια της Κατερίνας Ζαρόκωστα. Έφυγε από κοντά μας στις αρχές Ιανουαρίου αφήνοντας στις καρδιές όσων την γνώρισαν ένα δυσαναπλήρωτο κενό και στον χώρο της λογοτεχνίας μια ακόμη απώλεια.
    Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951 και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και Κοινωνική Ψυχολογία. Συνεργάστηκε επί σειρά ετών με την Κρατική Ραδιοφωνία και την ΕΤ1 σε εκπομπές κοινωνικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Επίσης, με εφημερίδες και περιοδικά στον τομέα του προσωπικού δοκιμίου και της βιβλιοπαρουσίασης.
    Υπήρξε επί σειρά ετών ενεργό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων στην οποία διατέλεσε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε η Λέσχη Ανάγνωσης το 2011, όπου συνεργαστήκαμε κάποια αξέχαστα χρόνια, για όσο διάστημα της επέτρεψε η επισφαλής κατάσταση της υγείας της. Νομίζω ότι κανείς απ’ όσους συμμετείχαμε σ’ εκείνες τις απογευματινές συναντήσεις στην οδό Δροσοπούλου (στο φιλόξενο σπίτι που παραχώρησε η Διδώ Σωτηρίου στην Εταιρεία ) δεν θα ξεχάσει τη ζεστασιά και την οικειότητα με την οποία υποδεχόταν τους καλεσμένους της, καθώς και την πλήρη ενημέρωσή της πάνω στο έργο του καθενός. Το λαμπερό, γνήσιο χαμόγελό της, άνοιγε οδούς αληθινής επικοινωνίας σε όσους την πλησίαζαν.
    Έχουν εκδοθεί εννέα βιβλία της: συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα. Διηγήματά της έχουν ανθολογηθεί και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γερμανικά.
    Στο έργο της, και κυρίως στα δύο μυθιστορήματά της,(Ένα κομματάκι Ουρανός και οι Αδερφές Ραζή) θα βρει κανείς επανειλημμένες αναφορές στην προγονική της γενέτειρα, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και γενικότερα στον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, απ’ όπου έλκουν την καταγωγή τους και οι περισσότεροι ήρωές της. Παρακολουθεί με σεβασμό την πορεία τους για επιβίωση και προκοπή και αφηγείται ολοζώντανα, χωρίς να χαρίζεται, πάθη, έρωτες και προδοσίες στη δίνη των δύσκολων εκείνων καιρών και αυτών που ακολούθησαν. Οι περιγραφές της είναι γεμάτες από εικόνες και ευωδιές.
    Στο τελευταίο της βιβλίο, Ιστορίες οικογενειακής τρέλας, που εκδόθηκε πρόσφατα, η γραφή της αλλάζει. Γίνεται πιο ποιητική και ανάερη, σα να κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.
    Εκ των υστέρων διαβάζοντάς το, μου πέρασε από το μυαλό ότι η Κατερίνα, νιώθοντας πως το τέλος πλησιάζει και ότι οι πηγές, απ’ όπου αντλούσε το θάρρος και την αισιοδοξία της, παρέμεναν ακόμη ανοιχτές, πρόλαβε και μας άνοιξε ένα παράθυρο για να μπορέσουμε να ρίξουμε μαζί της μια ματιά στην τόσο πλούσια σε εμπειρίες αλλά καθόλου εύκολη ζωή της, από τα πρώτα παιδικά της χρόνια μέχρι το σήμερα. Με περίσσιο χιούμορ, τρυφερότητα και ύφος ανάλαφρο μας ξενάγησε στα άδυτα του κόσμου της προσθέτοντας ασφαλώς και δυσδιάκριτες πινελιές μυθοπλασίας, και μας έκανε άλλοτε να γελάσουμε με τα κατορθώματα και άλλοτε να δακρύσουμε με τα πάθη της τις περισσότερες φορές να γελάσουμε και να κλάψουμε ταυτόχρονα.
    Μετέτρεψε σε μνήμες κοινές, τα όσα η ίδια έζησε, και με την αμεσότητά της τα έκανε να περάσουν στην αθανασία.

    Η νοσταλγία διαποτίζει τις περισσότερες σελίδες του βιβλίου. Είναι η ίδια νοσταλγία που θα διαποτίζει και τις καρδιές όλων όσων την γνωρίσαμε κάθε φορά που θα τη σκεφτόμαστε… Και θα την σκεφτόμαστε πάντα με αγάπη.--

    21+ επέτειοι


    2021 Το νέο έτος ξεκινά στα νησιά Τόνγκα, Σαμόα και των Χριστουγέννων ή Kiritimati (προφέρεται kiˈrɪsmæs = Christmas)
    Ο μεγάλος Γκάτσμπυ του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ αποδεσμεύεται από πνευματικά δικαιώματα

    2011 Η “αραβική άνοιξη” πυροδοτείται από την αυτοπυρπόληση (18.12.2010) του Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία
    Στις 29 Δεκεμβρίου η Σαμόα «περνά» από την ανατολική στη δυτική πλευρά της Διεθνούς Γραμμής Ημερομηνίας, με αποτέλεσμα η 30ή Δεκεμβρίου 2011 να διαγραφεί από το ημερολόγιο και η χώρα να περάσει απευθείας στην 31η  Δεκεμβρίου

    2001 Επίθεση στους Δίδυμους Πύργους

    1991 (30 χρόνια) Θέλμα & Λουίζ: η Τζίνα Ντέιβις & η Σούζαν Σαράντον οδηγούν το αυτοκίνητό τους στον γκρεμό
    Ο Τιμ Μπέρνερς-Λι προσκαλεί σε αυτό που θα γίνει το διαδίκτυο άτομα εκτός του ερευνητικού κέντρου CERN
    Διάλυση της ΕΣΣΔ

    1981 (40 χρόνια) Paradise Theater: δέκατο άλμπουμ των Styx (στα όρια της Στυγός)
    Trust: Elvis Costello & the Attractions

    1976 (45 χρόνια) Desire: Μπομπ Ντίλαν, δισκοβόλος

    1971 Το κουρδιστό πορτοκάλι του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (μυθιστόρημα: Άντονι Μπέρτζες)
    Στο Σιάτλ ξεκινά ένα μικρό καφέ, το Starbucks

    1961 (60 χρόνια) Θάνατος του Καρλ Γιουνγκ, που είχε μάθει και σανσκριτικά
    Αυτοκτονεί ο Χέμινγουεϊ και δολοφονείται ο Πατρίς Λουμούμπα

    1951 Θάνατος της Νόρας Μπάρνακλ, που θα προτιμούσε ο Τζόυς να ήταν μουσικός και όχι συγγραφέας

    1941 (80 χρόνια) Πολίτης Κέιν: η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Όρσον Γουέλς
    Το γεράκι της Μάλτας: η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον (μυθιστόρημα: Ντάσιελ Χάμετ)

    1930 (18 Απριλίου, 20:45 τοπική ώρα) Το BBC ανακοινώνει ότι δεν υπάρχουν νέα εκείνη την ημέρα και ακολουθεί μουσική

    1921 Το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική αναβάλλεται και απονέμεται έναν χρόνο αργότερα στον Αϊνστάιν
    Το χαμίνι
    : πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τσάπλιν με τον ίδιο & τον Τζάκι Κούγκαν
    Kirby’s Pig Stand: Το πρώτο εστιατόριο διερχομένων οχημάτων (drive-in) ανοίγει στο Τέξας
    Γέννηση του γλύπτη Γιόζεφ Μπόις και του ντιτζέι Άλαν Φριντ, που διέδωσε τον όρο rock ‘n roll
    Η Κοκό Σανέλ κυκλοφορεί το άρωμα Chanel No 5

    1871 (150 χρόνια) Παρισινή Κομμούνα
    Ενοποίηση της Γερμανίας (ανακήρυξη Γερμανού αυτοκράτορα στις Βερσαλλίες)
    Γέννηση του Μπωντλαίρ & του Προυστ και θάνατος της βοτανολόγου Άννα Άτκινς, που πρώτη το 1843 εξέδωσε βιβλίο με φωτογραφίες (Photographs of British Algæ: Cyanotype Impressions)
    Η Ρώμη ανακηρύσσεται πρωτεύουσα της ενοποιημένης Ιταλίας
    Ο Στάνλεϊ συναντά τον Λίβινγκστον στη Λίμνη Ταγκανίκα

    1861 Γέννηση του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ

    1821 (200 χρόνια) έναρξη του Αγώνα
    Θάνατος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και του Τζον Κητς
    Γέννηση του Ντοστογιέφσκι και του Φλωμπέρ

    1811 Ο Χάινριχ φον Κλάιστ σκοτώνει την Ενριέτα Φόγκελ, όπως είχε ζητήσει, και αυτοκτονεί
    Γέννηση του Φραντς Λιστ

    1791 Επανάσταση στην Αϊτή

    1711 Γέννηση του πολυμαθούς Μιχαήλ Λομονόσοφ

    1561 Γέννηση του Φράνσις Μπέικον

    1521 (500 χρόνια) Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία αφορίζει τον Λούθηρο
    Κατάληψη της πόλης του Μεξικού έναν χρόνο μετά τη σφαγή Ισπανών στο Tecoaque («το μέρος όπου τους έφαγαν»)

    1511 Εκδίδεται Μωρίας εγκώμιον του Έρασμου

    1471 Γέννηση του Άλμπρεχτ Ντύρερ

    1381 Εξέγερση των χωρικών στην Αγγλία

    1321 (700 χρόνια) Θάνατος του Δάντη

    761 Γέννηση του Φαρσί Μπεϊζαβί (Fârsî Beizavî), συγγραφέα του πρώτου βιβλίου γραμματικής για την αραβική γλώσσα

    121 Γέννηση του Μάρκου Αυρήλιου

    -479 (2500 χρόνια) μάχη των Πλαταιών

    —————————
    Σχετικό κείμενο
    ’21: 2 + 1 = 3 

    Ορλάντο


    Μπροστά στο μικρό πλάτωμα του Αγίου Νικολάου, δώδεκα το μεσημέρι κάθεται στο παγκάκι ο Μάκης Τσολακίδης με το σκυλί του, τον Ορλάντο, ένα σπάνιελ μπρετόν κυνηγητικό,17 χρόνων που τρέμει ολόκληρο από τα γεράματα. Ο Μάκης έχει κατεβασμένη τη μάσκα του στο πηγούνι και τραβάει βαθιές ρουφηξιές στο τσιγάρο του, ενώ ο Ορλάντο, τον κοιτάζει με τη γνωστή λατρεία που δείχνουν αυτά τα κυνηγετικά σκυλιά στο αφεντικό τους.

    Μόλις πάω κοντά τους, ο Ορλάντο κουνάει κάπως την ουρά του κι ο Μάκης, μου λέει «είδες που σε γνώρισε ο κωλόγερος… δεν βλέπει καλά, δεν ακούει, δεν μυρίζει πια, αλλά σε γνώρισε.»

    Κάθομαι δίπλα του στο παγκάκι και βέβαια δεν ξέρουμε από πού να αρχίσουμε και τι να πούμε με τούτη τη κατάσταση, αν και ο Μάκης πάντα βρίσκει ένα θέμα είτε πολιτικό, είτε κοινωνικό, με την απόλυτη βεβαιότητα πως κατέχει την αλήθεια σε ποσοστό 70 τοις εκατό, αυτό γιατί –όπως μου έχει εξηγήσει– με αυτό το ποσοστό δεν γίνεται να πέσεις έξω…

    Τον ρωτάω τι κάνουν διάφοροι γνωστοί, ο Βασίλης, ο Σωτήρης, ο Νίκος, που βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα στο «Delicious» –καφέ φτηνό για συνταξιούχους– κι ο Μάκης απαντάει μονολεκτικά, «χέστες».

    Του απαντάω, πως μ’ αυτή την κατάσταση όλοι χέστες έχουμε γίνει, αφού περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί η ιστορία, αλλά ο Μάκης με αποστομώνει, γιατί αυτός πάντα ξέρει, όπως λέει, πως τέτοιες ιστορίες, ξαναγυρνούν πίσω σε άλλες ιστορίες και το μόνο που τον καίει αυτό το διάστημα, είναι ο Ορλάντο.

    Ο Ορλάντο έχει γεράσει πολύ και κατουράει πάνω του, χέζει όπου βρει στα 28 τετραγωνικά της γκαρσονιέρας που ζει αυτός και ο Μάκης, που στενοχωριέται διαρκώς, διότι με τίποτα δεν θέλει να ακούει τη λέξη «ευθανασία».

    Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο και του λέω πως πρέπει να δώσει μια λύση με το σκυλί, γιατί έχει γεράσει τόσο που τρέμει ολάκερο κι υποφέρει από αρθριτικά, χώρια που του έχουν φύγει σχεδόν όλα τα δόντια…

    Γυρνάει ο Μάκης και με κοιτάζει και ξέρω πως δεν θα με βρίσει γιατί κι εγώ είχα σκυλί που το αγαπούσα… Μου λέει: «Άκου, δεν υπάρχει περίπτωση να τον πάω για ευθανασία. Δεν με νοιάζει όσο πάει. Χθες τη νύχτα ήταν ξαπλωμένος στο χαλάκι μπρος από το κρεβάτι μου. Είχα κλείσει το φως κι έβλεπα τηλεόραση. Κάποια στιγμή –μπορεί να ήταν και τρεις η ώρα– έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο κι όταν έδειξε την μάπα του Χίτλερ, αγρίεψα μόνος μου και φώναξα, ρε άντε στο διάολο κοπρίτη που αιματοκύλησες τον κόσμο, φασίστα παλιοτόμαρο και σηκώνεται από το χαλάκι του ο Ορλάντο, να μα το Θεό και πατάει με το μπροστινό του πόδι το τηλεκοντρόλ… Κατάλαβες τώρα. Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα πεθάνουμε παρέα…»

    Ο Ορλάντο κοιτάζει μέσα στα μάτια τον Μάκη. Τα μάτια του έχουν χρώμα μελί και πράγματι είναι σαν να κουβεντιάζουν στο αμίλητο βλέμμα τους.

    Λόρενς Φερλινγκέτι


    «Τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα και όχι από πατέρα» ισχυρίζεται η λαϊκή σοφία. Το βιβλιοπωλείο "City Lights" του Σαν Φρανσίσκο φαίνεται να χάνει και τους δυο «γονείς» του: τον συν-ιδρυτή του και την σταθερή συμβολική αναφορά του. Ο Λόρενς Φερλινγκέτι, ύστερα από μια δύσκολη περίοδο με τη όρασή του, έκλεισε για πάντα τα μάτια του σε ηλικία 101 χρόνων, στις 22/2/2021.
    Πριν λίγο καιρό, αφού έζησε τα δραματικά γεγονότα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής διετύπωσε την εντολή-προσδοκία: οι συμπολίτες του να ξαναφτιάξουν τη χώρα τους από την αρχή. Τι θα πράξουν τα ορφανά;

    ————————
    (
Lawrence Ferlinghetti, 24 Μαρτίου 1919 – 22 Φεβρουαρίου 2021)
    ————————

    [Περί Φερλινγκέτι στον Χάρτη, εδώ]


    [ Στο επόμενο τεύχος, θα δημοσιεύσουμε κείμενο σχετικά με την παρουσία του στην Ελλάδα, στον 1ο εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Ποίησης, στους Δελφούς. ]

    Φωτ. Δ. Α.

    Φερλινγκέτι & Μπόρχες



    Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διασχίζει τον ποταμό Προύθο στη Μολδαβία. Μία ημέρα αργότερα εκλείπει, 26 ετών, στη Ρώμη ο ποιητής της «Ελληνικής Υδρίας» Τζον Κητς. Στις 22 Φεβρουαρίου 2021, πριν συμπληρώσει τα 102 του χρόνια, αποχαιρετά τον Άγιο Φραγκίσκο ο Λόρενς Φερλινγκέτι. Είχε γεννηθεί στις 24 Μαρτίου 1919 λίγα χιλιόμετρα βορείως της Νέας Υόρκης, στην πόλη Γιόνκερς, όπου μεγάλωσε και η βασίλισσα της τζαζ Έλλα Φιτζέραλντ.

    «και διαρκώς περιμένω / οι εραστές που διαφεύγουν στην Ελληνική Υδρία / επιτέλους να συναντηθούν / και να αγκαλιαστούν / και αναμένω / διαρκώς και πάντοτε / μια αναγέννηση του θαύματος», καταλήγει στο ποίημά του «Περιμένω».

    Με τη σύζυγό του Selden Kirby-Smith (εγγονή στρατηγού των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο και μετέπειτα καθηγητή μαθηματικών και βοτανικής) γνωρίστηκαν στο πλοίο το 1946, πηγαίνοντας για μεταπτυχιακά στη Σορβόννη. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1951, εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όταν την πόλη αναζωογονούσε μια ποιητική «αναγέννηση», με κεντρική φυσιογνωμία τον ποιητή και φιλοσοφικά αναρχικό στοχαστή Κένεθ Ρέξροθ, πολλά χρόνια πριν φύγει για την Ιαπωνία.

    «Δεκαετία του ‘60» έχει ονομαστεί η περίοδος αναβρασμού στην αμερικανική κοινωνία, με διεθνείς προεκτάσεις και αντιστοιχίες, που συνδυάζει «παιδιά των λουλουδιών» με φυσικές και μεταφυσικές αναζητήσεις και διαμαρτυρίες εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και των φυλετικών διακρίσεων και κινητοποιήσεις για πολιτικά και άλλα δικαιώματα με αιτήματα δημιουργικής απελευθέρωσης. Πολλά βεβαίως από όσα συνδέονται με την «αντι-κουλτούρα των σίξτις» εκτυλίσσονται την επόμενη δεκαετία, ενώ αναπτύσσονται από τη δεκαετία του 1950, που υποβιβάστηκε σε παρελθόν που έπρεπε να ξεπεραστεί.
    Ο πατέρας του Φερλινγκέτι είχε γεννηθεί στην ιταλική πόλη Μπρέσια, κείμενο για μια αεροπορική επίδειξη στην οποία ήταν από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Κάφκα. Πριν γεννηθεί ο Λάρρυ, όπως αργότερα προέτρεπε να τον αποκαλούν, ο πατέρας του πέθανε. Λίγο αργότερα, η μητέρα του έπρεπε να εγκλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο. Τον ανέλαβε θεία του, που έφυγε και τον εγκατέλειψε σε ηλικία επτά ετών στην ευκατάστατη οικογένεια όπου δούλευε νταντά.
    Ο Λόρενς Φερλινγκέτι υπήρξε μια εξαιρετικά επιδραστική μορφή στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Αυτό ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της δράσης παρά του έργου του. Ποιήματα είχε αρχίσει να γράφει στη Γαλλία. Μιμήσεις του Έλιοτ αρχικά, όπως αναγνώριζε ο ίδιος. Ο Ρέξροθ καυτηρίασε τον ακαδημαϊσμό τους, όπως έκανε και για τα πρώτα ποιήματα που του έδειξε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, που είχε έρθει με συστάσεις από τον γείτονά του στο Νιού Τζέρσεϊ Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς.

    «Go West»

    Προς τη Δυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών συνέκλιναν εκείνοι που επρόκειτο να απαρτίσουν τη μυθική «γενιά των Μπιτ», που απελευθέρωσε από προηγούμενα δεσμά τη λογοτεχνία, πριν την ρίξει στα δίχτυα του εξομολογητισμού. Επρόκειτο για επανάσταση, παρά το κάποτε αμφίβολο λογοτεχνικό αποτύπωμά της. Διευκρινίζοντας ότι δεν συμμετείχε στον αρχικό πυρήνα του εν λόγω ρεύματος, ο Φερλινγκέτι συνέδεσε το όνομά του με τη γενιά αυτή, έχοντας εκδώσει κρίσιμα βιβλία ποιητών και πεζογράφων που τη συναποτελούσαν.
    Ο Φερλινγκέτι ήταν ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, βιβλιοπώλης, εκδότης, ζωγράφος, ακτιβιστής και υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου. Για τον πασιφισμό του παρέπεμπε στην εμπειρία μιας επίσκεψης, ενώ υπηρετούσε στο αμερικανικό ναυτικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο Ναγκασάκι, έξι εβδομάδες μετά τη ρίψη της βόμβας πλουτωνίου.
    Ο φίλος του νεαρός κοινωνιολόγος Πήτερ Ντιν Μάρτιν, που νωρίς μετά αποχώρησε, αναζητούσε στήριξη για μικρό εκδοτικό οίκο που είχε στήσει. Έβαλαν από 500 δολάρια το 1953 για να ξεκινήσουν ένα βιβλιοπωλείο, που στην αρχή διέθετε μόνο χαρτόδετα βιβλία, ενώ έμενε ανοιχτό έως αργά το βράδυ επτά ημέρες την εβδομάδα. Η πόλη στη σύγχρονη ποίηση ήταν το θέμα της διατριβής του Φερλινγκέτι. Το βιβλιοπωλείο έφερε το όνομα City Lights – από τον τίτλο «Φώτα της πόλης» της ταινίας του Τσάπλιν.
    Επρόκειτο να εξελιχθεί σε ένα από τα εμβληματικά βιβλιοπωλεία διεθνώς, όπως το Strand’s στη Νέα Υόρκη ή το Shakespeare & Company από το 1919 στο Παρίσι, που εξέδωσε τον Οδυσσέα του Τζόυς, ενώ η ιδιοκτήτριά του Sylvia Beach αναγκάστηκε να το κλείσει τον Δεκέμβριο του 1941, όταν αρνήθηκε να πουλήσει το τελευταίο αντίτυπο της Αγρυπνίας Φίνεγκαν του Τζόυς σε αξιωματικό του γερμανικού στρατού κατοχής, σύμφωνα με μια απόκρυφη ιστορία.

    Ουρλιάζοντας

    Το 1955 ο Φερλινγκέτι άκουσε τον Γκίνσμπεργκ να διαβάζει πρώτη φορά το ποίημά του «Ουρλιαχτό» (Howl) σε μια γκαλερί στη Βόρεια Ακτή (North Beach), τη μποέμικη γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο, που φιλοξενούσε και το βιβλιοπωλείο. «Σε χαιρετω στην αρχη μεγαλης σταδιοδρομιας. Στοπ», του έστειλε τηλεγράφημα την άλλη ημέρα. «Ποτε παιρνω ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟΥ

    Οι αρχές προχώρησαν σε κατάσχεση αντιτύπων της ποιητικής συλλογής του Γκίνσμπεργκ, που είχε τυπωθεί στη Μεγάλη Βρετανία, όταν έφτασαν σε αμερικανικό έδαφος. Βάσει νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων, το 1957 συνέλαβαν τον Φερλινγκέτι ως εκδότη και τον πωλητή βιβλίων και μετέπειτα διαχειριστή του βιβλιοπωλείου Shigeyoshi Murao, απόγονο σαμουράι, που έφηβος με την οικογένειά του είχε εκτοπιστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Ιαπωνο-Αμερικανών στις ΗΠΑ μετά το Περλ Χάρμπορ.
    Έπειτα από πολύμηνη δικαστική διαμάχη, η απαλλαγή τους από τις κατηγορίες αποτέλεσε ορόσημο για την ελευθερία της έκφρασης και επέτρεψε την έκδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες βιβλίων του Χένρυ Μίλλερ, του Ντ. Χ. Λόρενς, του Ουίλιαμ Μπάροουζ και άλλων. «Δεν είναι ο ποιητής, αλλά αυτά που παρατηρεί, που αποκαλύπτονται ως χυδαία», είχε γράψει ο Φερλινγκέτι σε άρθρο του πριν συλληφθεί.
    Από τα δεκάδες βιβλία του, η μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο Coney Island of the Mind (1958), υπολογίζεται να έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Το 1994 το όνομά του δόθηκε σε δρόμο στον Άγιο Φραγκίσκο, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος «δαφνοστεφής» ποιητής της πόλης, που τίμησε τα γενέθλιά του το 2019. Ήταν σχεδόν τυφλός, εκατό ετών, όταν εκδόθηκε το τελευταίο του βιβλίο: Μικρό αγόρι.
    Όχι υπερήφανο, γιατί ακούγεται εγωιστικό, αλλά ευτυχισμένο, χαρακτήρισε τον εαυτό του ο
    Φερλινγκέτι, που τα λόγια του και τα λόγια άλλων έφτασαν σε τόσα άτομα. Είχε γράψει και μανιφέστο για τον ποπουλισμό, τη μορφή εκείνη στρατευμένου εκδημοκρατισμού, που συχνά συγκεντρώνει την αποδοκιμασία διανοουμένων ή όσων θα ήθελαν να εκληφθούν ότι ανήκουν στις τάξεις τους.
    Επειδή ούτε στον χώρο της τέχνης μπορεί να γίνουν αποδεκτές αιτιάσεις για εγχειρήματα εκδημοκρατισμού της παραγωγής και της κατανάλωσης, η κριτική του ποπουλισμού αναλαμβάνει αυτόν τον άχαρο ρόλο. Η αστοχία της όμως φαίνεται όταν αντιμετωπίζει περιπτώσεις «ποπουλιστών» που είναι κορυφαίοι ποιητές, όπως ο Ρίτσος και ο Μπρεχτ. Η κριτική τότε υγροποιείται σε δάκρυα της Εβίτας Περόν ή εκείνων για τους οποίους κλαίει η Αργεντινή.

    Και ο Μπόρχες;

    Καθώς πρόκειται για ιστορία που θα πούμε άλλη φορά, ας μην ειπωθεί τίποτε άλλο εδώ, παρά μόνον ότι με τον Φερλινγκέτι συνδέεται το πώς ανακαλύψαμε τον Μπόρχες. Ο Μπόρχες βεβαίως έχει δηλώσει ότι τίποτε δεν ήξερε – ούτε καν πότε επρόκειτο να πεθάνει.

    *

    Έλα, Έλλα. Όσο και αν περιμένω Φερλινγκέτι και Φιτζέραλντ να αγκαλιαστούν, πιθανότερος φαίνεται ένας εναγκαλισμός με τον Κητς στη Ρώμη, κάπου 558 χιλιόμετρα από τη γενέτειρα του πατέρα που δεν γνώρισε.

    Σχετικά κείμενα

    Το ποίημα «Περιμένω», σε απόδοση Γιώργου Χουλιάρα, στον ιστότοπο της Εταιρείας Συγγραφέων, με ευχές για τα 99 χρόνια του ποιητή:
    Ο Ferlinghetti 99 ετών | Εταιρεία Συγγραφέων
    Ρέξροθ: Από «Τα ερωτικά ποιήματα της Μαριτσίκο» / Κένεθ Ρέξροθ

    Κάφκα: Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας
    Μπόρχες: Το βιβλίο των κατά φαντασίαν συγγραφέων / Γιώργος Χουλιάρας

    Χαîτιον, 1822

    Ζαν Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος του Χαϊτίου,
    προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.


    Εις τα Παρίσια

    Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
    Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
    Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
    Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.


    Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας
    Μπόγερ



    Με χαιρετούσε

    Στον Νίκο, στην Ευγενία, στο Slice

    Πέρασα μπροστά από το γυμναστήριο, / κλειστό εδώ και κάποιους μήνες.
    Είδα τον κυλιόμενο διάδρομο / που προτιμούσα (τότε).
    Κάτι σαν κλανίτσα ήχησε στην τσέπη μου: / το κινητό μου θυμήθηκε και συνδέθηκε.
    Αν και κλειστό το γυμναστήριό μου είχε ακόμη wi-fi.

    ————
    Από τα
    Ποιήματα του καιρού

    Σαν ψεύτικο, σαν αληθινό


    Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, είπες στο τηλέφωνο. Καθένας από το δικό του παράθυρο της πανδημίας, κοιτούσαμε το χιόνι που πυκνό έπεφτε μετά από χρόνια. Σε εμάς είχε κοπεί το ρεύμα και, επομένως, κάθε υπόσχεση σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ούτε θέρμανση υπήρχε.
    Ακόμη δεν είχε αποφορτιστεί το κινητό. Προλαβαίναμε να πούμε δυο λόγια, βλέποντας τούφες χιόνι να υποκύπτουν στη βαρύτητα και τα κελεύσματα του αέρα και τρυφερά να εγκαταλείπουν τα κλαδιά των δέντρων, όπως όταν ένα λευκό τούλι αποσπάται από το πρόσωπο της νύφης, που στρέφεται να φιλήσει τον κόσμο, αλλά την εμποδίζει το στόμα του γαμπρού.
    Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, επανέλαβα. Ζούμε μέσα σε μία καρτποστάλ, θυμήθηκα έναν παλιό στίχο. Θα ζεσταθείς, με πείραξες, γιατί ο στίχος βυθιζόταν σε τοπίο καλοκαιρινό και όχι χειμωνιάτικο.
    Όμως δεν μου κάνει κρύο ή ζέστη ο καιρός. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι το τι λέμε. Πώς είναι δυνατόν να φαίνεται τόσο αληθινό αυτό που συμβαίνει, ώστε μόνο με κάτι που δεν συμβαίνει, με κάτι ψεύτικο, να μπορεί να συγκριθεί;
    Ισχύει και το αντίστροφο ακριβώς. Αυτό λέμε για έναν πίνακα, μία μυθοπλασία, κάτι που δεν προκύπτει χωρίς μεσολάβηση. Σαν αληθινό είναι το χιόνι, λέμε, για έναν πίνακα όπου συνεχώς πέφτει.
    Ο πιο διακεκριμένος έπαινος και στις δύο περιπτώσεις είναι πως πρόκειται για κάτι άλλο. Είναι τόσο λαμπρή η αλήθεια που μοιάζει με ψέμα ή λάμπει το ψέμα, λες και είναι αληθινό;

    Το χιόνι συνέχιζε. Πολλές νιφάδες, όλες μαζί. Συννυφάδες.

    Η ταράτσα ή Χειραψία με την άνοιξη



    Τόση βροχή θα μου σαπίσει τα λουλούδια, είπε και κοίταξε ανήσυχη απ’ το παράθυρο. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί, η πόλη πνιγόταν. Πριν λίγες μέρες είχε ανεβεί στην ταράτσα, οι βουκαμβίλιες κουκουλωμένες με το σελοφάν, η πολυανθούσα το ίδιο. Τις ελευθέρωσε. Χάιδεψε τα φύλλα τους κι ήταν σαν χειραψία με την άνοιξη.
    Σκούπισε τα χώματα, καθάρισε τα λούκια κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό. Τα σύννεφα συνέχιζαν να ταξιδεύουν, εκεί δεν είχε αλλάξει ακόμη τίποτε. Πήρε βαθιές ανάσες, η μέρα θα ήταν καλή.

    «Μωρό μου, θα σου φτιάξω την ταράτσα, θα την γεμίσω λουλούδια», της είχε υποσχεθεί όταν αρρώστησε.
    Δυο χρόνια πριν, τη μέρα που ο γιατρός τους ενημέρωσε. Δεν της κρατούσε το χέρι, δε ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες. Είχε κοκκινίσει ολόκληρος, έλεγες θα του έρθει αποπληξία. Εκείνη ήθελε να ουρλιάξει και να κλάψει, όμως δεν το έβρισκε πρακτικό. Συνέχισε να σημειώνει στο μπλοκάκι της αυτά που έλεγε ο γιατρός. Τα φάρμακα και τις παρενέργειες, το ποσοστό θανάτου, τη διαδικασία. Επέστρεψαν στο σπίτι από την παραλία, η θάλασσα είναι γιατρικό, σκέφτηκε, της έφτανε να την κοιτά.
    Τώρα είχαν περάσει αυτά κι είχαν έρθει άλλα. Της έμεινε όμως η ταράτσα και οι γλάστρες της. Η βρομοβροχή έκανε ζημιά. Φόρεσε ρόμπα και από πάνω το αδιάβροχο. Σήκωσε τα μπατζάκια της πιτζάμας.

    «Έρχομαι», φώναξε στα λουλούδια από τη σκάλα.

    Και όρμησε στη βροχή κρατώντας στα χέρια την τρόμπα για το νερό, έτοιμη για μάχη.

    Η άρνηση της Ανοίξεως




    Άρνηση της Ανοίξεως ονομάστηκε η τιμωρία εξοστρακισμού από το πρώτο αναζωογονητικό ουράνιο φως των μεγάλων ημερών της άνοιξης, σε ότι μολύνει την ανθοφορία της γης. Καταγράφηκε για πρώτη φορά από τους αρχιερείς των Σουμερίων, όταν, μετά τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των πόλεων της Σουμερίας, ακολούθησαν καταστροφικές , με χιλιάδες θύματα, πλημμύρες.
    Την άρνηση της Ανοίξεως, σύμφωνα με τις παραδόσεις των χριστιανών, υπέστησαν οι κέδροι και τα πεύκα, εκτός των τειχών της Ιερουσαλήμ, όταν από το ξύλο τους, οι Ιουδαίοι έφτιαξαν τον σταυρό του Χριστού. Ξεράθηκαν όλα από τη μέση του κορμού τους μέχρι την κορυφή. Αλλά και τα ζώα που λάμβαναν μέρος σε πολέμους, ελέφαντες, σκύλοι, άλογα, έστω και αν αυτό έγινε πάρα τη θέλησή τους, μαράζωσαν και πέθαναν. Τρανταχτό παράδειγμα, αυτό του Βουκεφάλα, που λύγισε και πέθανε μετά την περίοπτη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη μάχη του Υδάσπη. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί αιμοσταγείς βασιλείς, αλλά και παντός είδους καθάρματα που μολύνθηκαν από την άρνηση της Ανοίξεως και υπό το βάρος ισχυρών τύψεων και ενοχών, κλονίστηκε η σχέση ψυχής και σώματος, μαράζωσαν και πέθαναν.
    Στην άρνηση της Ανοίξεως, χωρίς να αναφέρεται σαφώς ο όρος αυτός, εστίασαν Ζωροάστρες, φιλόσοφοι και βιολόγοι, με πρώτον από όλους τον Δαρβίνο, ο οποίος την έλαβε σοβαρά υπόψη του, όσο και τις απόψεις του Αριστοτέλη και ανέπτυξε τη θεωρία περί της φυσικής επιλογής των ειδών. Για τους περισσότερους επιστήμονες και ερευνητές, η άρνηση της Ανοίξεως, θεωρήθηκε ως μια μάλλον μεταφυσική προσέγγιση των γεγονότων, παρά ως μια πραγματική απειλή. Εντούτοις, τα γεγονότα τους διέψευσαν. Είναι η πρώτη φορά που σε όλον τον πλανήτη ο άνθρωπος φαίνεται να πληρώνει ακριβά τις επιλογές του και να υφίσταται τις σοβαρές επιπτώσεις της άρνησης της Ανοίξεως, τον εξοστρακισμό του από το πρώτο αναζωογονητικό ουράνιο φως των μεγάλων ημερών της άνοιξης, ανεξαρτήτως αξιώματος, κοινωνικής θέσης και συμπεριφοράς.

    Ο μοναχός Λίο Λίο, οπαδός της Σακιάπα και βαθύς γνώστης του βουδισμού, με ιδιαίτερη έφεση στη φιλοσοφία και τις ξένες γλώσσες, όταν τον ρώτησαν, αν ο άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα κινδυνεύει πράγματι από την άρνηση της Ανοίξεως, απάντησε «sero ignoscentiam petis», όπερ σημαίνει ότι είναι αργά για συγγνώμες, σε ελεύθερη μετάφραση...

    Κουτορνίθι

    «Ζωολογικός Κήπος»




    Από τον Ιανουάριο, μια νέα σελίδα στον «Χάρτη» με πολλαπλά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσεις) για ζώα κάθε είδους (πραγματικά ή φανταστικά)

    ——— ≈ ———

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:

    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)Ιανουάριος 2022
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
    Άγγελος Σικελιανός
    (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Μάρτιος 2022
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Έλενα Χουζούρη)
    Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    1922
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    OuLiPo (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Μορίς Μπλανσό
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι
    (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)

    Χάικου των Χριστουγέννων

    Γκρίζα μοναξιά

    Πολύχρωμα λαμπάκια

    Κόκκινα δέντρα

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:


    Σάμιουελ Μπέκετ
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Μίλτος Σαχτούρης
     
    (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
    Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
    Γιάννης Πάνου (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    «1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)

    Έντουαρντ Χόπερ, «Nighthawks»

    (152,4 Χ 84,1 εκ.) Ινστιτούτο Τεχνών του Σικάγου

    Τα «Γεράκια» στον καιρό της πανδημίας





    Τα «Γεράκια της νύχτας» που ζωγράφισε ο εκφραστής της σιωπής, του εγκλεισμού και της απομόνωσης, Έντουαρντ Χόπερ το μακρινό 1942, συναντούν τη σατιρική παραλλαγή τους στον καιρό της πανδημίας. Βάσει των γνωστών υγειονομικών διατάξεων, απαγορεύεται (και) στα «νυχτοπούλια» να βρίσκονται στο εσωτερικό ενός καταστήματος, όπως το κλασικό αμερικανικό dinner του πίνακα, καθισμένοι γύρω από τη μπάρα. Πλέον, το σερβίρισμα γίνεται έξω από το μαγαζί, σε τραπεζάκια όπου τηρούνται οι προβλεπόμενες αποστάσεις ασφαλείας. Οι λιγοστοί, όπως και στην πρωτότυπη σύνθεση, πελάτες στο πεζοδρόμιο και ο υπάλληλος, που έμεινε αμετάθετος στο χιουμοριστικό «σίκουελ», φορούν –υποχρεωτικά– μάσκα. H γελοιογραφία είναι του Jason Adam Katzenstein και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker.

    Το «Βέλος»


    Μια φορά μόνο στις 45 μέρες του εγκλεισμού και της απομόνωσης, τον σταμάτησε τον Ηλία για έλεγχο το περίπολο. Δυο αμούστακα παιδαρέλια, με τα κορδονάκια της σχολής ακόμα στις επωμίδες τους κι ένας, νεαρός κι αυτός, ενωμοτάρχης, τον σταμάτησαν εκεί λίγο πιο πέρα από το Μέγαρο Μουσικής και του ζήτησαν το δικαιολογητικό εξόδου.
    Έβγαλε απ’ την κωλότσεπη ένα πολυτσαλακωμένο χαρτί, απ’ αυτά που απαριθμούσαν τους λόγους για τους οποίους μπορούσες να βγεις από το σπίτι σου και τους το έδειξε. Αγρίεψαν και οι τρεις, σαν να το είχαν συμφωνημένο.

    – Τι είναι αυτό κύριε. Έχει ημερομηνία πριν τρεις μέρες.
    – Και τι να κάνω, κάθε μέρα κάνω την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα θα γράφω χαρτί; Κι έπειτα λείπει η κόρη μου.
    – Τι σχέση έχει η κόρη σας κύριε; Πολύ μας τα μπερδεύετε.
    – Τίποτα δεν μπερδεύω. Απλώς εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Μου τα συμπληρώνει η κόρη μου. Και κάθε μέρα κάνω το ίδιο πράγμα. Απ’ το σπίτι μου, ως το «Βέλος» και πάλι πίσω.
    – Βέλος, ποιο βέλος; Θα μας τρελάνετε κύριε;
    – Εγώ παιδιά μου δεν θέλω να τρελάνω κανέναν. Έναν περίπατο για την υγεία μου πρέπει να κάνω, να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου, να δω το «Βέλος» να ξελαμπικάρει το μυαλό μου και να γυρίσω να στηθώ στην τηλεόραση για ν’ ακούω όλη μέρα τα παραμύθια της Χαλιμάς.

    Ήταν οι μέρες της πολύ αυστηρής επιτήρησης της παραλίας της Θεσσαλονίκης, γιατί κάποιοι έλεγαν πως απ’ τον μεγάλο συνωστισμό των περιπατητών, θα μπορούσε να διασπαρεί, αυτή ήταν η ορολογία, ο διαβολικός ιός και οι αστυνομικοί ήταν ανένδοτοι.

    – Την ταυτότητά σας.
    – Στις διαταγές σας, απάντησε αυτός με κάποια δόση ειρωνείας και τράβηξε από την άλλη κωλότσεπή του, μια ταυτότητα όχι στα καλλίτερά της, από πλευράς διατηρησιμότητας.
    – Τι συνταξιούχος, ρώτησε ο νεότερος της κουστωδίας.
    – Δικηγόρος.
    – Και δεν ξέρετε τον νόμο;
    – Ποιον νόμο, βρε παιδάκι μου;
    – Α, όχι έτσι, κύριε. Ούτε παιδάκι σας είμαι, ούτε μπορείτε να μου μιλάτε έτσι. Λοιπόν δεν έχετε άδεια να βγείτε από το σπίτι και γι’ αυτό θα σας κόψουμε πρόστιμο.

    Χαμογέλασε με κατανόηση και προσπάθησε να εξηγήσει.

    – Κάνω κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Μπορώ ν’ αλλάζω την ημερομηνία κάθε φορά που βγαίνω, αλλά νομίζω πως δεν χρειάζονται τέτοιες πολυτέλειες. Η όποια αλλαγή θα είναι μόνο τυπική κι όχι ουσιαστική. Αντί 19 το χαρτί θα γράφει 20. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το «Βέλος» θα με περιμένει. Κι άλλωστε αν μου κόψετε το πρόστιμο ποιος θα το πληρώσει; Μια σύνταξη ακατάσχετη έχω. Κι άλλο τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε αυτοκίνητο. Ποδήλατο προσπαθώ να πάρω, αλλά δεν με παίρνει η ηλικία μου. Κόψτε το άμα θέλετε, αλλά μόνο για την τηλεόραση. Να χει να λέει για την δραστηριότητα της αστυνομίας. Για το «Βέλος» όμως δε θα πει.

    – Τι βέλος και βέλος, μας τσαμπουνάτε απ’ το πρωί, κύριε, και δεν μας αφήνετε να κάνουμε τη δουλειά μας;
    – Να κάνετε τη δουλειά σας, αστυνομικοί είστε, αλλά να γνωρίζετε και για το «Βέλος».
    – Μας έπρηξες κύριε μ’ αυτό το βέλος. Πες μας επιτέλους, να ξεχαρμανιάσεις.
    – Εκεί είναι. Το βλέπετε αραγμένο, εκείνο το πολεμικό;
    – Έ και σαν κι αυτό έχουμε δει δέκα.
    – Δέκα, ναι, αλλά το «Βέλος» είναι ένα.

    Ιδέα δεν είχαν για το «Βέλος» τα παλληκάρια. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη σχολή τους το είχαν αναφέρει ποτέ. Εξ άλλου η ιστορία που μάθαιναν, σταματούσε στον Κανάρη τον «πυρπολητή». Και τους εξήγησε.
    Το «Βέλος», ήταν το πολεμικό πλοίο με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Παππά, τότε, που ξεκίνησε την εξέγερση εναντίον των συνταγματαρχών της Χούντας κι αφήνοντας τον άλλο στόλο έφυγε για την Ιταλία, διακηρύσσοντας το δικαίωμα των Ελλήνων, να επιλέγουν αυτοί την κυβέρνησή τους. Το «Βέλος» η ζωντανή ιστορία της αντίστασης κατά της δικτατορίας.
    Έλεγε κι έλεγε ο Ηλίας, και το πρόσωπό του άλλαζε μορφή, γελούσε, δάκρυζε και μιλούσε. Μιλούσε.
    Αλλά παρ’ ολίγον να τον πάρουν τα κλάματα, όταν κατάλαβε πως τα παιδαρέλια, που θέλανε να του κόψουν πρόστιμο για την μεγάλη παρανομία, που διέπραξε, δεν είχαν ακούσει ποτέ κάτι για το «Βέλος» κι ούτε που τους ένοιαζε και ποτέ δεν διανοήθηκαν να το επισκεφθούν, τόσον καιρό που πραγματοποιούσαν περιπολίες γύρω απ’ αυτό, ούτε σκέφθηκαν ποτέ να ρωτήσουν τι γυρεύει εκεί δεμένο ένα μικρό παλιό, πολεμικό σκάφος, ένα κομμάτι ιστορίας της πατρίδας. Και δεν είχαν ακούσει τίποτα για τον καιρό που οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν για Ελευθερία. Κι ο Ηλίας έφυγε, κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι του.

    Είχε όμως γλιτώσει το πρόστιμο, που έτσι κι αλλιώς δε θα πλήρωνε.

    Κουτορνίθι

    Tο σημαίνον μιας σύριγγας


    [ Επιστολή αναγνώστριας ]

    Διαβάζω το απολαυστικό κείμενο της Χαρίκλειας Πανουτσοπούλου στο τεύχος 27 του Χάρτη, και εκείνο το ερωτηματικό του τίτλου «Andy Warhol, γιατί σιωπάς;» μου γεννάει σκέψεις σχετικά με το σημαίνον μιας σύριγγας σήμερα.

    Στις μέρες μας, που έξω από τον χρόνο ζούμε την ομοιομορφία των ημερών και των φόβων μας. «…Γιατί σιωπάς;» Η Τέχνη καλείται να απαντήσει, ως είδος γλώσσας.

    Ποια Τέχνη; Αυτή που έχει απομακρυνθεί από την κυρίαρχη αισθητική της ποιότητα, την Ομορφιά;

    Μήπως σήμερα η Τέχνη, ως γλώσσα, μας βγάζει τη γλώσσα; Αντί απαντήσεων σιωπή.

    Κι εγώ τολμώ να αποπειραθώ–αντιγράφοντας τη «ψυχρή ειρωνία» του Warhol– να κάνω εικόνα τη σκέψη της κ. Πανουτσοπούλου:

    Παράξενα θλιμμένα φυτά


    Λαμπρό το φως στο πάρκο
    Κούνιες αιωρούνται, παιδικά βλέμματα ανθεκτικά στα ύψη

    Γέλια ανέμελα και λαρυγγισμοί πτηνών που απέδρασαν
    από περίκλειστους κήπους και κλουβιά

    με τα παιδιά της καραντίνας γιορτάζουν τον ήλιο

    Ώρα δέκα και τριάντα το πρωί μιας Κυριακής

    Έως τις έντεκα και δέκα διαρκεί η εκτροπή
    Ο οικείος χώρος πίσω τους καλεί
    Πτηνά και παιδιά στη γνώριμη, από καταβολής κόσμου, επιστροφή

    Στο σιωπηλό πάρκο απομένουν τα παράξενα θλιμμένα φυτά
    Ασάλευτα

    Δίχως φτερά
    Ριζωμένα στη γη.

    Ένα πουλί κι ένα παιδί εκείνο το πρωί
    Ονειρεύτηκαν το γιασεμί

    λεβάντα, κατιφέ, λουίζα, βερενίκη
    κι ένα κίτρινο water lily
    .

    Σημεία των καιρών (ή οι παρωχημένες απορίες τού μεταφραστή)

    Amanda Gorman / Víctor Obiols


    Ο Víctor Obiols είναι καταξιωμένος Καταλανός ποιητής, μουσικός και μεταφραστής. Ηλικίας εξήντα ετών, έχει μεταφράσει επιτυχώς Ουάιλντ, Σαίξπηρ και Πόρτερ, μεταξύ άλλων. Ο καταλανικός εκδοτικός Univers του είχε αναθέσει τη μετάφραση στα καταλανικά του ποιήματος The Hill we Climb, της νεότατης αφροαμερικανίδας Amanda Gorman (γεννημένης το 1998). Είναι το ποίημα το οποίο απήγγειλε η ίδια στην τελετή κατά την οποία ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε καθήκοντα προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου (σχετικό βίντεο – ανάκτηση στις 26/3/21). Το ποίημα περιλαμβάνει και κάποιους στίχους εμπνευσμένους από την εισβολή του πλήθους στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου. Ο εκδ. οίκος Univers σκοπεύει να το εκδώσει, μαζί με άλλα ποιήματα της Gorman, σε μια ομότιτλη συλλογή. Ο Obiols είχε ξεκινήσει πριν λίγες εβδομάδες τη μετάφραση και βρισκόταν σχεδόν στο τέλος της. Πριν κάποιες μέρες όμως ανακοίνωσε από τα social media –και οι εκδότες το επιβεβαίωσαν– ότι δεν θα πραγματοποιήσει τελικά αυτός τη μετάφραση. Γιατί; Επειδή στις 8 Μαρτίου γνωστοποιήθηκε, όπως αυτοί είπαν, στους εκδότες της Univers, από τον λογοτεχνικό πράκτορα της Gorman, «ότι έπρεπε να λάβουν υπόψη πως το άτομο που θα μεταφράσει αυτά τα ποιήματα συνιστάται να είναι νεαρή γυναίκα ή να έχει αφρικανική καταγωγή ή να χαρακτηρίζεται από ακτιβιστικό προφίλ».
    Οι εκδότες παραδέχθηκαν πως δεν είχαν υπογράψει ακόμα το συμβόλαιο με τον λογοτεχνικό πράκτορα της Gorman. Είπαν όμως πως στις ΗΠΑ είχαν από τα πριν μελετήσει το βιογραφικό του Obiols και είχαν ήδη διερευνήσει αν είχε συνεργαστεί με ΜΚΟ ή αν είχε διατελέσει ακτιβιστής σε κάποια οργάνωση. Δήλωσαν ακόμη ότι θα πλήρωναν τον Obiols για τη δουλειά του. Τι είχε λοιπόν μεσολαβήσει;
    Στην Ολλανδία είχε επιλεγεί από τον εκδοτικό οίκο Meulenhoff για τη μετάφραση του The Hill We Climb ένα άτομο μη δυαδικό, ονόματι Marieke Lucas Rijneveld (ετών 29), τo οποίο είχε τιμηθεί με το βραβείο Βooker του 2020 για το μυθιστόρημα The Disconfort of the Evening (η αγγλική μετάφραση είναι της Michele Hutchison – ετοιμάζεται και ελληνική έκδοση του έργου από τις εκδόσεις Ίκαρος). Η Gorman και οι σύμβουλοί της έκαναν δεκτή την επιλογή. Ένα άρθρο όμως της δημοσιoγράφου Janice Deul, αφρικανικής καταγωγής και ακτιβίστριας, χαρακτήρισε την επιλογή του εκδοτικού οίκου «ακατανόητη», στο βαθμό που για την Gorman θα έπρεπε να είχε επιλεγεί μια «καλλιτέχνης του ομιλούμενου λόγου, νέα και υπερήφανα νέγρα». Ξέσπασαν ομηρικοί καυγάδες στα social media με αποτέλεσμα ο/η Marieke Lucas Rijneveld να αποποιηθεί διακριτικά την ανάθεση τής μετάφρασης.
    «Είμαι και εγώ θύμα της Ιεράς Εξέτασης σαν την Ολλανδέζα», δήλωσε πικρόχολα και σαρκαστικά ο Obiols, «καιρός να ψάξω να βρω κατράμι».
    Για τη μετάφραση του έργου αυτού της Gorman στα ισπανικά επελέγη, τελικά, η Nuria Barrios (γεννήθηκε το 1962). Είναι συγγραφέας και μεταφράστρια στα ισπανικά του John Banville και του James Joyce, μεταξύ άλλων. Μάλλον δεν ανταποκρίνεται και πολύ στις προδιαγραφές, αλλά δε φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα. Ο εκδότης διατείνεται πως στο βιογραφικό της αναφέρεται μόνον ότι ζει στη Μαδρίτη.
    Στην Καταλωνία φαίνεται πως τελικά τη μετάφραση θα την αναλάβει μάλλον η María Cabrera (ετών 39), γνωστή ποιήτρια με μελοποιημένα κάποια ποιήματά της. Είχε συμμετάσχει στο συλλογικό ποιητικό έργο Ningú no ens representa. Poetes emprenyats (Κανείς δεν μας εκπροσωπεί. Εξοργισμένοι ποιητές) που προέκυψε μετά το κίνημα 15-Μ του 2011 (δηλ. το γνωστό παρ’ ημίν ως «κίνημα των αγανακτισμένων», αντίστοιχο με το ελληνικό «κίνημα των πλατειών»). Έχει κάτι το ακτιβιστικό λοιπόν, πώς να το κάνουμε. Πάντως, ακόμη και αν παραμερίσουμε τις υποδείξεις από την Gorman και τους πράκτορές της, το ακτιβιστικό ταιριάζει στην Καταλωνία. Διατηρείται πολωμένη πολιτικά εδώ και χρόνια: Από τη μια η επιδίωξη της ανεξαρτησίας πάση θυσία, από την άλλη η μετά πάθους εμμονή στην παραμονή στους κόλπους του ισπανικού κράτους. Και όλοι «οφείλουν» να ττοποθετηθούν! Σημεία των καιρών.
    Ο Obiols, θυμωμένος, ακόμα και προβληματισμένος (;), απορεί και επιχειρηματολογεί «Πρόκειται για ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Αλλά αν δεν μπορώ να μεταφράσω έναν ποιητή γιατί είναι γυναίκα, νέα, μαύρη, Αμερικανίδα του 21ου αιώνα, τότε δεν μπορώ να μεταφράσω ούτε Όμηρο γιατί δεν είμαι Έλληνας του 8ου αιώνα π.Χ. Ούτε και Σαίξπηρ γιατί δεν είμαι Άγγλος του 16ου αιώνα».
    Πολλοί/ές μεταφραστές/μεταφράστριες αλλά και opinion leaders στη Ισπανία βλέπουν το όλο θέμα ως μία αντιπαράθεση/αντιπαραβολή ανάμεσα στο βασισμένο στον ταυτοτικό (αυτο)προσδιορισμό λόγο και στην περιλάλητη δημιουργικότητα του μεταφραστή. Υπάρχουν και εκείνοι/ες που υποδεικνύουν –ευλόγως– ένα σωρό Καταλανές ποιήτριες αφρικανικής καταγωγής, παιδιά μεταναστών ως κατάλληλες για τη μετάφραση. 
    (https://www.youtube.com/watch?v=JFTEMfVVf-8).
    Πάντως, ο Obiols έχει ένα δίκιο: με μια τέτοια «ταυτοτητοκεντρική» λογική οι αρχαίοι συγγραφείς φαίνεται πως βγαίνουν de facto μη μεταφράσιμοι. Εδώ που τα λέμε, οι μεταφράσεις τους είναι επί της ουσίας, μη ελέγξιμες, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το γνωστό επιστημολογικό κριτήριο της διαψευσιμότητας του Popper. Επιτρέπουν όμως την ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Από την άλλη όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κριτήριο του ταυτοτικού (αυτο)προσδιορισμού είναι πολύ εύκολο να εφαρμοσθεί στην επιλογή μεταφραστή/μεταφράστριας. Είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί ένας βουδιστής μεταφραστής για ένα έργο γραμμένο από βουδιστή, ή μια υπερήφανα vegan μεταφράστρια για μια vegan συγγραφέα. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες ταυτότητες σε έναν/μια μεταφραστή/μεταφράστρια, οι οποίες μπορούν (ή πρέπει) να λαμβάνονται υπόψιν, σε συνάρτηση, πιστεύω, με τη βαρύτητα και την προτεραιότητα που τους αποδίδει ο συγγραφέας. Στο βαθμό που πολλοί καταξιωμένοι και ευπώλητοι εν ζωή συγγραφείς (ή και οι κληρονόμοι τους) σήμερα ζητούν να έχουν –και συχνά έχουν– λόγο σχετικά με το εξώφυλλο της μετάφρασης του έργου τους σε μια άλλη γλώσσα, κάθομαι και σκέφτομαι πως και εγώ, αν ήμουν διάσημος συγγραφέας, δεν θα ήθελα να με μεταφράσει σε άλλη γλώσσα μεταφραστής που στο αγγλικό πρωτάθλημα δεν είναι οπαδός της Τότεναμ και στο ισπανικό της Μπάρσα. Η ποδοσφαιρική ταυτότητα είναι ισχυρή στις μέρες μας και σπανίως απεμπολείται από έναν εχέφρονα ενήλικα με κοινωνική συνείδηση. Γιατί αν κανείς θρησκεία αλλάζει μάλλον σπάνια, όπως ίσως και κοινωνικό φύλο, ομάδα δεν αλλάζει σχεδόν ποτέ! (Βασικά εξακολουθεί να θεωρείται ξεφτίλα).
    Νομίζω πως ο Obiols πειράχτηκε μάλλον στον εγωισμό του. Τον κατανοώ. Πάντως, για την εργασία του θα αμειφθεί, όπως μας πληροφορούν οι παρ’ ολίγον εκδότες του στη μετάφραση της Gorman. Θετικό. Εξ άλλου, ακόμη και αν θεωρεί πως απερρίφθη για άλλους λόγους –πλην ενός αμερικανικού βέτο–, θα πρέπει να νιώθει υπερήφανος για το αφήγημα που προτείνουν οι εκδότες. Ακόμη και αν «έκατσαν και το έφτιαξαν» τον τιμά, δε θα τον έκαναν για όποιον κι όποιον. Θα πρέπει όμως και αυτός να αρχίσει κατανοεί τα σημεία των καιρών. (Του είναι χρήσιμο ακόμη και για να εξακολουθεί να μεταφράζει καλά και σύγχρονα). Η έκδοση αυτών των ποιημάτων της Gorman στα καταλανικά θα έχει ένα τιράζ περίπου 5000 αντιτύπων, το τριπλάσιο του συνήθους τιράζ για ανάλογα βιβλία στα καταλανικά. Ο εκδότης είναι λογικό να θέλει να ενισχύσει το αναγνωρίσιμο προφίλ της A.Gorman με κάποιον/κάποια/κάποιο «εγχώριο», που να θεωρείται από το ευρύ κοινό «ανάλογός/ή/ό της» –με τη διεσταλμένη έννοια του όρου– , δηλαδή «να είναι σε θέση να» τη μεταφράσει. Η έννοια της αναλογίας στη μεταφρασεολογία παίζει σημαντικό ρόλο. Ο εκδότης κατανοεί πως καλό είναι να έχει ένα trade-mark αναγνωρισιμότητας (;) στο προϊόν που λέγεται βιβλίο.
    Θα πρέπει και ο Obiols, ο κάθε Obiols δημιουργός που επικοινωνεί με το κοινό μέσω των social media, να κατανοήσει πως μπορεί να κάνει ένα καλό φωτοσόπ στις selfie του, δεν ανάγκη να ψάχνει για κατράμι. Που είναι stuff μακράς διαρκείας, στεγανοποιητικό· δεν έχει και πολλή σχέση με τα ευμετάβολα σημεία των καιρών.  

    https://www.youtube.com/watch?v=zzaNRABWl5

    Λάντλοου


    Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης)


    καθώς μητέρες έτρεχαν γύρω από τα αντίσκηνα, αρπάζοντας παιδιά,
    ξεφεύγοντας από σφαίρες. Ένα χάος ανθρώπων σε κίνηση, κραυγές
    ανδρών να οδηγηθεί η μάχη μακριά από τις πυκνά στημένες σκηνές.
    Οπλισμένοι απεργοί πυροβολούσαν από ράγες και βαγόνια τρένων
    και γέφυρες, σκοπεύοντας προς τα στρατόπεδα των στρατιωτών
    και νότια όπου δύο οπλοπολυβόλα ριπές άδειαζαν εναντίον τους


    Ο καταυλισμός των απεργών

    Οι στίχοι από το αφηγηματικό ποίημα «Ludlow» του Ντέιβιντ Μέισον (David Mason) παραπέμπουν στην κορύφωση της εξέγερσης και καταστολής στις 20 Απριλίου 1914 στα ανθρακωρυχεία της πολιτείας του Κολοράντο, στη σφαγή στο Λάντλοου, όπως έχει ονομαστεί το εμβληματικό αυτό γεγονός στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού κινήματος, που συνέβαλε στην καθιέρωση οκτάωρης εργασίας και στην εφαρμογή νομοθεσίας για την παιδική εργασία.
    Η προηγούμενη ημέρα ήταν Κυριακή του Ορθόδοξου Πάσχα, που είχαν γιορτάσει οικογένειες των απεργών, μεταξύ των οποίων ήταν Έλληνες, Μεξικανοί, Σκωτσέζοι και Ιταλοί. Σε σημείο που εμπόδιζε απεργοσπάστες να προσέλθουν, είχαν στήσει έναν καταυλισμό σε αντίσκηνα, με ελληνικό φούρνο και καφενείο. Είχαν προβλέψει ότι, μετά την κήρυξη της απεργίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1913, οι εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία, με προεξάρχουσα την οικογένεια Ροκφέλερ, θα τους εκδίωκαν από την πόλη εργατικών κατοικιών. Σε εργοδοτικά καταστήματα μόνο μπορούσαν να εξαργυρώσουν κουπόνια με τα οποία πληρώνονταν. Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα θέλουν ήταν ένα από τα αιτήματα των απεργών, όπως και το να πηγαίνουν σε γιατρό της επιλογής τους και όχι σε γιατρούς της εταιρείας.


    Τώρα εκεί υπάρχει μια πόλη-φάντασμα. Στο μέρος όπου έγινε η σφαγή, το συνδικάτο ανθρακωρύχων της Αμερικής ύψωσε ένα μνημείο από γρανίτη, όπου έχουν χαραχθεί ονόματα νεκρών. Ο βανδαλισμός του μνημείου το 2003 επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ζωντανή ιστορία. Ανασκαφές από αρχαιολόγους έχουν σε μεγάλο βαθμό επαληθεύσει μαρτυρίες των απεργών για τα γεγονότα.
    Η Εθνοφρουρά του Κολοράντο, που ζήτησαν να σταλεί οι εταιρείες των ανθρακωρυχείων, και ένοπλοι τους οποίους είχαν προσλάβει άρχισαν τη Δευτέρα εκείνη να πυροβολούν εναντίον του καταυλισμού των απεργών, κάποιοι από τους οποίους αμύνονταν με όπλα που είχαν νόμιμα αγοράσει. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα. Πολλοί σώθηκαν διαφεύγοντας στους γύρω λόφους, ιδίως όταν το σούρουπο ένα εμπορικό τρένο σταμάτησε στις ράγες μεταξύ των δύο πλευρών. Γυναίκες και παιδιά σε λαγούμια κάτω από τις τέντες πνίγηκαν από τους καπνούς, όταν οι εθνοφρουροί έβαλαν φωτιά στον καταυλισμό. Τις δέκα επόμενες ημέρες ανθρακωρύχοι οπλίστηκαν και έκαναν επιθέσεις σε εργοδοτικά καταστήματα, με δεκάδες νεκρούς, στο πιο αιματηρό ίσως επεισόδιο αυτού του είδους στην αμερικανική ιστορία.

    H κηδεία του Λ. Τίκα


    Σε ηγέτη των απεργών είχε αναδειχθεί ο Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης), που είχε μεταναστεύσει από την Κρήτη, όπου γεννήθηκε το 1886. Αμερικανός πολίτης έγινε το 1910. Γνώριζε καλύτερα αγγλικά από άλλους μετανάστες, που βοηθούσε στις συναλλαγές τους και στην αποστολή εμβασμάτων στις οικογένειές τους. Επιδιώκοντας εκεχειρία, είχε παραμείνει στον καταυλισμό. Ενώ τον κρατούσαν, ένας από τους επικεφαλής της Εθνοφρουράς του τσάκισε το κεφάλι με μια καραμπίνα που έσπασε στα δύο. Στον δολοφόνο επιβλήθηκε αργότερα πειθαρχική επίπληξη. Με σφαίρα στην πλάτη, το πτώμα του Τίκα και δύο ακόμη απεργών παρέμειναν τρεις ημέρες δίπλα στις ράγες των τρένων που περνούσαν.

    Επιγραφή στο χωριό Λούτρα Ρεθύμνου


    Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Ο βασιλιάς άνθρακας, Άπτον Σίνκλερ στάθηκε σε πολυήμερη σιωπηλή διαμαρτυρία έξω από τα γραφεία των Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη μετά τα γεγονότα στο Λάντλοου. Το 1944 ο Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι για τη σφαγή. Ακουγόταν στις διαδηλώσεις τη δεκαετία του 1960 στην Αμερική. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί το βιβλίο για τον Τίκα του ιστορικού Ζήση Παπανικόλα. Έχουν γυριστεί και αξιόλογα ντοκιμαντέρ [Βλ.π.χ. εδώ]. Ο Λούις Τίκας πρωταγωνιστεί στο «μυθιστόρημα σε [4800] στίχους» του ανανεωτή της αφηγηματικής ποίησης Ντέιβιντ Μέισον (Ουάσινγκτον 1954), που υπήρξε «διαφνοστεφής ποιητής» του Κολοράντο, πολιτεία με την οποία συνδέεται η οικογένειά του, και καθηγητής σε πανεπιστήμιό της, πριν μετακομίσει στην Τασμανία.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:


    Μίλτος Σαχτούρης
     
    (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
    Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
    Γιάννης Πάνου (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    «1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)

    Γατόσκυλο




    Η Μπέμπα είναι αλανιάρικο γατί. Γατόσκυλο, περηφανεύεται ο Άκης. Κοιμάται στο χαλάκι της εξώπορτας, τρώει φαΐ στο πήλινο κουπάκι. Τα βράδια ανεβαίνει στη ροδιά ψηλά ψηλά, στο κλαδί που δε φτάνουνε οι άλλοι γάτοι. Δίνει ένα σάλτο, ακούγεται το γντουπ, με φόρα κουτουλάει στην τζαμαρία. Παίρνει τη θέση της σαν σφίγγα στο περβάζι, χαζεύει στη μεριά της τηλεόρασης.

    — Παρέα θέλει, λέει ο μπαμπάς.

    Ο Άκης τη χαϊδεύει από το τζάμι. Η Μπέμπα τρίβεται επάνω στο γυαλί, τεντώνει την πατούσα της σαν μπαλαρίνα.

    Δυο χρόνια τώρα είναι η παρέα τους. Νιαουρίζει σαν μωρό, είναι απαιτητική και χαϊδεψιάρα. Ακόμα και η μαμά, που στην αρχή τη φώναζε βρομόγατο, προχθές της φύλαξε την πέτσα από το ψάρι.

    Παλιά εξαφανιζόταν και αλήτευε, μα έχει λίγες μέρες που δεν το ξεκουνάει από το χαλάκι. Μόνο όταν βγαίνει ο ήλιος, ορμά και απλώνεται στο καπό του αυτοκινήτου. Κοιμάται εκεί, οι αχτίνες την χτυπάνε κατακέφαλα. Η μαμά ζηλεύει. Πολύ θα ήθελε κι εκείνη να απλωθεί κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού κι ας ήταν και σε μία λαμαρίνα. Ξεφυσάει μαλακά μην ακουστεί, πλένει τα πιάτα με καυτό νερό. Τα χέρια της έσκασαν από τα απολυμαντικά κι ίσως τα γάντια να ήταν μία λύση.

    20/4/1970


    Ο άγιος Τσέλαν
    που πήρε τη γλώσσα μαζί του
    στην κόλαση

    Την έδεσε στο λαιμό του
    και πήδηξε στο ποτάμι
    Ή δέθηκε στο λαιμό της
    και την έσπρωξε

    Ποιο απ᾽ τα δυο βαρίδια
    αυτός ή αυτή
    παρέσυρε
    και ποιο παρασύρθηκε;

    Εξίσου βρώμικα και κρύα
    ήταν τα νερά
    Στο ποτάμι συνέχισαν να ρέουν
    τα λόγια ακατάσχετα

    Άοπλες Δυνάμεις

    Φωτ. Νίκος Δήμου


    Η παρέλαση έγινε ξανά και φέτος στο Σύνταγμα.
    Στρατολόγησαν με το ζόρι κάποιους άρρενες κομπάρσους,
    για να παραστήσουν τις «Άοπλες Δυνάμεις»
    και τους έντυσαν με ποικιλόχρωμες vintage φορεσιές,
    σε διάφορα χρώματα.

    Παλιότερα, όταν ζούσα ακόμα,
    οι συμμετέχοντες ήταν αληθινοί στρατιώτες.

    Τότε, οι νεαροί άντρες αφιέρωναν υποχρεωτικά στην πατρίδα κανά δυό χρόνια από τη ζωή τους κι εκείνη τους μάθαινε να κάνουν πόλεμο –ή στρατιωτικοί– άνθρωποι καριέρας που επαγγέλονταν με ελεύθερη βούληση την προετοιμασία των στρατιωτικών δυνάμεων.

    Τότε, ο πόλεμος ήταν απλά ένα ενδεχόμενο. Τώρα, αυτά έχουν αλλάξει. Είμαστε όλοι, άντρες-γυναίκες, επαγγελματίες μισθοφόροι. Εκπαιδευόμαστε από νωρίς να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας και την πατρίδα μας, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουμε την τροφή μας.

    Μας έχουν εκπαιδεύσει πρώτα να κυνηγάμε και μετά να τρώμε τους εχθρούς μας.

    Έτσι απολαμβάνουμε την εθνική μας κυριαρχία,
    σε όλα ανεξαιρέτως τα γεύματα.

    Η βόλτα




    Έχω αφήσει το λουρί στο σπίτι. Δεν μου αρέσει ο ήχος της πλαστικής λαβής όταν κτυπάει στους σκουριασμένους κρουνούς και στα ραγισμένα πεζοδρόμια. Ίσως ραγίζουν ακόμη περισσότερο, μπορεί και να αντηχεί αυτό το περίεργο κροτάλισμα κάτω, στους υπόνομους, να προκαλεί κάθε βράδυ την άλλη πόλη να ανέβει. Δεν το προτιμώ το λουρί, κάποτε πιάνεται στις ρίζες των μισο-ξεθαμμένων ακακιών, και μένω εκεί δαγκώνοντας με μανία να κοπεί.
    Νιώθω ελεύθερος απόψε. Είμαι ώρα τώρα κουρνιασμένος εδώ, ξύνω τη φαγούρα μου ενώ κοιτάω τα φευγαλέα φώτα των αμαξιών τους τα ευθυτενή, παρωπίδες που τους προστατεύουν από τον φόβο των πλασμάτων της νύχτας. Σαν εμένα· σαν την λιτοντυμένη γυναίκα, καρφωμένη στη γωνιά, με το φωτισμένο τετράγωνο που γράφει γύρω απ΄ τα μαλλιά της, έτσι όπως κάποτε σκύβει, σχεδόν σε ορθή γωνία πριν ξαναγίνει κολώνα στον τοίχο· σαν τον κουρελιάρη κύριο που λιώνει με κάθε ανατολή, χωνάκι παγωτό που πέταξαν στον χώρο στάθμευσης. Θέλω να πάω να τον γλύψω, μα τρομάζω μη μάθω γι’ αυτόν που τον πέταξε.
    Σηκώνομαι διστακτικά να προχωρήσω βαθύτερα στις γειτονιές επάνω στην Αλφάμα. Δεν μου αρέσει που προκαλώ φόβο στους κλεισμένους που κοιτάνε από τα παράθυρα. Όχι επειδή ανησυχώ γι’ αυτούς, δέκα φορές πιο άγριοι είναι από εμένα, το κρύβουν με μολύβια που γράφουν και με μουσικές που παίζουν στα ραδιόφωνα. Δεν μου αρέσει γιατί ο ίδιος εγώ δεν τους ρώτησα τι μαγειρεύουν και δεν ζήτησα φίλεμα για να απομακρυνθώ γρήγορα. Φεύγω πάντα έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν μένω. Αποχωρώ κάθε φορά που με κοιτάνε εκείνα τα μαζεμένα φρύδια, κάθε στάση μου με το πίσω πόδι επάνω είναι για τα μάτια τους ένα μίασμα, μια επίθεση στο λιγδερό κατεστημένο τους.
    Φεύγω συνεχώς, ναι, γιατί με κυνηγάει η μυρωδιά. Από μέσα κι απ’ έξω, απ’ τις κουζίνες και τα σκυβαλοδοχεία, κι απ’ τις γλωσσούδες τις εξατμίσεις, ένα μίγμα τόσο αμφιλεγόμενο, τόσο ακατάτακτο, που σε κάνει να θέλεις να τρέξεις μακριά από την πόλη, να βρεις ένα πάρκο έξω, να ξαπλώσεις χάμω και να κλαις για ώρες, να κλαις για όσα άφησες στο σπίτι εκείνο που δεν θες να ξαναπάς, να κλαις για το παιδί που το αλλάξανε και δεν σ’ αγαπάει πια, να κλαις για την πόρνη που σε χάιδεψε σαν πέρναγες και δεν τρόμαξε καθόλου. Να κλάψεις ωσότου δεν θα ακούγεσαι, όταν πια δεν θα έχει απομείνει τίποτα παρά το κουφάρι σου, και στα κιτρινισμένα κόκκαλα, στη θέση του μεδουλιού βλαστήσουν δηλητηριώδη μανιτάρια, να αναδύουν εκείνη την παράξενα ελκυστική μυρωδιά των χαμένων χρόνων που γαύγιζες χαρούμενος για την επανάστασή τους κουνώντας την ουρά, την ώρα που σε κλώτσαγε ο αρχηγός τους.

    Δεν θέλω να αγγίξει κανείς τα μανιτάρια, να τα μυρίζονται θέλω οι μοναχικοί περαστικοί, έτσι, για να υποψιάζονται. Θα επιστρέψω σπίτι τώρα. Αρκετή ώρα έμεινα έξω

    Αγγελάδες

    Καλορίζικο!


    Στην Άνοιξη του 2021


    αντήχησε ξαφνικά στεντόρεια μια φωνή. Όλοι τινάχτηκαν· γύρισαν να κοιτάξουν προς το μέρος που ήταν στραμμένο το πρόσωπο αυτού που είχε αναφωνήσει.

    – Το πρώτο σορτς της Άνοιξης, συνέχισε επεξηγηματικά, θριαμβευτικά και χαρμόσυνα. Παρακολουθούσε με το βλέμμα τα βήματα της νεαρής κοπέλας με το σορτς που προχωρούσε στο πεζοδρόμιο απέναντι από τα παγκάκια στο παρκάκι της τριγωνικής πλατειούλας της γειτονιάς.

    Η κοπέλα με το καυτό σορτς άνοιξε βήμα. Συνέχισε ακάθεκτη το δρόμο της. (Λες και) δεν είχε ακούσει τίποτα.



    Της γειτονιάς και εγώ, καθισμένος σε ένα παγκάκι. Μεσημεράκι. Για να φάω ένα σουβλάκι. Στον ανοιξιάτικο ήλιο. Τα παγκάκια στον ίσκιο τα είχαν καταλάβει τέσσερεις-πέντε ημιπαππούδες ή απλώς ηλικιωμένοι. Από ένας στο καθένα. Παρέα προφανώς, συγκυριακή ή σταθερή, του αναφωνήσαντος. Δυο εγγονάκια κυκλοφορούσαν αδέσποτα.

    Η θυμηδία ήταν διακριτική και γενική. Μόνο ένας από τους παππούδες, πολύ σοβαρός, πήρε το λόγο:

    — Πρόσεξε, γιατί μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος με αυτά που λες.

    (Δεν ξέρω αν ο εν λόγω παππούς ήταν υπερβολικά φοβικός ή αν ήξερε καλά τον αναφωνήσαντα και τον είχε ικανό να υπερβεί τα εσκαμμένα).
    Ένα εγγονάκι -τριών τεσσάρων ετών το έκοψα- έκοψε ένα λουλουδάκι.

    — Για δες τον, ψάχνει για γκόμενα, είπε άλλος ημιπαππούς, στο ίδιο χαρμόσυνο κλίμα.

    — Κάνει πολλή παρέα με ένα κοριτσάκι, είπε ο σοβαρός παππούς (του μπόμπιρα, προφανώς).

    — Μη φοβάστε (πήρα κι εγώ τον λόγο, κάπως καθυστερημένα και εκτός φάσεως, για να διασκεδάσω τους φόβους του πολύ σοβαρού παππού) δεν είναι τέτοια αυτή η περίπτωση, τα me too της τηλεόρασης αφορούν άλλες φάσεις, πολύ πιο χοντρές!

    Ο σοβαρός παππούς δεν κατάλαβε, δεν με άκουσε ή έκανε πως.
    Ο μπόμπιρας με πλησίασε επικίνδυνα και μου έτεινε χαμογελώντας γλυκά το κομμένο λουλουδάκι.

    — Βρες καμιά κοπέλα να της το δώσεις, του είπα με χάρη και ευγενικά, όπως δεν αρμόζει σε μικρά παιδιά. Σηκώθηκα απότομα κατσουφιασμένος. Φωτιά στα μπατζάκια μου σκέφτηκα. ( Έχω κάνει μόνο την πρώτη δόση του εμβολίου).

    Ο μπόμπιρας απομακρύνθηκε απογοητευμένος
    Ο σοβαρός παππούς με κοίταξε εμένα περίλυπος και τον μπόμπιρα φοβισμένος.

    (Περίλυπος, γιατί ίσως, εκεί που σκεφτόταν πως θα έμπαινε μια άλλη νότα στην παρέα τους, εγώ την έκανα βιαστικά. Φοβισμένος όμως, γιατί;).


    https://www.youtube.com/watch?v=Y70nZIpL5c8

    Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι: χωρίς φλας



    Τέλη Μαρτίου πέθανε στην Κρακοβία ο Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι (Adam Zagajewski), ένας σπουδαίος Πολωνός ποιητής, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1945 στη Λεόπολη (Λβοβ), που με το όνομα Λβιβ ανήκει στην Ουκρανία. Έχοντας ζήσει χρόνια στο Παρίσι, πριν επιστρέψει στην Πολωνία, αναδείχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, με τη δημοσίευση μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους του προγενέστερου ποιήματός του «Προσπάθησε να υμνήσεις τον ακρωτηριασμένο κόσμο». Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο με επιλογή ποιημάτων του, σε μεταφράσεις Βασίλη Μαραγκού, Μαθήματα πιάνου (Κοινωνία των Δεκάτων, 2014). Ήμασταν τυχεροί όσοι τον είχαμε γνωρίσει. Στη μνήμη του έχω μεταφράσει το ποίημα (από τα αγγλικά, με ματιές μέσω λεξικών στο πρωτότυπο) «Χωρίς φλας».

    Senza flash

    (ακούγεται συχνά η εντολή αυτή σε ιταλικά μουσεία)

    Χωρίς φλόγα, χωρίς άγρυπνες νύχτες, χωρίς θέρμανση,
    χωρίς δάκρυα, χωρίς έντονα πάθη, χωρίς πεποιθήσεις,
    και έτσι συνεχίζουμε να ζούμε·
    χωρίς φλας.

    Ήρεμοι και σταθεροί, υπάκουοι και νυσταγμένοι,
    χέρια μαυρισμένα από τις καθημερινές εφημερίδες,
    πρόσωπα λιπαρά από την κρέμα·
    χωρίς φλας.

    Τουρίστες που χαμογελούν με πεντακάθαρα πουκάμισα,
    ο Herr Lange & η Miss Fee και ο Monsieur & η Madame Rien,
    θα μπουν στο μουσείο ·
    χωρίς φλας.

    
Θα σταθούν μπροστά σε έναν πίνακα του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα όπου
    ο Χριστός, σχεδόν τρελός, βγαίνει από τον τάφο,
    ανασταίνεται, ελεύθερος·
    χωρίς φλας.

    Και ίσως τότε κάτι απρόβλεπτο θα συμβεί:
    κρυμμένη σε μαλακό βαμβάκι, μια καρδιά κινείται,
    μέσα στη σιωπή, το φλας αναβοσβήνει.

    Στο Τράβνικ το 1823


    Όταν έφτασα στο Τράβνικ, ο Ίβο Άντριτς δεν ήταν εκεί για να μιλήσουμε. Όπως έχουν γράψει όσοι ταξιδιώτες ήξεραν γράμματα για να γράψουν, όποιος φτάνει στην πόλη σταματάει να ξεκουραστεί στο καφενεδάκι του Λούτβε, του πρώτου αφεντικού του καταστήματος, που εδώ και πάνω από εκατό χρόνια αναπαύεται σε κάποιο νεκροταφείο, δίχως ταφόπετρα και δίχως σημάδι, αξέχαστο όμως όνομα τη στιγμή που τόσα και τόσα ονόματα σουλτάνων και αυτοκρατόρων έχουν ξεχαστεί.

    Εδώ και πάνω από εκατό χρόνια περνούν από το Τράβνικ της πανέμορφης Βοσνίας έμποροι και αγωγιάτες, πρόξενοι και κατάσκοποι, μυαλωμένοι και άμυαλοι, που τους αναγνωρίζει ο πάσα ένας επειδή αλλού κοιτάζουν και άλλα βλέπουν, όπως οι αλλίθωροι. Ευτυχώς, λένε οι χοτζάδες, γιατί από τη στραβωμάρα παίρνει μυρουδιά το διάφορο. Καθένας από αυτούς τους περαστικούς λοιπόν έρχεται με τη μυρουδιά του, που την σπρώχνει ο αέρας να κατακαθίσει για λίγο, ώσπου ο ξένος να πιεί τον καφέ του, ώσπου να την μυρίσουν οι ντόπιοι θαμώνες στο καφενεδάκι του Λούτβε και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, τα αναπάντητα προς ώρας δηλαδή, που δείχνουν πάντως ξεκάθαρα κατά πού βαδίζει ο κόσμος.

    Κάθισα στο καφενεδάκι του Λούτβε και με έπιασαν οι μυρουδιές από τα λόγια μιας δωδεκάδας αντρών, μπερδεμένα μέσα στους καπνούς των ναργιλέδων, στα ζεστά τσάγια και στα ζεστά δάχτυλα των χεριών τους, γλυκός μήνας Σεπτέμβριος του 1823, χέρια που ανακάτευαν τον αέρα όπως η κουτάλα ανακατεύει την φασολάδα για να δει αν έχει χυλώσει. "Ανακατεύονται εκεί που δεν χωράει ανακατωσούρα", έλεγε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ, που είχε πάει για δουλειές στο Σπλιτ, άνθρωπος σοβαρός, του είχε πει την είδηση εκείνος που ήξερε τι έλεγε, πως οι Γραικοί, ανακατεμένοι μεταξύ τους, υπόφεραν στο Μεσολόγγι από την ανακατωσούρα που είχαν προκαλέσει οι βασιβουζούκοι της Βοσνίας, σταλμένοι εκεί κάτω με καράβια που είχαν αναχωρήσει από το Σπλιτ και το Ζάνταρ. "Βάζουν κουλούρια οι Γραικοί στον ταβλά μας", του είχε πει, "θα βρούν τον χαμό τους οι ξεμυαλισμένοι, όπως ο Σέρβος Χατζί Προντάνοβα το 1814, που ξεσήκωσε τον κοσμάκη και πριν προλάβει καλά-καλά να πιεί τον καφέ του, οι Τούρκοι, ας είναι καλά οι βασιβουζούκοι μας, είχαν κάψει τον τόπο και παλούκωσαν διακόσιους κακομοίρηδες στο Βελιγράδι". "Να περιμένουμε", ψιθύρισε ο Σουλεϊμάν μπέη, "να γεμίσει με τα κουλούρια των Γραικών ο ταβλάς μας". "Τότε, τότε", γέλασε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ και ίσιωσε την πλούσια γενειάδα του. "Τότε, τότε", επανέλαβε, "θα κάνουμε γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια". Είμαι σε θέση να δηλώσω ότι αυτή η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε.

    Πηγή:
    Ίβο Άντριτς, Χρονικό του Τράβνικ, μτφρ. Χ. Γκουβης, Καστανιώτης 1999
    Noel Malcolm, Bosnia, A Short History, NYU Press, 1996

    Τζακ-ποτ με δυο μεγάλους….


    Την πρώτη Ιανουαρίου, του 1999 βρισκόμουν στη πόλη Σαντιάγκο ντι Κούμπα βραδάκι στις εννέα ,σε μια μικρή πλατεία, μαζί με 500 άλλα άτομα και περιμέναμε να ακούσουμε το λόγο του Φιδέλ Κάστρο, για τα 40 χρόνια της Επανάστασης και τα σαράντα εμπάργκο.
    Μπροστά μου βρίσκεται μία σειρά 30 καθισμάτων-επίσημων καλεσμένων του Κάστρο-κι ανάμεσά τους, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δίπλα του ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Νιώθω πως ζω ένα παραμύθι και λέω στον οπερατέρ μου, δείχνοντας τους «μη τους χάσεις από τα μάτια σου».

    Ο Κάστρο βγαίνει στο μπαλκόνι, στο πρώτο όροφο ενός όμορφου αποικιοκρατικού σπιτιού και μας μιλάει για μία ώρα, κάτω από τα διαρκή χειροκροτήματα όλων.

    Μόλις τελειώνει την ομιλία του, όλοι οι δημοσιογράφοι φωνάζουν δυνατά «Γκάμπο, Γκάμπο» στον Μάρκες, για να κάνει μια δήλωση. Εκείνος γυρνάει, μας κοιτάζει και χαμογελάει, οπότε-δεν ξέρω πώς μου ήρθε-φωνάζω δυνατά στα αγγλικά:
    «Γκάμπο, θα μείνουμε εκατό χρόνια μόνοι και θα περιμένουμε» κι ο Μάρκες, μ' ένα πλατύ χαμόγελο, έρχεται προς το μέρος μου, μαζί με τον Σαραμάγκου, να κάνουν μια δήλωση.
    Πάνω μου έπεσαν πάνω από σαράντα δημοσιογράφοι και οι 27 κάμερες από διάφορες τηλεοράσεις του κόσμου. Εγώ έσφιξα σφιχτά το χέρι του Μάρκες και του Σαραμάγκου. Ακόμα νιώθω ζεστός.

    Να πάρεις κι αύριο, ακούς;

    Ο Χρήστος ζούσε στο Παρίσι από τα δεκαοκτώ. Σχέδιο της μαμάς, για να γλιτώσει τις Πανελλαδικές και τον στρατό. Πέρασε ζόρια και βαρβάτη μοναξιά, δέκα χρόνια στην πρέσα, στο τέλος έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά. Στην πολυεθνική τον πήραν δοκιμαστικά. Είχε καλές ιδέες και τα μυαλά στο κεφάλι του, τα πήγαινε καλά.

    Τη μέρα που έγινε η επίθεση στο Μπατακλάν έμεινε σπίτι, να τελειώσει ένα πρότζεκτ. Αλλιώς θα ήτανε κι αυτός εκεί. Έκανε μήνες να γυρίσει η καρδιά στη θέση της. Έβλεπε τον στρατό στους δρόμους, κράνος αντί για πρόσωπο, το όπλο στα χέρια, όχι το πιστολάκι της αστυνομίας, στρατός σημαίνει στρατός.

    Ρωτούσε η μαμά «Τι κάνεις» και η απάντηση ήταν «Καλά. Πολύ καλά. Είμαστε ασφαλείς».

    Το Παρίσι ήταν η πόλη του. Αν τον ρωτούσες, τώρα στα σαράντα ένιωθε Γάλλος. Ερχόταν στην Ελλάδα, διακοπές στο νησί. Έκανε μπάνια, ξάπλωνε στον ήλιο, έπινε κρασί στο σεληνόφως. Κι έφευγε προτού να βαρεθεί.

    Στην εταιρεία κράτησαν τα στελέχη και έστειλαν τους υπόλοιπους στο σπίτι τους. Έδωσε μάχη για το τμήμα του και κάπως φρέναρε τις απολύσεις. Πάγωνε η ψυχή του στην τηλεδιάσκεψη, όλο και κάποιος έλειπε από τη σύνδεση, έπαψε να ρωτάει πώς και τι. Όλοι τους ήταν άνθρωποι που ήξερε. Και τώρα ήταν στην εντατική.

    Σκέφτηκε να επιστρέψει, αλλά δεν πρόλαβε. Η απαγόρευση τον βρήκε στο Παρίσι κι έμεινε εκεί.

    – Ποιος να μας το ’λεγε, γελούσε στην οθόνη του υπολογιστή. Ποιος να μας το ’λεγε πως θα ερχόταν η μέρα που θα παρακαλάμε να γυρίσουμε.

    – Να πάρεις κι αύριο, ακούς; Να σε βλέπω, να ξέρω ότι είσαι καλά, έλεγε και ξανάλεγε η μάνα.

    Κανονικά

    Βγήκα με τ’ αποφάγια στη σακούλα
    τρέξαν αμέσως τα γατιά,
    κανονικά
    Είχα τρομάξει χτες πολύ
    εκατό μέτρα από το σπίτι
    ξαφνικά:
    γαβγίσματα άγρια πολλά
    από το ντάτσουν δίπλα,
    ανοίγει την καρότσα ο οδηγός
    —«κι άντε πάλι να βρουν δουλειά…
    όλα πάλι κανονικά, στα ξαφνικά!»—
    σκυλιά πολλά ξεχύθηκαν στο δρόμο
    Στο καφενείο τα μαθαίνεις όλα:
    μάζευε αδέσποτα ο τύπος με το ντάτσουν
    τα έπλενε, τα τάιζε, τα ‘βγαζε στο κλαρί
    -πολλοί θέλαν να νυχτοπερπατούν
    αργά μετά την απαγόρευσης της κυκλοφορίας-
    νοίκιαζε τα σκυλιά σε άτομα υπεύθυνα
    που δεν αγόρασαν ζώα συνοδείας βιαστικά
    για να ‘χουν το δικαίωμα να βγαίνουν όποτε θέλουν,
    για να αφοδεύει το ζωντανό,
    κανονικά
    (και να τα παρατήσουνε μετά,
    όταν αλλάξουν οι καιροί
    και όλα γίνουν πια
    κανονικά)
    «...πού είναι η πολιτεία να στηρίξει τον επιχειρηματία;»
    ρώτησε ρητορικά ο αφηγητής του καφενείου
    Σκεφτόμουνα τα καημένα τα άνεργα σκυλιά
    ενόσω τάιζα τα άεργα γατιά του δρόμου,
    κανονικά

    Από τα Ποιήματα του καιρού

    Aντι–κακο-ποίηση

    Αφαιρώντας γράμματα, αποκαλύπτονται πέντε στιγμές της δημιουργίας

    α) ποίηση: όταν συγκροτείται
    β) οίηση: όταν επικρατεί ο ναρκισσισμός του δημιουργού
    γ) ίση: όταν βεβαιότητα και αμφιβολία της δημιουργίας εξισορροπούνται
    δ) συ: όταν το δημιούργημα περνά σε εσένα ή άλλους και
    ε) ή: όταν διάζευξη αντικαθιστά το ερώτημα του φρουρού «τις ει;» ή όλοι ξέρουν πως κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι.

    Αυτά ισχύουν για κάθε δημιουργία, στις καλές, τις κακές και τις ενδιάμεσες τέχνες ή παντού όπου εμφανίζεται ποίηση κατά τη γενική της έννοια. Ειδικότερα στην ποίηση ως τέχνη του γραπτού λόγου που παριστάνει τον προφορικό – γιατί, αν δεν ακούγεται, ούτε να γράφεται χρειάζεται – οι ραφές της ένδυσής της αναδεικνύουν το σώμα της γραφής γυμνό.

    Η ποίηση είναι αφαίρεση, που προσθέτει.
    Η ποίηση είναι αίρεση, που συνθέτει θρησκείες.
    Η ποίηση είναι ρήση, που εκθέτει τη σιωπή.

    Θα μπορούσε αυτό να είναι ποίημα, θα ρωτήσετε. Υπάρχει οτιδήποτε που δεν είναι, θα ήταν μια άλλη ερώτηση ως απάντηση. Το ποίημα διαρκώς περιέχει την εξήγησή του. Η εξήγηση ασυνεχώς δεν αποκλείει το ποίημα.

    Πολλά έχουν γραφεί για την ποίηση και περισσότερα όχι.

    Το χειρότερο λένε ότι είναι η πτώση. Όσοι όμως το λένε δεν έχουν υποστεί τη σύμπτωση, όταν όλα πέφτουν μαζί.

    *

    Θυμάμαι και ένα παλιό ποίημα.

    ΑΛΛΟΥ
    Δεν έχει εδώ.



    (Στη μνήμη του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που είχε ζητήσει ένα κείμενο για αφιέρωμα του περιοδικού Τα ποιητικά, αλλά ασθένειες δεν επέτρεψαν να φτάσει στο τυπογραφείο.)

    Στα ύδατα της σιωπής


    Φωτ. Μιχάλης Αναστασίου


    ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
    (1945-2021)
    ΕΝΑΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
                                                  

    Έζησα τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου κοντά εικοσιπέντε χρόνια — ήμουν παιδί, νεαρός φοιτητής σαν πρωτογνωριστήκαμε. Έζησα την ένσαρκη αξιοπρέπεια, την βαθειά του ευγένεια, την παροιμιώδη αγάπη του για τους νεότερους και πάνω απ’ όλα την καθολική γνώση του της λογοτεχνίας και της κριτικής. Εκείνο όμως που πραγματικά με συγκλόνισε, ήταν η τεράστια υπομονή του και το ανδρείο του φρόνημα έναντι των δυσκολιών και των βασάνων. Υπομονετικός και πράος, πάλεψε στήθος με στήθος με τον θάνατο. Την ίδια ευγένεια και υπομονή έδειξε και στο διάστημα της νόσου που τον κατέβαλε. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Μιλούσαμε σχεδόν καθημερινά. Η τελευταία μας συνομιλία πριν την έξοδό του, έγινε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Ήρεμος και με καταπονημένη φωνή, τότε ήταν που μου είπε, πρώτη φορά, πως δεν αντέχει τον πόνο. Τον έκλαψα. Και το καλύτερο κερί στην μνήμη του, πιστεύω πως είναι λίγες σκέψεις για το έργο του.

    Πενήντα ολόκληρα χρόνια συνεχούς άσκησης τής ποιητικής τέχνης, πρωτίστως. Και με πυρήνα της εκφραστικής του την ποίηση πενήντα χρόνια αδιάπτωτης παραγωγής κριτικής σκέψης,δοκιμιακού λόγου για την ποίηση και όχι μόνο, πεζογραφία -κοντεύουν τα δέκα τα πεζά του έργα, συμμετοχής σε περιοδικές απόπειρες και ίδρυσης και διεύθυνσης λογοτεχνικών περιοδικών. Μακριά από ευκαιριακούς εντυπωσιασμούς και πρόσκαιρους θορύβους, πεισματικά κλειστός «στης Τέχνης του την περιοχή». Με άλλα λόγια, ανοικτός στην περιπέτεια του χρόνου, της ιστορίας και της ύπαρξης και στο συλλογικό πεδίο –όσον αφορά στην πρόσληψη των ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών στα όρια της γλώσσας και του τόπου του αλλά και στο πεδίο της επώδυνης αναμέτρησης με την προσωπική ύπαρξη, το μυστήριο της ελευθερίας και τον διαρκή και ανυποχώρητο αγώνα για ενσωμάτωση όλων αυτών των διεργασιών στον πυρήνα της δημιουργίας του, που είναι η ποιητική έκφραση.
    Ένας κατεξοχήν χειρώνακτας της γραφής. Το ποιητικό έργο του Παπαγεωργίου, θα μπορούσε να πει κανείς, με την αναγκαστική διακινδύνευση των σχηματοποιήσεων, ότι ξεκινάει με αφορμή τις εκφραστικές επιτεύξεις της σεφερικής ποίησης στην πιο πυκνή εκδοχή τους: μιλώ για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα. Πίσω βέβαια αχνοφέγγει το σολωμικό βαθύ χάσμα του σεισμού και η έως θανάτου υπαρκτική οδύνη του Καρυωτάκη, και ως προς τον τόπο και την κοινωνία των Νεοελλήνων,

    Ζ΄
    Τόπος με δίχως μιαν ελπίδα.
    Διπλώνεται στο φως σαν το σκουλήκι
    Την πέτρα υψώνοντας που τον πλακώνει
    Για να φυλάξει λες της υγρασίας τα ίχνη.

    (Επί πυγήν καθίσαι, 1972)

    και ως προς την απόλυτη επίγνωση ότι ο λόγος δεν εξαρκεί και ότι η κατορθωμένη μορφή των ποιημάτων δεν μπορεί παρά λειτουργεί παραπεμπτικά προς την διαφεύγουσα όντως ζωή και προς το γεγονός του θανάτου.

    Θ΄
    Μηδέ που ο λόγος φτάνοντας την πληρωμή να δώσει
    Μόλις μια τρίχα απόσταση απ’ της σιωπής το σώμα. […]

    (Επί πυγήν καθίσαι, 1972)


    Το ποιητικό σύμπαν του Παπαγεωργίου εμφανίζεται άτμητο εξαρχής. Το ορίζει η μουσική αίσθηση της αγωγής του λόγου, που έχει να κάνει με απηχήματα της σύνολης ποιητικής παράδοσης της νεοελληνικής γλώσσας. Το σφραγίζει, επίσης, στην φερόμενη ψυχική ουσία που καθίσταται οργανική ποιητική μορφή η διαρκής αλληλοπεριχώρηση των νεκρών με τους ζωντανούς, αυτό που ο Σεφέρης ονομάζει «απέραντη αλληλεγγύη των νεκρών με τους ζωντανούς». Η τραγωδία που αναδεύεται στο ιστορικό και κοινωνικό φόντο προσλαμβάνεται κι αυτή υπαρκτικά.
    Ως πρόκληση, δηλαδή, για μια στάση του υπάρχειν, που μπορεί ν’ αντιτάξει το ανθρώπινο πρόσωπο με τη βούληση και τη στάση του. Οι νεκροί, λοιπόν, υποκαθίστανται στη θέση των ζωντανών και τούμπαλιν, σ’ ένα αδιαίρετο σύμπαν ζωής πέραν των βιολογικών οριοθετήσεων:

    ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΜΠΙ
    Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και πράγματι έτσι  θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος και ακίνητος. Γιατ’ είναι η μάνα
    μου σκυμμένη εμπρός μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτάει «ποιον ράβω εδώ;» - δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανική κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;» - χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώμα του κουμπιού -το μαύρο αυτό- της λέω «έναν νεκρό». «Έναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο έλεγε και με παρακαλούσε.

    (Το μαύρο κουμπί, 2006)

    Με τον καιρό, την άσκηση και την ωρίμανση, η γραφή του Παπαγεωργίου διέπεται από μία κεντρομόλο συνισταμένη επιστροφής. Μιλώ για την τομή που παρατηρείται στην ποίησή του προς τα εσώτατα υπόγεια των πηγών της, ειδικότερα από την συλλογή Ραμμένο στόμα (Κέδρος 1990). Η εσωτερίκευση των εκφραστικών του κατακτήσεων επιτελείται με μία φαινομενική αποσάθρωση του λόγου, στην κρυστάλλωση της ποιητικής έκφρασης, μετατρέποντας —επειδή δεν χάνεται ποτέ η μουσική αίσθηση που προανέφερα— τους στίχους σε μουσικά σύμβολα μιας προσωπικής ρυθμοποιΐας, που κάνει τις λέξεις του να εκβάλλουν ή να προβάλλουν προς και από την θάλασσα της σιωπής. Κατά τον τρόπο με τον οποίο στην ποιητική όραση του Παπαγεωργίου η απώλεια και ο θάνατος τον οδηγούν στην αρχέγονη υπαρκτική συνομιλία με τους νεκρούς, έτσι και οι μορφικές επιτεύξεις του παραπέμπουν στον απέραντο παφλασμό των υδάτων της σιωπής.
    Μιας σιωπής αμφίπλευρης και αμφίσημης: είτε προς τα φυλλώματα του νοήματος, το οποίο η σιωπή φανερώνει ως έσχατο μυστήριο πληρότητας του μέλλοντος αιώνος, είτε προς την υδάτινη περιοχή της απώλειας του νοήματος και της απότοκης απελπισίας, που de facto αποτελεί ένα πυρίκαυστο υλικό στα χέρια του δημιουργού. Όπως κι αν διαβαστεί η ποίηση του Παπαγεωργίου, αλλόκοτη και παράξενη, αποζημιώνει γενναία τον σημερινό καθημαγμένο άνθρωπο, γιατί καθαίρει:

    ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΕΡΟ

    Κείμενο λέει νερό σ’ ένα ποτήρι εγώ με προσοχή πολλή επειδή φοβάμαι κι όλας μεταφέρω αλλά χωρίς να ξέρω πού ακριβώς κι εξάλλου αυτό όλο χύνεται σε κάθε βήμα ή κίνηση που κάνω ελάχιστη έστω, με φόβο μάλστα επειδή μου πέρασε έξαφνα η σκέψη απ’ το μυαλό ότι μπορεί και να είναι οι σταγόνες που όλο πέφτουνε στο πάτωμα με το παραμικρό γράμματα ή λέξεις του κειμένου οπότε αν χύνεται έτσι το νερό.

    Κωστή, καλό ταξίδι. Η αγάπη που αφειδώλευτα μας χάριζες, ναι! Νικά τον θάνατο.

    Το σημάδι


    Το κορίτσι είναι πέντε χρονών και κρυφοκοιτάζει τη μαμά που βάφεται καθισμένη στην τουαλέτα της. Είναι ωραία η μαμά. Πηγαίνει δίπλα της και την αγκαλιάζει από πίσω. Θέλει να της πει να μείνει μαζί της, να μην βγουν πάλι έξω με τον μπαμπά. Αλλά δε μιλάει. Η μαμά, που όλα τα καταλαβαίνει, της λέει να μην στενοχωριέται, θα επιστρέψουν γρήγορα, θα περάσει καλά με τη γιαγιά. Το κορίτσι δαγκώνει το κάτω χείλος της και με σκυμμένο το κεφάλι πηγαίνει στο σαλόνι. Η γιαγιά λέει ότι θα φτιάξει τηγανητές πατάτες. Το κορίτσι δεν της απαντά και κάθεται στον καναπέ. Η μαμά και ο μπαμπάς έρχονται να τις αποχαιρετήσουν. Το κορίτσι τους αγκαλιάζει με υγρά μάτια.

    Η μαμά παίρνει όπως πάντα το χεράκι της και το φιλάει. Το σημάδι από τα κόκκινα χείλη διαγράφεται στην ανάστροφη της παλάμης της. Το κορίτσι το κοιτάζει. Η μαμά τής θυμίζει ότι με αυτό το φιλί θα είναι σαν να μην έχουν φύγει και ότι θα της κρατάει συντροφιά μέχρι να γυρίσουν. Ο μπαμπάς και η μαμά φεύγουν. Η γιαγιά σηκώνεται να καθαρίσει πατάτες. Το κορίτσι πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Ψάχνει τα καλλυντικά της μαμάς. Βρίσκει το κόκκινο κραγιόν. Το ανοίγει και το λιώνει με τα χέρια της.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα




    «1821
    »
    (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
    Γιάννης Πάνου
    (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Τζον Άσμπερι (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)


    Γιώργος Χειμωνάς: «Θέλω να μιλήσω μ' έναν λόγο αληθινά “ελληνικό“»




    Ταυτότητα: Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1939 στην Καβάλα της Ανατολικής Μακεδονίας. Η μητέρα μου, πρόσφυγας της Μικράς Ασίας, ο πατέρας μου από το Δομένικο της Θεσσαλίας. Έζησα από παιδί στη Θεσσαλονίκη, εκεί σπούδασα γιατρός. Ειδικεύτηκα στο Περίσι στην ψυχιατρική και την νευροψυχολογία. Έγραψα τον Πεισίστρατο (Peisistratos, 1960), την Εκδρομή (L' excursion, 1964), το Μυθιστόρημα (Le roman, 1966), τον Γιατρό Ινεότη (Le Docteur Lajeunesse, 1971), τον Γάμο (Les Noces, 1974), τον Αδελφό (Le frère, 1975) και τους Χτίστες (Les maçons, 1979).
    Η θέση του Έλληνα συγγραφέα;
    Ανυπόστατη, ανύπαρκτη.
    Γιατί γράφω;
    Δεν ξέρω.
    Πώς γράφω; Οι φιλόλογοι αναρρωτιούνται αν είμαι πεζογράφος ή ποιητής. Δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θέλω, πριν απ' όλα να  μ ι λ ή σ ω — και να μιλήσω μ' έναν λόγο αληθινά «ελληνικό», εννοώ την αθωότητα και την δραματικότητα της ελληνικής γλώσσας [ l' innocence et le caractère dramatique de la langue grèque ]. Θέμα μου είναι πάντα μια ιδέα-βίωμα [ idée vécue? ], ο απλός, πρωτογενής ανθρώπινος μύθος [ le mythe humain primaire ]. Κίνητρό μου, μια ιδιάζουσα ψυχολογική κατάσταση, που στο Μυθιστόρημα, την ονομάζω «φιλοσοφικό συναίσθημα» [ affects philosophiques]. Φυσικά, δεν κάνω φιλοσοφία, δεν αποδεικνύω τίποτε, δεν υποστηρίζω τίποτε. Στερεώνω, απλά, την ανθρώπινη φαντασίωση [ «Fixer» l' imaginaire <humain> chez l' homme ].  <Δεν έχω καμμία σχέση με πειραματισμούς πάνω στην γλώσσα, δεν θεωρώ τη λεγόμενη «πρωτοπορία» σοβαρό θέμα[;] >


    Χειρόγραφες απαντήσεις σε ερωτήματα του Δημήτρη Καλοκύρη, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση στην αναφορά του Δ.Τ. Άναλι στον Γ.Χ. (μεταξύ άλλων),  στο μεγάλης κυκλοφορίας λογοτεχνικό περιοδικό Les Nouvelles Littéraires. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2699, Αύγουστο του 1979 στο ειδικό αφιέρωμα στην Ελλάδα (Dossier «L' autre Grèce»). Το κείμενο είναι γραμμένο με μαύρο μελάνι στο επιστολόχαρτο του ΓΧ ενώ οι φράσεις (και οι μεταφράσεις) στα γαλλικά είναι του ίδιου και τις πρόσθεσε στο κυρίως κείμενο με αριθμημένους εκθέτες με μπλε μελάνι διαρκείας που παρέπεμπαν στην πίσω όψη του φύλλου. Σε <... > περικλείονται διαγραμμένες δυσανάγνωστες λέξεις.

    Πρώιμο αναγεννησιακό drone

    Eδώδιμα-Αποικιακά της ελληνικής ονοματολογικής παροικίας

    ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ: Αμύγδαλος, φωτογράφος (και Τσάγαλος, περίπτερο). Καρύδης, εκδότης (και Καρυδάκης, τυπογράφος). Καστανάς, ηθοποιός (και Καστανάκης, συγγραφέας). Σταφιδάς, ελαστικά. Φιστικάκη, κομμωτήριο. Φουντούκης, οικιακές συσκευές (και Φουντουκάκης, παλαιοπώλης· Φουντουκίδης, δημοσιογράφος· Φουντουκλής, ζωγράφος)
    ΟΠΩΡΕΣ:
    Αγραπίδης, πρώην δήμαρχος. Απίδης (μελοπαραγωγός). Αχλάδης, φαρμακείο. Μηλαπίδης (δημοσιογράφος). Βερύκοκος, προϊόντα τσιμέντου (και Βερυκοκάκη, μεταφράστρια). Βύσσινος, μουσικός. Γιαρμάς, τερματοφύλακας. Καρπούζης (τρκ.), δημοτικός σύμβουλος. Καβούνης (τρκ. πεπόνι), εικαστικός (και Καβουνίδης, δημοσιογράφος). Καΐσης (τρκ. βερίκοκο), δημοσιογράφος (και Καϊσίδης, προϊόντα ασφάλτου, αλλά και Τσαουλής, μηχανικός). Κερασίδης, ποιητής. Κιτρομηλίδης (κιτρόμηλο: νεράτζι), πολιτικός επιστήμονας. Κορομηλάς, συγγραφέας. Κούμαρης, ανθρωπολόγος. Κυδώνης, πτηνοτροφές. Λεμονής, ιατρικά είδη. Μήλας (τ. προπονητής) και Μηλάς (κοινωνιολόγος). Μηλόπουλος, ναυτιλιακά. Μουσμουλίδης, εικαστικός. Μπουρνέλης, ηθοποιός. Νεράτζης, άλτης. Πεπονάκης, γεωπόνος (και Πεπονής, νομοθέτης). Πορτοκάλης, σύμβουλος ψυχικής υγείας (και Πορτοκαλάκης, περιφράξεις, ενώ Πορτοκάλογλου, μουσικός). Ροδάς, ανελκυστήρες (Ρόδης, παθολόγος και Ροΐδης, συγγραφέας). Σεφταλής (τρκ. şeftali: ροδάκινο), πολιτικός μηχανικός. Σταφυλάκης, ασφαλιστής. Σταφυλάς, καύσιμα. Σταφυλίδου, φωτογράφος (Επίσης: Αγουρίδης, θεολόγος· Ρώγας, διανομέας· Τσαμπής, μαιευτήρας· Τσάμπουρας, φωτογράφος· Μοσχάτος, ναυτικός). Τζάνερος, εμπορικός αντιπρόσωπος. Φιρίκης, γυμναστής 
    ΟΣΠΡΙΑ:
    Αρακάς, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Φασόλης (τρκ.), ρυμουλκά (και Φασούλας, καλαθοσφαιριστής. Φασουλάς, βιολόγος). Φακής (τρκ.), δομικά προϊόντα. Ρεβύθης, μεσίτης (και Ροβύθη, κοσμήματα), Φάβας, λογιστής. Κουκής, κατασκευές πλέξιγκλας
    ΛΑΧΑΝΙΚΑ:
    Αγγιναράκης, κλαρίνο. Αμανίτου, ηθοποιός. Γογγύλης, σνακ-μπαρ. Ζέλης (σλαβ. selje: λάχανο), γραφικές τέχνες. Καπαρος, καφετέρια. Κοκκάρης, οικονομολόγος. Κολοκυθας, φωτογράφος. Κουνουπίδης, πυγμάχος. Κρεμμύδης, ποδοσφαιριστής [ και Κρεμμύδας, εκδότης («Μανδραγόρας»). Κρεμμυδάς, ιστορικός. Kρομμύδας, ηθοποιός ]. Λαχανάς, εκφωνητής. Λάχανος, ναυτικός. Λαχα(νίδη)ς, ζωγράφος και συγγραφέας. Μαρούλης, γιατρός. Μελιτζάνης, υφάσματα (και Μελιτζανάκης, ποδοσφαιριστής). Μπάμιας (τρκ.), ουρολόγος (και Μπαμιεδάκης, ενοικιάσεις αυτοκινήτων). Μπιζέλης, καθηγητής ζωικής παραγωγής. Μπροκολάκης, υδραυλικά. Παντζάρης, νευρολόγος. (Διαλεχτή) Πατάτα, βιοτέχνις. Πιπεριας, τεχνική εταιρεία. Ρεπάνης, τραγουδιστής (και Ρεπανάκης, αθλητικός παράγων). Ρέπας (αρβ. rep, - i: ρεπάνι, γογγύλι), πολιτικός (και Ρεπούση, ιστορικός). Ρόκας, αντιπρόσωπος ειδών γραφείου. Σκόρδος, μουσικός. Σπανάκης, ιστορικός. Τοματάς, ηλεκτρολόγος
    ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΑ:
    Αλευράς, σκηνοθέτης (και Αλευρομάγειρος, κοσμήματα). Αραποσίτης, αγωνιστής του ᾽21. Αχυράς, δάσκαλος (και Αχυράκης, γυναικεία αξεσουάρ). Κεχρής, τενόρος. Κριθαριώτη, νυφικά. Μαυραγάνης (μαυραγάνι: ποικιλία σιταριού) δημοσιογράφος. Σιταράς, φοροτεχνικός. Σουσάμης, υδραυλικός
    ΦΥΤΑ:
    Βαλεριάνος, συγγραφέας. Ζωχιός, πολιτικός μηχανικός. Χόρτα, δικηγόρος. Χορταρέας, μέντιουμ
    ΓΕΝΙΚΑ:
    Μανάβης, ακτινολόγος. Σαλατάς, πυγμάχος. Χατζησαλάτας, συσκευασία λαχανικών.

    Ελ-Γιαχουντί ουά Ελ-Μασρί

    Οι συμφωνίες φέρνουν την ειρήνη ανάμεσα στα κράτη, 43 χρόνια ειρήνης και φιλίας ενώνουν Αίγυπτο και Ισραήλ.
    (Camp David Accords, 1978)

    Το αίμα όμως νερό δε γίνεται, είναι πράγματα ανθρώπινα οι κρίσεις και τα πάθη, και τα παιδιά πρέπει να τα μαθαίνουνε από μικρά να ξεχωρίζουνε τον καλό απ’ τον κακό. (2021, μέσα Μαΐου)


    «Πάνω από πενήντα παιδιά πεθάνανε
    απ’ τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ στη Γάζα»·
    σηκώνω το βλέμμα από το κινητό
    και παρακολουθώ το μάθημα:
    Όμορφος νεαρός μπαμπάς
    —κάγκουρας κουστουμάτος—
    καπνίζει δίπλα στο νερό,
    διδάσκει κολύμπι, με άνεση και χάρη,
    στο φοβισμένο του βλαστάρι.
    Εξαντλημένος ο μικρός
    (έχει κάνει ήδη τέσσερις-πέντε φορές μπρος-πίσω την πισίνα)
    γραπώνεται απελπισμένα από
    το χείλος των τοιχωμάτων.
    Όρθιος από πάνω ο μπαμπάς
    τον φοβερίζει πως, έτσι και δε συνεχίσει,
    τα τρυφερά υγρά δάχτυλά του θα πατήσει
    με τη σκληρή στεγνή σόλα του σκαρπινιού:
    Η σόλα αρχίζει να κατεβαίνει αργά:
    Ελ-Γιαχουντί!
    λέει άγρια ο μπαμπάς,
    πριν ακουμπήσει όμως στα δάχτυλα,
    αρχίζει να ανεβαίνει γοργά:
    ουά Ελ-Μασρί…

    λέει μειλίχια ο μπαμπάς.
    Το μάθημα τελείωσε. (Για όλους)

    Αραβικά «Ελ-Γιαχουντί ουά ελ-Μασρί» σημαίνει «Ο Εβραίος και ο Αιγύπτιος». «Πολύ θα ήθελα να δω πώς γίνεται το μάθημα στο Ισραήλ» θα ήταν ένας εναλλακτικός τίτλος για το ποίημα αυτό.


    Από τα Ποιήματα του καιρού

    https://www.youtube.com/watch?v=4iq2VHpOQy0

    City Lights Publishing House



    Φόρος τιμής στον Lawrence Ferlinghetti (1919-2021)



    Το ότι ο Lawrence Ferlinghetti, διασχίζοντας τον αριθμό 261 της Columbus Avenue του San Francisco και πέφτοντας πάνω στον Peter Martin εκείνη τη μέρα του 1953, μπορούσε να φανταστεί τον αντίκτυπο που θα είχε για την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας αυτή του η κίνηση, είναι μάλλον απίθανο. Οραματιστής και φύσει ανήσυχος, ο Ferlinghetti γοητευόταν πάντα από την ιδέα της δημιουργίας ενός εναλλακτικού βιβλιοπωλείου. Ο Martin, ήδη εκδότης ποιημάτων του Ferlinghetti στο περιοδικό City Lights, του προσέφερε την ευκαιρία που ζητούσε, κάνοντας τον συνιδιοκτήτη του City Lights Bookstore. Ο όρος «εναλλακτικός» είχε και για τους δύο πολύ σαφή προσανατολισμό· ήταν συνυφασμένος με ένα αντισυμβατικό, ιδεολογικά ανεξάρτητο -αρχικά βιβλιοπωλείο- και κατόπιν εκδοτικό οίκο που θα πουλούσε συνειδητά μόνο paperbacks, ώστε να καταστεί η ανάγνωση προσιτή στην εργατική τάξη και τους αναγνώστες χαμηλού εισοδήματος, που δεν μπορούσαν να αντέξουν την τιμή των hardcovers.
    Δύο χρόνια μετά, το ’55, ο Martin φεύγει για τη Νέα Υόρκη, και ο Ferlinghetti πραγματώνει μόνος το εκδοτικό σχέδιο των Pocket Poets Series: μια σειρά ποιητικών συλλογών σε μικρή paperback μορφή με το λογότυπο των εκδόσεων City Lights, η οποία φιλοξενούσε κυρίως beat ποίηση και νέους συγγραφείς από χώρες της Λατινικής Αμερικής και του Τρίτου Κόσμου. Ενδεικτικά, αναφέρουμε εδώ τους τίτλους Dreams (1960) του Jack Kerouac, Kaddish (1961) και Reality Sandwiches (1963) του Allen Ginsberg, From Nicaragua With Love (1986) του Ernesto Cardenal και Save Twilight: Selected Poems (1997) του Julio Cortázar. Διακρίνοντας ότι η εστίαση της σειράς μέσα στις δεκαετίες παρέμεινε διεθνής, αναγνωρίζουμε ότι τόσο για τον Ferlinghetti ειδικά, όσο και για την εκδοτική πολιτική του City Lights Publishing House γενικά, ο ορισμός ενός εναλλακτικού εκδοτικού οίκου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την έκφραση μιας πολυφωνίας διαφορετικών εθνικών φωνών και περιβάλλοντων. Έκτοτε, η πλειοψηφία των εκδιδόμενων τίτλων θα προέρχεται κυρίως από τη διεθνή και τη beat λογοτεχνική παραγωγή, ενσαρκώνοντας την πεποίθηση ότι ο εκάστοτε συγχρονικός λογοτεχνικός κανόνας δε θα πρέπει να απαρτίζεται μόνο από έργα μαζικής παραγωγής μα και από αρθρώσεις πρωτοποριακών, πειραματικών και -εθνικά ή κοινωνικά- περιθωριακών συγγραφέων.
    Η αναφορά στον εκδοτικό οίκο City Lights είναι ένα επανερχόμενο θέμα στη μελέτη της beat λογοτεχνίας, και όχι τυχαία. Ο Ferlinghetti δικάστηκε με την κατηγορία της προσβολής της δημόσιας αιδούς όταν το ’56 εξέδωσε το βιβλίο-ορόσημο Howl and other poems του Ginsberg. Υποστήριξε σθεναρά την επιλογή του, υπερασπίζοντας το έργο του Ginsberg ως μια από τις πιο δραστικές απεικονίσεις της ηθικής παρακμής της σύγχρονης κοινωνίας και ως μια γενναία στάση απέναντι στη λογοκρισία. Αν και η κατάταξη του ίδιου στους beat ποιητές είναι ακόμη προς συζήτηση, αδιαμφισβήτητη είναι η συνεπής οικονομική ενίσχυση που ο Ferlingetti ανενδοίαστα πρόσφερε σε καιρούς ανάγκης σε beat λογοτέχνες όπως ο Gregory Corso και ο Ginsberg.
    Προσεκτικός στο να παραμένει κομματικά ανένταχτος μα πολιτικά ενεργός, ο Ferlinghetti στόχευσε στην πολιτική ευαισθησία και το κοινωνικό ξύπνημα των πολιτών, δημιουργώντας τα περιοδικά Beatitude, στο οποίο ήταν εγγεγραμμένη η beat κουλτούρα της κοινωνικής απογοήτευσης, City Lights Journal, με έργα Γάλλων, Τσεχοσλοβάκων και Bengali συγγραφέων, και Journal for the Protection of All Beings, με περιβαλλοντολογικές συνιστώσες. Στην ίδια γραμμή με τα παραπάνω, τελευταίο επίτευγμα του οίκου ήταν η ίδρυση του City Lights Foundation, ενός οργανισμού που προάγει την έννοια της βαθιάς ανάγνωσης (deep reading), της ικανότητας δηλαδή όχι μόνο της ανάγνωσης και της γραφής, αλλά και της μόρφωσης και της καλλιέργειας μέσω της εξοικείωσης με έργα ποιοτικής λογοτεχνίας.
    Εξαιρετικά μορφωμένος (BA, University of North Carolina, ΜΑ, University of Columbia, Doctorate, University of Sorbonne), επινοητικός (ήταν από τους πρωτοστάτες των poetry-and-jazz αναγνώσεων στο The Cellar) και αποτελεσματικός (η λειτουργία του City Lights Publishing House συνεχίζεται απρόσκοπτα από το 1953 μέχρι σήμερα), δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο Ferlinghetti με την εκδοτική του δράση εσωτερίκευσε «την αγιότητα του beat οράματος, παραμένοντας ταυτόχρονα αρκετά λογικός ώστε να χτίσει ένα επιτυχημένο βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο».


    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

    Δ. Αγραφιώτης (Χάρτης# 13)
    Δ. Αγραφιώτης (Χάρτης# 28)
    Γ. Χουλιάρας (Χάρτης# 27)

    Οι παγίδες μιας ανάδελφης γλώσσας



    Το μακρινό 1959 η Ξένια Καλογεροπούλου πρωταγωνίστησε σε μια κωμωδία, γνωστή μέχρι τις μέρες μας χάρη στις τηλεοπτικές προβολές. Ο τίτλος της, ωστόσο, δεινοπάθησε επί διεθνούς εδάφους. «Η Λίζα το ’σκασε», σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καψάσκη, σενάριο Γιάννη Μαρή και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, υπήρξε αιτία να... απορρυθμιστούν οι μεταφραστές του τίτλου στα γραφεία διανομής της ταινίας, σε Αγγλία και Αμερική (για χάρη του απόδημου ελληνισμού). Αγνοώντας, προφανώς, την ελληνική γλώσσα, διέπραξαν το μοιραίο λάθος. Το πρώτο συστατικό του τίτλου δεν τους δυσκόλεψε στη μετάφραση. Η Λίζα, άλλωστε, είναι γνωστό υποκοριστικό και στη δική τους γλώσσα. Η πανωλεθρία καιροφυλακτούσε στο υπόλοιπο του τίτλου. Η απόστροφος που αποκόβει την αρχή του ρήματος (το 'σκασε) ήταν κάτι τελείως άγνωστο σε αυτούς. Λόγω αδιεξόδου λοιπόν, οδηγήθηκαν σε λύσεις ανάγκης: στη μεν Αγγλία η ταινία προβλήθηκε ως «Liza, the Greek Tosca», στη δε Αμερική ως «Tosca of Athens». Έτσι, η ταινία αποτέλεσε μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια μεταφραστικά χρονικά, όπου μια υποψήφια (παρά τη θέλησή της) νύφη απέκτησε ικανότητες σοπράνο και μετατράπηκε στη γνωστή ηρωίδα του Πουτσίνι. Προς επίρρωση των ανωτέρω, τα πειστήρια της μεταφραστικής παγίδας είναι καταχωρημένα στον κινηματογραφικό ιστότοπο Internet Movie Data Base:

    https://www.imdb.com/title/tt0206898/releaseinfo?ref_=tt_dt_dt#akas

    Ειοιμάζονται τα αφιερώματα




    «1821
    »
    (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
    Γιάννης Πάνου
    (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Τζον Άσμπερι (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)


    Γιάννης Μιχαηλίδης (1940-2021)



    http://www.yannismihailidis.gr/index.html

    Βλ. Μια συζήτηση του Γιάννη Μιχαηλίδη με τον Νίκο Χουλιαρά στον Χάρτη 2 (1982), σσ. 218 κ.ε. : https://issuu.com/hartismag/docs/h2-small

    Ο δρόμος


    Τα πόδια μου τα νιώθω βαριά μέσα στα παπούτσια και με κάθε βήμα ένα στιλέτο σκίζει τη γάμπα μου. Αν με ρωτούσε κάποιος πού πήγαινα δεν θα απαντούσα για χίλιους λόγους. Και γιατί βιάζομαι; Για άλλους χίλιους θα κρατούσα τις πύλες τις μιλιάς μου ερμητικά κλειστές.
    Ιδρώτας στάζει στο μέτωπό μου και όποιο σημείο ζωής προσπερνώ νιώθω πως είναι βουβό. Τα αυτιά μου βγάζουν τους δικούς τους ήχους για να απασχολήσουν το μυαλό μου.
    Μέχρι που μου είναι αδύνατο να προχωρήσω άλλο και τα πόδια μου γκρεμίζονται, εγκαταλείποντάς με στο κοντινότερο παγκάκι. Κάτω από ένα δέντρο. Απέναντι από τη θάλασσα. Ο αέρας σηκώνει τα μαλλιά μου και κολλάει πάνω μου τα ρούχα. Το βουητό υποχωρεί και «Άκου», μου ψιθυρίζει. Τα πουλιά στην ατελείωτη χορωδία τους με προσκαλούν να τους δώσω σημασία για μια στιγμή. Τα κύματα που σκεπάζουν την άμμο με παρακαλούν να με ηρεμήσουν.

    Πού πηγαίνω;

    Θαλασσογραφία

    Διαδρομές της μελάνης

    «Μεγάλη ικανοποίηση θα προκαλούσε» στη βασίλισσα Ελισάβετ να καλέσει τον Μπιλ και τη Χίλαρι Κλίντον για τσάι στην πρώτη επίσκεψη στο Λονδίνο, για μία μόνον ημέρα στις 29 Μαϊου 1997, του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, που επέστρεφε στην Ουάσιγκτον από συναντήσεις κορυφής στο Παρίσι και τη Χάγη. Η αμερικανική πλευρά όμως δεν επιδίωκε παρόμοια πρόσκληση, σύμφωνα με βρετανικά εμπιστευτικά έγγραφα που πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν.
    Κοινή επιδίωξη ήταν ο Αμερικανός πρόεδρος και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τόνι Μπλερ να φανούν «νέοι, δυναμικοί και σοβαροί ηγέτες». Έτσι εγκαταλείφθηκε και η σκέψη ενός επίσημου δείπνου. Ο Κλίντον προτιμούσε «να είναι τουρίστας» και να φάνε σε ινδικό εστιατόριο. Απορρίφθηκαν επίσης η ιδέα να παίξουν μουσική μαζί (σαξόφωνο ο Κλίντον, κιθάρα ο Μπλερ), να επισκεφτούν ένα παμπ (όπως αρέσει στους Αμερικανούς, σημείωνε το Φόρεϊν Όφις) ή να κάνουν μια βόλτα στην πλατεία Τραφάλγκαρ, πριν βρεθούν σε καφέ όπου παιδιά θα έδειχναν στους δύο ηγέτες πώς να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Κατέληξαν σε γαλλικό εστιατόριο, με τον λογαριασμό για τα δύο ζευγάρια να ανέρχεται σε 298,86 βρετανικές λίρες. Έφαγαν ψητή γλώσσα, καλκάνι, άγριο σολομό και κουνέλι.
    Το πρόγραμμα πάντως περιελάμβανε μία στάση στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου στην επίσημη κατοικία και γραφείο του βρετανού πρωθυπουργού στην οδό Ντάουνινγκ 10, που φέρει το όνομα διάσημου κατασκόπου του Όλιβερ Κρόμγουελ και μετέπειτα επενδυτή σε ακίνητα. Αυτό ανάγκασε τον υπηρεσιακό γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου να υπενθυμίσει τι είχε συμβεί το 1969, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον βρέθηκε στο εν λόγω cabinet room. Το περιστατικό περιέγραψε αργότερα ο τότε καγκελάριος ή υπουργός οικονομικών Ρόι Τζένκινς.
    Καθώς ο Νίξον άπλωνε το χέρι του να βάλει κρέμα στον καφέ, «μυστηριωδώς κατάφερε να παρασύρει ένα κρυστάλλινο μελανοδοχείο και να το αδειάσει στα χέρια του, στα χαρτιά του και στο τραπέζι». Με τον «τρόμο» να κυριαρχεί στη βρετανική πλευρά, ο τότε γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου έχυσε κρέμα στο παντελόνι του, χωρίς να είναι «σαφές αν αυτό συνέβη από κατάπληξη ή γιατί θεώρησε ότι ο πρόεδρος θα ένιωθε μικρότερη αμηχανία αν η απροσεξία στα όρια κωμωδίας τύπου σλάπστικ αποτελούσε συνήθεια στην οδό Ντάουνινγκ».
    Ο Νίξον οδηγήθηκε για καθαρισμό με βούρτσες και ελαφρόπετρες, αλλά επέστρεψε με χέρια ακόμη στιγματισμένα και διαλυμένη την αυτοσυγκέντρωσή του. Επρόκειτο για μια «πραγματική σκηνή Λαίδης Μάκβεθ», θυμάται ο Τζένκινς. Σε χειρόγραφη σημείωση, ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου επί Μπλερ πρόσθεσε: «Ελπίζω δεν θα μου ζητηθεί να μιμηθώ τη θυσία του προκατόχου μου».

    Λυπάμαι που μου ήταν άγνωστο το περιστατικό όταν κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Νεφέλη, ο αναδρομικός
    [2005-1970] τόμος ποιημάτων Δρόμοι της μελάνης.


    Σχετικά κείμενα
    Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

    Στριμόκωλα...




    ... τα πράματα, τι άλλο να πω…
    μέχρι κι οι θεσιθήρες, οι πλέον ευφυείς,
    διστάζουνε να πάρουν θέση.

    [ Από τα Ποιήματα του καιρού ]

    Nίκος Φωκάς (1927-2021)

    Επίγραμμα

    Ένα λουλούδι μωβ,
    χρώμα της καταιγίδας,
    πάνω στο πλάγιο φως.

    Μια ποιότητα ζωής
    Που δεν μπορεί να υπάρξει
    πολύ σ' αυτόν τον κόσμο.

    { 1975 }


    Απάντηση του Κουίζ 29




    Στο κουίζ της Θάλειας Ιερωνυμάκη του τεύχους 31, δημοσιεύσαμε ένα σκίτσο, ζητώντας ποιός είναι ο Έλληνας ποιητής που σχεδίασε ο Modigliani.

    Η απάντηση είναι: ο Απόστολος Μελαχρινός.

    Στο σχέδιο που ακολουθεί, τον απεικονίζει ο Νίκος Εγγονόπουλος (1938):

    Ο Απόστολος Μελαχρινός

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα





    Γιάννης Πάνου
    (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)Οκτώβριος 2021
    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)Νοέμβριος 2021
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)Δεκέμβριος 2021
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)Ιανουάριος 2022
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
    Άγγελος Σικελιανός
    (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Μάρτιος 2022
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού-Έλενα Χουζούρη)
    Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Έλλη Σκοπετέα
     (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)

    3Χ7 Σωκρατικοί Διάλογοι

    Ο συγγραφεύς


    ————
    Μετάφραση: Aχιλλέας Κυριακίδης
    ————



    1.

    Δάσκαλος: Η σοφία, παιδί μου, δεν έρχεται με την εμπειρία.
    Μαθητής
    : Το λέτε από εμπειρία;
    Δάσκαλος
    : Φοβάμαι πως ναι.

    2.

    Μαθητής: Αν ο τρελός νομίζει ότι είναι σοφός και ο σοφός ξέρει ότι είναι τρελός, ποια είναι η διαφορά τους;
    Δάσκαλος: Αυτή τη στιγμή, ενάμισι μέτρο.

    3.

    Μαθητής: Για τον τυφλό, το πουλί κελαηδάει. Για τον κουφό, το πουλί πετάει. Ποιο είναι το σωστό, κύριε;
    Δάσκαλος
    : Ρώτα τον μουγκό.

    4.

    Μαθητής: Υπάρχουν ερωτήσεις που απαγορεύονται;
    Δάσκαλος: Δεν το ξέρω, παιδί μου, γιατί όλες μου οι απαντήσεις επιτρέπονται.

    5.
    Μαθητής: Ποιο είναι το μυστικό του ζεν, κύριε;
    Δάσκαλος: Πότε είσαι το μυγάκι, πότε το παρμπρίζ.

    6.

    Μαθητής: Πώς μπορείς να παίξεις ένα παιχνίδι που δεν ξέρεις τους κανόνες του;
    Δάσκαλος: Πες μου έναν αριθμό από το ένα ώς το τρία.
    Μαθητής: Τρία.
    Δάσκαλος: Τέσσερα. Κέρδισα.

    7.
    Μαθητής: Κύριε, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι και ο άνθρωπος μηχανή είναι, αλλά άπειρης πολυπλοκότητας;
    Δάσκαλος
    : Ψάξε πάνω σου αν έχεις κανένα κουμπί off.


    Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014)].

    Εμπειρίκειος τοιχοπλασία

    Jean-Antoine Injalbert, 1868 (hôtel particulier Chappaz – Béziers, Γαλλία)


    στην προτροπή που έγινε αφορμή

    Με το κεφάλι γερμένο μαλακά στο ένα χέρι —σαν να παίζει μ' ένα όνειρο κρυφτό, να σβήνει ένα παράπονο βουβό ή ν' αφουγκράζεται των σφαλιστών περσίδων τη μωρία—, βολεύει τον κάθετο ύπνο της με τα νώτα στραμμένα στων περαστικών την περιπαθή απορία μπρος στο γύψινο σεντόνι, που δεν εννοεί ν' αποκαλύψει περισσότερο την άκαμπτη οπτασία, καθώς λογίζουν και δική τους αυτή την υπερτελή τοιχοκτησία.

    […] Μας αγνοούν τα επιφανειακά παράθυρα […] – και φειδωλεύονται όσο παν οι καμινάδες τον καπνό. […] Όλα συμφώνησαν να μας στερήσουν κάποια ενθύμηση αγαπημένη, κανένας δε μπορεί να δώσει αυτό που δεν κατέχει πια.*

    Όποιος έχει μνήμες μπορεί να σταθεί και να προσμένει να αναδυθούν εκείνα τα «σχήματα και [οι] γραμμές που ξεκινούν από τις ρίζες, γύρω [απ’ τις οποίες] πλέχτηκε η ψυχή [του]».* Όποιος στερείται θύμησες θα κοιτάξει φευγαλέα και θ’ απογυμνώσει θαρσαλέα ό,τι δεν θα του δώσει η κοιμωμένη, καθώς δεν έχει μάθει να προσμένει.

    Από το τίποτα θα ‘ρθει και στο τίποτα θα χαθεί, λησμονώντας στου δρόμου τη στροφή μια ομορφιά ανθισμένη σαν εμπειρίκειο τοιχοπλασία, όχι για να κοπεί από μια βίαιη χειροθεσία, αλλά για να γίνει –μαζί με του ύπνου της τη σιωπή– αφορμή να αναλογιστεί τη δική του ατολμία μπρος σε μιαν αυτοθελή σπονδυλολυσία, εν ονόματι ενός «ζωτικού ψεύδους» που σωρεύει την αβίωτη ζωή σαν ανίατη αϋπνία.

    Μόνον η πλημμελής προσδοκία ξαπλώνει όρθια όταν ξημερώνει.

    *Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, κεφ. IV

    [Φόρεϊν] όφις

    Πόθος εν ψυχρώ

    Πόθος κατακαλόκαιρα

    — Κι εκείνα τα τσίσα στο χιόνι,
    που μου ‘χες τάξει, πότε θα τα δω;
    —  Tώρα που σκάει ο τζίτζικας
    πού να βρεθεί το χιόνι;
    — Το χιόνι θα στο βρω εγώ.
    — Καλά…
    — Θα σου αγοράσω τεχνητό,
    όπως κάνουν στα Εμιράτα,
    για τα παγοδρόμιά τους.


    https://www.youtube.com/watch?v=sa-NNZsZZvU

    Εν ψυχρώ, έναν Αύγουστο θερμό

    Ι. Θετική σκέψη

    Με ζήλο δημοσιογραφικό στράφηκε και στον μικρό, τελικά:
    — Και το σπίτι σας;
    — Κάηκε ολοσχερώς.
    — Αχ, τι ωραία… στις μέρες μας να ακούς παιδιά με τόσο καλά ελληνικά! είπε με εμφανές τουπέ και κρυφή ζήλια (ο δημοσιογράφος).




    II. Πολλοί, πολύ, πολλή, πολλά

    (ευαισθησία ή/και ραστώνη)

    Είχα αγοράσει μια χούφτα λευκό τσιμέντο.

    Ζέστη πολλή, πολλοί οι σκούρκοι, πολύ επικίνδυνοι
                  — πολύ καλοκαιρινοί.
    Σ’ απόσταση αναπνοής η πολύβουη φωλιά,
    σε μια σχισμή στις πέτρες του τοίχου της αυλής.
    Θα τους τη σφράγιζα, με αυτούς μαζί
    μέσα, τη νύχτα ενώ κοιμούνται
            —αδιανόητοι ως κατοικίδια.
    Μάλασσα με ήρεμη μανία το τσιμέντο
    και έβλεπα με πάθος ειδήσεις στο κινητό:
    Η πυρκαγιά προχωρούσε ακάθεκτη, επιμελώς,
    και θα μετρούσε κιόλας πάρα πολλά
    νεκρά ζωντανά στο δάσος, προφανώς.
    Σιγά σιγά έπαψα να μαλάσσω·
    σκληρό σαν πέτρα το τσιμέντο την επομένη.
    Πολύ τυχερά αυτά τα υμενόπτερα.

    https://www.bing.com/videos/search?q=wasp%2c+youtube&view=detail&mid=35F1CF58760E79C9372F35F1CF58760E79C9372F&FORM=VIRE


    ΙΙΙ. Νοσταλγική ματιά στο εγγύς μέλλον

    Πήγα για βόλτα στην εξοχή·
    γύρισα με τα ρούχα μες στη στάχτη.
                    Παράξενο,
    έχω κόψει το κάπνισμα καιρό.
    Πήγα για χάζι στο κέντρο της πόλης·
    γύρισα με τα ρούχα μες στη στάχτη.
                    Παράξενο,
    δεν καπνίζει πια έξω σχεδόν κανείς:
    τώρα που ισχυροί κι επιφανείς,
    μοστράρουν πάντα άκαπνοι,
    μοστράρουν ευτυχείς.
    Κι αυτό θα περάσει, δεν ανησυχώ.
    Με τα πρωτοβρόχια, κλεισμένος
    και πάλι στο σπίτι, θα βλέπω
    την εξοχή και το κέντρο της πόλης
    στις οθόνες μονάχα. Clean φάση, safe.
    Για στάχτες θα μιλάμε τώρα;

    https://www.bing.com/videos/search?q=ashes%2c+youtube&view=detail&mid=50986460E4F3301C31CF50986460E4F3301C31CF&FORM=VIRE

    IV. Εικόνα & φωνή

    Στραβός σταυρός, γερτός και μόνος
    στη μέση μιας οθόνης δίχως ήχο.
                    Τον κοιτώ:
    κατάμαυρο, τσίγκινο, σκουριασμένο, σφηνωμένο
    σε ξύλινο παλούκι, καψαλισμένο και στο χώμα μπηγμένο.
    Φτωχικός ο τάφος αυτός, ο μόνος δίχως ταφόπλακα
    και σταυρό από μάρμαρα κάποτε λευκά,
    μαυρισμένα πια κι αυτά απ’ την πυρκαγιά.
    Κάηκε εν μέρει μόνο το παλούκι του
    κι έτσι στέκει στραβός ο σταυρός.
    — Κοίτα να δεις πώς είναι! λέω δυνατά.
    — Θα σιάξει κι ο σταυρός αυτός, πού θα πάει,
    θα ξαναγενεί λαμπάδα ο τόπος,
    θα καεί και το λίγο ξύλο που ‘μεινε,
    θα αναπαυτεί στο μαύρο χώμα
    ο μαύρος σταυρός του αφορεσμένου,
    αντηχεί μια φωνή στο καφενείο του χωριού.

    [ Από τα Ποιήματα του καιρού ]


    Σημειώσεις κακοκαιρίας

    Ο τελευταίος αυτοκράτορας του καιρού ήταν αυτός ο Αύγουστος, αν και πολλοί συνέχισαν να εύχονται πλεονασματικά καλό καλοκαίρι. Καπνοί θάμπωσαν δορυφόρους, που φωτογραφικά εξοπλισμένοι περιστρέφονται γύρω από πύρινους ηγεμόνες. Πρώτη φορά στην καταμετρημένη ιστορία, περισσότερα από τρεις χιλιάδες μίλια διένυσε ο καπνός για να φτάσει από την αμερικανική ήπειρο στον Βόρειο Πόλο. Παρασκευή και 13 Αυγούστου: Αναστολή πτήσεων και αναγκαστική αργία σε έντεκα περιοχές της Γιακουτίας στη βόρεια Σιβηρία, λόγω χαμηλής ορατότητας από τους καπνούς. Αυτό δεν είναι Αποκάλυψη. Είναι Απόκρυψη, παρατήρησε φίλος μου.

    Η εγωλογία αντικατέστησε τη γεωλογία, η εγωγραφία τη γεωγραφία

    Στη Σικελία κατέγραψαν την υψηλότερη ευρωπαϊκή θερμοκρασία, ενώ η Αθήνα αναδείχθηκε στην πιο θερμή μητρόπολη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Μαύρη πρωτιά μεταξύ χωρών της Μεσογείου, με τον μεγαλύτερο αριθμό καμένων εκτάσεων ανά πυρκαγιά στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Δύσκολα σβήνουν οι φωτιές στους μηρούς όσων παντελόνια ότι φορούν νομίζουν, εκεί όπου ανέμιζαν χλαμύδες και φουστανέλες. Δεκάδες νεκροί από πυρκαγιές στην Καβυλία της Αλγερίας. Φλεγόμενες αναρτήσεις από τις διακοπές τους διακονούν σελεμπριτάδες. Καίγονται οι ανεπώνυμοι. Η εγωλογία αντικατέστησε τη γεωλογία, η εγωγραφία τη γεωγραφία.
    Ανεμογεννήτριες προκαλούν θύελλες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πυροπαθείς, πυρομανείς, πυρομανιοκαταθλιπτικοί περιφέρονται σε εκτυφλωτικά κανάλια. Συνεχώς αναζωπυρώσεις. Κάθε προτεραιότητα κατάσβεσης ενισχύει κάποια άλλη φωτιά. Παρηγορία οι εθελοντές. Νέο ειδύλλιο μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας. Η Μαρίνα Κάλλας υποδύεται τη Μαρία Αμπράμοβιτς. Αλλού η φωτιά. Αλλού το νερό.
    Δύο μέτρα σε ύψος έχασε ή έως το 2019 υψηλότερη βουνοκορφή της Σουηδίας, όταν μέρος του παγόβουνου που την σκέπαζε έλιωσε λόγω κλιματικής αλλαγής. Στη Γροιλανδία, για πρώτη φορά βροχόπτωση στον φλοιό του πάγου, σε υψόμετρο όπου σπανίως η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω από το μηδέν. Έπεσαν επτά δισεκατομμύρια τόνοι νερού, που κάπου 250.000 φορές θα γέμιζαν μια πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων. Ο πάγος που έλιωσε στα τέλη Ιουλίου θα κάλυπτε με νερό, σε ύψος 5 εκατοστών, ολόκληρη την πολιτεία της Φλόριντα. Η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη της Βολιβίας στέρεψε και έγινε έρημος. Εκατομμύρια άνθρωποι που κινδύνευαν από πλημμύρες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στην Ιαπωνία. Στην Τουρκία περισσότεροι σκοτώθηκαν από πλημμύρες που ακολούθησαν θανατηφόρες πυρκαγιές.

    Προσφυγές & πρόσφυγες

    Σε αλιευτικά, βάρκες, σκάφη του λιμενικού και φέρι προσέφυγαν από παραλίες της Μεσογείου επισκέπτες και ντόπιοι που κινδύνευαν από τις φωτιές. Προσφυγές και πρόσφυγες ανταλλάσσουν τόνους. Πάνω από δύο χιλιάδες νεκροί από σεισμό στην Αϊτή, που πρώτη αναγνώρισε την Επανάσταση του 1821, μετά την δική της απελευθέρωση. Σεισμοί με θύματα στην Ινδονησία και στην Κίνα. Στη Μεγάλη Βρετανία αυξήθηκαν οι κλοπές σκύλων ράτσας, οι τιμές των οποίων τετραπλασιάστηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Με λιχουδιές προσελκύουν κουτάβια οι απαγωγείς σε πάρκα και από κήπους εύπορων κατοικιών. Παγωτό ταΐζουν γορίλες και χιμπατζήδες στον ζωολογικό κήπο της Βαρκελώνης για να τους δροσίσουν.
    Έναν χρόνο μετά την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, για την οποία εκκρεμεί απαγγελία κατηγοριών, εξερράγη στον Λίβανο παράνομο φορτίο καυσίμων, που εντόπισαν οι αρχές και είχαν αρχίσει να διανέμουν σε κατοίκους. Η ανάφλεξη με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες προκλήθηκε από αναπτήρα, ανέφεραν αυτόπτες. Ο συνήγορος και η οικογένειά του αρνούνται κατηγορίες εναντίον δεκατετράχρονου, που, σύμφωνα με δηλώσεις τοπικού δημάρχου, ήταν υπεύθυνος για εννέα εμπρησμούς στη Φθιώτιδα, επειδή του αρέσει να βλέπει φωτιές. Στην οδό Θεσσαλονίκης, στο κέντρο του Ωραιοκάστρου, έξω από μπαρ έκανε βραδινό περίπατο μια αλεπού στις 14 Αυγούστου.
    Στα περίχωρα της Κατερίνης, εβδομηνταπεντάχρονη στραγγάλισε την δύο χρόνια νεότερη αδελφή της με λουρί τσάντας. Στην πόλη Σακατέκας στο Μεξικό, από γέφυρα βρέθηκαν να κρέμονται έξι πτώματα. Έντεκα είχαν βρεθεί κρεμασμένοι από γέφυρες τον προηγούμενο μήνα στην ομώνυμη πολιτεία, όπου 536 άτομα δολοφονήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους. Την περίοδο της πανδημίας στην Ιαπωνία, νέοι γονείς άρχισαν να στέλνουν σε συγγενείς σακούλες με ρύζι, που έχουν το βάρος του νεογέννητου και μια φωτογραφία του πάνω και μπορούν να τις αγκαλιάσουν. Το νέο έθιμο υιοθετήθηκε από νεόνυμφους, που στέλνουν σακούλες ρύζι, με το βάρος που είχαν μωρά, σε προσκεκλημένους που δεν μπορούν να παραστούν στον γάμο.

    Εσείς έχετε ρολόγια, εμείς έχουμε χρόνο

    Παντού τον Αύγουστο φωτιές, που υπερδαυλίζουν ανεμίζοντας οι λευκές σημαίες εκείνων που επιστρέφουν στην εξουσία. Εσείς έχετε ρολόγια, εμείς έχουμε χρόνο, θρυλείται ότι είχε πει ένας από τους Σπουδαστές πριν από είκοσι χρόνια, όταν αμερικανικές δυνάμεις εκδίωξαν τους Ταλιμπάν, που είναι πληθυντικός της λέξης Ταλίμπ, με περσική και αραβική προέλευση, και σημαίνει σπουδαστής, θεολογικής σχολής εν προκειμένω. Ημέρα Ελευθερίας στο Αφγανιστάν είναι η 19η Αυγούστου, όταν το 1919 η Μεγάλη Βρετανία παραιτήθηκε του ελέγχου της χώρας.
    Μετά τους Βρετανούς και τους Ρώσους, έως τέλος Αυγούστου αποχωρούν οι Αμερικανοί, έπειτα από τον πιο μακροχρόνιο πόλεμο στην ιστορία τους, με χιλιάδες νεκρούς και κόστος άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, από το νεκροταφείο αυτοκρατοριών, όπως οι Κινέζοι αποκαλούν τη χώρα. Σκηνές χάους στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας, με γονείς να δίνουν τα παιδιά τους σε πεζοναύτες, πάνω από τοίχους και συρματοπλέγματα που απαγορεύουν την είσοδο, σε ένα παιδομάζωμα σωτηρίας.
    Την προηγούμενη φορά που οι Σπουδαστές είχαν καταλάβει την Καμπούλ βασάνισαν μέχρι θανάτου τον τότε πρόεδρο και κρέμασαν το πτώμα του από φανοστάτη. Τώρα συνομιλούν με πρώην αξιωματούχους. Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν δεν ακολουθούν τα σενάρια συνωμοσιολόγων, που θεωρούν ότι τα πάντα ελέγχονται. Κανένας πόλεμος, ούτε εναντίον της φωτιάς, δεν μπορεί να κερδηθεί αποκλειστικά με εναέρια μέσα.
    Συνεχίζονται οι δολοφονίες γυναικών. Γυναίκες από το Αφγανιστάν υποδέχονται οι φωτογραφίες της Γυναίκας στις Γούβες. Οι φωτιές οδήγησαν σε εκκενώσεις, απείλησαν και έκαψαν μεγάλες εκτάσεις και σπίτια σε οικισμούς. Στην Εύβοια κάηκε μια αρχαία ελιά, που ορισμένοι αναζητούν σε κείμενα του Στράβωνα. Δεν έχει λάδι ούτε για ευχέλαιο για τον Προμηθέα, που νόμισε ότι ξεγέλασε τους θεούς. Φως και σκοτάδι, παράδεισος και κόλαση. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς φωτιά. Δεν υπάρχει ζωή μόνο με φωτιά.

    Αλφαβητάρι ονομάτων

    Αβγαριά, Αγία Άννα, Αγιονέρι, Άγιος Στέφανος, Αετοράχη Αρκαδίας, Αρτεμίσιο, Ασμήνι, Βαρυμπόμπη, Βασιλικά, Βίλλια, Βουτάς, Γαλατσάδες, Γαλατσώνα, Γερακιού, Γορτυνία, Γούβες, Γύθειο, Δασοχώρι, Δάφνη, Δεσκάτη, Δεσφίνα Μάνης, Διαβολίτσι, Δίλοφο Φαρσάλων, Δόξα, Δροσοπηγή, Δρυάλια, Δωδεκάμετρο, Ελαία Δωρίδος, Ελληνικά, Έρημος, Ερινεός, Ζάκυνθος, Ήλια, Ηράκλεια, Θέα, Θεολόγος Μαλεσίνας, Θρακομακεδόνες, Ιπποκράτειος Πολιτεία, Ίσαρης Αρκαδίας, Ιστιαία, Καινούργια Χώρα, Καλλιθέα Φωκίδος, Καλύβια, Καμάρια, Καματριάδες, Κάμενα Ηλείας, Καμπινάρες, Καντήλι, Καπελλίτσα, Καραούλι, Κάρυστος, Καστράκι, Καστρί, Κερατέα, Κοκκινόγεια, Κοκκινομηλιά, Κόνιτσα, Κρυονέρι, Κυπαρίσσι, Κως, Λαγοκοίλι, Λάκκος, Λάμπεια, Λατζόι, Λαύριο, Λεγραινά, Λιβαδάκι, Λίθαρος, Λίμνη, Λινάρια, Λούβρο, Λουτρά, Λώτη, Μαλακάσα, Μαλλιαρή Συκιά, Μάνδρα-Ειδυλλία, Μαντούδι, Μαρμάρι, Μαρτίνο, Μαυροβούνι, Μελιδόνι, Μέλπεια Μεσσηνίας, Μιτσικέλι, Μονή Τσίγκου, Μονοκαρυά, Μουριά, Μυρτιά, Νέα Σάντα, Νέα Σινασός, Νεμούτα, Νόμια, Νυμφαία Κομοτηνής, Ξηρόκαμπος, Οιχαλία, Ολυμπία, Όχθια, Οχιά, Παλαιοχώρι, Πάλιρος, Παναγία Ντινιούς, Πανόραμα, Πάνορμος, Παπάδες, Παρθενώνας Νέου Μαρμαρά, Παρνασσός, Πάρνηθα, Πελόπιο, Πευκί, Πλάτανος, Ποικίλο Όρος, Πόρτο Γερμενό, Πυρρής, Ροβιές, Ρόδος, Σαλαμίνα, Σαμαρίνα, Σαραντάπορο, Σήμια, Σκάλα, Σπαθάρι, Σταμάτα, Συντερίνα, Τανάγρα, Τατόι, Τολοφώνας, Τουμπίτσι, Τρούπι, Τροχάλακας, Τσόπακας, Φαναράκι, Φανάρια αρχαίας Κορίνθου, Φαράκλα, Φλαμπούρι, Φούρκα Κασσάνδρας, Χράνοι Αρκαδίας, Χρυσοχώρι, Χωσιάρι, Ψαροπούλι, Ωρωπός

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
    —————
    Kαλοκαίρι καθήμενο, ύπτιος χειμώνας, ακάθιστη άνοιξη; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

    Γ. Χουλιάρας: Στοιχεία από το Βιβλίο Συμβάντων - chronos (fairead.net)

    Το τζιτζίκι

    Φωτ. Jan Svankmajer

    Από μακριά φαινόταν μόνο τα ζυγωματικά του εχθρού μου, όλα τα άλλα ήταν δυσδιάκριτα, θολά και μαύρα, μια μαύρη σκιά, κάτι που θύμιζε φιγούρα από το μαύρο θέατρο της Πράγας, απόκοσμο άγαλμα της Τσαν Τσαν. Το γεγονός αυτό με γέμισε,  γι᾽ ακόμη μια φορά, ερωτήματα και απορίες, παρ΄ όλα αυτά έκανα διστακτικά, αλλά σταθερά βήματα προς τα εμπρός.
    Ήταν σκεπασμένος και φαινόταν μόνο τα ζυγωματικά του προσώπου του; Ήταν μόνο ένα ζευγάρι ζυγωματικά κι όλο το άλλο σώμα ήταν άυλο ή ήταν μαύρο σαν πίσσα; Ήταν χωμένος βαθιά μέσα στη γη κι αυτό που έβλεπα ήταν μόνο ένα μέρος από το κεφάλι του ή ήταν τόσο τερατώδης, ένα πελώριο κρανίο με σώμα κάτισχνο, σχεδόν ανύπαρκτο;
    Μου πέρασε ακόμη από τη σκέψη, ότι μπορεί να ήταν από χρόνια νεκρός και το μόνο που παρέμενε αναλλοίωτο πάνω του —για λόγο που δεν μπορούσα να κατανοήσω— ήταν τα ζυγωματικά του προσώπου του. Προχωρούσα αργά, πάντα προς τα εμπρός και όσο σίμωνα, τόσο μεγαλύτερα γινόταν τα ερωτήματα και το άγχος μου μην και τον προκαλέσω άθελά μου και τότε, αλλοίμονο, δεν θα με έσωζε τίποτε. Κι άλλες φορές είχα επιχειρήσει να πάω καταπάνω του και βρέθηκα διπλωμένος στα δυο πριν προλάβω καν να τον πλησιάσω, τέτοια ήταν η δύναμή του ή αυτό που εξέπεμπε, αυτό που ένιωθα τέλος πάντων, μια πλήρη αδυναμία να αναμετρηθώ μαζί του.
    Αυτή τη φορά όμως ήμουν αποφασισμένος και σαν πιο έμπειρος, λειτούργησα στρατηγικά, κάνοντας μεγάλους κύκλους γύρω από το στόχο μου, αδιάφορα και ανάλαφρα, πότε έρποντας και πότε τρέχοντας, μα μικραίνοντας συνεχώς την απόσταση ανάμεσά μας, πάντα όμως, από όποια γωνία και αν τον κοιτούσα έβλεπα την ίδια εικόνα, δυο ζυγωματικά κι όλο το άλλο σώμα μαύρο, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν ζωντανός και παρακολουθούσε με ακρίβεια κάθε μου κίνηση. Ξαφνικά όρμησα καταπάνω του και με όση δύναμη είχα έπιασα από τις άκρες τα δυο ζυγωματικά με τα χέρια μου και τα τράβηξα το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά με σκοπό να τα ξεκόψω, να διαλύσω το κρανίο του. Τότε ένιωσα έναν ισχυρό, αβάσταχτο πόνο στο πρόσωπό μου, πράγμα που μ΄ έκανε να σταματήσω, να υποχωρήσω, βέβαιος ότι ο εχθρός μου από στιγμή σε στιγμή θα με εκδικιόταν γι᾽ αυτή μου την επίθεση. Ακολούθησε μια μαρτυρική σιωπή κι όταν άνοιξα τα μάτια είδα μπροστά μου ένα τζιτζίκι νεογέννητο, αν και ήταν προχωρημένο καλοκαίρι, να σκάει από τον εξωσκελετό του που είχε ανοίξει στα δυο.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα






    Oδυσσέας Ελύτης
    (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)Νοέμβριος 2021
    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)Δεκέμβριος 2021
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)Ιανουάριος 2022
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
    Άγγελος Σικελιανός
    (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Μάρτιος 2022
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού-Έλενα Χουζούρη)
    Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Έλλη Σκοπετέα
     (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)

    3 x 7 Σωκρατικοί Διάλογοι


    ————
    Μετάφραση: Aχιλλέας Κυριακίδης
    ————


    Μαθητής: Κύριε, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι και ο άνθρωπος μηχανή είναι, αλλά άπειρης πολυπλοκότητας;
    Δάσκαλος: Όχι μόνο δεν διαθέτεις κουμπί off, αλλά έχεις κολλήσει και ιό.

    Μαθητής: Κύριε, τι είναι το σώμα μου;
    Δάσκαλος: Είναι ένας κήπος, κι εσύ ο κηπουρός του.
    Μαθητής: Και το μυαλό μου;
    Δάσκαλος: Ένας κηπουρός που ψάχνει τον κήπο του.

    Μαθητής: Κύριε, ο Καντ είχε δίκιο όταν είπε ότι η ευφυΐα ενός ατόμου μετράται με το φόρτο αβεβαιότητας που μπορεί να σηκώσει;
    Δάσκαλος: Δεν είμαι και πολύ βέβαιος.

    Μαθητής: Κύριε, μπορώ να γράφω στα τετράδια μου, στα θρανία, στα δέντρα, στην άμμο και στο χιόνι, τη λέξη «ελευθερία»;
    Δάσκαλος: Όχι, ακριβώς επειδή μου ζήτησες την άδεια.

    Μαθητής: Κύριε, άνοιξα στην τύχη ένα λεξικό κι έπεσα στη λέξη τύχη.
    Δάσκαλος: Τι θα ’λεγες αν έπεφτες στη λέξη ντετερμινισμός;

    Μαθητής: Αν, κύριε, απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, αυτό σημαίνει κι ότι απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, οπότε απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, οπότε...
    Δάσκαλος: Μη σταματάς, είσαι σε καλό δρόμο, αλλά από μέσα σου.

    Μαθητής: Έχω την εντύπωση ότι η χρήση τσιτάτων είναι βολικό υποκατάστατο της ευφυΐας.
    Δάσκαλος: Σύμφωνοι, αλλά το πρόβλημα είναι ότι κι εσύ μόλις τσίταρες Σόμερσετ Μομ.


    Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014)].

    Γέννες


    Μια σειρά ώριμων γυναικών άρχισε να γεννιέται στο χωριό. Οι γέννες συνέβαιναν ανά πάσα στιγμή της ημέρας. Κλάματα σπαρακτικά σκίζαν τη νύχτα κι ύστερα σιωπή. Οι νέες γυναίκες που είχαν γεννηθεί στη θέση των παλιών κοιτούσαν τον κόσμο με μεγάλα έκπληκτα μάτια. Οι γέννες ποτέ δεν είναι ίδιες, έτσι η κάθε γυναίκα θυμόταν τη δική της με ξεχωριστή τρυφερότητα. Γεννήθηκα μια Κυριακή την ώρα που έδυε ο ήλιος, έλεγε μία, ή γεννήθηκα βράδυ όταν όλοι κοιμούνταν κι ακούγονταν μόνο το τικ-τακ του ρολογιού, γεννήθηκα ένα πρωί γυρίζοντας απ’ το σχολείο των παιδιών στο σπίτι, γεννήθηκα τη στιγμή ακριβώς που καθάριζα ένα πορτοκάλι... κ.ο.κ. ήταν μερικές από τις φράσεις που άκουγες. Υπήρχαν γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τη σύνταξή τους κι άλλες ύστερα από ένα διαζύγιο ή αμέσως μετά από ένα θάνατο. Σε κάποιες, η γέννησή τους δεν σηματοδοτήθηκε από ένα σημαντικό γεγονός, αλλά από πολλά μικρά κι ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας που συσσωρεύτηκαν και η δύναμή τους προκάλεσε ένα είδος προσωπικής αποκάλυψης στη γυναίκα, το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως. Έτσι, οι νεογέννητες γυναίκες ανακάλυπταν τον κόσμο με μια άγρια, πρωτόγνωρη χαρά, με μια όρεξη για ζωή που παρέσερνε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμα και το βαρύ ρολόι του χρόνου.

    ——— ≈ ———

    Οι γυναίκες αυτές όμως ταράζουν το χωριό. Στα μάτια των αντρών μοιάζουν να είναι ασυγκράτητες. Μπαίνουν, βγαίνουν, γελούν δυνατά, καπνίζουν, μιλούν και χειρονομούν χωρίς κανένα φόβο. Επειδή γεννήθηκαν στο μέσο της ζωής τους, δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν ούτε στιγμή. Η ζωτικότητά τους είναι κάτι το εκπληκτικό, γι’ αυτό πολλοί τις κοιτάζουν με επιφύλαξη. «Μήπως τρελάθηκαν;», μοιάζει να πλανάται στο τρομαγμένο βλέμμα τους η απορία. Ποια, αν όχι μια τρελή, θα έπαιρνε έτσι αψήφιστα τις συμβάσεις της ζωής; Το να γεννά όμως κανείς τον εαυτό του είναι το πιο αναζωογονητικό πράγμα στον κόσμο. Καθαρή αντισυμβατικότητα, κολύμπι κόντρα στο ρεύμα.
    Γι’ αυτό, καμιά φορά μετά τη γέννησή τους, συμβαίνει να νιώθουν οι γυναίκες μόνες. Είναι που όλοι όσοι τις περιτριγυρίζουν συχνά μοιάζουν με γέρους. Ιδίως οι άντρες τους, που έχουν πεθάνει από καιρό.

    Kεράσι


    Αγόρασα ένα βάζο γλυκό του κουταλιού κεράσι. Με φώναξε ο πατέρας μου και με έστειλε να το πάρω. Τα αυτιά μου έκαψαν όταν άκουσα το όνομα μου. Δεν με χτυπάε,ι ούτε οι φλέβες του πετάγονται στους κροτάφους. Μια φορά γύρισε από τη δουλειά και το λευκό του πουκάμισο είχε κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα. Φάνηκαν οι τρίχες του στο στήθος. Θα ήθελα να τις πειράξω και να κάνω σχέδια με τα δάχτυλά μου. Μια φορά μιλούσε στο τηλέφωνο. Γελούσε. Γέλασα και εγώ. Σταματήσαμε. Όταν τρώμε μαζί δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου. Μια φορά τον ρώτησα κάτι για μια εργασία στο σχολείο. Είμαι σίγουρος, μου απάντησε αλλά δεν τον άκουγα. Έσκιζα τη χαρτοπετσέτα μου. Όταν του μιλάω δεν έχω σάλιο. Θα ρίξω κάτω το βαζάκι με τα κεράσια. Μακάρι να με χτυπήσει. Ίσως κλάψω. Μια φορά με είχε αγκαλιάσει ένας μεγάλος μου ξάδελφος. Ήθελα να μου σπάσει τα κόκκαλα. Να με λιώσει όπως η σοκολάτα σε ζεστά χέρια. Η μαμά και η μικρή δεν αγκαλιάζουν έτσι. Μια φορά που ξυριζόταν τον κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Τουκ τουκ το ξυραφάκι στο νιπτήρα. Με κατάλαβε. Έβαλε το κλειδί στην τρύπα και δεν μου είπε τίποτα. Έσπασα το βάζο στο γυρισμό απ’ το σουπερμάρκετ. Τα κόκκαλά μου είναι ακόμα στη θέση τους.

    Αppαισιοδοξία

    - Θα τα ποτίζεις όσο λείπω...


    Προσπαθώ να διατηρήσω την απαισιοδοξία μου, αλλά τα γεγονότα δεν το επιτρέπουν.
    Οι κινητές συσκευές βοήθησαν να γίνει αντιληπτό ότι η απαισιοδοξία είναι μια εφαρμογή (app-lication) για την αναζήτηση της αισιοδοξίας. Πρόκειται για προεγκατεστημένη εφαρμογή σε πολλές περιπτώσεις, ενώ σε άλλες προστίθεται κατόπιν δωρεάν παροχής ή αγοράς από συμβεβλημένα καταστήματα, όπως τα app(αισιοδοξία) stores. Η εφαρμογή θεωρείται απαραίτητη, καθώς τα αισθήματα αναδεύονται σε απύθμενα μέρη, ενώ ταυτόχρονα κυματίζουν στις κορυφές των φυλλωμάτων.
    Οι κινητές συσκευές συνιστούν προεκτάσεις ψυχισμού ενός κινούμενου σώματος, που έτσι εξασφαλίζει την ακινησία του. Πουθενά δεν χρειάζεται να πας, όταν ξέρεις ότι μπορείς να βρεις έναν χάρτη του πώς θα πας εκεί. Καθόλου δεν χρειάζεται να κινηθείς να μάθεις οτιδήποτε, όταν ξέρεις ότι ακίνητος μπορείς τα πάντα να λες ότι γνωρίζεις. Μέρος της εξάρτυσης κάθε ατόμου, οι συσκευές αυτές πιστοποιούν την εξάρτησή του από την ακινησία, ενώ διακηρύσσει την ανεξαρτησία των κινήσεών του. Το λογισμικό που τρέχει εγκεφάλους κατακλύεται και καταλύεται από μια πανδημία συλλογισμών.
    Αναδεικνύοντας ένα πολλαπλό και πολλά απλό σημείο ύβρεως, όπως συνεχώς τα πολυγλωσσικά υβρίδια, η appαισιοδοξία ανασυγκροτεί την ταπεινότητα. Στον αέρα τα πάντα θεμελιώνονται, apps and downs, καθώς έρχονται τα πάνω κάτω. Προσωρινά χωρίς ντροπή ή εντροπία, αδιάντροπα μέχρι να σταματήσει συνεχίζει να δουλεύει ατελώς, δηλαδή χωρίς τέλος, το μηχανάκι που οι μηχανές εύρεσης ονομάζουν ζωή.
    Σε καβγά με τη μητέρα του, τα βιβλία της οποίας ήταν ευπώλητα όταν ο ίδιος ήταν ακόμη άγνωστος, ο μέγας σολίστ της βούλησης που λέγεται Σοπενχάουερ της είχε πει ότι θα τη θυμούνται απλώς ως μητέρα του. Οι δυο τους πίστευαν ότι ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει, αν και θεωρήθηκε ατύχημα όταν πνίγηκε σε ένα κανάλι στο Αμβούργο. Οι βάρκες συνεχίζουν ήρεμα να κυλούν στα νερά.
    Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι τα πράγματα δεν μπορεί να γίνουν παρά μόνο χειρότερα.

    [Arthur Schopenhauer, 22.2.1788 – 21.9.1860]

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

    Δεν θυμάμαι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
    Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

    Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

    Έλγκα Καββαδία

    Η Έλγκα Καββαδία στη Βιβλιοθήκη Ελευσίνας


    H Έλγκα Καββαδία (1937-2021) είχε την τύχη να μεγαλώσει, από πολύ μικρή ηλικία, σε λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον. Το σπίτι της οικογένειας στην Αγίου Μελετίου, όπου έμενε όταν δεν ταξίδευε και ο αγαπημένος θείος της Νίκος, ο Κόλιας για τους φίλους του, ήταν, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και μέχρι το 1962, πέρασμα, στέκι, και καμιά φορά καταφύγιο, για ποιητές, συγγραφείς και ζωγράφους – Σικελιανός, Κατίνα Παξινού, Χριστόφορος Νέζερ, Μέλπω Αξιώτη, Τσαρούχης, Σεφέρης, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Μόραλης, Έλλη Αλεξίου, Γιώργος Παππάς, Μυρτιώτισσα κλπ. Με πολλούς η προσωπική σχέση συνεχίστηκε και τα μετέπειτα χρόνια.
    Γαλουχήθηκε έτσι από νωρίς στα πολιτιστικά δρώμενα, και αυτό παρέμεινε σε όλη της τη ζωή το υπόβαθρο της προσωπικότητάς της.
    Πολυτάλαντη ήταν η Έλγκα.
    Με δίπλωμα modelling από το Παρίσι, ξεκίνησε ως βοηθός του σχεδιαστή μόδας Jean Desses στο Χίλτον όπου έρχονταν οι πελάτισσες του για δοκιμές.
    Μετά ήρθε η Σχολή Καλών Τεχνών, με την γλυπτική να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της.
    Και ύστερα το magnum opus της Έλγκας – οι παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες. Όλα ξεκίνησαν από τα μαθήματα βιβλιοθηκονομίας στη ΧΕΝ και την γνωριμία με την Γαλλίδα Annette Schlumberger. Και έτσι γεννήθηκε το όραμα των παιδικών βιβλιοθηκών, με πρώτη τη βιβλιοθήκη της Ελευσίνας, το 1979. Η μετέπειτα εξέλιξη άρχισε όταν έγιναν δέκα παιδικές βιβλιοθήκες σε αγροτικές περιοχές, σε συνεργασία με αγροτικούς συνεταιρισμούς. Μετά το 1984 πραγματοποιήθηκε ο μετασχηματισμός του φορέα και ιδρύθηκε το Κέντρο Παιδικών & Εφηβικών Βιβλιοθηκών, με διευθύντρια την Έλγκα Καββαδία, μέσω του οποίου ιδρύθηκαν αρχικά άλλες έντεκα βιβλιοθήκες, και μετά άλλες δώδεκα ακόμα, φτάνοντας σε σύνολο τις τριάντα τέσσερεις, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι περισσότερες σε παραμεθόριες περιοχές και νησιά. Οι βιβλιοθήκες εξυπηρετούσαν 2000-2200 παιδιά την μέρα, με υλικό που συμπληρωνόταν κάθε μήνα με 40-60 βιβλία, αφίσες, δίσκους, διαφάνειες κλπ.
    Το γιατί σταμάτησε η δραστηριότητα του Κέντρου είναι μια πικρή ιστορία. Πολλοί, σε θέσεις ισχύος, δεν στήριξαν το εθνικό του έργο, με αποτέλεσμα να στερέψει από πόρους, να μην μπορούν να καλυφθούν ούτε τα λειτουργικά έξοδα των υφιστάμενων βιβλιοθηκών, πόσο μάλλον να γίνουν καινούργιες. Και έτσι το Κέντρο οδηγήθηκε το 2010 σε οριστικό κλείσιμο.
    Τι ήταν τελικά αυτές οι βιβλιοθήκες; Ήταν μικρές, όλες σχεδόν σε κατάλληλα διαρρυθμισμένα υφιστάμενα κτίρια. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν το δημιουργικό και καινοτόμο πνεύμα που τις διέπνεε. Τα παιδιά αποζητούσαν να βρίσκονται εκεί, γιατί οι βιβλιοθήκες είχαν στόχο να είναι «χώροι ανεξαρτησίας και αυτενεργείας». Με αρχή την επιλογή των βιβλιοθηκάριων κάθε βιβλιοθήκης που γινόταν με κύριο κριτήριο την ικανότητα στην επικοινωνία. Τα διπλώματα μετρούσαν λιγότερο. Και ύστερα ήταν τα προγράμματα. Προσωπικά φτιαγμένα από την Έλγκα, σκοπό είχαν να μπορούν τα παιδιά να «ταξιδεύουν» με προσμονή σε καινούργιους κόσμους. Ακόμα και η εικονογράφηση ήταν πρωτότυπα διαλεγμένη. Παράδειγμα τα έξι ταξίδια στη Μεσόγειο, με αφετηρία τα γραφόμενα τού Fernand Braudel, και το πρόγραμμα «Μ σαν Μόραλης». Μόνο όσοι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν μια από αυτές τις βιβλιοθήκες μπόρεσαν να καταλάβουν τι είχε συντελεστεί, μόνο όσοι είδαν την Έλγκα «εν δράσει» ανάμεσα στα παιδιά και τους αφοσιωμένους βιβλιοθηκάριους, και διαπίστωναν, με τα δικά τους μάτια, το δέσιμο μεταξύ τους και το πρωτοποριακό πνεύμα που επικρατούσε. Όλοι μαζί μια οικογένεια που πίστεψε στο έργο αυτό.
    Αξίζει μια ειδικότερη αναφορά στα Πομακοχώρια, και στην Θράκη γενικότερα. Με μεγάλο κόπο μπόρεσε να φτιαχτεί η πρώτη βιβλιοθήκη, στη Μύκη, παρά την γενικότερη καθοδηγούμενη άρνηση διάθεσης κτιρίων. Ήταν, έτσι, πολύ οδυνηρή για την Έλγκα η διαπίστωση ότι το 2003 η Νομαρχία Ξάνθης δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Κέντρου να αποκτηθεί ένα ανέλπιστα διαθέσιμο σπίτι στο χωριό Μελίβοια, το οποίο θα είχε προορισμό να λειτουργεί σαν κέντρο όλης της περιοχής, και ειδικότερα σαν αφετηρία για τις διαδρομές του Μπλε Σάκου στα χωριά. Ο Μπλε Σάκος, που η Έλγκα εμπνεύστηκε από ένα ταξίδι της στην Ινδία, είχε ήδη λειτουργήσει πειραματικά στη Θράκη με τεράστια επιτυχία, δανείζοντας σε μαθητές πολλών μειονοτικών χωριών βιβλία επιλογής τους για 15 μέρες.
    Στα πιο πρόσφατα χρόνια, ήρθαν οι μεταφράσεις από γαλλικά σε ελληνικά. Τέσσερα βιβλία όλα από τις εκδόσεις Άγρα του Σταύρου Πετσόπουλου, με τον οποίο την συνέδεε μια συνεργασία πολλών ετών, από το 1985. Πρώτα με δημοσιεύματα για τις παιδικές βιβλιοθήκες, και μετά με την έκδοση όλων των βιβλίων του Νίκου Καββαδία. Χαρακτηριστικό των μεταφράσεων της Έλγκας ήταν η εντελώς προσωπική και πολύ δυναμική χρήση της Ελληνικής γλώσσας, με αποκορύφωμα το βιβλίο των Boileau και Narcejac Les Femmes Diaboliques. Μη θέλοντας να το μεταφράσει «Οι διαβολογυναίκες» όπως ήταν και το γνωστό κινηματογραφικό έργο, χρησιμοποίησε μια εντελώς δική της λέξη. Και το βιβλίο κυκλοφόρησε με τον τίτλο Οι διαβόλισσες.
    Μια λιγότερο γνωστή της δραστηριότητα της ήταν για το ανέκδοτο πλούσιο αρχείο του Νίκου Καββαδία, του οποίου ήταν θεματοφύλακας με την μητέρα της Τζένια, και μετά με τον γιό της Φίλιππο.
    Το κτήμα του πατέρα της στις όχθες του Λουδία, νότια από τα Γιαννιτσά, το θυμόταν πάντα. Οι επισκέψεις της εκεί, σε παιδική ηλικία, σημάδεψαν τη σχέση της με την ύπαιθρο και με τα ζώα, με αρχή τα τέσσερα κυνηγετικά σκυλιά του πατέρα της τα οποία υπεραγαπούσε. Ώσπου κάποια μέρα τραυματίστηκε κατά λάθος ένας ερωδιός. Η Έλγκα, θεληματική από τότε, απαίτησε να σταματήσει το κυνήγι στο κτήμα. Στην Αθήνα είχε πάντα μια γάτα στο σπίτι, δίπλα της μέχρι την τελευταία μέρα.
    Νοιαζόταν τον συνάνθρωπό της, τον φτωχό και τον αδύναμο, ιδιαίτερα τους παραμερισμένους από την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πολλά χρόνια είχε βρεθεί στην Ελευσίνα αυτόπτης μάρτυρας σοβαρού τροχαίου, όπου διάφοροι ενοχοποίησαν έναν ρομά οδηγό τρίκυκλου. Η Έλγκα του έδωσε τα στοιχεία της και πήγε μάρτυρας στη Σατωβριάνδου. Μετά την αθώωση, οι ρομά που είχαν παραβρεθεί στη δίκη την σήκωσαν με το ζόρι και, με νταούλια άρχισαν να την περιφέρουν μέχρι και την αρχή της Σταδίου. Χρόνια μετά, αναγνωρίζοντας την έμφυτη κλίση των ρομά στην μουσική, οραματίστηκε μια καινοτόμο παιδική μουσική βιβλιοθήκη στον Ασπρόπυργο, με όργανα κλπ. Οικόπεδο είχε βρεθεί, προσχέδια είχαν γίνει, αλλά οι παράγοντες δεν ήταν στο ύψος των προσδοκιών.
    Με γούστο, πολλές φορές αντισυμβατικό, ακόμα και στο ντύσιμο της. Και με φοβερό μάτι. Ξημερώματα πήγαινε στα γιουσουρούμ, όπου ξεχώριζε το ιδιαίτερο κι ας ήταν χαμένο ανάμεσα στα πολλά ασήμαντα.
    Εκτός από το Παρίσι με το οποίο την συνέδεαν πολλά, τα ταξίδια της που μετρούσαν ήταν τα μακρινά σε άλλες ηπείρους και πολιτισμούς. Λιγότερο για τα αξιοθέατα και πολύ πιο πολύ για το ανθρώπινο στοιχείο – στους δρόμους, στα παζάρια και, όταν τύχαινε, μαζί με αυτοδίδακτους δημιουργούς. Εκεί η Έλγκα μπορούσε να χάσει την αίσθηση του χρόνου.
    Είχε πολλούς καλούς φίλους, φίλους για μια ζωή. Με τους ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού ήταν στο στοιχείο της – Αντώνης Κυριακούλης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Βασίλης Πετράκος, Άγγελος και Μαρία Δεληβορριά, Δημήτρης και Ελένη Καλοκύρη, Χρήστος Λάζος, Λένα Φεσσά, Ελένη Πόταγα, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Λούκος, Φαλή Βογιατζάκη, Χλόη Ομπολένσκι, Πέγκυ Ζουμπουλάκη και άλλοι πολλοί, όλοι είχαν περάσει από το φιλόξενο, περιτριγυρισμένο από βιβλία, πίνακες και αντικείμενα που αγαπούσε, σπίτι της στην Ερεχθείου.
    Αμετακίνητη στα πιστεύω της, και με ελεύθερη σκέψη χωρίς βαρίδια από πουθενά, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το θεαθήναι τής ήταν παντελώς ξένο. Κοφτή, καμιά φορά, αλλά με χαρακτηριστικό Κεφαλλονίτικο χιούμορ, έκανε πάντα αυτό που θεωρούσε σωστό χωρίς ποτέ να επιδιώκει την δημοσιότητα. Κοίταζε παραπέρα, την μεγάλη εικόνα, και προσπερνούσε τα λιγότερο ουσιαστικά.
    Βαθύτατα καλλιεργημένη και ευαίσθητη, αλλά συνάμα ανήσυχο πνεύμα και επίμονη όταν είχε ένα στόχο, είχε την ευτυχία να περιβάλλεται στη ζωή της από ανθρώπους που εκτιμούσε και την εκτιμούσαν. Άφησε έργο σε ποικίλους τομείς, λες και μια ζωή δεν της ήταν αρκετή. Πάνω απ’ όλα, η Έλγκα θα μας λείψει γι’ αυτό που ήτανε – μια γυναίκα με εσωτερική ενέργεια και λάμψη που δεν ξεχνιόταν απ’ όσους την είχαν γνωρίσει.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:


    Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)Δεκέμβριος 2021
    Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)Ιανουάριος 2022
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
    Άγγελος Σικελιανός
    (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Μάρτιος 2022
    Μάτση Χατζηλαζάρου
    (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού-Έλενα Χουζούρη)
    Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
    Έλλη Σκοπετέα 
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    OuLiPo (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Μορίς Μπλανσό (Δημήτρης Δημητριάδης-Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι
    (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)



    Μιλάω σε χάρτες



    «Μιλάω σε χάρτες. Και μερικές φορές μου απαντούν κάτι. Αυτό δεν είναι τόσο παράξενο όσο ακούγεται, ούτε είναι κάτι ανήκουστο. Πριν από τους χάρτες, ο κόσμος ήταν απεριόριστος. Οι χάρτες ήταν αυτοί που του έδωσαν σχήμα και τον έκαναν να μοιάζει με έδαφος, με κάτι που μπορούσε να γίνει κτήμα μας και όχι απλώς να το αχρηστεύσουμε και να το λεηλατήσουμε. Οι χάρτες έκαναν τους τόπους που βρίσκονταν στα όρια της φαντασίας να φαίνονται προσπελάσιμοι και να αποκτούν μια θέση στην πραγματικότητα»

    Aπό το μυθιστόρημα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα By the Sea. Μτφρ. Τέλης Σαμαντάς

    Γιάννης Πάνου

    Φωτ. Α. Γ.



    Φωτογραφία του Γιάννη Πάνου στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιοθήκη» (1980). Στον οβάλ καθρέφτη ο Σάκης Παπαδημητρίου.

    Κυριάκος Κατζουράκης (1944 - 2021)



    Οι τρυφεροί θα σώσουν τον κόσμο επειδή είναι οι πιο δυνατοί... Σαν κι εσένα Κάκο μου που τόσο ωραία συνταίριαξες τα χοντροκόκκινα και εκείνα τα βιολέ να μπλεδίζουν πάνω στην ψυχρή ώχρα σ' αυτό τον πίνακα. Κι έπειτα ο καθρέφτης που διπλασιάζει τον χώρο, το εύρημα του «Las Meninas» που το απογείωσες σε μια σειρά έργων και το έκανες δικό μας. Βάζοντας την ιθαγενή μας ζωγραφική, τους νεκρούς και τους βασανισμένους του Εμφυλίου, δίπλα στις ανάλογα τυραννισμένες φιγούρες του Kitaj και του Bacon. Ευρωπαίος επειδή Έλληνας.
    Σωστά το είπε η Κάτια ότι γύρευες την ομορφιά παντού. Και πάντως εκεί που δεν την ψάχνουμε συνήθως οι υπόλοιποι και που διαφέρει από την εύκολη, την πρόστυχη ομορφιά των πολλών. Στις γωνιές του εργαστηρίου σου στην οδό Βατάτζη, εμπρός σε μια κούπα μαύρου καφέ ή ένα ποτήρι ρακή, την ψηλαφούσα την ομορφιά σου ... συχνά περίτρομη, ανήσυχη, έτοιμη να φωλιάσει στους δυστοπικούς καμβάδες σου. Επειδή μόνο εκεί ένιωθε καλά.

    Ξέρω φίλε μου ακριβέ, Κυριάκο μας, πως κι απόψε θα 'ρθεις στο ατελιέ, θα κατέβεις με το εσωτερικό ασανσέρ που διευκόλυνε τη μέση σου, από το ρετιρέ του ουρανού στο υπόγειο, θα ανάψεις τη λάμπα με το έντονο, ψυχρό φως, θα βγάλεις τα πινέλα από το νέφτι και θα ψάξεις πάλι εκείνο το γυμνό κορίτσι που κρυώνει και που κάποτε μάς είχε αγαπήσει. Ή, ίσως, τον πεινασμένο άντρα με τα δεμένα μάτια που βασανίζουν ακόμη σε κάποια από τις φυλακές του κόσμου. Κι ενώ εσύ, Άκο, ήθελες μόνο να ζωγραφίζεις τον έρωτα και την επιθυμία και την αγάπη και το φως της αγάπης, η φωνή της συνείδησης σου επέμενε πως έπρεπε να ανοιχτείς και στη νύχτα και στο σκοτάδι και στα φαντάσματα τους. Στο σκότος του ερέβους αν πρέπει να πεις την αλήθεια με την τίμια, τη σιγανή φωνή σου.
    Έπρεπε, επίσης, δίπλα στα εγκαταλειμμένα κορίτσια να βάζεις πάντα κι ένα σκυλί που λουφάζει. Άλλοτε σαν απειλή κι άλλοτε σαν φόβος. Κι αυτό έκανες πάντα. Συνδύαζες αυτά που όλοι οι άλλοι αδυνατούσαν να συμφιλιώσουν. Γι' αυτό κι η τέχνη σου είναι τόσο γλυκόπικρη. Επειδή είναι τόσο αληθινή. Ώστε να μην χωράει στις εφήμερες πολιτικές και τα νιτερέσα των εκάστοτε αχθοφόρων της εξουσίας.
    Σκέφτομαι, αλήθεια, πόσο σινεμά κρύβουν οι ζωγραφισμένες ιστορίες σου και πόση, ανάλογα, ζωγραφική τα εξαντλητικά σχεδιασμένα καρέ των ταινιών σου. Πόση έντεχνη παιδικότητα. Αφού πάντα ήσουν ένα μεγάλο παιδί. Κι αυτό αγάπησε περισσότερο επάνω σου η Κάτια. Έφυγες αλλά είσαι παρών περισσότερο από ποτέ. Δίνεις γενναία τη μάχη των τρυφερών για να σώσουν τον κόσμο. Επειδή είναι οι πιο δυνατοί...

    3 x 7 Σωκρατικοί Διάλογοι



    ————
    Μετάφραση: Aχιλλέας Κυριακίδης
    ————


    Μαθητής: Κύριε, χάλασε η καφετιέρα. Τι κάνουμε; Κύριε...;
    Δάσκαλος: Ζζζζζζζ.

    Δάσκαλος: Ο άνθρωπος που μιμείται τον άνθρωπο είναι πίθηκος.
    Μαθητής
    : Ναι, αλλά και ο πίθηκος που μιμείται τον άνθρωπο είναι πίθηκος.
    Δάσκαλος: Μου σπας τα νεύρα.

    Μαθητής: Ό,τι πετάει δεν είναι πτηνό, ό,τι είναι πτηνό δεν πετάει. Γιατί, κύριε;
    Δάσκαλος: Για τον ίδιο λόγο που και όλοι οι μαθητές μου δεν είναι ηλίθιοι, αλλά και, ευτυχώς, όλοι οι ηλίθιοι δεν είναι μαθητές μου.

    Μαθητής: Η μνήμη είναι, όπως λέει ο Βαλερύ, το μέλλον του παρελθόντος;
    Δάσκαλος: Ναι, αλλά το ίδιο ισχύει και για τη λήθη.

    Μαθητής: Πονάω τόσο πολύ, κύριε, που μου ’ρχεται να ουρλιάξω.
    Δάσκαλος
    : Να εισπνεύσεις ήλιον.
    Μαθητής: Θα πονάω λιγότερο;
    Δάσκαλος: Όχι, αλλά όταν ουρλιάξεις θα ’χει πλάκα.

    Μαθητής: Δάγκωσα ένα μήλο κι έφαγα ένα σκουλήκι.
    Δάσκαλος: Καμιά φορά, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται προκαταβολικά.

    Μαθητής: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ καλλιεργημένου και ευφυούς;
    Δάσκαλος
    : Ο μεν καλλιεργημένος ξέρει ότι η ντομάτα είναι φρούτο, ο δε ευφυής ότι αυτό δεν είναι λόγος να τη βάζουμε στη φρουτοσαλάτα.


    Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [ Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014) ]

    To τηλεχειριστήριο

    Έντυσον & Έγδυσον

    Όλοι γνωρίζουν τον Έντυσον, εφευρέτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα. Ο έμπιστος αυτός Θωμάς φώτισε τον κόσμο. Ο Λένιν έφτασε να εξισώνει τον κομμουνισμό με συνδυασμό Σοβιέτ και ηλεκτρισμού, λέξης καλωδιωμένης μέσω ελληνικών εγκεφάλων.
    Ποιος όμως γνωρίζει τον δίδυμο αδελφό του, τον Έγδυσον, που ξεγύμνωσε το σκοτάδι;
    Πόσοι και με τι κέρδος τον αναπωλούν σβήνοντας το φως για να επιδοθούν σε περιπτύξεις με το όνειρο, αμερικανικής ή άλλης κατασκευής, που δεν φωτίζει τη ζωή τους, αλλά σκοτίζει το προσδόκιμο των προσδοκιών, που μεγάλες είχε ονομάσει ένας Κάρολος άλλος από τον Μαρξ και τέκνο της βρετανικής αυτοκρατορίας του λόγου, που παραμένει γλώσσα με φιλοσοφικά γερμανική προέλευση, όπου παρεισφρέουν γαλλικές ουτοπίες;
    Και αν τόσα λέμε για τον Ντίκενς, τι να πούμε για έναν Κάρολο όπως ο Δαρβίνος, οι συσχετισμοί του οποίου άντεξαν στη μάχη της επιβίωσης των ιδεών και δεν έμειναν στον πάγκο των νήσων Γκαλαπάγκος ή Ενκαντάδας, όπως τις αποκαλούσε ο μουσουργός φαλαινοθήρας Μέλβιλ, συνεπώνυμος Γάλλου σκηνοθέτη ταινιών νουάρ, στο υπόκοσμο σκοτάδι των οποίων μωλωπίζονται τα μούτρα του κόσμου;
    Υπάρχει οτιδήποτε πιο επίκαιρο από μια καθυστερημένη ιστορία, η υστερία για την εξιστόρηση της οποίας επαναφέρει το κοντέρ στο μηδέν και όχι στο άγαν;

    Ο Έγδυσον, ο πιο γυμνός των απεφευρετών, αποσυναρμολογούσε συρματάκια από τις λάμπες. Καθιστούσε ακάθιστη την κατανάλωση καυσίμων κίνησης. Από τα φράγματα επέστρεφε το νερό στις πηγές του. Στο άλλο μάγουλο του αέρα γυρνούσε τα ραπίσματά του από μύλους και γεννήτριες. Επανέφερε τα άτομα στον πυρήνα τους και τις ακτίνες του στον ήλιο. Σκοτεινός σύμβουλος κάθε συσκότισης, τυφλά επέβλεπε όσα κανείς δεν μπορούσε να δει.

    Ποιος θα ήταν δυνατόν ποτέ να ανταγωνιστεί τη διασημότητα ενός αγνώστου;

    [ Από το Συναξάρι των Διδύμων ]

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

    Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
    (Διάλογος δύο ονείρων) Πάλι θα μας δουν / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

    1 λέξη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

    Γιώργος Κακουλίδης (1956-2021)

    Χειραψία με τον Ηλία Λάγιο, Κουκάκι 1993


    ——— Ψ   Α   Λ   Τ   Η   Σ       Τ   Ρ   Α   Γ   Ο   Υ   Δ   Ι   Ω   Ν ———

    Το πιο γυμνασμένο σκυλί του κόσμου είναι το τραγούδι.
    Γιώργος Κακουλίδης, Καθωσπρέπει σκέψεις, Ερατώ, 2019

    Έφυγε κι ο Γιώργος. Τον θυμάμαι να χτυπά μανιωδώς τα κουδούνια του Ηλία Λάγιου και να εισέρχεται θορυβωδώς, κάτι βράδυα του καπνού και της βροχής. «Πατέρα», έκραζε στον Λάγιο και κείνος τον χτύπαγε στην πλάτη στοργικά. Είχε πάντα κάτι το επικίνδυνα παιδικό και ραγισμένο στην φωνή και στο βλέμμα. Πρώτη φορά τον γνώρισα στα αρχαία «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, ένα Σάββατο με τον Χρήστο Μπράβο και τον Έκτορα Κακναβάτο. Ο «Φιλιππόβλαχος» είχε βγάλει το Λίμπερτυ, το πρώτο του ποιητικό βιβλίο — πρωτοεκδόθηκε το 1979. Τον γνώρισα το 1984, δευτεροετής φοιτητής. Βρισκόμασταν στο κέντρο, στην σημαδιακή «Δωδώνη» της Ασκληπιού, όπου δούλευε ο Γκανάς . Άλλες φορές, τον έβλεπα να περπατά, συνεχώς να περπατά, σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Τρείς φορές κάναμε επίσκεψη στον Μίλτο Σαχτούρη, κάποτε πηγαίναμε στην ταβέρνα του κυρ- Ηλία στην γενέθλια γειτονιά του στην Καισαριανή με τον Νίκο Καρούζο, Κυριακές βράδυ, για να καταλήξουμε στο μοναστήρι της Καισαριανής ποδαράτα, με τον Καρούζο να μουγκρίζει και να βρυχάται. Ο Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, τον θεωρούσαν παιδί τους. Μπαινόβγαιναν στο σπίτι του και είταν φίλοι με τον πατέρα του. Τον ήξεραν από νήπιο. Τον νοιάζονταν.
    Βασανίστηκε ο Γιώργος Κακουλίδης. Τα τελευταία πέντε χρόνια της επίγειας ζωής του υπέφερε πολύ και σιωπηλά. Με την στήριξη και την αρωγή της Λητούς, του καλού του αγγέλου. Κα πάλεψε τον καρκίνο, στήθος με στήθος. Αποτέλεσμα —αποτέλεσμα που μετράει μόνο στην ποίηση και την δημιουργία— είναι ο καρπός αυτής της πάλης: Τα δύο ποιητικά βιβλία: Μην ακούς τον Παράδεισο (2016), και Περαστικός είμαι και ονειρεύτηκα (2017) από τον Γαβριηλίδη. Και το βιβλίο των 65 μικρότερων και μεγαλύτερων αφοριστικών σκέψεων —ίχνη τις χαρακτήριζε— Καθωσπρέπει sκέψεις, από την «Ερατώ», του Μανώλη Μανουσάκη το 2019. Πλούσια σοδειά για άνθρωπο που τυρρανιέται στα Νοσοκομεία και στις αλλεπάλληλες θεραπείες. Αν μη τι άλλο φανερώνει την μέσα του ακατάβλητη φλόγα. Απρόβλεπτος και κάποτε σκανδαλωδώς επιθετικός, όπου έβλεπε να πνίγεται και να κουρελιάζεται η τρυφερότητα και η γνησιότητα από τα σινάφια, προκλητικός στον πατριωτισμό του και στην αριστερωσύνη του — «ο ήρωάς μου είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης» έλεγε όταν μέσα του σήκωνε κεφάλι η Καισαριανή.
    Η ποίησή του συνέχεται από ένα εξαίφνης. Προς τούτο οι απροσδόκητες εκρήξεις εικόνων-αστραπών στους στίχους του. Πρόγονοί του ο Σαχτούρης και ο Καρούζος. Χωράφι που του δόθηκε να σκάψει , η καθημερινή νεοελληνική τρέλλα και η καταναλωτική παράνοια.
    Το 2005 από τις 11 Σεπτεμβρίου το πρωί που ο Λάγιος εισήχθη στην Εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου, κάθε μέρα στις 11.00 το πρωί, -εγώ σκαστός από την δουλειά- βρισκόμασταν στον προθάλαμο της Εντατικής. Εκεί, μαζί με την Μαρία και την Αθηνά, περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μπαίναμε, τον βλέπαμε και μετά πηγαίναμε στον Χρήστο Παπουτσάκη δυό στενά πιο πάνω. Πίναμε καφέ. Ο Χρήστος αισιοδοξούσε: « Θα τα καταφέρει». Δεν τα κατάφερε.

    Με μεγάλη συγκίνηση έμαθα από τον Μανώλη Μανουσάκη, αρχές του περασμένου καλοκαιριού, πως ο Κακουλίδης του έχει εμπιστευτεί μια νέα ποιητική εργασία ένα καινούργιο ποίημα εν εκτάσει. Το ποίημα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο σε δυό περίπου εβδόμαδες από τώρα που γράφω τούτα τα λόγια. Πρόκειται για ένα ξόρκι, για ένα μάγι έναντι της αρρώστειας και του θανάτου. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός: «I put a spell on you». Ήγουν: «Μάγια σού’χω καμωμένα».Είναι το θρυλικό τραγούδι που έγραψε το 1956 και τραγούδησε πρώτος ο Sceamin’ Jay Havkins και το τραγούδησαν εξίσου συγκλονιστικά, η Nina Simone πρώτα κι ύστερα o Joe Cocker και η Annie Lennox: “ I put a spell on you, because you’re mine.” Τον δικό του θάνατο ξορκίζει ο Γιώργος Κακουλίδης. Και με μόνο όπλο την φωνή του —αηδονολάλειε στήθος μου, μας είπε ο Σολωμός— πλέκει το τραγούδι της πάλης για αληθινή αναστημένη ζωή. Παραθέτω:

    Ας τελειώνουμε, είπε το φεγγάρι στον ήλιο
    κι ένας ψαλμός, ολότελα λυγμός
    ένας σπασμός στα ουράνια μ’ανεβάζει.
    είναι του κάτω κόσμου στεναγμός
    σκοπός μοναχικός
    το θάνατο σκεπάζει.
    «Μη φοβάσαι Ιησού
    θα σε παντρευτώ.
    Μη φοβάσαι, μητερούλα
    Το παιδί σου θ’αναστηθεί.»
    […]
    Για να ξεφύγω
    πετούσα σα χρυσόμυγα
    πάνω από τα ξυρισμένα κεφάκια
    των τρελών
    που προσπαθούσαν να με πιάσουν.
    […]
    Κι εγώ μ’ ένα κεράκι
    από πίσω έψελνα
    την Ανάσταση.
    Κανείς δεν έχει πεθάνει
    Κανείς.
    Κανείς δεν ξέρει
    πως ο άγνωστος αδελφός μου
    βγάζει λουλούδια
    από το στόμα του.
    […]
    Αγαπούσα τη θάλασσα
    όπως άλλοι αγαπούν τα γράμματα.
    εγώ ποτέ δεν έπεσα στον ιστό τους
    γιατί η καταγωγή μου
    είναι από την Τρέλα
    ένα χωριό έξω απ’τη Θήβα.
    […]
    Ένας ψαλμός
    της ζωής αυτοσκοπός
    το θάνατο λυγίζει
    Ένας ψαλμός
    ωραίος σαν λοχαγός
    το θάνατο σκεπάζει
    Ένας ψαλμός
    αβάσταχτος λυγμός
    στα ουράνια σ’ανεβάζει.

    Δε είναι μάγι, μήτε ξόρκι. Είναι προσευχή που λυγίζει τον θάνατο.

    Εικόνες φθινοπώρου

    Simon Marmion: Σκηνές από τη ζωή του Αγίου Μπερτίνου


    Οι φθινοπωρινοί μήνες δεν επισφράγισαν την υπεροψία του καλοκαιριού, την αυταπάτη ότι όλα θα ήταν καλύτερα, τις υποσχέσεις ότι όλα θα επέστρεφαν στη βάση τους, δυστυχώς, τα μελτέμια δεν σταμάτησαν, αντίθετα, δυνάμωσαν και τα κύματα συνέχισαν να ροκανίζουν όπως οι καλικάντζαροι το δέντρο της ζωής. Χρατς και χρουτς, όλα ποντικοφαγωμένα, ακόμη κι αυτά που οι άνθρωποι φυλούσαν σαν κόρη οφθαλμού στο ψηλότερο ράφι των επιθυμιών τους. Οι καύσωνες του καλοκαιριού απειλούσαν τη φθινοπωρινή γαλήνη και ξεγελούσαν τα μεταναστευτικά πουλιά, πελαργούς και χελιδόνια. Μια νέα, θλιβερή εικόνα αποκαλυπτόταν, όπως αποκαλύπτεται το αρνητικό φιλμ στους σκοτεινούς θαλάμους των φωτογραφικών εργαστηρίων. Η εικόνα αυτή, που λογικά θα προκαλούσε αναστάτωση, γρήγορα ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα ως μια φυσιολογική εξέλιξη της ζωής. Η άνευ όρων συνθηκολόγηση, είχε ως συνέπεια τα πάντα να χάνουν σταδιακά το βάρος τους, να παρασύρονται από τα πρωτοβρόχια και να σωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο στις σκοτεινές γωνιές των φόβων και των ανασφαλειών, όπως τα κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα των δένδρων σωρεύονται από τους ανέμους στα μισογκρεμισμένα ξύλινα διαχωριστικά των πάρκων. Τα μικρά παιδιά, σεβόμενα το πένθος των μεγάλων, δεν ακούγονταν, οι φωνές τους με συνωμοτικούς ψίθυρους έμοιαζαν. Ξαφνικά η νοσταλγία απέκτησε μπόι δυσθεώρητο κι άρχισε να πατά, όπως οι αμπελουργοί πατούν τα σταφύλια του τρύγου, ότι έβρισκε μπροστά της, μια νέα, άγνωστη ποικιλία κρασιού θα τους μεθούσε όλους.

    Μιχάλης Πιερής

    Στις 3 του Νοέμβρη ξημερώματα χάθηκε ο Μιχάλης Πιερής [1952-2021]. Λίγες ώρες πριν είχα δεχτεί το τηλεφώνημα του. Μιλήσαμε αρκετή ώρα, όπως κάναμε πάντοτε στις συναντήσεις μας, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικές. Άλλωστε μας έδενε μια πολύτιμη φιλία σαράντα χρόνων εκτίμησης και εμπιστοσύνης. Γνωριστήκαμε το 1981 στην Αθήνα όπου είχε έρθει ο Μιχάλης για έρευνα στο Αρχείο Καβάφη, επιστρέφοντας από το Σίδνεϋ. Και καθώς είμασταν σχεδόν συνομήλικοι —ήταν τρία χρόνια γηραιότερός μου—, «είχαμε μια παράλληλη τροχιά και μια παρόμοια αθηναϊκή πνευματική εμπειρία, γνωρίζοντας ίδιους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων και δημοσιεύοντας στα ίδια λογοτεχνικά έντυπα».
    Εκείνο λοιπόν το απόγευμα προς βράδι της 2ας Νοεμβρίου διέκρινα στον τόνο της φωνής του την κατά φύση χαρά για το ταξίδι που σχεδίαζε στην Ιταλία με αφορμή το συνέδριο για τον Dante Alighieri. Συγκεκριμένα θα μιλούσε στις 20 Νοεμβρίου στη Ραβέννα ως συνέχεια του Διεθνούς Συνεδρίου «Ο Δάντης στα “Νερά της Κύπρου”» (Σεπτέμβρης 27-28), με το οποίο το Πανεπιστήμιο Κύπρου συμμετείχε στον διεθνή κύκλο εκδηλώσεων για τα 700 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Ιταλού ποιητή.
    Σε αυτό ακριβώς το συνέδριο ο Μιχάλης Πιερής έκανε και την τελευταία του δημόσια ανακοίνωση. Αφορούσε στο έργο του ποιητή, λόγιου και αγωνιστή κατά της αποικιοκρατίας Χριστόδουλου Γαλατόπουλου «Παγκόσμιον Άσμα – Προμηθέας Δεσμώτης», η δραματοποίηση του οποίου παρουσιάστηκε —στο πολιτιστικό μέρος του συνεδρίου— από το ΘΕΠΑΚ σε σκηνοθεσία του.
    Πρόκειται για μία ακόμη σημαντική μελέτη-ανακοίνωση του Μιχάλη Πιερή, στην οποία διατύπωνε τις επιρροές του Κύπριου λόγιου από τον Φλωρεντινό ποιητή, ενώ παράλληλα χαρτογραφούσε κάποια κοινά τους βιογραφικά στοιχεία: σύγκρουση με την εξουσία, φυλάκιση και συγγραφή του έργου τους σε ανάλογες συνθήκες — στην εξορία ο Δάντης, στη φυλακή ο Γαλατόπουλος.

    Ο Μιχάλης Πιερής υπήρξε ανήσυχο πνεύμα των γραμμάτων και των τεχνών. Ήταν από τους πρωτοστάτες της ίδρυσης της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, του Σχολείου Ελληνικής γλώσσας, του Πολιτιστικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κύπρου καθώς και πρωτεργάτης στο σχηματισμό του "Θεατρικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου" (ΘΕΠΑΚ). Διασκεύασε θεατρικά τόσο το μεσαιωνικό «Χρονικό της Κύπρου» του Λεοντίου Μαχαιρά», όσο και τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, ενώ ανέβασε στη σκηνή τη «Λυσιστράτη», σε μετάφραση Κώστα Μόντη.
    Ο Μιχάλης Πιερής είχε το μέγα χάρισμα όχι μόνο να μελετά συστηματικά και διεξοδικά αλλά και να ερμηνεύει με τρόπο καινοτομικό μεσαιωνικά και νεωτερικά κείμενα, αποδίδοντάς τους αφενός λογοτεχνική αξία, αφετέρου ιστορική σημασία με στόχο την εμβάθυνση της αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης. Θεωρούσε, για παράδειγμα, πως το έργο του Γαλατόπουλου είναι ανάλογο και εν πολλοίς «ποιοτικά ισότιμο προς αντίστοιχα έργα με τα οποία έχουν πλουτίσει τη νεοελληνική γραμματεία ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζαντζάκης».
    Ομολογώ πως πάντοτε θαύμαζα τον δεινό ερμηνευτικό/φιλολογικό λόγο του Πιερή όταν μεθοδολογικά αποδομούσε τις βραχύβιες κοινοτυπίες μελετητών όσο και κάθε συμβατική προσέγγιση, θέση η/και πεποίθηση αναλυτών της κρητικής, φερ` ειπείν, λογοτεχνίας. Σε αυτό το πλαίσιο η πολυθεματική του μονογραφία για τον «Ερωτόκριτο» αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο. Έγγραφα πριν από μήνες, συγκεκριμένα στον Χάρτη (τ. 29, Μάιος 2021):
    «Η μεγάλη συμβολή του Πιερή στη διεθνή και εγχώρια βιβλιογραφία δεν είναι μόνο οι νέοι προβληματισμοί ή, ακόμα, η μεθοδολογική του προσέγγιση και ο συνακόλουθος προβληματισμός με επίκεντρο πάντοτε το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Είναι, κυρίως, ότι η μονογραφία του αποκαλύπτει και διατυπώνει το προθεσιακό νόημα του Κορνάρου. Ήτοι, την «υπερτοπική» ιδεολογία του «Ερωτόκριτου» μέσω της οποίας ο Κορνάρος έχει «κύριο στόχο να πλήξει το παραδοσιακό κέντρο του μεσαιωνικού ελληνισμού, το Βυζάντιο, το γόητρο του οποίου υπονομεύει πολλαπλώς». Για τον Πιερή, ο Κορνάρος —μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την έκλειψη ισχύος της Βενετίας— αισθάνεται την αγωνία του νέου ελληνισμού που αναζητά μια νέα ενότητα είτε σε επίπεδο γλώσσας είτε στο πεδίο της πολιτικής οντότητας και ταυτότητας».

    Όλα αυτά τα χρόνια ο Μιχάλης Πιερής πέτυχε κάτι μοναδικό – δημιούργησε ένα πρωτότυπο θεωρητικό υπόδειγμα ερμηνευτικής κειμένων, μέσα από το οποίο αναδύονται ρωμαλέες θέσεις και σημαντικές εκδοχές. Δεν είναι δε τυχαίο πως το εν λόγω υπόδειγμα είχε ευρύτερη απήχηση και αναγνώριση διεθνώς. Συν τοις άλλοις, η καινοτομία των θεωρητικών του θέσεων αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και την αξία των βασικών σταδίων της επιστημονικής προσέγγισης και μεθοδολογίας που υιοθετεί για την ερμηνεία του πολύπλοκου λογοτεχνικού συστήματος.
    Τέλος, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον ποιητή Μιχάλη Πιερή, η ποιητική του οποίου αποτελεί ένα ανάγλυφο του φιλοσοφικού λογισμού αλλά και της κοινωνικής-ιστορικής του αντίληψης. Η λόγος του εμπεριέχει την ποιητική σχέση με τον χώρο, όπως ο ίδιος τον βιώνει στη μεταφυσική και φυσική του υπόσταση. Η ποιητική του βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στη μέθεξη του ανθρώπινου ψυχισμού με τις οντολογικές περιπέτειες της γλώσσας και της εικόνας, με το λέγειν του λόγου. Παράδειγμα το ποίημα «Στα πιο μεγάλα ξένα»

    Όχι! Δεν θα συρθείς στα πόδια μου
    κι ούτε η πατρίδα κι η θρησκεία
    μήτε κι η γλώσσα μου θα σε τραβήξουν
    σκλάβα. Δεν θα περάσεις απʼ τη μια σκλαβιά
    στην άλλη. Εξόριστοι θα μείνουμε
    στην άλλη γλώσσα. Εκεί που σε συνάντησα.

    Με παιδεία πολυπρισματική, ο Μιχάλης Πιερής άφησε σπουδαίο και διαχρονικού χαρακτήρα έργο για τις επόμενες γενιές. Με γραφή ιδιαίτερη, ειλικρινή και περίτεχνη, αναδημιούργησε τον λόγο του ελληνισμού. Άνθρωπος ζεστός και γενναιόδωρος προς τους νέους, επανάφερε στην εποχή μας κάποια σημαντικά έργα του ελληνισμού, καθιστώντας τα —με τον αναστοχασμό και τη σκηνοθεσία του— οιονεί σύγχρονα.
    Θα μας λείψει ο Μιχάλης αλλά θα τον θυμόμαστε πάντα.

    Κασσάνδρες

    Οι Κασσάνδρες τούτων των καιρών, μας μιλούνε, αν είναι ποτέ δυνατόν, για ανθρώπους που θα μοιάζουνε ρομπότ, για δούρειους ίππους των ανθρώπινων δεσμών, για Περσεφόνες των δικών μας ημερών, κάτω στον Άδη έξι μήνες, κι άλλους έξι έξω στο φως.
    Μα κάθε Κασσάνδρας η μοίρα είναι η μοναξιά, και η έρημος είναι το κοινό της.

    Κι όμως, η Τροία έπεσε.

    Ο καθρέφτης

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:

    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)Μάρτιος 2022
    Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Απρίλιος 2022
    Γιώργος Ιωάννου
    (επιμ. Έλενα Χουζούρη) • Μάιος 2022
    Τζέιμς Τζόις
    (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος) • Ιούνιος 2022

    Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Μορίς Μπλανσό (Δημήτρης Δημητριάδης-Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)

    Σχετικά με την κατάργηση του νέου έτους


    Μάνος Χαριτάτος, Πηνελόπη Γιακουμάκη: «Η ιστορία του ελληνικού τσιγάρου», ΕΛΙΑ 1997



    Με άηχα επιφωνήματα έγινε δεκτή η ακύρωση πυροτεχνημάτων και εκδηλώσεων για την Πρωτοχρονιά στην Αθήνα, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη, το Νέο Δελχί, το Παρίσι, τη Ρώμη και αλλού. Τίποτε δεν ακουγόταν πίσω από διπλές μάσκες, σε σχήμα όμικρον με ένα ωμέγα από πάνω, ή συσκευές και αντλίες οξυγόνου για διασωληνωμένους. Οι πιο προνοητικοί είχαν ήδη επιδοκιμάσει την κατάργηση του νέου έτους. Έναν χρόνο μικρότεροι θα υπολογίζονταν όλοι, με τους ώριμους για σύνταξη όμως να διαμαρτύρονται ότι καμία απώλεια δεν αποτελεί δώρο.
    Συντηρητές ανελκυστήρων σε υψηλά κτήρια, από τα κουμπιά των οποίων έλειπε ο αριθμός 13, αφαιρούσαν τώρα και το 22. Εργολάβοι ολοκλήρωναν την απάλειψη του εικοστού δεύτερου ορόφου, διαμορφώνοντας μεζονέτες. Επισπεύδοντας εκταφές, εργολάβοι κηδειών αποδέσμευαν χώρους για όσους δεν ήθελαν να αποτεφρωθούν σε πυρκαγιές ή να καταλήξουν στη θάλασσα παρασυρόμενοι από πλημμύρες, καθώς η επιτόπου ταφή σε κατοικίες, χώρους εργασίας και καταστήματα ψυχυγειονομικού ενδιαφέροντος δεν είχε ακόμη επιτραπεί, έστω και αν κανείς δεν τηρούσε τους νόμους, παρά μόνον κατέθετε ως πρόστιμα τα επιδόματα έκτακτης ενίσχυσης που του αναλογούσαν.
    «Ευτυχισμένοι, ελεύθεροι, μπερδεμένοι και μοναχικοί», τραγουδούσαν για την ηλικία των «22» ετών, με την Τέιλορ Σουίφτ, ιδίως όσοι δεν γνώριζαν άλλους στροβιλισμούς γύρω από τον ίδιο αριθμό, όπως το «22 Two's» του Jay-Z, με τις λέξεις too, to και two στην πρώτη στροφή να ομοιοκαταληκτούν. Συνδυάζοντας στοιχεία ποπ, ντίσκο και τσίχλα-ποπ (bubblegum pop), με τέμπο 104 κτύπων το λεπτό και με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων στις ΗΠΑ, σε βίντεο για το τραγούδι της η Σουίφτ γρήγορα ανεβοκατεβαίνει σε τραμπολίνο, που θεραπεύει και τη γαστρεντερική δυσφορία.
    Ταυτόχρονα άρχιζε να αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία των όπλων διαμετρήματος των 22, που καθιερώθηκαν το 1857 με το πρώτο περίστροφο με τυποποιημένα φυσίγγια της εταιρείας Σμιθ & Γουέσον. Μια αμερικανική πατέντα από το 1831 είχε τελειοποιήσει ο Γάλλος οπλουργός Φλομπέρ (Louis Nicolas Auguste Flobert), με διεισδυτικές παρηχήσεις για όσους τρύπα στον εγκέφαλο έχουν από βλήμα της γαλλικής λογοτεχνίας.
    Με ατομικό αριθμό για το τιτάνιο το 22, στην αριθμολογία οι ισχυροί κραδασμοί του «κύριου αριθμού» (Master Number) 22 δηλώνουν την παρουσία του αγγέλου σου που λέει πως είσαι στον σωστό δρόμο. 22 παίκτες συνυπάρχουν σε δύο ομάδες στο ποδόσφαιρο. 22 μονοπάτια συνδέουν τις εκπορεύσεις (σεφιρότ) στην Καμπαλά, όσα και τα γράμματα στο εβραϊκό αλφάβητο. 22 αστέρια υπάρχουν στο λογότυπο της κινηματογραφικής εταιρείας Παραμάουντ. Τράπουλες Ταρό έχουν 22 φύλλα με αλληγορικά θέματα. 22 είναι το μικρότερο εστιακό διάφραγμα σε αντανακλαστικές φωτογραφικές μηχανές με έναν φακό.
    Τα δύο παπάκια (los dos patitos) ονομάζεται, λόγω του σχήματός του, το 22 σε ισπανικές λοταρίες. Στη γαλλική αργκό, το 22 προειδοποιεί ότι έρχεται η αστυνομία (22, v’là les flics). Ο χρήστης ηλεκτρονικών υπηρεσιών μπορεί να επιλέξει μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία των προσωπικών στοιχείων του, σύμφωνα με το άρθρο 22 του γενικού κανονισμού προστασίας δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Ένας ψυχίατρος των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο εξηγεί το παράδοξο που ονομάζεται «catch-22» στο ομώνυμο μυθιστόρημα (1961) του Τζόζεφ Χέλερ. Θα ήταν αδύνατον να απαλλαγεί ένας πιλότος, αν ζητούσε απαλλαγή για ψυχολογικούς λόγους, γιατί το αίτημά του θα αποτελούσε απόδειξη ότι ενεργεί λογικά. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αντιφατικούς κανόνες, αντίθεση στους οποίους θα έδειχνε αποδοχή τους. Πώς να πάρει κάποιος δάνειο, αν χρειάζεται φερεγγυότητα, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται δάνειο; Πώς για πρώτη φορά να προσληφθεί κάποιος, αν χρειάζεται εμπειρία, που θα του είχε δώσει μια δουλειά; Τις ψυχολογικά ασυμβίβαστες απαιτήσεις «διπλό δεσμό» (double bind) είχε αποκαλέσει ο Γκρέγκορι Μπέιτμαν, προσπαθώντας να κατανοήσει τη σχιζοφρένεια.

    Με την κατάργηση του έτους 2022 ακυρώθηκαν χιλιάδες πτήσεις. Οι ηλεκτρονικές συσκευές σταμάτησαν να αναγνωρίζουν κωδικούς και δακτυλικά αποτυπώματα, οπότε καταργήθηκε και η τηλεργασία. Σε καταστήματα που είχαν κλείσει στην οδό της Οξφόρδης στο Λονδίνο μεταφέρθηκε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: τμήματα αρχιτεκτόνων και μηχανικών σε εκθέσεις επίπλων, τμήματα ιατρικής και χημείας σε γκαλερί καλλυντικών, τμήματα ψυχολογίας και λογοτεχνίας σε μπουτίκ με εσώρουχα, οι υπόλοιπες σχολές σε καταστήματα ρουχισμού, υπόδησης και ηλεκτρονικών παιχνιδιών.
    Επιδιώκοντας την ολιγοκοσμία, οι πιο προσεκτικοί αναζητούν εστιατόρια όπου μαγειρεύουν άνοστα φαγητά και παραστάσεις με ατάλαντους συντελεστές. Η νοσταλγία δεν είναι αυτή που ήταν άλλοτε. Από τις αναθυμιάσεις των αναμνήσεων, ζευγάρια λιποθυμούν ο ένας στη μαγκάλη του άλλου. Με τόση ζωή, οι νεκροί δυσφορούν, ενώ όλα θα αντιμετωπιστούν μόλις επέλθει κορεσμός στη σχέση αριθμημένων εκλιπόντων και αρνητών της απογραφής. Συνεχίζεται η σύγκρουση μεταξύ Χθεσινών ή έμπειρων, όπως βαυκαλίζονται, και Αυριανιστών, όπως αποκαλούνται όσοι προσβλέπουν στο μέλλον.

    Σχετικά κείμενα

    21+ επέτειοι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
    Kαλοκαίρι καθήμενο, ύπτιος χειμώνας, ακάθιστη άνοιξη; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

    Το κερασάκι στην τούρτα


    Η καλλιτέχνις (φωτ. Rory Van Milligen) και το έργο της στην Πλατεία Τραφάλγκαρ (φωτ. Χ. Πανουτσοπούλου)


    Ένα τέλος μπορεί να είναι επίσης μια αρχή

    Heather Phillipson

    Στην καρδιά του Λονδίνου στη πλατεία Tραφάλγκαρ, ένα τεράστιο λαχταριστό παγωτό με ένα κατακόκκινο κερασάκι επισφαλώς τοποθετημένο στην κορυφή του απλώνεται ελικοειδώς επάνω στην τέταρτη πλίνθο.
    Δίνει την εντύπωση ότι είναι στα πρόθυρα της διάλυσης έτοιμο να λιώσει, να περιχύσει με λευκή κρέμα τον τόπο και τους περαστικούς γύρω του.
    Φτιαγμένο από πολυστυρένιο και χάλυβα το προκλητικό παγωτό, δημόσιο γλυπτό μίνιμαλ αρτ της Heather Phillipson με τον εξ ίσου προκλητικό τίτλο «The end», ξεπηδά απρόβλεπτα με παιγνιώδη τονικότητα, στο αχανές σενάριο της πόλης.
    Βλέποντάς το, με την πρώτη ματιά δεν μπορείς να μην χαμογελάσεις, το μπανάλ καταναλωτικό αγαθό σού κλείνει το μάτι τσαχπίνικα, μιλάει ευθέως για γιορτή, για διασκέδαση, στιγμιαία ανεμελιά και απόσπαση, έκτροπη από το πραγματικό.
    Παρουσιάζεται εκεί σαν τρόπαιο ευημερίας, ως σημαίνον επιθυμίας και σαν παιδιάστικη μυθοπλασία μας παλινδρομεί σε μια παιδικότητα. Ο χιουμοριστικός του κώδικας με διακριτικές αλληγορικές αναφορές παράγει έναν διαδραστικό χώρο γύρω του, διεγείρει έναν ποπ μαζικό ηδονισμό, απελευθερώνει τον πόθο και τη νοσταλγία για το χαμένο αντικείμενο.
    Όλοι επιθυμούμε και αγαπάμε το παγωτό, που έστω στιγμιαία με μια διάρκεια ρευστή σαν την κρέμα του, απαλύνει τις άκαμπτες καταναγκαστικές δομές και με καρναβαλική ευφορία, μας κάνει να ξεχνάμε. Σήμερα ειδικά που το επιλήσμον σύμπαν της συντριπτικής παρουσίας του κορονοϊού ενοχοποιεί και εξοστρακίζει την επιθυμία.
    Και ξάφνου με μια δεύτερη ματιά συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Μια παράδοξη απειλή, μια υπόνοια ανασφάλειας διεμβολίζεται από το γλυπτό και ξεσπά επάνω μας. Νιώθουμε ένα κρουστικό πανούργο φλας και αμφιταλαντευόμαστε.
    Μια μεγάλη μαύρη μύγα κολλημένη στο πλάι της απολαυστικής κρέμας μολύνει την λευκότητα της, μας κοιτάζει ειρωνικά και μας θυμίζει τι μας περιμένει. Η αναπάντεχη παρουσία της δρα με τροχιακό άλμα ευθέως στο νευρικό μας σύστημα, μας ηλεκτρίζει και μας αιφνιδιάζει.
    Πρόκειται για μια εικόνα που δημιουργεί δυο παράλληλους κόσμους που μας γοητεύουν, μας αηδιάζουν και μας τρομοκρατούν συγχρόνως· εδώ ευρίσκεται το διακύβευμα.
    Το όραμα της καλλιτέχνιδας με την δυικότητα του, σκανδαλίζει, αντιφάσκει, παρεισφρέει μέσα μας σαν διφορούμενο κρυπτογραφημένο μήνυμα, σαν αναβλύζουσα ενόρμηση, σαν έδαφος αποσταθεροποίησης.
    Αυτή η πελώρια, κατάμαυρη μιαρή μύγα, προκαλεί ένα συμβάν μέσα στο μυαλό, μια αμηχανία, μια σκόπιμη δυστοπική γεύση όπως παραδέχεται η H. Phillipson. Πυροδοτεί αμφιθυμία ή και αποστροφή που φέρει όμως και αυτή την σφραγίδα της επιθυμίας, ανήκει στην τάξη της. Χαροποιεί και θλίβει ταυτόχρονα μετατρέποντας το χαμόγελο σε πικρό μορφασμό ενός μισάνοιχτου άκαμπτου στόματος, λες και όλα εδώ κάτω είναι ένα σκάνδαλο, μια φάρσα, μια τραγική σάτιρα. Ο θεατής ιντριγκάρεται έτσι να αντιδράσει, να εκφράσει μορφή διαμαρτυρίας για αυτό που ανέκαθεν διασαλεύει την τάξη του κόσμου. Για την εντροπία του πραγματικού, την παραδοξότητα, την ανικανοποίητη επιθυμία, την βία του επείγοντος, την αστάθεια, το πεπρωμένο απώλειας που κυριαρχεί.
    Το διαχρονικό γλυπτό γίνεται τόσο μάρτυρας της ανταγωνιστικής συνύπαρξης - σύντμησης όλων αυτών όσο και μάρτυρας της εποχής μας, η εικαστική του δυνητικότητα ολισθαίνει στο σημερινό γίγνεσθαι, στο συνεχές και απρόβλεπτο παρόν που ζούμε. Μολονότι η H. Phillipson συνέλαβε την ιδέα του γλυπτού τέσσερα χρόνια προ της πανδημίας ο προφητικός λόγος κατάρρευσης και απώλειας έλεγχου που εκφράζει αποτελεί μετωνυμία της υποκείμενης κακουχίας του πολιτισμού όπως και της σύγχρονης κοινωνικής σκηνής που ψυχορραγεί.
    Δίνοντας έμφαση στο φλέγον θέμα της ασώματης επικοινωνίας μας, στην παρουσία-εξαφάνισή μας μέσα στα δίκτυα και την επαγόμενη συρρίκνωση τού δημόσιου χώρου, η Phillipson μεταμορφώνει τα πράγματα, μένοντας ανοιχτή στις δελεαστικές προκλήσεις της τεχνολογίας. Αναρωτιέται αν το ψηφιακό σύμπαν εξασθενίζει τον ανθρωπισμό ή εμπεριέχει επίσης δυνατότητες χειραφέτησης μας. Πειραματίζεται και τοποθετεί στην κορυφή του αινιγματικού γλυπτού ένα μηχανικό μάτι –κάμερα [drone] μεταμορφώνοντας το εικαστικό θέμα σε καθρέφτη μας. Πρόκειται για παιχνίδι ανταλλαγής, συνενοχής αλλά και διχασμού. Ενώ το κοιτάζουμε μας κοιτάζει και εκείνο, περιελισσόμαστε ελικοειδώς ο εις πέριξ του άλλου. Η κάμερα μας παρακολουθεί και μας καταγράφει ενώ εμείς δε βλέπουμε ότι μας βλέπουν, ότι μας βλέπει αυτό που βλέπουμε. Γινόμαστε το ορατό υποκείμενο και αυτό είναι ο αόρατος άλλος που μας εποπτεύει σαν να είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές του καλλιτεχνικού γεγονότος.
    Το έργο κατεβαίνει στους δρόμους σαν τοπόσημο, πολιτική πράξη και δήλωση τονίζοντας ιδιαίτερα το εύρος νοήματος του δημόσιου χώρου, εκεί όπου ανέκαθεν εκτυλίσσεται η τελετουργία, το θέαμα, το παιχνίδι, le discours.
    Διεκδικεί μια θέση στην δημόσια σφαίρα σατιρίζοντας διακριτικά την αντίθεση «σοβαρού – μη σοβαρού» έργου τέχνης, ενώ μετατρέπει τον χώρο της πλατείας Tραφάλγκαρ σε genius loci, σημείο αγκίστρωσης, ένα way finding στους νοητικούς μας χάρτες. Δεν υπόσχεται κατανόηση, ούτε συναίνεση, ούτε σωτηρία, είναι μαχητικό και «διεστραμμένο».
    Έτοιμο για λήθη και εκμηδένιση το παγωτό της H. Phillipson μας κοιτάζει και λιώνει.
    Αλήθεια, σας αρέσουν τα παγωτά;

    Στάθης Τσεκούρας (1948-2021)



    Eργάστηκε για πολλά χρόνια ως δάσκαλος στην εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες, μαθαίνοντας ήδη από την δεκαετία του '70 τη νοηματική γλώσσα και ολοκληρώνοντας μεταπτυχιακό στην αποκατάσταση κωφών στο New York University. Σπούδασε επίσης κινηματογράφο και τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου. Με την ιδιότητα τού δασκάλου-εμψυχωτή δημιούργησε το 2013 για το Μουσείο Ιατρικής Κρήτης (συντονίζοντας ομάδα εκπαιδευτικών), το εξαιρετικά πετυχημένο πρόγραμμα γνωριμίας με την Λαϊκή Ιατρική «Γητειές και Γιατροσόφια», ένα πρόγραμμα για παιδιά Δημοτικού που ενσωματώνει με παιγνιώδη τρόπο κρητικές «γηθειές» και συνταγές από Ιατροσόφια, εισάγοντας τα παιδιά στο νόημα της Λαϊκής Ιατρικής.
    Ο Στάθης,  σπούδασε παλαιογραφία με τον Αγαμέμνονα Τσελίκα και υπήρξε στενός συνεργάτης του για 20 χρόνια στο Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Η αγάπη του για τα χειρόγραφα εκδηλωνόταν και με την άσκηση της αντιγραφικής τέχνης. Πριν από λίγα χρόνια, ολοκλήρωσε την φωτογράφιση σε υψηλή ανάλυση, ενώ ξεκίνησε και τη μεταγραφή του χειρόγραφου Ιατροσοφίου του Ιωάννου Αθανασίου από το Πάπιγκο (1821), εργασία που έμεινε ανολοκλήρωτη.
    Στις δεκαετίες '70-'90 ο Στάθης τράβηξε τεράστιο αριθμό φωτογραφιών (κυρίως φυτών). Από μια τέτοια εκδρομή με φωτογράφηση στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του '70 είναι και το παρακάτω στιγμιότυπο με τον συγγραφέα και ζωγράφο Ν.Γ. Πεντζίκη.


    Τα τελευταία τρία χρόνια, αγωνίστηκε με έναν δύσκολο καρκίνο. Έγραψε: «Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την εμφάνισή του. Αντέχουμε! Πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Κρίμα που δεν έχω τη δυνατότητα να τις γράψω! Το πόσα μπορεί να αντέξει κανείς δεν μπορούμε ούτε να το φανταστούμε!» (9 Μαΐου 2021). Την Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου έγινε στην Αργαλαστή του Πηλίου η κηδεία του Στάθη Τσεκούρα.

    Φτερούγισα, πώς το λένε!


    Άφησα το σπίτι ακατάστατο. Βρώμικο τ’ άφησα κι έφυγα. Φτερούγισα, πώς το λένε. Μια εικόνα έλαμψε: το κουβάρι η μάλλινη κλωστή καθώς κυλά κι αρχινά να ξετυλίσσεται σάμπως ιστορία που προσπαθεί ν’ αρθρωθεί… Βρώμικος ώς το κόκκαλο. Νεκρός, που όζει το σώμα του. Βρώμικος. Και ψυχή που φτερούγισε διάφανη. Καθαρή. Καθάρια. Κοιτώ από ψηλά ένα σπίτι ακατάστατο. Βρώμικο. Ένα σάπιο σώμα αφημένο στη βρωμιά. Είναι το σώμα το δικό μου. Αφημένο αυτού. Όζει και ζέχνει κι εγώ το κοιτώ. Από πάνω, ψηλά, το κοιτώ, σώμα δικό μου εισέτι, προεπαναστατικό. Σελήνιτσα, Αμπελάκι και Μπούρα! Μακριά απ' του ’21 τα διακόσια χρόνια!
    Πώς θα ένοιωθε ένας Μυκηναίος όταν θα επρόφερε την λέξη «παράρτημα»;
    Θα δίναμε σήμερα τον όρκο του Ρήγα ξανά;
    Τι παράδειγμα έδωσε ο Μάρκος ο Μπότσαρης; Γιατί έσκισε τον διορισμό του; 
    Αυτός δεν ήτανε μέχρι τέλους ο αρχηγός; Έσκισε το χαρτί και πήγε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσει και χτυπήθηκε. Κι εκεί έπεσε. Ανδρείος. Ήρως. Φτερούγισε — πώς το λένε...
    με το κοράσιο εκ Γαλλίας επιτάφιο να γέρνει γδυμνό πάνω στο μνήμα
    κι εγώ με το βλέμμα στην άσφαλτο όπου ερ-
    ριμμένος δίκην θησαυρός ζύθου καπακιών
    αυγάζει

    [ 25.12.2020, 13.6.2021 Έγραφα στον απόηχο των εορτασμών των διακοσίων ετών ]

    Χωρίς είκοσι δύο: υστερόγραφο για χρόνια που έχουν καταργηθεί



    22
    Γέννηση της Μεσσαλίνας, τρίτης συζύγου του αυτοκράτορα Κλαύδιου, εξαδέλφης του Νέρωνα και του Καλιγούλα και, μετά την εκτέλεσή της για συνωμοσία, αρχαίου θύματος εκδικητικής πορνογραφίας των ιστορικών Τάκιτου και Σουητώνιου.
    122 Αρχίζει η οικοδόμηση του τείχους του Αδριανού, που εγκαταλείπει εδάφη της Σκωτίας, σε ρωμαϊκή πρόβλεψη ενός Brexit.
    222 Οι Πραιτωριανοί σύρουν στους δρόμους τα ακρωτηριασμένα πτώματα του Ηλιογάβαλου και της μητέρας του πριν τα πετάξουν στον Τίβερη, ενώ το πλήθος δολοφονεί τον Πάπα Κάλλιστο Α΄, που είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ μετανοίας.
    322 Σε τάφο της Δυναστείας των Τζιν στην Κίνα η πρώτη αξιόπιστη αναπαράσταση αναβάτη με σπιρούνια σε άλογο.
    422 Γέννηση του ηγεμόνα, από ηλικία 13 ετών και για 52 χρόνια, της πόλης των Μάγια Παλένκε στο Μεξικό, γνωστού ως 11 Κόνικλος (11 Rabbit), καθώς δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ο γλύφος του ονόματός του, που θύμιζε σε αρχαιολόγο το καρτούν Κάσπερ (το Φιλικό Φαντασματάκι) και γι’ αυτό τον αποκάλεσε Casper.

    522 Θάνατος του συγγραφέα του εγχειριδίου αισθητικής Χαράσσοντας δράκους και το λογοτεχνικό μυαλό Liú Xié. Σε ψυχολογικό πείραμα ζητούσε ταυτόχρονα να ζωγραφίσουν έναν κύκλο με το ένα χέρι και ένα τετράγωνο με το άλλο. «Προσπαθώντας να κάνετε και τα δύο», έλεγε στους μαθητές του, «δεν κάνετε τίποτε σωστά».
    622 Έτος 1 του μουσουλμανικού ημερολογίου, όταν ο προφήτης Μωάμεθ ολοκληρώνει την Εγίρα (φυγή) από τη Μέκκα στη Μεδίνα. Ισλάμ σημαίνει «υποταγή (στον Θεό)» και Μουσουλμάνοι σημαίνει «υποταγμένοι».
    722 Αρχίζει η περίοδος 770 ετών της επανάκτησης της ιβηρικής χερσονήσου, με την πρώτη νίκη του Βησιγότθου Δον Πελάγιου κοντά στο Σπήλαιο της Παναγίας (Covadonga).
    822 Θανατώνεται ο Βυζαντινός στρατηγός Γρηγόριος Πτερωτός.
    922 Χιλιάδες παρακολουθούν από τις όχθες την εκτέλεση του αιρετικού ποιητή και δάσκαλου του Σουφισμού Al-Hallaj. Ο δήμιος πρώτα τον γρονθοκοπεί στο πρόσωπο. Έπειτα τον μαστιγώνει μέχρι να λιποθυμήσει. Μετά τον αποκεφαλισμό το σώμα του αλείφεται με καύσιμα και καίγεται, ενώ οι στάχτες σκορπίζονται στα νερά του ποταμού Τίγρη.
    1022 Για πρώτη φορά στη μεσαιωνική Ευρώπη καίγονται 13 αιρετικοί, με εντολή του βασιλιά Ροβέρτου Β΄ του Ευσεβούς, μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου της Ορλεάνης. Ασκητισμός, αγαμία, χορτοφαγία, αποστολική δράση, άρνηση τέλεσης εκκλησιαστικών μυστηρίων αναφέρονται ως πρακτικές της «αίρεσης της Ορλεάνης». Αντίπαλοι μιλούν για λατρεία του Σατανά και ερωτικά όργια.
    1122 Σε παρακαμπτήριο αποστολή, καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους, ενετικός στόλος εκατό πλοίων με δεκαπέντε χιλιάδες άντρες πολιορκεί για έξι μήνες τη βυζαντινή Κέρκυρα Γέννηση του κοκκινογένη αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσα.
    1222 Ίδρυση του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Επιστρέφοντας και τον επόμενο χρόνο, οι Μογγόλοι εξαλείφουν από τον χάρτη την πόλη Φιρόζκο, θερινή πρωτεύουσα του σουλτανάτου των Γκουρίντ στο κεντρικό Αφγανιστάν.
    1322 Ήττα των Άγγλων στον Πρώτο Πόλεμο για την ανεξαρτησία της Σκωτίας.
    1422 Ανταρσία του Κιουτσούκ Μουσταφά αναγκάζει τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ να λύσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης .
    1522 Κόστα Ρίκα (Πλούσια ακτή) ονομάζει Ισπανός κονκισταδόρος τη χώρα που αργότερα περιγράφεται ως η πιο φτωχή ισπανική αποικία στην Αμερική. Δεν πρόκειται μόνο για απουσία ορυκτού πλούτου. Η απουσία αξιάριθμου πληθυσμού αυτοχθόνων δεν αφήνει περιθώρια για φυτείες με καταναγκαστική εργασία. Αναπτύσσεται μεγαλύτερη ισότητα από ότι σε γειτονικές χώρες. Έλλειψη πόρων και έλλειμμα διακυβέρνησης συνιστούν ανεξύμνητες αρετές Στην Ισπανία επιστρέφει το πρώτο σκάφος που έχει κάνει τον περίπλου του κόσμου, η «Victoria», ένα από τα πλοία του Μαγγελάνου που διασώθηκαν Στη Γερμανία πωλούνται χιλιάδες αντίτυπα της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης από τον Λούθηρο, ενώ στη Βασιλεία κυκλοφορεί τρίτη έκδοση της Καινής Διαθήκης, στο πρωτότυπο με παράλληλο κείμενο στα λατινικά, που επιμελήθηκε ο Έρασμος Γέννηση της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας. Ήταν 17 ετών όταν χήρεψε από τριετή γάμο στον οποίο είχε εξαναγκαστεί. Επιλέγοντας τη μοναχική ζωή, η Ρεβούλα Μπενιζέλου διέθεσε την οικογενειακή περιουσία σε φιλανθρωπίες και εξαγορές γυναικών που προορίζονταν για χαρέμι. Ίδρυσε και δεύτερο, πιο απομονωμένο, μοναστήρι στα Πατήσια  Γέννηση του Μωυσή μπεν Γιακόμπ Κορνοβέρο, γνωστού με το ακρώνυμο Ραμάκ, που συστηματικά παρουσίασε τις καβαλιστικές διδαχές στο πρώτο του βιβλίο Pardes Rimonim (Περιβόλι με ροδιές), ενώ σχολίασε την έως τότε βιβλιογραφία σε 16τομη πραγματεία που ακολούθησε.
    1622 Θρησκευτικοί πόλεμοι, εξεγέρσεις και σφαγές Ουγενότων, ο Ρισελιέ γίνεται Καρδινάλιος Μυστηριώδεις αφίσες των Ροδόσταυρων στους τοίχους των Παρισίων Παγώνει ο Κεράτιος Κόλπος (ή Χρυσόν Κέρας) στον Βόσπορο Στην Αγγλία παγκοσμίως για πρώτη φορά καταγράφεται εμφιαλωμένο νερό από πηγή Γέννηση του Μολιέρου.
    1722 Ολλανδός ναύαρχος αποβιβάζεται ημέρα του Πάσχα (5 Απριλίου) στη Νήσο του Πάσχα Κυκλοφορεί ανώνυμα στο Λονδίνο το μυθιστόρημα Μολ Φλάντερς του Ντάνιελ Ντεφόου Ο Μπαχ συνθέτει «Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο».
    1822 Στην Επίδαυρο υιοθετείται σύνταγμα. Κατάληψη της Ακροκορίνθου και σφαγή της Χίου. Πυρπολείται η τουρκική ναυαρχίδα. Νίκη στις Θερμοπύλες Φτάνει στην Αφρική η πρώτη ομάδα απελεύθερων δούλων από τις ΗΠΑ, που ιδρύουν τη Μονρόβια, μετέπειτα πρωτεύουσα της Λιβερίας Στην Αϊτή προσαρτάται η Δομινικανή Δημοκρατία από τον Ζαν-Πιέρ Μπουαγέ, «πρόεδρο του Χαϊτίου», σύμφωνα με τη μετάφραση στα ελληνικά, στο Δοκίμιον του Ιωάννη Φιλήμονος, της επιστολής που είχε απευθύνει «προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην εις τα Παρίσια» χαιρετίζοντας την Ελληνική Επανάσταση Κατάληψη του Κίτο, αργότερα πρωτεύουσας του Ισημερινού, από δυνάμεις του Μπολίβαρ, με συμμετοχή αυτόχθονων, Αργεντινών, Εκουαδοριανών, Κολομβιανών, Περουβιανών, Χιλιανών και του τάγματος Αλβιών (από Σκωτσέζους, Ιρλανδούς και Άγγλους) Παρατήρηση της πεπτικής διαδικασίας μετά από ατύχημα με όπλο, που δημιούργησε γαστρικό συρίγγιο στον νεαρό που πυροβολήθηκε, τον οποίο προσέλαβε ως υπηρέτη, με σκοπό πολυετή πειράματα, ο γιατρός που τον διέσωσε. Όταν ο νεαρός πέθανε, η οικογένεια άφησε το σώμα του να σαπίσει πριν ταφεί, από τον φόβο μήπως τον «αναστήσουν» γιατροί που τους πολιορκούσαν για να τον εξετάσουν  Γέννηση του Παστέρ, του Μέντελ και του Μάθιου Άρνολντ Πρόταση του Τσαρλς Μπάμπατζ για μια διαφορική μηχανή, προπομπό των υπολογιστών Η Καθολική Εκκλησία επιτρέπει την έκδοση του Διαλόγου (1632) του Γαλιλαίου Τελευταία δημόσια μαστίγωση στο Εδιμβούργο Αίρεται η απαγόρευση του καφέ στη Σουηδία Με στήριγμα το έργο του Γιανγκ και αξιοποιώντας τη στήλη της Ροζέτας, ο Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν [ ελληνιστί Χαμπολλίων! ] διαβάζει αιγυπτιακά ιερογλυφικά Νεκροί ο Αλή Πασάς, ο Σέλλεϋ και η κόρη του Μπάιρον Αλέγκρα, ο γλύπτης Κανόβα και η ελληνικής καταγωγής κατάσκοπος της Ρωσίας και ερωμένη του Ποτέμκιν Zofia Potocka.
    1922 Η σύγχρονη Ελλάδα στη μεγαλύτερη έκτασή της (πριν από την καταστροφή)· αγωγή διαβητικών με ινσουλίνη για πρώτη φορά· στις ΗΠΑ κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Reader’s Digest, ενώ στο Παρίσι εκδίδεται ο Οδυσσέας του Τζόις. Ο Γκάντι συλλαμβάνεται στη Βομβάη και εκτίει δύο από τα έξι χρόνια φυλάκισης στα οποία καταδικάζεται. Ο Στάλιν αναλαμβάνει Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ. Πρεμιέρα του «Νοσφεράτου» στη Γερμανία.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα


    Τζον Άσμπερι
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)Μάρτιος 2022
    Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Απρίλιος 2022
    Γιώργος Ιωάννου
    (επιμ. Έλενα Χουζούρη)Μάιος 2022
    Τζέιμς Τζόις
    (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος) • Ιούνιος 2022

    Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Μορίς Μπλανσό (Δημήτρης Δημητριάδης-Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)

    Αλέκος Φασιανός (1935-2022)

    «Ο αυτόχειρας», τέμπερα σε χαρτί 1972 (ιδιωτική συλλογή)


    «Πρώτη φορά, βρήκε ο Φασιανός τον εαυτό του στα μπλε. Στα μπλε που κατάφερε να τα ηχήσει σ' όλες τις κλίμακες, να ενσταλάξει τον ένα τόνο μέσα στον άλλο, χωρίς η διαύγεια να χάσει τίποτε από την πυθμενική της μαγεία... Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ, Ανοιχτά Χαρτιά: «Ο Φασιανός που αγαπάμε».

    Μνήμη Α.Φ.


    Μάρτιος του 1986 στο 6ο Σαλόνι Βιβλίου του Παρισιού το περίπτερο του Εθνικού Τυπογραφείου της Γαλλίας προσφέρει μια επετειακή εκτύπωση του ποιήματος «Marine» [«Στόλος», από τη συλλογή Illuminations (Εκλάμψεις), 1886] του Arthur Rimbaud. Σε τραχύ χαρτί Arches 300 γραμμαρίων, στοιχειοθετημένο στο χέρι και τυπωμένο με τους ιστορικούς χαρακτήρες Charles X του χαράκτη Marcellin Legrand είναι ένας φόρος τιμής στη τεσσάρων αιώνων περιώνυμη χαρτοποιία της Λωρραίνης-Αλσατίας, στην πόλη Charleville της ίδιας περιοχής, γενέτειρας του μέγιστου λυρικού ποιητή, στα εκατό χρόνια της σπουδαίας συλλογής του και στους νέους, πιο «μοντέρνους» τυπογραφικούς χαρακτήρες των αρχών του 19ου αιώνα, που επί της βασιλείας του Καρόλου Ι΄ ανανεώνουν στο Εθνικό [Βασιλικό, τότε] Τυπογραφείο την πολυχρησιμοποιημένη σειρά Didot, της οικογένειας του φιλέλληνα (μαθητή του Κοραή και δωρητή του πρώτου τυπογραφείου στην επαναστατημένη Ελλάδα) Φιρμίνου Διδότου [Firmin Didot].
    Το ίδιο απόγευμα στο café Le Pré aux Clercs, γωνία της οδού Bonaparte και Jacob, η σχετική με το ποίημα συζήτηση με τον Αλέκο Φασιανό έχει θέμα την οπτική αντίληψη, πως αλλάζει με το φως, τη θάλασσα, τη ρεμβαστική διάθεση. Εκείνη την εποχή στη μόνιμη ελληνική παρέα του παριζιάνικου καφέ συμμετείχε ο Βασίλης Σπεράντζας, ο Κώστας Αναγνωστόπουλος και όποιος άλλος παρεπιδημούσε για λίγο ή πολύ με καλλιτεχνικές αναζητήσεις, η νεαρή γλύπτρια Λυδία Βενιέρη και ο αρχιτέκτονας Κίμων Σκάσσης, η επιμελήτρια Βάσια Καρκαγιάννη, ο Κώστας Ταχτσής, ο Απόστολος Γαβράς. Επιφυλακτικός στην αρχή ο Αλέκος Φασιανός, μοναχικός, σεμνός, μετριόφρων αλλά με ιδιόμορφο, διαβρωτικό πολλές φορές, χιούμορ επιζητούσε πάντα την ουσιαστική, χωρίς έπαρση και υπερβολές, συντροφιά. Ο λόγος του απλός και εκζητημένα ανεπιτήδευτος, όπως και στα γραπτά του.
    Το ποίημα του Ρεμπώ προκάλεσε ενδιαφέρον, μια γόνιμη κουβέντα που κράτησε εκείνο το βράδυ σε μάκρος, για τον οπτικό ιμπεσιονισμό των δύο εικόνων των πλοίων και των αρότρων που συμπλέκονται κάτω από τις αντανακλάσεις του ήλιου. Ως και οι στίχοι του Εμπειρίκου αναφέρθηκαν : « ηλιοχαρή παιχνίδια στις επιφάνειες παίζει » και « Ράγκα – παράγκα ρίγος βαθύ της γης / και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων / που εκσπούν εις τους αιγιαλούς… » από το ποίημα « Ράγκα – Παράγκα » [τώρα στη συλλογή: Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα 1984] που του πρόσφερε σαν ένα είδος «θούριου» για να πορευθεί στη ζωή και στη τέχνη, όταν, το 19…εξήντα τόσο, έφυγε κι εκείνος για σπουδές στο Παρίσι.
    Στο τέλος πήρε ένα μολύβι από την μέσα τσέπη του μόνιμου σκουρόχρωμου επενδύτη του, που συγκρατούσε πάντα μια λεπτή δερμάτινη ζώνη, και σχεδίασε με ξεχωριστή αυτοσυγκέντρωση και σοβαρότητα στο πάνω αριστερό περιθώριο του φύλλου έναν αρματηλάτη. Στην κατατομή είναι ο ίδιος, κοιτάζει πίσω του καθώς οδηγεί τα δύο άλογα που φρουμάζουν, το μακρύ κασκόλ ανεμίζει πίσω …και η σκόνη πάνω από την υπογραφή.

    Ανάμεσα στον «Παράφρονα κολυμβητή » και τον « Ρεμβάζοντα », τους ποδηλάτες, τους καπνιστές, τους νέους και τους ιππείς, είναι ο μόνος αρματοδρόμος.

    Στόλος

    Τα άρματα από ασήμι και χαλκό –
    Οι πρώρες από χάλυβα και άργυρο –
    Χτυπούν τον αφρό, –
    Ξεπατώνουν τις ρίζες των θάμνων.
    Οι ανεμοστρόβιλοι στα χέρσα
    Και οι τεράστιες τροχιές στην άμπωτη
    Τραβούν κυκλικά προς τ’ανατολικά,
    Προς τους κορμούς του δάσους –
    Προς τους στύλους της προκυμαίας,
    Που η γωνία της χάνεται κάτω από τις
    ακτίνες του φωτός.

    [ Απόδοση ]

    Συκοφαντίες

    [ Ας είναι καλά η Πομπηία... ]




    Δύσκολη εποχή για τα σύκα ο χειμώνας. Όμως καμία εποχή δεν είναι ακατάλληλη για φάντες και ρετσινόλαδο. Παντός καιρού, επομένως, το ζήτημα του πώς αντικρούονται όσοι επίφθονα προκαλούν, εκφέρουν ή διακινούν συκοφαντίες. Επιπλέον, παρ’ ολίγον λογογράφοι υπερβαίνουν σε εκδικητικότητα απορριφθέντες εραστές. Ασφαλώς οι νομικοί απευθύνονται στα δικαστήρια. Οι ψυχίατροι αναζητούν αντίστοιχες με τον κλάδο τους αιτιολογίες και αγωγή. Οι κοινωνιολόγοι αναλύουν μεταλλάξεις της κοινωνίας. Οι γλωσσομαθείς ερευνούν ετυμολογίες. Τι άλλο μπορεί να κάνει όποιος γράφει πέρα από το να γράφει; Οποιαδήποτε άλλη αντίδραση σε συκοφαντίες υποστασιοποιεί την διαβολή, ενώ αλγεινά ρυθμίζονται αλγόριθμοι εκφοβισμών σε μέσα δικτύωσης, όπου οι χρήστες εντέλει θα αλληλοεξοντωθούν.
    Τι κρίμα που δεν είναι εύκολο να βρεθούν πιο ταλαντούχοι εχθροί, γιατί οι φίλοι προκύπτουν, ενώ εχθρούς οφείλεις να επιλέγεις. Με ευστροφία και υψηλό φρόνημα πρέπει να αντιμετωπίζονται κάθε είδους θηρία. Έτσι διδάσκουν τα παραμύθια, όπως παρατήρησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η ανανοηματοδότηση σε τσανακογλείφτη της λέξης sycophant στα αγγλικά προδίδει ότι μεγαλύτερος κόλακας από τον συκοφάντη μάλλον δεν υπάρχει. Η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων μπορεί να αποκαλύψει τους υπαίτιους, έστω μετά θάνατον, όπως άλλωστε φαίνεται να εντοπίστηκε ο καταδότης της Άννας Φρανκ. Όλα κυλούν, ακόμη και αν η γραφή, όπως λένε ορισμένοι, συκοφαντείται από την προφορικότητα, στον βαθμό που τα γραπτά μένουν. Σε ένα πεδίο ακατάσχετων εγγραφών γίνεται αδύνατον κάποιος να μη συκοφαντηθεί.

    Καθώς το λεωφορείο ανέβαινε τις στροφές προς μια παράσταση στο Σέιχ Σου, όρθιος ένας μαθητής γυμνασίου άρχισε να γελά διαβάζοντας μικροσκοπικό εγχειρίδιο, με θέμα τη Στωική φιλοσοφία, στη σειρά «Τι πρέπει να ξέρω». Η ευθυμία προερχόταν από τον θάνατο ενός Στωικού. Είχε πεθάνει από τα γέλια κυριολεκτικά, λέγεται, μαθαίνοντας ότι γάιδαρος τα τίναξε τρώγοντας πολλά σύκα. Ό,τι μαθαίνεις είναι καλό, αλλά όχι πάντοτε. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από εκείνο το βράδυ, εκτός από την έκπληξη των επιβατών του λεωφορείου, που έβλεπαν ένα παιδί να γελά διαβάζοντας, αν και ακόμη δεν θα ήξερε πόσο αστείο είναι να μεγαλώνεις.


    Σημ.: Ετυμολογικές υποθέσεις για τον Συκοφάντη – που κάνει την εμφάνισή του ως χαρακτήρας στον Αριστοφάνη – συνοψίζονται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: Ο συκοφάντης και τα σύκα «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» (wordpress.com)

    Παρ’ ολίγον ατύχημα

    Όταν το λυκαυγές διαδέχεται τη νύχτα, οι οδοί και οι λεωφόροι είναι σχεδόν έρημες. Μπορεί ένας άνεμος να λυγίζει τα ασθενικά δεντράκια ή μια δυνατή βροχή να ξεπλένει τη βρωμιά των πεζοδρομίων – όμως, ό, τι κι αν συμβαίνει, ο χρόνος μετεωρίζεται αναποφάσιστος από σεβασμό στην κυριαρχία της σιωπής. Αυτό το χρονικό σημείο επέλεγε ο κύριος Μίμης, εδώ και χρόνια, τελετουργικά και ακριβέστατα, για να κάνει έναν μεγάλο περίπατο απολαμβάνοντας το εύθραυστο κενό της σιγής. Ήξερε, ότι λίγο αργότερα, η απατηλή ακινησία χρόνου και εικόνας θα διαταρασσόταν από θορύβους τους οποίους ανέκαθεν απεχθανόταν: Κορναρίσματα αυτοκινήτων, ήχοι από στόρια που ανεβαίνουν, άτσαλα βήματα στο πλακόστρωτο. Οι εικόνες που του τραβούσαν την προσοχή, ήταν εξίσου απεχθείς: Τραβηγμένες από την κούραση της νύχτας φυσιογνωμίες, άστεγοι που προσπαθούσαν αδέξια να πιάσουν μπουκάλια λίγο παραδίπλα από τις κουβέρτες τους κι αυτά ξέφευγαν από τα παγωμένα δάχτυλά τους για να κυλήσουν ανέμελα έως ότου τα φρενάρει κάποιο εμπόδιο. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι βόλτες του κυρίου Μίμη είχαν όλο και λιγότερη διάρκεια – τα πόδια του είχαν βαρύνει, οι αντοχές του είχαν μειωθεί. Ωστόσο, βρήκε τη λύση. Θα έπαιρνε το αυτοκίνητο. Αποφάσισε πως έτσι ήταν ακόμα καλύτερα. Διέσχιζε φαρδείς δρόμους με ελάχιστη ακόμα κίνηση, αντίκριζε λιβάδια με την πάχνη ακόμα νωπή πάνω στα σπαρμένα. Οι υποφωτισμένοι οδοδείκτες άφηναν στο πέρασμά του χλωμές ουρές όπως οι μακρινοί κομήτες. Προστατευμένος από κάθε θόρυβο, μπορούσε, μετά την καθημερινή του διαδρομή, να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τον ερχομό μιας ακόμα σπαταλημένης μέρας.

    Την Πρωτοχρονιά ξεκίνησε νωρίτερα από ό, τι συνήθιζε. Είχε παρκάρει σε μιαν απότομη ανηφόρα, ο δρόμος πίσω του ήταν ελεύθερος. Έκανε κρύο, η άσφαλτος ήταν γυάλινη από τον παγετό κι αυτός στάθηκε για λίγο περιμένοντας τους ιριδισμούς της ασθενικής αυγής να αντικατοπτρίζονται στο οδόστρωμα. Το φως αργούσε και ο κύριος Μίμης βαρέθηκε, μπήκε γρήγορα στο αμάξι του και άναψε το καλοριφέρ. Τα δάχτυλά του ήταν σχεδόν άκαμπτα όταν τα ακούμπησε στο τιμόνι. Το κλειδί δεν μπήκε εύκολα στη μίζα, τελικά τα κατάφερε και κατόπιν έλυσε το χειρόφρενο. Το αυτοκίνητο τσούλησε στον έρημο δρόμο με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, κι αυτός έψαχνε με ιλαρή σχεδόν διάθεση το φρένο. Καθ’ οδόν ξεκόλλησε δυο τρεις καθρέφτες από σταθμευμένα οχήματα, έγδαρε προφυλακτήρες, αλλά τίποτε δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει την ορμητική κάθοδο του μπλε κουπέ με τον μοναχικό οδηγό, τον κύριο Μίμη με την καρό τραγιάσκα του κατεβασμένη μέχρι τα αυτιά. Το λυκαυγές του νέου έτους διαπέρασε φευγαλέα το παρμπρίζ και ο κύριος Μίμης θυμήθηκε πως ό, τι σου συμβαίνει την πρώτη μέρα του χρόνου θα επαναλαμβάνεται και τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα τέσσερεις.
    Άφησε το τιμόνι και τράβηξε τα πόδια του από συμπλέκτες και φρένα. Η ρουτίνα του δεν θα άλλαζε. Απλώς, επί έναν χρόνο, θα πέθαινε κάθε μέρα.

    Καταστήματα

    όμ*κρον


    Είναι αναπόφευκτη η επικράτηση της παράλλαξης όμοκρον, πρόβλοψο μογγόλος γλοσσολόγος. Πόσο; Τόσο μοκρός χόρος. Τόσο μοτοδοτοκό νόσος. Μονόμορφος τόπος. Μονόδοξος τρόπος, όπος ο ολλονοκός. Στον Ολλόδο ολοκλορόνοτο το δοοθνός λογοτοχνοκό OLOPO. Βόλος, Πόρος, Ρόδος, Νόξος, Μόκονος, Τολό, Ορχομονός, Κολονός, Οκρόπολο. Γοογροφοκός προοροσμός. Μόκος και πλότος. Βονό και κόμπος, ξορό & θόλοσσο. Όρος, όρμος, όρθρος, κόρφος, πόλος. Νότος. Τόνος. Ομόκοντρος, ομόχονδρος. Πρόλογος. Μονόφθογγος. Θλοβορός, χορόμονος, πορομόνος, όνθροπος, ζόο, φοτό. Δόσκολο πρόοδος. Μόθοδος. Φθόνος, πόθος, δόλος, θόρρος, σκότος, ζόφος, φος, κοτοκλοσμός. Κρότος. Κρόνος, όγκος, πόνος, τρόμος, φόβος, ψόγος. Γόμος, γρόνθος, γόος, δοκός. Οπλοφόρος. Ψοχολογοκός πόλομος. Θόλος. Λόθος, λοβός, λολός. Λοξός δρόμος. Λόρος, λόχος, λόφος. Λοοφόρος. Βοσκός. Ρονόκορος, μολοσσός, όνος. Οοροπλόνο, σκόφος, οτοκόνοτο. Φόρτος. Κόστος. Ομόλογο, προτότοκο, προτόκολλο. Βροτός. Κορόμολο, ονονός, οβοκόντο, κορότο, λοτός, πρόσο, μοκορόνο, όρτος, σοκολότο. Ζογρόφος και ποζογρόφος. Φοτογρόφος. Θόοτρο. Οντός. Οκτός. Μότο, σόμβολο, τοτόμ. Μοσοργός, τονόρος, ογκολόγος, ορθοποδοκός, οστονόμος, τροχονόμος, λοστρόμος, λοτόμος, τόμος, οτορονολορογγολόγος, οντολόγος. Πρόσφορο. Ποδόσφορο. Φονορός, όμορος, μορός, ολότολος. Χολ, μονόκλ, όργκον μποξ, ον, όφσορ, σπόρος, σοπ, γκλομπ. Σκοπός, πρόσκοπος, κοτόσκοπος. Σόος, οθόος, όνοχος, όνορκος. Κλόνος, κλόδος, δόντρο. Ρόζος Ζορό. Ροζ. Δον οπόρχο όλλο διόξοδος. Το φονόμονο δον οποτό. Μόνο οδός. Μονόφονος. Μονοδοκό οποτόλοσμο. Λόγος. Μοτό; Οκολοθό το Κομορόν.

    TA BΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ 2021

    Ο «Χάρτης», συμπληρώνοντας τον τρίτο χρόνο διαδικτυακής κυκλοφορίας του, καθιερώνει ετήσια βραβεία, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων της χρονιάς. Η διάκριση αυτή προέρχεται από μια ευρεία ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού οι οποίοι, χωρίς δεσμεύσεις ή προεπιλογές, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου [Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά] που έχουν εκδοθεί το 2021. (Δεν περιλαμβάνονται βιβλία των τακτικών συνεργατών του περιοδικού.)


    Ο ΜΑΚΡΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
    των επιλογών του «Χάρτη» :

    ΠΟΙΗΣΗ

    Γιώργος Αλισάνογλου, Κυψέλες, εκδ. Κίχλη 
    Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Αντιγόνη. Μία κόρη, μία χώρα, εκδ. Άγρα
    Ορφέας Απέργης, Καθαριστήριο, εκδ. Πατάκη
    Γιώργος Βέλτσος, Η Ανάληψις της Παρθένου, εκδ. Πατάκη
    Γεράσιμος Βουτσινάς, Χρονικό μιας αστραπής, εκδ. Περισπωμένη
    Βάσος Γεώργας, Ποιήματα που δεν γράφτηκαν ποτέ, εκδ. Bibliothèque
    Φοίβη Γιαννίση, Θέτις και Αηδών, εκδ. Καστανιώτη
    Σπύρος Γούλας, Τα περσινά τους βάζουν για καλά, εκδ. Πόλις
    Δημήτρης Ελευθεράκης, Άσπρα μήλα εκδ. Πατάκη
    Ηλίας Ευθυμιόπουλος, Ποιήματα, εκδ. Athens Voice
    Αντωνούσα Καμπουράκη, Ποιήματα τραγικά, (επιμ. Β. Ρούσσου), εκδ. Στιγμός
    Κώστας Καναβούρης, Αμνός, ένα ποίημα στον καθρέφτη, εκδ. Πόλις
    Σπύρος Κανιούρας, Το κτήμα, εκδ. Άγρα
    Φωτεινή Καπελλάκη, Το ελάχιστο σώμα, εκδ. Ενύπνιο
    Ελένη Κοσμά, Μες στον ψυχρό καιρό, εκδ. Πόλις
    Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, εκδ. Θράκα
    Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδ. Πόλις
    Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, εκδ. Πατάκη
    Αλέκος Λούντζης, Οι επόμενοι, εμείς, εκδ. Στιγμός
    Αντώνης Μακρυδημήτρης, Ελλάς. Λυρικό δράμα, εκδ. Ι. Σιδέρης
    Μάνια Μεζίτη, Στόμα, εκδ. Κουκκίδα
    Θόδωρος Μπασιάκος, Γκαγκάν Μυτεράν, εκδ. Πανοπτικόν
    Ασημίνα Ξηρογιάννη, Ποιήματα 2009-2017, εκδ. Βακχικόν
    Ευά Παπαδάκης, Μερακλίνα, Κουκιμπιμπέρισα, Ομπλαντί, εκδ. Στιγμός
    Άκης Παπαντώνης, Bildungsroman, εκδ. Κίχλη
    Μανόλης Πρατικάκης, Τα Δερβενάκια των Rolling Stones, εκδ. Αρμός
    Γιώργος Ρούσκας, Χοϊκά Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια, εκδ. Κοράλλι
    Μαρία Σαββάκη, Ο ποιητής, εκδ. Μελάνι
    Δανάη Σιώζιου, Ενδεχόμενα τοπία, εκδ. Αντίποδες
    Θάνος Σταθόπουλος, Εισαγωγή στη μέρα, εκδ. Ίκαρος
    Γιάννης Στίγκας-Νικόλας Ευαντινός, Κωμωδία, εκδ. Άγρα
    Θωμάς Τσαλαπάτης, Η ομορφιά των όπλων μας, εκδ. Αντίποδες
    Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του τίποτα, εκδ. Καστανιώτης
    Μυρτώ Χμιελέφσκι, Ο πίσω τοίχος ο ανεπίσημος, εκδ. Ενύπνιο
    Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδ. Μελάνι

    Συλλογικά έργα:
    Χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά!, ανθολογία, επιμ. Θανάσης Γαλανάκης-Πάνος Κουμής, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος
    Μαύρες ρίζες, Αφροαμερικανοί ποιητές και ποιήτριες του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση-μτφρ. Νίκος Λάγιος, εκδ Στοχαστής

    ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα)

    Γιώργος Αποσκίτης, Στιγμόμετρο, εκδ. Σμίλη
    Χρήστος Αστερίου, Μικρές αυτοκρατορίες, εκδ. Πόλις
    Ρούλα Γεωργακοπούλου, Ανάπτυγμα βατράχου, εκδ. Στερέωμα
    Θοδωρής Γκόνης, Το μαύρο φόρεμα του κόρακα, εκδ. Άγρα
    Άννα Γρίβα, Εξόριστες βασίλισσες, εκδ. Μελάνι
    Σωτήρης Δημητρίου, Ουρανός απ’ άλλους τόπους, εκδ. Πατάκη
    Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, εκδ. Πόλις
    Φώτης Δούσος, Η λίστα του Λεπορέλο, εκδ. Νεφέλη
    Ζυράννα Ζατέλη, Ορατή σαν αόρατη, εκδ. Καστανιώτης
    Ισίδωρος Ζουργός, Περί εαυτού ψυχής, εκδ. Πατάκη
    Γιάννης Καισαρίδης, Ώρες αιώρες, εκδ. Κέδρος
    Κώστας Κατσουλάρης, Αφαίας και Τελαμώνος, εκδ. Μεταίχμιο
    Κώστας Λογαράς, Όταν βγήκε απ’ τη σκιά, εκδ. Καστανιώτη
    Δήμητρα Λουκά, Η μούτα, εκδ. Κίχλη
    Ευσταθία Μαντζαρίδου, Φτερά στο τσιμέντο, εκδ. Περισπωμένη
    Μαργαρίτα Μαντά, Τα υλικά του χρόνου, εκδ. Εστία
    Κυριάκος Μαργαρίτης, Εννέα, εκδ. Ίκαρος
    Μαρίλη Μαργωμένου, Το θηρίο βγήκε βόλτα, εκδ. Καστανιώτη
    Μαρία Μήτσορα, Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος, εκδ. Πατάκη
    Ανδρέας Μήτσου, Η Παγίδα. Βίωμα και γραφή, εκδ. Καστανιώτη
    Μαρία Ξυλούρη, Πέτρινα πλοία, εκδ. Μεταίχμιο
    Λέανδρος Πολενάκης, Λιλήθ, ή το φτύσιμο και το φίλημα, εκδ. Εύμαρος
    Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο, εκδ. Κίχλη
    Φαίδων Ταμβακάκης, Το τελευταίο ποστάλι, εκδ. Εστία
    Μιχάλης Τοπαλίδης, Το Καδέρνο, εκδ. Πνοή
    Σώτη Τριανταφύλλου, Σικελικό ειδύλλιο, εκδ. Πατάκη
    Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων, εκδ. Κίχλη
    Xρήστος Χωμενίδης, Ο Τζίμης στην Κυψέλη, εκδ. Πατάκη

    ΔΟΚΙΜΙΟ (μελέτη ή μαρτυρία)

    Αναστάσης Βιστωνίτης, Η κοίτη του χρόνου, εκδ. Καστανιώτη
    Βαρβάρα Γεωργοπούλου, Η Ιστορία «ενός θρύλου»: Ελένη Ουράνη και η Θεατρική Κριτική (1915-1971), εκδ. Σιδέρη
    Αγγέλα Γιώτη, Μεταπολεμικές δοκιμές πολιτικού λυρισμού, εκδ. Αλεξάνδρεια
    Θόδωρος Γραμματάς (επιμ.), Ο χρόνος στο θέατρο: Θεατρική μνήμη ενός άχρονου παρόντος, εκδ. Παπαζήση
    Τιτίκα Δημητρούλια, Ο ποιητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εκδ. Γκοβόστη
    Σταύρος Ζουμπουλάκης, Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο, εκδ. Πόλις
    Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ανθοδέσμη για την Μεγάλη Εβδομάδα, εκδ. Άρτος Ζωής
    Δημήτρης Καργιώτης, Περιστασιακή ποίηση. Δοκίμιο για την ανάδυση μιας κατηγορίας, εκδ. Gutenberg
    Γιώργος Κεντρωτής, Ποδήλατα και Ποδηλάτες: Περί μεταφράσεως ο λόγος, εκδ. Gutenberg
    Βάσω Κιντή, Φιλοσοφία της ιστορίας, εκδ. Πόλις
    Γιάννης Κιουρτσάκης, Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή. Εσαεί ατελείωτο ψηφιδωτό, εκδ. Πατάκη
    Νίκος Κοκκομέλης, Ιστορίες της Αυλής: ιστοριογραφία, θεσμοί και κοινωνία στη Γαλλία του 17ου αιώνα, εκδ. Εστία
    Δημοσθένης Κούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά: Ελλάδα και κόσμος, άτομο και Ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020, εκδ. Πατάκη
    Δαμιανός Κωνσταντινίδης, Ο αντ’ αυτού, εκδ. Ρώμη
    Γιάννης Λεοντάρης, Ναρκοπέδια της ανάγνωσης, εκδ. Ύψιλον/βιβλία
    Θάνος Λίποβατς, Τα παράδοξα του ατομικισμού, εκδ. Αρμός
    Ηρακλής Λογοθέτης, Δάνειον έθνος, εκδ. Σμίλη
    Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων, εκδ. Gutenberg
    Ειρήνη Μουντράκη, Εντός, εκτός και επί τα αυτά, εκδ. Αιγόκερως
    Θανάσης Μουτσόπουλος, Όχι ακριβώς τέχνη / Η υπερδιόγκωση του πολιτισμικού φαινομένου, εκδ. Πλέθρον
    Εύα Μπέη, Με τον Νίκο Καρούζο, εκδ. Loggia
    Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, εκδ. Εστία
    Κωστής Παπαγιώργης, Κατάλοιπα του ’21, εκδ. Καστανιώτης
    Σάκης Παπαδημητρίου, Η τζαζ της λογοτεχνίας, εκδ. Σαιξπηρικόν
    Κωστής Παπαϊωάννου, Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά (Από τον φασισμό στον μεταφασισμό — Η Δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά), εκδ. Πόλις
    Γιώργος Πεφάνης, Θέματα του μεταπολεμικού και σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, Κάππα Εκδοτική
    Αλέξης Πολίτης, 1821-1831: Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούργια λογοτεχνία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
    Λίνα Ρόζη, Τοπία μονολόγων στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο, εκδ. Σοκόλη
    Εμμ. Ροϊδης, Οι ετήσιες επιθεωρήσεις στην «Ώρα», εκδ. Εθνική Βιβλιοθήκη
    Αιμιλία Σαλβάνου, Πώς μαθαίνουμε ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε; εκδ. Ασίνη
    Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Florilegium I. Ποιητές του Μεταπολέμου, εκδ. Κουκκίδα
    Μάνος Στεφανίδης, Το δράμα του σώματος. Διαμαντής Διαμαντόπουλος Αισθητική και Ιδεολογία μιας Εποχής, εκδ. University Studio Press
    Θεοδόσης Π. Τάσιος, Εθνεγερσία. Το πνεύμα και το αίμα, εκδ. Άτων
    Διονύσης Τζάκης, Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη, εκδ. ΕΑΠ
    Συραγώ Τσιάρα, H επιμέλεια του βλέμματος, εκδ. Νήσος
    Γιώργος Τσιμουρής, Εμείς οι ναυτικοί, μπαρκαρισμένοι και ξέμπαρκοι, εκδ. Da Vinci
    Μαρία Χαμάλη, Αμερικανική Δραματουργία και ελληνική σκηνή, εκδ. Σοκόλη

    Ξένων συγγραφέων
    Τζιοβάνι Αρίγκι, Ο Άνταμ Σμιθ στο Πεκίνο, μτφρ. Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου-Σπύρος Κακουριώτης, εκδ. Κουκίδα
    Νicolas Chevassus-au-Louis, Απάτες στα εργαστήρια, μτφρ. Κατερίνα Γούλα, εκδ. Gutenberg
    Heike B. Gortemaker, Η αυλή του Χίτλερ, μτφρ. Γιάννης Κέλογλου, εκδ. Gutenberg
    A. C. Graylink, Η Ιστορία της Φιλοσοφίας, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη
    Ursula Le Guin, Το κύμα μέσα στο μυαλό, μτφρ. Βικτωρία Αρδίτη-Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες
    Todd May, Ζωή με σημασία, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες
    Sue Prideaux, Φρίντριχ Νίτσε «Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης». Η βιογραφία, μτφρ. Νίνα Μπουρή, εκδ. Πατάκη
    Gareth Stedman Jones, Καρλ Μαρξ, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη
    George Orwell, Δεν γίνονται πια καλοί φόνοι, εκδ. Ουαπίτι
    Marilyn Yalom, Αθώοι μάρτυρες – Παιδικές αναμνήσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα

    Συλλογικά έργα
    Πολίτες της Βαβυλωνίας, επιμ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Νήσος

    ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

    Ιωάννα Αβραμίδου, Λύκος ανάμεσα σε λύκους, του Χανς Φάλαντα, εκδ. Gutenberg
    Ορφέας Απέργης, Ελλάς, του Σέλλεϋ, εκδ. Gutenberg
    Ορφέας Απέργης, Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, του Kevin Barry, εκδ. Gutenberg
    Σταυρούλα Αργυροπούλου, Σάγκι Μπέιν, του Douglas Stuart, εκδ. Μεταίχμιο
    Χρήστος Αστερίου, Παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων, του Clemens Setz, εκδ. Gutenberg
    Άγγελος Αγγελίδης / Μαρία Αγγελίδου, Ο εφιάλτης, του Hans Fallada, εκδ. Gutenberg
    Άγγελος Αγγελίδης / Μαρία Αγγελίδου, Joseph Roth – Stefan Zweig, Αλληλογραφία 1927-1938, εκδ. Άγρα
    Αυγή Δαφερέρα, Ιστορίες από μακρινά προάστια του Shaun Tan, εκδ. Αίολος
    Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! του William Faulkner, εκδ. Gutenberg
    Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκπνοή, του Ted Chiang, εκδ. Ίκαρος
    Βασίλης Δουβίτσας, Ο εικονογραφημένος άνθρωπος, του Ray Bradbury, εκδ. Άγρα
    Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Η ζωή εδώ και τώρα, της Βισουάβα Σιμπόρσκα, εκδ. Καστανιώτη
    Λένα Καλλέργη και Ευτυχία Παναγιώτου, Ανθολογία ρομαντικών ποιητών, εκδ. Κέδρος
    Γιάννης Καλιφατίδης, Κατάλογος απολεσθέντων, της Γιούντιτ Σαλάνσκυ, εκδ. Αντίποδες
    Γιώργος Καράμπελας, Γιόγκα, του Εμανουέλ Καρέρ, Εκδόσεις του 21ου
    Γιάννης Κοιλής, Μαύροι καθρέφτες, του Arno Schmidt, εκδ. Κίχλη
    Γιάννης Κοιλής, Η εποχή των Μάγων: Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας, του Wolfram Eilenberger, εκδ. Πατάκη
    Γιώργος Κυριαζής, Το τούνελ του Ουίλιαμ Χ. Γκας
    Άννα Μαραγκάκη, Κάτι αστραφτερό της Τζάκλιν Γούντσον, εκδ. Πόλις
    Λουίζα Μιζάν, Η ψεύτρα και η πόλη, της Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν, εκδ. Καστανιώτης
    Σπύρος Μοσκόβου, Η δεύτερη μάχαιρα, Μια μαγιάτικη ιστορία, του Πέτερ Χάντκε, εκδ. Εστία
    Γιάννης Παλαβός, Κόκκινα φύλλα, του Ουίλλιαμ Φώκνερ, εκδ. Κίχλη
    Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Προμηθέας Δεσμώτης, του Αισχύλου, εκδ. Το Ροδακιό
    Θεόδωρος Παπαγγελής, Λουκρήτιος, Περί φύσεως, εκδ. Gutenberg
    Θεόδωρος Παπαγγελής, Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του έρωτα, εκδ. Μεταίχμιο
    Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ο έμπορος του φωτός, του Ρομπέρτο Βεκιόνι, εκδ. Κριτική
    Άννα Παπασταύρου, Αμερικάνα, του Ντον ΝτεΛίλο, εκδ. Gutenberg
    Αλεξάνδρα Παύλου, Ο ύπνος των δικαίων, του Wolfgang Hilbig, εκδ. Ποταμός
    Ματθίλδη Σιμχά, Τι ντροπή, της Παουλίνα Φλόρες, εκδ. Κίχλη
    Σωτήρης Σουλιώτης, Το Τέλος. Ο αγώνας μου/Βιβλίο Έκτο, του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, εκδ. Καστανιώτης
    Απόστολος Στραγαλινός, Χρώματα του αποχαιρετισμού, του Μπέρνχαρντ Σλινκ, εκδ. Κριτική
    Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Νίκανδρος Νούκιος ο Κερκυραίος: Ταξίδι στην Εσπερία (Προλεγόμενα, εισαγωγή Α΄, επιμέλεια Paolo Odorico· Εισαγωγή Β΄, Σημειώσεις Joel Schnapp· Επιλεγόμενα Yves Hersant), εκδ. Άγρα
    Έφη Φρυδά, Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, του Ocean Vuong, εκδ. Gutenberg
    Μαρία Φραγκούλη, Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων, του Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, εκδ. Loggia
    Σωτήρης Χαλικιάς, Τσουάγκ Τσι, εκδ. Ίνδικτος

    ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

    Μαρία Γιαγιάννου, Η κουνελόσκαλα, εκδ. Καλέντη
    Βάσια Εξάρχου, Ο κύκλος των Κυκλάδων, εκδ. Κέδρος
    Στέργια Κάββαλου, Η ντουλάπα, εκδ. Ποταμός
    Θεοδώρα Κατσιφή, Γκούρι, σημαίνει πέτρα, εκδ. Καλειδοσκόπιο
    Μαρούλα Κλιάφα, Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο, εκδ. Πατάκη
    Στέλλα Μιχαηλίδου, Ίδια έχουμε μαμά, εκδ. Καλειδοσκόπιο
    Μάρια Μπαχά, Μια ιστορία για τον Διονύσιο Σολωμό, εκδ. Καλειδοσκόπιο
    Ροδούλα Παππά, Μύθοι του Αισώπου, εκδ. Νεφέλη
    Αργυρώ Πιπίνη, Ζάζα, εκδ. Καλειδοσκόπιο
    Αντώνης Σέργης, Πάμπλο: ένας καμβάς αναμνήσεις, εκδ. Ψυχογιός
    Ελένη Σβορώνου, Η χαμένη ψηφίδα της Αγίας Σοφίας, εκδ. Καλέντη
    Κωστής Στήκας, Μηχανισμός των Αντικυθήρων – Το μαγικό ταξίδι, εκδ. Στήκας
    Θοδωρή Τσεκούρα, Πώς να ταξιδέψεις στο διάστημα χωρίς να βγεις από το σπίτι σου, εκδ.
    Παπαδόπουλος
    Πέτρος Χριστούλιας, Η ατμομηχανή του χρόνου, εκδ. Ίκαρος

    ————————

    Οι χαρτογράφοι που πρότειναν βιβλία για βράβευση είναι οι εξής:

    Δημοσθένης Αγραφιώτης, Γιώργος Βέης, Χάρης Βλαβιανός, Αθηνά Βογιατζόγλου, Ιάκωβος Βούρτσης, Ευριπίδης Γαραντούδης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ανθούλα Δανιήλ, Αγαθή Δημητρούκα, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ζέρβας, Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Μάνος Κοντολέων, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Βαγγέλης Λιβιεράτος, Αλέξιος Μάινας, Άρης Μαλανδράκης, Παυλίνα Μάρβιν, Μιχάλης Μοδινός, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Bασίλης Παπαγεωργίου, Σάββας Πατσαλίδης, Νίκος Πρατσίνης, Θεοδόσης Πυλαρινός, Αριστοτέλης Σαΐνης, Νικήτας Σινιόσογλου, Λάμπρος Σκουζάκης, Ανδρέας Τσάκας, Μίλτος Φραγκόπουλος, Άντεια Φραντζή, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου.

    *

    Τα Βραβεία θα ανακοινωθούν στο επόμενο τεύχος (Απριλίου).


    Βιβλιοπούλι

    Ου κρανίου τόπος: Πόλεμος και ειρήνη

    Σε διαμαρτυρία «κατά της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, παραιτούμαι από τη θέση της διευθύντριας» του Κρατικού Θεάτρου της Μόσχας, γράφει σε λογαριασμό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η Ελένα Κοβάλσκαγια. «Είναι αδύνατον να δουλεύεις για έναν δολοφόνο και να πληρώνεσαι από αυτόν», συνεχίζει η ανάρτηση, οξύτατη όχι μόνο για τη Ρωσία του Πούτιν, αλλά οποιαδήποτε χώρα σε περίοδο σύγκρουσης, όταν αποκλίσεις από την «κοινή γνώμη» θεωρούνται προδοσία, με σχετικές προειδοποιήσεις να έχουν απευθύνει φορείς στη Μόσχα, όπως το Θέατρο Μαγιακόφσκι, απαγορεύοντας σε ηθοποιούς να σχολιάσουν την εισβολή – λέξη απαγορευμένη. Όχι στον πόλεμο, δηλώνουν στους κοινωνικούς λογαριασμούς τους η κόρη του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, η κόρη του Μπόρις Γιέλτσιν και η κόρη του Ρομάν Αμπράμοβιτς, τέκνα τριών πυλώνων: της πολιτικής εξουσίας, ενός πλέγματος μετατοπίσεων από το παρελθόν και της οικονομικής ολιγαρχίας   §   Το Κίεβο αρχίζει να περικυκλώνεται ενώ χαράσσονται οι γραμμές αυτές. Οι Ουκρανοί αποκαλούν την πρωτεύουσά τους Kyiv (Київ, kee-yiv) και τη γράφουν με ї, γράμμα που δεν υπάρχει στο ρωσικό κυριλλικό αλφάβητο. Στα ρωσικά αποκαλείται Kiev (Киев, kee-yev), όπως λέγεται από τους ρωσόφωνους στην Ουκρανία και έχει επικρατήσει διεθνώς, επιλογή που αντιρωσικές κυβερνήσεις επιχειρούν να αλλάξουν. Στο διεθνές λεξιλόγιο παραμένουν τα κοκτέιλ Μολότοφ, όπως ειρωνικά τα είχαν ονομάσει οι Φινλανδοί το 1939, με καταγωγή που ανάγεται στο υγρό πυρ των Βυζαντινών. Οδηγίες για την παρασκευή τους δίνουν με αναρτήσεις του υπουργείου Εσωτερικών και από την τηλεόραση οι ουκρανικές αρχές, που μοιράζουν όπλα στους πολίτες    §   Αυξάνονται οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας από Δυτικές χώρες, με προεξάρχουσες πρώην Ανατολικές. Πόσα είναι διατεθειμένη, αναρωτιούνται Αμερικανοί αναλυτές, να θυσιάσει η Δύση για την Ουκρανία, χωρίς να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, όπου κατά συνθήκην ισχύει, όπως και για τους τρεις σωματοφύλακες: «ένας για όλους και όλοι για έναν». Τοπικό προσωπικό της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Κίεβο απευθύνει έκκληση να μην εγκαταλειφθεί, όπως συνέβη στο Αφγανιστάν. Αναστέλλεται η έγκριση λειτουργίας αγωγού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία, που θα παρέκαμπτε την Ουκρανία μέσω Βαλτικής. Οι πολιτικοί καλούνται να παράγουν αέριο δια ιδίων μέσων. Η άνοδος των τιμών διανοίγει επιχειρηματικές προοπτικές στον τομέα της ενέργειας, που ήταν μέχρι στιγμής ασύμφορες. Η Ρωσία αποκλείεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου είχε επανέλθει το 2019 έπειτα από την αποπομπή της, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Φέτος δεν θα επιτραπεί ρωσική συμμετοχή στη Γιουροβίζιον, καθώς θα έπληττε το κύρος της, δηλώνουν οι διοργανωτές    §    Επιδιώκεται η αποκοπή της Μόσχας από το διεθνές σύστημα διατραπεζικών πληρωμών, που είναι γνωστό με τα γρήγορα αρχικά SWIFT. Η αποπαγκοσμιοποίηση, που συνδέεται με τον Τραμπ, το Brexit και την πανδημία, διευρύνεται. Σε σχέση με οικονομικές επιπτώσεις, σοβαρότερες συνέπειες αναμένονται για ευρωπαϊκές οικονομίες και λιγότερο για χώρες της Βορείου Αμερικής ή της Ασίας, ενώ η κεντρική τράπεζα και ο ιδιωτικός τομέας της Ρωσίας διατηρούν υψηλή ρευστότητα. Κυρώσεις ούτως ή άλλως θα είχαν επιβληθεί, τονίζεται από ρωσικής πλευράς. Βιολόγοι και θηριοδαμαστές γνωρίζουν ότι, αν αποκλείσεις από οδό διαφυγής ένα ον, θα αντιδράσει, εφόσον δεν παραδοθεί. Δεν χρειάζεται να είναι αρκούδα    §    Η αντιρωσική συναίνεση στις ΗΠΑ, μια μορφή αντικομουνισμού χωρίς κομμουνιστές, όπως έχει χαρακτηριστεί, διαταράσσεται από δύο πλευρές. Από τη μία αναδεικνύεται η υπόσχεση που δόθηκε, ή έτσι είχε εκληφθεί από τους Ρώσους, ότι το ΝΑΤΟ δεν επρόκειτο να επεκταθεί «ούτε μία ίντσα προς ανατολάς» μετά την επανένωση της Γερμανίας και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης [NATO Expansion: What Gorbachev Heard | National Security Archive (gwu.edu)]. Από την άλλη, ο Πούτιν βρίσκει έδαφος μεταξύ υποστηρικτών του πρώην Προέδρου Τραμπ, που κατηγορούν τον Μπάιντεν και άλλους για τις εξελίξεις. Μήπως την ευθύνη για όσα κάνει ο Πούτιν έχουν η Γκρέτα Τούνμπεργκ και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, ρωτά στη διαδικτυακή εκπομπή του ο Τσάρλι Κερκ    §   Συνεχίζουμε μέχρι να παραδοθούν, δηλώνει ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, θυμίζοντας, σε ερώτηση δημοσιογράφου του BBC για το πώς δικαιολογείται η εισβολή, την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, την ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη. Ο Ρώσος Πρόεδρος καλεί τον ουκρανικό στρατό να ανατρέψει τον πρόεδρο της χώρας, ενώ απειλεί Σουηδία και Φινλανδία να μη διανοηθούν ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η δυνατότητα εκτόξευσης πυρηνικών όπλων αποτελεί εξαίρεση στον γενικό κανόνα ότι η ψυχολογία των παγκόσμιων ηγετών είναι λιγότερο σημαντική από το συστημικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν    §   Στο Κίεβο παραμένει διακηρύσσοντας τη μαχητικότητά του ο Ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι, ο οποίος είχε εκλεγεί με το κόμμα «Υπηρέτης του Λαού», που έφερε το όνομα εξαιρετικά δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς, στην οποία ως κωμικός ηθοποιός έπαιζε τον ρόλο ενός δασκάλου που κατά λάθος είχε εκλεγεί πρόεδρος της χώρας [Ζελένσκι, ένας κωμικός απέναντι στον Πούτιν (msn.com)]. «Όλοι δίνουν πολλές συμβουλές στην Ουκρανία. Με συμβουλές δεν μπορείς να φτάσεις κάπου», δηλώνει ο Πρόεδρος της Τουρκίας, προσθέτοντας ότι «δεν πρέπει να μετατρέψουμε την κατάσταση σε τσιμπούσι όπως του Καραγκιόζη με τον Χατζηαβάτη»    §    Η εισβολή αρχίζει μετά τη λήξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο, ενώ μόλις έχει προηγηθεί επίσκεψη του ηγέτη του Αζερμπαϊτζάν στη Μόσχα, όπου υπογράφονται διμερείς οικονομικές συμφωνίες. Η Ρωσία είχε μεσολαβήσει στη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, που είχε εξοπλιστεί με τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), συμπαραγωγή των οποίων από την αμυντική βιομηχανία της Ουκρανίας φαίνεται να είχε συζητηθεί    §   Στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Weibo εκατομμύρια Κινέζοι συζητούν τις εξελίξεις την Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να προκύψει ο νεολογισμός Wu Xin Gong Zuo(乌心工作)για να περιγράψει εκείνους που είναι τόσο απασχολημένοι με την κατάσταση στην Ουκρανία που δεν μπορούν να επικεντρωθούν στη δουλειά τους. Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών στο Πεκίνο δεν θυμίζει τη σοβιετικο-κινεζική συνοριακή σύγκρουση το 1969. Υπενθυμίζει ότι τα ξημερώματα της 7ης Μαΐου 1999 πύραυλοι του ΝΑΤΟ έπληξαν την κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι με τρεις νεκρούς. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι επρόκειτο για λάθος, λόγω μη ενημερωμένου χάρτη, χωρίς η Κίνα να πειστεί. Οικονομικά σημαντικές χώρες που επίσης δεν έχουν τοποθετηθεί κατά της Ρωσίας περιλαμβάνουν τη Βραζιλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ινδία, την Ινδονησία και τη Νότιο Αφρική    §   Στην κοινή μακραίωνη ιστορία ρωσικού και ουκρανικού λαού, που ανάγεται στο Βάπτισμα των Ρως από τον ισαπόστολο πρίγκιπα Βλαδίμηρο, αναφέρεται μήνυμα του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών, που αποκρούει την ανακήρυξη ουκρανικής αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Ιερουσαλήμ των Ρώσων θεωρούν κάποιοι το Κίεβο. Τους τελευταίους δέκα αιώνες ουκρανικά εδάφη βρέθηκαν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο Μογγόλων, Λιθουανών, Πολωνών και Ρώσων. Προηγουμένως το 988, σύμφωνα με ιστορικό θρύλο, διαμαρτυρόμενη μετέβη στη Χερσώνα (Kherson) η πριγκίπισσα Άννα του Βυζαντίου και μετέπειτα μεγάλη πριγκίπισσα του Κιέβου. Αδελφή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, επονομαζόταν Πορφυρογέννητη, καθώς είχε γεννηθεί στο πορφυρό baby room ως νόμιμη κόρη αυτοκράτορα – του Ρωμανού Β΄ και της Θεοφανούς. Σκοπός του ταξιδίου ήταν ο γάμος με τον συνονόματο του Λένιν και του Πούτιν Βλαδίμηρο Α΄, που βαπτίστηκε Χριστιανός για το χέρι της. Ποτέ πριν πορφυρογέννητη δεν είχε παντρευτεί βάρβαρο. Πολιτικοί λόγοι επέβαλαν στενότερη σχέση μεταξύ του Βυζαντίου και των Ρως. Καταργώντας τη θρησκευτική ελευθερία, ο Βλαδίμηρος επέβαλε τον χριστιανισμό. Γνωστός για τον έκλυτο βίο του, λέγεται ότι απέκτησε τρία παιδιά με τη σύζυγο και θρησκευτική σύμβουλό του    §    Αν πατέρας των πάντων παραμένει ο Πόλεμος, μητέρα όλων δεν πρέπει να θεωρείται η Ειρήνη; Αλίμονο σε όσους χάνουν τη ζωή και τον βίο τους. Αλίμονο στα θύματα σε έναν κόσμο όπου οι θύτες θριαμβολογούν. Βασικό ερώτημα παραμένει αν – ενδυναμώνοντας, αντί να αποκρούσει, την από δυσμάς περικύκλωση που επιχειρεί να αποφύγει – η εισβολή στην Ουκρανία της Ρωσίας, που συνεπάγεται αποκοπή από την υπόλοιπη Ευρώπη, μετατοπίσει προς ανατολάς τον πυρηνικά στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, καθιστώντας τον έναν λιγότερο ισχυρό εταίρο της Κίνας. Στο πεδίο των συμβολισμών, οι γεωπολιτικές προοπτικές συνοψίζονται σε ένα ερώτημα για τον Πόλεμο και την Ειρήνη: Θα διαβάζεται ο Τολστόι στο μέλλον ως μέρος της ευρωπαϊκής ή της κινεζικής λογοτεχνίας;    §    «Δεν με άφησαν να τελειώσω», είπε χαμογελώντας ο γεννημένος στην Οδησσό Ισαάκ Μπάμπελ, συγγραφέας του Κόκκινου Ιππικού, όπου συμφύρονται λυρισμός και θηριωδίες, όταν τον συνέλαβαν στη Μόσχα το 1939, έναν χρόνο πριν εκτελεστεί.

    -

    Επισημάνσεων σύνοψις: η Ουκρανία τώρα


    Ο σολοικισμός της ακύρωσης του Άλλου, της άσκησης βίας δηλαδή ενός κράτους σε βάρος ενός άλλου, γειτονικού ή μη, παρά τα ισχύοντα από πλευράς διεθνούς δικαίου, επαναλαμβάνεται, ως γνωστόν, urbi et orbi, πάντα ως αναμενόμενη κατά κανόνα τραγωδία και ουδέποτε ως απροσδόκητη φάρσα. Ό,τι δραματικό καταγράφεται αυτές τις μέρες με την παράνομη επέμβαση στην Ουκρανία, επιβεβαιώνει, εκτός όλων των άλλων, κρυστάλλινες και πάγιες θουκιδίδειες θέσεις περί πολεμικών εμπλοκών και συρράξεων    §    Ας συγκρατήσουμε ότι το φθινόπωρο του 1962, την ύστατη μάλιστα στιγμή, απετράπη η μείζων σύρραξη. Η εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στην Κούβα από την τότε ΕΣΣΔ υπήρξε το ακραίο casus belli για την Ουάσιγκτον. Πλην όμως οι ειλικρινείς και πράγματι ευφυώς συντονισμένες μέσω του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ διαβουλεύσεις των δύο μερών ακύρωσαν τον πυρηνικό όλεθρο. Δυστυχώς δεν κατέστη αυτή τη φορά δυνατή η σύμπλευση των αντιπάλων κρατών. Η Ρωσία, σημειωτέον, φαίνεται ότι έχει προετοιμαστεί προ πολλού για να αντιμετωπίσει τις όποιες κατά βάση μετριοπαθείς ή αντιθέτως αυστηρότατες κυρώσεις των Δυτικών στον οικονομικο-τραπεζικό κυρίως τομέα. Άλλωστε, ο έμπειρος των ελιγμών πρόεδρος Πούτιν έχει αποδείξει πολλές φορές ότι αποφεύγει συνειδητά τις όποιες εκρήξεις αυτοσχεδιασμού. Οι δε κυρώσεις, ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως, πάσχουν και από το εγγενές τους ηθικό μειονέκτημα, εκείνο της πασιφανούς μεροληψίας, τεραστίων μάλιστα διαστάσεων, αν συνυπολογίσουμε την πανηγυρική, διαρκή ατιμωρησία της Τουρκίας εκ μέρους της συντεταγμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αυτών των ΗΠΑ μετά την ανενδοίαστη εισβολή και απροκάλυπτη κατοχή βορείου τμήματος της Κύπρου από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Αττίλα    §   Πάντα εκκρεμεί βέβαια το ενδεχόμενο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, έστω και πάνω σε μέρος των πρώτων ερειπίων από τις αιματηρές συγκρούσεις. Ας δείξουν την ικανή και απαραίτητη σύνεση αμφότερες οι πλευρές προς όφελος εντέλει του πλανήτη. Ισχύει πάντα η επίκαιρη απόφανση του ημέτερου Ευριπίδη, δηλαδή «Ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν». Εκτός κι αν κάτι τέτοιο, ήτοι η Ιστορία, δεν υφίσταται καν, όπως εξακολουθεί να διατείνεται από τον τάφο του ο ιδιόρρυθμος εκείνος μονήρης της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης, ο φιλέλληνας Άρτουρ Σοπενχάουερ.

    Νίκος Αντύπας, ο ενορχηστρωτής της μουσικής παιδείας μιας ολόκληρης γενιάς

    Ο Νίκος Αντύπας (1954-2022) ενορχήστρωσε σε μια εποχή γεμάτη από "φώσφορο" στις τέχνες και στον πολιτισμό. Το μουσικό άρωμα, και η αισθαντικότητα των μουσικών του έργων, θα εμπνέει γενιές και γενιές   §   Εξέφρασε τη μουσική μας ευαισθησία, σε μια περίοδο ανερχόμενου νεοπλουτισμού, τη δεκαετία κυρίως του ’90    §    Με τις μουσικές του, "οι δυναμίτες της ψυχής μας σπάσαν την πέτρα". Όπως χαρακτηριστικά, με το δίσκο του "δι’ ευχών των αγίων ημών", γκρέμισε το πλούτος στάϊλ, και μας κράτησε σε ισορροπία. Μας βοήθησε να θεραπεύσουμε κάθε "ορατή κι αόρατη πληγή". Άνοιξε τα αυτιά μας με μεγάλη εγκαρδιότητα, στις νέες μουσικές του προτάσεις. Ξεδίψασε με τους ήχους και τις μελωδίες του, τις καρδιές μας    §    Ένωσε τους μουσικούς δρόμους του Βασίλη Τσιτσάνη και του Μάνου Χατζιδάκι, με το ροκ των σημερινών πενηντάρηδων. Επέκτεινε τα μουσικά μας ακούσματα, σε νέους δρόμους. Ντράμερ των Socrates, συνθέτης κι ενορχηστρωτής    §   Με τους ήχους, τις μουσικές του, και τις ενορχηστρώσεις του, ονειρευόμαστε ακόμη    §    Στη μετά τον Νίκο Αντύπα περίοδο, οδηγούμαστε σε μια εποχή "φωσφοριζέ"· Με τις μουσικές του, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβαίνουμε ακόμη, αυτά τα "άηχα", βουβά, σιωπηλά κι "άνυδρα" μουσικά, χρόνια.

    Αλέξανδρος Ίσαρης (1941-2022)

    Το τελευταίο ποίημα του Μάικ Κίλι

    Στις 23 Φεβρουαρίου πέθανε ο συγγραφέας, μεταφραστής, καθηγητής Αγγλικών & δημιουργικής γραφής και ιδρυτής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον Έντμουντ (Μάικ) Κίλι (Edmund Keeley). Γεννημένος το 1928 στη Δαμασκό και έχοντας ζήσει μικρός (1936-1939) στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του ήταν Πρόξενος των ΗΠΑ, ο Κίλι αναδείχθηκε σε κορυφαίο πρεσβευτή της ελληνικής ποίησης και του ελληνικού πολιτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον αγγλόφωνο κόσμο. Έχοντας τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία για το έργο του, υπήρξε επίσης συνιδρυτής της βορειοαμερικανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Modern Greek Studies Association), ενώ διετέλεσε πρόεδρος του Αμερικανικού Κέντρου του PEN. Στη μνήμη του σπουδαίου αυτού σύγχρονου φιλέλληνα δημοσιεύεται εκδοχή στα ελληνικά του τελευταίου ποιήματός του, με τίτλο «Daylight» στα αγγλικά.

    Έντμουντ Κίλι

    ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

    Η δική μας μάστιγα έχει διάφορα ονόματα
    Κανένα τόσο ωμό όσο ο Μαύρος Θάνατος
    Του Μεσαίωνα ωστόσο εξίσου σκοτεινά
    Εκτός αν με κάποιο τρόπο πιστέψεις ότι φως
    Από μια αναλαμπή τελικής αναγνώρισης
    Ή την προσδοκία απόκοσμης αυγής
    Πάντοτε θα φθάνει πριν από το τέλος
    Για να βουβαθεί ο τρόμος τόσου θανάτου
    Και η δική σου αναμονή για το τι μπορεί να έρθει.
    Οπότε γιατί να περιμένεις και άλλο
    Γιατί να μην τα αφήσεις όλα στη Νέμεση
    Και να κάνεις έναν μεγάλο περίπατο έξω
    Προς οποιαδήποτε κατεύθυνση υπόσχεται
    Να ανακτήσεις πράγματα να θυμηθείς
    Από πιο ανάλαφρα χρόνια σε χώρους ανοιχτούς
    Που φουσκώνουν δίπλα σε μια ατελείωτη θάλασσα
    Τα λευκά πρωινά ενός ύπτιου θαύματος
    Μετά τις πανέμορφες σκοτεινές διαδρομές
    Ολονύκτιου έρωτα και τα μερίσματα
    Του να έχεις κρατήσει κάποιον άλλον πέρα
    Από κάθε εντύπωση πως αυτό μπορεί να τελειώσει.

    ( Απόδοση: Γ. Χ. )

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα



    Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Απρίλιος 2022
    Γιώργος Ιωάννου
    (επιμ. Έλενα Χουζούρη)Μάιος 2022
    Τζέιμς Τζόις
    (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος) • Ιούνιος 2022
    Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου) • Ιούλιος 2022

    Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    OuLiPo (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Το Δημοτικό Τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
    Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)

    Ξύλινο κουτί

    Jacob Maris, «Κορίτσι που ταϊζει πουλάκι σε κλουβί»· λάδι σε ξύλο, περ.1867. Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη

    Το βράδυ μετά τη δουλειά επιστρέφαμε στο ξύλινο διαμέρισμα. Τρία πατώματα απείχε η σοφίτα από τη γη. Όσα ακριβώς χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δέναμε τα λόγια μας στο δέντρο της εισόδου, ώστε να τα ξαναβρούμε την επόμενη μέρα. Από το ασανσέρ ακόμα, είχαμε υπολογίσει τις αποστάσεις που θα κρατούσαμε. Στο γύρισμα του κλειδιού είχαμε κιόλας ισιώσει τις καμπύλες των χειλιών. Με το κλείσιμο της πόρτας, ξεκινούσαμε να αφαιρούμε ένα ένα τα ρούχα που μας τύλιγαν. Σε κάθε αφαίρεση υφάσματος κι άλλο στρώμα ξύλινου φλοιού προσθέτονταν. Ώσπου, τελικά, καθόμασταν αντίκρυ στο κρεβάτι με το ασπρόμαυρο καρό σεντόνι. Πιόνια δεν υπήρχαν. Κι όμως διψούσαμε να μπούμε στο παιχνίδι. Ξερίζωσες τότε τα λευκά πλήκτρα του ακορντεόν που μου έπαιζες μελωδίες παλιά. Εγώ, άνοιξα τον μικρό φεγγίτη και μάζεψα μαύρα φτερά. Κάθε φορά που πίεζες τα πιόνια σου, ακουγόταν άδειες νότες. Άπνοες χωρίς την φυσούνα. Αφηρημένη, έχανα τα φτερά μου σε κάθε σου κίνηση. Η παρτίδα σε βρήκε νικητή. Μάζεψα τα πιόνια μου από το πάτωμα και τα τύλιξα στο ασπρόμαυρο σεντόνι. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Μάταια προσπαθούσα από μνήμης να ξαναπαίξω την παρτίδα μας, να ακούσω τις πρώτες μελωδίες. Αγόρασα ένα ξύλινο κλουβί κι έβαλα μέσα τα φτερά. Μέρα με τη μέρα τα κολλούσα μεταξύ τους. Τους έβαζα τροφή και νερό. Τα παρατηρούσα να συνδέονται με τον καιρό, να θεριεύουν. Σε δύο χρόνια το κατασκεύασμα πήρε μορφή. Έβγαλα το κλουβί στο μπαλκόνι. Στο πρώτο φύσημα του αέρα η πόρτα του άνοιξε. Τότε ακούστηκε η μουσική.

    Διεθνής έκκληση για την προβολή δύο ταινιών του Σεργκέι Λοζνίτσα

    Έκκληση για ταυτόχρονη προβολή διεθνώς των ταινιών Maidan και Donbass του Σεργκέι Λοζνίτσα (Sergei Loznitsa) στις 9 Μαϊου 2022, Ημέρα της Ευρώπης, υπογράφουν συγγραφείς από όλο τον κόσμο. Η έκκληση, την οποία συντονίζει το Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας Βερολίνου, για την προβολή των δύο ντοκιμαντέρ συνιστά διαμαρτυρία για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Στηρίζει τον Λοζνίτσα που, έχοντας παραιτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου λόγω της άνευρης αντίδρασής της στην εισβολή, αποβλήθηκε από την Ουκρανική Ακαδημία Κινηματογράφου γιατί – επιβεβαιώνοντας τη συμμετοχή του σε φεστιβάλ στη Γαλλία, όπου έχουν κληθεί Ρώσοι σκηνοθέτες όπως ο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ (Kirill Serebrennikov) – αρνείται να μποϊκοτάρει ταινίες Ρώσων σκηνοθετών που επίσης αποτελούν θύματα διώξεων. Περισσότερες πληροφορίες: 09.05.2022 Worldwide Screening: »MAIDAN« and »Donbass« by Sergei Loznitsa — internationales literaturfestival berlin

    Γ.Χ.

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα





    Γιώργος Ιωάννου
    (επιμ. Έλενα Χουζούρη)Μάιος 2022
    Τζέιμς Τζόις
    (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)Ιούνιος 2022
     Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου) Ιούλιος 2022

    Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Mορίς Μπλανσό (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι
    (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
    Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)

    Οπλισμένη σάτιρα

    Λένε ότι όσο χειρότερα πάει ο κόσμος, τόσο καλύτερα δουλεύουν οι σκιτσογράφοι. Η ανθρώπινη τραγωδία στην Ουκρανία είναι ένα –ανεπιθύμητο– παράδειγμα αυτής της επιγραμματικής διατύπωσης. Στους χαλεπούς καιρούς μας οι γελοιογράφοι έχουν «οπλίσει» τα σκίτσα τους και βάλλουν κατά ριπάς ενάντια στον εισβολέα Πούτιν και στην ασύμμετρη απειλή του. Ανάμεσά τους και ο Βρετανός Άντι Ντέιβι, που γνωρίσαμε από μια συνέντευξη που έδωσε παλαιότερα στον Χάρτη (δες εδώ: https://www.hartismag.gr/hartis-28/komiks/andy-davey-legontas-thn-alhoeia-sthn-exoysia). Ο ίδιος παραχώρησε ευγενικά μια επιλογή γελοιογραφιών του, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στον αγγλικό Τύπο (The Telegraph). Μια είναι η ευχή: Να πάει ο κόσμος καλύτερα, κι ας έχει επιπτώσεις στη δουλειά των σκιτσογράφων.

    Μια ιστορία


    Όταν ρώτησαν τον κ. Μ. τι είναι ο πολιτισμός εκείνος αποκρίθηκε:

    Φανταστείτε ένα σπίτι, που κάμποσα χρόνια πριν, κάποιοι άνθρωποι αναπαλαίωσαν εξωτερικά, μα όχι εσωτερικά. Δούλεψαν σκληρά, μόνοι τους, κρεμασμένοι από σκοινιά, κινδυνεύοντας να πέσουν και να τσακιστούν, άλλαξαν τη στέγη, ενίσχυσαν τους τοίχους, έβαψαν την πρόσοψη με ευχάριστα χρώματα, και τοποθέτησαν σε όλα τα παράθυρα τζάμια ζωγραφισμένα με ωραίες εικόνες, που δεν άφηναν τίποτα να φανεί από το εσωτερικό του. Ο κόσμος στην αρχή τους κορόιδευε, τώρα όμως όλοι περνούσαν από εκεί για να το θαυμάσουν, πολλοί ερχόντουσαν από μακρινά μέρη, έλεγαν πως έτσι θα έπρεπε να είναι και στα μέρη τους τα σπίτια. Έβγαζαν φωτογραφίες και τις έστελναν στους δικούς τους, σε κάθε γωνιά της γης, ενώ αγόραζαν καραμέλες από τους πλανόδιους πωλητές που αφθονούσαν εκεί τριγύρω. Δεν έλειπαν βέβαια και ορισμένοι που, πότε-πότε, μουτζούρωναν τους τοίχους, έσπαγαν κάποιο τζαμάκι, όλα αυτά όμως διορθωνόντουσαν αμέσως.
    Πέρασαν χρόνια, ώσπου μια μέρα – μέρα μεσημέρι – εμφανίστηκε ένας νταής με δυό-τρεις φίλους του, οι οποίοι κοιτάζοντας με περιφρόνηση όσους βρισκόντουσαν γύρω τους και κραυγάζοντας κάτι πομπώδεις, μερικώς ακατάληπτες, αλλά πάντως γεμάτες μεγάλες ιδέες λέξεις και φράσεις, έριξαν πέτρες και θρυμμάτισαν τη μεγάλη τζαμαρία του κτηρίου, μπροστά στα μάτια όλων που τους κοιτούσαν με έκπληξη, μην πιστεύοντας ότι όλο αυτό συνέβαινε στ’αλήθεια.
    Την ίδια στιγμή, μέσα από το εσωτερικό του σπιτιού, έναν σκοτεινό, σαπισμένο χώρο απ’ όπου αναδυόταν μια φρικτή δυσοσμία, είδαν οι πανικόβλητοι πλέον θεατές να ξεπηδούν ουρλιάζοντας τα πανάρχαια φρικαλέα τέρατα που το ξαφνικό φως είχε ξυπνήσει από τον πρόσκαιρο ύπνο τους.

    Το πρόβλημα των ονομάτων

    Μετά τη Νέα Υόρκη, που προηγουμένως Νέο Άμστερνταμ ονομαζόταν, το Λος Άντζελες, το Σικάγο και το Χιούστον, η πόλη Φοίνιξ, πρωτεύουσα στην Αριζόνα, είναι η πέμπτη πολυπληθέστερη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για ασυνήθιστη επιλογή για τα αμερικανικά δεδομένα, καθώς μικρότερες πόλεις είναι συνήθως πρωτεύουσες, όπως το Σακραμέντο στην Καλιφόρνια ή το Όλμπανι στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ένας από τους ιδρυτές της πόλης πρότεινε το όνομα Φοίνιξ, αναδεικνύοντας την αναγέννηση («από τις στάχτες του νερού», θα έλεγε κάποιος υδροχαρής) ενός οικισμού όπου, αιώνες πριν από την εκ νέου εποίκιση, αυτόχθονες είχαν κατασκευάσει δίκτυα από αρδευτικά κανάλια. Γεννημένος στο Παρίσι ή στην ελληνογενή Μασσαλία, ο Φίλιππος Ντάρελ Ντούπα είχε παρακολουθήσει μαθήματα κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ πριν διαπλεύσει τον Ατλαντικό. Δική του πρόταση ήταν και η ονομασία Τέμπη για κοντινή τοποθεσία. Από την κοιλάδα των Τεμπών επίσης ονομάστηκαν προάστιο στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, μεγάλο αγρόκτημα στη Νότια Αφρική, κοιλάδα στη Μαλαισία και περιοχή με κρατήρες στον πλανήτη Άρη.

    Προβλήματα ονοματοδοσίας οδήγησαν πρόσφατα σε παραίτηση μετά από 16 χρόνια, από την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου στην πόλη Φοίνιξ, τον αιδεσιμότατο Αντρές Αράνγκο, που είχε υπηρετήσει και σε άλλες ενορίες στην Αριζόνα, στην Καλιφόρνια και στη Βραζιλία. Με χειροκροτήματα και λάβαρα με το όνομά του, ενορίτες αποχαιρέτησαν τον αγαπημένο κληρικό. Βιντεοσκοπήσεις βαπτίσεων είχαν επιβεβαιώσει ότι ο Καθολικός ιερέας όλα αυτά τα χρόνια έλεγε «Σε βαπτίζουμε εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Σύμφωνα με οδηγίες του Βατικανού, θα έπρεπε να λέει «Σε βαπτίζω», σε θεολογικά άπταιστο ενικό και όχι σε έναν αυθαίρετα συμπεριληπτικό πληθυντικό. Χιλιάδες βαπτίσεις χαρακτηρίζονται πλέον άκυρες και χρειάζεται να επαναληφθούν, χωρίς να αποκλείεται να επηρεάζονται και θρησκευτικοί γάμοι, που ακολούθησαν για τους λάθος βαπτισμένους. Ας μη γίνει αναφορά στους Αναβαπτιστές. Πάντως, σε μία άλλη αντίστοιχη περίπτωση άκυρου βαπτισμού νηπίου που μεγαλώνοντας έγινε ιερέας, βάπτιση και χειροτονία επαναλήφθηκαν. Δεν φαίνεται να υπάρχει όριο στο πού μπορεί να οδηγήσει μία λάθος λέξη.

    Φυσικά ένα κίνημα Μετονομασίας πυροδοτείται από περιστατικά όπως αυτά. Ευκολότερα μεταλλάσσονται ονόματα που πρέπει να επιβεβαιωθούν. Ούτε στα λατινικά ισχύει πλέον πώς ό,τι γράφεται μένει. Οι προφοριστές θριαμβολογούν. Ποιες είναι οι συνέπειες αν τα πρώτα ονόματα είναι λάθος; Ποιο σήμαντρο θα χτυπούσε αν ο πρωτόπλαστος δεν λεγόταν Αδάμ, αλλά Αζόφ ή Αζόρ; Φτάνει (και περισσεύει) η ώρα των ηρώων. Αν όχι η Ήρα, αλλά η Αφροδίτη τσίγκλιζε τον Ηρακλή, θα ονομαζόταν μήπως Αφροκλής; Πώς θα επηρεαζόταν η ιστορία του λόγου αν ο Τζόις ήταν ο συγγραφέας κάθε δεύτερης παραγράφου του Προυστ; Αν η Οδύσσεια ήταν το πιο σύντομο έργο του Μπέκετ; Αν ο Παπαδιαμάντης είχε γράψει την Πάπισσα Ιωάννα; Θα υπήρχαν επιπτώσεις για τους αναγνώστες και ποιες; Θα συνέχιζαν οι συγγραφείς να εκδίδουν το ίδιο βιβλίο με άλλον τίτλο κάθε φορά; Για ορισμένους υπάρχει ασφαλώς και η μέθοδος μετατόπισης των ψηφίων, όπου όλα πάνε ένα γράμμα παρακάτω. Η τέχνη του λόγου γίνεται υζψξθ υπφ μπδπφ.

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

    Το βιβλίο των κατά φαντασίαν συγγραφέων / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
    «Λίγο πριν φύγουν» του Γιώργου Χουλιάρα (diastixo.gr)
    Σημειώσεις για έναν ζωο(λεξι)λογικό κήπο / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
    Έλληνας του τείχους / Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής - Χάρτης (hartismag.gr)

    Ετοιμάζονται τα αφιερώματα


    Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)Ιούνιος 2022
    Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου) Ιούλιος 2022

    Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
    OULIPO
    (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
    Έλλη Σκοπετέα
    (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
    Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
    (επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
    Mορίς Μπλανσό (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
    Το Δημοτικό Τραγούδι
    (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
    Γλώσσα
    (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
    ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
    Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)
    Περιπλάνηση
    (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)

    Διαγωνισμός Διηγήματος & Φωτογραφίας 2022


    Ο IANOS, για πέμπτη συνεχή χρονιά, διοργανώνει Διαγωνισμό Διηγήματος & Φωτογραφίας με θέμα, αυτή τη φορά, «Το ρούχο».
    Ένα ρούχο ως μνήμη και νοσταλγία, ως καταδήλωση ταυτότητας-φύλου, ως ανάκληση παρελθόντος χρόνου και επιθυμία ανάκτησής του. Το ρούχο ως φετίχ, ως φονικό όργανο ή και όργανο αυτοχειρίας. Το ρούχο, ως μέσο γητείας και αποπλάνησης, ή ως εφόδιο μεταμόρφωσης και απόκρυψης του εαυτού. Το ρούχο ενός ζητιάνου, αλλά και ενός δανδή. Η στέρηση, η έλλειψη ρούχο και η πιθανή κλοπή του (από κατάστημα π.χ.) ή και η βίαιη ακόμη απόσπαση από πρόσωπο («αχάριστο») που θα το φέρει πάνω του.
    Κλείστε τα μάτια και αποτυπώστε τη δική σας οπτική, τις δικές σας μνήμες, απτικές, οσφρητικές, φανταστικές ή πραγματικές τη δική σας δημιουργική προσέγγιση, με θέμα ένα ρούχο... Ένα ρούχο σε μια ντουλάπα, σ’ ένα παλιό μπαούλο, αλλά και σε επίδειξη μόδας!
    Οι συμμετέχοντες καλούνται μέσω των φακών και των λέξεων τους, να αφηγηθούν και να αναδείξουν ΤΟ ΡΟΥΧΟ. Το μίσος, για αυτό, ως υποκατάστατο του φορέα του, αλλά και ο πόθος απογύμνωσης – απαλλαγής του. Η καταναλωτική μανία ρούχων και η καταφυγή σ’ αυτά, ως αναπλήρωση ή ως έκφραση πανικού. Οι στολές, τα μασκαρέματα, η εναγώνια, γενικώς, προσπάθεια συνάντησης του εαυτού μας μέσα από την ένδυση – απέκδυση και, εντέλει, αναγνώρισής του.

    Αυτά, και αμέτρητα ακόμα ενδεχόμενα, μπορεί να αναδείξει-αποκαλύψει η κάθε καλλιτεχνική συνείδηση.

    Λήξη διαγωνισμού: Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

    ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

    Τα διηγήματα θα αξιολογήσει επιτροπή καταξιωμένων λογοτεχνών:
    • Ευτυχία Γιαννάκη - συγγραφέας

    • Ανδρέας Μήτσου - συγγραφέας
    • Κωνσταντίνος Μπούρας - πoιητής, κριτικός

      Διάρκεια διαγωνισμού:
      Έναρξη: Δευτέρα 4 Απριλίου 2022
      Λήξη: Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

      Δηλώσεις συμμετοχής:
      Για να συμμετάσχεις στο διαγωνισμό απαιτείται:

      • Ένα διήγημα έως 400 λέξεις σε αρχείο μορφής word.
        Ο τίτλος του αρχείου πρέπει να είναι της μορφής: επώνυμο_όνομα_τίτλος διηγήματος με λατινικούς χαρακτήρες (π.χ papadopoulos_nikos_titlos_diigimatos)
      • Μια φωτογραφία μεγέθους τουλάχιστον 2480 x 3508 pixels, ανάλυσης 300dpi και διάστασης minimum Α4, σε αρχείο μορφής jpg.
        Ο τίτλος του αρχείου πρέπει να είναι της μορφής: επώνυμο_όνομα_τίτλος φωτογραφίας_photo με λατινικούς χαρακτήρες (π.χ. papadopoulos_nikos_titlos_fotografias_photo)
      • Ένα βιογραφικό σημείωμα (έως 100 λέξεις) σε αρχείο μορφής word.
        Ο τίτλος του αρχείου πρέπει να είναι της μορφής: επώνυμο_όνομα_τίτλος φωτογραφίας_cv με λατινικούς χαρακτήρες (π.χ. papadopoulos_nikos_titlos_fotografias_cv)

      Στο ίδιο αρχείο, κάτω από το διήγημα, θα πρέπει να ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα έως 100 λέξεις.
      Κάθε συμμετέχων/ουσα μπορεί να λάβει μέρος μόνο με ένα διήγημα στον Διαγωνισμό Διηγήματος και μόνο με μία φωτογραφία στον Διαγωνισμό Φωτογραφίας.

      Ανακοίνωση νικητών:
      Οι νικητές θα ανακοινωθούν το Φθινόπωρο του 2022 σε ειδική εκδήλωση.

      Βραβεία

      • To παμψηφεί άριστο διήγημα θα κερδίσει μια δωρεάν συμμετοχή σε όποιο Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής του ΙΑΝΟΥ επιθυμεί (περιόδου Φθινόπωρο 2022).
      • Τα 50 καλύτερα διηγήματα θα κυκλοφορήσουν σε μία ειδική συλλεκτική συλλογή διηγημάτων των Εκδόσεων IANOS.
      • Τα 10 καλύτερα διηγήματα θα διαβαστούν τη βραδιά ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.

      Για τους όρους συμμετοχής πατήστε εδώ: https://www.ianos.gr/p/post/prokiriksi-diagonismou-diigimatos-2022/
      Link
      : https://www.ianos.gr/p/post/diagonismos-diigimatos-2022/

      ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

      Τις φωτογραφίες θα αξιολογήσει ειδική επιτροπή έμπειρων και καταξιωμένων καλλιτεχνών.

      Επιτροπή:
      • Μάριος Σπηλιόπουλος - καθηγητής ΑΣΚΤ, ζωγράφος

      Δημήτρης Ταλιάνης - φωτογράφος, εκδότης
      Σωτήρης Χατζάκης - σκηνοθέτης

        Διάρκεια διαγωνισμού:

        Έναρξη: Δευτέρα 4 Απριλίου 2022
        Λήξη:
        Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

        Δηλώσεις συμμετοχής

        Για να συμμετάσχεις στο διαγωνισμό απαιτείται:
        Κάθε συμμετέχων/ουσα μπορεί να λάβει μέρος μόνο με ένα διήγημα στον Διαγωνισμό Διηγήματος και μόνο με μια φωτογραφία στον Διαγωνισμό Φωτογραφίας.

        Βραβεία

        • Οι 100 καλύτερες φωτογραφίες θα τυπωθούν σε σελιδοδείκτες και θα διανέμονται δωρεάν.
        • Οι 30 καλύτερες φωτογραφίες θα εκτεθούν ψηφιακά στα social media του ΙΑΝΟΥ και θα βρίσκονται καρφιτσωμένες στη σελίδα μας στο facebook για 30 ημέρες από την ημέρα της ανακοίνωσης κι έπειτα.
        • Οι 3 καλύτερες φωτογραφίες θα κερδίσουν από ένα βραβείο.

        Βραβεία των 3 καλύτερων φωτογραφιών

        • 1ο βραβείο: Μία Ετήσια Υποτροφία Σπουδών στο ΙΕΚ ΔΕΛΤΑ, στην Ειδικότητα της Φωτογραφίας.
        • 2ο βραβείο: Μια δωροεπιταγή αξίας 300 ευρώ (για φωτογραφικό εξοπλισμό) από το κατάστημα φωτογραφικών ειδών Ι. & Β. ΓΕΡΑΜΑΣ ΟΕ [Εμ. Μπενάκη 34, Αθήνα]
        • 3ο Βραβείο: Φωτογραφικά Λευκώματα

        Ανακοίνωση νικητών

        Οι νικητές θα ανακοινωθούν το Φθινόπωρο του 2022 σε ειδική εκδήλωση.
        Για τους όρους συμμετοχής πατήστε εδώ:
        https://www.ianos.gr/p/post/prokiriksi-diagonismou-fotografias-2022/

        Link: https://www.ianos.gr/p/post/diagonismos-fotografias-2022/


        **ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΘΕΑΤΡΟΥ για μια παράσταση που δεν θα γίνει ποτέ του ΓΙΑΝΝΗ ΜΕΤΖΙΚΩΦ. Φωτογραφία: ΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ.


        Μια άγνωστη σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου

        Αγαπητέ «Χάρτη»,
        σου στέλνω ενδεικτικά μία από τις πολλές ταινίες που είχα κάνει το φθινόπωρο του 1990 για τον Αντώνη Τρίτση (υποψήφιος Δήμαρχος τότε) γιατί σ’ αυτές υπάρχει μια πρωτότυπη σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
        Τώρα που μνημονεύουμε τις πολυφωνικές ενασχολήσεις του (μέλος συγκροτημάτων, συνθέτης τραγουδιών, πρωτομάστορας κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός εξερευνητής του διαστήματος) ιδού και μια μουσική του Vangelis για διαφήμιση!
        Ο Παπαθανασίου ήταν φίλος του Τρίτση –όπως μου είχε πει ο ίδιος ο Τρίτσης– και ήρθε με καλή διάθεση στο studio ERA για ηχογράφηση.
        Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον συνάντησα και μείναμε μαζί για 4 περίπου ώρες.
        Η ηχογράφηση του κομματιού δεν πήρε πάνω από 20 λεπτά (πιο πολύ ώρα χρειάστηκε για να στήσει τα μηχανήματά του) αλλά μετά ακολούθησε μια ηχητική πανδαισία, που μου μένει αξέχαστη.
        Ήταν ούτως η άλλως γλυκός και ευγενής αλλά κουβέντα στην κουβέντα κάθισε κεφάτος στο synthesizer και αυτοσχεδιάζοντας με απίστευτη δεξιοτεχνία έκανε τη μία μετά την άλλη, ηλεκτρονικές παρωδίες σε δημοτικά και λαϊκά τραγούδια.
        Μία ρυθμική αλλά και χιουμοριστική απόλαυση (καμία σχέση με τις σοβαρές «Ωδές» του).
        Αν λυπάμαι για κάτι είναι που δεν σκέφτηκα να ανοίξουμε ένα μικρόφωνο.
        Θα διαθέταμε έστω και ερασιτεχνικά αυτό το γελαστικό παραλήρημα.
        Μετά από τέτοιο γλυκασμό φυσικό ήταν ο Τρίτσης να εκλεγεί Δήμαρχος από τον πρώτο γύρο!



        Υ.Γ. Πολλά χρόνια αργότερα ο Γιάννης Σμαραγδής μου έφερε με αφιέρωσή του την «Μυθωδία» σύνθεση την οποία η NASA του παρήγγειλε για αποστολή στα άστρα και στους πλανήτες το 2001. Ίσως γι’ αυτό με συνέπεια και ο ίδιος πέταξε πρόσφατα προς τα εκεί.


        Και ήταν τόσο δύσκολο να τον αντιπαθήσεις



        Έφυγε στα 79 του. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά τον σύντροφό του στα Όσκαρ, και με κάποιον τρόπο ομογάλακτό του, Χατζιδάκι, είκοσι τόσα χρόνια μετά τη μυθική του Μυθωδία, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, μερικούς μήνες μετά τον Θεοδωράκη που λοιδόρησε το κόστος της μέχρι τότε πιο ακριβής παραγωγής που φιλοξένησε η Ελλάδα, πολλά πολλά χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και την εποχή της πλασματικής ευμάρειας, που μας μετέτρεψε, μαζί με άλλα βοηθητικά τεχνάσματα, στην παρωδία κράτους με το οποίο καθημερινά καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.
        Αυτός έμοιαζε να μην έχει τέτοια θέματα. Μιλούσε λίγο, ελάχιστα, και τον απασχολούσε κυρίως η μουσική του, με τον τρόπο του πολυτελούς ερασιτέχνη, προνόμιο που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι σε όλη του τη ζωή δούλευε για να εξασφαλίσει, με την μέθοδο του συνταξιούχου που φροντίζει για τα στερνά του, αποταμιεύοντας. Αυτός έμοιαζε να αποταμιεύει μόνο νησίδες αρμονίας, να χτίζει χρόνο με τον χρόνο το δικό του αρχιπέλαγος, πλήρες παραδείσειων νησιών, με έναν σχεδόν παιδικό τρόπο, τον μόνο ούτως ή άλλως, εδώ που τα λέμε, ενδεδειγμένο. Και λέω παιδικό, γιατί η εμμονή με την οποία στο σπίτι του ή στο στούντιό του έστηνε τα συνθεσάιζερ ήταν η εμμονή του εραστή παθιασμένων ονειροπολήσεων περισσότερο, παρά του αβανγκαρντίστα που περιφρουρεί τα μετόπισθεν προκειμένου αύριο να κατακτήσει νέους απάτητους κόσμους. Όχι, η δική του μέθοδος έμοιαζε λιγότερο με αυτήν των πρωτοπόρων της ηλεκτροακουστικής μουσικής του ’50 και του ‘60, και περισσότερο με αυτήν που ο μεγαλύτερός μας αδερφός θα αγόραζε το τελευταίο μοντέλο της Yamaha και της Rolland, για να εντυπωσιάσει τους συνομιλήκους του και τις πιο όμορφες απ’ τις συμμαθήτριες. Μικρή, ειδοποιός, διαφορά: ο ίδιος μου φαίνεται πως νοιαζόταν περισσότερο να εντυπωσιασει το δικό του μέσα ευφρόσυνο παιδί, που χοροπηδούσε ολόχαρο σε κάθε ηχητική αποκάλυψη και που μοιράζονταν κάθε καινούργια χαρά, βουτώντας λαθραία το δάχτυλό σε όλα τα βάζα με τα γλυκά, είτε αυτά ήταν φτιαγμένα μέσα στον πολύβουο συμφωνικό κόσμο, είτε κατά την διάρκεια τεμπέλικης πλεύσης μέσα απ’ τις πιο κοινότοπες περιοχές, που όμως στα χέρια του αποκτούσαν την πατίνα κάποιας καθησυχαστικής γοητείας, σχεδόν με τον τρόπο που το κιτς στα χέρια του Φελίνι κάποτε μεταμορφωνόταν σε αριστούργημα.
        Στη σκιά αυτής της σκέψης μοιάζει να αναπνέει το παράδοξο ότι συνεργάστηκε με τον ίδιο ακομπλεξάριστο τρόπο με κορυφές όσο και με μετριότητες, χωρίς ποτέ να δείχνει πως τον ενδιέφερε, έστω και λίγο, η δική του ετερόφωτη υστεροφημία. Ίσως για αυτό δεν έκανε τον κόπο να είναι στην τελετή για να παραλάβει το Όσκαρ, όπως κι ο φίλος του ο Χατζιδάκις, αν και κάποιοι λένε πως απλά φοβόταν τα αεροπλάνα, κάτι που επίσης μοιάζει με εξαίσιο άλλοθι. [Θυμίζω εδώ ότι, σύμφωνα με ασφαλείς μαρτυρίες, ο Χατζιδάκις φυλούσε το δικό του Όσκαρ τυλιγμένο σε μια χαρτοσακούλα στο βάθος κάποιας αποθήκης, πράξη που θεωρώ ισάξιας ομορφιάς με την κατάληψη ερειπωμένου κτιρίου από ομάδα ερωτευμένων μαθητών, την Άνοιξη.]
        Κατά τα λοιπά είχα θυμώσει πολύ μαζί του σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, όσο μπορεί κανείς να θυμώσει με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει, μα που με κάποιον μυστηριώδη τρόπο θεωρεί συγγενή, και θα εξηγηθώ παρακάτω σχετικά μ’ αυτό. Η πρώτη φορά ήταν όταν είδα παρατημένη στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι, μια απαστράπτουσα Bentley -ένα μυθικό αμάξι και ομοίως προκλητικό, όσον αφορά στην αισθητική και στην πολυτέλειά του, κάτι σαν να κατέβαινε για δυο λεπτά η Ελισάβετ να πιει το τσαγάκι της στην πλατεία Κολωνακίου, πριν επιστρέψει στα ενδότερα του Buckingham. Το αμάξι αυτό, που ενόχλησε τις εφηβικές ευαισθησίες κάποιων φίλων, ακούσαμε πως ήταν δικό του. Δεν μπορέσαμε τότε παρά να αντιπαραβάλουμε την εικόνα με την σχεδόν σωματική δυσκολία που είχε ο Χατζιδάκις να μπαίνει σε πολυτελή αυτοκίνητα, για να μην παρεξηγηθεί. Ακόμα κι όταν μετά από πιέσεις φίλων συναίνεσε στο να προμηθευτεί την πιο απλή BMW που τότε κυκλοφορούσε, ένα καθ’ όλα χαμηλών τόνων αυτοκίνητο, προτιμούσε να μπαίνει στα Φιατάκια καλόκαρδων φίλων ή να κυκλοφορεί με ταξί, που, συν τοις άλλοις, του παρείχαν την εξαιρετική πιθανότητα να καυγαδίσει αναίμακτα και να ουρλιάξει, φτάνοντας μέχρι το Έβερεστ της χυδαιολογίας του, που συνοψίζονταν στη φράση: «Είστε ανάγωγος, κύριε!».

        Η δεύτερη φορά που θύμωσα με τον Παπαθανασίου, ερήμην του ασφαλώς -χιλιάδες ερήμην του!, ήταν με την μεγαλομανία εκείνης της Μυθωδίας, που μου φάνηκε απολύτως αταίριαστη, τοποθετημένη και πάλι χρονικά στον απόηχο της μυθολογίας του ελάχιστου και απαραίτητου με το οποίο μια πλούσια σε σημασία, όσο και πάμφτωχη, γενιά είχε προσπαθήσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες να μπολιάσει τους νεότερους μα και το ίδιο της το θυμικό. Το γεμάτο δέος κι αγάπη σκύψιμο του Τσαρούχη πάνω στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και του Χατζιδάκι πάνω στο ιερό ρεμπέτικο, του Ελύτη πάνω απ’ το μικροκλίμα ενός Αιγαιοπελαγίτικου κήπου και του Πικιώνη πάνω από ένα παραλληρούν βότσαλο/θραύσμα της ιδιωτικής μας μέσα ιστορίας, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την Ρωμαϊκής αισθητικής γιορτή της NASA, η οποία είχε ασφαλώς ανάγκη τους δεκαπέντε τόσους κρουστούς με τις χλαμύδες, το πλήθος μουσικών και χορωδών υπό την εξουσία ενός καλοσιδερωμένου μαέστρου, τις δυο επίσης μυθικές τραγουδίστριες, την επίχρυση φωλιά με τα συνθεσάιζερ στο κέντρο της σκηνής, καθώς και τις εντυπωσιακές εικόνες απ’ την επιφάνεια του Άρη που προβάλλονταν στο φόντο, και όλα αυτά για να συγκατανεύσει -η NASA, και βαριά τη καρδία, υποθέτω- στην διαχρονική και ακατάλυτη λάμψη ενός Κυκλαδικού ειδωλίου, και μιας Μινωίτικης τοιχογραφίας ενός ψαρά που μας δείχνει ακούραστος, επί χιλιετίες, τα ψάρια που κρέμονται απ’ το χέρι του. Εμείς όμως δεν είχαμε τέτοια ανάγκη. Σε μας ο ψαράς μιλούσε κατευθείαν, χωρίς διαμεσολάβηση, και το ότι κάναμε λίγα βήματα πίσω (μα τι λίγα, εκατομμύρια βήματα πίσω κάναμε!) απ’ τη δική μας πλεονεκτική θέση, για να πιάσουμε απ’ το χεράκι τους συμμάχους και τη NASA, ήταν μια αφροσύνη που άφησε δίχως αμφιβολία το φαρδύ της πέλμα στη μέσα μας ιστορία.

        Όπως συνέβη μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας: Χρειάστηκε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως εμείς οι ίδιοι θα ‘πρεπε να μεταλλαχθούμε, το ίδιο μας το βλέμμα όφειλε να δει τον κόσμο αυτόν απ’ την αρχή, με ξένα μάτια -ας το πούμε: με τα μάτια ενός Φιλέλληνα- προκειμένου να μετρηθεί με τα δικά του ακριβοδίκαια σταθμά το βάρος της κληρονομιάς που έκρυβαν τα σπλάχνα του δικού μας τόπου. Έστω κι έτσι, θα έπρεπε ίσως να είμαστε περήφανοι γι’ αυτή τη Μυθωδία. Και όμως, κάποιος μέσα μου εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε προσβεβλημένος. Σήμερα συγχωρώ τον Παπαθανασίου γι’ αυτή την ηθική του αστοχία, επειδή σκέφτομαι πως και για τον ίδιον, που έζησε πιο πολύ στα ξένα παρά στην πατρίδα του, ο πιο σύντομος δρόμος για να αισθανθεί αυτά που λέμε θα ήταν εκείνος που διάλεξε.
        Και κάτι ακόμα. Παρόλα τα παραπάνω, ποτέ δεν κατάφερα στα αλήθεια να τον αντιπαθήσω, πράγμα που μέσα στα χρόνια παρέμεινε ένα αίνιγμα για μένα. Και δεν ήταν για το γλυκό του χαμόγελο, ούτε για κείνο το πάντα έτοιμο να συναινέσει σε κάποια αποσιωπημένη διαολιά βλέμμα του, ούτε για το γεγονός ότι θαύμαζε ανθρώπους που αγαπούσα. Ήταν για κάτι άλλο, και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ να διακινδυνεύσω μια θεραπευτική και για μένα τον ίδιον υπόθεση:

        Ο Βαγγέλης (Vangelis, δεν ξέρεις πια πώς να το πεις για να είναι όντως ένα τίμιο ονοματεπώνυμο, χωρίς την οικειότητα που έχει για μας το Ελληνικό όνομα), ως αυτοδίδακτος, κρατούσε μια μέση απόσταση απ’ τον εφηβικό λυρισμό που φιλοξένησε τις πρώτες ονειρώξεις για τα τότε νεόδμητα συνθεσάιζερ, και από μια αδιαπραγμάτευτα επαναστατική στάση με την οποία ο ήχος τους -ως πρωθύστερο- είχε χριστεί ήδη απ’ την εποχή του Come on, baby, light my fire, σχεδόν με τον αλύτρωτο ερωτισμό και την ακραιφνή σεξουαλικότητα μιας επανάστασης που έμεινε επίτηδες μετέωρη και ημιτελής, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί αδιατάρακτα μέσα στα όνειρά μας, χωρίς τον φόβο μια μέρα να συνταξιοδοτηθεί όπως και οι πρωτοπόροι της. Ο Βαγγέλης έμοιαζε στο βάθος του στούντιό του (που ήταν παρόλα αυτά χτισμένο κάτω από τεράστιες γυάλινες επιφάνειες για να κοιτά τον ουρανό και να νοιώθει τις ώρες της μέρας), έμοιαζε να παραμένει ένας αμετανόητος, ένας σχεδόν νευρικός εραστής μιας εποχής που είχε μεν περάσει ανεπιστρεπτί, μα που βαθειά μέσα του ήξερε πως θα παρατείνονταν για λίγο ακόμα, κάπου σε ένα φωταγωγημένο προάστιο της ιδανικής μας πολεοδομίας, όσο εκείνος -μαζί με όλους εμάς τους επίσης αμετανόητους, και να η συγγένεια για την οποία ήθελα παραπάνω να μιλήσω- θα συνέχιζε να φτιάχνει χάρτινους πύργους με τις ηχητικές αλχημείες των πιο εμπορευματοποιημένων συνθετητών. Όχι ότι έτσι τους ήθελε, μα δεν τον ένοιαζε κιόλας που ήταν τέτοιοι, αφού ποσώς τον ενδιέφερε, όπως σας είπα, η πρωτοπορία, μα μια δοξαστική αναπαλαίωση των αισθημάτων πάνω στους ήδη πολυπερπατημένους, ερωτικούς, δρόμους. Έτσι έπαιζε και στα πλήκτρα του, και ήταν αποκαλυπτικός για ένα προσεκτικό βλέμμα ο τρόπος που κινούσε το σώμα του πάνω απ’ τις δεκάδες πεταλιέρες των συνθετητών για να πετύχει έναν ήχο στο εδώ και τώρα, όπως ακριβώς οι μουσικοί των πρώτων συγκροτημάτων στα οποία συμμετείχε. Έτσι κατάφερνε να παραμένει απόλυτος δεξιοτέχνης μιας κοινοτοπίας που σφύριζε αδιάφορα ανάμεσα στα βλέμματα των ειδικών, και που μεταμορφωνόταν σε κάτι όχι λιγότερο από μεταξένιο σεντόνι της ονειροπόλησής μας. Ταυτόχρονα παρέμενε ένας χρυσός χαμαιλέων που μπορούσε να εγκατασταθεί πλάι σε οποιοδήποτε ηχητικό πέλαγος και θαυμαστά να προσαρμόσει τα χρώματά του και τις κινήσεις του πάνω του. Έτσι και ο Vangelis -ας τον πω οριστικά έτσι- ενσωμάτωσε την «κλοπή», με έναν τρόπο ώστε να παραμένει -όπως και ο Χατζιδάκις- αδιαπραγμάτευτα ηθικός. Λες κι η ιστορία ποτέ στο μέλλον δεν θα τους καταλόγιζε το ότι αυτοί, πλούσιοι άνθρωποι, θα καταδέχονταν να «κλέψουν» για ευτελείς λόγους.
        Το ότι σήμερα, μια βδομάδα μετά την αποχώρησή του, τον σκέφτομαι ήδη με μια αίσθηση κενού, μια αίσθηση πως χάθηκε ένα βασικό χρώμα απ’ την παλέτα που επιχρωμάτιζε το σκηνικό του ασπρόμαυρου κόσμου που μέσα του μεγαλώναμε, με αφήνει με τη βεβαιότητα πως αύριο θα επιστρέψουμε, να ξεφυλλίσουμε ξανά την παράξενη σημασία του. Κι αν όχι εμείς, σίγουρα κάποιοι φιλότιμοι εξερευνητές αυτής της πλούσιας και φτωχής χώρας θα έχουν αύριο κάποια πράγματα να ψιθυρίσουν με συγκίνηση πάνω απ’ την όμορφη ζωή του.

        Ας είναι καλά, σε όποια μνήμη κι αν κατοικεί τώρα.

        24 Μαΐου 2022

        Tζέιμς Τζόις: 16 Ιουνίου (Bloomsday)


        Η 16 Ιουνίου έχει καθιερωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια να αποκαλείται και να εορτάζεται ως Bloomsday / Mέρα του κ. Μπλουμ, από τους ανά τον κόσμο οπαδούς του Τζέιμς Τζόις. Αυτό, βέβαια, επειδή η 16η Ιουνίου 1904 είναι η μία και μόνη ημέρα στη διάρκεια της οποίας εκτυλίσσεται το Ulysses, με πρωταγωνιστή τον σύγχρονο Οδυσσέα κ. Λίοπολντ Μπλουμ. Η Μπλούμσντεϊ φαίνεται ότι ατύπως γιορταζόταν ήδη από τα χρόνια του Τζόις, όπως φαίνεται σε γράμμα του στην αγαπημένη του προστάτιδα κ. Γουίβερ. Στην 50ή επέτειο της πλοκής του βιβλίου (16 Ιουνίου 1954) ο John Ryan (1925-1992), ποιητής και εκδότης του πρωτοποριακού περιοδικού Envoy, μαζί με μια παρέα Δουβλινέζων οπαδών του Ulysses δοκίμασαν να οργανώσουν μια περιοδεία μέσα στο Δουβλίνο αντίστοιχη εκείνης που ξετυλίγεται στο βιβλίο στα 1904. Στη μέση της διαδρομής αποκαμωμένοι και πιωμένοι, όπως οι ήρωες του Τζόις, τα παράτησαν. Έκτοτε, ωστόσο, η ημέρα του κ. Μπλουμ άρχισε να γιορτάζεται περίπου ως εθνική γιορτή της Ιρλανδίας εξίσου φανταχτερή, θορυβώδης, και μαζική σε συμμετοχή όπως η ημέρα του Αγίου Πατρικίου.

        Φέτος, 100 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Ulysses, για την Bloomsday έχουν προγραμματιστεί πλήθος εκδηλώσεων σε όλον τον κόσμο.
        Στις 16 Ιουνίου, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει το αφιέρωμα του Χάρτη στον Τζέιμς Τζόις με επιμέλεια του  Άρη Μαραγκόπουλου και συνεργασίες που ετοίμασαν ειδικά οι: Ελισάβετ Αρσενίου, Τάκης Γραμμένος, Λευτέρης Καλοσπύρος, Αλέξανδρος Καραβάς, Χριστίνα Κασίνη, Άντα Κλαμπατσέα, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Τρισεύγενη Μπίλια, Αποστολία Παπαγεωργίου, Κατερίνα Σχινά, Μίλτος Φραγκόπουλος και Χρήστος Χρυσόπουλος.
        Επίσης δύο ποιήματα του Μπόρχες για τον Τζόις, στον οποίο θα είναι αφιερωμένα αυτή τη φορά και τα «Ηχηρά παρόμοια» του Γιάννη Ευσταθιάδη.

        Όπως εύχονται οι Δουβλινέζοι εκείνη τη μέρα: Happy Bloomsday!


        Σύσταση για δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων



        Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε πολλαπλές κρίσεις: πανδημίες, συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, κινδύνους πολέμου, δήλωσε σε συνέντευξή της η Γερμανίδα υπουργός Εσωτερικών. Γι’ αυτό καλό θα ήταν οι πολίτες να έχουν στα σπίτια τους βασικές προμήθειες σε υγρά, τρόφιμα και πρώτες ύλες διατροφής. Κατάλογος επιβίωσης για τουλάχιστον δέκα ημέρες, που συμπληρώνεται από ιατροφαρμακευτικό υλικό, περιλαμβάνει πόσιμα υγρά (20 λίτρα), δημητριακά, προϊόντα δημητριακών, ψωμί, πατάτες, ζυμαρικά, ρύζι (3,5 κιλά), λαχανικά, όσπρια (4 κιλά), φρούτα, ξηρούς καρπούς (2,5 κιλά), γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα (2,6 κιλά), ψάρια, κρέας, αβγά ολόκληρα ή σε σκόνη (1,5 κιλό), λίπη, λάδια (0,375 κιλά).
        Φυσικά την προτροπή αυτή θα μιμηθούν και άλλοι, με αρμοδιότητα στους δικούς τους τομείς. Επομένως, προκύπτουν συστάσεις για τη δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων, σύμφωνα με όσα θα ειπωθούν από την υπουργό Ποίησης, τον Γενικό Γραμματέα Πεζογραφίας, τον Διευθυντή Φιλοσοφίας και λοιπούς αρμοδίους. Ο υπουργός Τουρισμού & Συνταξιούχων ήδη πρόσθεσε την ευχή για έναν επιπλέον Γερμανό ή μία επιπλέουσα Γερμανίδα, αναλόγως των προτιμήσεων, σε κάθε σπίτι εντός ή εκτός επικρατείας.
        Καθώς πρόκειται για γερμανικές συστάσεις, οι προμήθειες για τη δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων αναφέρονται σε είδη και προϊόντα γερμανικής και γερμανόφωνης λογοπαραγωγής, διατηρώντας τις αναλογίες μεταξύ υγρών της ποίησης, στερεών της πεζογραφίας και ξηρών καρπών και λιπαρών του δοκιμίου. Στο πνεύμα ενός συμφώνου σταθερότητας ή αστάθειας, όταν χρειάζεται, συστάσεις για αντίστοιχους καταλόγους προβλέπεται να υπάρξουν για λογοτεχνικά αποθέματα και σε άλλες γλώσσες, ιδίως σε χώρες όπου η τέχνη επέχει τη θέση βαριάς βιομηχανίας.
        Επειδή ακόμη και ο Κέρβερος πίνει και κοιμάται, ενώ παντού τριγύρω αναπαύεται η πόλη, στις προμήθειες συγκαταλέγονται Ψωμί και κρασί ή εν πάση περιπτώσει αποσπάσματα από την ελεγεία του Χέλντερλιν, χωρίς να περισσεύουν ο Ρίλκε ή ο Χάινε. Ένας καλλιτέχνης της πείνας φαίνεται απαραίτητος σε κάθε προσπάθεια αποφυγής της ασιτίας, ακόμη και αν ο Κάφκα δεν την απέφυγε. Ούτε ο Χάντκε απέφυγε πέναλτι με τη Δυναμό Βελιγραδίου, ενώ στα κρεατικά συμπεριλαμβάνεται «προσβεβλημένο λουκάνικο» (beleidigte Leberwurst), όπως ο Ουκρανός πρέσβης στο Βερολίνο αποκάλεσε τον Γερμανό καγκελάριο. Αν τις αποθήκες σκοτεινιάζουν σκιές του Φάουστ, κολορατούρες θα βρεθούν στη διατριβή περί χρωμάτων του Γκαίτε.
        Αυτό που κάποιοι αποκαλούν «καρδιά» εντοπίζεται κάτω από το τέταρτο κουμπί του γιλέκου, έλεγε αρμοδίως ενδεδυμένος ο Λίχτενμπεργκ. Θα ήταν κρίμα να λείψουν οι εμπρηστές, αν όχι ο Μπίντερμαν ή ο Μαξ Φρις. Επίσης η σπουδαία Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, αλλά και ο Νοβάλις συν τοις άλλοις. Ευκαιρίες μαθητείας προσφέρουν σελίδες του Ρόμπερτ Βάλζερ και ολίγη ή περισσότερη Χάνα Άρεντ, όπως και Μπένγιαμιν, εξ αγχιστείας συγγενής μέσω του πρώτου γάμου της με εξάδελφό του. Οπωσδήποτε ποιήματα του Έριχ Φριντ και του Μπρεχτ και στίχοι του Εντσενσμπέργκερ και του Χάισενμπουτελ. «Σαν μιλκσέικ σοκολάτας, αλλά τραγανό» ήταν τα τελευταία λόγια του άλλωστε.
        Στα αποθέματα είναι εύλογο να περιλαμβάνονται Ζαν Πολ, Σοπενχάουερ και Νίτσε, Καρλ Κράους, Γιόζεφ Ροτ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Φρόιντ και Βίτγκενσταϊν, Κανέτι και Τόμας Μπέρνχαρντ. Μην τα προμηθευτείτε όμως όλα μαζί. Δεν υπάρχει λόγος πρόκλησης πανικού, όπως συνέστησε η Γερμανίδα υπουργός. Εκτός Γερμανίας εξάλλου αναζητούνται αθανασία και θάνατος, στη Βενετία ή αλλού.

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας:
        Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Κυκλοτεχνία & Λογοφορία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Περισσότερα για Ζαν Πολ και Μπένγιαμιν ή τον Φρόιντ στην Ακρόπολη στο Λεξικό αναμνήσεων (Άγκυρα, Πρόλογος, το Πρώτο βιβλίο που διάβασα)

        Ο αφαλός μιας χώρας

        Κίεβο 2022

        Ατσάλινος κοχλίας καρφώθηκε στον αφαλό της χώρας
        χέρι ατσάλινο τον τράβηξε μεμιάς
        επιδεικνύοντας στους θεατές το ματωμένο πώμα.

        Εξέρρευσε το αίμα και κυλάει
        ανάμεσα σε χείρες της απώλειας
        και χείρες βοηθείας
        λόγια παρασκευάζονται
        ιμάτια διαμοιράζονται…

        Μία μόνο ματιά
        η χώρα έριξε στον αφαλό της
        και εγέρθηκε.
        Εγέρθηκε και περπατεί
        επί των λόγων και επί των αιμάτων
        χαμογελώντας
        όπως τα μωρά στον ύπνο τους.


        Μάρτιος 2022 (εμπνευσμένο από την Ουκρανία)

        Ο «Χάρτης» ετοιμάζει τα αφιερώματα:



        Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου) Ιούλιος
        ΣΕΛΙΔΕΣ
        /Σαντέκ Χενταγιάτ (επιμ. Ανδρέας Τσάκας) Aύγουστος
        Μάτση Χατζηλαζάρου
        (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή) Σεπτέμβριος
        OuLiPo
        (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)   Οκτώβριος
        Δημήτρης Τ. Άναλις
        (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού) Νοέμβριος
        Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022 (επιμ. Θανάσης Αγάθος-Χριστίνα Ντουνιά) Δεκέμβριος
        Έλλη Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
        Mορίς Μπλανσό
        (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
        Το Δημοτικό Τραγούδι
        (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
        Γλώσσα
        (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
        ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
        Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)
        Περιπλάνηση
        (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)

        Τα θαλασσινά βαφτιστήρια



        Τα ονόματά τους κυμαίνονται όμοια με τα νερά που τα κρατούν στην επιφάνειά τους. Πλεούμενα παντός τύπου και εκτοπίσματος, δεμένα στην προκυμαία, προκαλούν το μάτι με τα ευφάνταστα ονόματα που τους έδωσαν οι ανάδοχοι - ιδιοκτήτες. Δεν πρόκειται για τα συνηθισμένα ανδρικά ή γυναικεία ονόματα που κοσμούν την πλώρη τους και αναφέρονται σε εκείνους (ή αφιερώνονται σε εκείνες) που τα χαίρονται. Ούτε υπάγονται στις σαφώς ευλαβέστερες ονοματοδοσίες διαφόρων αγίων με προεξάρχουσα την Παναγία, ενίοτε με συμβατά για την περίσταση υμνητικά επίθετα: Θαλασσινή, Ψυχοσώστρα, Βρεχούσα κ.ά. Υπάρχει, εντούτοις, μια τρίτη, εντελώς «αιρετική» κατηγορία ονομάτων, επιθέτων, ή τίτλων που δίνονται σε πλεούμενα. Οφείλει την ύπαρξή της στις εμπνευσμένες πρωτοβουλίες κάποιων «νονών» να ανατρέψουν το σύνηθες, δίνοντας αναπάντεχα ονόματα στα θαλασσινά βαφτιστήρια τους.

        Καλοκαίρι

        Καλοκαίρι, ω μακρινή μου ελπίδα, πόσες φόρες θα αναγεννηθείς, πόσες θα φτερουγίσεις, θα μεταναστεύσεις και θα γυρίσεις πίσω, εσύ, χελιδόνι μου, θα διασχίσεις το στήθος μου και αν είναι να κουρνιάσεις διάλεξε κάτι πιο σταθερό, πιο πρόσφορο, για παράδειγμα έναν Ιούλιο, ένα δειλινό, μια απουσία ή μια απώλεια, ένα σημείο συνάντησης σε κάποιο μακρινό αεροδρόμιο ή σε κάποια φρεγάτα που σώθηκε από μεγάλο καταρράκτη, διάλεξε κάτι που να έχει χρώμα, σαν τα πράσινα μάτια τεμπέλικης γάτας, χωμένης στη φωλιά πάνθηρα που απουσιάζει.
        Καλοκαίρι, ο άπληστος χρόνος των τζιτζικιών, η ώρα των δύσπιστων σε ακολουθία σαν πρωινή κυριακάτικη λειτουργία, μόνο οι πιστοί της ομοβροντίας των αισθημάτων θα επιζήσουν, οι άλλοι ας αναζητήσουν τις βροχερές μέρες της κολάσεως και τη θαλπωρή του τζακιού μέχρι να γίνουν στάχτη και να εξαφανιστούν. Γούστα είναι αυτά και πληρώνονται…

        Σκίτσο του Άγγελου Πεφάνη

        Επιβραβεύσεις / τοκογλυφίες

        Βραβείο αυθεντικότητας στη συγγραφέα του εγχειριδίου «Πώς να δολοφονήσετε τον άντρα σας» μετά την καταδίκη της για τη δολοφονία του «Η ιστορία της δεν είχε λογική συνέπεια», είπε σε συνέντευξή του μετά τη δίκη ένορκος. «Το κλάμα, οι εκφράσεις του προσώπου που έπαιρνε, ο τρόπος που κοιτούσε τους ενόρκους… Όλοι νιώθαμε πολύ άβολα. Απαντούσε μια ερώτηση, μετά έκλαιγε και δυο δευτερόλεπτα αργότερα πάγωνε πάλι.». Σε σχέση με τον αντίδικο είπε: «Πολλοί στο σώμα ενόρκων ένιωσαν πως αυτά που έλεγε, στο τέλος της ημέρας, ήταν πιο αληθοφανή. Απλά, έμοιαζε λίγο πιο αληθινός ως προς το πώς απαντούσε στις ερωτήσεις. Η συναισθηματική του κατάσταση ήταν πολύ σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια». Και οι δύο ήταν βίαιοι ο ένας προς τον άλλο, κατέληξε. «Δεν νομίζω πως αυτό δίνει σε κάποιον από τους δύο δίκιο ή άδικο. Αλλά, για το επίπεδο των ισχυρισμών της, δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις που να υποστηρίζουν όσα έλεγε». Όσκαρ δικαστηρίων αναμένεται να καθιερωθούν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας έφεσης στην υπόθεση Τζόνι Ντεπ - Άμπερ Χερντ. Αντίστοιχα βραβεία σκηνοθεσίας θα δίδονται σε νομικούς συμβούλους των εκάστοτε εμπλεκομένων. Πρόκειται για βραβεία μίας επιτροπής κοινού (ενόρκων, όπως λέγονται), που θα λειτουργεί σύμφωνα με κανόνες φιλαναγνωσίας, την τήρηση των οποίων θα επιβλέπει ομάδα κριτικών (οι λεγόμενοι δικαστές) Εκδοχές κοινωνικού τουρισμού: Πού θα ήθελες να είσαι τώρα; ΓΑΔΑ; Φυλακές Δομοκού; Κορυδαλλό; Κάνε κράτηση Σοβαρή υπόθεση λογοτεχνικής τοκογλυφίας στη νότια Ελλάδα: Συγγραφείς που βρέθηκαν στην ανάγκη να δανειστούν λέξεις ή ολόκληρες φράσεις από τοπικά ιδιώματα και ξένες γλώσσες εξαναγκάζονταν να πληρώνουν σε τόκους πολλαπλάσιες λέξεις για κάθε μία που είχαν δανειστεί. Οι τοκογλύφοι κυκλοφορούσαν με απαστράπτοντα μέσα μεταφοράς και ζούσαν σε πολυτελή άντρα γλωσσοκομίας. Με δεδομένη τη στενότητα παροχής ρευστότητας από τράπεζες λογοτεχνικών θεμάτων, οι ανάγκες δανεισμού εντείνονταν λίγο πριν από την έκδοση βιβλίου, τη συρραφή βιβλιοκρισιών και εισηγήσεων σε παρουσιάσεις ή τη διατύπωση προετοιμασμένων απαντήσεων σε δήθεν άγνωστες ερωτήσεις κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων. Περισσότεροι από ένας συγγραφέας που χρωστούσαν πολλά αυτοκτόνησαν. Δεν τους είχαν μείνει λέξεις ούτε για σημείωμα αυτοκτονίας. Άλλοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, σιτιζόμενοι με σημεία στίξεως, που είχαν φυλάξει από παλαιότερους τρόπους γραφής της γλώσσας. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπιζαν και πολλοί μεταφραστές. Τον εξαναγκασμό σε εξόφληση των τοκογλύφων επέβαλαν συμμορίες ημεδαπών και αλλοδαπών κριτικών. Όσα καταγγέλλονται δεν θα είναι δύσκολο να αποδειχθούν στο πρωτοδικείο της λογοτεχνίας, βάσει στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από συνακροάσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Ποίησης / Πεζογραφίας (ΕΥΠΠ). Παραμένει όμως άγνωστο πόσος χρόνος θα απαιτηθεί έως ότου η υπόθεση τελεσιδικήσει ή έστω τηλεδικήσει Πάρα πολύ από οτιδήποτε είναι κακό, αλλά πάρα πολύ καλό ουίσκι είναι μετά βίας αρκετό, λέγεται ότι έχει πει ο Μαρκ Τουέιν. Ή θα έπρεπε να έχει πει.

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Σύσταση για δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Έντυσον & Έγδυσον / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Τα δαιμόνια του Γιάννη Δημητράκη

        Γιάννης-Δημητράκης, «Ημερολόγιο 1983-1984» (μελάνι σε χαρτί, 27x21. εκ.)



        1987, Δεκέμβριος αν δεν με απατά με τις γνωστές της ανακατασκευές η μνήμη μου. Ένα πραγματικό μπουλούκι καλλιτέχνες στριμωχτήκαμε σε ένα αεροπλάνο και φτάσαμε στη Μπολόνια. Η τότε Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς μας έστελνε να δείξουμε καθένας το έργο του στην τρίτη από τις Biennale νέων καλλιτεχνών χωρών της Ευρώπης και της Μεσογείου. Ζωγράφοι, χορευτές, φωτογράφοι, γλύπτες, ποιητές, αλλά και δημοσιογράφοι και όσοι συνοδεύουν αντίστοιχες διοργανώσεις, εκπροσωπώντας τους θεσμούς. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες ο Χάρης Κοντοσφύρης και η Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της Αγγελικής Στελλάτου. Εκεί και ο Γιάννης Δημητράκης, εκεί και ο υπογράφων, έχοντας στις αποσκευές του μόλις ένα βιβλίο και πολλά χειρόγραφα. Εκεί συνάντησα τον Γιάννη Δημητράκη και το έργο του ήδη πλούσιο στην ηλικία των τριάντα ετών, μαζί με εκείνο που είχε στα σκαριά. Ένα δεκαήμερο σε μια από τις ωραιότερες Ευρωπαϊκές πόλεις, με μια υποδειγματική φιλοξενία, ανάμεσα στο τέλος της στρατιωτικής θητείας και την έναρξη της παιδοψυχιατρικής ειδικότητας, κάτι σαν ένα ταξίδι δώρο για μένα. Και η συνάντηση με τον Γιάννη και τις φιγούρες του, που τότε περιορίζονταν στις μελανόμορφές διαδρομές τους απεμπολώντας το χρώμα, το οποίο ευτυχώς αρκετά αργότερα υποδέχτηκαν αφειδώλευτα στη σχεδιαστική τους μαεστρία και αποτύπωση. Αλλά εκείνη την εποχή τόσα χρόνια πριν, σχεδόν όσα και τα συντάξιμα ενός τίμιου εργαζόμενου, στριμώχνονταν και στροβιλίζονταν δαιμονικά σε μια σχεδιαστική κίνηση δίχως παύση, έναν κινητικό οίστρο αποτυπωμένο στο χαρτί, σαν καλικαντζαράκια ανθρώπινης καταγωγής που δεν εύρισκαν ανάπαυση, κάτι μεταξύ ιδιότυπων γραμματικών στοιχείων ή καβαλιστικών συμβόλων και μισοτελειωμένων ανθρώπινων και άλλων ενδεχομένως μορφών, αλόγων και πήγασων, πουλιών παραδείσιων και οικόσιτων, που δεν άργησαν στα επόμενα χρόνια να επικρατήσουν στη ζωγραφική του.

        Οι πορείες των ανθρώπων άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν χαράζοντας τις συναντήσεις και τις αποστάσεις. Μετά από εκείνο το πρώτο δεκαήμερο, όπου το ιδιότυπο λοξό χιούμορ του Γιάννη Δημητράκη και η πλάγια, κάποτε ειρωνική αντιμετώπιση των πραγμάτων με είχαν αιφνιδιάσει ευχάριστα, συναντιόμασταν περιστασιακά κυρίως γύρω από την γκαλερί της Μαρίας Δημητριάδη, μιας Μέδουσας με σαγηνευτικό χαμόγελο που μόνο να την κοιτάξεις σε προκαλούσε. Άλλη μια συγκατοίκηση που γεννούσε απορίες, του Γιάννη Δημητράκη και της Μαρίας Δημητριάδη. Πως συνδέονταν άνθρωποι που φαίνονταν τόσο διαφορετικοί, με τόσο διαφορετικές διαδρομές, και μάλιστα αυτοί οι δύο όχι αποκλειστικά μέσω της τέχνης αλλά και της ζωής, αφού ανάμεσα στην οδό Ξενοκράτους 7, στην Παιανία και στην Πάρο στηνόταν ένα γαϊτανάκι διαδρομών σαν το στημόνι από τη γραφίδα του Γιάννη Δημητράκη κάποτε με άναρχο αλλά πάντοτε δημιουργικό τρόπο. Εικάζω πως ο θάνατος αυτής της σπουδαίας γκαλερίστας, που στέγασε σημαντικούς εικαστικούς της γενιάς του, υπήρξε για τον Γιάννη Δημητράκη μια απώλεια σημαδιακή. Ακόμη κι αν εδώ και πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας εκφραζόταν και έδινε ένα σαφές εικαστικό στίγμα στον εκδοτικό οίκο Μπιλιέτο του αδελφού του Βασίλη Δημητράκου με έδρα πάντα την Παιανία.

        Όταν χάνονται οι άνθρωποι, ο θάνατός τους μας σπρώχνει να ανοίξουμε μπαούλα και ντουλάπια όπου έχουν κατατεθεί τα ίχνη της ζωής που μοιραστήκαμε μαζί τους, μικρής ή μεγάλης δεν έχει κάποτε σημασία. Σημασία έχει το βάθος αυτών των ιχνών, οι χαρακιές. Ξέφτια και μισολιωμένα πράγματα ξεφεύγουν τότε από εκεί, και μας καλούν σε ένα ιδιότυπο κολάζ, σαν αυτά που έφτιαχνε ενίοτε ο Γιάννης Δημητράκης επιζωγραφίζοντας κάποτε και επεκτείνοντας εικόνες, δίνοντάς τους μιαν ένταση και μια δυναμική την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος έκρυβε καλά στην συνήθως ήρεμη φυσική του παρουσία, εκτός κι όταν «τον έπιαναν τα δαιμόνια του» όπως μου είχε πει κάποτε. Όμως αυτά τα δαιμόνια ήταν συνεχώς παρόντα στη ζωγραφική του. Και μπορεί κάποτε μια περίοδος της ιστορίας της ζωγραφικής να είχε ονομαστεί «ποπ-αρτ», αλλά ακριβώς χάριν αυτών των δαιμόνων που κατοικούσαν τη γραμμή και το χρώμα του η ζωγραφική του Γιάννη Δημητράκη θα μπορούσε δόκιμα να χαρακτηριστεί «τζαζ», παρά τις όποιες ταυτόχρονες αναφορές της στην αρχαιοελληνική αγγειογραφία. Αναφορές που εύρισκαν ξανά τη χάρη μιας διαρκώς ανανεωμένης κίνησης. Έτσι δεσμεύοντας στις γραμμές του το τυχαίο, το φαινομενικά απ’ αλλού φερμένο, ακολουθώντας με ελευθερία το χάραγμά του, το μόνο που θα αναλογούσε σε έργο και άνθρωπο θα ήταν οι δαίμονες και οι αγάπες της τζαζ μουσικής, η κινητικότητά της, σαν αποχαιρετιστήριο εντελώς ενάντια στην αποκαμωμένη φωνή που άκουσα πριν από αρκετές μέρες στο τηλέφωνο να μου δίνει ραντεβού για να συναντηθούμε ίσως μετά τις θεραπείες στον Άγιο Σάββα είτε στο γραφείο μου, είτε καλύτερα, μου είπε, στο μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση για την γκαλερί Μέδουσα της αγαπημένης του Μαρίας Δημητριάδη, ώστε να του δώσω το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο, για το οποίο μου είχε χαρίσει ακόμη μια φορά ένα εξώφυλλο. Έκλεισα το ακουστικό όπως κλείνει κανείς ήσυχα μια πόρτα, αποχωρώντας από ένα κατώφλι που ξέρει πως δεν θα διαβεί πια.

        Ο «Χάρτης» ετοιμάζει τα αφιερώματα




        Σαντέκ Χενταγιάτ (επιμ. Ανδρέας Τσάκας)
        Μάτση Χατζηλαζάρου
        (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
        OuLiPo
        (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
        Δημήτρης Τ. Άναλις
        (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού)
        Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022 (επιμ. Θανάσης Αγάθος-Χριστίνα Ντουνιά)
        Έλλη Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
        Mορίς Μπλανσό
        (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
        Το Δημοτικό Τραγούδι
        (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
        Γλώσσα
        (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
        ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
        Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)
        Περιπλάνηση
        (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)

        Λογοτεχνική ακρίβεια

        Η κυριολεξία στη διατύπωση συνεπάγεται υψηλό κόστος. Με τις τιμές συνεχώς να ανεβαίνουν, ένας πληθωρισμός λέξεων αναγκάζει σε περικοπές στην κατανάλωση. Η αδυναμία ανάγνωσης αναιρεί την προοπτική μιας λογοτεχνίας που όλοι θα μπορούσαν να γράφουν. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα σε λιγότερο προσιτές περιοχές. Γίνονται ακριβότερες οι στρογγυλές λέξεις στις Κυκλάδες, λόγου χάριν. Αλυσίδες προμηθειών σπάζουν. Συρρικνώνονται τα αντιδάνεια. Λαθραίες λεξεισαγωγές επιδεινώνουν την κατάσταση. Κόβεται το καληνύχτα. Το καλημέρα γίνεται μέρα. Παραμένει ο πλεονασμός καλό καλοκαίρι.
        Οι ανακριβώς πορωμένοι κλυδωνίζονται διαπιστώνοντας τις συνέπειες. Αυξάνονται απαγχονισμοί και άλλες επιλογές αυτοκτονίας. Μπροστά από ψηλά κτήρια αρχιτέκτονες συνιστούν μαλακά πεζοδρόμια, όπου θα βυθίζονται όσοι πηδούν. Μητροκτονίες διαδέχονται γυναικοκτονίες και παιδοκτονίες. Εγκλεισμοί σε φυλακές και άσυλα περιορίζουν τον αριθμό όσων αερίζονται κατ’ οίκον. Βεντέτες κατεβαίνουν από το πάλκο επιστρέφοντας σε οικογενειακές αντεκδικήσεις. Η τέχνη δεν παύει να αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα.
        Ενισχύεται η αντιπαράθεση σχετικά με επιδοτήσεις για την ανανέωση ηθών και εθίμων, που θα ανέβαζαν τον τζίρο. Ενηλικιώνεται η εγκληματικότητα των ανηλίκων. Η αγορά προωθεί αγοραίες προσωπικότητες. Επαγγελματίες ξαφρίζουν τις καταθέσεις λέξεων ηλικιωμένων. «Βιβλίο είναι του Χένρι Μίλερ, βιβλίο είναι και της Λίτσας Πατέρα», λέει ο ΛΕΞ.
        Χωρίς τέλος η πρόοδος της τεχνολογίας. Άρχισε η παραγωγή του πρώτου, με αυτοτροφοδότηση, ηλεκτρικού αυτοκινήτου χωρίς οδηγό ή επιβάτες. Απολύτως συμπαγές στην κατασκευή του, δεν θα έχει χώρο για μεταφορά οποιουδήποτε αντικειμένου. Η συμβολή του στις μεταφορές θα είναι μεταφορική. Με συνεχή κίνηση σε μαζικούς αριθμούς στους δρόμους, θα καθιστά αδύνατη την κίνηση των λοιπών οχημάτων, οδηγώντας άλλους να μετακινηθούν με τα πόδια.
        Εξαντλημένα από το άγχος της καθημερινής κυκλοφορίας, πολλά ζώα προσβλέπουν στη μεταμόρφωσή τους σε δέντρα. Σαρκοφάγα φυτά προβληματίζονται αν θα ήταν πιο έντιμο να γίνουν χορτοφάγα. Πέτρες και νερό τρώνε τις σάρκες τους. Δηλητηριώδες αέριο νιώθω, ομολογεί ο αέρας στον ψυχίατρο των ανέμων. Σε συνθήκες ξηρασίας οι ωκεανοί ανεβαίνουν. Η αστυνομία θερμοκρασίας συλλαμβάνεται σε πυρετώδη δράση.
        Η ακρίβεια παραμένει άλυτο πρόβλημα στην οικονομία της λογοτεχνίας. Απορρίπτονται ως ανεπαρκείς εξηγήσεις ότι πρόκειται για αποδιάρθρωση των σχέσεων μεταξύ προσφοράς λέξεων και ζήτησης διατυπώσεων. Ευλογημένοι θεωρούνται όσοι απομονώνονται λόγω της ευλογίας των πιθήκων.
        Η κλωνοποίηση καθυστερεί, καθώς όλοι θέλουν να γίνουν μεσάζοντες πολιτικής και ενημέρωσης. Επικαλούμενη πολιτικούς και λέγοντας ότι είναι δημοσιογράφος, κόρη ασθενούς σε νοσοκομείο εκσφενδονίζει γλάστρα στο κεφάλι νοσηλεύτριας. Ο κόσμος της νύχτας επισκιάζει την ημέρα. Αναλυτές αποδίδουν την υπογεννητικότητα στο γεγονός ότι το σεξ είναι μία ξένη λέξη. Ευτυχώς υπάρχει επάρκεια σε ποιητές και πεζογράφους. Η δική μας, λένε, κινδυνεύει λιγότερο από άλλες χώρες.
        Μήπως όσα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα της ακρίβειας; Δική μου ελπίδα είναι γρήγορα να συνέλθει και να μπορέσει πάλι να αναλάβει τον ρόλο του. Έως τότε είμαι υποχρεωμένος να αντικαθιστώ τον σωσία μου.


        ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

        Επιβραβεύσεις / τοκογλυφίες / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Σύσταση για δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Το βιβλίο των κατά φαντασίαν συγγραφέων / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Η συμπαντική χοάνη

        Μπέρτραντ Ράσελ

        Προχθές, κοιτάζοντας στο ηλεκτρονικό περιοδικό The Clown (7/4/2019) μία εφιαλτική, για να μη πω ανατριχιαστική, ανάρτηση της Καλλιόπης Παπαμιχαήλ, άρχισε και πάλι να με κατατρύχει ο μόνιμος φόβος μου: η αναπότρεπτη και συνεχής μετακίνηση του παρόντος στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, η ανάρτηση αφορούσε απόψεις του Μπέρτραντ Ράσελ — που κάποτε δέσποζε στο παγκόσμιο στερέωμα για τις φιλοσοφικές και πολιτικές του θέσεις, όπως, ας πούμε, τώρα ο Τσόμσκι. Ανάμεσα στα άλλα: «Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τη ζωή, δεν καταδέχομαι όμως να τρέμω από φόβο στη σκέψη της εκμηδένισης μου».

        Νομίζω ότι πρόκειται για ένα σημείο μηδέν. Ή αποδέχεσαι την άποψη και ησυχάζεις μια και καλή, ή διαρκώς παλεύεις με το παρελθόν. Εξοντωτικά. Να μάθεις τι σώθηκε, να δεις τι θα σώσεις από τους άλλους και από τον εαυτό σου. Προσωπικά θέλω να πιστεύω ότι κάπου στο σύμπαν υπάρχει μία απείρων διαστάσεων χοάνη, εν παρατάξει ίσως και με άλλες, άλλων πλανητών, όπου κατέληγαν και θα καταλήγουν τα πάντα, μέχρι την οριστική συντέλεια και θα παραμείνουν εκεί στο διηνεκές: υλικός πολιτισμός, κείμενα, ομιλίες, κουβέντες, εικόνες, πίνακες, ταινίες, θεωρίες, απόψεις … Με τάξη όλα βαλμένα.

        Τρέχοντας επιτόπου

        Η διαδρομή


        Οι δρομείς (κατ’ αλφαβητική σειρά) Δράχου-Χούδρα παρέμειναν στην αφετηρία καταχειροκροτούμενοι για το κατόρθωμα να στέκουν επιτόπου τρέχοντας ή να τρέχουν χωρίς να μετακινούνται. Η διαδρομή διαρκεί, καθ’ όσον ατελείωτη η λογοτεχνία, ενώ ο βίος βραχύς (Vita brevis, Ars longa: η Ζωή είναι κοντή, η Άρτα είναι μακριά) και ο βρεγμένος την ομπρέλα δεν φοβάται.


        Ιστορική αναδρομή

        Με εξειδίκευση στη βροχή της λογοτεχνίας, oι δρομείς Δράχου-Χούδρα έχουν αναγνωριστεί θέτοντας ερωτήματα ηλοκεντρικά, επί τον τύπον των ήλων, και αόκνως προσφέροντας τις δέουσες απαντήσεις. Ιδού ερωτήματα που όφειλαν να είχαν τεθεί προ πολλού στο πλαίσιο της μετεωρολογικής λογοτεχνίας, η οποία, έτσι και αλλιώς, βροχή φέρνει, επειδή στην αναβροχιά, καλό είναι το χαλάζι. Προς το παρόν, αφού έχουν πιάσει οι ζέστες, ας τις πιάσουμε επίσης, πριν προλάβουν να κρυώσουν. Γιατί έχουν οι εβδομάδες γυρίσματα και ο χρόνος εβδομάδες. Συνεπώς, σε πόσα μποφόρ στρέφονται από τραγωδία σε κωμωδία οι ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη; Θα έλιωνε το κουλουράκι του Προυστ αν το ρόφημα ήταν κρύο; Θα συνεχιζόταν η περιπλάνηση του Οδυσσέα, αν η Ιρλανδία δεν ήταν νησί; Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης ή Μαντώ Μαυρογένους; Θα φαρμάκωνε ο Σολωμός αν με αιχμηρούς στίχους συμμετείχε στον ένοπλο αγώνα; Και εντέλει, τι σκεφτόταν ο Μάρκος Μπότσαρης, όταν βληθείς υπό Τούρκου εξωμότη έπεσεν άπνους και νεκρός, εγερθείς δε αναφώνησε: «Πού είναι το πορτοφόλι μου;»

        Ζέστες πιασμένες

        Τέλος οι γραβάτες (και αντίο στους Κροάτες, παραφθορά του ονόματος των οποίων είναι η λέξη cravat, από μαντίλι που φορούσαν οι εν λόγω μισθοφόροι του Λουδοβίκου ΙΔ), δήλωσε κάθιδρος ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, εξερχόμενος του ραφείου του. Γίνετε ενεργητικοί στην εξοικονόμηση ενέργειας. Εμπνευστείτε από τα ανοιχτά «άκρα» της Ευρώπης, όπως η Σκωτία και η Ελλάδα. Πετάξτε τα βαρβαρικά πανταλόνια του τσιγκούνη Πανταλόνε της Κομέντια ντελ άρτε. Φορέστε κιλτ, χιτώνες, φουστανέλες, φουστάνια. Γίνετε πιο δροσεροί. Φυσικά, οι ως άνω προτροπές προκάλεσαν έντονες διαμαρτυρίες των ταυρομάχων, των οποίων η επαγγελματική στολή περιλαμβάνει απαραιτήτως γραβάτα.

        Η Γερμανία διαρκώς δίνει το παράδειγμα. Μόνον κρύο νερό θα έχουν πισίνες και αθλητικά κέντρα στην πόλη Άουγκσμπουργκ, δήλωσε η δήμαρχος Εύα Βέμπερ, με όνομα που θυμίζει πρωτόπλαστη κοινωνιολόγο. Δεν θα τρέχει νερό από σιντριβάνια. (Γερμανοί τουρίστες μπορούν να επισκεφτούν την Ομόνοια.) Μουσεία και αξιοθέατα δεν θα φωτίζονται. Μειώνεται ο αριθμός κλιματιστικών. Στο Ανόβερο δεν θα διατίθεται ζεστό νερό για να πλυθούν χέρια. Τα καζανάκια θα υπολειτουργούν. Σκοτεινιάζει η Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο.

        Ορισμένοι δεν ξεχνούν συστάσεις από χαμένο έργο, που έκαψαν οι Ναζί, του Μπρεχτ, αείμνηστου τέκνου του Άουγκσμπουργκ: Σε περίπτωση καύσωνα να προτιμάτε έρωτες με ψυχρά αισθήματα. Εκεί είχε γεννηθεί και ο πατέρας του Αμαντέους Μότσαρτ, ενώ το γήπεδο της γνωστότερης ομάδας της πόλης είχε φιλοξενήσει αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου Γυναικών το 2011.

        Ζέστες που θα πιάσουν

        Μελέτη του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, η οποία εκδίδεται ασυστόλως εντός των προσεχών ημερών, φέρει τον επιστημονικό τίτλο «Κάνετε κρύο σεξ για εξοικονόμηση ενέργειας 15%», όταν σας πιάνουν οι ζέστες. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα κάνει κρύο τον χειμώνα.

        Επιφανής γλωσσολόγος, καλεσμένος σε τηλεοπτική συζήτηση περί ζέστης, εξήγησε ότι εκφράσεις όπως «τον πίνω κρύο» δεν αφορούν μόνο στον φραπέ. «Σωστό το υπονοούμενο», σχολίασε ο φιλοξενών δημοσιογράφος.

        Ο Νεόφυτος Θεραπειάδης, κάτοικος Παραπράσταινας (νυν Προαστίου), χωρίου καταγωγής διάσημου αντισφαιριστή, απόφοιτος ξένης Ιατροσυμβουλευτικής Σχολής, δημοσίευσε έρευνα που καταδεικνύει ότι κλύσμα με κρύο νερό, χωρίς χαμομήλι, μειώνει την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος κατά 7,325%. Μέσα σε ανελκυστήρα στις Σέρρες 26χρονος καταπλακώθηκε από ψυγείο που επιχειρούσε να μεταφέρει.

        Η συνέχεια στο επόμενο

        Από τα Γρεβενά τεντώνοντας

        Χρειάζεται να πάρεις ύψος για να φτάσεις πιο μακριά. Εκεί ψηλά φυσά. Δεν έχουν όμως πάρει τα μυαλά του αέρα. Παίρνει φόρα και τρέχει και απογειώνεται. Μαζεύει τα πόδια του ενώ πετά. Έπειτα τα τεντώνει και προσγειώνεται. Κάθε φορά που αυτό το παιδί πηδά, η χώρα πηγαίνει πιο μακριά. Ας βουλιάζει στο χώμα μετά. Πρόκειται για τον συνονόματο του Σαχτούρη πρωταθλητή στο μήκος. Από τα Γρεβενά έως το σκάμμα. Ποιος δεν θα ήθελε να γίνει αθλητικογράφος, αν έτσι ήταν οι αθλητές; Αν αποτελούσαν μυθικούς χαρακτήρες στο άθλημα του λόγου. Με τσιτώνει η φίλη μου, έχει πει. Αυτό βοηθά να γίνω καλύτερος. Μοιράζει εύσημα. Ευχαριστεί συγγενείς και φίλους που ήρθαν να τον στηρίξουν στον αέρα. Παραπέμπει επίσης στον πρώτο προπονητή, που τον έπεισε να δοκιμάσει το μήκος βλέποντάς τον να κάνει παρκούρ.
        Η πόλη δεν έχει απευθείας οδική σύνδεση με την Αθήνα. Χτίστηκε ανάμεσα σε δύο ρωμαϊκούς οικισμούς, λίγα χιλιόμετρα από μια προϊστορική Τούμπα. Στην πλατεία το υψόμετρο είναι 535 μέτρα. Ως Γριβάνα αναφέρεται πρώτη φορά σε κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Γραιβινό, Γρεβενός, Γρεβυνόν, Γρεβαινό, Γρεβαινά είναι μεταξύ των παραλλαγών. Κάπου 28 χιλιάδες βιβλία έχει η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη. Κάθε χρόνο διοργανώνονται τα «Ανακατωσάρια» και η «Γκαμήλα» την Κυριακή της Αποκριάς. Οι πιο γνωστοί αθλητικοί σύλλογοι ονομάζονται Πυρσός, στο ποδόσφαιρο, Πρωτέας, στο μπάσκετ, και Γυμναστικός, στο βόλεϊ.
        Η χώρα βρίσκεται διαρκώς σε μία καμπή. Από επαρχιακές πόλεις αναδεικνύονται πρωταθλήτριες, από την Καρδίτσα η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη, από τη Νέα Καλλικράτεια στη Χαλκιδική η Ελίνα Τζένγκο, από την Καστοριά η Ευαγγελία Αναστασιάδου, ενώ από την Αθήνα στους κρίκους ο Λευτέρης Πετρούνιας. Το περιβάλλον επιβεβαιώνει ότι χωρίς ετερότητα δεν υπάρχει επιλογή ταυτότητας. Δώστε μου λίγο φως και ας καώ, μονολογεί κάθε σκοτεινό κερί. Λυτρώνει το μαύρο φως σήμερα που ο πιο διάσημος Έλληνας είναι Αφρικανός. Έτσι λεγόταν και ο Σκιπίων, που είχε ζητήσει να ταφεί μακριά από την πόλη της Ρώμης, την οποία θεωρούσε αχάριστη. Αφρο-Έλληνες από γειτονιές της πρωτεύουσας οι της ημετέρας παιδιάς μετέχοντες. Διεθνές προσωνύμιο: Γκρικ Φρικ. Τι φρίκη να είσαι Έλληνας. Δηλαδή, τι συγκίνηση. Σε ποιο ταμπούρι άραγε να τραγουδά ο Νέγρος του Μοριά; Κράτα το ίσο, ρε Ισοκράτη, πρώιμε Βυζαντινέ μιας κλασικής εποχής.
        Από τους πιο ορεινούς και αραιοκατοικημένος νομούς, την περιοχή διασχίζει ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της χώρας. Στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου βρίσκεται η Βάλια Κάλντα, «ζεστή κοιλάδα» στα βλάχικα. Στην Οθωμανοκρατία ήταν ένα από τα πέντε αρματολίκια στα οποία χωριζόταν η Μακεδονία κάτω από έναν άξιο ποταμό όπως ο Αξιός. Κοιτίδα Δωριέων και οπλαρχηγών της ανεξαρτησίας και του Μακεδονικού Αγώνα, η περιοχή έγινε νομός ταυτόχρονα με τον νομό Πειραιά.
        Ο Μίλτος Τεντόγλου το κάνει να φαίνεται εύκολο. Σέβομαι όλους τους αθλητές, ακόμη κι αν δεν είναι καλοί, έχει πει. Σέβομαι την προσπάθειά τους. Σέβομαι όλα τα επαγγέλματα Δεν θεωρώ ότι αυτό που κάνω είναι πιο δύσκολο συγκριτικά με κάποιον που δουλεύει οκτάωρο στην οικοδομή. Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες. Ο κολλητός μου δουλεύει σε φούρνο, στα Γρεβενά.
        Ακολουθεί μακρύς κατάλογος: μανιταρόπιτα, μανιταρόσουπα, μανιταροπίλαφο, μανιταροτραχανάς, μανιταρομαγειρίτσα, ζυμαρικά με μανιτάρι, ποντιακό πλιγούρι με μανιτάρια, μανιτάρια τουρσί, αποξηραμένα μανιτάρια, παστέλι με μανιτάρι, λικέρ από μανιτάρι, γλυκό κουταλιού και μαρμελάδα από μανιτάρια. Τα Γρεβενά ανακηρύχθηκαν πόλη των μανιταριών το 2007. Γλυπτά συμπλέγματα με μανιτάρια ορθώνονται σε πάρκα, πλατείες και οδικούς κόμβους. Στον νομό έχουν καταγραφεί περισσότερα από 2.500 είδη μανιταριών από τα επτά χιλιάδες που εντοπίζονται στην Ελλάδα. Κομβικό ρόλο για περισσότερα από τριάντα χρόνια έχει παίξει ο εκπαιδευτικός Γιώργος Κωνσταντινίδης, ερασιτέχνης μυκητολόγος, συγγραφέας σχετικών βιβλίων και πρόεδρος των Μανιταρόφιλων Ελλάδας.
        Προσπαθώντας όλοι να τεντωθούν, στην ουρά μπαίνουν για να δώσουν συγχαρητήρια στους πρωταθλητές. Στα 9 μέτρα στο μήκος προσβλέπουν όσοι κοιτάζουν πιο μακριά. Τρίβοντάς το με το χέρι, όπως συνηθίζει ο Τεντόγλου, το μετάλλιο από το Μόναχο έχει αρχίσει να χάνει τη χρυσή επικάλυψή του.
        Στα βρώσιμα είδη συγκαταλέγονται ο αμανίτης ο καισαρικός (αβγό, κοκκινούσκα, νερατζάκι), το αγαρικό το κροκοδείλινο (γλόμπος, γερμανικό κράνος, γούβα), η μακρολεπιωτή η ψηλή (ζαρκαδίσιο, αδραχτίτσα), ο κανθαρίσκος ο υποπαχνώδης (κιτρινούσκα) και ο βωλίτης ο χάλκειος (καλογεράκι, πορτσίνι, βασιλικό). Τοξικός θεωρείται ο αμανίτης ο μυϊκός (ζουρλομάνταρο, λωλομανίτης, αγαρικό των μυγών). Θανατηφόρος ο αμανίτης ο φαλλοειδής (θανατίτης, φαμελίτης), από τον οποίο αρχαίοι ιστορικοί θεωρούν ότι δηλητηριάστηκε ο Κλαύδιος, που διαδέχθηκε ο Νέρων, τον οποίο είχε υιοθετήσει. Ο Κλαύδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που γεννήθηκε εκτός Ιταλίας.

        Σχετικά κείμενα

        Τα πουλιά δεν είναι πραγματικά / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Αγαπημένη Κάρινγκτον / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Πηγή: ΕΡΤΝews

        Δερύνεια Αμμοχώστου +11.8.2022

        Στον ουρανό σε νοιώθω, Τάσο Ισαάκ
        στ΄ αστέρια ανάμεσα, χρυσόμαυρο καγιάκ.

        Το κοιμητήρι φέγγει στης νυχτός την λίμνη,
        το καντηλάκι σου πηγή στο Παραλίμνι

        Την Μάνα σου την συναντώ στ’ ακροθαλάσσι, Τάσο.
        Μου λέει «στον Κάβο-Γκρέκο τρέχω να προφτάσω,

        πριν ξημερώσει χύνεται ο γιόκας μου σαν άστρο
        σμίγει το κλάμα μου στης ερημιάς το κάστρο».

        Εικοσιέξι Αυγούστων η δική σου Αναστασία
        στέκει στο συρματόπλεγμα, ξανθή οπτασία

        στάχυ αναστάσιμο στο αίμα σου φυτρωμένο
        και την κοιτώ. Κι είναι ένα φως στραγγαλισμένο

        από τα μπαρ και τα ξενοδοχεία και τα φαγάδικα.
        «Δεν πήγατε χαράμι, δεν επέσατε άδικα»,

        Ψάλλει η σιωπηλή άρπα του κορμιού της.
        Και με τυλίγει το αεράκι του ματιού της.

        Στον ουρανό σε νοιώθω, Τάσο Ισαάκ
        στ΄ αστέρια ανάμεσα, χρυσόμαυρο καγιάκ.



        Παράπονα που μας περιήλθαν



        Στο κλιματιζόμενο από δροσερές εικόνες γραφείο ταξιδίων, στο οποίο είχαν καταφύγει οι Δράχου-Χούδρα για να προστατευτούν από τον καύσωνα, έφτασαν αξιόλογα παράπονα από αλλοδαπούς επισκέπτες μετά το τέλος των διακοπών τους. Σταχυολογούνται κάποια δείγματα, στατιστικώς αξιόπιστα, που καταχωρούνται ασχολίαστα εν αναμονή διευκρινίσεων.


        1

        «Το ηλιοβασίλεμα είχε άλλο χρώμα από αυτό που υποσχόταν η διαφήμισή σας. Πρόκειται για κακέκτυπο;»
        «Υπήρχε παντού άμμος στην παραλία. Έπρεπε συνεχώς να καθαρίζουμε. Όταν καθόμασταν σε πέτρες, δεν ήταν όσο αναπαυτικές φαίνονται στις φωτογραφίες στη μπροσούρα σας από το Ηρώδειο. Το ίδιο στο Θέατρο της Επιδαύρου, όπου δεν πήγαμε.»
        «Τα παιδιά φοβήθηκαν. Κανείς δεν μας είχε προειδοποιήσει ότι θα υπάρχουν ψάρια στο νερό.»
        «Πρέπει να απαγορευτεί η ηλιοθεραπεία χωρίς μαγιό. Ήθελε να χαλαρώσει ο σύζυγός μου, αλλά δεν μπορούσε.»
        «Ήταν αηδιαστικό όλες οι ταβέρνες να έχουν τοπική κουζίνα. Τι θα φάνε οι επισκέπτες;»
        «Βρήκαμε πολλούς Έλληνες στην Ελλάδα. Κανείς δεν μας είχε πει ότι θα υπήρχαν τόσοι ξένοι.»
        «Δεν μπορούν να κλείνουν τα μαγαζιά για μεσημέρι, όταν θέλεις να κάνεις ψώνια.»
        «Δεν μπορούν να ανοίγουν τα μαγαζιά το πρωί, όταν δεν θέλεις να κάνεις ψώνια.»

        2

        «Το διαμέρισμα περιγραφόταν ως πλήρως εξοπλισμένο, αλλά δεν υπήρχε μηχάνημα να τεμαχίζει σφιχτά βραστά αβγά. Αναγκαστήκαμε να βγάλουμε μαχαίρι, αφού τα ξεφλουδίσαμε.»
        «Οι δρόμοι είχαν λακκούβες. Δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε τον ταξιδιωτικό οδηγό. Χάσαμε πολλά αξιοθέατα από τρύπα σε τρύπα.»
        «Επισκέπτες από άλλες χώρες μας είπαν ότι σε λίγες ώρες θα ήταν σπίτι τους. Εμείς πρέπει να είμαστε στο αεροπλάνο όλη την ημέρα. Αυτό είναι άδικο.»
        «Ζητήσαμε με τον αρραβωνιαστικό μου δύο κρεβάτια. Μας βάλατε σε δίκλινο. Ποιος θα αναλάβει το μωρό;»
        «Κάποια νησιά είναι πολύ κοντά. Γιατί δεν συνέχισε το πούλμαν αντί να πάρουμε πλοίο;»

        3

        «Μας πήγαν σε ένα κτήριο με αγάλματα. Τα περισσότερα χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς μύτες. Δεν είχατε στείλει πληροφορίες. Είναι αντίγραφα, είπα στην κόρη μου. Πού είναι τα πραγματικά, ήθελε να μάθει. Σε κάποιο μουσείο, της είπα. Εδώ, τι είναι, ρώτησε.»
        «Μου τηλεφώνησε η γυναίκα μου ότι την συνέλαβαν, όταν διαμαρτυρήθηκε για τον θόρυβο. Ζήτησε να έρθει η αστυνομία. Προσπαθώ να τους κάνω να καταλάβουν τι συνέβη, μου είπε, αλλά δεν μπορώ. Είναι όλοι ξένοι.»
        «Ο άντρας μου ζήτησε ζεστό καφέ. Του έφεραν καφέ με παγάκια. Τι περιμένετε να συμβεί;»

        εν κατακλείδι

        «Δεν μας παρηγορεί να λέτε ότι ευτυχώς δεν κλείσαμε ταξίδι σε διαστημικό σταθμό και έτσι, ακόμη και έχοντας πιεί, είναι εύκολο να βρούμε το πάτωμα, γιατί υπάρχει βαρύτητα.»

        ζωή χωρίς αντικλείδι

        Σε κομψά μπουκαλάκια, που γράφουν Aria ti Mare, θαλασσινό αέρα σε τουρίστες πουλά στην Απουλία Ιταλός φοιτητής. Εξανεμίζονται οι διαδόσεις ότι ο αέρας είναι κοπανιστός.
        Δεν του αρέσει να οδηγεί σε κανονικούς δρόμους, εξομολογήθηκε ο ραλίστας Λιούις Χάμιλτον. Δεν αντέχεται αυτό το άγχος, είπε σε δημοσιογράφο, που καθόταν δίπλα του, ενώ οδηγούσε στη Νίκαια της Γαλλίας επιστρέφοντας σπίτι.
        Ειδικές εκπτώσεις επέβαλε η κυβέρνηση σε ξενοδοχεία στη νήσο Χαϊνάν, όπου παρέμειναν αποκλεισμένοι λόγω κορωνοϊού περίπου ογδόντα χιλιάδες Κινέζοι τουρίστες.
        Γραφείο ταξιδίων προσφέρει τουρ σε κατεστραμμένες πόλεις στην Ουκρανία. Διευκρινίζεται ότι τα πακέτα διαφέρουν από τον λεγόμενο «σκοτεινό τουρισμό», που περιλαμβάνει περιηγήσεις σε μέρη μαζικών θανατώσεων και καταστροφών.
        Στο χωριό Στάβλο, με 13 μόνιμους κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στην Ικαρία διοργανώθηκε στις 12 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, το πρώτο απολύτως φυτοφαγικό (vegan) πανηγύρι.
        Ανεβάζουμε τα μπάσα, δήλωσαν οι διοργανωτές του πρώτου ρέιβ πάρτι για κουφούς στο Εδιμβούργο, με φώτα λέιζερ, κουφούς ντι τζέι και περφόρμερς που χρησιμοποιούν βρετανική νοηματική γλώσσα.
        «Αυτό το βίντεο θα το παίζουν ξανά και ξανά», δήλωσε Καναδός πολιτικός που κατάπιε μέλισσα κατά τη διάρκεια ομιλίας, η οποία μεταδιδόταν από τοπική τηλεόραση στο Οντάριο.

        Η ανέχεια στο επόμενο

        Προηγουμένως

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ο «Χάρτης» ετοιμάζει τα αφιερώματα:


        Δ.Τ. Άναλις (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού)
        Χίλια εννιακόσια είκοσι δύο/2022 (επιμ. Θανάσης Αγάθος-Χριστίνα Ντουνιά)

        Έλλη Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
        Mορίς Μπλανσό (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
        Το Δημοτικό Τραγούδι
        (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
        Λούλα Αναγνωστάκη
        (επιμ. Κυριακή Χριστοφορίδη)
        ΨΧ
        (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
        Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
        Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)

        *

        Στo εξώφυλλο του τεύχους 46 κολάζ του Μαξ Ερνστ

        Τα εργαστήρια του Ιανού

        Π   Ρ   Ο   Β   Ο   Λ   Ε   Σ

        Η αλυσίδα πολιτισμού IANOS και τα Εργαστήρια Βιβλίου της, φέτος τo φθινόπωρο συμπλήρωσαν ήδη 9 χρόνια παρουσίας στον χώρο της εκπαίδευσης.
        Οι εγγραφές για τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, διόρθωσης και επιμέλειας κειμένων και εικονογράφησης ξεκίνησαν.
        Τα μαθήματα ξεκινούν από τη Δευτέρα, 21 Νοεμβρίου.



        Διά ζώσης εργαστήρια στην Αθήνα (μέσω zoom)

        Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής

        • Μυθιστόρημα: Οδηγίες χρήσης (Αμάντα Μιχαλοπούλου)
        • Διήγημα - Νουβέλα: Ξεκλειδώνοντας τη μικρή φόρμα (Χρήστος Οικονόμου)
        • Διήγημα - Νουβέλα: Το επόμενο βήμα (Χρήστος Οικονόμου)
        • Κοινωνικό και Αστυνομικό Μυθιστόρημα (Ευτυχία Γιαννάκη)
        • Ποιητική συνάντηση (Στρατής Πασχάλης)
        • Ποιητική συνάντηση Β: Χτίζοντας ποιητικές συλλογές (Στρατής Πασχάλης)
        • Παιδικό και νεανικό βιβλίο: Λύνοντας την κόκκινη κλωστή (Μαρία Αγγελίδου - Ελένη Σβορώνου)
        • Θέατρο: Η γραφή στη σκηνή (Γιάννης Σκαραγκάς)
        • Σενάριο: Γράφοντας για την τηλεόραση (Νίκος Απειρανθίτης)
        • Δημιουργική γραφή για εφήβους 11+ (Μαρία Αγγελίδου - Ελένη Σβορώνου)

          Εργαστήριο Διόρθωσης-Επιμέλειας Κειμένων:
          2 κύκλοι, 4 επίπεδα (Δημήτρης Θάνας - Πελαγία Μαρκέτου)
        1. Εισαγωγή στη διόρθωση κειμένων
        2. Εργαστηριακό τμήμα διόρθωσης κειμένων
        3. Εισαγωγή στην επιμέλεια κειμένων
        4. Εργαστηριακό τμήμα επιμέλειας κειμένων

                Εργαστήριο Εικονογράφησης (Σβετλίν)

        Διά ζώσης εργαστήρια στη Θεσσαλονίκη (μέσω zoom)

                Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής

        • Πεζογραφία: Πώς γίνεται η αρχή (Σοφία Νικολαΐδου)
        • Πεζογραφία Β: Γράφω το δικό μου βιβλίο (Σοφία Νικολαΐδου)

          Από το Διήγημα στη Νουβέλα και από τη Νουβέλα στο Μυθιστόρημα (Γιάννης Σκαραγκάς)
        • Το σύμπαν της Ποίησης [Ποίηση Α] (Βασίλης Αμανατίδης)
        • Ποίηση Β: Ξετυλίγοντας το σύμπαν του εαυτού μας (Βασίλης Αμανατίδης)
        • Παιδική και νεανική λογοτεχνία: Στην αυλή των θαυμάτων (Αλεξάνδρα Μητσιάλη)
        • Σενάριο: Γράφοντας για την τηλεόραση (Νίκος Απειρανθίτης)
        • Θέατρο: Η γραφή στη σκηνή (Γιάννης Σκαραγκάς)

        Εξ αποστάσεως εργαστήρια (ασύγχρονα e-learning)

                Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής

        • Μυθιστόρημα – Από την πρώτη ύλη στο έργο τέχνης (Κώστας Καβανόζης)
        • Διήγημα - Νουβέλα: Ξεκλειδώνοντας τη μικρή φόρμα (Χρήστος Οικονόμου)
        • Διήγημα - Νουβέλα: Το επόμενο βήμα (Χρήστος Οικονόμου)
        • Κοινωνικό και Αστυνομικό Μυθιστόρημα (Ευτυχία Γιαννάκη)
        • Ποιητική συνάντηση (Στρατής Πασχάλης)
        • «Στο κάτω-κάτω της γραφής» – Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και σχέσης με το παιδικό και νεανικό βιβλίο (Μαρία Αγγελίδου - Ελένη Σβορώνου)
        • Θεατρική Διασκευή (Στρατής Πασχάλης)
        • Σενάριο: Θεωρία και Τεχνικές (Γιάννης Σκαραγκάς)

                Εργαστήριο Διόρθωσης Κειμένων (έναρξη Απρίλιος 2023, συντονισμός: Δημήτρης Θάνας)
                
        Διδάσκοντες: Δημήτρης Θάνας - Πελαγία Μαρκέτου

                Εργαστήριο Επιμέλειας κειμένων (έναρξη Απρίλιος 2023, συντονισμός: Δημήτρης Θάνας)
                 Διδάσκοντες: Δημήτρης Θάνας - Πελαγία Μαρκέτου





        Για οποιαδήποτε πληροφορία τηλεφωνήστε στο 2103217929 ή στο 6958004810.

        Περιμένοντας τον Μάριο

        O Mάριος Ποντίκας, Λευκάδα


        Είχε την πολύ σοβαρά περιπαικτική έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό του, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Χαϊδέψαμε το κεφάλι του και τους ακολουθήσαμε σε μια ανηφορική πορεία, προς ένα σημείο όπου ο ήλιος διαπερνούσε τις φυλλωσιές. Φτάνοντας έξω από τη στενή μαρμάρινη πύλη, με σκαλοπάτια που κατέβαιναν βαθύτερα στο έδαφος, περιμέναμε να σπάσει τα ξύλα και να σηκωθεί όρθιος λέγοντας «έως εδώ». Ακούσαμε όμως τον υπεύθυνο του γραφείου να δίνει οδηγίες: «Αφήστε τα λουλούδια έξω», προσθέτοντας «Θα τα βάλουμε εμείς». Ο Μάριος θα μου είχε ζητήσει να περιμένουμε να επιβεβαιώσουμε ότι θα τα πάρουν μαζί τους, όπως θα είχαμε προβλέψει, για να τα δώσουν σε όσους δεν έχουν ή δεν αντέχουν μυρουδιές.
        Με την αγαπημένη Βίκυ, που ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια, πίναμε καφέ οι τρεις μας στα Σύβοτα στη Λευκάδα, όπου με είχαν πάει, καθώς ποτέ δεν τα είχα δει. Βρισκόμασταν κάθε φορά που επέστρεφα στην Ελλάδα και δεν σταματούσαμε να μιλάμε για όλα τα θέματα. Από τη γεωπολιτική της καθημερινής ζωής έως το κατιναριό των διεθνών σχέσεων. Ατελείωτες συζητήσεις σε διαδρομές και σε αυτοκίνητα με τα φώτα στάσης να αναβοσβήνουν. Όταν γύρισα, βρισκόμασταν συχνά, καθώς πια μέναμε κοντά. Με κατεβασμένες τις τέντες στο μπαλκόνι τους, φανταζόμασταν τι δεν συνέβαινε έξω. Έπειτα ήταν δύσκολο πια να βρεθούμε.
        Μια Πρωτοχρονιά ήμασταν καλεσμένοι σε ένα σπίτι, όπου μετά το φαγητό θεώρησαν καλό να μας καθίσουν δίπλα στον φίλο μας Δημήτρη. Στην αρχή ήμασταν μονολεκτικοί. Υπήρχαν όμως πολλά άτομα, που με τις καρέκλες τους σχημάτιζαν ημικύκλιο, το οποίο απαιτούσε λέξεις που θα έδεναν γλώσσες και αφτιά χωρίς να το αφήσουν να διαλυθεί. Αναλάβαμε τη δουλειά οι τρεις μας και την επόμενη μισή ώρα δεν έπεσε κάτω το μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Παύση. Πότε ξαναδίνετε παράσταση, ρώτησε μια προσκεκλημένη καθηγήτρια Πολυτεχνείου που είχε έρθει καθυστερημένη.
        Περιμένοντας να βγουν οι υπόλοιποι από μια παράσταση που είχε τελειώσει, κοιταχτήκαμε έξω από το θέατρο. Θέλοντας να ξεφύγουμε από τυπικές χαιρετούρες και τα πώς σας φάνηκε, αμέσως στήσαμε έναν καβγά. Αυτή είναι είσοδος και πρέπει να μπούμε, έλεγε ο Μάριος. Όχι, είναι έξοδος, επέμενα εγώ. Ανεβάζοντας την ένταση δημιουργήσαμε γύρω μας έναν ασφαλή χώρο, καθώς όλοι μας απέφευγαν. «Έρχονται οι άλλοι», μόνον ένα άτομο τόλμησε να πει. «Θα τους βγάλουμε και εκείνων τα μαλλιά», του είπαμε, δείχνοντας πόσα έλειπαν από τα δικά μας. Για καιρό μας ρωτούσαν ποιος ήταν ο λόγος του καβγά.
        Ο Μάριος Ποντίκας ρεαλιστικά απεικόνισε τον «σουρεαλισμό», όπως λεγόταν άλλοτε, της ελληνικής πραγματικότητας, δείχνοντας ότι το χιούμορ και η μελαγχολία συνιστούν συστατικά του ίδιου καυστικού υγρού που τροφοδοτεί θεατρικά έργα, σενάρια, σλόγκαν. Ένα παιχνίδισμα του νου είναι το ύφος που διαρκώς ανακαλεί το περιεχόμενό του.
        Η καθοριστική συμβολή του στο θέατρο συνεχίζει να αναδεικνύεται. Δεν έχει ακόμη επαρκώς αποτιμηθεί το γεγονός ότι γραπτά του, όπως οι Κουταμάρες, αποτελούν μερικά από τα πιο σοφά κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας. Ούτε η συμβολή του στα πρακτικώς τεκταινόμενα της καλλιτεχνικής ζωής, όπως στο Εθνικό Θέατρο επί Κούρκουλου, έχει αναδειχθεί.
        Τρομερά δύσκολος ο Σεπτέμβριος. Περιμένω τον Μάριο, όπως με περιμένει και εκείνος.

        Ειρήνη Παππά

        Η ΕΙρήνη Παππά με τον Οδυσσέα Ελύτη (Γκαλερί Ζουμπουλάκη 1980)


        H Eιρήνη Παππά (1929-2022) διαβάζει Ελύτη

        https://youtu.be/aPv6j80pANs

        Γκοντάρ: Αποχαιρετισμός στη γλώσσα του αποχαιρετισμού



        Δεν ήταν άρρωστος. Απλώς εξαντλημένος. Πήρε την απόφαση να τελειώνει και αυτό ήθελε να γίνει γνωστό. Με ευθανασία στην Ελβετία υπέγραψε τίτλους τέλους στην ταινία της ζωής του ο γεννημένος από Ελβετούς γονείς στο Παρίσι Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ιωάννης Λουκάς; Ως διπλός ευαγγελιστής του κινηματογράφου κατ’ αντιπαράθεση συνδύασε την αποκάλυψη της εικόνας με τη συμπύκνωση του λόγου. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι μια εικόνα αντιστοιχεί σε χίλιες λέξεις. Au contraire ή αντιθέτως, μια λέξη αξίζει χίλιες εικόνες. Πόσοι όμως μπορούν να το υποψιαστούν; Επιχείρηση μπετόν. Με κομμένη την ανάσα. Περιφρόνηση. Αλφαβίλ. Τρελός Πιερό. Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω για αυτήν. Όλα πάνε καλά. Ελεγεία του έρωτα. Αποχαιρετισμός στη γλώσσα. Το βιβλίο της εικόνας.
        Στο πλατό όπου γυρίζεται μια ταινία, κάποιος στέκεται μόνος του, όπως μπροστά σε μια λευκή σελίδα, έχει πει. Ισορροπώντας σε αντιστοιχίες λέξεων, πρόκειται για εικόνα που αναδεικνύει τον σκηνοθέτη σε δημιουργό (auteur ή συγγραφέα του σινεμά). Πρόκειται για μία θεωρία, δηλαδή θέαση και αποθέωση, που έχει συνδεθεί με τα Cahiers du cinema. Οι δημιουργοί είναι αποτυχημένοι κριτικοί. Αυτό επιβεβαιώνει η περίπτωση των κινημακριτικών των Τετραδίων του σινεμά.
        Στις τρικυμίες των σελίδων μούσκεψαν οι φερέλπιδες σέρφερ του νέου κύματος, συγκροτώντας το πλάσμα μιας αντίληψης που έθεσαν σε αρμογή. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ανέδειξαν τον Χίτσκοκ (όπως είχε κάνει ο Μποντλέρ με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε) σε υποδειγματική μορφή του κινηματογράφου, όταν ακόμη δεν αναγνωριζόταν στην Αμερική. Ο ρόλος τους θυμίζει τη συμβολή στον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας του μαρκησίου Λαφαγιέτ, στον οποίο ο Κάλβος είχε αφιερώσει συλλογή του. Είναι αμφίβολο αν οι ΗΠΑ θα είχαν απεξαρτηθεί από τη βρετανική αυτοκρατορία χωρίς τους Γάλλους, που επινόησαν τον κινηματογράφο πριν τον οικειοποιηθούν οι Αμερικανοί.
        Σε σχέση με το Χόλιγουντ βεβαίως, ούτε οι Νορβηγοί δεν θα έκαναν τόσο κακές ταινίες όσο οι Αμερικανοί, έχει πει ο Γκοντάρ, που επανέφερε στην Ευρώπη την Αμερική για να την αναιρέσει. Ένα κορίτσι και ένα όπλο είναι το σινεμά. Ο εικονοκεντρισμός του λόγου όμως διυλίζεται από σκηνή σε σκηνή.
        Ο γλωσσοκεντρικός κινηματογράφος του Γκοντάρ συνιστά κριτική του λογοκεντρισμού. Χωρίς λογοτεχνία δεν υπάρχει κινηματογράφος, μόνον όμως εφόσον η λογοτεχνία μεταμορφωθεί. Αυτό επιβεβαιώνεται και αντιστρόφως από τις γκονταρικές καταβολές σπουδαίων πεζογράφων όπως ο Ρομπέρτο Μπολάνιο.
        Ο Γκοντάρ δεν απέδειξε. Έδειξε. Εκτός από την οικονομετρία υπάρχει και η εικονομετρία. Αν δεν σε τρώει η εικόνα, γιατί να φας; Έχοντας στην εφηβεία του διαβάσει το βιβλίο Έρευνα για τη φύση και τις λειτουργίες της γλώσσας, σταμάτησε για ένα διάστημα, λένε, να μιλά. Ήταν ένα παιδί μελαγχολικό. Ανέπτυσσε συμπάθειες. Συμπαθούσε τους συμπατριώτες του άντρα της αδελφής του. Οφείλουμε πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα, έχει πει σχετικά.

        Κάθε θάνατος ανανεώνει τον θεσμό που ο νεκρός φαίνεται να υπηρετεί. Όποιος πεθαίνει προσαρμόζεται. Θα του άξιζε μια κηδεία όπως της Ελισάβετ. Σε οθόνες με εκατό τουαλέτες κατά μήκος της πομπής, σε συνεχή λούπα μία σεκάνς από διαφορετική ταινία του. Ένας διαρκής αποχαιρετισμός είναι οι ταινίες του Γκοντάρ.

        (13.9.22)

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        1 λέξη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Σκούπα, κλειδιά, κερί: Samuel van Hoogstraten / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ποίηση & ζωγραφική / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Δεσπόται

        Φωτογραφία: Αλεκσάντρ Ζεμλιανιτσένκο, Associated Press – Πάσχα 2022

        Από το «Χρονικόν των Ιωαννίνων» (π. 1380) Έκδοση Χ. Νικολάου Φιλαδελφέως, Αθήναι 1846


        Βασιλικές λεπτομέρειες

        «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
        Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 1957

        Σεβάσμια μορφή / αφοσιωμένη στο καθήκον / ηγέτης με ασύγκριτη αξιοπρέπεια / και σταθερότητα / εξαιρετική φυσιογνωμία / με χάρη και κομψότητα / πρότυπο ηγεσίας / που θα παραμείνει αθάνατο / στην Ιστορία / εξαίρετη μονάρχης / ηθικώς ακέραιη / πηγή έμπνευσης / και ευγένειας / μεγάλη καρδιά / μητέρα όλων / η εκλιπούσα.

        Μαθητές / δήμαρχοι / κυβερνήσεις / αρχιεπίσκοποι / συντεχνίες / γερουσιαστές / σαράντα / Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές / απλοί πολίτες / απλούστατοι άνθρωποι / ζήτησαν / από τη μεγαλειότητά της / και ξαναζήτησαν / να δώσει χάρη.

        Στα 18 του συνελήφθη / στα 19 του απαγχονίστηκε / ο Ευαγόρας της Κύπρου / για την Ελευθερίαν / και μόνον.

        έτος 2022

        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές)

        Ήταν νύχτα ακόμη, λίγο μετά τις 3:30 το πρωί, όταν άνδρας 35 ετών έπεσε από τον 3ο όροφο πολυκατοικίας, όπου έμενε στην οδό Τσακάλωφ, που φέρει το όνομα του συνιδρυτή του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου. Ο πεσών δεν είχε ειδοποιήσει τους ενοίκους του πρώτου ορόφου. Τεντωμένες, ως είθισται, οι τέντες ανέκοψαν την πτώση του, με συνέπεια να μην τραυματιστεί σοβαρά. Παραμένει γεγονός πως ό,τι προστατεύει άλλους μπορεί να αποβεί εμπόδιο για εκείνους που δεν θέλουν να προστατευτούν.
        Μία ώρα αργότερα, κάποιο άλλο βράδυ που ξημέρωνε, τέσσερις κουκουλοφόροι μπήκαν στο ισόγειο σπίτι νεαρού επιχειρηματία, τον έδεσαν και του πήραν τα κλειδιά για το χρηματοκιβώτιο, από όπου αφαίρεσαν σημαντικό χρηματικό ποσόν και χρυσές λίρες. Το γεγονός ότι το σπίτι βρίσκεται στη λεωφόρο ΝΑΤΟ στον Ασπρόπυργο δεν προσέφερε καμία προστασία.

        «Μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», δήλωσε ανορθόδοξος γείτονας, παραπέμποντας στους στίχους τουρκικού άσματος που αναφέρεται στην Κύπρο. «Αν πούμε ότι μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά το βράδυ, τι εννοώ», επανέλαβε κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο εξωτερικό. «Μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ, που θα έρθει η ώρα. Γιατί … θα υπάρχει ένα τέλος στην υπομονή. Όταν έρθει το τέλος της υπομονής, το τέλος της υπομονής είναι η λύτρωση.»

        Στο γυναικείο καμαρίνι σκαρφάλωναν ανήλικα αγόρια, προσπαθώντας να δουν μέσα. Όταν δεν τους άρεσε που τους είπαμε να κατέβουν, αποφάσισαν να πετάξουν πέτρες και κομμάτια μάρμαρο. «Και κάπως έτσι σήμερα τελειώσαμε μια από τις πιο δύσκολες παραστάσεις», δήλωσε ηθοποιός. «Μια παράσταση με απίστευτο θόρυβο, φασαρία, φωνές, παιδιά που έτρεχαν διαρκώς μπροστά μας, ούρλιαζαν, έπαιζαν μουσική στα τηλέφωνά τους, κόσμο που ήρθε με το σκυλί του που γάβγιζε μόνιμα, άλλος θεώρησε ότι πρέπει να περάσει με το ποδήλατό του πάνω από τη σκηνή, άνθρωποι φώναζαν για ησυχία και άλλοι έτρωγαν σουβλάκια, συνάδελφοι έχασαν τα λόγια τους και χάθηκαν εντελώς…»

        Η ημέρα, λένε, γελά με τα καμώματα της νύχτας. Τι να κάνει όμως η νύχτα; Χρειάζεται να νυχτοπερπατάς, αν δεν ξέρεις τι κάνεις. Αλλά και να ξέρεις τι κάνεις, πάλι χρειάζεται να νυχτοπερπατάς τέτοιες ημέρες.

        Καλό είναι να έχεις μαζί σου γάτα τη νύχτα. Αυτή βλέπει στο σκοτάδι, χωρίς το σκοτάδι να τη βλέπει. Δεν είναι γάτα το σκοτάδι. Καθόλου δεν τη βλέπει, αν μάλιστα είναι μαύρη. Η μαύρη γάτα σε προστατεύει από ανθρώπους που θεωρούν κακοτυχία να δουν μαύρη γάτα. Οι γάτες δεν κάνουν διακρίσεις. Ούτε το σκοτάδι.

        «Μαύρη γάτα, άσπρη γάτα, είναι αδιάφορο. Αρκεί να κυνηγά ποντίκια», έλεγε ο σοφός Ντενγκ Σιάο Πινγκ. Είναι άγνωστο όμως αν η γάτα που έχεις μαζί σου τη νύχτα κυνηγά ποντίκια. Χωρούν δύο ποντίκια κάτω από την ίδια μασχάλη;

        «Οι άσπρες γάτες», έλεγε ο σοφότερος Τσου Εν Λάι, «ποτέ δεν θα γίνουν μαύρες, ενώ οι μαύρες, που ξεθωριάζουν με το πέρασμα του χρόνου, δεν θα πάψουν να είναι μαύρες». Καλύτερα, επομένως, με τη μαύρη γάτα που ξέρεις, παρά με την άσπρη που ξέρεις ότι δεν θα μαυρίσει. Μαύρη μένει η νύχτα, όσο και αν ξεθωριάζει με το πέρασμα της ώρας.

        Μην κρατάς ομπρέλα, αν βρέχει τη νύχτα και έχεις τον νου σου στη γάτα. Άφησε τη γάτα να βλέπει στο σκοτάδι. Εσύ να δεις πώς θα ανοίξεις την ομπρέλα, είτε βρέχει είτε όχι. Δεν αποφασίζει η ομπρέλα πότε θα βρέξει. Εκτός ίσως αν είναι η κατάλληλη ημέρα.

        εν κατακλείδι

        Είναι απλές οι συμβουλές προς νυχτοπερπατούντες. Όταν βγάλεις το δεξί πόδι στον δρόμο, βεβαιώσου ότι το αριστερό δεν θα κάνει πίσω. Πολλοί μπήκαν στη νύχτα με το δεξί, αλλά το αριστερό δεν ακολούθησε. Μήπως καλύτερα να μπαίνεις με το αριστερό, αφού το δεξί είναι μαθημένο να ακολουθεί; Δεν πειράζει. Αρκεί να έχεις γάτα και ομπρέλα.


        Η οχιά στο επόμενο


        ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ο Νταλί στον καιρό της Covid

        Στην εποχή της πανδημίας η μάσκα σώζει ζωές. Δημιουργεί, εντούτοις, προβλήματα στους μυστακοφόρους. Ιδίως αν μιλάμε για μουστάκια επιμήκη όπως του Νταλί. Είναι γνωστή η αγάπη που έτρεφε για αυτά η πιο εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης. Άρχισε να τα καλλιεργεί από τα 20 του χρόνια, εμπνευσμένος από τα μουστάκια του συμπατριώτη και ομότεχνού του, Ντιέγκο Βελάσκεθ, από την εποχή του μπαρόκ. «Επειδή δεν καπνίζω, αποφάσισα να αφήσω μουστάκια – είναι καλύτερο για την υγεία»», είχε δηλώσει. Αν ζούσε στις μέρες μας, η φροντίδα για την υγεία του θα απαιτούσε, παράλληλα, μια λύση για τη διατήρηση του σχήματος του πιο αναγνωρίσιμου στοιχείου της εικόνας του. Για αυτό φρόντισαν η Έλενα και ο Σταμάτης Βασιλείου, δύο καλλιτέχνες του δρόμου που κατέθεσαν την πρότασή τους σε ένα ΚΑΦΑΟ της πόλης. Αν μπορούσε να το δει ο υπερρεαλιστής ζωγράφος, σίγουρα θα γελούσε κάτω από τα μουστάκια – και τη μάσκα του.

        1944-2022 του Αγίου Εφραίμ

        Ήταν 4 Ιανουαρίου του 1944, ξημερώματα, όταν γεννήθηκε ο μικρός μου αδελφός. Την ίδια μέρα ήρθε μαντάτο πως ανεβαίνανε οι Γερμανοί να κάψουν το χωριό.
        Φύγαμε όλοι για το δάσος. Η μάνα μου με το νιογέννητο πάνω στο γαϊδουράκι. Ο πατέρας με τη γίδα στην πλάτη. Οι έξι αδελφοί μου ζαλωμένοι με κουβέρτες και μπόγους. Κι εγώ, το μοναδικό κορίτσι, με την εικόνα του Αγίου Εφραίμ, του θαυματουργού, τυλιγμένη σε μιαν υφαντή πετσέτα.
        Η νύχτα φεγγοβολούσε από τις φλόγες, μα ως το πρωί όλα είχαν καταλαγιάσει. Πήραμε άλαλοι τον δρόμο του γυρισμού. Τ’ αποκαΐδια του σπιτιού μας καπνίζανε ακόμη. Δεν είχαμε πού να πάμε, γιατί και της γιαγιάς το χωριό το είχαν κάψει και αυτό οι Γερμανοί πρωτύτερα.
        Μονάχα ο στάβλος μας είχε μείνει όρθιος, επειδή ήταν φτιαγμένος από λαμαρίνες. Έδωσε ο πατέρας το πρόσταγμα να τον καθαρίσουμε κι έφυγε με τους μεγάλους του γιούς για το δάσος. Γυρίσανε κουβαλώντας κλαριά από πεύκα. Σκεπάσανε μ’ αυτά τον μισό στάβλο κι έστρωσαν από πάνω κουβέρτες να κοιμόμαστε. Ο πατέρας μου είχε φορτώσει στον γάιδαρο κι ένα τεράστιο κούτσουρο. Γονάτισε και βάλθηκε να το πελεκάει, να το πελεκάει, ώσπου το γούβιασε, το ‘κανε κούνια για το μωρό. Δίπλα του ακουμπήσαμε την εικόνα του αγίου Εφραίμ να το φυλάει. Και το φύλαξε.
        Το μωρό εκείνο είναι σήμερα 78 χρονών. Έφυγε τον καιρό της χούντας να κυνηγήσει την τύχη του στον Καναδά και τα κατάφερε μια χαρά. Έκανε περιουσία, έκανε οικογένεια. Κυπριωτοπούλα πήρε. Καλή και άξια κοπέλα η Αρετή. Πρόσφυγας έφτασε στον Καναδά τo 74, όταν οι Τούρκοι ρήμαξαν το χωριό της, στην Κερύνεια κοντά. Δυστυχώς έχει χρόνια που πέθανε από καρκίνο. Ο μεγάλος του γιος, Εφραίμ το όνομά του, είναι αεροναυπηγός κι εργάζεται κάπου εκεί κοντά. Ο μικρός βρήκε κι εκείνος καλή δουλειά, αλλά πολύ μακριά. Στην Ταϊβάν μίσεψε με όλη του την οικογένεια. Αυτός είναι παντρεμένος με Ρωσίδα, χριστιανή ορθόδοξη βεβαίως. Η κοπέλα μετανάστευσε μικρούλα από την Ουκρανία μαζί με τους γονείς της, όταν έπεσε το Παραπέτασμα — το Σιδηρούν, θυμάσαι… Και ευτυχώς. Για φαντάσου να ήταν σήμερα εκεί και να μην ξέρανε πού να κρυφτούνε… Αλλά και στην Ταϊβάν, τώρα που οι Κινέζοι της Κίνας φοβερίζουν τους άλλους Κινέζους με τ’ αεροπλάνα τους, ο ανιψιός μου ανησύχησε κι έστειλε γυναίκα και παιδιά πίσω στον Καναδά, στου πατέρα του το σπίτι. Ο ίδιος έμεινε, γιατί δεν θέλει να χάσει τη δουλειά. Θα δει, λέει. Δεν ξέρει ακόμη τι θα κάνει. Μα και ποιος ξέρει; Ξέρει τάχα μου κανείς; Εμάς λίγο μας φοβερίζει –μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει– ο μεγαλοπρεπής από δίπλα;
        Ολημερίς κι ολονυχτίς, όλοι οι μπαμπούλες του κόσμου για τα φουσάτα τους καμαρώνουνε: ένας καμαρωτός εδώ, άλλος καμαρωτός εκεί, τρίτος παραπέρα… Δεν ξέρω πολλά, ένα όμως βλέπω: η ανθρωπότη τρίβεται στην γκλίτσα του τσομπάνη. Αγαθός και φιλάνθρωπος ο Κύριος, δεν λέω, αλλά έτσι και ξεχειλίσει η κούπα της οργής του, αλί και τρισαλί μας… Γι’ αυτό κι εγώ προσεύχομαι καθημερνά στον άγιο Εφραίμ –μεγαλομάρτυς είναι και θαυματουργός– να βάλει, τον θερμοπαρακαλώ, το χέρι του, ειδάλλως… ειδάλλως…

        Έχω πάρει φωτιά: Ηράκλειτος ροκ εν ρολ (Jerry Lee Lewis)

        Στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα του ΟΧΙ, πέθανε σε ηλικία 87 ετών ο γεννημένος στη Λουιζιάνα Αμερικανός πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ Τζέρι Λι Λούις (Jerry Lee Lewis). Αποκαλούμενος ο Δολοφόνος (The Killer), ο τραγουδιστής και συγγραφέας ασμάτων υπήρξε από τους πιο επιδραστικούς πιανίστες της εποχής του. Οι γονείς του είχαν υποθηκεύσει το χωράφι τους για να του αγοράσουν πιάνο, που έπαιζε με ολόκληρο το σώμα του, όπως έπαιζε κιθάρα ο Τσακ Μπέρι. Η χριστιανική ανατροφή του Λούις, αντίστοιχη με εκείνη του Έλβις Πρίσλεϊ, τον προβλημάτιζε, έχει πει ο Τζόνι Κας. Αναρωτιόταν κατά πόσον τα αμαρτωλά τραγούδια του οδηγούσαν τον ίδιο και το κοινό του στην κόλαση. Ακόμη και αν οι Έλληνες είχαν προβλέψει το ροκ εν ρολ, όπως μουσικά αποτυπώνεται στο όνομα του Ηράκλειτου, το ερώτημα παραμένει: θα υπήρχε ροκ εν ρολ χωρίς αφρικανικό χριστιανισμό; Παρομοίως, θα υπήρχε εξπρεσιονισμός χωρίς τον βυζαντινο-ενετισμό του Ελ Γκρέκο;

        «Μάλλον θα έπρεπε να έχω κανονίσει τη ζωή μου λίγο καλύτερα», είπε ο Τζέρι Λι Λούις σε συνέντευξή του το 2014, γιατί μετά το 1957 μπήκε σε μαύρη λίστα. Φτάνοντας στη Μεγάλη Βρετανία για τουρνέ, που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, δημοσιογράφος αποκάλυψε ότι είχε παντρευτεί 13χρονη εξαδέλφη του. Επρόκειτο για τον τρίτο από τους επτά γάμους του, ο οποίος επαναλήφθηκε, καθώς δεν είχε οριστικοποιηθεί το διαζύγιο από τη δεύτερη σύζυγό του. Κάπου δέκα χρόνια αργότερα η απροσδόκητη εμπορική επιτυχία που είχε ένα τραγούδι κάντρι γουέστερν οδήγησε στην εισπήδησή του σε αυτή την ενορία της μουσικής, που εξ αρχής επίσης υπηρετούσε. Αμέσως η εταιρεία δίσκων τον κάλεσε να επιστρέψει για ηχογραφήσεις στο Νάσβιλ από το Λος Άντζελες, όπου έπαιζε τον Ιάγο σε μια ροκ εν ρολ διασκευή του Οθέλλου. Ω θέλω; Στο ροκ εν ρολ επέστρεψε στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του παίζοντας με διάσημους νεότερους μουσικούς που τον είχαν για θεό.



        Ακολουθεί απόδοση στα ελληνικά των στίχων (των Bob Feldman, Jerry Goldstein και Richard Gottehrer) του I'm on Fire.

        Έχω πάρει φωτιά

        Βοήθησέ με κύριε πυροσβέστη, σε παρακαλώ
        Ξέρεις πως καίγομαι από το κεφάλι ώς τα γόνατα
        Φλέγομαι με τόσο καυτή επιθυμία
        Ένα κοριτσάκι έβαλε φωτιά στην ψυχή μου
        Με κάνει να καίγομαι σαν χάρτινο κύπελλο
        Ωχ, ωχ, έχω πάρει φωτιά

        Άναψε τον μεγάλο συναγερμό
        Καίγομαι από τη γοητεία της όλη
        Ω, μικρό όχημα πυροσβεστικό δεν βλέπεις
        Δεν βλέπεις τι μου κάνει
        Μ’ έκανε να καίγομαι σαν χάρτινο κύπελλο
        Ωχ, ωχ, έχω πάρει φωτιά

        Και όταν το μωρό μου με φιλά
        Αρχίζω να τρέμω όπως το πλοίο σε ταραγμένη θάλασσα
        Και όταν την ακούω να λέει
        Θα σ' αγαπώ κάθε και κάθε μέρα
        Αρχίζω να τσουρουφλίζομαι σαν το ψωμί, ωχ

        Βοήθησέ με κύριε πυροσβέστη, σε παρακαλώ
        Ξέρεις πως καίγομαι από το κεφάλι ώς τα γόνατα
        Φλέγομαι με τόσο καυτή επιθυμία
        Ένα κοριτσάκι έβαλε φωτιά στην ψυχή μου
        Με κάνει να καίγομαι σαν χάρτινο κύπελλο
        Ωχ, ωχ, έχω πάρει φωτιά

        Και όταν το μωρό μου με φιλά
        Αρχίζω να τρέμω όπως το πλοίο σε ταραγμένη θάλασσα
        Και όταν την ακούω να λέει
        Θα σε αγαπώ κάθε και κάθε μέρα
        Αρχίζω να τσουρουφλίζομαι σαν το ψωμί, ωχ


        Jerry Lee Lewis - I'm On Fire (LIVE - 1963 COLORIZED/RESTORED) 4th of 5 - YouTube

        (δυστυχώς μετα-χρωματισμένη αποκατάσταση κινηματογράφησης ζωντανής εκτέλεσης όταν ο Λούις ήταν 29 ετών)


        Σχετικά κείμενα

        «Ευγνώμονες Νεκροί» / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr) [Robert Hunter]
        «Τσακ Μπέρι (1926-2017)» του Γιώργου Χουλιάρα (diastixo.gr)

        15 Μαΐου: Έμιλυ Ντίκινσον / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες

        Προσέξτε να μη γλιστρήσετε και πέσετε, οπότε θα είναι αργά...


        Ο ρόλος του καπέλου

        α. Κατάποση γλώσσας

        Αν καταπιείτε τη γλώσσα σας, πράγμα που συμβαίνει σε όλους, μην ανησυχήσετε. Παραμένετε ασκεπείς και εν ορθία στάσει, ώσπου η γλώσσα να κατέβει στο στομάχι. Τότε αρχίζει η ψαύσις του στομάχου προς εντοπισμό της γλώσσας και η απαλή τριβή εκ των κάτω προς τα άνω, ώστε η γλώσσα ανερχόμενη να φτάσει στον οισοφάγο. Επιβάλλεται να βήξετε αμέσως ηχηρώς και ακατασχέτως, εφόσον διαθέτετε ακατάσχετο λογαριασμό. Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι η γλώσσα επανέρχεται τότε στη θέση της. Μην πιείτε νερό επί τρεις ημέρες, απαραίτητο χρονικό διάστημα για το στέγνωμα της γλώσσας στο στόμα. Επίσης δεν βγάζετε άχνα. Μπορείτε όμως να είστε καθισμένοι σε καρέκλα με την πλάτη όρθια και τα πόδια εν διαστάσει μέχρι να πιαστείτε. Να φοράτε το καπέλο σας για να μην πάρει το μυαλό σας αέρα. Κατά τις περιόδους της Σαρακοστής του Πάσχα και της Σαρακοστής των Χριστουγέννων, όταν επιβάλλεται νηστεία σαράντα ημερών, οι πιθανότητες να καταπιείτε τη γλώσσα σας είναι ελάχιστες.

        Σχετικά επιστημονικά άρθρα:

        — «Η γλώσσα τσακίζει κόκαλα όπου τα βρει»
        — «Γλώσσα χυδαία λέγεται ένα ψάρι του είδους solea vulgaris: Σόλα πατά και σ’ όλα απαντά»
        — «Τόποι και τρόποι να φάτε την γλώσσα σας»
        — «Περιέ και πιπέρι στη γλώσσα»
        — «Να σου κόψω ή να σου ράψω τη γλώσσα;»
        — «Γλωσσοφαγιά και μέθοδοι αντιμετώπισης του τυμπανισμού»
        «Γλώσσα λανθάνουσα της προσοχής δεν διαλανθάνει»
        «Άλλη η γλώσσα του λαγού και άλλη της κουκουβάγιας»
        «Μη βγάζετε γλώσσα όταν βρέχει, θα κρυώσει»
        «Γλωσσοδέτες, ονανισμός, βιβλιόρροια»

        β. Δυσκοιλιότητα

        Συμπτώματα

        Η δυσκοιλιότητα είναι σύνηθες φαινόμενο επί των ημερών μας. Συμβαίνει σε όλους στιγμιαίως, τυχαίως, μοιραίως, σκοπίμως, υποχρεωτικώς, εξακολουθητικώς, μετά από γεύματα που στέκονται στο στομάχι, μετά από επαφές με δυσκοίλιους συνομιλητές, μετά από αχώνευτους λόγους λογίων, ιερομονάχων, εξομολογητών, θεραπευτών, εξωμοτών, αρχόντων, πληβείων, δεδικαστών, ακαδημαϊκών και άλλων του ιδίου φυράματος. Πρόσθετοι λόγοι είναι η πολυφαγία μέχρι σκασμού, η ατυχής σαρκική αναψηλάφηση και συνεύρεση, η έλλειψη χρημάτων, που συνιστά δυσκοιλιότητα λήγοντος του χρόνου εξόφλησης φόρων, προσαυξήσεων, τοκοχρεολυσίων, εξόδων κηδείας και οστεοφυλακίων, όταν δεν υπάρχει υλικό να γίνει παξιμάδι.

        Θεραπεία

        Η θεραπεία της δυσκοιλιότητας είναι μία, όπως έδειξαν ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός, ο Μανιαδάκης και άλλοι Έλληνες ιατροί. Προσευχόμενοι ασκεπείς, ώστε να παίρνει το μυαλό αέρα και ιδού ο ανύμφευτος έρχεται και μακάριος ο δούλος ον ευρίσκει γρηγορούντα, πίνετε μία κουταλιά της σούπας κικινελαίου, κοινώς ρετσινόλαδο ή λιοντερίτσινο ή καστορέλαιο. Παραγόμενο από τροπικό είδος και αποτελούμενο κατά 94% από τριακυλογλυκερόλες, ενώ κατά τα λοιπά από μονογλυκερίδια και φωσφολιπίδια, το εν λόγω σχεδόν άοσμο φυτικό έλαιο έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στη βιομηχανία και από μελανοχίτωνες, σύμφωνα με έμπνευση του ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο. Εν συνεχεία κάθεστε ασκεπείς με γυμνά οπίσθια επί κολόνας πάγου, χωρίς να αποκλείονται τα παγάκια, ώσπου να παγώσει ο αφεδρώνας και να νιώσετε ότι η ώρα έχει φτάσει, παρόλο που δεν έχετε βάλει ξυπνητήρι. Φροντίστε οπωσδήποτε να μην απέχει ο χώρος ανακούφισης, τουαλέτα, καθίκι, γιογιό, χεσμεντζές, περισσότερο από δύο μέτρα. Προσέξτε να μη γλιστρήσετε και πέσετε, οπότε θα είναι αργά. Να φορέσετε καπέλο έπειτα. Σε περίπτωση που η δόση της μιας κουταλιάς σούπας δεν είναι αποτελεσματική, μπορείτε να πιείτε άλλη μία ή περισσότερες, μετά την παρέλευση μιας ημέρας, μιας εβδομάδας, ενός μήνα. Ποτέ κανείς δεν ξέρει πότε θα πεθάνει.

        Όχι πια στο επόμενο



        Προηγουμένως

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ο Θανάσης Γεωργιάδης ανάμεσα στους ήρωες

        Πριν λίγες μέρες έφυγε σιωπηλά και σεμνά ο συγγραφέας, μεταφραστής κα δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργιάδης – τον λέγαμε «Βούδα» για την τεράστια πολυγνωσία του. Ήταν δέκα βιβλιοθήκες μαζί, πληθωρικός, αθόρυβος κι ευγενής. Τρυφερός και διακριτικός – ένα σπουργίτι. Συνεργαστήκαμε επί αρκετά χρόνια στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη, Μακεδονία και, πιο στενά, στο περιοδικό Πανσέληνος - για μένα υπήρξε ένας θησαυρός, όχι μόνο γιατί ήταν ακάματος, επινοητικός και εγγύηση σε ότι έγραφε, αλλά γιατί ήταν και ο επικεφαλής διορθωτής του περιοδικού. Ένας σπάνιος φιλόλογος. Είχε μεταφράσει πάρα πολλούς από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, (όχι μόνο τους τραγικούς) συνέγραψε την εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, την ιστορία των αρχαίων Θρακών, και αρκετά, πολύ καλά, δικά του μυθιστορήματα και ποιήματα. Εργάστηκε επί χρόνια σε εκδοτικούς οίκους, με τελευταίο τους «Νέους Ορίζοντες». Δυστυχώς ποτέ δεν απέκτησε την φήμη και την αποδοχή που του άξιζαν. Ίσως ήταν και ένα βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του να δουλεύει και να προσφέρει αθόρυβα, αποφεύγοντας την δημοσιότητα. Απ’ όσο θυμάμαι δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην τον συμπαθεί – πολύ περισσότερο εμείς, στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στους λογοτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης που τον αγαπούσαμε πολύ και εντελώς ανεπιφύλακτα. Ήταν σπάνια περίπτωση ανθρώπου και λαμπρού μυαλού – κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινε με την γυναίκα του την Γεωργία στην Νικήτη της Χαλκιδικής, στο εξοχικό του, να ταΐσει τις γάτες. Είχαν αρκετές γάτες εκεί, που τους περίμεναν - τα τελευταία χρόνια που τον βρήκαν οι ασθένειες τού έλεγα συχνά να πάμε για κανένα τσίπουρο (όταν συνεργαζόμασταν το κάναμε συχνά) αλλά το απέφευγε υπακούοντας στις συμβουλές των γιατρών. Έσβησε δύσκολα, περιορισμένος στο σπίτι. Άφησε πολύ μεγάλο και σημαντικό έργο και απ’ όσο ξέρω, τουλάχιστον δύο ανέκδοτα μυθιστορήματα. Η παρέα του, η καλοσύνη του, το μυαλό του, η απίστευτη ενεργητικότητα του Θανάση Γεωργιάδη μας έχει σφραγίσει όλους – όποιον τον γνώριζε. Υπήρξε Βούδας. Πραγματικός, βαθύς σοφός, αυτήν την επιπόλαια εποχή. Ένα γλυκύ θηρίο της προσφοράς. Τον αγαπούμε πάντα, τον θυμόμαστε πάντα, σε συναντήσεις με άλλους φίλους. Είναι πάντα παρών στις παρέες μας. Γειά σου, φίλε Θανάση. Οψόμεθα, ως συνήθως.


        Ο Θανάσης Γεωργιάδης (1944-2022) γεννήθηκε στους Γεωργιανούς Ημαθίας. Σπούδασε ελληνική και αγγλική φιλολογία. Επί δεκαετίες εργαζόταν ως επιμελητής εκδόσεων. Μετέφρασε περισσότερα από τριακόσια έργα, συνεργάστηκε με πολυάριθμα έντυπα και διηύθυνε την έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Η αντιθετική όσο και ισόμερη βιολογία της Ελισάβετ Π. Γεωργιάδου (1983), Ο μέγας διάκοσμος (1984), Ύπνοι και θάνατοι (1989), Ωδές 1-4 (1991), Μικρή γεωγραφία (2000), τα πεζογραφήματα Αλέξανδρος (1996), Αλέξανδρος -Ο Θείος Γνόφος (2001), το μυθιστόρημα Το βιβλίο του Ιορδάνη Γαβρά (2001), τα ιστορικά μελετήματα Η αρχαία Μακεδονία κατά τον Στράβωνα (1991), Θράκη και Θράκες στην αρχαιότητα (1998), Περίπλους Ευξείνου (2001).

        Η αφαίρεση

        Ο Τεό Ταρσού ήταν ένας ήρεμος και φιλοσοφημένος άνθρωπος, τσαγκάρης στο επάγγελμα, απόγονος του Θεόδωρου Ταρσού, Έλληνα στην καταγωγή, όγδοου Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι και ιδρυτή της περίφημης ομώνυμης Εκκλησιαστικής Σχολής. Μια μέρα επισκέφθηκε τον Τεό ένας νεαρός φίλος του, Έλληνας και αυτός στην καταγωγή, στο τσαγκαράδικο που είχε σε ένα στενό αδιέξοδο δρομάκι κοντά στην Αρχιεπισκοπή και του εκμυστηρεύτηκε αγανακτισμένος τις δυσκολίες που περνούσε. «Δεν αντέχω άλλο», του είπε, «οι μέρες μου είναι ατέλειωτες, οι νύχτες μου είναι ατέλειωτες, τα βάσανά μου ατέλειωτα. Η μάνα μου», συνέχισε, «είναι κατάκοιτη, ο πατέρας μου αλκοολικός, η αδελφή της μητέρας μου δεν μπορεί να μείνει στιγμή μόνη της κι εγώ είμαι αναγκασμένος να τους φροντίζω όλους. Αν βάλω κάτω τα χρόνια τους φθάνουν και οι τρεις τα 280, δηλαδή αν διαιρέσω διά τρία, η μέση ηλικία του καθενός είναι σχεδόν 94, άσε που σίγουρα κρύβουν από δυο με τρία χρόνια ο καθένας· αν τα προσθέσω κι αυτά και τα πολλαπλασιάσω επί τρία, φθάνουν και οι τρεις τα 291 χρόνια, μαζεύονται κοντά τρεις αιώνες».

        «Κάνεις λάθος πράξεις», του είπε ο Τεό Ταρσού, «αφαίρεσε από τη λέξη ατέλειωτες το α και θα μείνει το τέλειωτες, αφαίρεσε κι άλλο λίγο και θα μείνει το τέλειες· όλα μέλι γάλα λοιπόν κι όλα αυτά με δυο μικρές αφαιρέσεις. Συμπέρασμα αγαπητέ μου φίλε: η αφαίρεση είναι πάντα η κατάλληλη πράξη __ μη με κοιτάς παράξενα, ότι κατάλαβες κατάλαβες», είπε και τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά.

        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή

        Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι θεατές, έχει ειπωθεί επανειλημμένως πως οι καρέκλες είναι για τους ορθίους. Δεν είναι ορθό να υπάρχουν κενές καρέκλες και ταυτόχρονα να υπάρχουν όρθιοι. Αφενός επειδή οι καρέκλες δεν φεύγουν και αφετέρου επειδή οι όρθιοι θα φύγουν, αδυνατώντας να στέκονται ενώ ο ομιλητής, εν τη ρύμη του λόγου, δεν αντιλαμβάνεται τα όρια της ορθοστασίας, που συμπίπτουν με τον ωροσκόπο της ομιλίας του. Παραμένοντας άδειες οι καρέκλες υπάρχει κίνδυνος να συρθούν επί της επιφανείας του δαπέδου, προκαλώντας θορύβους που καλύπτουν τους ορθίους που σπεύδουν να αποχωρήσουν, ενώ οι μη καθήμενοι σέρνοντας εδώ και εκεί τις καρέκλες εξασφαλίζουν διάδρομο προς την έξοδο, που δεν είναι κλειστή, καθώς μία καρέκλα βρίσκεται εκεί για να μην κλείνει, αποτρέποντας τον πανικό, μόλις ο ομιλητής αρχίσει να κατακεραυνώνει το ακροατήριο των ορθίων, επισημαίνοντας ότι με το να μην κάθονται ορθώνουν ακουστικά και άλλα εμπόδια για τους καθισμένους, στους οποίους ορθώς απευθύνεται και όχι σε ορθίους ενώ καρέκλες παραμένουν κενές, όπως έχει ήδη αναφερθεί.

        Για ποιόν λόγο, αγαπητοί συντοπίτες, υπάρχουν όρθιοι, που ορθογραφικά παραπέμπουν σε ορθοσκόπηση ή εξέταση του ορθού εντέρου, ενώ οι καρέκλες είναι κενές;

        Απάντηση θα έπρεπε να είχε δοθεί από την επιστήμη, που περί άλλων δαρβινίζει και φροϋντοποιείται ωστόσο, επικαλούμενη τις βλαβερές συνέπειες των πολλών εξηγήσεων, αλλά και των λίγων, καθώς και τα δρομολόγια που ακολουθούν οι Ερινύες έχοντας πάρει στο κυνήγι τον ορθολογισμό, διότι των ορθίων τους λογισμούς βαραίνει ένα συναίσθημα που δεν κάθεται, ενώ τίποτε άλλο δεν είναι η μετριοφροσύνη παρά η τέχνη του να προάγεις τη γοητεία σου παριστάνοντας ότι δεν την έχεις αντιληφθεί. Οι συλλογισμοί και τα αισθήματα αυτά ρυθμίζουν τη ροή των ποταμών, άνω ή κάτω, αρδεύοντας βραδυπορούσες και άρδην καταστάσεις, που στερεύουν ή ξεχειλίζουν κατά το δοκούν, καθυστερώντας και επισπεύδοντας την κίνηση των κορμών των δέντρων, από τους οποίους εν τέλει, παρά τις νεροποντές, το ψιλόβροχο, τις καταιγίδες και τις ξηρασίες, ξυλουργούνται και οι εν λόγω καρέκλες, εφόσον δεν πρόκειται για πλαστικές κατασκευές ή απευκταία για την έδρα καθίσματα από κάποιο ακαθόριστο υλικό. Ας μην επεκταθούμε όμως σε καθέκαστα που τον καθένα μπορεί να απασχολούν στο καθιστικό του.

        Αγαπητοί ακροατές, παρακαλείσθε όπως οπισθοδρομώντας από εμπρός προς τα πίσω επεκταθείτε στις κενές καρέκλες, συγκαλύπτοντας την ακατάπαυστη ροή συναισθημάτων και συσκέψεων μέχρι αφυγράνσεως, εν μέσω της οποίας στεγνώνουν πρωτότυπα πειράματα, ενώ καθήμενος ο βίος αναπολεί τη ζωή που στέκει όρθια, με ορθοστάτες την αθανασία και τον θάνατο. Έχοντας όλοι καθήσει, ας σηκωθούμε από τις καρέκλες για να κρατήσουμε ορθώς ενός λεπτού σιγή για το τέλος του έτους.

        Κανένα πλάσμα να μη ζήσει αυτό που δεν έζησε το πλάσμα αυτό. Σπάραζε η καρδιά μου – είπε η μητέρα της, πετώντας στα σκουπίδια την πίτσα – βλέποντας τριών ετών παιδί να κάθεται και να τρώει μόνο του ένα κομμάτι πίτσα, σε ένα τραπέζι με 27 θέσεις, στον χώρο που είχε διακοσμηθεί για το παιδικό πάρτι. Επτά από τις οικογένειες, που είχαν ανταποκριθεί θετικά στην πρόσκληση, άλλαξαν γνώμη το πρωί της ίδιας ημέρας, ενώ οι υπόλοιπες δεν ειδοποίησαν καν ότι δεν θα έρθουν. Ούτε τηλεφωνήματα για ευχές δεν έγιναν, έστω και αν χωρίς ορθίους δικαιολογούνται οι κενές καρέκλες. Καλές γιορτές.

        Η ενοχή έπεται


        Προηγουμένως

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Τηλεόραση

        Στο εξώφυλλο

        ——————————

        Η σύνθεση «Για τον Ιούλιο Βερν» είναι του Δημήτρη Καλοκύρη (1976)

        ——————————

        TEΣΣΕΡA XΡONIA XAΡTHΣ

        2 0 2 3

        Ευχαριστούμε τους συνεργάτες, τους αναγνώστες, τους χορηγούς, τον εκδοτικό κόσμο και ευχόμαστε

        ________

        Κ Α Λ Υ Τ Ε Ρ Η    Χ Ρ Ο Ν Ι Α
        ________

        Τέσσερα χρόνια «Χάρτης»

        49 μηνιαία τεύχη • 1600 συνεργάτες

        38 Αφιερώματα

        Νάσος Θεοφίλου, Νίκος Χουλιαράς, Μάνος Ελευθερίου, Μίμης Σουλιώτης, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άδωνις, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Τάσος Δενέγρης, Χούλιο Κορτάσαρ, Κωστής Παπαγιώργης, Ίταλο Καλβίνο, Βασίλης Φωτιάδης, Γιάννης Κοντός, Νίκος Καρούζος, Ελένη Βακαλό, Κύπρος, Μαρία Κυρτζάκη, Ηλίας Λάγιος, Σάμιουελ Μπέκετ, Γιώργος Χειμωνάς, Μίλτος Σαχτούρης, Το ζωντανό 1821, [1821: θέατρο & κινηματογράφος], Γιάννης Πάνου, Οδυσσέας Ελύτης, Ένας χάρτης της Κίνας, Νίκος Γκάτσος, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Τζον Άσμπερι, Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Ιωάννου, Τζέιμς Τζόις, Αργύρης Χιόνης, Μάτση Χατζηλαζάρου, OuLiPo, Δημήτρης Τ. Άναλις, Χίλια εννιακόσια είκοσι δύο/2022

        Σ Ε Λ Ι Δ Ε Σ:

        ( 13 ειδικά αφιερώματα )

        Λεονόρα Κάρινγκτον, Μύλοι Αλλατίνη, Λουίς Σεπούλβεδα, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ, Μίκης Θεοδωράκης, Αλεσάντρο Μπαρίκο, Μαριανίνα Κριεζή, Σαντέκ Χενταγιάτ, Λύντια Ντέιβις, Χάρης Καμπουρίδης, Μαίρη Όλιβερ

        www.hartismag.gr

        του Άγγελου Πεφάνη


        Για το νέο έτος

        Ο Μάρτιος, που έχει το όνομα του θεού του πολέμου Άρη, ήταν ο πρώτος μάχιμος μήνας στο παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, ενώ συνήθως Φεβρουάριο συμπίπτει να ξεκινά το κινέζικο έτος. Για εμάς η αρχή του χρόνου ανάγεται στον Ιανουάριο ή Αιωνιάριο, μήνα όταν ζευγαρώνουν οι γάτες, που φέρει το όνομα του διπρόσωπου θεού των ενάρξεων Ιανού.

        Κάθε έναρξη έχει δύο πρόσωπα: την απελπισία της συνέχειας και την ελπίδα μιας νέας αρχής. «Η ελπίδα είναι αυτό με τα φτερά / Που κουρνιάζει στην ψυχή, / Και τραγουδά τη μελωδία χωρίς τις λέξεις, / Και ποτέ καθόλου δεν σταματά». Είναι «το μικρό πουλί / Που τόσους κράτησε ζεστούς», ενώ «ποτέ, στην πιο ακραία στιγμή, / Δεν μου ζήτησε ένα ψίχουλο», λέει η Έμιλυ Ντίκινσον. *

        Στην ελπίδα κρύβεται ένα λέπι, που ξεφλουδίζει το σκοτεινό ψάρι του χειμώνα, φτερουγίζοντας προς την άνοιξη. Θα ανοίξουμε τα μάτια μας, αν ανοίξει ο καιρός; Ασφαλώς ό,τι αρχίζει τελειώνει. Η ζωή ιδίως. Το γεγονός του τέλους όμως δημιουργεί και την ανάγκη της αρχής.

        Κάθε μέρα μπορεί να αρχίζει μια καινούργια χρονιά. Επειδή όμως χάνουμε τον λογαριασμό, επιλέγουμε μία ημέρα όταν όλα αρχίζουν πάλι. Πρόκειται για συλλογικές επιλογές, αφού άλλωστε άλλοι διαλέγουν για εμάς ημέρα γέννησης και όνομα, εφόσον αργότερα δεν το αλλάξουμε.

        Ένας χρόνος αποτελεί το ένα έκτο της ζωής ενός παιδιού έξι ετών. Ένας χρόνος αποτελεί το ένα εξηκοστό της ζωής ενός ατόμου εξήντα ετών. Πώς περνά ο καιρός; Γρήγορα φεύγουν οι εβδομάδες και τα χρόνια. Αργά κυλούν οι ώρες.

        Στο μυαλό μας με τον τροχό του χρόνου ένας αγγειοπλάστης πλάθει σχήματα από την ασχημία των καιρών. Υπάρχει κάτι το άγιο στο κουράγιο. Οι λέξεις δημιουργούν έξεις. Στο μάτι φωλιάζει ένα άτι. Και έρως είναι ο καιρός.

        Πρόκειται για «ευχές» που ζήτησε ο Στέλιος Λουκάς για την εκπομπή του, την αρχαιότερη για το βιβλίο, στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκη

        _____________
        * 15 Μαΐου: Έμιλυ Ντίκινσον / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)



        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
        Σχετικά με την κατάργηση του νέου έτους / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Χωρίς είκοσι δύο: υστερόγραφο για χρόνια που έχουν καταργηθεί / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Kαλλαντάλλων / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        21+ επέτειοι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ιός & πανδημία της λογοτεχνίας / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Η μετανάστευση ενός αργοπορημένου θηρίου


        Το βασίλειό μου εκατακτήθη από τους σκιάζοντες τη θάλασσα, από τους βιαστές της μητρός μου και τους βασανιστές του πατρός μου, ορφανό μου βασίλειο, στα οικοτροφεία και στα συσσίτια ένα κρεβάτι ακάνθινο και μια μερίδα φαγητού ταγγισμένου είναι δικά σου, αυτή η κληρονομία και η προίκα σου και τα δικαιώματα σου για να μην πεθάνεις αβοήθητος.

        Πόσο απαίσια μόνος είμαι, πόσο τεμπέλης είμαι στην κορυφή των ορέων του βασιλείου μου.

        Πυκνωτές λάβετε θέση, πυρ, αυτό αναζητούσα, ένα πουλάκι χτυπημένο στο δόξα πατρί, αυτό θα είναι ο οδηγός μου για τη νέα μετανάστευση, αυτό θα με κουβαλήσει στα φτερά του, αυτό θα δείξει τον δρόμο στους τρεις μάγους, όταν αστέρι γίνει, πετώντας από την ούγια της μέρας προς της νύχτας τις ραφές.

        Ορεξολογία



        Τρώγοντας έρχεται το ρόλεξ, εκμυστηρεύονται για την όρεξη οι φοροφυγάδες. Δια χειρός και σιδήρου το ρολόι αναδύεται όπως ένα μαργαριτάρι, καθώς σχηματίζεται σε επαφή με τον καρπό του φυτού που λέγεται άνθρωπος. Ακρίβεια στη μέτρηση και στην τιμή πάνε πακέτο στην εν λόγω περίπτωση. Έτσι εύκολα δημιουργείται δευτερογενής αγορά μεταπωλήσεων σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Η συσκευασία σε ρολό των αναμνήσεων είναι ο ρόλος του ρολογά.
        Ας τρολάρουν όσο θέλουν όσοι ωροαρνητές, που για χορηγούς πάντοτε έχουν χρόνο, δεν φορούν ρολόι. Αντί για προφυλάκιση, η αγορά προσφέρει βραχιολάκι ως απαραίτητο κόσμημα στο χέρι, που φοριέται όμως και στο πόδι ή σε άλλα ανατομικά σημεία. Παρέχεται σε διαφορετικά μεγέθη και χρώματα, αναλόγως προσωπικών προτιμήσεων, ενώ προσφέρεται με ρουμπίνια ή άλλους πολύτιμους λίθους και ευχέρεια πληρωμής μέσω κρυπτονομισμάτων. Σε περίπτωση καταδίκης προβλέπονται χειρουργικές επεμβάσεις, που επιτρέπουν συν-φυλάκιση με καταδικασμένο αγαπητό πρόσωπο, ενώ για συνηγόρους οργανώνονται επισκέψεις σε ιδρύματα, με σκοπό την επιλογή του καλύτερου χώρου για τους πελάτες τους, καθώς οι φυλακές αποτελούν σωφρονιστικά καταστήματα και τίποτε δεν είναι πιο θεραπευτικό από τα ψώνια.
        Γεγονός παραμένει ότι αναζητείται δεύτερη μοτοσυκλέτα διαφυγής, αν όχι δρεπάνι, καθώς βρέθηκε μόνο σφυρί, με το οποίο οι ληστές έσπασαν τις προθήκες ωρολογοπωλείου και απέσπασαν 23 ακριβά ρολόγια, που θα λαμπυρίζουν στα χέρια με τα οποία συλλέκτες ανταλλάσσουν χειραψίες με κλεπταποδόχους. Να μου κοπεί το χέρι, λένε όσοι δεν πρόλαβαν να μπουν στο ένοπλο κόλπο. Χρόνου φείδου, παρατηρούν οι οφιολάτρες.
        Η ληστεία προκαλεί μεγάλη αναστάτωση μεταξύ όσων υπολόγιζαν του χρόνου να βγουν όλα μετρημένα. Πώς εξισορροπείται η απουσία αυτών των χρονομετρητών; Λύσεις όμως υπάρχουν. Αρκεί να υπάρχει βούληση. Πολιτική ή πολίτικη ή άλλης μορφής κοσμοπολιτισμού.
        Για να δουλεύουν όλα ρολόι, η πλέον εύχρονη λύση είναι τα ρολόγια Αθηνών και περιχώρων, που επ’ άπειρον εκτείνονται, να επιβραδυνθούν κατά 23 δευτερόλεπτα. Ασφαλώς οι δυνάμεις αναστολής θα συνεχίσουν να διώκουν τους ληστές του χρόνου, που παρέμειναν αγνώριστοι κάτω και μέσα από κράνη, καπελάκια και χειρουργικές μάσκες.
        Πρόκειται για μέτρο που πρέπει να υιοθετηθεί γρήγορα, πριν η απώλεια και διαφορά της ώρας από τα ρολόγια που εκλάπησαν επηρεάσει ξυπνητήρια, ωρολόγια σε τοίχους, ράφια, κομοδίνα ή κωδωνοστάσια, ρολόγια χειρός, τσέπης και λαιμού, ρολόγια παροχής και εν γένει μετρητές χρονικών ανυσμάτων ή ανίας.
        Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος κανείς να μην είναι στην ώρα του, όλοι να καθυστερούν ή να φτάνουν νωρίτερα, κανένα δρομολόγιο να μην τηρείται, συνταγές μαγειρικής να μη μπορούν να εκτελεστούν, εκτελέσεις να αναβάλλονται, αποθήκες να μη γεμίζουν, εραστές να καταλήγουν σε ραντεβού με λάθος άτομα και ασυγχρόνιστοι κομάντος να διενεργούν άστοχες επιθέσεις, όταν πια ο πόλεμος έχει τελειώσει.
        Το κράτος έχει τη δυνατότητα να διευκολύνει δάνεια χρόνου, παρατείνοντας όχι μόνον πριν, αλλά και μετά από εκλογές, πάσης φύσεως άδειες, ασκήσεως επαγγέλματος, εργασίας, ανεργίας, πολεοδομικές ή στρουκτουραλιστικές, παρέχοντας ειδικές ψηφιακές καθυστερήσεις μέσω διακοπών ρεύματος, αξιοποιώντας ως συμβούλους άτομα οκνηρά, επιστρατεύοντας τοκοωρογλύφους και νονούς της ημέρας και πριμοδοτώντας εισπράξεις τουριστικού συναλλάγματος από ιθαγενείς που θα δαπανηθούν στο εξωτερικό.
        Ουδείς πρέπει να ορρωδεί αν μια ελάχιστη επιβράδυνση χρόνου προκαλεί αναθέρμανση του κινήματος των παλαιοωρολογιτών, που παραπέμπουν στην κακή ώρα. Τα Χριστούγεννα μπορούν να εορτάζονται 23 δευτερόλεπτα αργότερα στις 7 Ιανουαρίου, ενώ από τους Αρμενίους στις 19 Ιανουαρίου. Ας μη συναινεί κανείς με όσους ή όσες μοιρολογούν «Μου έκλεψε τα χρόνια μου» ή «Στη δουλειά τα έδωσα όλα, πού χρόνος για φάτνες και ξεφαντώματα;».
        Κανείς ας μην ξεχνά ότι λύσεις πάντοτε υπάρχουν. Προβλήματα ψάχνουμε.

        Το μπουκαλάκι στη βιτρίνα



        Το τοποθέτησα σ’ ένα όμορφο έπιπλο, στο σαλόνι. Μια βιτρίνα, από αυτές που συνήθως φιλοξενούν κρυστάλλινα ποτήρια και πορσελάνινα διακοσμητικά και, στη δική μου περίπτωση, αγαπημένα βιβλία. Το απόθεσα στο μεσαίο ράφι, στη γωνία, να κρύβεται πίσω απ’ το ξύλινο πλαίσιο της τζαμένιας πόρτας. Να ξέρω μόνον εγώ πως είναι εκεί. Αλλά σάμπως, και να το δει κανείς, θα καταλάβει τι είναι; Μοιάζει με αμπούλα για φάρμακο σε ενέσιμη μορφή. Ήταν κιόλας, υποθέτω. Γεμάτο με νερό, υγρό διαυγές εν πάση περιπτώσει, και μέσα του υπόλευκο, σχήματος ακανόνιστου και μάλλον ακανθώδες, ό,τι απόμεινε δικό μου από το σώμα που αγάπησα: ένας μηνίσκος, από γόνατο αριστερού ποδιού.

        Ο πολύς ο Ροδουσάκης

        Έφυγε προχτές ο Ανδρέας Ροδουσάκης. Για εμάς που τον ζήσαμε σε ωραίες του στιγμές, ήταν ο πολύς ο Ροδουσάκης, που όταν τίναζε τη χορδή του μπάσου του στη δεξιά πλευρά της σκηνής, όλη η ορχήστρα τραντάζονταν απ’ τι δονήσεις της τεκτονικής του παρουσίας, και που όταν έπαιζε δίπλα μας, δεν χρειαζόμασταν τίποτα άλλο απ’ το να αφεθούμε στη δική του στιβαρή αύρα που ζωντάνευε και την πλέον ασήμαντη μουσική λεπτομέρεια. Αν έπαιζε με τον Χατζιδάκι, ο διάλογος ήταν διάλογος ειλικρινών ανδρών, κι ακόμα κι όταν μάλωνε με τον Χατζιδάκι, ένα παρηγορητικό χαλί εμπιστοσύνης φανερωνόταν κάτω από τα πόδια τους και τους έκανε αδιαπέραστους στο κακό μάτι της μικροψυχίας. Τελικά, ο Χατζιδάκις, σοφός άνθρωπος, προτιμούσε την έχθρα ενός ταλαντούχου απ’ τη φιλία ενός ατάλαντου. Και με τον Ροδουσάκη τα είχε όλα στον υπερθετικό βαθμό, αγάπη και πόλεμο, μέσα στο ίδιο ακατανίκητο πάθος. Η μουσική αγάλλονταν δίπλα σε τέτοια σθένη.
        Για εμάς τους πέντε που ζήσαμε την τελευταία του γόνιμη παρουσία στις πρόσφατες πρόβες των Δεκαπέντε Εσπερινών —και εκείνη την εξαιρετική στιγμή που ο ίδιος και η Αλίκη Κρίθαρη, οι δύο επιζώντες της πρώτης εκτέλεσης, του 1964, σηκώθηκαν μαζί μας στη σκηνή και καταχειροκροτήθηκαν απ’ το κοινό της Λυρικής, μετά την ιστορική επανεκτέλεση του έργου, το 2018—, για εμάς τους πέντε που ζήσαμε την αγκαλιά και την ευγένεια της παρουσίας του, ο χρόνος τεντώθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και έχτισε μπροστά στα μάτια μας το υποβλητικό αέτωμα μιας διαρκούς, σχεδόν διατρητικής προς την ψυχή μας, παρουσίας, που συνέδεε τις δεκαετίες και τις νοηματοδοτούσε μες στον βηματισμό μιας αληθούς συγγένειας. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να πω το ότι ο Ροδουσάκης υπήρξε συγγενής πριν ακόμα τον γνωρίσουμε, “Πριν απ’ τα μάτια μας, φως”, με έναν άλλον, αρσενικά λυρικό, τρόπο. Γυρνώντας τα μέσα έξω τη φόδρα αυτής της λαμπερής σκέψης, εφόσον το στιβαρό του πάτημα είχε καταφανώς γονιμοποιήσει όλες τις μελλοντικές εκτελέσεις των έργων που συμμετείχε, μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος θα διατηρούσε για τις επερχόμενες γενιές το προνόμιο ενός διακριτού, σαν φάρου, ηχητικού στίγματος, κι αυτό είναι ένα, όντως, παράσημο.
        Σήμερα λείπουν και οι πέντε των “Δεκαπέντε Εσπερινών”. Ο Χατζιδάκις, ο Ροδουσάκης, η Κρίθαρη, ο Φάμπας, ο Μηλιαρέσης. Τελευταίος, ο Ανδρέας Ροδουσάκης κλείνει την πόρτα πίσω του και μαζί -πιθανότατα- την εποχή που η παρουσία των ανθρώπων μπορούσε να γονιμοποιήσει με τον λυρισμό της το παρόν. Στο εξής, μονάχα η μνήμη θα αφήνει σπόρους στις ψυχές των επερχομένων, κι αυτό με την προϋπόθεση ότι θα προφυλαχθεί η ερωτική σχέση με εκείνο το πάλαι ποτέ μαγικό της σθένος, κάτι για το οποίο τα τελευταία γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Γιατί, σε μια μικρή αλλά καίρια παρένθεση, θα αναγκαστώ να υπενθυμίσω ότι και τα πέντε παραπάνω κρίσιμα για την ηθική μας ενηλικίωση πρόσωπα θα μεταμορφώνονταν με το πρόσφατο προεδρικό διάταγμα και με τον πλέον εξευτελιστικό τρόπο σε ανειδίκευτους “απόφοιτους λυκείου”, αφού έτσι θα τους έκρινε και έτσι θα τους επιβράβευε η στρατευμένη λαίλαπα των ψυχικά απονευρωμένων διοικούντων, που, ανερυθρίαστοι, θα υποβίβαζαν κάθε πράξη πολιτισμού — λες κι αυτή από πάντα τσιράκι τους ήταν, και από πάντα απ’ την υψηλή τους κριτική εξαρτώμενη-, σε καταναλωτικό προϊόν που υπηρετεί κοινότατες επιχειρηματικές ιδεοληψίες, πράξεις οριστικά αποκομμένες από κάθε δυνατότητα μάγευσης, από κάθε επανα-συλλαβισμό και κατανόηση του κόσμου μας ως σύμπαντος που αναπνέει σε ουρανούς Αυτονομίας, μες στην αεί ανανεωτική Ελευθερία που η ατομικότητα προικίζει κάθε άξια ζωή, κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που φύσει αντιμάχεται την εμπορευματοποίηση, μα τι λέω τώρα! Κάπου από εκεί πάνω, εάν υπάρχει ακόμα το “εκεί πάνω”, η ωραία παρέα των πέντε θα δείχνουν με τεντωμένο δάχτυλο το λίγο μέγεθος των διοικούντων, και θα ξεκαρδίζονται με την κατάντια τους, τώρα που πια καμία χυδαιότητα να τους αγγίξει δεν μπορεί. Ας παραμείνουν έτσι, γελαστοί και αδιάφοροι, ώσπου κι εμείς να αξιωθούμε κάποτε λίγη απ’ τη σοφία της αυτοσυναίσθησής τους. “Κοιμήσου Περσεφόνη … ” Το βαρύ πιτσικάτο του Ροδουσάκη, συνεπαρμένο και πιστό στον έναν, από κει, δρόμο, για πάντα θα κανοναρχεί το τέμπο των ονείρων μας.

        Εγκιβωτισμοί (από Κιβωτό σε Κιβωτό)

        Το κατάστημα Κιβωτός, που προσφέρει επιλογές ύφους και ύψους ραπτικής και συνεφαπτόμενους ήχους, είδη δώρων και υφάσματα, κλωστικά, αεικίνητες ραπτομηχανές, πλεκτά, τσάντες, εσώρουχα και για εξωτερική χρήση, αξεσουάρ, χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά και φθινοπωρινά καπέλα, κάλτσες για κιρσούς και παντόφλες πλατυποδίας, δηλώνει πως ουδεμία σχέση έχει με την Κιβωτό του Νώε. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται να παραστεί, πριν από τον επόμενο κατακλυσμό, στη νέα κοινή δικάσιμο για αγωγές, που έχουν καταθέσει συνεισαγωγείς επιβίωσης και συνεχίζουν απόγονοί τους, εφόσον δεν έχουν εν τω μεταξύ εξαλειφθεί, ακυρώνοντας το έννομο συμφέρον τους, δεδομένου ότι άλλη Κιβωτός το κατάστημα και άλλη η Κιβωτός του Νώε. Αλλού δηλαδή η ραπτική πανί με πανί και αλλιώς να μένεις πανί με πανίδα, χωρίς χλωρίδα ή χλωρίνη, που δεν συνιστούν εικοσιδύο κατασκευαστές πλυντηρίων, τα οποία δεν πωλούνται από την Κιβωτό το κατάστημα.
        Σύμφωνα με έγκυες πηγές, όσο και αν πλένεις τον Δρ Νω, έψιλον σε ντοκτοράτο δεν θα προσθέσεις. Αντιθέτως, κατά την εγγειοβελτίωση και εν γένει τον καλλωπισμό εγκύων μονάδων, το σαπούνι σου χαλάς, όπως και τα χαλιά επίσης. Οι ίδιες πηγές αποκαλύπτουν ότι, όπως το εννοούσε και ο Νώε, η αυξανόμενη εξάλειψη των ειδών θα διευκολύνει την αποπεράτωση της δίκης, συντομεύοντας την ακροαματική διαδικασία επί του όρους Αραράτ, όπου συμπερασματικά άραξε η πολυπληθής Κιβωτός, συντρίμμια της οποίας παντού αναζητούνται. Μπορεί η Θέμις να είναι τυφλή, αλλά ακούει τις μαρτυρίες από τα στόματα και τις οπές των εναγόντων.
        Στις εν λόγω μαρτυρίες περιλαμβάνονται βρυχηθμοί, γκαρίσματα, υλακές, κοάσματα, νιαουρίσματα, τιτιβίσματα, ομιλίες, κελαηδισμοί, σφυρίγματα, θροΐσματα, φυλλοβολισμοί, γουρουνίσματα, χι χο, όινκ όινκ, κουάξ κουάξ, κικιρίκου, πα πα πα, βελάσματα, μουγκανητά, χλιμιντρίσματα, άσματα, σαλπίσματα, αναμασήματα, κλάματα, βόμβοι, πλαταγίσματα, ζουζουνίσματα, γαβγίσματα, κακαρίσματα, κακαβίσματα, κρωγμοί, κοκκυσμοί, πιπίσματα, ζουζουνίσματα, κουκουβαγίσματα, καρακαξίσματα, ορυμαγδοί, κικκαβισμοί, βυζμοί, κλαγγές, τσιρίγματα, χρεμετίσματα, βλυχές, βελάσματα, κελαρύσματα, μορμυρισμοί, ρόθοι, ολολυγμοί, κοκκυσμοί, κρωγμοί, λυκιθμοί, ουρλιαχτά, σιγμοί, συριγμοί, παπασμοί, ογκηθμοί, βριμαγμοί, μωκασμοί, κακανίσματα, μυκηθμοί, λαλήματα, βιρβιρίσματα, βομβισμοί, τρισμοί, ζιζινίσματα, τετερίσματα, ψιττακισμοί, σπιζιθμοί, γρυλίσματα, γρυσμοί, γρουξίματα, γογγρυσμοί, κοϊσμοί, τιτιβίσματα ή ψαλμοί, ομαγμοί, ρύζοι, κακαβισμοί, κράγοι, λαλήματα, κλωγμοί, κροταλισμοί, πιπισμοί, κραξίματα, χουχουτίσματα, τρυσμοί, τριλλυσμοί, ρεκασμοί, κουκουρίσματα, βαβίσματα, αλυχτίσματα, ρυασμοί, σκουζμοί, γκαρίσματα, βουίσματα, μυκηθμοί, μουγκανίσματα, φριμαγμοί, ωρυγές, ροίβδοι, ροίζοι, τριγμοί, σαλαγές, καλά τερετίσματα και αντίστοιχοι ήχοι σε άλλες μετα-βαβελικές γλώσσες, όπως στα ισπανικά του Δον Κιχώτη για γαϊδάρους, στα αγγλικά του Χέρμαν Μέλβιλ για φάλαινες ή στα κερκυραϊκά του Τζέραλντ Ντάρελ για οικόσιτα θηρία με προϋπηρεσία σε ΜΜΕ ή Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης.
        Στα τυφλά η Θέμις θα κρίνει από πλημμελήματα σε σχέση με τις συνθήκες επιβίβασης και αποβίβασης έως κακουργήματα ως προς την (αν)οικειοποίηση συντρόφων, αλλά και πολλών ειδών από άλλα είδη, κατά την επίπλευση και εν μέσω διαταραχών συμπεριφοράς στα αμπάρια, τις κουπαστές και τα πανιά του σκάφους, φερ’ ειπείν, ασέλγεια κατ' εξακολούθηση των ελεφάντων σε γαρδένιες, που και στη θάλασσα προκαλεί ναυτία, ή bullying που υπέστησαν ταυροειδή από ελαφρώς κερασφόρους αμνούς σε ένα τόσο κλειστοφοβικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα η δίκη να μην αποκλείεται να διαρκέσει έως την Τρίτη Παρουσία, σύμφωνα με το σχήμα των τριών πράξεων που επιβάλλει το νεωτερικό θεατρικό πρωτόκολλο, πριν παρεμβληθεί Δευτέρα, όταν τα θέατρα αργούν, αλλά εκτός ράμπας δραματικές σκηνές συνεχίζονται.
        Υπενθυμίζεται ότι σε κακουργήματα αναβαθμίζονται πλημμελήματα σε ώρες υψηλής τηλεθέασης, ενώ κάθε Παρασκευή, μαύρου ή άλλου χρώματος, παρέχονται ειδικές εκπτώσεις σε όσους αγοράζουν χάπια αδυνατίσματος, βιτριόλι, καθαρτικό ή άλλα χρήσιμα σκευάσματα, βιταμινούχα ή μη, κολλύρια για κάθε οπή, ρινικά υγρά για αφτιά που δεν μυρίζουν και για κρυολογήματα και κρυολογίες συναπισμούς. Αφού βράσει με νερό το λινοκκόκι μέχρι να γίνει μπλάθρι, το ζεστό αυτό κατάπλασμα πασπαλίζεται με συναπόσπορο που έχει κοπανιστεί και απλώνεται κατάσαρκα στην πλάτη, που σκεπάζεται με μάλλινο πανί. Η υπεραιμία κάνει καλό.
        Με τόσες στερήσεις και καθυστερήσεις είναι φυσικό η εξέλιξη της διαδικασίας να συμπέσει με την προβολή της σειράς «Καθυστερημένοι», που αναδεικνύει όσους δεν πρόλαβαν να ριχηθούν στην Κιβωτό, αποφεύγοντας έτσι την κακοποίηση ή την καλλωποίηση. Θα τηρηθεί σειρά προσέλευσης για όσους δεν έρθουν. Χωρίς ειδική ώθηση. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Στις 7 Σεπτεμβρίου εξάλλου τιμάται η μνήμη του αθλητού της ευσεβείας και χειμαζομένων λιμένος Αγίου Σώζοντος. Η ψυχή του μιμούμενου την ηρεμία των προβάτων αυτού βοσκού και πράου ζηλωτή παροργίστηκε, όταν βρέθηκε μπροστά σε χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας. Έσπασε και πούλησε το δεξί χέρι του αγάλματος μοιράζοντας σε φτωχούς τις εισπράξεις, χωρίς να μπει στον πειρασμό καταπιστεύματος ή τραπεζικής κιβωτού. Έπειτα εμφανίστηκε στον έπαρχο, που είχε συλλάβει ανεύθυνους για την πράξη αυτή, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, χωρίς να προηγηθεί προκήρυξη. Αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έριξαν στη φωτιά, που δεν ήρθε ένας κατακλυσμός να σβήσει, και απήλθε.



        Ο κλυσμός συνεχίζεται


        Προηγουμένως

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Έξη

        Τον Ιανουάριο του 1919, όταν ο πατέρας του συγγραφέα ήταν 6 ετών, ενώ τρία χρόνια μεγαλύτερος ο θείος του και αυτόπτης μάρτυρας, η γιαγιά πυροβόλησε τον παππού και τον σκότωσε, αποκαλύπτει ο Πολ Όστερ στο τελευταίο του βιβλίο, όπου ανασκολοπίζονται μαζικές δολοφονίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, με καθημερινή σχεδόν συχνότητα.
        Τον Ιανουάριο του 2023 τα νέα από την πόλη Νιούπορτ Νιουζ στην πολιτεία Βιρτζίνια ήταν ότι συνελήφθη 6χρονος μαθητής, που πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά μια δασκάλα. Ο πυροβολισμός «δεν ήταν αθέλητος», δήλωσε ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας, που περιέγραψε το περιστατικό ως «φιλονικία» σε αίθουσα της πρώτης τάξης του δημοτικού. Γενέτειρα της Έλλα Φιτζέραλντ και έδρα μεγάλου πολεμικού ναυπηγείου, η πόλη φέρει όνομα που θεωρείται το αρχαιότερο αγγλικό τοπωνύμιο στον Νέο Κόσμο.
        Στον παγκόσμιο ιστό ανασύρθηκαν αντιδικίες σχετικά με επιθέσεις σε σχολεία, που ακυρώνουν τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και σεναρίων. Η εκπαιδευτική κοινότητα δεν είχε επιδείξει ετοιμότητα να υιοθετήσει προτάσεις του προέδρου Τραμπ να οπλοφορούν οι δάσκαλοι. Μήπως προτεραιότητα θα είχε η δημιουργία Αστυνομίας Δημοτικού από την πρώτη τάξη; Θα μπορούσε να στελεχώνεται από συνομηλίκους των μαθητών, με προοπτικές ανέλιξης στη Δημοτική Αστυνομία. Οι 6χρονοι θα εξοπλίζονται με 6σφαιρα και 6κύλινδρα πατίνια για μετακινήσεις στους διαδρόμους των σχολείων, χωρίς να αποκλείονται προληπτικές συλλήψεις μαθητών της πρώτης δημοτικού και συγχώνευση των υπηρεσιών Παιδείας και Δημόσιας Τάξης.
        Την επικαιρότητα διεκδίκησε επίσης τηλεοπτική σειρά για τη ζωή του Οσέλ Χίτα Τόρες, ο οποίος σε ηλικία 6 ετών από την Ισπανία βρέθηκε σε βουδιστικό μοναστήρι στη νότια Ινδία. Όταν ήταν 14 μηνών, ο Δαλάι Λάμα τον είχε αναγνωρίσει ως μετεμψύχωση Θιβετιανού πνευματικού ηγέτη. «Μια μετεμψύχωση», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Τόρες, τώρα 37 ετών, «είναι σχεδόν σαν να πηγαίνεις στο καζίνο. Στοιχηματίζεις σε κάτι χωρίς να ξέρεις ποια θα είναι η έκβαση και επενδύεις σε αυτό».
        Σε αντίθεση προς πολλούς εστεμμένους, δεν ένιωθε άνετα να κάθεται στον θρόνο, βάζοντας τα χέρια του ως ευλογία στο κεφάλι άλλων, πρόσθεσε. Προτιμούσε μια αγκαλιά άλλωστε. Όταν είχε γίνει 18 ετών, άφησε το μοναστήρι και μετακόμισε στην Ίμπιζα, όπου είχαν σπίτι οι επηρεασμένοι από τον Βουδισμό γονείς του. Πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, είπε. Από την απόλυτη απομόνωση και μελέτη, χωρίς ψυχαγωγία ή περισπασμούς, σε μια ελεύθερη ζωή, γεμάτη περισπασμούς και χωρίς έλεγχο. Όλα ήταν καινούργια. Νάιτ κλαμπ γεμάτα κόσμο και δημόσιες εκφράσεις λατρείας. Στο σπίτι απέκτησε δεξιότητες, όπως το μαγείρεμα και το καθάρισμα, που προηγουμένως παρέχονταν ως υπηρεσίες. Έχοντας περάσει μια περίοδο άστεγος στη Βενετία και τη Νάπολη, επανήλθε σε αγαστή σχέση με τους Βουδιστές, πριν πρωταγωνιστήσει στο σίριαλ για τη ζωή του.
        Την Κυριακή, 9 Ιανουαρίου, δύο ομάδες γιατρών, από την Ελλάδα και την Ιταλία, τήρησαν ενός λεπτού σιγή στο χειρουργείο, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη και σεβασμό για τη δωρεά οργάνων του 6χρονου Θωμά από τα Γρεβενά, που έφυγε από ανακοπή. Την καρδιά του πήρε 6χρονο κορίτσι στο Τορίνο, τους πνεύμονες 11χρονος στο Μπέργκαμο, μέρος από το ήπαρ βρέφος πέντε μηνών στο Μπέργκαμο και το άλλο τμήμα λήπτης στη Ρώμη, ενώ σε λήπτες στην Ελλάδα δόθηκαν νεφρά και κερατοειδείς. Επί τον τύπον των ήλων, οι γονείς του όχι άπιστου Θωμά ζήτησαν, αντί στεφάνων στην κηδεία, να δοθούν χρήματα για την αγορά απινιδωτών για τα σχολεία των Γρεβενών.
        Ας έλεγαν οι παλαιότεροι «ποτέ την Κυριακή», δηλαδή σεξημέρες εργασία, ενώ την εβδόμη ξανά παύση.

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Από τα Γρεβενά τεντώνοντας / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Σελίδες: Λύντια Ντέιβις - Χάρτης (hartismag.gr)
        Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Για το νέο έτος / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Μη φάτε πόρτα, εκτός αν επιμένετε



        Ας συμφωνήσουμε επιτέλους ότι μια πόρτα, μία θύρα, εφόσον ανοίγει και κλείνει, πρέπει να μένει ανοιχτή ή κλειστή. Αυτό είναι θέμα αρχής, τέρμα τα μεσοβέζικα. Πόρτα είναι για να ανοίγει και να κλείνει! Το ίδιο ισχύει για τη θύρα και το τηλέφωνο, όχι για το θυροτηλέφωνο. Συνεπώς, η θύρα είναι ανοιχτή ή κλειστή, το τηλέφωνο είναι ανοιχτό ή κλειστό.
        Εξαίρεση αποτελεί η θύρα του Παραδείσου, η οποία παραμένει κλειστή, άρα δεν είναι ανοιχτή, επειδή είναι κλειστή. Όταν κάποιος φτάνει εκεί, κρούει την κλειστή θύρα για να του ανοίξουν. Όπως όμως επίσης είναι γνωστό, δεν είναι απαραίτητο να τον περιμένουν σε κλειστή πόρτα. Μπορεί την ίδια στιγμή να χτυπά το τηλέφωνο. Πόσες φορές δεν έχουμε χτυπήσει μια πόρτα, που δεν άνοιξε, γιατί κανείς δεν άκουσε, ή φύγαμε απογοητευμένοι, ακούγοντας να λένε «δεν είναι κανείς στο τηλέφωνο». Χειρότερο είναι αν κάποιος άκουσε, αλλά δεν ρώτησε «ποιος είναι;», αφήνοντας την πόρτα κλειστή, αφήνοντας κλειστό και το τηλέφωνο.
        Όταν κανείς δεν ρωτά, απλώνουμε το χέρι στο πόμολο της πόρτας για να την ανοίξουμε. Αυτό δεν ισχύει για τη θύρα του Παραδείσου, που παραμένει κλειστή, ενώ ο κλειδοκράτορας ψάχνει να βρει τα κλειδιά. Ούτε αυτό όμως είναι βέβαιο ότι θα συμβεί. Έτσι πολλοί τηλεφωνούν προηγουμένως, αλλά τα κινητά έχουν κάνει φτερά με τους αγγέλους, ενώ τα σταθερά είναι κλειστά. Οι κλήσεις μένουν αναπάντητες. Νταλαβέρι ή ντελίβερι δεν γίνεται. Φτάνοντας εκεί ψηλά, τα τηλεφωνήματα εκλείπουν. Και τότε λέμε ότι κάποιος έφαγε πόρτα.
        Γι’ αυτό πολλοί μαζεύονται στην πόρτα της Κόλασης, που παραμένει πάντοτε ανοιχτή, ενώ με διαβολεμένη ταχύτητα απαντούν όλα τα τηλέφωνα μαζί στο τηλεφώνημα κάθε κολασμένου. Δεν υπάρχει κλειδοκράτορας, κανείς δεν μεσολαβεί, οι δαίμονες είναι άπειροι, δεν χρειάζεται μέσο για να μπεις και αυτό αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για όποιον φτάνει έως εκεί χωρίς να έχει προηγηθεί τηλεφώνημα. Κάποιο κρεβάτι, κάποιο καζάνι, κάποια γέεννα του πυρός θα βρεθεί. Μεταξύ εγκατοίκων εμφανίζεται ένα είδος ισοτιμίας, παρά το γεγονός ότι σε διαφορετικούς κύκλους και σουίτες μαρτυρίων μπορεί να ταξινομούνται οι εισερχόμενοι. Ισοδυναμία παρατηρείται και μεταξύ συμπτωμάτων σκαρδαμισμού, σιελόρροιας, τριγμού των οδόντων, δυσκαμψίας, αταξικού λόγου, αυτόματης κινητικότητας της γλώσσας. Επιπλέον, η Κόλαση κάνει ντελίβερι είτε τηλεφωνήσετε είτε όχι. Και, αν δεν μπορείτε αυτή τη στιγμή να πάτε, θα σας φέρουν ό,τι χρειάζεται όπου και αν είστε.
        Αν παρ’ όλα αυτά επιμένετε να φάτε πόρτα, από ιατρό-σεφ μαγειρικής αγωγής, με μετεκπαίδευση σε θύραθεν σοφία, προτείνεται η συνταγή είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία:

        Υλικά

        1 πόρτα, από όπου έχουν αφαιρεθεί τα πόμολα
        5 έως 7 καρφιά (για σίδηρο, σε περιπτώσεις αναιμίας ή έλλειψης ανέμων)
        2 σ(κ)ελίδες πατημένο σκόρδο (για όσους στοχεύουν σε υψηλότερο σκορ)
        κρόκος Κοζάνης (που διεγείρει την όρεξη, περιορίζει τον υστερισμό και καταπολεμά το αδενοκαρκίνωμα του παχέος εντέρου, την ανία και την Κοζανία)
        άλας & non paper κατά βούληση

        Παρασκευή (ή άλλη ημέρα, αν δεν βολεύει η εν λόγω)
        Σε κατάλληλο σκεύος βράζετε από αγανάκτηση την πόρτα, έπειτα τη σουτάρετε και την τηγανίζετε, πριν την ψήσετε να μπει στον φούρνο.
        Όταν η επιφάνειά της αρχίζει να υποχωρεί στο άγγιγμα, την ανοίγετε διάπλατα, κρατώντας τα υπόλοιπα υλικά για άλλη χρήση.

        Συνοδευτικά (για άτομα κάτω των 14 σε ασανσέρ και πορτοδίαιτους εν γένει)
        πορτομπέλο (αμάν αμάν από αμανίτες)
        πορτοκαλάδα (από πορτοκάλι Πορτογαλίας κατά τον πορτολάνο)
        πόρτο (πνευματώδες από περιοχή θερμού λιμένος Θυρογαλίας)
        πορτμαντό (για ρούχα συνδαιτυμόνων, που έχουν αφήσει πορτκλέ, πορτμονέ και πορτοφωλιές στο πορτμπαγκάζ του εαυτοκινήτου)
        πορτμπεμπέ (για τα μωρά στην παρέα)
        πορτατίφ (για πιο διαφωτιστικό γεύμα)
        παράθυρα

        Τοποθεσίες για εν συρμώ κατανάλωση
        Πόρτο Φίνο
        Πόρτο Ρίκο
        Πόρτο Haute Couture (πρώην Πόρτο Ράφτη)

        Ανοίξαμε και σας περιμένουμε



        ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Εγκιβωτισμοί (από Κιβωτό σε Κιβωτό) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)


        Τα βραβεία του Χάρτη 2022 / Ο ΜΑΚΡΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

        Ο ΜΑΚΡΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
        των επιλογών του «Χάρτη» :


        ΠΟΙΗΣΗ :

        Αλέξανδρος Αλαβάνος, Πύλαι αρρήτων επών / Σημειώσεις, εκδ. Καστανιώτη
        Ελένη Χ. Αλεξίου, Επτά ανάσες πριν, εκδ. Σαιξπηρικόν
        Βασίλης Αμανατίδης, Αποκατάσταση, εκδ. Νεφέλη
        Ορφέας Απέργης, Δασκαλόπετρα, εκδ. Νεφέλη
        Θεοδόσης Βολκώφ, Καντίς για τον Σάμη Γαβριηλίδη, εκδ. Παρισιάνος
        Θεοδόσης Βολκώφ: Το επτά, εκδ. Sestina
        Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου, Μικρομηχανισμοί, εκδ. Εντευκτήριο
        Μπρικένα Γκίστο, Πέρα από τους φράχτες, εκδ. Ιωλκός
        Ζέφη Δαράκη, Αόρατη Μαρία, εκδ. Ύψιλον
        Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Τα χρόνια που θα 'ρθουν. Ποιήματα 1958- 2018, εκδ. Πατάκη
        Χρήστος Διαμαντής, Απλότητα, εκδ. Θράκα
        Διονύσης Καρατζάς, Σε ετοιμότητα διαδρομής. Ποιήματα σε Α΄ πρόσωπο (1972- 2022), εκδ. Μετρονόμος
        Διονύσης Καψάλης, Ο καταρράκτης, εκδ. Άγρα
        Ανδρέας Κεντζός, Σκοτάδι με άλογα, εκδ. Κουκκίδα
        Χρήστος Κολτσίδας, Γιώτα Τεμπρίδου, Διαλεκτική, εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες
        Νίκος Λάζαρης, Σκοτεινός καθρέφτης, εκδ. Κουκκίδα
        Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα, εκδ. Τύρφη
        Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ο θυρωρός των ημερών, εκδ. Κέδρος
        Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Το δεν είμαι ακόμα, εκδ. Ίκαρος
        Αντρέας Μαντάς, Αλγερίες, εκδ. Ιωλκός
        Β.Π. Μεσολογγίτης, Ο κουρασμένος της ηδονής (επιμ. Αλεξάνδρα Σαμουήλ), εκδ. Κίχλη
        Κωνσταντίνος Νικολάου, Βιογραφία ενός χεριού, εκδ. Περισπωμενη
        Ιφιγένεια Ντούμη, Όλα μου αρέσουν, εκδ. Καστανιώτη
        Άλτα Πανέρα, Πολύ λίγα, πολύ αργά, εκδ. Ενύπνιον
        Τ.Κ. Παπατσώνης, Άπαντα τα ευρεθέντα ποιήματα εκτός συλλογών 1911- 1976 (Φιλολογική επιμέλεια - Εισαγωγή - Επίμετρο Βασίλης Μακρυδήμας), εκδ. Librofilo & Cο
        Δημήτρης Περοδασκαλάκης, Γραφή εκτός κήπου, εκδ. Κουκκίδα
        Δημήτρης Πέτρου, Εικοστός κόσμος, εκδ. Πόλις
        Σταμάτης Πολενάκης, Birds in the night, εκδ. Ενύπνιο
        Θοδωρής Ρακόπουλος, Στις εθνικές οδούς, εκδ. Νεφέλη
        Χρήστος Σακελλαρίδης, Φύρα, εκδ. Σαιξπηρικόν
        Γιολάντα Σακελλαρίου, Η Γιασμίν, ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος, εκδ. Μικρή Άρκτος
        Σταύρος Σταυρόπουλος, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος, εκδ. Σμίλη
        Λίνα Στεφάνου, Κρακ - Τα δάκρυα της πόλης, Nomas βιβλία
        Ζαχαρίας Σώκος, Όταν ο Αμαντέους συνάντησε τον Άγιο Γεράσιμο στον θάλαμο 218, εκδ. Ενύπνιο
        Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή, εκδ. Ρώμη
        Νίκη Χαλκιαδάκη, Μικρές κανίβαλες, εκδ. Μανδραγόρας
        Νάντη Χατζηγεωργίου, Ήδη προς εξαφάνιση, εκδ. Θίνες
        Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Η νύχτα των κήπων, εκδ. Ίκαρος
        ΜΚΧ, Βουκαμβίλια ποπ, εκδ. Τεφλόν


        ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα)

        Κώστας Ακρίβος, Ανδρωμάχη, εκδ. Μεταίχμιο
        Άρης Αλεξανδρής, Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα, εκδ. Μεταίχμιο
        Αλέξανδρος Μ. Ασωνίτης, Καθαρμοί / Βιβλίο τρίτο: Πένθος και έξαρση, εκδ. Πατάκη
        Θανάσης Βαλτινός, Νέα Σελήνη. Ημέρα πρώτη, εκδ. Εστία
        Μαρία Γαβαλά, Ο μικρός Γκοντάρ, εκδ. Πόλις
        Μαρία Γιαγιάννου, R. I. F. Ο Θάνατος στο Φέισμπουκ, εκδ. Στερέωμα
        Ρέα Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, εκδ. Καστανιώτη
        Τάσος Γουδέλης, Η γοητεία των υποσχέσεων, εκδ. Πατάκη
        Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα, εκδ. Μελάνι
        Λένα Διβάνη, Ονειρεύτηκα τη Διδώ, εκδ. Πατάκη
        Μάρω Δούκα, Να είχα, λέει, μια τρομπέτα, εκδ. Πατάκη
        Μίνως Ευσταθιάδης, Σχέδια του χάους, εκδ. Ίκαρος
        Μαρία Α. Ιωάννου, Οι ενδιάμεσοι, εκδ. Νεφέλη
        Τάκης Θεοδωρόπουλος, Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης, εκδ. Μεταίχμιο
        Φραγκίσκος Καλαβάσης, Παλίνδρομα διηγήματα, εκδ. Gutenberg
        Θοδωρής Καλλιφατίδης, Η πολιορκία της Τροίας, εκδ. Πατάκη
        Δημήτρης Καρακίτσος, Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, εκδ. Ποταμός
        Λίλα Κονομάρα, Ο μπόγος, εκδ. Καστανιώτη
        Νίκος Κουρμουλής, Άπνοια, εκδ. Κείμενα
        Πάνος Κουτρουμπούσης, Άπαντα, εκδ. Opportuna
        Μιχάλης Μακρόπουλος, Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον, εκδ. Κίχλη
        Νίκος Α. Μάντης, Κιθαιρώνας, εκδ. Καστανιώτη
        Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, εκδ. Κίχλη
        Νότης Μαυρουδής, Επίκαιρα & διαχρονικά, εκδ. Άπαρσις
        Παντελής Μπουκάλας, Ο Χριστός στα χιόνια / Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι, εκδ. Άγρα
        Ανδρέας Νικολακόπουλος, Σάλτος, εκδ. Ίκαρος
        Δημήτρης Νόλλας, Ματούλα Μυλλέρου, πάροικος και παρεπίδημος, εκδ. Ίκαρος
        Αννίτα Π. Παναρέτου, Καλλίστη, Το χρονικό μιας ανομβρίας, εκδ. Αλφειός
        Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά, εκδ. Μεταίχμιο
        Βίβιαν Στεργίου, Δέρμα, εκδ. Πόλις
        Γεωργία Συλλαίου, Ο δικός της καθρέφτης, εκδ. Πόλις
        Θωμάς Συμεωνίδης, Στοχασμοί για την κοινότητα, εκδ. Εστία
        Κωνσταντία Σωτηρίου, Brandy Sour, εκδ. Πατάκη
        Γιώργος Τούλας, Μακρινές γειτονιές, εκδ. Πόλις
        Νάση Τουμπακάρη, Μινόρε μανές / Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη 1900-1922, εκδ. Άγρα
        Βίκυ Τσελεπίδου, 120 γραμμάρια, εκδ. Νεφέλη
        Μισέλ Φάις, Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων, εκδ. Πατάκη
        Μαρία Φακίνου, Κλίμακα Μπόγκαρτ, εκδ. Αντίποδες
        Κυριάκος Χαρίτος, Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου, εκδ. Στερέωμα
        Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Το όνομά σου, εκδ. Το Ροδακιό
        Γιάννης Χονδρός, Εν τόπω σκοτεινώ, εκδ. Σαιξπηρικόν



        ΔΟΚΙΜΙΟ/ΜΕΛΕΤΗ/ΜΑΡΤΥΡΙΑ

        Βενετία Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της επιστήμης της νεοελληνικής φιλολογίας (1942-1982), εκδ. Πόλις
        Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική αντίσταση: Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974, εκδ. Αλεξάνδρεια
        Κώστας Βούλγαρης, Η δικιά μας Ελένη (Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης), Εκδοτική Αθηνών
        Δημήτρης Δημηρούλης, Η ανάγνωση του Ροΐδη, εκδ. Gutenberg
        Ευσταθία Δήμου, Η ποιητική της Άπω Ανατολής, εκδ. Κουκκίδα
        Κώστας Καβανόζης, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας: Το μυθιστόρημα τεκμηρίων και η λογοτεχνικότητα του αναφορικού λόγου, εκδ. Πατάκη
        Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης, Νίκος Γκάτσος, Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι. Ποίηση και στιχουργική 1931-1991, εκδ. Μετρονόμος
        Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, Η σχεδία του λόγου, μελέτες για την κινητικότητα των λογοτεχνικών έργων, εκδ. Gutenberg
        Διονύσης Καψάλης, Σάτιρα και Επανάσταση. Οι ειρωνείες του λόρδου Βύρωνα, εκδ. Άγρα
        Κώστας Κουτσουρέλης, Η πλάνη του Γκαίτε: Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου, εκδ. Μικρή Άρκτος
        Άρτεμις Λεοντή, Εύα Πάλμερ-Σικελιανού / Υφαίνοντας τον μύθο μιας ζωής, (μτφρ. Κατερίνα Σχινά), εκδ. Πατάκη
        Γιώργος Μαρκόπουλος, Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη, εκδ. Εκάτη
        Γιώργος Μαρκόπουλος, Η ποίηση του Κ.Γ. Παπαγεωργίου, εκδ. Εκάτη
        Μαίρη Μικέ, Ανθεκτική εκκρεμότητα: Ο μύθος της Πασιφάης σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα του 20ού αιώνα, εκδ. Gutenberg
        Αριστείδης Μπαλτάς, Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
        Παντελής Μπουκάλας, Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και το δημοτικό τραγούδι της αγάπης. Α’. Έλληνες, Βλάχοι, Μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι, εκδ. Άγρα
        Έλσα Νικολαΐδου, Φιλοσοφία για όλους (Γιατί να διαβάζουμε τους αρχαίους φιλοσόφους;), εκδ. Μεταίχμιο)
        Λίντερ Ντάριαν, Απόλαυση: Σεξουαλικότητα, οδύνη και ευχαρίστηση, εκδ. Επέκεινα
        Τζορτζ  Όργουελ, Ό,τι μου κάνει κέφι. Δοκίμια για τη λογοτεχνία και την πολιτική, μτφρ. Οδυσσέας Πάππος, εκδ. Μεταίχμιο
        Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αναγνώσεις - Αναγνώστες & Αναγνώστριες / Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, εκδ. Gutenberg
        Σπύρος Παπαϊωάννου, Κώστας Βλησίδης: Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας, τ. Α΄ και Β΄ (εκδ. Ινστιτούτου Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων)
        Γιώργος Παππάς, Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες, εκδ. Διόπτρα
        Στέφανος Ροζάνης, Το τέλος της αισθητικής: Η απαρχαίωση των αισθητικών κατηγοριών, εκδ. Ηριδανός
        Σωτήρης Ρούσσος, Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή, εκδ. Gutenberg
        Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση: Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (εκδ. Gutenberg)
        Άλκης Χαραλαμπίδης, Η Τέχνη του 19ου αιώνα: Αρχιτεκτονική-Γλυπτική-Ζωγραφική, εκδ. University Studio Press
        Ιωάννης Κ. Χασιώτης, Ο Οδυσσέας στις θάλασσες του Νότου. Η ελληνική παρουσία στις υπερπόντιες κτίσεις της Ισπανίας (16ος-17ος αι.), εκδ. University Studio Press
        Ιωάννης Π. Χουντής, Ο ρομαντισμός στην εξουσία: Όψεις πολιτικής ιδεολογίας του Λόρδου Βύρωνα και η δράση του στην Ελληνική Επανάσταση, εκδ. Αρμός
        Βαγγέλης Χρόνης, Αειθαλής χρόνος, εκδ. Καστανιώτη

        [ Συλλογικά έργα: ]
        Ιστορία της μουσικής στη νεώτερη Ελλάδα, τόμ. Α΄ (Από την Άλωση της Πόλης έως την Έξωση του Όθωνα), (επιμ.: Χάρης Ξανθουδάκης, Πάνος Βλαγκόπουλος, Κώστας Καρδάμης, Στέλλα Κουρμπανά), Εκδόσεις Ωδείου Αθηνών
                Ο θάνατος είναι γεμάτος μεταφορές: Μνήμη Δημήτρη Ελευθεράκη, (επιμ.: Αλέξανδρος Μηλιάς, Χάρης Ψαρράς), εκδ. Ενύπνιο
                        Οι Εβραίοι στον κόσμο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της Επανάστασης του 1821 (επιμ.: Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου, Κωνσταντίνος Ηροδότου, εκδ. Καπόν


        ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

        Ιωάννα Αβραμίδου: Καρλ Σμιτ, Στεριά και θάλασσα / Μια κοσμοϊστορική θεώρηση, εκδ. Σμίλη
        Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης: Γιόζεφ Ροτ, Ο θρίαμβος της ομορφιάς / Η προτομή του αυτοκράτορα, εκδ. Άγρα
        Σοφία Αυγερινού: Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες. Μια τριλογία, εκδ. Έρμα
        Γιώργος Βάρσος (Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο): Τζων Κητς, Ποίηση (Εκλογή από το έργο του), εκδ. Gutenberg
        Γιάννης Βογιατζής: Πίτερ Φράνκοπαν, Οι Δρόμοι του Μεταξιού / Μια νέα ιστορία του κόσμου, εκδ. Αλεξάνδρεια
        Αλεξάνδρα Ιωαννίδου: Όλγα Τοκαρτσούκ, Τα βιβλία του Ιακώβ, εκδ. Καστανιώτη
        Αλεξάνδρα Ιωαννίδου: Nατάσα Βοντίν, Με καταγωγή από την Μαριούπολη, εκδ. Gutenberg
        Βερονίκη Δαλακούρα: Michael March, Η απατηλή ερμηνεία του χρόνου, εκδ. Άγρα
        Θοδωρής Δασκαρόλης: Χάινριχ φόν Κλάιστ, Διηγήματα, εκδ. Αντίποδες
        Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, Αχιλλέας Καλαμάρας: Beppe Fenoglio, Το μεροκάματο του Σαββάτου, εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες
        Γεωργία Ζακοπούλου: Χαβιέρ Θέρκας, Τέρρα Άλτα, εκδ. Πατάκης
        Γιώργος Θέμελης: Σαρλ Μποντλέρ, Τεχνητοί παράδεισοι, εκδ. Μπαρμπουνάκη
        Στέφανος Καβαλλιεράκης: Jean Lacouture, Ιησουίτες. Οι κατακτητές (1540-1773), εκδ. Πόλις
        Δέσποινα Κανελλοπούλου: Βάλτερ Κεμπόφσκι, Όλα για το τίποτα, εκδ. Δώμα
        Γιώργος Κεντρωτής: Τζόρτζιο Μπασάνι, Το μυθιστόρημα της Φεράρας (τόμοι 1 και 2), εκδ. Gutenberg
        Παναγιώτης Κεχαγιάς: Τζόσουα Κόεν, Οι μεταφορές του βασιλιά, εκδ. Gutenberg
        Μάγκυ Κοέν: Άμος Οζ, Η τρίτη κατάσταση, εκδ. Καστανιώτη
        Έφη Κορομηλά: Sylvain Prudhomme, Στους δρόμους, εκδ. Στερέωμα
        Γιώργος Κυριαζής: Κόρμακ Μακάρθι, Ο επιβάτης, εκδ. Gutenberg
        Θανάσης Λάμπρου: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Τα ελεγεία του Ντουίνο, εκδ. Αρμός
        Γιώργος Μαραγκός: Τζον Κίιν, Αντιαφηγήσεις, εκδ. Loggia
        Έμιλυ Μαγκουρίλου, Γιώργος Μαμώλης, Χρήστος Πανάς: Ντ. Χάντερ, Chav / Αλληλεγγύη από τα υπόγεια, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων
        Σπύρος Μοσκόβου: Πέτερ Χάντκε, Δοκίμιο για τον μανιταρομανή. Μια ασυνήθιστη ιστορία, εκδ. Εστία
        Ελένη Μπακοπούλου: Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολυμά, εκδ. Άγρα
        Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς: Ζιλ Ντελέζ, Διάλογοι, εκδ. Εκκρεμές
        Μαρία Ξυλούρη: Χάνια Γιαναγκιχάρα, Προς τον παράδεισο, εκδ. Μεταίχμιο
        Δήμητρα Παπαβασιλείου: Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός, Μια τέχνη που ζει από το θάνατο και άλλες ιστορίες, εκδ. Ροές
        Μαρία Παπαδήμα, Mάριο ντε Σα-Καρνέιρο: Παραφροσύνη. Και μια επιστολή στον Φερνάντο Πεσόα, εκδ. Στιγμός
        Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος: Ουέντα Ακινάρι, Ουγκέτσου Μονογκατάρι (Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή), εκδ. Άγρα
        Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος: Νταζάι Οσάμου, Δεν ήμουν πια άνθρωπος, εκδ. Gutenberg
        Λιάνα-Κλαίρη Παπαμιχαήλ: Ντέιμον Γκάλγκουτ, Η υπόσχεση, εκδ. Διόπτρα
        Άκης Παραφέλας, Μαρία Οικονόμου: Μπιορν Κιούλιγκ, Η γλώσσα του Γιβραλτάρ, εκδ. Ενύπνιο
        Ευαγγελία Πολύμου (ανθολογία): Πρωτοπόροι Ιταλοί ποιητές, εκδ. 24 γράμματα
        Βαγγέλης Προβιάς: Σάρα Μπέικγουελ, Πώς να ζούμε, ή η ζωή του Μοντέν σε μια ερώτηση και είκοσι απαντήσεις, εκδ. Ίκαρος
        Σωτήρης Σουλιώτης: Ίνγκερ Κρίστενσεν, Αλφάβητο, εκδ. Σαιξπηρικόν
        Νίκη Σταυρίδη: Oγούζ Ατάι, Αποσυνάγωγοι, εκδ. Gutenberg
        Κατερίνα Σχινά: Αντόνια Μπάιατ, Εμμονή, εκδ. Πόλις
        Κατερίνα Σχινά: Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, Άλλες ζωές, εκδ. Ψυχογιός
        Γιάννης Τζιφόπουλος: Ουόλτερ-Ρόμπερτ Κόνορ, Θουκυδίδης, εκδ. Gutenberg
        Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης: Αντρέι Κούρκοφ, Γκρίζες μέλισσες, εκδ. Καστανιώτη
        Λίζυ Τσιριμώκου: Μαϋλίς Μπεσσερί, Παρατεταμενος χρόνος, εκδ. Ύψιλον
        Μαρία Φακίνου: Λεονόρα Κάρινγκτον: Το ακουστικό κέρας, εκδ. Αίολος


        ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

        Μαρία Γιαγιάννου, Έχω έναν καλό Παππούα (εικονογράφηση Ντανιέλα Σταματιάδη), εκδ. Σμίλη
        Αγγελική Δαρλάση, Με κλειστά μάτια, εκδ. Μεταίχμιο
        Κanellos Cob, Ο θησαυρός της Βαγίας / Graphic novel από το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή, εκδ. Πατάκη
        Μαρία Κούρση, Ο μύθος του βασιλιά Ερυσίχθονα  (εικονογράφηση Μιχάλης Κουντούρης), Εκδοτική Αθηνών
        Πολυχρόνης Κουτσάκης, Φωτιά, εκδ. Καστανιώτη
        Λίνα Μουσιώνη, Το πάρτι (εικονογράφηση: Σάντρα Ελευθερίου), εκδ. Μεταίχμιο
        Μυρτώ Μποκολίνη, Ποντίκι στην οικία Τσαϊκόφσκι (Εικονογράφηση Άννα Τζώρτζη), εκδ. Πατάκη
        Ράνια Μπουμπουρή και Μάκης Τσίτας, Γλωσσοδέτες (εικονογράφηση Ανδριάνα Ρούσσου), εκδ. Ψυχογιός
        Μαρίζα Ντεκάστρο, Οι δικοί μου άνθρωποι (εικονογράφηση Χαρά Μαραντίδου), εκδ. Καλειδοσκόπιο
        Μαρία Παπαγιάννη, Στο Πικεφί (εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή), εκδ. Πατάκη
        Αλέκος Παπαδάτος, Τάσος Αποστολίδης, Αριστοτέλης, εκδ. Ίκαρος
        Μάκης Τσίτας, Έρχεται ο γίγαντας (εικονογράφηση Νικόλας Χατζησταμούλος), εκδ. Μεταίχμιο
        Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ & Ζωή Διονυσίου, Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους (εικονογράφηση Θάνος Κοσμίδης), εκδ. Fagotto Books

        Οι χαρτογράφοι που πρότειναν βιβλία για βράβευση είναι οι εξής:

        Δημοσθένης Αγραφιώτης Γιώργος Βέης Γιώργος Βέλτσος Χάρης Βλαβιανός Αντιγόνη Βλαβιανού Ιάκωβος Βούρτσης Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος Ανθούλα Δανιήλ Χρήστος Δανιήλ Γιάννης Δούκας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής Γιάννης Ευσταθιάδης Γιάννης Ζέρβας Ioυλίτα Ηλιοπούλου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς Mάνος Κοντολέων Δήμητρα Κωτούλα Δημήτρης Λεοντζάκος Αλέξιος Μάινας Παυλίνα Μάρβιν Γιώργος Μονεμβασίτης Γιώργος Μουλουδάκης Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης Χριστίνα Ντουνιά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Bασίλης Παπαγεωργίου Νίκος Πρατσίνης Θεοδόσης Πυλαρινός Έλση Σαράτση Λάμπρος Σκουζάκης Ανδρέας Τσάκας Μίλτος Φραγκόπουλος Άντεια Φραντζή Χριστόφορος Χαραλαμπάκης Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Έλενα Χουζούρη Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου

        ____________

        Ο Βραχύς Κατάλογος
        θα ανακοινωθεί στις 15 Μαρτίου
        ενώ τα Βραβεία
        θα ανακοινωθούν στο επόμενο τεύχος (Απριλίου).



        Μάριο Βίτι

        (Φωτ. Πάολο Βίτι)



        [ Εκπομπή «Παρασκήνιο» ]


        Ο Mario Vitti (1926-2023) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία μόλις τελείωσε ο Β᾽ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκεί σπούδασε και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας. Για τη συμβολή του στις νεοελληνικές σπουδές τιμήθηκε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Παρισιού και της Λευκωσίας. Ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή διδασκαλία στη μεσαιωνική πόλη Βιτέρμπο, στα βόρεια περίχωρα της Ρώμης, όπου τελικά περνούσε τον περισσότερο χρόνο απασχολούμενος, όπως έλεγε, με τα αγαθά της γης και των γραμμάτων. Ο Mario Vitti ανακάλυψε και αξιοποίησε λανθάνοντα έργα, όπως το δράμα του Μοντσελέζε Ευγένα (1965) ή πολύτιμα κειμήλια του Κάλβου (δύο τόμοι 1960 και 1963)· κατεύθυνε την προσοχή σε παραγνωρισμένα αριστουργήματα επανεκδίδοντας τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1977) και το Έρωτος αποτελέσματα (1993)· ανάλυσε έργα αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της ηθογραφίας (Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, 1974) και του μοντερνισμού (Η Γενιά του Τριάντα: ιδεολογία και μορφή, 1977).

        (Πηγή: Βιβλιοnet, Οσδελnet)

        Για τη φωτογραφική πλευρά του σπουδαίου Ιταλού ελληνιστή βλ.

        https://www.miet.gr/collection...



        Κόρνα είναι και κορνάρει



        Εφόσον έχετε ποδοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο ποδήλατο με σχάρα και κόρνα, δεν χρειάζεται να έχετε άδεια οδήγησης, απαιτείται όμως άδεια για να κορνάρετε, η οποία εκδίδεται, σύμφωνα με τον νόμο, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης προς τις αρμόδιες αρχές. Έως την έκδοση της άδειας, έχετε το δικαίωμα να κορνάρετε μεταβαίνοντες σε διάφορες υπηρεσίες, με απλή επίδειξη του αριθμού κατάθεσης της αίτησής σας, ώστε να μην παραμένει άπραγη η κόρνα και χάνει την αξία της. Σε αυτή την περίπτωση, η σχάρα στο ποδήλατο είναι άχρηστη, αφού δεν κορνάρει, αλλά συμβάλλει στο design (ή την αποσημείωση) του ποδηλάτου. Στη σχάρα άλλωστε μπορείτε να δέσετε την κόρνα, για να μην οδηγηθείτε σε κατάχρησή της.
        Αν δεν έχετε σταθμεύσει το ποδήλατο λόγω κακοκαιρίας, ώστε αβρόχοις ή όχι ποσί να διασχίσετε τους δρόμους της πόλης για υποθέσεις φορολογικές, σπεύδοντας επιπλέον να εξοφλήσετε λογαριασμούς τηλεφώνου, ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά και κοινόχρηστα και πρόστιμα, ή να παραλάβετε συστημένες επιστολές για δικαστικές και άλλες υποθέσεις, προκειμένου να προλάβετε να ανταποκριθείτε σε αυτές τις υποχρεώσεις προ φαγητού, η κόρνα του ποδηλάτου χρειάζεται για να ανοίγετε πέρασμα στο πλήθος, με σκοπό να φτάσετε το ταχύτερο στον προορισμό σας και να σταθείτε στην ουρά, με το στόμα πλέον κορνάροντας, όπως όλοι όσοι αναμένουν ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι θα εξυπηρετηθούν από αρμοδίους υπαλλήλους.
        Το ζήτημα είναι να έχετε διαλέξει κόρνα που να διαφέρει από τις κοινές πόρνες των κοδηλάτων, προκειμένου να δοθεί προσοχή στην περίπτωσή σας και να εξασφαλίσετε προτεραιότητα έναντι εκείνων που επίσης περιμένουν. Επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι κόρνα με ήχο μπουρού αναχωρούντος πλοίου, για Μήλο, Αχλάδι, Άγιο Κήρυκο, Άγιο Παντελεήμονα, Καρλόβασι, Κάρλοβι-Βάρι, Βαθύ, Ρηχό, Γαύρο και Γαύδο, διασφαλίζει προτεραιότητα, επειδή οι επιβάτες έχουν ήδη επιβιβαστεί. Η κόρνα νταλίκας εξυπηρετεί εξίσου, εφόσον το φορτηγό μεταφέρει φορτίο πολυτονικό και τα ντεσιμπέλ αντιστοιχούν στο τετράγωνο της υποτεινούσης, το οποίο ισούται με το άθροισμα των δύο καθέτων πλευρών του οχήματος.
        Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν εξειδικευμένα κορναρίσματα, όπως το κορν-μπιφ, όταν πατάτε κόρνα δηλαδή για να αδειάσουν τον δρόμο βοοειδή, ή τα κόρνερ, κορναρίσματα στις γωνίες της στρογγυλής κίνησης, ενώ γλυκόηχα νιαουρίσματα τύπου κορνέ συνδυάζονται με έκλυση από τους καταβρεκτήρες σαντιγί, ενός υλικού σαν τη γη, αλλά προς το λευκό. Πρωινές ώρες φουσκώνει και ανθίζει το κορν-φλάουρ. Ασφαλώς η κόρνα είναι κέρας που φέρνει σε πέρας το τέρας της οδήγησης. Σε σχήμα κέρατος, η κορνέτα θεωρείται κατάλληλη για εμβατήρια των κερατωμένων. Γι’ αυτό σε γάμους ομαδικά κορνάρουν τα οχήματα της γαμήλιας πομπής. Όλα αυτά μαζί προκαλούν σύννεφο ήχων, έναν κορνιαχτό για τους νεότερους, που γίνεται κονιορτός στις εορτές, όταν σεινάμενοι κορνάμενοι οι εποχούμενοι ως κορωνίδα πτυχίων ηχοποιητικά κορνιζώνουν όσα επί τροχών μέσω της εταιρείας Κλάξον έχουν να πουν.
        Αν, παρ' όλα αυτά, έχετε άδεια οδήγησης ΙΕΚ (ιδιωτικής επιβατικής κίνησης), η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την άδεια φορτηγού ωφελίμου φορτίου σαράντα τόνων, δεν χρειάζεται να έχετε αυτοκίνητο. Αν όμως συμβαίνει να έχετε όχημα, η άδεια οδήγησης ΙΕΚ δεν ισχύει, εφόσον δεν έχετε εξοφλήσει τα τέλη κυκλοφορίας για το τρέχον έτος και για όλα τα προηγούμενα έτη κυκλοφορίας, αρχής γενομένης από Γενέσεως Κόσμου. Ωστόσο, η χρήση του αυτοκινήτου συνεπάγεται ότι δεν θα φτάσετε προ φαγητού στην Εφορία, στις Τράπεζες, στο Νεκροταφείο, στο Δημαρχείο, στα Δικαστήρια, στο Αποχωρητήριο, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης. Η δυσκοιλία έχει αναγνωριστεί από αρμόδια όργανα που, προκειμένου να προλάβετε να φάτε, προσφέρουν παρατάσεις εξόφλησης των υποχρεώσεων, ενώ η Δικαιοσύνη παρέχει αναβολές ακροαματικής διαδικασίας, εισπράττοντας αναβαλώσιμον 30 ευρώ κατ’ ελάχιστον και προσδιορίζοντας νέα δικάσιμο την επόμενη Πρωτομαγιά, η οποία δεν είναι αργία, αλλά απεργία, που βολές και παραβολές απεργάζεται.
        Συγκρίνοντας το δίτροχο ποδήλατο με το τετράτροχο αυτοκίνητο, παρατηρούμε ότι ο αριθμός 2 δεν έχει σχέση με τον αριθμό 4, όχι επειδή 2 και 2 κάνουν 4, αλλά επειδή το τετράγωνο του 2 ισούται με το 4, το οποίο διαιρείται με το 1, το 2 και το 4, δίνοντας αντιστοίχως τα εξής γινόμενα: 4, 2 και 1, πράγμα που σημαίνει ότι με άδεια οδήγησης ΙΕΚ πηγαίνεις μπροστά και άλλο τόσο πίσω, οπότε το αυτοκίνητο μένει ακίνητο και δεν υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει ατύχημα, δυστύχημα, κωλοτούμπα, πλαγιομετωπική σύγκρουση ή κάψιμο φλάντζας, καθιστώντας άχρηστη την κόρνα, που είναι προτιμότερο, όπως έχει ειπωθεί, να την έχετε στο ποδήλατό σας ή τουλάχιστον δεμένη στη σχάρα του.

        Στο θέμα δεν θα επανέλθουμε, δεδομένου ότι έχουμε εξαντληθεί κορνάροντας.

        εις το επανακούειν


        Προηγουμένως
        ________________________

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Εγκιβωτισμοί (από Κιβωτό σε Κιβωτό) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Μη φάτε πόρτα, εκτός αν επιμένετε / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)




        Μάκης Πανώριος: Φανταστικός συγγραφέας

        Ο Μάκης Πανώριος (1935-2023) γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Σχεδίου και Ζωγραφικής ABC και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Εργάστηκε ως ηθοποιός για δεκαοχτώ χρόνια στο ελεύθερο θέατρο και δέκα χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, καθώς και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Ως συγγραφέας έγραψε μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, θέατρο, κριτική βιβλίου καικινηματογράφου. Είχε εικονογραφήσει περισσότερα από πεντακόσια βιβλία, είχε επιμεληθεί και προλογίσει περί τα εκατό.
        Πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με το μυθιστόρημα Η κατάκτηση (1970). Έγραφε στον ημερήσιο Τύπο κριτική βιβλίου.
        Διακρίθηκε με το Διεθνές βραβείο Karel 1993 που του απένημε ο Μπράιν Άλντις για την προσφορά του στην επιστημονική φαντασία και τη φανταστική λογοτεχνία.

        Βλ. Βιβλιογραφία: https://biblionet.gr/%CF%80%CF...


        Ταξίδια επί χάρτου


        Για να συμπληρωθούν τα στοιχεία, ο υπεύθυνος απογραφής ρωτά έναν παππού:

        Γεννηθήκατε;
                Στην Αυστροουγγαρία.
        Πήγατε σχολείο;
                        Στην Τσεχοσλοβακία.
        Παντρευτήκατε;
                        Στην Ουγγαρία.
        Τα παιδιά σας γεννήθηκαν;
                        Στο Τρίτο Ράιχ.
        Τα εγγόνια σας γεννήθηκαν;
                        Στη Σοβιετική Ένωση.
        Και πού νομίζετε ότι θα πεθάνετε;
                        Στην Ουκρανία.

        Έχετε ταξιδέψει πολύ, παρατηρεί ο υπεύθυνος απογραφής.
        Μπα, απαντά ο παππούς. Ποτέ δεν έφυγα από το Mukachevo.

        Στην πόλη, όπως μετονομάστηκε στις 23 Μαΐου 2017 με απόφαση του Ουκρανικού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με απογραφή του 2008 ζούσαν 93.738 άτομα: Ουκρανοί (77.1%), Ρώσοι (9.0%), Ούγγροι (8.5%), Γερμανοί (1.9%), Ρομά (1.4%) και Ασκενάζι και Σεφαραδίτες Εβραίοι (1.1%). Πριν από το Ολοκαύτωμα, σχεδόν ο μισός πληθυσμός ήταν εβραϊκός, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι κυρίως Ρώσοι, Ούγγροι και Σλοβάκοι.
        Πάνω σε ηφαιστειογενή λόφο, το φρούριο της πόλης, από όπου ξεκίνησε η ανταρσία εναντίον των Αψβούργων το 1678, έπαιξε στρατηγικό ρόλο σε πολλές εξεγέρσεις. Από το 1796 έως το 1897 χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν φυλακισμένος εκεί από το 1821 έως το 1823

        Σχετικά κείμενα
        Χάρτες χωρίς ταξίδι; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr) [Γκράχαμ Γκρiν]


        Τιποτίστρια

        Η αιώνια γραφή ενός πρώτου μυθιστορήματος

        Αν είχα γράψει ένα μυθιστόρημα 50.000 λέξεων θα είχα ήδη ένα έτοιμο βιβλίο και θα ήμουν συγγραφέας. Θα έστελνα το βιβλίο μου σε εκδοτικούς και θα περίμενα το κρατικό βραβείο — ή έστω ένα οποιοδήποτε βραβείο. Αν είχα γράψει 5.000 λέξεις θα καταλάβαινα ότι μου ταιριάζει περισσότερο το διήγημα και θα εγκατέλειπα την ιδέα ενός μυθιστορήματος. Θα έσπαγα την ιστορία μου σε μικρότερες και θα ένιωθα ασφαλής που μπορώ να τα πω όλα σύντομα με αρχή μέση και τέλος. Αν είχα γράψει 25.000 λέξεις θα είχα έτοιμη μια νουβέλα. Γρήγορα όμως θα συνειδητοποιούσα ότι η ιστορία που αφηγούμαι δεν χωράει σε 25.000 λέξεις. Αν είχα γράψει 15.000 λέξεις θα με έπιανε κρίση, γιατί το υποσυνείδητό μου θα θυμόταν ότι στην προηγούμενη προσπάθειά μου τα παράτησα στις 15.000 λέξεις και τότε θα μου έλεγε: «έλα, κοριτσάκι, δεν μπορείς να τα καταφέρεις». Αν δεν είχα γράψει τίποτα, το σώμα μου θα μου έστελνε απειλητικά μηνύματα. Θα πονούσε η πλάτη μου, τα γόνατά μου και η κοιλιά μου. Στο στήθος μου θα ένιωθα ένα βάρος. Δε θα είχα τότε άλλη επιλογή από το να ξεράσω όλες τις λέξεις που βρίσκονται μέσα μου μπας και ανακουφιστώ.
        Αν ξεκινούσα τώρα θα είχα αυτήν την πρώτη κάψα και θα ένιωθα ότι μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο. Οι λέξεις θα πετάγονταν από το πουθενά και η ιστορία θα προχωρούσε χωρίς να το καταλάβω. Δε θα ένιωθα ότι από εκεί που απολάμβανα ένα πλουσιοπάροχο δείπνο με την έμπνευση, βρέθηκα ξαφνικά στη μέση μιας ερήμου, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό κάνοντας απέλπιδες προσπάθειες να επιβιώσω. Δε θα έβλεπα στον ύπνο μου σημάδια για το πώς να συνεχίσω. Θα καθόμουν στο λάπτοπ μου και η ιστορία μου θα γραφόταν μονοκοπανιά.



        Κάρλος Σάουρα (Ισπανία 1932-2023)

        Για την φωτογραφική πλευρά του σπουδαίου σκηνοθέτη:

        ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ «ΧΑΡΤΗ» 2023



        (βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2022)
        ________

        O ΤΕΛΙΚΟΣ KATAΛOΓOΣ

        Το διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Χάρτης (www.hartismag.gr), συνεχίζει για δεύτερη χρονιά την απονομή ετήσιων βραβείων, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων που κυκλοφόρησαν το περασμένο έτος. Η διάκριση αυτή προέρχεται από μια ευρεία ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού που, χωρίς δεσμεύσεις ή προεπιλογές, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου (Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά), τα οποία, έχουν εκδοθεί το 2022. Στις υποψηφιότητες δεν περιλαμβάνονται βιβλία των τακτικών συνεργατών του περιοδικού, δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές. Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων.

        ——————

        ο
        ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
        (Αλφαβητικά) για βιβλία του 2022

        Ποίηση
        Βασίλης Αμανατίδης, Αποκατάσταση, εκδ. Νεφέλη
        Διονύσης Καψάλης, Καταρράκτης, εκδ. Άγρα
        Δημήτρης Πέτρου, Εικοστός κόσμος, εκδ. Πόλις

        Πεζογραφία
        Τάσος Γουδέλης, Η γοητεία των υποσχέσεων, εκδ. Πατάκη
        Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα, εκδ. Μελάνι
        Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, εκδ. Κίχλη

        Δοκίμιο (μελέτη ή μαρτυρία)
        Βενετία Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο , εκδ. Πόλις
        Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, Η σχεδία του λόγου, μελέτες για την κινητικοτητα των λογοτεχνικών έργων, εκδ. Gutenberg
        Αριστείδης Μπαλτάς, Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς, Πανεπιστημιακες Εκδόσεις Κρήτης

        Μετάφραση
        Σωτήρης Σουλιώτης: Ίνγκερ Κρίστενσεν, Αλφάβητο, εκδ. Σαιξπηρικόν
        Νίκη Σταυρίδη: Oguz Atay, Αποσυνάγωγοι, εκδ. Gutenberg
        Κατερίνα Σχινά: Αντόνια Μπάιατ, Εμμονή, εκδ. Πόλις

        Βιβλία για παιδιά
        Μαρία Γιαγιάννου, Έχω έναν καλό Παππούα, εκδ. Σμίλη
        Μαρία Κούρση, Ο μύθος του βασιλιά Ερυσίχθονα, Εκδοτική Αθηνών
        Ζωρζ Σαρή/Κanellos Cob, Ο θησαυρός της Βαγίας / Graphic novel, εκδ. Πατάκη



        Τα ΒΡΑΒΕΙΑ του ΧAPTH (2022)


        ΠΟΙΗΣΗ:
        Δημήτρης Πέτρου
        Εικοστός κόσμος
        , εκδ. Πόλις

        ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (Ισοψηφία):
        Τάσος Γουδέλης
        Η γοητεία των υποσχέσεων, εκδ. Πατάκη
        &

        Κώστας Μαυρουδής
        Το αλάτι του Bad Ischl, εκδ. Κίχλη


        ΔΟΚΙΜΙΟ:
        Βενετία Αποστολίδου
        Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο - Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982), εκδ. Πόλις

        ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
        Νίκη Σταυρίδη
        Oguz Atay, Αποσυνάγωγοι, εκδ. Gutenberg

        ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ:
        Μαρία Κούρση
        Ο μύθος του βασιλιά Ερυσίχθονα
        , (εικονογράφηση Μιχάλης Κουντούρης), Εκδοτική Αθηνών

        ——————


        Οι χαρτογράφοι που πρότειναν βιβλία για βράβευση είναι οι εξής:

        Δημοσθένης Αγραφιώτης Γιώργος Βέης Γιώργος Βέλτσος Χάρης Βλαβιανός Αντιγόνη Βλαβιανού Ιάκωβος Βούρτσης Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος Ανθούλα Δανιήλ Χρήστος Δανιήλ Γιάννης Δούκας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής Γιάννης Ευσταθιάδης Γιάννης Ζέρβας Ioυλίτα Ηλιοπούλου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς Mάνος Κοντολέων Δήμητρα Κωτούλα Δημήτρης Λεοντζάκος Αλέξιος Μάινας Παυλίνα Μάρβιν Γιώργος Μονεμβασίτης Γιώργος Μουλουδάκης Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης Χριστίνα Ντουνιά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Bασίλης Παπαγεωργίου Νίκος Πρατσίνης Θεοδόσης Πυλαρινός Έλση Σαράτση Λάμπρος Σκουζάκης Ανδρέας Τσάκας Μίλτος Φραγκόπουλος Άντεια Φραντζή Χριστόφορος Χαραλαμπάκης Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Έλενα Χουζούρη Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου

        - Σ Τ Ι Γ Μ Α Τ Α -

        Κάτω απ’ τις ράγες…

        Φωτ. Ανδρέα Σμαραγδή



        Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου
        Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
        Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών

        Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.

        Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
        Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
        Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.

        Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
        Όταν όλα περάσουν—
        Σε περιμένω.

        Μανόλης Αναγνωστάκης,  Η συνέχεια, 3



        Το τρένο

        Πήγα για σπουδές στο Παρίσι.
        Σε γνώρισα μέσα στο τρένο.
        Όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά, η ματιά σου έπειτα από λίγα δεύτερα άστραψε, σαν ένας τεράστιος ηλεκτρικός σπινθήρας. Κεραυνοβολήθηκα.
        Η ταχύτητα με την οποία γίναμε ζευγάρι ιλιγγιώδη, όπως ακριβώς των βαγονιών πάνω στις ράγες εκείνη την στιγμή.
        Από την αρχή είχες παράξενη συμπεριφορά, εγώ όμως βρισκόμουν μέσα σε μια θολερή ερωτική δίνη και δεν ήθελα με τίποτε να το παραδεχτώ.
        Κατά καιρούς μου ’λεγες πως δεν αισθάνεσαι το κεφάλι σου και πως στον καθρέπτη βλέπεις πάνω από το κοστούμι να προεξέχει μόνο ο λαιμός τυλιγμένος με μια εφημερίδα που έχει ως πρωτοσέλιδο της ένα φρικιαστικό δυστύχημα.
        Κάποια στιγμή με κούρασαν πολύ οι παραλογισμοί σου και σου ζήτησα να χωρίσουμε.
        Ταράχθηκες, μου είπες ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ και ότι από την πρώτη στιγμή που με είδες δεν μπορείς να φανταστείς την ζωή σου χωρίς την εικόνα μου.
        Εκείνη την στιγμή φιληθήκαμε με πάθος. Είχες πολλά κέφια σήμερα. Μου ζήτησες να πάμε στην πλατεία της Μονμάρτρης και να ζητήσουμε από τους πλανόδιους ζωγράφους να κάνουν το πορτρέτο μας.
        Δέχτηκα με χαρά.
        Όταν φθάσαμε ήταν σούρουπο είχε μόνο ένα ζωγράφο στην πλατεία. Από μακριά μας χαμογέλασε και άναψε μια λάμπα για να βλέπει καλύτερα.
        Όταν φθάσαμε όμως κοντά χλόμιασε. Προσπάθησε να το σκάσει αλλά εσύ τον σταμάτησες σχεδόν με την βία.
        Ο ζωγράφος σχεδίασε τον πίνακα τρέμοντας, τον αναποδογύρισε στο έδαφος και εξαφανίστηκε τρέχοντας δίχως να πληρωθεί.
        Εσύ γύρισες βιαστικά το ταμπλό χαρούμενος και βέβαιος ότι αυτός θα είχε σίγουρα το πρόσωπό σου.
        Το χαμόγελό σου πάγωσε. Δίπλα σου, εγώ σκεπασμένη μ' ένα λευκό σεντόνι και τα μάτια μου δύο μαύρες κενές τρύπες.
        Σ' εκείνο το δυστύχημα με το τρένο που προλάβαμε να κοιταχτούμε ερωτικά τα ονόματά μας ήταν στην λίστα των νεκρών.

        Σοφία Τριανταφυλλίδου

        Των ζωντανών η τιμωρία

        Όταν ο Ερμής έφτασε στων Τεμπών την ολόμαυρη ράχη, απόρησε που τόσες ψυχές εκεί τον περίμεναν, για να τις οδηγήσει στις πύλες του Βασιλείου του Πλούτωνα. Αφού περάσανε και φτάσανε στο θρόνο του Άδη, όταν αυτός τους είδε, ρώτησε:
        «Πώς έγινε και όλους εσάς μαζί ο θάνατος σάς βρήκε; Και σαν το νήμα της ζωής σας να είναι κοντό, τι είχαν οι Μοίρες κατά νου;»
        Κι ένας νέος απαντά: «Όλοι μαζί επιβαίναμε στο τρένο του χαμού, γεμάτη φως η ώρα που ξεκίνησε, μαύρη η ώρα που σταμάτησε.».
        Έτυχε να περνά η Θέμιδα από εκεί, με το ζυγό στο χέρι. Τους κοίταξε για μια στιγμή, και ύστερα είπε: «Των ζωντανών η τιμωρία είναι ο δικός σας ο χαμός. Διότι εύκολα ξεχνούν και η σκέψη τους από τη σύνεση απέχει. Τους θεούς να μην κατηγορείτε, κι όσο για τους δυνατούς, κι αυτών το νήμα έχει αρχή και τέλος. Αλλά τούτοι οι ζωντανοί, τάχα απλοί κι αδύναμοι, αυτοί φέρουν βαριά ευθύνη, γιατί μόνον αυτοί σε λήθαργο βαθύ έχουνε πέσει. Κι όσο δεν ξυπνούν, τόσο το έρεβος τις ζωές τους θα σκεπάζει. Αλλά αν τις τύχες τους ξανά στα χέρια τους κρατήσουν, τότε μόνο θα γείρει ο ζυγός προς την ανάποδη. Ας είναι, λοιπόν, η απουσία, η δική σας, η σάλπιγγα η δυνατή για όσους είναι ακόμα στη ζωή…».
        Η Θέμιδα έφυγε, κοιτώντας χαμηλά. Εντούτοις, ο Πλούτωνας, δείχνοντας τη συμπόνια του για τις ψυχές, όλες τις έστειλε στις νήσους των Μακάρων.
        Όσο για τους ζωντανούς, απ’ ό,τι φαίνεται, καλά βογγούν πίσω από τα δίκαια της Νέμεσης δεσμά!
        Οι βόγγοι του τέλους αδιαπραγμάτευτοι!

        Κωνσταντίνος Κλωνάρας

        Σκόνη

        Τους κάναμε σκόνη, λένε οι οπαδοί των δικών μας χωμάτων, όταν μετεωρολόγοι ή άλλοι μετέωροι λόγιοι αρχίζουν να προειδοποιούν ότι έρχεται αφρικανική σκόνη. Πρόκειται για κάτι σκοτεινό, αλλά εξαιρετικά λεπτό, σχεδόν επεξεργασμένο, όπως με μισό μάτι θεωρούν κάποια εκθέματα σε παγκόσμια μουσεία, που εκθειάζουν τελετουργήματα των ιθαγενών με τρόπο που οι ίδιοι θα αδυνατούσαν. Από το βάθος της κώφωσης αμυδρά ακούγονται ταμ ταμ και ήχοι από χείλη, καθώς βυζαίνουν τους λαιμούς αρχαίων αναψυκτικών. Μάο μάο, ακούγεται να ψιθυρίζουν Ζουλού ή στους αντίποδες Μαορί, λες και είναι Κινέζοι.
        Έτσι όμως είναι οι πρωτογενείς πολιτισμοί. Κάποια στιγμή γίνονται σκόνη. Είναι τόσο λεπτή, που διεισδύει παντού. Κάτω από κλειστά παράθυρα και μπαλκονόπορτες στα καλύτερα σπίτια. Μέσα από μπλούζες, παντελόνια και φουστάνια, φτάνοντας έως τα άγδυτα της ευρωπαϊκής ψυχής, που αντικατοπτρίζονται στα άδυτα του σώματος. Μια τόσο επίμονη σκόνη, όπως η αφρικανική, συνεπάγεται νέες επιχωματώσεις, αντίστοιχες όσων Σοφοί Σάπιενς είχαν υποστεί με επί του χώματος ή σε σπηλιές διασταυρώσεις με ομοειδή όντα. Τι ζωώδες εκτόπισμα διαθέτει ο άνθρωπος, διαρκώς διαπιστώνουν οι χορτοφάγοι, ενώ αθόρυβα κανιβαλίζουν τους φυτικούς συγγενείς τους, που μπροστά σε τέτοια ζώα δεν θέλουν να έρπουν, ούτε καν οι κισσοί και οι κληματσίδες.
        Υπάρχει ασφαλώς και η άλλη πλευρά, που πάντοτε υπάρχει, ακόμη και όταν δεν θέλεις να τη δεις, ακόμη και αν σε καταγγέλλουν ως αρνητή της ομάδας σου, όταν τη βλέπεις. Από τη σαβάνα μητέρες μαζεύουν τα παιδιά, που παίζουν παριστάνοντας τα μικρά λιοντάρια. Κλείνονται στις καλύβες τους, τρύπες βουλώνουν με άχυρο ή ό,τι άλλο βρουν και με ανένδυτα χέρια. Γυμνές μητέρες καλύπτουν τα μάτια στο κεφάλι τους με τη μπούρκα της εθελοτυφλίας και με τα κρεμασμένα στήθη τους τα πρόσωπα των παιδιών. Προσέξτε, ψιθυρίζουν, έρχεται. Έρχεται ευρωπαϊκή σκόνη.

        Λάκης Παπαστάθης (1943-2023)

        [ Χειρόγραφο και φωτογραφία του Λάκη Παπαστάθη από το Αρχείο του Γιώργου Σγουράκη ]


        Βλ. περισσότερα: https://lakispapastathis.gr/

        Α, καπέλα

        Εισερχόμενοι ως είθισται ασκεπείς σε παρεκκλήσι, γνωρίζουμε πως α καπέλα ονομάζονται τα μεγάλα καπέλα που καλύπτουν τα όργανα των γυμνών χορωδών, οι οποίοι δια λόγους ευλαβείας δεν παίζουν με αυτά, αλλά με τη φωνή τους, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους χαιρετισμούς, μεγαλυνάρια, τροπάρια και άλλες ευωδίες των ωδείων. Διότι καλά τα όργανα, αλλά, όταν τα παίζεις δίχως την κάλυψη καπέλου, ουδείς σκέφτεται εκείνες τις στιγμές ηδονής τη σωτηρία της ψυχής του, λόγω του ότι ο διαιρετέος είναι μεγαλύτερος του διαιρέτη και κάτι μένει στο πηλίκον.
        Εν τω μεταξύ, επειδή ουδέν καπέλο είναι καλιμαύχι, παρόλο που το καλυμμαύκι κάνει τον παπά και όχι ο παπάς το καμηλαύκι, διατηρώντας έτσι το χαρτοπαιγνιώδες περί φύλλου ή φύλου ερώτημα «πού είναι ο παπάς;», επίσκοποι αναγνωρίζονται από την τιάρα τους και καπνοδόχοι πατριάρχες από τη μίτρα τους, ενώ πρώην εστεμμένοι προς την εξορία καθ’ οδόν αφοδεύουν καθήμενοι στο στέμμα τους, οπότε ο διαιρετέος ισούται με τον διαιρέτη, ήτοι μηδέν εις το πηλίκιον.
        Προς αποφυγήν λάθους, διευκρινίζουμε ότι πηλίκον και όχι πηλήκιον φέρουν εις την κεφαλήν οι βαθμοφόροι των αξιωματικών μαθηματικών ενώ, μετά από κάποια ηλικία, οι πλέον πηλικιωμένοι υποδέχονται τους ακάλυπτους, δηλαδή χωρίς σκούφο νοσηλευτές ή νοσηλεύτριες, καλύπτοντας τα νοσήλια (ιδίως σε αρρωστημένα ηλιόλουστες περιοχές) με ακάλυπτες επιταγές που άλλαξαν χέρια στον ακάλυπτο πολυκατοικιών, ώστε να επικαλύπτεται το καπέλο που προστίθεται στο ποσόν της επιταγής, οπότε διαιρετέος και διαιρέτης ορίζονται κατά περίπτωση.
        Ούτως ή άλλως, ουδείς ακάλυπτος κατά την Αποκάλυψιν, διότι όσο καπέλο και αν προσθέσουμε στις ακάλυπτες επιταγές πάντα θα υπάρχουν διαφωνίες, αν και οι προκαλούμενες εξ αυτών μονομαχίες διεκόπησαν όταν, αντί για γάντι, οι παρ’ ολίγον μονομάχοι άρχισαν να πετούν το καπέλο τους στο ρινγκ, όπου έπαιζε ο Ρίνγκο Σταρ, ενώ οι ΑΒΒΑ αναλφάβητοι και ασκεπείς τραγουδούσαν Ring, ring, ring me, αφού κανείς δεν τηλεφωνούσε, δηλαδή τα καπέλα δεν αποτελούσαν πλέον οργανικό τμήμα της καθημερινής ενδυμασίας, αν και, σύμφωνα με πληροφορίες για πιλοφορίες, στις ιπποδρομίες οι θεατές φορούσαν τα πιο εξεζητημένα, στοιχηματίζοντας ότι η εγκεφαλική νόσος των τρελών αγελάδων συνιστά προοίμιο για μεταγενέστερες πανδημίες, με τον κάθε παγκολίνο στον πάγκο του.
        Από τον πάγκο, όπως είναι φυσικό, ξεκίνησε η συνήθεια α καπέλα, η παραγγελία φέρε άλλο ένα καπέλο και η προσφώνηση «α, κάπελα», ο οποίος χωρίς καπέλο χρέωνε την επιτόπια κατάποση, διότι αυτό ήταν το μπίζνες μόντελ που μεταξύ των αιώνων ανέπτυξε ο Μεσαίων, με επιχειρηματική βεβαιότητα οδηγώντας σε καπελαδούρες, πηλοφόρια και (καμ)πιλοτές, στις στενές κολώνες των οποίων προσκρούουν μεθυσμένοι πιλότοι, που έχουν εθιστεί σε ανοιχτούς αιθέρες, ενώ πλατυποδία και πλατυκαπηλεία είναι δύο λόγοι (ισογείου και ρετιρέ) που καθιστούν δύσκολη τη συμμετοχή σε αεροπορικές επιχειρήσεις.

        Καλύψου για να μη δεις: μηδείς ακαπέλωτος εισίτω


        ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Εγκιβωτισμοί (από Κιβωτό σε Κιβωτό) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Μη φάτε πόρτα, εκτός αν επιμένετε / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Κόρνα είναι και κορνάρει / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)


        Ο Λευκός Πελέ του Εουσέμπιο



        Γύριζε, λέει, η ΑΕΚ από το Λίβερπουλ, να συνεχίσουν μετά για την Αθήνα, από εκείνη την 3-0 ήττα το 1972, όπου ακόμα μέσα μου υπάρχει η φωνή πάλι του Βασίλη Γεωργίου που μετέδιδε το παιχνίδι, να λέει στην αρχή του:
        — Ξεκινάει ο αγών. Κάνουμε εμείς σέντρα, τη μπάλα την έχει ο Παπαϊωάννου. Μέχρι στιγμής πάμε πολύ καλά…
        Στο Χίθροου μάλλον, μου έλεγε ο Μίμης Παπαϊωάννου συναντήθηκαν τότε με την «Μπενφίκα» του τρομερού Εουσέμπιο. Ο Εουσέμπιο τον έψαχνε, ήθελε να ξαναδεί τον Λευκό Πελέ, όπως τον αποκαλούσε.
        — Εσείς πώς πήγατε;, τον ρώτησε ο Παπαϊωάννου.
        — Ε, φεύγει κανείς από αυτό το νησί με λιγότερα από τρία;, του απάντησε εκείνος.
        — Γιατί, Μίμη, ο μεγάλος αυτός παίκτης σ’ έλεγε «Λευκό Πελέ»;
        — Γιατί είχαμε συναντηθεί με την Πορτογαλία σ’ ένα ματς Ενόπλων του ΣΙΣΜ. Θυμάσαι που ο Ουρουγουανός Κουμπίλια, αυτός με την κοιλίτσα πια, στο Καραϊσκάκη είχε κάνει μια κεφαλιά-ψαράκι στη ρίζα της δοκού, κι όπως γύριζε η μπάλα από πάνω του προσπάθησε να την ξαναχτυπήσει έτσι όπως ήταν μπρούμυτα, σηκώνοντας και τα δυο του πόδια ανάποδα σε «σκορπιό»;
        — Ε, ναι. Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα; Δεν τα ’χε καταφέρει όμως…
        — Ε, εγώ όμως το είχα πετύχει αυτό σε ίδια φάση σ’ εκείνο το ματς με την Πορτογαλία…

        Το σκεφτόμουνα, την είδα αυτή τη σκηνή στον χώρο του αοράτου πολλές φορές, την ξαναβλέπω και τώρα. Με τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον γλυκό δικό μας πρόδρομο του Μέσι, να τα πετυχαίνει όλα μέσα στο γήπεδο, πολλά παραπάνω απ’ όλους, σ’ εποχή δύσκολη αλλά καθόλου περιχαρακωμένη, καθόλου όπως συχνά σήμερα πρετ-α-πορτέ.

        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση «Νουάρ Στιγμές» )

        Φιλιππικό

        Φωτ. Άρις Γεωργίου


        στον ΦΔΔ


        «Λαμβάνοντας όλες τις παραμέτρους ασφαλείας, η ίλη Ιππικού δεν θα συμμετάσχει στη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου, καθόσον κρίθηκε σκόπιμο να δοθεί περισσότερος χρόνος για την εξοικείωση των ίππων», σύμφωνα με πηγές του Γενικού Επιτελείου. Μετά από πενήντα χρόνια συγκροτήθηκε πάλι ιππικό στην Ελλάδα, με διοικητή απόστρατο ταξίαρχο, που έχει φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Ιππασίας της Γαλλίας και υπηρέτησε στο σύνταγμα της Γαλλικής Προεδρικής Φρουράς. Τα ξημερώματα της 20ής Μαρτίου, ο καθ’ ύλην διοικητής και πρώην δήμαρχος ήταν μεταξύ εκείνων των λίγων που παρακολούθησαν έφιππη πρόβα, η οποία πραγματοποιήθηκε μπροστά από τη Βουλή, στην Πανεπιστημίου και την Βασιλίσσης Αμαλίας.
        Οι εξελίξεις άφησαν εμβρόντητους τους αναγνώστες όσων υπηρέτησαν στο ιππικό, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος το 1927, σε περίοδο αβασίλευτης δημοκρατίας. Ενώ υπηρετούσε τη θητεία του, από κεντρικούς δρόμους της Αθήνας είχε οδηγήσει τα άλογα στους στρατιωτικούς στάβλους, σύμφωνα με δήλωσή του, καθώς δεν γνώριζε παρακαμπτήριους, έχοντας σπουδάσει εσωτερικός σε Λύκειο στο Παρίσι.
        Παρά τα όσα εξακολουθούν να τραβάνε γάτες, σκύλοι και άλλοι, ζούμε σε μια εποχή διακηρυγμένης ζωοφιλίας. Πώς είναι δυνατόν τότε ένας λόγος φιλιππικός, όπως η επανίδρυση ιππικού, να μην εξισούται με στάση φιλική προς τα άλογα, αλλά με κατηγορητήριο εναντίον τους; Όχι εναντίον των φίλων των ίππων, αλλά του Φιλίππου, απηύθυνε τους Φιλιππικούς του ο Δημοσθένης. Όχι εναντίον του Αλέξανδ[ρ]ου, καθώς θα τον δυσκόλευε ίσως το ρο. Και τι σημαίνει εξοικείωση των ίππων; Θα τους πάρουν οι αναβάτες σπίτι τους; Και πώς θα τους μοιράσουν, αφού το ιππικό που έχει συσταθεί αποτελείται από 6 άλογα και 13 αξιωματικούς;
        Φταίνε τα άλογα για την αφροσύνη των ανθρώπων; Ή προς την ευφροσύνη καλπάζουν τα παράλογα; «Πράσσειν ἄλογα» μήπως συνεπάγεται ότι σε οικολογικά ασορτί πράσινα άλογα αναδεικνύονται ανέφιππες ή καβαλημένες υποσχέσεις υπέρ του περιβάλλοντος; Αν μηχανές αδυνατούν να σύρουν αμαξοστοιχίες, δεν θα βρεθούν άλογα να τραβούν άμαξες, αντικαθιστώντας τα τρένα στις πιο σινεφίλ περιοχές μιας χώρας, που δεν επιθυμεί να ενταχθεί στη Δύση, αλλά στο Φαρ Ουέστ; Και τώρα χωρίς άλογα, ποιοι θα παρελάσουν; Τι το απροσδόκητο μπορεί να προταθεί; Εν ενεργεία απόστρατοι στους ώμους αναπήρων; Διέλευση υποβρυχίων από πλημμυρισμένους σταθμούς του Μετρό; Μη επανδρωμένα (και χωρίς γυναίκες) αεροσκάφη, που δίκην ντρόουνς θα κινούνται μέσα σε κατοικίες, ενημερώνοντας οικογενειάρχες με το τι ασχολούνται άλλα μέλη του σπιτικού τους;
        Φιλιππικός ήταν το όνομα που υιοθέτησε, όταν το 711 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο στρατηγός Βαρδάνης, Τριαντάφυλλος στα αρμενικά. Από την Κεφαλονιά, όπου τον είχε εξορίσει ο Τιβέριος Γ΄, τον ανακάλεσε ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος για να καταστείλει στάση στη Χερσώνα της Κριμαίας, όπου προσεταιρίστηκε προκρίτους, Χαζάρους και τον στόλο, με τον οποίο κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Όπως και ο Ηράκλειος, στη δυναστεία του οποίου έβαλε τέλος θανατώνοντας τον Ιουστινιανό και τον εξάχρονο γιο του, ο Φιλιππικός επιχείρησε, υπό την απειλή των Αράβων του χαλιφάτου των Ομεϋαδών, να ανασυγκολλήσει την αυτοκρατορία μέσω του μονοθελητισμού, προσπάθειας συμφιλίωσης Ορθοδοξίας και μονοφυσιτισμού, ανατρέποντας τις αποφάσεις της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι, αφού στην υπόσταση του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, υπάρχουν και δύο θελήσεις που ενεργούν «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως». Τα στρατεύματα, που είχε μεταφέρει για να αντιμετωπίσει βουλγαρική επιδρομή, εξεγέρθηκαν όμως στη Θράκη.
        Υπό τον πρωτοστράτορα Ρούφο, στρατιωτικό απόσπασμα τον αιφνιδίασε στα ανάκτορα μεσημβρίζοντα, όπου σιέστα είχε επακολουθήσει πανηγυρικού γεύματος για τη νίκη στον ιππόδρομο των (Βυζαντινών οικολόγων;) Πρασίνων. Στον ιππόδρομο ο Ρούφος μετέφερε και τύφλωσε τον Φιλιππικό. Την επόμενη ημέρα αυτοκράτορας με το όνομα Αναστάσιος Β΄ ανέλαβε ο Αρτέμιος, αρχιγραμματέας των ανακτόρων, που εξόρισε τον τυφλό προκάτοχό του σε μοναστήρι στη Δαλματία, όπου πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το 714.
        Όπως συμβαίνει με όσους μπερδεύουν τα ζώα, μπλέκοντας τράγους και άλογα, κάποιοι θεωρούν οτιδήποτε Φιλιππικό μια τραγωδία. Γεγονός παραμένει ότι την εντολή του Φιλιππικού να καταστραφεί η εικόνα της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου στα ανάκτορα, που συνόδευσε την ανατροπή των αποφάσεων της, πολλοί θεωρούν απαρχή της εικονομαχίας. Χωρίς εικόνες όμως πόλεμο είναι δύσκολο να κάνεις. Δεν δουλεύουν τα ραντάρ. Χωρίς εικόνες ούτε καν παρέλαση στην τηλεόραση δεν μπορείς να δεις.




        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Σημειώσεις για έναν ζωο(λεξι)λογικό κήπο / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ορεξολογία / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)

        Μαρία Κοδάμα

        Φωτ. Ελένη Καλοκύρη 1983


        Μονάχα μια γυναίκα έχει στο νού σου απομείνει,
        Ίδια όπως όλες, μα που είναι εκείνη

        ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
        (Μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης)



        Η Μαρία Κοδάμα έσβησε μετά από σιωπηλή και επίμονη μάχη με τον καρκίνο.
        Ήταν σύζυγος και μοναδική κληρονόμος του Αργεντινού συγγραφέα Χ.Λ. Μπόρχες. Το ηλιόλουστο απόγευμα τής Δευτέρας, 27 Μαρτίου 2023, την αποχαιρέτησαν με αληθινή θλίψη μερικοί καλοί της φίλοι (που η ίδια τους είχε επιλέξει) — έχοντας αρνηθεί την κηδεία με δημόσια δαπάνη— στο «Πάρκο Μνήμης», το κοιμητήριο της πόλης Πιλάρ, κοντά στο Μπουένος Άιρες. Έφυγε απ' τη ζωή την Κυριακή 26 Μαρτίου, σε ηλικία 86 ετών.
        Ήταν καθηγήτρια, μεταφράστρια και συγγραφέας. Ίδρυσε το 1988, σε κεντρικό σημείο της πόλης τού Μπουένος Άιρες, το «Διεθνές Ίδρυμα Χόρχε Λουίς Μπόρχες», στο οποίο εκτίθενται: η βιβλιοθήκη του συγγραφέα, προσωπικά του αντικείμενα, φυλαχτά, πίνακες ζωγραφικής και τα μπαστούνια που χρησιμοποιούσε από τότε που έχασε την όρασή του. Εκεί διοργανώνονται σεμινάρια σχετικά με θέματα πολιτιστικά, παρουσιάσεις βιβλίων, διαλέξεις, διαγωνισμοί και βραβεία.
        Η Μαρία Κοδάμα, σε πολύ νεαρή ηλικία, γνώρισε τον συγγραφέα του Άλεφ και από τότε δεν χωρίστηκαν σχεδόν ποτέ. Μαζί στα ταξίδια στο εξωτερικό, μαζί στη μελέτη τής αγγλοσαξωνικής και ισλανδικής γλώσσας. Μαζί συνέταξαν την Ανθολογία αγγλοσαξωνικής ποίησης και το βιβλίο Άτλας, με κείμενα και φωτογραφίες από ταξίδια τους. Διαφύλαξε και τίμησε το έργο τού συζύγου της με παραδειγματικό και αξιοθαύμαστο τρόπο.

        Με την Μαρία γνωριστήκαμε, όταν μαζί με τον σύζυγό μου Κάρλος Σπινέδι, προσκαλέσαμε στο σπίτι μας τον Μπόρχες κι εκείνη, μια και οι δυο τους είχαν προτίμηση στην ελληνική κουζίνα. Ήταν μια πολύ ζεστή βραδιά, τον Νοέμβρη του 1984, μετά την απονομή ενός ακόμα τιμητικού βραβείου στον Αργεντινό συγγραφέα. Από τότε, με την Μαρία, βρισκόμασταν συχνά σε κάποιο καφέ τού Μπουένος Άιρες, σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε βιβλιοπωλεία, σε σπίτια φίλων. Φυσικά, μετά τη μόνιμη εγκατάστασή μου στην Αθήνα, οι συναντήσεις μας έγιναν πιο αραιές· παρ΄ όλα αυτά είχαμε την ευκαιρία να ειδωθούμε πολλές φορές, κυρίως σε εκδηλώσεις αφιερωμένες σ' εκείνη (οργανωμένες από την Πρεσβεία τής Αργεντινής, το Ινστιτούτο Θερβάντες ή από το σύλλογο Argentinos.gr). Εκείνη πάντα πρόσχαρη, χαρισματική, της άρεσε να περπατάμε στην Πλάκα ή σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή κοντά στην Αθήνα.
        Θα μου λείψουν τα ξαφνικά τηλεφωνήματά της από κάποια χώρα της Ευρώπης και οι σύντομες αλλά ουσιαστικές συναντήσεις μας στην Αθήνα. Η φυσική της απουσία μου προξενεί ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα θλίψης, όμως, θέλω να πιστεύω πως θα είναι χαρούμενη, τώρα που διασχίζει αυτή την «άλλη θάλασσα» (όπως θα έλεγε ο Μπόρχες), στην αρχή ενός καινούργιου ταξιδιού μαζί του.

        Μυρσίνη Ζορμπά (1949-2023)



        «Η επένδυση στον πολιτισμό απαιτεί ένα νέο όραμα με υψηλές προδιαγραφές και ανανεωμένες οπτικές, απαιτεί ρήξη με παραδοσιακές αντιλήψεις και πλέγματα συμφερόντων, πίστωση χρόνου για να αποδώσει, ποσά πραγματικά επενδυτικών διαστάσεων, κι ακόμη απαιτεί ανθρώπινο δυναμικό με έμπνευση αλλά και ειδίκευση»
        (Κρατική πολιτική βιβλίου και πολιτικές ανάγνωσης, 1994)

        Η Δέσποινα Γερουλάνου σαν πολύ καθαρό νερό

        (1958-2023). Φωτ. Σωτήρης Κακίσης



        Γνωριστήκαμε με καταρρακτώδη βροχή. Πριν τριανταπέντε χρόνια.
        Είχαμε πάει στο σπίτι της βράδυ βρεγμένοι ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος κι εγώ, να της ζητήσει ο Πανουσόπουλος να παίξει στο «Μ’ Αγαπάς;», στην ταινία του, που το σενάριό της μαζί και με τον Βασίλη Αλεξάκη είχαμε γράψει.
        Γέλασε. Δεν ήθελε πια ούτε το θέατρο, ούτε τον κινηματογράφο, κι ας είχε ήδη πρωταγωνιστήσει με τον Χορν, αλλά και στον Παναγιωτόπουλο.
        Γέλασε. Γέλαγε που εμείς τη θέλαμε για το έργο κι ολόγυμνη, όπως όλα σχεδόν τα κορίτσια, τις γυναίκες στο «Μ’ Αγαπάς;».
        Γίναμε όμως φίλοι οι δύο μας, πολύ φίλοι. Κι από τότε, ακόμα και στο τηλέφωνο, γελάγαμε, γελάγαμε πολύ. Ακόμα κι όταν χανόμασταν για λίγο και μετά ξαναβρισκόμασταν, όπως τώρα, τα τελευταία χρόνια, πολύ. Κι εγώ ένιωθα πως αυτό το γέλιο της σαν να ’ταν πάνω κι από την ομορφιά της, πάνω κι από τη ζωή της την ίδια. Τη ζωή της τη δύσκολη συχνά, σχεδόν σ’ όλη της τη διάρκεια, όπως και προς το τέλος, παρά το Μουσείο, παρά την Ελευσίνα, παρά την τόση αγάπη τόσων για ’κείνη.
        Ο Χορν, η Δέσπω Διαμαντίδου, της είχαν αδυναμία, όπως κι άλλοι, ξέρω, άνθρωποι μεγάλοι, σημαντικοί.
        Εγώ και στην Αίγινα στο νερό δίπλα αλλά και παντού σαν νερό καθαρό πάντα την έβλεπα, την αγάπησα.
        Από τη βροχή εκείνη ως σήμερα, την εξίσου καθαρή με τη Δέσποινα, τη βραδινή.


        (Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση Νουάρ Στιγμές )


        Βένο Τάουφερ

        Στις 20 Μαϊου πέθανε ο Βένο Τάουφερ, πιστός φίλος της χώρας μας και φίλος προσωπικός από το 1997, από τους κορυφαίους της Σλοβενίας και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο τελευταίος επιζών μιας γενιάς στην οποία περιλαμβάνονται αναστήματα όπως του Ντάνε Ζάγετς, του Γκρέγκορ Στρινίτσα, του Τομάζ Σαλαμούν από τη Σλοβενία, και του Βάσκο Πόπα, του Ιβάν Λάλιτς και του Μιόντραγκ Πάβλοβιτς από τη Σερβία. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας (το γνωστότερο θεατρικό του έργο είναι Ο Οδυσσέας και ο γιός του, όπου περιλαμβάνονται και αποσπάσματα από την Οδύσσεια), καταπληκτικός μεταφραστής (μετέφρασε και μια επιλογή από τα ποιήματα του Καβάφη) ο Βένο, έπειτα από τρία χρόνια ταλαιπωρίας με την υγεία του πέθανε στη Λιουμπλιάνα, πλήρης ημερών, στα ενενήντα του χρόνια. Τον φέραμε στην Ελλάδα πολλές φορές, άλλοτε μέσω της Εταιρείας Συγγραφέων, άλλοτε του Κύκλου Ποιητών και μια φορά, το 1999, στο συμπόσιο της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Συγγραφέων στους Δελφούς, όπου εκπροσωπούσε τη χώρα του. Η καλλιτεχνική και η πολιτική του δραστηριότητα ήταν πρωτοφανής. Πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γιουγκοσλαβία, φυλακίστηκε για ένα διάστημα, εργάστηκε στο BBC στη δεκαετία του 1960, συμμετείχε στην ομάδα που έγραψε το σύνταγμα της Σλοβενίας μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την πρώην Γιουγκοσλαβία και ίδρυσε στη δεκαετία του 1980 τη Βιλενίτσα, ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ ποίησης. Ευρηματικός, πρωτοπόρος κι εξαίρετος τεχνίτης άφησε ένα ογκώδες και πολυσήμαντο έργο μαζί με τις αναμνήσεις ενός βαθιά καταρτισμένου ποιητή αλλά και μειλίχιου ανθρώπου που σε σκλάβωνε με την πραότητα αλλά και το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν τις ιδέες και τις αξίες του. Ήταν από εκείνους που τους γνωρίζεις και δεν τους ξεχνάς ποτέ, ιδιαίτερα αν σ’ έχει τιμήσει με τη φιλία και την αγάπη του. Από τα τριάντα περίπου ποιήματά του που μετέφρασα και παρουσιάστηκαν εδώ σε διάφορες εκδηλώσεις ή δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά (το Εντευκτήριο και το Poetix), δημοσιεύω εδώ δύο, ως ύστατο αποχαιρετισμό και φόρο τιμής σ’ έναν σπουδαίο ποιητή και αγαπημένο φίλο.

        ΑΜΛΕΤ 69

        κάθε νύχτα είναι ένα γλίστρημα κάτω από την επιφάνεια
        ακούγοντας τη βροχή να ροκανίζει το σωρό των χαρτιών
        ώσπου μέσα στο κύπελλο του πρωινού περνά η αιωνιότητα
        ο ήλιος τρεμοπαίζει στο ξυράφι
        το πρόσωπό σου ξυπνά από ’να κομμάτι μέταλλο
        νιώθεις τη φλέβα να χτυπά
        το μάτι ακούει το χέρι η γλώσσα αγγίζει τον χρόνο
        αγαλλιάς με τη ζωή του ξυραφιού

        μες στο ξυράφι καθρεφτίζεται η εικόνα σου
        και γύρω του το περίγραμμα του κόσμου
        πιο κοντά στο κέντρο του κόσμου περιστρέφεσαι

        κόσμοι ολόκληροι μαζί σου πάνω στη στενή λεπίδα
        έχοντας δύναμη να καταστρέψουν ξαφνικά
        αυτό που καταστρέφοντας καταστρέφεται


        ΣΤΟΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΚΥΚΛΟ

        στο μέσον του ταξιδιού μας εδώ στη γη
        στέκεσαι και διστάζεις μην κοιτάζεις πίσω
        από την πλάτη σου πίσω δεν είναι παρά ένας καθρέφτης

        μια βάρκα του φεγγαριού άραξε
        πάνω στα θρύψαλλα των χάρτινων ρόδων
        το πιο απαλό ξίφος έχει στομώσει από την ευωδιά τους

        στέκεσαι μες στα καρυδότσουφλα
        μέσα σε οστέινα ακουστικά
        ανάμεσα στα σκουπίδια πλανητών άστρων και ήλιων

        στέκεσαι κι αυταπατάσαι
        πως κρύβεις ένα φορτίο από ερωτικές εικόνες
        πίσω απ’ τις άλικες κουρτίνες των βλεφάρων σου

        μην ανοίγεις τα μάτια
        η πρώτη σταγόνα του φωτός θα λιώσει το σχήμα του χρόνου
        και θα σκληρύνει μέσα στο διάφανο κρύσταλλο της μοναξιάς

        στέκεσαι μπροστά στον ναό ενός ατσάλινου αγίου
        πες μια προσευχή για την ευτυχία των χεριών και των ποδιών σου
        και για τη μαύρη μέθη στο κεφάλι σου

        ο άγιος σε κοροϊδεύει με τ’ άστρα και τους κομήτες
        και τα χρυσά κεφάλια των παιδιών
        που λένε μια προσευχή να ’σαι νέος κι ωραίος

        στέκεσαι μπρος στον βασιλιά της φωτιάς και των ψαριών
        που εφευρίσκει και ξεχνά το αλφάβητο του γυναικείου σώματος
        δείξε σεβασμό θα πάρεις ψαλίδια και χρωματιστό χαρτί

        ο βασιλιάς ανοίγει και κλείνει τα μάτια ο βασιλιάς κάθεται και σηκώνεται
        βάλε το ’να χέρι στον αυχένα του με τ’ άλλο αγκάλιασε τον εαυτό σου
        θα ’χεις δικά σου όλα τα καλά του κόσμου

        στέκεσαι μπρος στο ιερό πτηνό της πράσινης γης
        της χρυσής θέρμης του λευκού νερού και του ασημένιου αέρα
        το πτηνό είναι πέτρινο κι άφωνο γιατί ’ναι η τελειότητα

        σκέψου τα χρώματα
        αφουγκράσου τον θόρυβο της νιότης
        άγγιξε το σώμα σου

        τώρα μεγαλώνεις μέσα στο ευλύγιστο κοφτερό ατσάλι
        τώρα ανοίγεσαι μέσα στο απαλό κόκκινο άνθος
        τώρα στέκεσαι σταθερός ανάμεσα στην ψυχή σου και τα πόδια του έρωτα

        ή ανοίγεις τα μάτια
        και μπαίνεις στο σκοτάδι μ’ ανοιχτό διασκελισμό
        με τη σκιά σου στο ύψος σου
        να προχωρεί μπροστά από σένα.

        Ηθική ασυμμετρία

        Σχέδιο του Άγγελου Πεφάνη



        Κάθε εποχή έχει τις ασυναρτησίες της. Στην Ιστορία δύο πόλεων, ο Ντίκενς το τονίζει αυτό στους βικτωριανούς αναγνώστες του, δηλώνοντας πως τον 18ο αιώνα, τον αιώνα της Γαλλικής Επανάστασης, οι συνθήκες ήταν τόσο περίπλοκες όσο φαινόταν και το 1859: «Ήταν οι καλύτερες εποχές, ήταν οι χειρότερες εποχές, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της απιστίας, ήταν η εποχή του φωτός, ήταν η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απόγνωσης». Αυτές οι γραμμές του Ντίκενς ισχύουν ακόμη και σήμερα: είμαστε πιο ενημερωμένοι από ποτέ και πιο ανενημέρωτοι από ποτέ, πιο συνδεδεμένοι από ποτέ και πιο απομονωμένοι από ποτέ, αγνοούμε την ηθική και ταυτόχρονα πεισματικά ηθικολογούμε.
        Μήπως έχει ανατραπεί ο κόσμος; Έχει γίνει η πολιτική αριστερά πιο πουριτανική από τη δεξιά; Οι επικλήσεις της ηθικής αγνότητας, που κάποτε συνδέονταν με τους συντηρητικούς, αποτελούν όλο και περισσότερο πεδίο των προοδευτικών, ενώ αντίθετα η δεξιά, που παραδοσιακά η πολιτική της πειθώ συνδέεται περισσότερο με το “ηθικό”, έχει πάρει μια πιο ελευθεριακή θέση! Υπό μία ορισμένη οπτική γωνία πάντως, είναι λογικό ο προοδευτικός λόγος να κάνει έκκληση στην ηθική: Εάν η αριστερά ελπίζει να ξεπεράσει τον ατομικισμό για να δημιουργήσει αισθήματα αλληλεγγύης, πρέπει να κάνει έκκληση σε ηθικά επιχειρήματα που ευνοούν τη συμπόνια, τη συμπάθεια και την αλληλεγγύη και το καθολικό δικαίωμα να ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες και να ζούμε μια αξιοπρεπή ζωή· εξ ου και η αναπόφευκτη ηθική της αριστεράς.
        Ωστόσο, από τη μια πλευρά, η ανάγκη να τεθεί τέλος σε ορισμένες στάσεις και συμπεριφορές δικαιολογεί έναν βαθμό ηθικολογικής οργής. Από την άλλη πλευρά, στον πυρετό της συζήτησης, συχνά χάνουμε τα μάτια μας από την ευρύτερη εικόνα. Σαν ειρωνική κωμωδία. Το να είσαι ηθικολόγος δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να είσαι ηθικός. Το ηθικό άτομο υποβάλλει τη ζωή του σε κριτήρια του καλού και του κακού, τα οποία υπερβαίνουν τις δικές του ικανοποιήσεις ή απολαύσεις. Ο ηθικολόγος είναι αυτός που χαίρεται για τις υποτιθέμενες κακίες ή τα ηθικά ελαττώματα των άλλων. Στο βιβλίο του, De Cive , που εκδόθηκε στα Λατινικά το 1642, ο Χομπς γράφει: «Επειδή όλη η χαρά και η ευχαρίστηση της καρδιάς έγκειται στο να μπορεί κανείς να συγκρίνει τον εαυτό του ευνοϊκά με τους άλλους και να σχηματίσει υψηλή γνώμη για τον εαυτό του, οι άνδρες δεν μπορούν να αποφύγουν μερικές φορές να δείχνουν μίσος και περιφρόνηση ο ένας για τον άλλον».
        Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την κατανόηση του φαινομένου. Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι άνθρωποι προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το κάνουν αυτό από το να ασκούν ατομικιστική επιδειξιομανία με το να επικρίνουν ηθικά τους άλλους. Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης που αναλύει περισσότερα από μισό εκατομμύριο μηνύματα στο Twitter δείχνει ότι οι δηλώσεις με συναισθηματικό ή ηθικό περιεχόμενο τείνουν να εξαπλώνονται ταχύτερα από άλλα είδη αναρτήσεων. Τα μηνύματα που εμπνέουν ευνοϊκές απαντήσεις μέσα στην κοινωνική ή ιδεολογική ομάδα κάποιου και την απόρριψη από την πλευρά άλλων ομάδων, είναι τα είδη των αναρτήσεων που τείνουν να γίνονται viral. Και φυσικά, οι αλγόριθμοι που διέπουν το Twitter και άλλες πλατφόρμες προωθούν την ορατότητα αυτού του είδους των μηνυμάτων: ο θυμός είναι η βάση της επιχείρησης! Επομένως, το φαινόμενο της ηθικής υπερτροφίας συνδέεται στενά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εξάπαντος, θα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στην ηθική ως αντανάκλαση των αποδεκτών, κανονιστικών αξιών και στην ηθική ως τιμωρητικό ηθικισμό, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δυσφημήσει έναν αντίπαλο. Ο υπερβολικός ηθικισμός συνδέεται στενά με την υπερβολική έμφαση στο άτομο και το υποκειμενικό. Αυτό το φαινόμενο σχετίζεται με τον μετασχηματισμό της μαζικής κοινωνίας: Τον 20ο αιώνα, οι μάζες ενώθηκαν σωματικά για να δείξουν τη δύναμή τους. Σήμερα, οι μάζες έχουν εξατομικευτεί και δεν γίνονται αντιληπτές ως ισχυρές στον δημόσιο χώρο, αλλά μάλλον στον ιδιωτικό χώρο. Όμως υφίσταται ένας επιπλέον παράγοντας που εμποδίζει την κατανόησή μας: η έλλειψη πλαισίου, διαμεσολάβησης και, κυρίως, χρόνου. Η ανταλλαγή ιδεών και ηθικής κριτικής περιορίζεται σε λίγες γραμμές που ο αναγνώστης καταναλώνει γρήγορα και ερμηνεύει κυριολεκτικά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ειρωνεία — η ρητορική τεχνική που συνίσταται στο να πει κανείς το αντίθετο από αυτό που θέλει να εκφράσει, εκφράζοντας την αντίφαση με κάποια λέξη ή χειρονομία — έχει παρακμάσει στον δημόσιο λόγο. Έτσι, κάποιος που χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα στο Διαδίκτυο δεν θα θέλει να φαίνεται αναίσθητος σε ηθικά επιχειρήματα· αλλά δεν ισχύει απαραίτητα το ίδιο για τους ανθρώπους με ανώνυμους λογαριασμούς, όπου τα κριτήρια ευθυγράμμισης φαίνονται περισσότερο συνδεδεμένα με ιδεολογικές στάσεις αντιπαράθεσης, και όπου ειδικά οι ηθικές εκτιμήσεις θεωρούνται αφελείς, μη ρεαλιστικές καθώς αγνοούν την ανθρώπινη κατάσταση. Όλοι θέλουν να συνδέσουν το όνομά τους με οποιαδήποτε ηθική στάση διευκολύνει την αναγνώριση από την ομάδα τους. Είναι σαν να επιστρέφουμε στον φυλετισμό. Δεδομένου ότι κανείς δεν ξέρει ή δεν ενδιαφέρεται να προσδιορίσει πραγματικά τι είναι καλό και τι είναι κακό, ο κόσμος γύρω μας χωρίζεται σε καλές και κακές ομάδες: όλοι προσπαθούν να ταυτιστούν με τους καλύτερους και προφανώς χρειάζονται εύκολες συνταγές για να ξεχωρίσουν τους ομοϊδεάτες από τους ξένους , για να μπορούν να αδελφοποιηθούν με κάποιους και να δαιμονοποιήσουν τους άλλους. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικτυακή διασταύρωση των χειροκροτημάτων και των ηθικών κατηγοριών δεν τηρεί συνήθως τη φιλοσοφική συλλογιστική και τα νηφάλια πραγματολογικά επιχειρήματα. Αυτή είναι η εποχή των συναισθημάτων και των συνθημάτων. Αφενός, όταν αρχίζεις να χρησιμοποιείς τη λογική, δεν είναι τόσο εύκολο να σταματήσεις: το ένα επιχείρημα οδηγεί σε άλλο, μπορείς να βρεις κάποιον που να εκλογικεύει καλύτερα και στον οποίο δεν έχεις άλλη επιλογή από το να υποκύψεις. Αφετέρου, στη συναισθηματική ζωή, κάθε άτομο είναι ο υπέρτατος και αδιάψευστος κριτής: κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα συναισθήματά σου και, αν κάποιος απορρίψει ή αντιπαθήσει αυτό που νιώθεις, μπορείς να τον κάνεις θύμα της συναισθηματικής σου εκδίκησης. Αυτό τι έχει ως αποτέλεσμα; Στον δημόσιο χώρο της σύγχρονης δημοκρατίας, η κοινωνική θανατική ποινή επιτυγχάνεται μέσω της μέγιστης διάδοσης του κατηγορητηρίου. Αυτό ισχύει για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μα και για το διαδίκτυο εν γένει.
        Γεγονός είναι πως σε πολλαπλά κοινωνικά πειράματα έχει παρατηρηθεί το εξής: ένα άτομο τείνει να τιμωρεί περισσότερο το άλλο εάν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που παρακολουθούν. Και σήμερα, όντως όλοι παρακολουθούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να συντελείται ένα λιντσάρισμα, μια και η επιθυμία κάποιου να επιβεβαιώσει τις θέσεις, τις προκαταλήψεις, τις αξιολογήσεις ή τις πεποιθήσεις του, τον κάνει να χρησιμοποιεί όλα τα όπλα που έχει στη διάθεσή του προκειμένου να βλάψει τον αντίπαλό του. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σαν ένας καθρέφτης αντικατοπτρίζει τον πραγματικό μας εαυτό· το γεγονός ότι κάποιος προτιμά την ανωνυμία από το όνομά του είναι ένας από αυτούς τους καθρέφτες. Συνεπάγεται την εγκατάλειψη της ευθύνης, που είναι το στοίχημα της ανηθικότητας. Μέσω αυτής της απόκρυψης, κάποιος εξουσιοδοτεί την ώθηση να απελευθερωθεί από τον εαυτό του. Το αποτέλεσμα είναι μια ασυμμετρία που μπορεί να προκαλέσει πολλά βάσανα εν είδει κακού.

        Οι βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης

        Σχέδιο του Άγγελου Πεφάνη



        «Κάθε οργασμός ήταν σαν να διάβασα βιβλίο», εξομολογήθηκε ηθοποιός, με αυξημένη αναγνωρισιμότητα μετά τη δήλωση αυτή, που αποτελεί έμπνευση για μια πιο διαχυτική καμπάνια φιλαναγνωσίας. Η ανάγνωση ερεθίζει. Χαλαρώνει. Η ανάγνωση ανοίγει τα μάτια. Τα κλείνει. Προβληματίζει. Επιλύει προβλήματα. Η ανάγνωση καταργεί τον χρόνο. Τον επιβεβαιώνει. Έχοντας ξοδέψει πάνω από μισό εκατομμύριο δολάρια για την αγορά βιβλίων, ο Κάιζερ της μόδας Καρλ Λάγκερφελντ επέτρεψε σε ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου να το κλείσει για έναν χρόνο, χωρίς να γίνει γνωστό αν και τι διάβαζε το διάστημα εκείνο. Όπως και στον οργασμό, υπάρχουν πάντοτε περιθώρια ψευδαναγνωσίας.

        Κάθε λόγος πάντως δημιουργεί αντίλογο. Μονομερώς ευεργετική παρουσιάζουν την ανάγνωση συγγραφείς, εκδότες και όσοι ασχολούνται με το βιβλίο. Συνεπάγεται ωστόσο θλιβερά επακόλουθα, που ανακαλούν τις βλαβερές συνέπειες του καπνού, τις οποίες κατά προτροπήν επιχειρεί ανεπιτυχώς να εκθέσει πρωταγωνιστής του Τσέχωφ. Τα λόγια του δεν χρειάζεται καν να διαβαστούν, αφού πρόκειται για θεατρικό μονόλογο.

        Πόσα άτομα έχουν καταστρέψει τα μάτια τους διαβάζοντας; Τι αδυνατούν να δουν όσοι έχουν εκπαιδευτεί να ακολουθούν αράδες ψηφιοποιημένες στην οθόνη, τυπωμένες στο χαρτί ή καταγεγραμμένες σε επιφάνειες από κάποιο άλλο υλικό; Βάζει γυαλιά και στους αναλφάβητους η ανάγνωση. Επιπλέον, στις διαδικασίες που απαιτεί, η στάση του σώματος προκαλεί κραδασμούς και πόνους στη μέση, στα άκρα και σε πιο ευαίσθητα σημεία. Διατρέχοντας ένα βιβλίο ή μια συσκευή ανάγνωσης, τις συνέπειες υφίστανται καθισμένοι και περιπατητικοί, εποχούμενοι και ακίνητοι, ξαπλωμένοι και κατακόρυφοι, αλλά και βιβλιοφάγοι που επιλέγουν πιο σύνθετους αναγνωστικούς ελιγμούς.

        Τα βλέπει κανείς αυτά; Πιθανότερο είναι ότι καθησυχάζει από διαβεβαιώσεις, που φυσικά προέρχονται από οφθαλμιάτρους, χειρουργούς, χειροπράκτες ή άλλους πράκτορες και διαδρομιστές ενός λόμπι που έχει συμφέρον να αποκρύψει ανίατες και ανιαρές επιπτώσεις της ανάγνωσης. Κομβικός είναι ο ρόλος ψυχολόγων και ψυχιάτρων, που αποσιωπούν εγκεφαλικές βλάβες και ανεπιστρεπτί ψυχολογικά αποτελέσματα που επιφέρουν τα αναγνώσματα.

        Αφήστε στην άκρη τα κινητά. Όταν όλοι διαβάζουν βιβλία, οικογένειες χωρίζουν. Αγαπημένοι μένουν μόνοι. Διαλύεται η κοινωνική συνοχή. Έχοντας εθιστεί στον ατομισμό της ανάγνωσης και επηρεασμένοι από αυτά που διαβάζουν, δεδηλωμένοι αναγνώστες αμφισβητούν όσα έχουν καθιερωθεί. Η παθητική αντίστασή τους ενεργοποιεί και άλλους. Μια φορά είναι τα νιάτα, θυμίζουν οι γέροι, αλλά από άγνοια ή άνοια ξεχνούν ότι μια φορά είναι και τα γηρατειά.

        Τι να ειπωθεί για την οικολογική καταστροφή που συνεπάγεται η ανάγνωση; Πόσα δέντρα πρέπει να κοπούν για το χαρτί που χρειάζεται για να τυπωθούν βιβλία; Έξω από τον λογαριασμό το χαρτί για αποδείξεις ή χαρτονομίσματα με τα οποία θα γίνουν αγορές. Κατά μέσο όρο υπολογίζεται ότι από ένα δέντρο παράγονται 8.333 σελίδες χαρτί. Στη λαιμαργία για την κατανάλωσή του αποτυπώνεται η αρχαία σύγκρουση μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας. Οι πεζογράφοι διευρύνουν τις αφηγήσεις καταναλώνοντας περισσότερες σελίδες, ενώ οι ποιητές συντομεύουν τους στίχους ξοδεύοντας περισσότερο χαρτί ανά σελίδα. Δηλητηριώδεις για το περιβάλλον είναι και οι διαδικασίες κατασκευής και ανακύκλωσης ηλεκτρονικών υπολογιστών και αναγνωστικών συσκευών.

        Εντέλει η ζωή συνιστά συρροή από βλαβερές συνήθειες. Τσέχωφ και Σβέβο εξατμίζουν το κάπνισμα. Ο Τένεσι Ουίλιαμς και άλλοι εμφιαλώνουν αποστάγματα αλκοόλ. Ο Όσκαρ Ουάιλντ διυλίζει τις βλαβερές συνέπειες της ευφυίας. Μοναδική ολιστική θεραπεία της ζωής είναι ο θάνατος. Η σκόνη που μαζεύουν τα βιβλία σκεπάζει τη στάχτη των νεκρών. Αποφεύγοντας την καύση των βιβλίων, καίγονται τα δάση που μπορούσαν να γίνουν χαρτί.

        Θυμήθηκα ένα παλιό ποίημα, από την «Πόλη Γραφέων» (Δρόμοι της μελάνης, Νεφέλη):

        Στάσεις έρωτα

        κάτω από τα εξώφυλλα
            στη σκιά των κεφαλαίων
                        από στίχο σε στίχο
                                 με ανοιχτές τις σελίδες
                                        χωρίς καν μία τελεία




        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Προσωπικός συγγραφέας / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Για τον Λάγκερφελντ: Τι είπε ο Γερμανός για την ελληνική λογοτεχνία / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)

        Μελαγχολία της ανατομίας

        Τζίνα Πολίτη (1930-2023)


        Στο επόμενο τεύχος κείμενο του Γιώργου Βέλτσου για τη Τζίνα Πολίτη.

        Δεν είναι χώρα για γέρους αυτή: Κόρμακ ΜακΚάρθι

        «Οι περισσότεροι άνθρωποι ποτέ δεν βλέπουν κάποιον να πεθαίνει. Παλαιότερα, αν μεγάλωνες σε μια οικογένεια, τους έβλεπες να πεθαίνουν. Πέθαιναν στο κρεβάτι τους στο σπίτι με όλους συγκεντρωμένους γύρω τους. Ο θάνατος είναι το μείζον θέμα … Το να μη μπορείς να μιλήσεις για αυτό είναι πολύ παράξενο», είχε πει το 2005, σε μια από τις λίγες του συνεντεύξεις, ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος Κόρμακ ΜακΚάρθι (CormacMcCarthy, 1933-2023). «Κοιμήθηκε και όταν ξύπνησε είχε ονειρευτεί τους νεκρούς να στέκονται πάνω στα κόκκαλά τους και τις σκοτεινές τρύπες από τα μάτια τους, που ήταν πράγματι χωρίς όραση, να έχουν βουλιάξει στο κενό, όπου υπήρχε μια τρομερή ευφυία κοινή σε όλους, αλλά για την οποία κανείς δεν μιλούσε», σημείωνε σε Όλα τα όμορφα άλογα (All the Pretty Horses, 1992). Στο ίδιο βιβλίο: «Νομίζεις όταν ξυπνάς το πρωί πως το χθες δεν μετρά. Αλλά το χθες είναι το μόνο που μετρά. Τι άλλο υπάρχει; Η ζωή σου αποτελείται από τις ημέρες από τις οποίες αποτελείται. Τίποτε άλλο». «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς να χύνεται αίμα. Νομίζω η αντίληψη πως το ανθρώπινο είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιον τρόπο, πως όλοι μπορούν να ζήσουν σε αρμονία, είναι μια πραγματικά επικίνδυνη ιδέα», διευκρίνιζε σε συνέντευξη το 1992.

        «Ο πόλεμος ήταν πάντοτε εδώ. Πριν υπάρξει ο άνθρωπος, ο πόλεμος τον περίμενε. Η απόλυτη τέχνη περιμένοντας τον απόλυτο τεχνίτη», λέει ο δικαστής στον Ματωμένο μεσημβρινό ή το κόκκινο του δειλινού στη Δύση (Blood Meridian or The Evening Redness in the West, 1985). Στο ίδιο βιβλίο: «Το σύμπαν δεν είναι κάτι στενό και η τάξη εντός του δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε γεωγραφικό πλάτος στην αντίληψή του να επαναλαμβάνει ό,τι υπάρχει σε ένα μέρος σε κάποιο άλλο μέρος. Ακόμη και σε αυτόν τον κόσμο περισσότερα πράγματα υπάρχουν που δεν γνωρίζουμε παρά γνωρίζουμε και η τάξη στη δημιουργία που βλέπεις είναι αυτή που έχεις βάλει εκεί, όπως ένα κορδόνι σε έναν λαβύρινθο, για να μη χάσεις τον δρόμο σου. Γιατί η ύπαρξη έχει τη δική της τάξη και αυτό κανένα ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να κυκλώσει, το μυαλό το ίδιο αποτελώντας μόνον ένα γεγονός μεταξύ άλλων.»

        «Οτιδήποτε δεν σου αφαιρεί χρόνια ζωής και δεν σε οδηγεί στην αυτοκτονία, δύσκολα αξίζει τον κόπο», είχε πει το 2009. Παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές. Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε στον κινηματογράφο, ιδίως με την ταινία (2007) των αδελφών Κοέν Δεν είναι χώρα για γέρους αυτή (No Country for Old Men) από μυθιστόρημα του 2005, που αρχικά είχε γράψει ως σενάριο. Ο τίτλος προέρχεται από το ποίημα του Γέιτς Ανοίγοντας πανιά για το Βυζάντιο (Sailing to Byzantium, 1926). Κάποια στιγμή υπέγραψε 250 αντίτυπα του Δρόμου (The Road, 2006) και τα έδωσε στον μικρότερο γιο του Τζον ώστε, «όταν γίνει 18 ετών, να τα πουλήσει και να πάει στο Λας Βέγκας ή κάπου».

        «Τα τελευταία χρόνια δεν έχω άλλη επιθυμία από το να δουλεύω και να είμαι με τον Τζον. Ακούω ανθρώπους να μιλούν για διακοπές ή όπου θα πάνε και σκέφτομαι, τι είναι αυτό; Δεν έχω καμία επιθυμία να ταξιδέψω. Η τέλεια ημέρα είναι να κάθομαι σε ένα δωμάτιο με λίγο λευκό χαρτί. Αυτός είναι ο παράδεισος. Είναι χρυσάφι και όλα τα άλλα είναι χάσιμο χρόνου» (2009). «Δεν γράφω για κάποιο συγκεκριμένο κοινό. Ο αναγνώστης στο μυαλό μου είμαι εγώ. Αν ένας άλλος έγραφε αυτά τα βιβλία, θα μπορούσα να πάω να παίξω γκολφ. Κάποιος είχε ρωτήσει τη Φλάνερι Ο’ Κόνορ γιατί έγραφε και απάντησε “Γιατί ήμουν καλή σε αυτό.” Και νομίζω αυτή είναι η σωστή απάντηση. Αν είσαι καλός σε κάτι, είναι πολύ δύσκολο να μην το κάνεις» (2009). «Αν δεν τηρείς μικρές υποσχέσεις, δεν θα τηρήσεις μεγάλες» (Ο Δρόμος, 2006). Πολλά βιβλία του ΜακΚάρθι έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr).


        Aφίσα της ταινίας των αδελφών Κοέν (2007)


        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        George Economou (1934-2019) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)Walter Satterthwait (1946 – 2020) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Έχω πάρει φωτιά: Ηράκλειτος ροκ εν ρολ (Jerry Lee Lewis) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης(hartismag.gr) 
        Μη βιάζεσαι, Αργώ


        Τα στιχάκια της Κύθνου

        Χίλια καλωσορίσατε
        χίλια και δυο χιλιάδες
        στη γραφική τη Χώρα μας
        που έχει εμορφάδες

        Στη Μεσσαριά, που είναι η Χώρα της Κύθνου, η υποδοχή σηματοδοτείται με ένα τετράστιχο αναρτημένο σε κάποιο καλντερίμι. Δεν είναι το μόνο, καθώς σε πολλά άλλα σημεία της πρωτεύουσας του κυκλαδίτικου νησιού υπάρχουν ταμπελίτσες με στίχους του δρόμου -κυριολεκτικά. Το ίδιο συμβαίνει και σε έναν άλλο παραδοσιακό οικισμό του νησιού, τη Δρυοπίδα:

        Η Δρυοπίδα είν’ όμορφη
        έχει πολλά σοκάκια
        έχει αξιοθέατα
        και γραφικά ’κκλησάκια

        Ένας ο Δήμος, της Κύθνου, δύο τα τοπικά διαμερίσματα, Χώρας και Δρυοπίδας, δεκάδες τα ποιηματάκια στις άκρες των δρόμων. Το φαινόμενο της στιχουργικής πανσπερμίας στους δύο οικισμούς οφείλεται σε πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων Χώρας και Δρυοπίδας, με την ενεργή συμμετοχή και τις στιχουργικές εμπνεύσεις των κατοίκων. Συνεχίζουν μια παλαιά παράδοση με αυτοσχέδιες στιχοπλοκές στα χνάρια της δημώδους ποίησης:

        Το Μάη κ’ το θεριστή
        ποτέ δεντρί δεν πιάνει
        μον’ της αγάπης το δεντρί
        καρπούς κ’ φύλλα κάνει

        Όποιοι μπορούν να σκαρώσουν στιχάκια δίνουν, ενυπόγραφα ή ανυπόγραφα, το «παρών» στην πρωτότυπη διακόσμηση των δύο οικισμών και οι πολιτιστικοί σύλλογοι επιλέγουν τα σημεία ανάρτησης. Οι στίχοι ποικίλλουν. Αναφέρονται στο παρελθόν, αλλά προβάλλουν και το ζωντανό παρόν. Περιγράφουν γιορτές και έθιμα, υπενθυμίζοντας τη ζωντανή παρουσία τους στην κοινωνική ζωή του τόπου. Ένα από αυτά είναι το δρώμενο της Κούνιας, που γίνεται τη Δευτέρα του Πάσχα στην κεντρική πλατεία της Χώρας. Εκεί, στήνουν μια μεγάλη κούνια φτιαγμένη από ξύλα που μαζεύουν οι νέοι φορώντας παραδοσιακές στολές. Σύμφωνα με το έθιμο, όποιο νεαρό ζευγάρι ανέβει στην κούνια δεσμεύεται ενώπιον του Θεού για το γάμο του. Το πασχαλινό έθιμο και οι –διαχρονικές- αφορμές για προσέγγιση και φλερτ συνοψίζονται σε ένα άλλο τετράστιχο:

        Ωραία που ’ναι τη Λαμπρή
        που δένουνε τσι κούνιες
        όταν κουνιούνται οι ξανθές
        κ’ οι μελαχρινούλες

        Εκτός από τα στοιχεία της παράδοσης, στα στιχάκια της Κύθνου θάλλει επίσης ο νεωτερισμός, με ανάλογη χρήση της γλώσσας:

        Στη Δρυοπίδα σαν βρεθείς
        και τύχει να ’σαι σόλο
        θα ζήσεις έναν έρωτα
        ζεστό, κεραυνοβόλο

        Σε κάποιο άλλο τετράστιχο που μνημονεύει ένα παλαιό στέκι της Δρυοπίδας. το ιστορικό Μαρμαράκι, εκτός της στιχοπλοκής προσφέρει, όπου χρειάζεται, την ταυτόχρονη διερμηνεία. Η αναφορά μιας λέξης στη ντοπιολαλιά μεταφράζεται, εντός παρενθέσεως, προς χάρη των αδαών:

        Σ’ αυτό το μέρος ύπαρχε
        παλιά ένα μαρμαράκι
        που η νεολαία ψώμωνε (φλέρταρε)
        νύχτα με φεγγαράκι

        Παλαιότερη και σύγχρονη εποχή αντιπαρατίθενται σε δύο τετράστιχα που μιλούν για εκείνο που χάθηκε και για αυτό που αναβιώνει. Το ένα γράφει:


        Ερήμωσε πια το χωριό
        αδειάσαν οι πεζούλες
        η νεολαία φύγανε
        πεθάναν οι γριούλες

        Το άλλο αντιλέγει:

        Στην πιάτσα όταν πέρασα
        είδα βιολιά να παίζουν
        νέοι και νέες του χωριού
        το μπάλο να χορεύουν.


        Το διαδίκτυο

        Οι Μικρές Αγγελίες του Καλοκαιριού

        Ψάχνω τον έρωτα του φετινού καλοκαιριού. Αντώνης.


        Πωλείται παλιό οροφοδιαμέρισμα στο κέντρο της πόλης — ιδανικό για ερωτική φωλιά, και όχι μόνο (περιστέρια κουρνιάζουν στο γείσο των παραθύρων). Υπολείπονται σύγχρονες ανέσεις. Από τα ξύλινα κουφώματα μπαίνει ο άνεμος, η μυρωδιά φρεσκοκομμένου καφέ κι οι νότες του ακορντεόν πρώην πλανόδιου μουσικού.

          ¤  —

        Ζητείται καθαρός αέρας. Πληροφορίες εντός.

        ¤ —

        Ζητούνται σερβιτόροι με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Προτιμώνται οι σινεφίλ και οι λάτρεις της φωτογραφίας. Θα εκτιμηθούν γνώσεις κιθάρας, ενώ προτεραιότητα έχουν οι πτυχιούχοι της γλώσσας των κωφάλαλων. Δεν απαιτείται προϋπηρεσία, μόνο κοινωνική ευαισθησία και οικολογική συνείδηση.
        Και μια κάποια τρυφερή ματιά.

        ¤ —

        Μπαλκόνι ευάερο κι ευήλιο αναζητά γλάστρες για συντροφιά. Προσφέρονται τέντα και καθημερινό πότισμα τους μήνες του καλοκαιριού. Κάγκελα από ανοξείδωτο ατσάλι. Τρίτος όροφος με ασανσέρ. Δεκτοί κισσοί και αναρριχώμενα φυτά.

        ¤ —

        Ζητείται πράσινο. Δυνατότητα ανταλλαγής με γκρι.

        ¤ —

        Σκυλάκι σαλονιού ψάχνει μεσόκοπη κυρία για να τη βγάζει βόλτα. Διάθεση για κουβέντα και προοπτικές συμβίωσης. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις.

        ¤ —

        Ζητείται άγρια φύση προς ενοικίαση για τα γυρίσματα ταινίας επιστημονικής φαντασίας γνωστής εταιρείας παραγωγής. Θα προτιμηθούν άγριες φύσεις με απευθείας αεροπορική σύνδεση, βιοποικιλότητα και γνώσεις αγγλικών.

        ¤ —

        Γραφικός κόλπος ψάχνει ταβέρνα. Προσφέρονται οδική πρόσβαση, κρυστάλλινα νερά.

        ¤ —

        Χάθηκε μεγάλο πάθος στην περιοχή του Σουνίου. Κυκλοφορεί ξυπόλητο στ’ αγκάθια. Τελευταία φορά εθεάθη σε απόμερο κολπίσκο. Προσφέρεται αμοιβή σε όποιον το βρει ή παρέχει χρήσιμες πληροφορίες.

        ¤ —

        Επίδοξοι τουρίστες αναζητούν φθηνά παραθαλάσσια δωμάτια προς ενοικίαση.

        ¤ —

        Ζητούνται λουόμενοι όλων των ηλικιών ως κομπάρσοι σε ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Θα προτιμηθούν οι εύσωμοι, καθώς και οι αγύμναστοι.

        ¤ —

        Ζητείται παρθένα φύση προς εκμετάλλευση (ανέγερση πολυτελούς «eco resort»).

        ¤ —

        Ζητούνται χορευτές με εξειδίκευση στο Χορό της Βροχής. Οι ενδιαφερόμενοι αποστείλετε βιογραφικά.

        ¤ —

        Πωλούνται συνθετικοί χλωροτάπητες σε προσιτές τιμές. Με κάθε αγορά, δώρο σι-ντι με σπάνιες ηχογραφήσεις πουλιών.

        ¤ —

        Ζητείται ίσκιος με εμπειρία στην εξυπηρέτηση κοινού. Γέρικος και παχύς κατά προτίμηση. Ωράριο μεσημεριανό.

        Nίκος Παναγιωτόπουλος (1945-2023)




        Η επιθυμία μου να δρω κατά συνείδηση
        και η μυστική μου κλίση να μην έχω συνείδηση
        κάνουν το νου μου να μην προστατεύει το πνεύμα
        που το θεωρώ κάτι πολύ μακρινό απ’ τη ζωή μου
        η έδρα προστατεύει το πνεύμα
        τι λόγους έχω εγώ να προστατεύω το πνεύμα; Κανέναν.
        Εμένα με φωτίζουν διαφθορά τύψεις δάκρυα
        απειρία στιγμών χωρίς ιστορία
        μεγάλες καταστροφές που οδηγούν στην απάθεια
        ούτε κι ο θαυμασμός προς τον τεχνίτη έχει θέση μέσα μου
        εκείνον μια γνώμη τον κάνει αθάνατο
        εγώ ελπίζω να μην υπάρχει ούτε μετά θάνατον ζωή
        για να χαθεί εκεί ό,τι κι εδώ
        αφού ήμουν αποφασισμένος να σωπάσω.
        Λέν’ ότι συνειδήσεις που είναι από καταγωγή λεπτές
        η δίψα για την αλήθεια τις εκβαρβαρίζει
        τις κάνει να περιφρονούν
        τη μεταμφιεσμένη αλήθεια των τεχνών
        και να μη συγκρατούν εικόνες
        καμιά άλλη εικόνα δεν κρέμεται στους τοίχους
        αυτών των έρημων συνειδήσεων
        παρά μόνο μια
        είναι η εικόνα ενός ανθρώπου γονατισμένου
        κι από κάτω γράφει
        στο τέλος κανείς γονατιστός αγαπάει
        και κερδίζει το πνεύμα.

        [ Απόσπασμα από το Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, εκδ. Ίνδικτος 2006 ]

        Ούτε ο Άλαν Άρκιν ήθελα να πεθάνει


        O Άλαν Άρκιν (1934-2023) στο «Κατς 22»



        Η Αθηνά ήτανε κουρασμένη από το Πανεπιστήμιο εκείνο το βράδυ που βλέπαμε στο σπίτι μου, στην τηλεόραση το «Κατς 22», ο Κύριλλος κι εγώ πάλι, εκείνη για πρώτη φορά, και την έπαιρνε ο ύπνος δίπλα μας, δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Ξύπναγε για λίγο, κατά σύμπτωση πάντα στην επανάληψη εκείνης της σκηνής, που ο Γιοσάριαν γύριζε τον σκοτωμένο κι έβλεπε τα σπλάχνα του έξω, κι έλεγε, η Αθηνά:

                    —Μα δεν έχει προχωρήσει καθόλου αυτή η ταινία;

        Αυτή η ταινία του ΄70, η πιο προχωρημένη απ’ όλες, με τον Άλαν Άρκιν πάλι ανώτερο όλων, και του Όρσον Γουέλς, όλων. Γιατί ο Άλαν Άρκιν ήταν πάντοτε ένα κλικ, μια τρέλα πιο πάνω στα έργα, μια μορφή τόσο ιδιαίτερη, τόσο μυστήρια φωτεινή, χωρίς να βγαίνει όμως ποτέ από του φιλμ το κάδρο και την υπόθεση, σαν να ήταν πάντα ο δάσκαλος μαζί με τους άλλους ηθοποιούς τους μαθητές του δίπλα, σκηνοθέτης του σκηνοθέτη αόρατος, αλλά στην οθόνη πάνω ο πιο σαφής, ο πιο σωστά ευδιάκριτος.
        Στον «Τρόμο στο Κολλέγιο» το 1983, γράφοντας για τον Άρκιν μαζί με τον Νόρμαν Γουίσντομ και τον Βασίλη Αυλωνίτη ένα κείμενο, κατέληγα στο σάστισμά του το τρομερό, το παρόμοιο με του Θανάση Βέγγου, που κάθε γήινης κατάστασης τον σουρεαλισμό η έκπληξή του απορροφούσε, τον εξουδετέρωνε.

        (Μια φίλη μου νεαρή σε ηλικία πρόπερσι με πήρε στο τηλέφωνο να μου πει:

                —Δες αυτό το σήριαλ, τη «Μέθοδο Κομίνσκι» στο Νέτφλιξ. Παίζει ένας απίστευτος γέρος με τον Μάικλ Ντάγκλας.

        Έτσι μου είπε. Για δες, σκέφτηκα).


        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

        Η μεγάλη απόδραση

        Η εξέλιξη απαρτίζεται από χρονοβόρες, αφανείς διαδικασίες. Όμως, όταν εμφανιστεί η διαφορά σαν καινούργιος φαινότυπος, έρχονται ραγδαίες αλλαγές, όχι μόνο στο είδος αλλά και στο περιβάλλον του.
        Όπως όταν κοιτάζεις προς τα πίσω και, μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα, οι λαοί εξαφανίζονται και στη θέση τους εμφανίζονται άλλοι. Ο αποθηκευτικός χώρος με τις ταξινομημένες διαφορές έχει πλέον τιγκάρει και ούτε έχει κανένα νόημα να είσαι ο αποθηκάριος. Ούτως ή άλλως οι αλλαγές είναι οικουμενικές, οι λαοί τείνουν να γίνουν ένας. Πρέπει να βγει κανείς από τις στοές με τα αρχεία και να δει από απόσταση το μεγάλο ερπετό. Να αντικρύσει αυτό το πρόσωπο που συνεχώς αλλάζει και να σκεφτεί ή μάλλον να προσπαθήσει να μαντέψει σε ποιον ή σε τι μοιάζει. (Επιστρέφοντας από τον ίλιγγο του χωροχρόνου, παρατηρούμε ότι κάποιες γενιές διασώζουν τα χαρακτηριστικά τους, ενώ άλλες διασώζονται στην πινακοθήκη της παλαιοντολογίας).
        Σκέφτομαι τους γεννημένους στον 21ο αιώνα σαν μια γενιά που προσπαθεί να μιλήσει για την τεράστια ανάγκη μιας αλλαγής, όχι μέσα από τον πολιτισμό και τη γραφή, αλλά ενσωματώνοντάς την, δείχνοντάς την κατά πρόσωπο, επιδεικνύοντας σώματα αλλαγμένα με κάθε τρόπο, παλιό ή νέο, ευφάνταστο ή βλακώδες. Με μακιγιάζ, με γυμναστική και super food, αλλά και με νυστέρι ή λέιζερ. Χωρίς τρίχες αλλά με φουσκωμένα χείλη. Μεταβαίνοντας στο άλλο φύλο ή επινοώντας ένα τρίτο ή και μια νέα χιμαιρική ταυτότητα. Περιμένοντας με αγωνία τις dnaϊκές αλλαγές της βιοτεχνολογίας και με πολύ άγχος για το αν θα έχουν την δυνατότητα να τις πληρώσουν. Σε ποια εσωτερική ανάγκη άραγε υπακούουν; Τι θέλουν να πουν; Γιατί καταφεύγουν σε αυτό το ξένο για μας, ίσως και απεχθές για μερικούς, πρόσωπο;
        Η προφανής απάντηση είναι ότι δεν πρόκειται απλά για μια επιθυμία ρήξης με τις προηγούμενες γενιές αλλά για κάτι περισσότερο, μια απόπειρα ριζικής διαφοροποίησης, μια ρηξικέλευθη γραμμή φυγής από το κουρασμένο ανθρώπινο είδος.
        Κάθε άτομο είναι ένα μικρό νεύμα σε αυτή τη συλλογική αγωνιώδη προσπάθεια. Αποκομμένο από την τάση μοιάζει ηλίθιο, εγωπαθές και αυτοκτονικό. Η πολιτική, η φιλοσοφία, η ιστορία, η ποίηση το ενδιαφέρουν όσο και τον δραπέτη του Αλκατράζ που βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα στη στοά που σκάβει για να αποδράσει. Η σοφία μας του είναι παντελώς άχρηστη. Γι' αυτό και η μοναξιά του είναι απόλυτη, έχει τον χαρακτήρα της απόγνωσης. Ούτε που μπορούμε να τη διανοηθούμε εμείς που κοιτάζουμε την παρακμή αφ' υψηλού προειδοποιώντας για επικείμενες καταστροφές και τιμωρίες, σαν να υπήρξαμε αθώοι. Από τη στιγμή που δεν είναι εφικτό να εγκαταλείψουν αυτόν τον κατεστραμμένο πλανήτη, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας θα επιχειρήσουν μια απόδραση όχι από τον χρόνο και τον χώρο, αλλά εκ των έσω.

        Ο καινούργιος άνθρωπος προτίθεται και αυτός να ευημερήσει αλλά όχι στον παράδεισο· στην καταστροφή που επέφερε ο παλιός.

        Ένα ευχάριστο αυγουστιάτικο πρωινό

        Νεαρή κοπέλα, ξανθιά, μικρότερη πιθανόν από είκοσι πέντε χρονών, φορώντας αποκαλυπτικό μπικίνι, έτρεχε χαλαρά στον παραλιακό δρόμο, με ρυθμό και τέμπο αξιοζήλευτο. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, Αύγουστος μήνας, η θάλασσα ήρεμη, κυματισμός ασήμαντος, μόνο η αναπνοή της ακουγόταν και μερικά τζιτζίκια που είχαν καταλάβει τα αρμυρίκια της παραλίας.
        Αυτή την εξαίσια νεαρή, ακολουθούσε σε μικρή απόσταση ένα μαύρο τζιπ, ελαφρώς τρακαρισμένο στην αριστερή πλευρά, με οδηγό και συνοδηγό δυο γενειοφόρους μελαχρινούς νεαρούς με τα μάτια γουρλωμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, μετά ακολουθούσαν δυο ιερείς πάνω σε ολόλευκα άλογα, καθένας από αυτούς κρατούσε από μια εικόνα γνωστών ποδοσφαιριστών, κολλητά σχεδόν με τις ουρές των αλόγων έπονταν ένας κύριος διάσημου κολεγίου με πρυτανική τήβεννο, οδηγούσε ηλεκτρικό πατίνι με αριστοτεχνικό τρόπο, αν και η ζέστη και το μακρύ του ρούχο δεν τον διευκόλυναν στις φιγούρες που έκανε και τέλος, τη μικρή αυτή αυγουστιάτικη παρέλαση έκλειναν τρεις κύριοι με βερμούδες παραλλαγής, στρατιωτικοί προφανώς, γιατί από μακριά ξεχώριζαν τα παράσημα που κρέμονταν στα γυμνά τους στήθη, οι οποίοι, χωρίς μεγάλο κόπο και παρά την ηλικία τους, ακολουθούσαν ζωηρά, φωνάζοντας που και που κάποια συνθήματα.
        Η κυρία Ευδοκία ενθουσιασμένη από το απρόσμενο θέαμα άρχισε το χειροκρότημα ευθύς αμέσως μόλις βγήκε από τη θάλασσα και τότε, ως δια μαγείας, με το πρώτο κλαπ-κλαπ εξαφανίστηκε το τζιπ με τους νεαρούς, με το δεύτερο οι ιερείς με τα άλογα τους, με το τρίτο ο κύριος με τη τήβεννο και με το τέταρτο οι τρεις στρατιωτικοί. Ανέβηκε χαρούμενη στο σπίτι της, στην βεράντα την περίμενε η όμορφη εγγονή της καταϊδρωμένη φορώντας το αποκαλυπτικό μπικινάκι της.


        Πραγματικότητα & μυθοπλασία την εποχή του Τραμπ

        Ο Τραμπ κατά την τυπική διαδικασία σύλληψής του στην πολιτεία Γεωργία (φωτο: Γραφείο Σερίφη Κομητείας Φούλτον)



        Η λογοτεχνία ξαναγράφει το παρελθόν, θεωρώντας ότι το αντιγράφει. Η πολιτική διαγράφει το μέλλον, θεωρώντας ότι το προδιαγράφει. Πρόκειται για δύο ουτοπικές διαδικασίες, που χρονικά συμπίπτουν στο σημείο τομής που ονομάζεται παρόν. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι συμβαίνει, αν και τους διαφεύγει το τι ακριβώς. Νομίζουν ότι η μυθοπλασία ανακουφίζει την καθημερινότητα, ενώ η πραγματικότητα είναι που παρηγορεί τη μυθουργία.
        Επιχειρώντας να εντάξουν τις παρατηρήσεις τους σε κάποιο ερμηνευτικό σχήμα, πολλοί βωμολοχούν όταν αναφέρονται σε πολιτικούς, θεωρώντας τους ανεπαρκείς σε σχέση με προκατόχους τους. Όμως κάθε εποχή προσποιείται τον εαυτό της επιλέγοντας εκπροσώπους που της ταιριάζουν. Αυτό κάνει η εποχή του Τραμπ, η δημοφιλία του οποίου μοιάζει ανεξήγητη σε όσους δεν θέλουν να πιστέψουν όσα φαίνονται απίστευτα. Λίγοι προέβλεπαν ότι θα εκλεγεί το 2016.
        «ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΕΣΑΣ» – με κεφαλαία γράμματα – ήταν η ανάρτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις αρχές Αυγούστου, όταν απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον του στην Ουάσιγκτον για προσπάθεια να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, που είχε χάσει το 2020. Ακούγεται ως καταγγελία που κάθε μωρό θα μπορούσε να απευθύνει στους γονείς του.
        Παραπέμποντας σε νόμο για το οργανωμένο έγκλημα και τους επικεφαλής της μαφίας, κατηγορίες για κακουργήματα σε σχέση με τη διαδικασία έκδοσης των εκλογικών αποτελεσμάτων έχουν απαγγελθεί στην πολιτεία της Γεωργίας εναντίον του Τραμπ και συγκατηγορουμένων του, που θα μπορούσαν να πιεστούν να στραφούν εναντίον του με αντάλλαγμα ελάφρυνση ποινής. Οι κατηγορίες εναντίον του Τραμπ ξεπερνούν τις ενενήντα σε τέσσερις δικαστικές διώξεις. Δικαστική δίωξη σε πολιτειακό επίπεδο δεν μπορεί να ακυρώσει, όπως θα μπορούσε ομοσπονδιακή δίωξη, αν εκλεγόταν Πρόεδρος ο Τραμπ ή κάποιος υποστηρικτής του.
        Το αμερικανικό Σύνταγμα αναφέρει λίγες απαιτήσεις για το ποιος μπορεί να εκλεγεί Πρόεδρος, που πρέπει να είναι άτομο γεννημένο στις ΗΠΑ τουλάχιστον 35 ετών. Δεν αποκλείει ως υποψήφιο κάποιον που διώκεται δικαστικά ή έχει καταδικαστεί ή εκτίει ποινή φυλάκισης. Μέχρι στιγμής δεν είχε προκύψει το ερώτημα αν καθήκοντα Προέδρου θα μπορούσε να ασκήσει κάποιος από τη φυλακή. Θα μπορούσε να είναι φυλακισμένος ο ηγέτης του «ελεύθερου κόσμου»; Το ερώτημα παραπέμπει σε επικεφαλής εγκληματικών οργανώσεων που από τη φυλακή συνεχίζουν να διευθύνουν τις συμμορίες τους.
        Οι δικαστικές διώξεις αποσπούν την προσοχή από την προεκλογική εκστρατεία ενόψει προεδρικών εκλογών τον Νοέμβριο του 2024, έχουν τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις για δικαστικές δαπάνες και δημιουργούν αποστροφή σε ανεξάρτητους ψηφοφόρους. Στα μέσα Αυγούστου όμως ο Τραμπ συγκέντρωνε την υποστήριξη του 54% των Ρεπουμπλικανών, σημειώνοντας άνοδο 10 μονάδων σε σύγκριση με τον Μάρτιο και με διαφορά 40 μονάδων από τον επόμενο υποψήφιο, ενώ οι υπόλοιποι συγκέντρωναν μονοψήφια ποσοστά. Σχεδόν 8 στους 10 Ρεπουμπλικανούς θεωρούν τις διώξεις εναντίον του τέως προέδρου πολιτικά υποκινούμενες. Οι ψηφοφόροι του θεωρούν ότι οι διώξεις στρέφονται εναντίον τους.
        «Κάθε φορά που μου ασκούν δίωξη, η δημοτικότητά μου ανεβαίνει. Με μία ακόμη δίωξη, θα έχω κερδίσει οριστικά το χρίσμα», είχε πει ο Τραμπ, που αρνήθηκε να υπογράψει κοινή δήλωση υποστήριξης οποιουδήποτε υποψηφίου κερδίσει το Ρεπουμπλικανικό χρίσμα. Η Αμερική δεν είναι φιλελεύθερη δημοκρατία, έχει πει επίσης. «Στη θέση της βρίσκεται μια μαρξιστική δικτατορία του Τρίτου Κόσμου, η οποία διευθύνεται από έναν τύραννο, ανίκανο και ανέντιμο, που προσπαθεί να αναθέσει τις τύχες σας σε εκδικητικούς και διεφθαρμένους εισαγγελείς. Ο κομμουνισμός έφτασε τελικά στις αμερικανικές ακτές».
        Ακόμη και αν η ελπίδα αλλαξοπιστήσει τελευταία, κάποιοι παρατηρητές των εξελίξεων επιλέγουν να κρατούν σημειώσεις εκεί όπου δεν πιάνει ούτε σινική μελάνη. Στις ΗΠΑ, τρανσέξουαλ, που έχει ασπαστεί το Ισλάμ, κατέθεσε αγωγή εναντίον πρώην εραστή της ότι σε βάζο στο ψυγείο του κατακρατεί τους όρχεις της. Εν μέσω απεργίας σεναριογράφων και ηθοποιών στο Χόλιγουντ, αυξάνονται οι εκκλήσεις για δημιουργία σωματείου όσων συμμετέχουν ή δουλεύουν σε συνεργεία σε τηλεοπτικές εκπομπές ριάλιτι.
        Με τα πόδια, με μοτοσακό, στοιβαγμένοι σε αυτοκίνητα, χιλιάδες κάτοικοι εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα της Αϊτής, της χώρας που πρώτη αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση. Φορτωμένοι σακούλες, με βαλίτσες στα κεφάλια, με στρώματα και έπιπλα στην οροφή αυτοκινήτων φεύγουν από συνοικία που δέχθηκε επίθεση συμμορίας. Την προηγούμενη ημέρα, κάτοικοι διαδήλωσαν εναντίον της ανασφάλειας. Η αστυνομία επενέβη εναντίον τους, για να επιβάλλει την τάξη. Σε ένα νησάκι στον κόλπο του Μαϊάμι κατεδάφισαν την έπαυλη όπου πέθανε ο Αλ Καπόνε, έχοντας εκτίσει χρόνια στη φυλακή για φοροδιαφυγή.
        Βράδυ Πέμπτης, φορώντας πιτζάμες, άντρας πήδηξε από τον 55 ορόφων ουρανοξύστη της Γερμανικής Τράπεζας στη Νέα Υόρκη. Σε σκαλωσιές βρέθηκαν κομμάτια του σώματός του, που διαμελίστηκε, όπως συνέβαινε με Μανδαρίνους στην Ανατολή, προσκρούοντας στο γυάλινο υπόστεγο ξενοδοχείου πολυτελούς αλυσίδας, που πρόσφατα εγκαινίασε την παρουσία της στη Μεσσηνία. Ηλικιωμένη σκοτώθηκε πέφτοντας από το μπαλκόνι διαμερίσματος του τρίτου ορόφου στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα υπάρχουν επιλογές για τους ασθενείς: Να πηδήξουν από τον τέταρτο όροφο του νοσοκομείου Αττικόν ή από τον δεύτερο όροφο του νοσοκομείου Σωτηρία;






        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Προπατορικά αμαρτήματα & Αμερική / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Γ. Χουλιάρας: Πάνδημες εκλογές: τραμπουκισμοί στο τραμπολίνο - chronos (fairead.net)
        Τα πουλιά δεν είναι πραγματικά / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr

        Ταμείον

        Ταμειακή μηχανή της National (19ος αι.). Εθνικό-Ιστορικό Μουσείο, Σόφια. (Πηγή Wikipedia)

        Όπως είναι γνωστό, απομακρυνόμαστε από το ταμείον, όταν είναι μείον. Ασφαλώς λάθος δεν αναγνωρίζεται μετά, αλλά ούτε πριν από την απομάκρυνση. Πρόκειται για συνέπεια του νόμου της βαρύτητας, σύμφωνα με τον οποίο και μέχρις αποδείξεως του εναντίου κανείς δεν κινδυνεύει αν του πέσει μήλο στο κεφάλι, εφόσον μπορεί να το φάει, ακολουθώντας την αγγλική συνταγή an apple a day keeps the doctor away (ένας υπολογιστής την ημέρα τον δόκτορα τον κάνει πέρα). Διαφορετικές είναι οι επιπτώσεις αν του πέσει σιδηρούν ταμείον στο κεφάλι, όπως συμβαίνει και με διαρκώς αφηρημένα κεραμίδια, που είναι επιρρεπή σε παράνομες ενέργειες, μη προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα, αφού ένα κεραμίδι δεν κάνει ταμείον, αλλά το ταμείον κάνει την οικοδομή, όταν παρέλθει η αντιπαροχή. Ως εδώ και μη παρέκει πράγματι, καθώς τα μύδια συνεχώς γλιστρούν και πέφτουν, όπως προλέγουν οι Γραφές, σημειώνοντας δακρύβρεκτα ότι «του ήρθε ο ουρανός κρεμμύδι».
        Ομοίως, είναι γνωστό ότι όσο πλησιάζουμε στο ταμείον τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να μας έρθει ταμπλάς, διότι πολλοί το ταμείον εμίσησαν, το χρήμα όμως ουδείς, όπως διαπιστώνεται βάζοντας χέρι στο ταμείον, με αποτέλεσμα ο χειροπαρανομών να χαίρεται μέχρις αφάτου ηδονής, αφού απευθείας δεν τρώγεται το ποσόν που αποκομίζει. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ο κανόνας μη βάζεις το χέρι σου εκεί που θα καεί, δεδομένου ότι χωρίς καούρα περί του τι δέον γενέσθαι θα εξέλιπαν οι γενετήσιες πράξεις, ενώ η κότα δεν θα τρωγόταν με το ποιος της βάζει χέρι, πριν επιτέλους λαμπαδιάσει ο δαυλός του μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνου Κανάρη και πυρποληθούν τα ζαρζαβατικά στην αγορά του Ρέντη, με παρενέργειες στην ψαραγορά της Καβάλας, στα θερμοκήπια της Ερατεινής και στων Ψαρών τη μελαχρινή ράχη, όπου επεκτείνεται η τριχοφυΐα απόκρυφων σημείων, που εκ φύσεως είναι δύσκολο να φορολογηθούν μέσω ταμειακών μηχανών, περί των οποίων απάδει να γίνει λόγος προς το παρόν, καθώς δεν είναι αρνιά να τα κλείσεις στο παχνί.
        Επανερχόμενοι στις προτιμήσεις των ταμείων, έτσι και ανοίξει και απολαύσει την θωπείαν των δακτύλων εις αναζήτησιν νομισμάτων και χαρτούρας, το εν λόγω δοχείον αξιών εξακολουθεί να ανοίγει μόνο του, χάδια περιμένοντας, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να είναι διαρκώς και αδιαταράκτως μείον μέχρις εξαντλήσεως, οπότε κέρδος κέρατα, όπερ σημαίνει ότι είναι φυσικό να κερατώσει τον πρώτο παρατυχόντα, που θα πληρώσει τη λέζα αφού θα κριθεί ένοχος, όπως ο Ιούδας, ο οποίος από το ταμείον έλαβε τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε, παραμένοντας κρεμασμένος χωρίς ελπίδα αναστάσεως. Υπό αυτή την άποψη, η απομάκρυνση από το ταμείον πρέπει να συνδυάζεται με την προσέγγισή του, που οφείλει να λαμβάνει χώρα σταδιακώς και όχι εν ορμή, επειδή, όπως και να το κάνουμε, το ταμείον είναι πάντοτε παρθένον μέχρις επικειμένης διαρρήξεως όσες φορές και αν έχει ξεπαρθενευτεί, διότι, όπως ελέχθη, αν το ύψος του ταμείου όλοι εμίσησαν, το περιεχόμενό του κανείς.
        Τέλος, θα ήταν λάθος να παραλειφθεί η περίπτωση όπου το ταμείον είναι άδειο, γεγονός που δεν αποδεικνύεται παρά αν το ταρακουνήσεις και μιλιά δεν βγάλει. Τότε, όπως εξηγούν οι γνώστες της συμπεριφοράς των μηχανών, δεν το κατηγορούμε, αλλά το καλοπιάνουμε να μην το ξανακάνει, διότι όσοι και αν την οργή αγάπησαν, το κενόν ταμείον ουδείς. Πρέπει να επαινείται η ευκαρπία των ταμείων, που καθημερινά εγκυμονούν πλην ημερών αργίας και εθνικών επετείων, όταν τα καταστήματα είναι κλειστά, τα ταμεία σε θέση προσευχής και η προσοχή στραμμένη στη γεννητικότητα της μαθητιώσας νεολαίας και των ενόπλων δυνάμεων, ενώ παιανίζουν εμβατήρια ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει αργία καμιά, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά στο ταμείον τραβά. Αντιθέτως προς κοινοβουλευτικά έθιμα του παρελθόντος, δεν είναι της κάλπης η κλοπή που προέχει, αλλά του ταμείου η απαγωγή που προάγει. Τι είναι η ζωή και τι ο άνθρωπος εξάλλου; Δύο ταμεία εις σάρκαν μίαν.

        Μην αφαιρείσαι όταν κάνεις τα μείον



        ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ:

        Τρέχοντας επιτόπου / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παράπονα που μας περιήλθαν / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Πώς περπατά η νύχτα (συμβουλές) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ατυχή συμβάντα και θεραπείες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Oρθώς: ενός λεπτού σιγή / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Εγκιβωτισμοί (από Κιβωτό σε Κιβωτό) / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Μη φάτε πόρτα, εκτός αν επιμένετε / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Κόρνα είναι και κορνάρει / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Α, καπέλα / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Πίτουρα & κότες / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Παπαγαλία / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)
        Το τζατζίκι / Δράχου Χούδρα - Χάρτης (hartismag.gr)

        Σ’ έκοψα

        Ήταν να του κάνω μια συνέντευξη. Μόλις είχε ανοίξει ο «Στράτος», νομίζω, το ομώνυμό του μαγαζί στη Φιλελλήνων. Για το Κλικ, πάλι νομίζω.

        Συναντηθήκαμε με τη Βένια, της «Μίνως» τότε, να την πάρω μαζί μου με το μηχανάκι να πάμε. Μου είπε η Βένια καθ’ οδόν: —Έχουμε όμως ένα πρόβλημα, Σωτήρη. —Το ποιο; —Δεν θέλει μαγνητόφωνο. Έχει πάθει, λέει, ζημιές από τις ηχογραφήσεις των απαντήσεών του και δεν θέλει με τίποτα να γίνει η συνέντευξή του έτσι. —Μα πώς αλλιώς; Μεγάλη συνέντευξη, τι είμαι, στενογράφος;

        Πήγαμε παρόλ’ αυτά. Ο Διονυσίου ήταν όντως κάθετα αρνητικός στο μαγνητόφωνο. —Αν θες έτσι. Να με ρωτάς και να γράφεις.

        Τι να κάνω; Είπα να το δοκιμάσω κι αυτό, κι ο Θεός βοηθός. Έβγαλα χαρτί και μολύβι. Του έκανα την πρώτη ερώτηση.

        Δεν απάντησε. Με κοίταζε. Μετά, είπε: —Άντε, βγάλ’ το. —Το μαγνητόφωνο; —Ναι. —Πώς και; —Σ’ έκοψα.

        Ναι. Έτσι ακριβώς έγινε. Από μια ερώτηση. Από το ύφος μου. Από τη δική του πείρα.

        (Μες στην πεντάδα των πιο αγαπημένων μου φωνών ήταν και είναι πάντα ο Στράτος Διονυσίου, μαζί με τον Γαβαλά, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη. Με τον Τζίμη Πανούση συμφωνούσαμε στους τέσσερις από τους πέντε. Εκείνος πέμπτον έβαζε τον Αγγελόπουλο. Εγώ τον Τζίμη Πανούση).


        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )


        Στις 15 Σεπτεμβρίου


        Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά

        _____________

        Επιμέλεια: Έλενα Χουζούρη




        Ένας πλανήτης στον υπολογιστή μου

        — Περνάς πλάι μου τόσο κοντά, τόσο βιαστικά. Σαν τι να τρέχεις να προλάβεις;

        Ρώτησε ο δορυφόρος τον γέροντα πλανήτη του.

        — Έχω ένα βαρυσήμαντο μήνυμα για σένα και τ’ αδέλφια σου. Ο πλανήτης, όσο και αν φθαρεί, είναι πάντα πιο γρήγορος, πιο ισχυρός, πιο ΜΕΓΑΛΟΣ από το δορυφόρο του.
        — Τι μου θύμισες τώρα. Κάποτε ένας γιγάντιος πλανήτης, που νόμιζε πως ήταν τρανός, με είχε παγιδέψει στην τροχιά του. Αιώνες με κρατούσε δέσμιο. Κι εγώ επέμενα τόσο να είμαι ελεύθερος που τον έπεισα ν’ ανταλλάξουμε ρόλους, αν και μόνο για ένα κοσμικό δευτερόλεπτο, ούτε ένα γήινο λεπτό παραπάνω. Θεατρικό παιχνίδι εκτός χωροχρόνου. Δύσκολο το βάρος του για μένα, μα πιο δύσκολη γι’ αυτόν η δική μου πρόσκαιρη έστω υπεροχή. Παραπάτησε, ξέφυγε λίγο απότομα, προσέκρουσε σε μια πινακίδα του σύμπαντος, σε ένα λυσσαλέο delete. Δεν είχα προλάβει να τον πείσω ότι από τη Γη τη μακρινή φαινόμασταν ίσοι, δύο ετερόφωτα αστέρια στη σκηνή του δικού της στερεώματος. Πάψε, λοιπόν, να με κυνηγάς. Δεν βιάζομαι. Κρατώ το ρυθμό που μου δόθηκε, στο παγερά αδιάφορο ντεκόρ της ουράνιας τάξης.

        Μικρά στιγμιότυπα

           

                    1.

        Κατέβαινα την Αγίου Νικολάου, πίσω από το ιερό του Αγίου Δημητρίου, που παλιά το πλησίαζαν σαχνισιά σε απόσταση σχεδόν αναπνοής και τώρα, μετά την διαπλάτυνση, είναι πολυκατοικίες στη σειρά. Και είδα ξαφνικά ένα ξανθό κοριτσάκι, ως οκτώ χρονών, με την πλάτη στα κάγκελα της περίφραξης του ναού, σαν άγγελος με θεϊκή ομορφιά που μόλις είχε κατεβεί από τον ουρανό, με κίτρινο αδιάβροχο και ένα χαμόγελο τέτοιο (ιμερόεν θα έλεγε ο αρχαίος) που έλεγες ότι είναι αποφασισμένο να φέρει την ειρήνη στον κόσμο. Λες και είχε σκαλώσει σα φύλλο του φθινοπώρου λίγο προτού πέσει πάνω στη γη. Μπροστά του ξεφόρτωναν κάτι πτυσσόμενες ή, μάλλον, αναδιπλούμενες, πλαστικές καρέκλες, ίσως να τις πάνε σε κάποια αίθουσα για μνημόσυνα, σκέφτηκα.

                        2.

        Καλοκαίρι, μάλλον του ΄60, στην Έδεσσα, στο θερινό σινεμά «Αγγέλικα» πέρα από τους Μικρούς Καταρράκτες —τότε τριγύρω ήταν ακόμη χωράφια ή κάτι μονώροφα— με δύο πολύ μεγαλύτερα από μένα πρώτα ξαδέρφια, τον Χαράλαμπο και τη Σοφούλα. Θυμάμαι έπαιζε το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» με Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Κάθριν Χέπμπορν. Από θεατρικό του Τενεσί Ουίλιαμς. Δυσκολευόμουν τότε να πολυκαταλάβω την υπόθεση, με όλα αυτά τα σαρκοβόρα, όμως θυμάμαι ότι ο Σεμπάστιαν ο οποίος δεν εμφανίζεται καθόλου, είχε πει ότι είδε το Θεό: ένα εκτυφλωτικό άσπρο φως. Τότε, αμέσως μόλις το είπε, πίσω από τα αγιοκλήματα της περίφραξης του σινεμά, άστραψε ο ουρανός με λάμψη υπερκόσμια. Ήταν προάγγελος καλοκαιριάτικης καταιγίδας που δεν μας πρόλαβε. Το πρωί κατά μήκος του κάθετου προς το ποτάμι χωματόδρομου, μεταξύ των νεκροταφείων και του βορρά, σπίτια χαμηλά με ώχρα ροζέ. Και παντού άσπρο φως.

        [ Μάιος 2023 ]

        Νικήτας Πλατής

        Σ’ όλες τις ταινίες κι αυτός σαν τον Νίκο Φέρμα εξαίρετος.
        Με πρώτη του εκείνη τη γνωστή μέτρια (κι αντιπαθέστατη ηθογραφικά) ταινία με τον ανόητο τίτλο «Τέντι μπόι, αγάπη μου», όπου για μια και μόνη φορά πρωταγωνιστεί κι η φυσικότητά του θριαμβεύει, ως όποια του υποστηρικτή εμφάνιση σε όποιο έργο, όπως στο «Υπάρχει και φιλότιμο» π.χ., ή στο «Φωνάζει ο κλέφτης», ή στη «Χαρτοπαίχτρα», ή στο «Μιας πεντάρας νιάτα», ή στην « Ωραία του κουρέα», ή στους «Τέσσερις άσσους», ή ακόμα και στην «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια».
        Ο Πλατής ξέρει τι κάνει, ξέρει ποιος είναι, ξέρει να λέει ό,τι λέει. Όπως, μάλιστα, όλοι οι καλοί κωμικοί, κι ενοχλητικό ρόλο να παίζει, δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω του, γιατί λειαίνει τον χαρακτήρα έτσι, που κι ανθρώπινος, τελικά, να μοιάζει και συμπαθής ίσως μες στην ελαττωματικότητά του.
        Γιατί όμως ο Πλατής κι οι ηθοποιοί εκείνοι οι παλιοί είναι, ήσαν τόσο διαφορετικοί, τόσο διαχρονικοί ξαφνικά, τόσο αξιοπρόσεκτοι κι ολοκληρωμένοι; Ίσως γιατί οι ζωές τους, οι ζωές που αναπαριστούσαν δεν ήσαν, όπως σήμερα, φλουταρισμένες, ναρκισσιστικές, δεν πελαγοδρομούσαν ίσως χωρίς κεντρικό νόημα, χωρίς σημασία. Ίσως γιατί κι οι άνθρωποι γύρω τους ειλικρινή σχέση με τον χρόνο είχανε, νοιώθανε τα όριά του, τα όριά τους, πολύ περισσότερο, πολύ πιο βαθειά τότε.
        Σαν τον Αυλωνίτη, τον Σταυρίδη, τη Βασιλειάδου, τους διάσημους συμπρωταγωνιστές τους. Έτσι κι ο Φέρμας κι ο Πλατής. Το ίδιο.


        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο «Νουάρ Στιγμές» )

        Η Ζωή

        Τις καλές χρονιές, όταν τελείωναν τα αλισβερίσια με τον έμπορα, μας αγοράζανε λουστρίνια.
        Μα ήταν λίγες οι καλές χρονιές. Έτσι, φοράγαμε συνήθως αποφόρια. Από αδελφές, ξαδέρφες, από την Ούνρα, αν βρίσκαμε στο νούμερό μας.
        Μόνο η Ζωή δεν φόραγε παπούτσια. Ούτε δικά της, ούτε κανενός. Ήταν οι φτέρνες της σκασμένες πάντα και σκληρές, σαν των μανάδων μας, που τις μοστράρανε στην εκκλησιά την Κυριακή του Πάσχα, μέσα σε ξώφτερνα σε χρώμα λαχανί, δώρα γερμανικά ξενιτεμένων.
        Μόνο η Ζωή δεν πήγαινε στην εκκλησιά την Κυριακή του Πάσχα. Δεν την αφήνανε να πάει, χωρίς παπούτσια. Είπαν ότι για το κακό, έφταιγε που δεν φόραγε παπούτσια.
        Που έτρεχε ξυπόλητη στους δρόμους, τα χωράφια, τις αυλές.
        Όταν τη φέρανε, σπρώχτηκα για να μπω μπροστά. Μα ήτανε το φέρετρο μακρύτερο από κείνη.Ύστερα, ντράπηκα και να ρωτήσω. Κι έχω την έννοια της ακόμα, μπας και της βάλανε παπούτσια, άθελά της.

        Τα οκτάρια του Οκτώβρη

        Ο Οκτώβρης έχει πολλά οκτάρια, στην Κόστα Ρίκα ο οκτάπους αναπαράγεται τον Οκτώβριο στις οκτώ λεύγες κάτω από τη θάλασσα, η κυρία Σίλα φτιάχνει την περίφημη οκταλευριά, οι αιρετικοί Οκταμούλους παραμένουν οκτώ ώρες σιωπηλοί, Οκτώβριο ο Οκταβιανός έμεινε οκτώ ώρες στην Κυανή Ακτή Πρεβέζης μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο, οκτώ Οκτωβρίου ο Οκτάβιο Πας έγραψε το ποίημα «Τα μάτια σου», τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ η κότα μου έκανε σε οκτώ μέρες δεκαοκτώ αυγά, η Οκτωβριανή επανάσταση ίπταται του φθινοπώρου παράλληλα του Οχτώβρη του Γιάννη Τσαρούχη, ο Εθνικός Τολού έριξε οκτάρα στην Αναγέννηση Αγ. Αδριανού, ο Ορέστης Μακρής συνεχίζει να κάνει οκτάρια, ο Ζοζέ Σαραμάγκου πήρε το βραβείο Νόμπελ στις οκτώ Οκτωβρίου, το οκτώ του Οκτώ-βρη έχει δυο μεγάλες τρύπες που σε βγάζουν σώο στην άνοιξη, η πρώτη οκτακύλινδρη Lamborghini έκανε την εμφάνιση τον Οκτώβριο του 1970, Οκτώβριο πολλαπλασιάζονται οι τύψεις μου για όλα τα ψέματα που είπα το καλοκαίρι, οι Οκτωνέες, μεταγενέστερα Οκτωνιά, πήρε το όνομα της από τις οκτώ νέες που διασώθηκαν από τους πειρατές τον Οκτώβριο του χίλια πεντακόσια είκοσι οκτώ, Οκτώβριο ο Κολοκοτρώνης αναφώνησε στην Πνύκα «Ζήτω η ελληνική νεολαία», το τέλος του Οκτώβριου του 2023 πάνω από οκτακόσια κινητά τηλέφωνα θα έχουν οκτώ (8) GB ram, Οκτώβριο και ο Οκτώβρης του Μίλτου Σαχτούρη «Το μυαλό μου κουρασμένο/κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο/ρολόγια πέφτουν ολοένα και/σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο/σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη/από το παράθυρο βγήκε ένα χέρι/έδερναν τα μεσάνυχτα/μακριά ακουγόταν ένα βογγητό», οκτώ Οκτωβρίου γιορτάζει η φίλη μου Πελαγούλα, μετά από λιγότερες από οκτώ μέρες γιορτάζει η Φλωρεντία που μου χρωστάει οκτώ ενοίκια εδώ και οκτώ χρόνια, Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια οκτώ ο Εμπειρίκος άρχισε να γράφει την Οκτάνα, Οκτώβριο τα βρύα αναπτύσσονται στους κορμούς των δέντρων με οκτώ ριζικά συστήματα τα γνωστά οκτώβρυα, ένα οκτάρι κάθισε οριζόντια πάνω στο κεφάλι μου, πότε μοιάζει με φιόγκο και πότε με φτερωτή ελικοπτέρου «ανάστατη η καρδιά μου τρομάζει τη λαλιά της» «Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη» (Ντίλαν Τόμας) φυσά, Οκτώβριο οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Απατούρια, κούρευαν τα παιδιά τους οκτώ φορές, στα είκοσι οκτώ καλύτερα τραγούδια για τον Οκτώβριο δεν υπάρχει κανένα ελληνικό, οκτώ Οκτωβρίου τα κυκλάμινα του Ρίτσου κατρακύλησαν στου βράχου την σχισμάδα, Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ πήρα, επιτέλους, οκτώ (με άριστα το 20) στην έκθεση για την 28η Οκτωβρίου, ένα πελώριο οκτάρι δυο ολοστρόγγυλες κοιλιές εγκυμονούσες, η μία πάνω στην άλλη ο Οκτώβριος, οι γυναικολόγοι με κρατημένη αισιοδοξία λένε «ας σκεφτόμαστε θετικά» μπούρδες. Οκτώ Οκτωβρίου του 2023 έχουμε εκλογές.

        To κεραμίδι

        Εικόνα εξωφύλλου:

        Λεπτομέρεια χαλκογραφίας του Emile Bayard για τους «Αθλίους» του Β. Ουγκό.

        Γιώργος Γραμματικάκης (1939-2023)

        Ο Γιώργος. Η πίπα του. Το καπελάκι του. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα του. Το κοφτό του γέλιο, το λίγο ειρωνικό και το πολύ καλόκαρδο. Η τόλμη του. «Τα όπλα είναι κατά βάθος το όπλο των δειλών και όχι της ανδρείας». Βγήκε και μίλησε στην Κρήτη γι’ αυτό το ζήτημα, έκανε ολόκληρη εκστρατεία… Ο ορθολογισμός του. Η νηφαλιότητα. Η αγάπη για τη θάλασσα. Διέσχιζε πολλά χιλιόμετρα για να βρεθεί στην παραλία που αγαπούσε: ο Νότος, το Λιβυκό, τα χρώματά του, η αύρα του. Ο Γιώργος και οι άνθρωποι. Σε κάτι κατσάβραχα, σε κάτι δρόμους αδιέξοδους, «εεε, περάστε να σασε κεράσουμε μια τσικουδιά!» Τον έβλεπαν μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητο που οδηγούσε και τον καλούσαν με ενθουσιασμό στην παρέα τους. Δεν μπορούσες άλλωστε να περπατήσεις πλάι του, τον σταματούσαν σε κάθε βήμα. Κι αυτός πάντα με το γελάκι του, το κοφτό, το λίγο ειρωνικό, το λίγο φιλάρεσκο και απέραντα καλό.

        Ο Γιώργος ο πρύτανης. Προσιτός, οικείος, δίκαιος. Ο εναντίον των «συγγραμμάτων», εκείνος που έθιξε το μέγα ταμπού και τα ισχυρά συμφέροντα. Ο Γιώργος ο εκλαϊκευτής, ο γητευτής της Βερενίκης. Ο Γιώργος που ήθελε να φάει στην τάδε ορεινή ταβέρνα επειδή είχε μια γαλανομάτα σερβιτόρα κι ας ήταν το φαΐ χάλια. Ο Γιώργος ο φιλέταιρος, ο έτοιμος πάντα για νέες γνωριμίες, για νέες φιλίες, που ξενυχτούσε μες στη γοητεία μιας καινούργιας συντροφιάς. Ο Γιώργος ο Ευρωπαίος, με την παγκόσμια ματιά. Ο Γιώργος που τολμούσες να του αντιμιλήσεις και ποτέ δεν θιγόταν. Ο Γιώργος που εντέλει τού τα συγχωρούσες τα κάποια (πολιτικά) κορδελάκια του. Ήθελε να είναι πανταχού παρών; Μα το άξιζε! Αυτός και η ποιητική του ευαισθησία. Αυτός και η γλωσσική του ευαισθησία. «Τι ωραίο διήγημα το “Όνειρο στο κύμα”!»: σε κοίταζε ονειροπόλα. Και «Μην γράφεις “η αναποφασιστικότητά του” – είναι μακρινάρι».

        Ο Γιώργος και η Εύα του, Εύα και Πηνελόπη ταυτόχρονα, σταθερή αξία. Ο Γιώργος και ο –πώς αλλιώς;–  Οδυσσέας του, και η Μαρία του, κρυφά, ζεστά καμάρια. Νύχτες στο Ατσιπόπουλο, κάτω απ’ τ’ αστέρια, γουλιά-γουλιά το κρασάκι, ένα βουνό τηγανητές πατάτες, κι η πίπα πάντα πλάι.

        Ο Γιώργος Γραμματικάκης, το καπελάκι του, η πίπα του, μια φιγούρα αγαπητή στο μέγα πανελλήνιο. Και στην καρδιά του πάντα θα μείνει.

        Λουίζ Γκλικ (1943-2023)

        Στο Πανδαιμόνιον – και όχι στο Πάνθεον – της ποίησης θα προτιμούσαν να λογαριάζονται, νομίζω, οι πιο αιχμηροί δημιουργοί. Ιδίως αν πέρασαν μια εποχή στην κόλαση. Πρόκειται για κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε η Λουίζ Γκλικ (Louise Glück), με εμβληματική αναγνώριση από Σουηδούς, πριν ο καρκίνος αναλάβει τη μεταφορά της στα καταλύματα της Περσεφόνης. «Το πλεονέκτημα της ποίησης έναντι της ζωής είναι ότι η ποίηση, αν είναι αρκετά αιχμηρή, μπορεί να διαρκέσει», έχει πει η Νεοϋορκέζα ποιήτρια, που ανανέωσε τη μυθουργία αλέθοντας ιστορίες της Αμερικής σε μυλόπετρες και μηλόλιθους της ελληνικής μυθολογίας. Στην Ελλάδα πάντως για όσους διεισδυτικά ασχολούνται με τη χώρα επιεικώς λέμε ότι δεν κάνουν μόνον αυτό, ενώ τρέχουν τα σάλια για όσους την κολακεύουν. Προφανώς κάποια γράμματα φαίνονται ψιλά σε εκείνους που ανορθογραφούν τα ψηλά, αν και εξίσου πιθανό είναι να έχει υποκαταστήσει η πλήξη της αρχαιοπληξίας το τραύμα.

        Λουίζ Γκλικ: όταν ξεκινούσε


        Η Γκλικ άρχισε να διαβάζει πολύ μικρή. Ήδη της διάβαζαν ελληνικούς μύθους και παραμύθια του Οζ. Για να αποκοιμηθούν, ο πατέρας διάβαζε στις κόρες του την ιστορία της Ιωάννας της Λορένης, που ήταν αναλφάβητη, παραλείποντας τον θάνατό της στην πυρά. Τις δίδαξε επίσης πώς να γράφουν βιβλία. Τα κορίτσια επινοούσαν ιστορίες, που ο πατέρας τους κατέγραφε σε χαρτιά κομμένα σε τετράγωνα, που δίπλωναν ώστε να γίνουν σελίδες, με συγκεκριμένο αριθμό λέξεων η κάθε μία, όπου υπήρχε χώρος να ζωγραφίσουν. Ένα παιδικό καλοκαίρι η οικογένεια το πέρασε στο Παρίσι, όπου πήγαν όταν ο πατέρας τους αρνήθηκε να αρχίσει ψυχανάλυση μετά την αυτοκτονία της αδελφής του, γεγονός τότε άγνωστο στα παιδιά. Πριν τελειώσει το γυμνάσιο, η Γκλικ ξεκίνησε για επτά χρόνια ψυχανάλυση. Έτσι μπόρεσε να παρακολουθήσει εργαστήρια ποίησης, όταν άρχισε να ελέγχει τις επιπτώσεις ακραίας νευρικής ανορεξίας. Πήρε πέντε χρόνια να γράψει την πρώτη της συλλογή, που είχε ξεκινήσει στα δεκαοχτώ. Το χειρόγραφο απορρίφθηκε 28 φορές πριν γίνει δεκτό, αναφέρει στο βιογραφικό της για το βραβείο Νομπέλ.
        Η Ελλάδα ζει, είχε πει στο τέλος μιας συζήτησης χαριτολογώντας, υποθέτω, σε ένα απροσδόκητο πάρτι στη Νέα Υόρκη. Ασφαλώς στο χέρι μας είναι να τη διαψεύσουμε. Η μετάφραση του ποιήματός της Ο μύθος της αιωνιότητας αναδημοσιεύτηκε, από τον Χάρτη, στον τόμο «Έγραψαν για Αυτήν» (Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2023). Ακολουθεί σε μετάφραση το ποίημα «Aboriginal Landscape», που φιλοξενήθηκε στο Poetry (Δεκ. 2013), λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο είχε κάνει την πρώτη της δημοσίευση σε ηλικία 22 ετών, μετά την αρχική εμφάνισή της στο περιοδικό Mademoiselle.


        Αυτόχθονο τοπίο

        Πατάς πάνω στον πατέρα σου, είπε η μητέρα μου,
        και πράγματι στεκόμουν ακριβώς στο κέντρο
        ενός στρώματος από γρασίδι, κομμένου τόσο περίτεχνα που θα μπορούσε
        να είναι ο τάφος του πατέρα μου, αν και πέτρα να το λέει δεν υπήρχε.

        Πατάς πάνω στον πατέρα σου, επανέλαβε,
        πιο δυνατά αυτή τη φορά, που άρχισε να γίνεται περίεργο,
        γιατί και εκείνη είχε πεθάνει· ακόμη και ο γιατρός το είχε παραδεχθεί.

        Μετακινήθηκα λίγο προς το πλάι, εκεί
        που ο πατέρας μου τελείωνε και η μητέρα μου άρχιζε.

        Το κοιμητήριο ήταν σιωπηλό. Ο άνεμος φυσούσε στα δέντρα·
        άκουγα, πολύ αχνά, ήχους από κλάματα αρκετές σειρές πιο πέρα
        και πιο μακριά ένα σκυλί που θρηνούσε.

        Στο τέλος οι ήχοι αυτοί υποχώρησαν. Έκανα τη σκέψη
        πως δεν θυμόμουν να με έχουν φέρει με αυτοκίνητο εδώ,
        σε αυτό που τώρα φαινόταν κοιμητήριο, αν και μπορούσε να είναι
        κοιμητήριο στο μυαλό μου μόνο· ίσως ήταν πάρκο ή, αν όχι πάρκο,
        ένας κήπος ή πέργκολα, αρωματισμένη, τώρα αντιλήφθηκα, από τριαντάφυλλα –
        τον αέρα γεμίζοντας η γλυκύτητα της ζωής, douceur de vivre,
        όπως λέγεται. Κάποια στιγμή,

        μου πέρασε από το μυαλό πως ήμουν μόνη.
        Πού είχαν πάει οι άλλες,
        οι ξαδέλφες και η αδελφή μου, η Κέιτλιν και η Άμπιγκειλ;

        Τώρα πια το φως ξεθώριαζε. Πού ήταν το αμάξι
        που θα περίμενε να μας πάει σπίτι;

        Άρχισα τότε να ψάχνω κάποια εναλλακτική λύση. Ένιωσα
        μια ανυπομονησία να μεγαλώνει μέσα μου, σχεδόν ανησυχία, θα έλεγα.
        Τελικά, σε απόσταση, διέκρινα ένα μικρό τρένο,
        σταματημένο έμοιαζε πίσω από κάτι φυλλωσιές, με τον ελεγκτή
        να τεντώνεται στο άνοιγμα μιας πόρτας, καπνίζοντας ένα τσιγάρο.

        Μη με ξεχάσετε, φώναξα, τρέχοντας τώρα
        πάνω από πολλά τμήματα γης, πολλές μητέρες και πατέρες –

        Μη με ξεχάσετε, φώναξα, όταν επιτέλους τον έφτασα.
        Κυρία μου, είπε, δείχνοντας τις ράγες,
        ασφαλώς αντιλαμβάνεστε αυτό είναι το τέλος, οι ράγες δεν προχωρούν.
        Οι λέξεις του ήταν σκληρές, τα μάτια του όμως ήταν ευγενικά·
        αυτό με ενθάρρυνε να υπερασπιστώ περισσότερο τη θέση μου.
        Μα πάνε πίσω, είπα, και σχολίασα
        την αντοχή τους, λες και προορίζονταν για πολλές τέτοιες επιστροφές.

        Ξέρετε, είπε, η δουλειά μας είναι δύσκολη: αντιμετωπίζουμε
        πολλή θλίψη και απογοήτευση.
        Με κοίταξε με αυξανόμενη ειλικρίνεια.
        Ήμουν κάποτε όπως εσείς, πρόσθεσε, ερωτευμένος με την ταραχή.

        Τώρα μιλούσα όπως σε έναν παλιό φίλο:
        Και εσύ, είπα, μια και ήταν ελεύθερος να φύγει,
        δεν επιθυμείς να πας στο σπίτι σου,
        να δεις την πόλη πάλι;

        Αυτό είναι το σπίτι μου, είπε.
        Η πόλη – η πόλη είναι εκεί που εξαφανίζομαι.



        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        9+2 ποιήματα / Λουίζ Γκλικ - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ο θρίαμβος του Αχιλλέα & Ένας μύθος αφοσίωσης / Λουίζ Γκλικ - Χάρτης (hartismag.gr)


        Bλ. επίσης: https://www.hartismag.gr/harti...

        Το δίκιο της Κάλλας και του αηδονιού

        Δεν άρεσε στον πατέρα μου η όπερα. Όποτε άκουγε στο ραδιόφωνο τότε, μάλλον τον ενοχλούσε, αφύσικη πολύ τού φαινόταν, καθόλου δεν μπορούσε να την καταλάβει.
        Ένα απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τον βρήκα να ακούει όπερα, την Κάλλας στο μεγάλο ραδιόφωνο, στη μέση του καθιστικού που είχαν τότε τα σπίτια μας.
        Τρέχανε τα μάτια του.

        —Μπαμπά; Εσύ δεν μου ’λεγες..
        —Ναι. Αλλά αυτή είναι αηδόνι, μου είπε.

        Τότε, το αηδόνι για την Κάλλας το πήρα για απλώς υπερθετικό βαθμό περιγραφής τής φωνής της. Αρκετά χρόνια μετά άκουσα κι εγώ αηδόνι προσεκτικά, όπως θ’ άκουγε κι ο πατέρας μου στο Βαριμπόπι, το χωριό του, στην Κυπαρισσία. Κατάλαβα το εύρος του κελαηδήματός του, το γιατί υπερέχει από τα πουλιά όλα.
        Ο πατέρας μου, δηλαδή, έκανε και μια τεχνική παρατήρηση, σκέφτηκα, έναν ακριβή, πέραν της γοητείας των δύο ήχων, παραλληλισμό.

        (Δεν θυμάμαι ποιος μου είχε πει κι αυτή την άλλη μικρή ιστορία: μια Αθηναία, φεύγοντας από το νησί που παραθέριζε ένα φθινόπωρο, χάρισε μια κασέτα μαγνητοφώνου με την Κάλλας, λέει, σ’ έναν φίλο της ψαρά, ντόπιο.

        —Άκουσέ την, να μου πεις τη γνώμη σου όταν ξανά 'ρθω, τoυ είπε.

        Το επόμενο καλοκαίρι που γύρισε τον ρώτησε:

        —Την άκουσες;
        —Ναι, είπε αυτός.
        —Και;
        —Να σου πω. Αυτή, τελικά, δίκιο έχει που φωνάζει.)

        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

        Γιον Φόσε (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2023)

        Σκίτσο Νikias Elmehed


        Στις 15 Νοεμβρίου

        Αφιέρωμα στον
        ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

        (Συντονισμός: Νίκος Χρυσός)



        Νεότερα για την [εγ]κληματική αλλαγή

        του Άγγελου Πεφάνη


        Έκλεβαν μηχανές και οχήματα για τα εξαρτήματα και οδηγούς για τα όργανά τους, αναφέρουν οι ειδήσεις. Σε γκαράζ και ντουλάπες της σπείρας βρέθηκαν σασί και σκελετοί. Εργαλεία αποσυναρμολόγησης και τεμαχισμού, μπαταρίες, ζάντες, καλώδια, πηνία, νεφρά, άκρα, κομμένα ήπατα διακρίνονται αριθμημένα σε φωτογραφίες των αρχών ασφαλείας. Τηλεπαρουσιάστριες και τηλεπαρουσιαστές αφειδώς γεμίζουν δοχεία δακρύων για τις ανάγκες του ρεπορτάζ.
        Σε μασούρια έχουν ανασκαφεί από αρχαιολόγους της αστυνομίας χιλιάδες νομίσματα, σε ανταλλάξιμα ή κίβδηλα κέρματα από διαφορετικές χώρες, με ανάγλυφους ανά επικράτεια ημεδαπούς αστέρες της διεθνούς λογοτεχνίας, τα πρόσωπα των οποίων σκιάζονται για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων των ιδίων, αν εκκρεμούν αναθεματισμοί, αλλά και των αναγνωστών τους. Στους χωρίς συσκευές εγκληματισμού τοίχους της οργάνωσης, που είχε αποψιλώσει χώρα και περίχωρα, εμφανίζονται λάβαρα διαφορετικών ομάδων αίματος. Σε τραπεζικές θυρίδες αναζητούνται πολύτιμα στοιχεία από σφυγμομετρήσεις για τις μουσικές προτιμήσεις οπαδών οργάνων που συνδυάζονται: χέρι & βιολί, έδρα & πιάνο, χείλη & φαγκότο, πνεύμονες & ντραμς, δάχτυλα & λύρα κ.ο.κ.
        Δηλώσεις ευγνωμοσύνης προς τη σπείρα, τις οποίες συντάσσουν άτομα που μπόρεσαν να κινηθούν με τα εξαρτήματα και τα όργανα που αγόρασαν, από συνηγόρους αναμένεται να κατατεθούν στους ανακριτές. Παππούδες που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, με τα εγγόνια αγκαλιά, ελεύθερα πλέον διασχίζουν τους χωρίς κίνηση δρόμους, για να συγκεντρωθούν προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων μπροστά στα κρατητήρια. Πριν σαπίσουν στην αγκαλιά, καμιά φορά τα πιο ηλικιωμένα εγγόνια στην άσφαλτο κατεβαίνουν να τους σπρώξουν. Η πόλη έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο ποδηλοτοδρόμιο. Επειδή όμως έχουν κλαπεί τα ποδήλατα, αφού κόπηκαν τα δέντρα όπου ήταν δεμένα, υγροί, δακρύβρεκτοι και ασκίαστοι χωρίς ομπρέλα όλοι κυκλοφορούν με μία ρόδα δίτροχου υπό μάλης.
        Ένα αίσθημα ασφάλειας έχει αποκατασταθεί μεταξύ των κατ’ οίκον πεζών, που χωρίς ηλεκτρικά αμαξίδια, για λόγους οικονομίας, άφοβα μετακινούνται στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια τους. Από τον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση πηγαίνουν στην τουαλέτα, όταν δεν μπορούν να θυμηθούν πού έβαλαν το δοχείο νυκτός. Μικρές και μεγάλες αίθουσες τουαλέτας αστράφτουν παντού. Μάρμαρα, μωσαϊκά και άλλα υλικά που αρχίζουν από μ λάμπουν στις ανταύγειες από ένα βόρειο σέλας, που σε κάθε σπίτι τώρα, σε διαφορετικές αποχρώσεις αναλόγως των οικογενειακών φρονημάτων, προσφέρεται από την υπηρεσία ψηφιακής προστασίας του καταναλωτή κλιματικών αλλαγών.
        Στις συνθήκες αυτές, παράγοντες του νομικού κόσμου αρνούνται να παραλάβουν από τα καθαριστήρια τις τηβέννους, τα κοστούμια και τα φορέματά τους. Το γεγονός ότι, με την καρδιά τους ανέγγιχτη από χειρουργούς, στις ψησταριές με ανακούφιση γρυλίζουν τα γουρούνια, εκθειάζουν ζωόφιλοι. Να μην πιστεύετε όσα μας ακούτε να λέμε, επαναλαμβάνουν ως επωδό οι πολιτικοί. Να πιστεύετε αυτά που εξηγούμε ότι σας λέμε.




        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Δρόνοι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Λογοτεχνία & θέρμανση / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Άσπρο πουκάμισο

        Πρέπει να ήταν γύρω στα ‘77-’78, όταν πηγαινοερχόμουνα στον «Κέδρο» για την πρώτη έκδοση της μετάφρασής μου των ποιημάτων της Σαπφώς. Δηλαδή αρκετά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση για τα Ρεμπέτικα τραγούδια του Ηλία Πετρόπουλου, προφανώς πάνω στην ετοιμασία κάποιας επανέκδοσής τους.
        Ένα μεσημέρι που έφτασα, καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο τού Γιάννη Κοντού ο Βασίλης Τσιτσάνης. Όπως μου είπε κάποια στιγμή, μετά, ο αγαπητός μου Λάμπης Ράππας, από το διπλανό του Κοντού γραφείο, ήταν εκεί για να δει κάποιους στίχους του, για να τους ελέγξει στο βιβλίο επακριβώς.
        Ήταν και κοντά στα Χριστούγεννα, θυμάμαι επίσης. Μας σύστησε ο Κοντός. Δεν μιλήσαμε. Όση ώρα μείναμε στον ίδιο χώρο και τον κοίταζα, ο νους μου είχε σταματήσει στο λευκό, κουμπωμένο στον λαιμό ψηλά, καθαρό και καλοσιδερωμένο πουκάμισό του.
        Δεν ξέρω γιατί, αλλά το συνδύασα με την αγνότητα των περισσότερων τραγουδιών του και, βέβαια, με το «Άσπρο πουκάμισο φορώ». Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ μαύρο, ακόμη και για δυο μαύρα μάτια.
        Έμεινα και τον κοίταζα όσο μπορούσα πιο διακριτικά, σαν παιδί τα φώτα κάποιος μεγάλης γιορτής.
        (Θυμάμαι τώρα που ο Νίκος Χουλιαράς μου έλεγε πως ο πατέρας του Τσιτσάνη ή κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης ανέβαιναν στα Γιάννενα κι αγόραζαν τα τσαρούχια τους από το εμπορικό τού δικού του πατέρα στην πόλη. Ίσως προς τα Χριστούγεννα κι αυτοί).


        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

        Το Δημοτικό Τραγούδι σήμερα

        ____________

        Μεφάλο αφιέρωμα του Χάρτη
        στις 15 Δεκεμβρίου

        *

        ( Επιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας )

        5 χρόνια Χάρτης

        _________

        (61 ΤΕΥΧΗ, 60 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
        2 ΧΡΟΝΙΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ)


        «Τι παράξενη στρέψη της γραμμής ήταν το 1968, η γραμμή με τις χίλιες αποκλίσεις! Από εκεί προέκυψε ο τριπλός ορισμός του ρήματος γράφω: γράφω σημαίνει αγωνίζομαι και αντιστέκομαι. Γράφω σημαίνει εμπλέκομαι σε ένα γίγνεσθαι. Γράφω σημαίνει χαρτογραφώ, σημαίνει ότι “είμαι χαρτογράφος”».
        Gilles Deleuze,Foucault, Les Éditions de Minuit, 1968 (ελ. μτφρ. Τάσος Μπεντζέλος, εκδ. Πλέθρον, 2005)

        οὐ δύναμαι δ' ἀλόχου τῆς 'Ανδρομάχης ἀναχωρεῖν εἴργει γὰρ χάρτης καὶ νόμος Αὐσόνιος.
        (Παλατινή Ανθολογία, τόμ. Δ΄, βιβλ. 11, κεφ. 378 1:1

        εἰ γάρ τις ἀφέλοι τῶν Χρυσίππου βιβλίων ὅς ἀλλότρια παρατέθειται, κενὸς αὐτῷ ὁ χάρτης καταλελείψεται.
        (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, Iστοριών Z΄, Kεφ. ζ', Xρύσιππος,  3:2)

        Η νέα μέθοδος διανομής

        Ο σκιτσογράφος του New Yorker, Feggo, γνωστός... εκ συναλλαγής (δες: εδώ) έστειλε τις ευχές του στον Χάρτη, συνοδεία μιας γελοιογραφίας από το χιουμοριστικό ρεπερτόριό του. Η παραλλαγή του σπορ που λανσάρισε ο Άι Βασίλης, με εντυπωσιακές μέχρι τώρα επιδόσεις, έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που το διαφοροποιούν από το γκολφ: Δεν χρειάζεται γκαζόν, αλλά οροφοσκεπή. Ούτε έχει την ανάγκη οπών στο έδαφος για να σκοράρει: Η υπερυψωμένη καμινάδα ανεβάζει ακόμα περισσότερο το βαθμό δυσκολίας. Μένει το τετραγωνισμένο μπαλάκι, που αναδεικνύει την ικανότητα του Άι Βασίλη να πετύχει στόχο με ελεγχόμενο χτύπημα, χωρίς να κάνει θρύψαλα το δώρο.

        Οι μέρες


        Οι μέρες, σαν κουδουνάκια πασχαλινών προβάτων σε αγρούς ευημερίας απραγματοποίητων γεγονότων ηχούν, αρματοδρομούν, οπλισμένες μονομαχούν, χωρίς κανόνες, να τερματίσουν όσα καλώς ή κακώς συνέβησαν εναγωνίως επιθυμούν, δεν είναι λίγες οι φορές που οι αλαλαγμοί λογαριασμών που δεν έκλεισαν μεταβάλουν μεσάνυχτα σε μεσημέρια, «διαστολή παρουσίας» το ονομάζουν οι στρατευμένοι στις λεγεώνες των ξένων και, κάπως έτσι, τους παίρνει ο ύπνος, σαν μωρά, κι ας σταλάζει η οροφή των προσδοκιών τους αίμα. Επί πιστώσει τίποτε, όλα μετρητοίς.
        Όλα μετρητοίς από τον μη έχοντα μέρα καλή να θυμάται, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα, πληρώνεις μετρητοίς, ακόμη και όταν δεν χρωστάς σε αυτόν που σχεδιάζει να γονατίσει αξιοπρεπώς εμπρός από τη σταύρωση το Πάσχα.
        Μέρες ηδονής ακμάζουσες, σαν στημόνια, τάκα-τούκα, τάκα-τούκα, πλέκουν μοτίβα ανέμελων περιηγητών εν είδει περιστεράς, αχ αεράκι μου, σε ποιο δειλινό ξεχάστηκες και ονειροπολείς την μοναξιά του μεγάλου ισορροπιστή, εκεί, στα 365 μέτρα πάνω από τον γκρεμό, 365 μέτρα πάνω από το χάος, χωρίς κοντάρι, με πόδια γυμνά, χωρίς μέτρα ασφαλείας, νάτος, που φθάνει απέναντι πριν γλυκοχαράξει, τα πουλιά σύννεφο, κοτσύφια, πέρδικες , τσίχλες και τσαλαπετεινοί, κελαηδούν, υποψιασμένα ότι κάποιος έπαψε να μετρά τις ώρες, ο θηριοδαμαστής θα σηκώσει το μαστίγιο κι ένας ολόκληρος χρόνος κομματάκια θα γίνει, θρύψαλα θα γεμίσει το απομεσήμερο, αυτή τη στιγμή περιμένουν κάθε χρόνο οι χορευτές να ματώσουν τα πόδια τους.
        Αυτοί θα αναλάβουν την δύσκολη επιχείρηση διαιώνισης του είδους, χαρίζοντας νυχθημερόν το σπέρμα τους, κύριοι, επιβάλλεται η διαιώνιση του είδους, οι χρονιάρες μέρες δεν είναι για ραχάτι και κουβεντούλα, είναι ιερές μέρες αυτογνωσίας και ομαδικής προσφοράς για τις ανάγκες της οικουμενικής συνέχειας, εμπρός, λοιπόν, προσλάβετε τον απαραίτητο βοηθό συλλέκτη, τον υπεύθυνο συλλογής του ύψιστου αγαθού της ζωής, πριν είναι πολύ αργά και τα ράφια μείνουν άδεια, τη βροχή φοβάμαι, αυτή θα κάνει τη ζημιά, από τότε που διαλύθηκε η σκέπη του ουρανού όλα είναι πιθανόν να συμβούν, εμπρός λοιπόν, οι μέρες περνούν, μαλακιστείτε ομαδικά, καμιά μάχη δεν πάει χαμένη, όλα εξαργυρώνονται και με το παραπάνω, ακόμη και η απάτη.

        Xρηστού & αχρήστων γέννα

        Του Άγγελου Πεφάνη

        Μία γυναίκα σκοτώθηκε και δύο τραυματίστηκαν, όταν δυνατός αέρας έριξε πάνω τους φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ύψους είκοσι μέτρων, σε ιστορική πλατεία στην πόλη Ουντενάαρντε στο Βέλγιο, που υπήρξε κέντρο κατασκευής ταπισερί και παραγωγής φλαμανδικής υπόξινης μπίρας, πριν συνδεθεί με ποδηλατικούς αγώνες
        Είχε περάσει τα 25. Ντυμένος Άγιος Βασίλης, επαγγελματίας αναρριχητής κατέβαινε από κτήριο 24 ορόφων στη Ρωσία, όταν μπέρδεψε τα σχοινιά, έπεσε και σκοτώθηκε. Στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν φάρσα, δήλωσε μάρτυρας. Πολλά παιδιά δεν αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί. Κάποια άλλα άρχισαν να ουρλιάζουν. Ποια είναι καλύτερη από προσωρινές δουλειές την περίοδο των χειμερινών εορτασμών; Άι Βασίλης, τάρανδος, καθαριστής καπνοδόχων, κούριερ γλυκών, προσαρμοστής χιονανθρώπων ή μπόγιας για μωρά που χάθηκαν σε λούνα παρκ;
        Μειώνονται οι ποσότητες σε συσκευασμένα προϊόντα, ώστε να φαίνεται μικρότερη η αύξηση στην τιμή τους, ενώ διευρύνονται οι χώροι λειτουργίας σε ναούς τροφίμων. Δέκα ώρες χειρουργείο για 14χρονο από την Άρτα, που κατέρρευσε ενώ έλεγε τα κάλαντα. Προφυλακίστηκε ο 16χρονος, που με δύο μαχαίρια έστειλε τον πατέρα του μακριά από φάτνες. Λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη για βάρδο και ευεργέτη πολλών, που έφυγε στα 70 του. Όλοι για τα μπετά δουλεύουμε, έχει τραγουδήσει. «Βερσιόν μπετά» πρέπει να λέγεται η βελτιωμένη εκδοχή λογισμικού, που ανασκευάζουν προγραμματιστές.
        Δεκατρία αγαλματίδια σε σχηματισμό φάτνης βρέθηκαν σε ανασκαφές στα ερείπια της Πομπηίας. Σε όρθια θέση σε κάποιου είδους ράφι στον διάδρομο μιας οικίας, τα γλυπτά από πηλό παραπέμπουν σε ειδωλολατρικές παραδόσεις σε σχέση με τη λατρεία της θεάς Κυβέλης μάλλον. Τα αγαλματίδια απεικονίζουν ανθρώπινες φιγούρες, το κεφάλι ενός κόκορα, ένα αμύγδαλο, ένα καρύδι και ένα κουκουνάρι.

        Δύση & Ανατολή
        Στη Δύση η γέννηση, γνωστή ως Χριστούγεννα, είναι η μεγάλη γιορτή. Στην Ανατολή σημαντικότερα γεγονότα αποτελούν ο θάνατος και η ανάσταση, γνωστά ως Πάσχα. Άλλοτε στην Ελλάδα καραβάκι έβγαινε στη στεριά για τα κάλαντα. Τώρα δέντρα κατεβαίνουν από τα βουνά και από πλαστικά δάση.
        Με μια μεταλλική βέργα 39χρονη προκάλεσε φθορές στην εξώπορτα στο πατρικό σπίτι της 31χρονης πρώην κουνιάδας της, ενώ στην κατοχή της βρέθηκε οικιακό μαχαίρι, όταν συνελήφθη. Πόσα λαχανικά να είχε κόψει; Ηλεκτρονικές ευχές για καλές γιορτές από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Πολύχρωμες σημαίες ξεπλένουν αμαρτίες σε ασπρόμαυρα πλυντήρια. Στα τροχαία τροχίζεται ο τροχός της τύχης. Οι δρόμοι στις πόλεις έχουν αδειάσει από την αγροτοφιλία των εορτών. Ο πόλεμος ακυρώνει τη γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ.
        Παναγία μου, τι λένε, σκέφτομαι. Και σηκώνομαι. Ήμουν σκυμμένη. Πίσω, πίσω, πρόσεξε, φώναζαν οι συνάδελφοι. Όπως γυρνάω, τον βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου. Κρατούσε το χορτοκοπτικό. Εγώ, έτσι όπως γύρισα, κρατούσα το αλυσοπρίονο για να κόψω ένα κλαδί. Τι κάνεις, ρώτησα. Πέταξε το χορτοκοπτικό, με άρπαξε και άρχισε να στρέφει το αλυσοπρίονο πάνω μου. Με φώτισε ο Θεός και έκλεισα τον διακόπτη. Έβριζε. Είχε ενοχληθεί από τις εργασίες των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Πρασίνου στο πάρκο όπου κοιμάται. Πίστευε πως θα του κάνουν κακό. Μια γυναίκα τράβηξε την 58χρονη κηπουρό. Μπήκαν σπίτι της και αμπαρώθηκαν. Έξω φώναζε ο άλλος προσπαθώντας να καταστρέψει τα μηχανήματα. Βρήκε μπροστά του ένα μπουκάλι πετρέλαιο. Με την πρώτη γουλιά σωριάστηκε. Έτσι τον συνέλαβαν.

        1823
        Το 2008 ο ίδιος είχε βάλει φωτιά στη φάτνη που στήνει ο Δήμος Βόλου στην πλατεία Αγίου Νικολάου, ο οποίος στη Δύση ταυτίζεται με τον Άι Βασίλη, στα χρώματα της Κόκα Κόλα διαρκώς. Συγκεκριμένη μορφή απέκτησε από ποίημα που δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1823. Την πατρότητα του ποιήματος «Επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο», που αποδίδεται στον Μέιτζορ Χένρι Λίβινγκστον, Τζούνιορ, διεκδίκησε ο Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, ο οποίος διετέλεσε καθηγητής ανατολικής και ελληνικής λογοτεχνίας (1823-1850), ενώ στο Γενικό Θεολογικό Σεμινάριο κληροδότησε μέρος των κτημάτων του, που σήμερα αποτελούν την πλατεία Τσέλσι στη Νέα Υόρκη.
        Ανήμερα Χριστουγέννων του 1823 στο Μεσολόγγι κατέπλευσε ο Μπάιρον, έχοντας γλιτώσει από τον τουρκικό στόλο. Έφερνε προκαταβολή από το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας, που βελτίωνε την επενδυτική βαθμίδα της εξεγερμένης χώρας. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Κάρολος Δαρβίνος στην Παταγονία γιόρτασε Χριστούγεννα στο Λιμάνι της Επιθυμίας, Port Desire τότε και Puerto Deseado τώρα.
        Έχουν δοθεί πολλά μεταθανάτια «Βραβεία Δαρβίνου», τα οποία απονέμονται σε άτομα που αναβαθμίζουν τον μέσο όρο ευφυίας, αφαιρώντας τα χρωμοσώματά τους από τη γονιδιακή δεξαμενή, με το να πεθαίνουν λόγω βλακείας. Στις 26 Μαϊου 2004 στην Αυστρία, λόγου χάριν, διαχειριστής πολυκατοικίας βρήκε εν συνεχεία βραβευμένο ένοικο να έχει πνιγεί, με το κεφάλι σε νεροχύτη με ζεστό νερό και τα πόδια σηκωμένα έξω στον κοινό διάδρομο. Είχε σφηνώσει στο παράθυρο, που άνοιγε από πάνω προς τα έξω μέχρι τη μέση μόνο. Από εκεί πρέπει μεθυσμένος να είχε επιχειρήσει να μπει στο διαμέρισμά του. Στριφογυρίζοντας θα άνοιξε το ζεστό νερό, στο σημείο όπου χωρούσε το κεφάλι του. Γιατί δεν έκλεισε τη βρύση; Γιατί δεν τράβηξε το βούλωμα του νεροχύτη; Η αστυνομία βρήκε τα κλειδιά του στην τσέπη.
        Το κράτος μήνυσαν μαθητές στη Νότια Κορέα, γιατί καθηγητές κήρυξαν τη λήξη των εξετάσεων 90 δευτερόλεπτα νωρίτερα. Μόνον ένας επιβάτης τραυματίστηκε σε νορβηγικό κρουαζιερόπλοιο στη Βόρεια Θάλασσα, το οποίο έπλητταν κύματα πάνω από 15 μέτρα. Σε 12 άτοκες δόσεις, με πιστωτική κάρτα, προσφέρεται κρεατομηχανή με 3 δίσκους κοπής, μαχαίρι από ανοξείδωτο ατσάλι, τρίφτη για λεπτό, χοντρό και σε φέτες τεμαχισμό, ακροφύσιο για την παραγωγή λουκάνικων και αντιολισθητικά ελαστικά πόδια, που επίσης θα είναι χρήσιμα, αν αρχίσει να χιονίζει μέσα στην κουζίνα.
        Για τον βασανιστικό θάνατο σκύλου Χάσκι ανακοίνωση εξέδωσε η Πρόεδρος «Ξενοδόχων και Ενοικιαζομένων Δωματίων Αράχωβας», από την οποία συνάγεται ότι υπάρχει σύλλογος με μέλη ξενοδόχους και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ναυτία, εμετός, πυρετός, ευαισθησία, πόνοι, οίδημα, πρησμένοι λεμφαδένες, αίμα στο σπέρμα αποτελούν προειδοποιητικά σημάδια για ορχίτιδα.
        Υπήρξε παρότρυνση προς Χριστιανούς στην Κίνα να «συμμορφωθούν στην κατεύθυνση της κινεζοποίησης του χριστιανισμού». Σε κινεζικά μέσα ενημέρωσης κυκλοφόρησε βίντεο, που δείχνει χειρουργό οφθαλμίατρο την ώρα της επέμβασης να γρονθοκοπεί ηλικιωμένη που κινείται, καθώς η αναισθησία δεν την είχε πιάσει. Δεν είναι γνωστό αν τη μέθοδο εξετάζουν νοσοκομεία όπου παρατηρούνται ελλείψεις αναισθησιολόγων, εφόσον διστάζουν να δεχθούν χορηγίες σε είδος από εταιρείες ποτών και εμπόρους ναρκωτικών.
        Με τετραπλασιασμό από την άνοιξη 2020 της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών της εταιρείας Hermès, που ακολούθησε την έκρηξη ζήτησης για ακριβές τσάντες και άλλα είδη πολυτελείας μετά την πανδημία, σε σχεδόν 12 δισ. ευρώ υπολογίζεται η περιουσία πέμπτης γενιάς κληρονόμου, ογδόντα ετών, του ιδρυτή της εταιρείας. Έχοντας στην κατοχή του 5,7% των μετοχών δήλωσε ότι θα αφήσει τη μισή περιουσία του σε Μαροκινό πρώην κηπουρό του, με σύζυγο και δύο παιδιά, τον οποίο πρόκειται να υιοθετήσει, ακυρώνοντας προηγούμενη δωρεά στο ελβετικό φιλανθρωπικό Ίδρυμα Ισοκράτης, που είχε ιδρύσει για να στηρίζει δημόσιες συζητήσεις. Νέα κατολίσθηση στον ισθμό της Κορίνθου.

        Οι τιμές ανεβαίνουν
        Φέτος ανέβασα τις τιμές των κοριτσιών κατά δύο λίρες, γιατί βαρέθηκα όσους μιλούν για σεξιστικές διακρίσεις, αν και δεν δίνω σημασία στη γνώμη του κόσμου, δήλωσε στο BBC η γιαγιά Καρολάιν, που χρεώνει μέλη της οικογένειάς της για το χριστουγεννιάτικο δείπνο που ετοιμάζει. Πέρυσι είχε χρεώσει από 15 λίρες τους δύο γιους της, με κανονική δουλειά, και από 10 λίρες τις τρεις κόρες της, με μερική απασχόληση. Από πέντε λίρες είχαν δώσει τα τέσσερα εγγόνια της άνω των πέντε ετών, ενώ 2,5 λίρες τα δύο μικρότερα. Οι τιμές έχουν ανεβεί παντού, πρόσθεσε.
        Πριν από τα Χριστούγεννα σκότωσε τη γυναίκα του και αυτοκτόνησε, αφήνοντας πέντε παιδιά ορφανά. Στην Καλιφόρνια, γειτόνισσα του Τσάρλι Σιν κατηγορείται ότι μπήκε σπίτι του διά της βίας, όταν ο ηθοποιός άνοιξε την πόρτα, και προσπάθησε να τον στραγγαλίσει σκίζοντας το πουκάμισό του. Την απογοήτευσή του εξέφρασε Αμερικανός γερουσιαστής για πρώην συνεργάτη του, βίντεο του οποίου κυκλοφόρησε με ερωτικές περιπτύξεις με άλλον άντρα σε έδρανο αίθουσας της Γερουσίας, που έχει φιλοξενήσει ακροαματικές διαδικασίες επιτροπής του Κογκρέσου, η οποία διερεύνησε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
        Παντού κάμερες, δήλωσε υπουργός. Την ντροπή της πάντως εξέφρασε σύζυγος κομμωτή, που ανακάλυψε ότι κρυφές κάμερες είχε βάλει ο άντρας της στην τουαλέτα του κομμωτηρίου, αλλά και στον θερμοσίφωνα στο σπίτι, όπου έμεναν με τις κόρες της από προηγούμενο γάμο. Σε μηχάνημα μαγνητικής τομογραφίας στις ΗΠΑ μπήκε για εξέταση γυναίκα, που είχε πάνω της όπλο, το οποίο εκπυρσοκρότησε και την πέτυχε στα οπίσθια. Έως τον Μάρτιο πιθανολογείται ο Ντόναλντ Τραμπ να έχει εξασφαλίσει το χρίσμα υποψηφίου για την προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
        Μετά από οκτώ μήνες εντοπίστηκε μικροσκοπική ντομάτα στον διαστημικό σταθμό, απαλλάσσοντας αστροναύτη, που την είχε καλλιεργήσει, από κατηγορίες ότι την έφαγε. Βυθισμένο στο χιόνι, σε μια κούνια στο πάρκο κάθεται ένα μικρό παιδί. Φορά κουκούλα και κόκκινες μπότες. Πάνω από τους αστραγάλους φτάνει το χιόνι. Για να το απομακρύνει, συνεχώς κλωτσά, ελευθερώνοντας έτσι λίγο χώρο που θα του επιτρέψει, έστω ελάχιστα, να κινηθεί με την κούνια.

        Παντού οι γάτες προσπαθούν να ξυπνήσουν, αλλά διαρκώς το αναβάλλουν.


        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Για το νέο έτος / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Σχετικά με την κατάργηση του νέου έτους / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Χωρίς είκοσι δύο: υστερόγραφο για χρόνια που έχουν καταργηθεί / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        21+ επέτειοι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Απαγγελίες ποιημάτων

        Lucas Auger (1685-1765): «Αλληγορία της Ποίησης»



        Είτε εκ συστήματος ή από μια παρόρμηση, δεν έχει σημασία, το ίδια χάλια μπορεί να απαγγείλουν αμφότεροι χωρίς την κατάλληλη σκηνοθεσία. Το ποίημα θέλει το χώρο του. Τη σιωπή ή τη μικρή μουσική του. Το φως και το σκοτάδι του. Θέλει στάση σώματος και δημιουργία απόστασης από το κοινό.
        Ποτέ δεν ταυτίζεται η εκ των έσω απαγγελία με την εκφερόμενη. Αλλιώς το διάβαζες από μέσα σου. Από μέσα πετάς! Έχεις το σωστό ύφος, τον σωστό τόνο, τη σωστή συγκίνηση. Συντονίζεσαι με τη φωνή του ποιητή, τον ακούς σχεδόν να αντηχεί μέσα στο στήθος σου, χρωματίζεις με τους χρωστήρες του. Με το που θα τολμήσεις όμως να το ξεστομίσεις, αντίο μαγεία, η σύνδεση με τον ποιητή και τη μούσα του διακόπτεται αποτόμως.
        Όταν απαγγέλλεις είσαι δύο ταυτόχρονα: ένας που μιλάει και ένας που ακούει. Αυτός που ακούει, είναι τρομακτικής σημασίας γι' αυτόν που μιλάει. Αν θαυμάζεις τον εαυτό σου φαίνεται. Αν τον υπονομεύεις φαίνεται. Αν τον βρίσκεις γελοίο φαίνεται. Ο ακροατής εαυτός είναι περισσότερο από κριτής σου, είναι εντολέας σου. Αυτός σε καταδικάζει στην εκφορά από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Οφείλεις να ξέρεις τις αδυναμίες του χαρακτήρα σου όπως και της προφοράς σου.
        Πρόβα, πρόβα, πρόβα. Πριν αρχίσεις να το διαδίδεις αριστερά δεξιά, πάρε το ποίημα στη φωλιά σου και εξέτασέ το με την ησυχία σου. Πρέπει να ψάξεις τις πτυχές του, τις αντιφάσεις του, τις συνηχήσεις και τους γλωσσοδέτες του· όλες τις επικίνδυνες στροφές που μπορούν να σε πετάξουν από το δρόμο. Πρέπει να ξέρεις το ποίημα καλύτερα κι από τον ποιητή, ακόμα κι αν αυτός είσαι εσύ.
        Η ταχύτητα εκφοράς του ποιήματος, όπως και ο τόνος έχουν τη σημασία τους. Αν το πιάσεις ψηλά, κινδυνεύεις από λαρυγγικά αδιέξοδα. Αν το τρέξεις θα φανεί είτε ότι βαριέσαι - άρα γιατί μας το διαβάζεις; - ή ότι ντρέπεσαι, μετάνιωσες και θέλεις να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα. Αν πάλι το πεις δραματικά αργά και μπάσα, νάτος με τις βαριές κουδούνες του, ο νάρκισσος Αυνάν.
        Η αναπνοή είναι το μέτρο. Ένα δίδυμο ποίημα γράφεται με εικόνες και συνειρμούς στον χρόνο των παύσεων.
        Οι περισσότεροι διαλέγουν ένα ύφος της μόδας και ξεμπερδεύουν. Κυκλοφορούν πολλά: το έξυπνο, το σέξι, το σκεπτικό, το ευαίσθητο, το σπαρακτικό, το κυνικό. Είναι μια ασφαλής επιλογή αν σου πάει το στιλ, αλλά συνήθως από τον συρμό απουσιάζει ο ποιητής, και το ποίημα. Ενώ ο απαγγέλλων λάμπει στο κενό του.
        Το χειρότερο στιλ είναι το πρόχειρο. Να απαγγέλει κανείς σε κάθε συνθήκη, στα καλά καθούμενα, στην τάβλα λίγο πριν το ρέψιμο -ποιητής εκ του προχείρου έχων την μορφήν του χοίρου. Να αναγγέλλει μάλιστα την απαγγελία του ο ίδιος : «Και τώρα θα σας διαβάσω ένα ποίημα!». Να μην ακούει αυτό το «Ωχ το μάτι μου!» που ψιθυρίζεται από γύρω και να διαβάζει το ποίημα όπως θα διάβαζε μια συνταγή για μακαρονάδα από την οθόνη του κινητού. (Οι φίλοι συνήθως κρύβουν την αμηχανία τους με παγωμένα χαμόγελα και σχεδόν πάντοτε χειροκροτούν ανακουφισμένοι μόλις το κινητό ξαναμπεί στην τσέπη).
        Τίποτα όμως δεν ξεπερνά σε δύναμη καταστροφής την χύδην καταγεγραμμένη σε βίντεο απαγγελία, που άγνωστο σε τι χέρια και τι context θα πέσει. Η απελπισμένη λαχτάρα προβολής για εμπορικούς δήθεν λόγους όχι μόνο δεν ωφελεί την ποίηση, αλλά την κάνει ένα με τον αχταρμά της επικαιρότητας. Κι ακόμα χειρότερα. Την κάνει «νούμερο» ένα στο πάλκο της γενικής αναισθησίας.

        Μαρία Λαϊνά (1947-2023)

        [Πηγή φωτογραφίας «Η Καθημερινή»]



        Δεν έκρυβε την έκπληξή της.
        Σ' όλη της τη ζωή ήταν ευτυχισμένη·
        γιατί αν θέλησε να βρει δικαιολογίες
        δεν είχα καμιά.

        [...]

        να φεύγουν όλα
        κι εσύ να φεύγεις
        σαν τίποτα να μην ήσουν ποτέ
        ούτε γύμνια στον ήλιο
        ούτε φλόγα τρελή

        [...]

        φεύγει η ζωή και το λουστρίνι της
        έρχεται άλλος και το παίρνει

        Μ Α Ρ Ι Α   Λ Α Ϊ Ν Α



        Στον βαθμό που ελέγχω τη λογοτεχνική μας παραγωγή (πρωτότυπη και μεταφραστική), είμαι βέβαιος ότι η περίπτωση της Μαρίας Λαϊνά καταφανώς εξέχει, συγκριτικώς και απολύτως, στα τελευταία τριάντα χρόνια, υπερβαίνοντας ασφαλώς τον μέσο όρο. Τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την υπεροχή αυτή, κωδικοποιημένα με απόλυτη συντομία, είναι τα εξής:
                        Καλλιέργεια εις βάθος μιας προσωπικής ποιητικής ευαισθησίας, η οποία κάθε φορά αποστάζεται με βασανιστικό τρόπο, προτού βρει την έκφρασή της.
                         Αφομοίωση των λογοτεχνικών αναζητήσεων του 19ου και του 20ού αιώνα, όπου παντελώς αποφεύγονται η αντιγραφική μίμηση αλλά και η ενοχλητική επίδειξη.
                         Ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια, που υποστηρίζονται από γνήσιες εμπειρίες, προσωπικές και συλλογικές.
                         Τέλος, βαθύτερη και ευρύτερη αντίληψη για την ποίηση, που δεν περιορίζει την άσκησή της αποκλειστικώς και μόνον σε ποιήματα, αλλά διηθείται και σε άλλα είδη λόγου.
        Με δύο λόγια η Μαρία Λαϊνά συστήνει επαξίως τη λογοτεχνία του καιρού μας.

        Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

        Η λεπτή φαντασία της, τα λιτά της σχεδιάσματα, η έμφυτη κλίση της για την ακριβολογία και την αναζήτηση του ουσιώδους και φυσικά η μεγάλη ικανότητα αφαίρεσης που διαθέτει, την έχουν καθιερώσει στις συνειδήσεις των φίλων της καλής ποίησης ως μία απ΄ τις αυθεντικότερες ποιήτριες της εποχής μας…

        ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

        …Σπάνια η καταγραφή της αίσθησης της μοναξιάς και η "αναπόφευκτη" καταδίκη σε αυτήν ευτύχησε να δοθεί με τόση απλότητα και σοφία (σεβασμός στη λογική), δημιουργώντας παράλληλα μια ξέφρενη αλληλουχία φανταστικών γεγονότων (αποδοχή της βαρβαρότητας που κρύβουμε μέσα μας) [...] Οι μονόλογοι - μονόπρακτα της Μ.Λ. έχουν μία πρώτου βαθμού συγγένεια ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο με τα γραπτά του Σάμιουελ Μπέκετ. Η ποιητική γραφή και η αχαλίνωτη φαντασία, η περιγραφή ξένων συνηθειών και των συνηθειών ενός ξένου, η αργή εξέλιξη της ιστορίας που αφήνει πλήθος από ερωτήματα, θυμίζουν τις απλές όσο και εφιαλτικές αφηγήσεις του Μπέκετ όπου λύση δεν δίνεται, όπου οι ανθρώπινοι δεσμοί λύνονται γιατί η ανθρώπινη επικοινωνία πάσχει…

        ΒΕΡΟΝΙΚΗ  ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

        Θεάτρων θέατρα

        Ο Τζίμης Πανούσης με τον Νικόλαο Σκουφά (ανέκδοτη φωτ. του Σ.Κ.)



        Περίπου την εποχή που ξεκινούσε όλη αυτή η θεατρική μας ασυναρτησία, για να φτάσει όπου έφτασε πια με του μοντερνισμού και της δήθεν πρωτοπορίας τα σημερινά ανεκδιήγητα αποτελέσματα, μας είχε καλέσει μια φίλη μας ηθοποιός να πάμε να τη δούμε με τον Τζίμη Πανούση.
        Πήγαμε, μάλιστα λαϊκή απογευματινή Τετάρτης θυμάμαι και βρεθήκαμε οι δυο μας ανάμεσα σε γηραιές θεατρόφιλες κυρίες, που δεν θ’ άφηναν παράσταση να μη δουν, εκείνης συμπεριλαμβανομένης.
        Ο Τζίμης, όσο προχωρούσε αυτό το ακατάληπτο δημιούργημα, έπαθε σχεδόν πανικό, δεν άντεχε άλλο, γύρισε και μου είπε: —Είμαστε σε πολύ βαθύ πηγάδι. Δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ αυτό το μαρτύριο…
        Κοίταξα το πρόγραμμα, που περιείχε ευτυχώς όλο το παρασταινόμενο πόνημα, κι είδα πως είχαμε διαβεί ήδη τα τρία τέταρτα. Τον καθησύχασα, για ν’ αντέξει.
        Κάποιον καιρό μετά, πάνω στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, το ’99 δηλαδή, την ξαναπάθαμε, πάλι με πρόσκληση φίλων ηθοποιών. Αυτή τη φορά δεν αναζήτησε τη βοήθειά μου κατά τη διάρκεια του έργου.
        Όμως, όταν τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια και βρεθήκαμε να περπατάμε μετά νύχτα έξω στον δρόμο, με κράτησε λίγο πιο πίσω από την παρέα στην οποία μετείχαν και οι φίλοι μας ηθοποιοί που μας είχαν φιλοξενήσει, πλησίασε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε: —Καλά κάνουν και μας βομβαρδίζουν οι Αμερικάνοι.


        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

        Επώνυμα σωματικών ιδιοτήτων (προς χρήσιν των πολιτικά ορθώς σκεπτομένων)


        στη μνήμη της Χοντρής του Θησαυρού, στον Χοντρό & τον Λιγνό, κλπ.



        Αυτιάς, δημοσιογράφος. Βραχνός, μεταφραστής. Βρυκόλακας, μουσικός. [Babis] Βωβός, μηχανικός. Γκαβού, παιδαγωγός. Γονατάς, ποιητής. Γουρλομάτης, οφθαλμίατρος. Διπλοδάκτυλος, πόρτες ασφαλείας. Εξαδάκτυλος, πλαστικός χειρουργός. Ζερβός (αριστερόχειρας), ηθοποιός. Ζουμπάς, συμβολαιογράφος. Καμπάς (τρκ. χοντρός), ποιητής. Καμπούρης, καλαθοσφαιριστής (και Καμπουράκης, Καμπουρέλος, Καμπουρίδης, Καμπούρογλου, Καμπουρόπουλος κ.λπ.). Κασιδιάρης (ψωριάρης), ψητοπωλείο. Κατσέλης (αραβ. kaçel: κουτσός), αρτοποιία και νόμος. Καψιμάλλη, συμβολαιογράφος. Καψοκώλης, καρδιολόγος (και Καψοκόλη, συγγραφέας). Κεκές, καφεκοπτείο. Κεφάλα, πανεπιστημιακός (και Κεφαλάς, χαρτικά). Κιοσές (τρκ. köse: σπανός), μετακομίσεις. Κοιλιαρης, οδοντοτεχνίτης. Κόκαλα, πρατήριο υγρών καυσίμων. Κοκάλας, οίκος μόδας (και Κοκαλας, ψυχολόγος). Κόκκαλης, επιχειρηματίας. Κοντορούπης, καρδιολόγος. Κοντούλη, νεφρολόγος. Κοντουλέας, αστυνομικός. Κοντός, ποιητής. Κουκουλομάτης, ζωγράφος. Κουλαξίζης (τρκ. χωρίς αυτί), μουσικός. Κουλός, βιομηχανία λουκουμιών. Κουλοχέρης, εμπόριο αυτοκινήτων. Κουτέλα, εισοδηματίας. Κουτρούλης (φαλακρός), προσκλητήρια γάμων. Κοροβέσης (αραβ. korrovesh, -e: κουτσαύτης), συγγραφέας. Κουτσομούρης, κοινωνιολόγος. Κουτσονούρης, κληρικός. Κουτσοχέρης, δρομέας (και Κουτσοχέρας, ποιητής), Κουτσός, μοντελιστής. Κουτσαυτης, εκδότης. Κουτσοδόντης, ασφαλιστής. Κουτσοπόδης, αεροπόρος. Κουφός, παθολόγος (και Κωφός, βαλκανιολόγος). Κοψαχείλης, βουλευτής. Κοψαυτης, πλεκτά. Κοψοκόλης, λογιστικό γραφείο. Κοψολαίμη, ηθοποιός. Κοψομύτης, επιστήμων πληροφορικής. Κουτσομύτης, σκηνοθέτης. Λιανός, δομικά υλικά. Λιγνός, βιομηχανία πλαστικών. Μαγουλάς, λογιστής. Μακρής, κομμωτήριο. Μαλλιάς, πρέσβυς επί τιμή. Μαλλιάρας, εκπαιδευτικός, Μαλλιάρης, εκδότης (και Μαλλιαρός, φαρμακείο). Μασίκα (από το ρ. μασώ: προγναθική), φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Μαυροκέφαλος, αρχοντάρης. Μαυρομμάτης, φωτογράφος (ο λαμπρός Σωκράτης). Μαυρομούστακος, θεατρολόγος. Μαυρομουστάκης, μουσικός οίκος (και Μαυρομουστακάκης, ελαιοχρωματιστής). Ματάκιας, λευκά είδη. Μαυρομύτης, γραφείο τελετών. Μαυροπόδη, δικηγόρος. Μικρουλέας, νομικός. Μικρούτσικος, μουσικός (x 2). Μουγγός (και Μουγκός), τυπογράφος. Μουγκάκος, τεχνικός. Μούγκας, εστιατόριο. Μουργοκέφαλος, ποιμήν (Σπάρτη). Μπαζάκα (βλαχ. bazaca: κοιλαράς), ηθοποιός. Μπουντούρη (τρκ. bodur: κοντός, μικροκαμωμένος), makeup artist (και Βουδούρης, επιχειρηματίας). Μπουρνάζ(ος) (τρκ.: μυταράς), παπούτσια. Μυταράς, ζωγράφος (και Μυταράκης, ζωγράφος επίσης). Ουζούν(ης) (τρκ. ψηλός), τυρόπιτες. Παλαβός, συγγραφέας.Παλαμάς (με μεγάλες παλάμες), ποιητής. Πατακός (ιδιωμ. Κρήτης: μικρόσωμος, άσχημος), το κτήνος. Πατούσας, εγκυκλοπαιδιστής. Πατσός (πλακουτσομύτης), εργοθεραπευτής. Παχάκης, γυναικολόγος. Παχής, θεολόγος. Πελτέκης (τρκ. τραυλός), μακεδονομάχος. Πλατάρα, αισθητικός. Πλατυπόδης, δικαστικός επιμελητής. Ποδάρας, γερανοί (και Ποδαράς, καλαθοσφαιριστής). Πρέκας (αρβ. pre-ke, -a, με φακίδες), ζωγράφος. Σισμάνης (τρκ. χοντρός), οπτικά (και Σισμανίδης, ταξιδιωτικό γραφείο. Σισμανογλου, ευεργέτης). Σκεμπές, ηλεκτρολόγος. Σκούρτης (αρβ. shkurt: κοντός), συγγραφέας. Σούρδος (βλάχ. κουφός), δημόσιος υπάλληλος. Σπανός, σπάνια βιβλία. Στοματάρας, πολιτικός. Στράβακας, αθλητής. Στραβοκέφαλος, αγρότης. Στραβολαίμης, οικονομολόγος. Στραβομπούκης (με στραβό στόμα), αστυνομικός. Στραβομύτης, τυπογράφος. Στενός, ηλεκτρολόγος. Σχιζόκωλος, στρατιωτικός (Μάνη). Τόπαλης (τρκ. κουτσός), τυπογράφος (και Τοπάλη, ποιήτρια. Τοπαλής, μηχανολόγος). Τραυλός, εκδότης. Τσάλης (αρβ.: κουτσός), περιπτερούχος. Τσαλίκης (τρκ. καμπούρης), τραγουδιστής. Τσάπαρης (τρκ. çapar: σημαδεμένος), ταβέρνα. Τσιλης (τρκ. : με φακίδες), κωπηλάτης. Τσολάκης (τρκ. colak: μονόχειρας, κουλός), γλωσσολόγος. Φακίδα, ιστιοπλόος. Φρυδάς, κλειδιά (και Μελανοφρύδης, ιστορικός). Χειλάς, ταβερνιάρης. Χονδροπόδης, αυτοκίνητα. Χονδρός, λογοτέχνης. Ψευδός, λογιστής. Ψηλός, σουβλάκια. Ψώρας, μεσίτης. Φαρδής, πανεπιστημιακός. Φαφούτη, αρθρογράφος. Φρίκης, τραγουδιστής.
        Συμπέρασμα
        : «Κουτσοί-στραβοί» σπεύσατε «στον άγιο Πανελεήμονα» του πολιτικά ορθού.

        ___________
        ΣHM.: Τα άτονα επώνυμα δηλώνουν πολλαπλούς τονισμούς.

        Γούντι Άλεν — ή ο «επίπονος» μεταφραστής

        Όταν μετέφραζα το πρώτο από τα τρία βιβλία του Γούντι Άλεν (το Χωρίς Φτερά, πριν τις Παρενέργειες και το Πάτσι, που ακολούθησαν), πριν σαράντα και, δηλαδή, χρόνια πια, το έργο μου παραήτανε δύσκολο. Εκτός από την ανυπαρξία της εποχής εκείνης σε βοήθειες, σε πληροφορίες αλλά και σε γνώσεις, είχα κι ένα ασφυκτικό —τρεις μόνο μήνες, αν θυμάμαι καλά— χρονικό πλαίσιο για να το κάνω, μιας και λήγανε τα δικαιώματά του, η οψιόν, για την Ελλάδα.
        Ήμουν ήδη κάπως δοκιμασμένος, βέβαια, σε Σαπφώ και Αλκαίο, αλλά προπαντός σε Φρανκ Μπάουμ και Λιούις Κάρολ, που στον Μάγο του Οζ και στο Μες στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί τους τα είχα πάει μάλλον καλά, στα δύο αυτά παιδικά (αλλά όχι μόνο) βιβλία, τα οποία μου είχε προτείνει ο Καλοκύρης να αναλάβω.
        Με άγνοια όμως πάλι του κινδύνου, ρίχτηκα στη δουλειά. Μέχρι ομάδες … κρούσης παλιών μου από το σχολείο καθηγητών κάπως οργάνωσα, που όμως κι αυτοί, κι Αμερικανοί ακόμα, τα σύγχρονα τότε το λίνγκο της Νέας Υόρκης τ’ αγνοούσαν. Για να γίνει κάπως πιο κατανοητό αυτό, στην επανέκδοση Όλων των γραπτών του Γούντι Άλεν είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, αφαίρεσα ίσως και το ενενήντα τοις εκατό των υποσημειώσεων των πρώτων τους εκδόσεων, μια ο κόσμος ήταν ήδη πολύ αλλιώς και το Στάτεν Άιλαντ το ξέραμε πια κι εδώ γύρω.
        Νόμιζα πως τα είχα καταφέρει, και, μες στον χρόνο που είχα, παρέδωσα τη μετάφραση.
        Τότε, με κάλεσε η μόλις επιστρέψασα από το εξωτερικό συνεκδότις του εκδοτικού οίκου, να μου πει για τη μετάφραση. Για έναν μεταφραστή οι σωστές παρατηρήσεις είναι πάντα καλοδεχούμενες, μάνα εξ ουρανού, και ακομπλεξάριστα τις δέχεται.
        Μού είπε: —Κάτι γίνεται με τη γλώσσα σας εδώ. —Δηλαδή; —Να, εδώ, μεταφράζετε: «Έγινε πια ένα πειθαρχημένο ανθρώπινο ον, που έβρισκε ευχαρίστηση στο κηπουριλίκι και στο κάθισμα πάνω στο αυτόματο ποτιστήρι». —Δηλαδή; —Το κηπουριλίκι. Δεν είναι ωραία λέξη. —Με ποια προτείνετε εσείς να την αντικαταστήσουμε; —Με τη λέξη κηπουρική. —Κλείστε, παρακαλώ, τον φάκελο. Άμα δεν ξέρετε τη διαφορά ανάμεσα στην κηπουρική και στο κηπουριλίκι, δεν θα ’θελα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση.
        Ίσως φοβηθήκανε για τις όποιες επιπλοκές, ίσως ο γλυκός συνεκδότης της να τη συνέτισε, και τα βιβλία με τις μεταφράσεις μου ακριβώς εκδόθηκαν, με τις γνωστές πορείες τους.
        Έχω πολλά περάσει, έχουν πολλά δει τα μάτια μου κι ακούσει τ’ αυτιά μου.


        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )


        Γούντι Άλεν : «Η Υπόθεση Kugelmass» [μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης]



        Ολυμπία Καράγιωργα (1934-2024)

        Κάιρο 1956: Καλύτερη μαθήτρια της χρονιάς

        Η Ολυμπία Καράγιωργα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Κατόπιν φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Stanford των ΗΠΑ όπου σπούδασε Αγγλική και Αμερικανική Φιλολογία και απέκτησε ΜΑ στο Δημιουργικό Γράψιμο. Το 1961 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο Χιλιάδες πρόσωπα της τύχης. Το 1966 ακολούθησε η δεύτερη, Τα μεγάφωνα. Το 1969 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε θέατρο με τον Χρήστο Βαχλιώτη. Ακολούθησαν οι συλλογές: Το μεγάλο κύμα (1974), Ποιος (1985), Προχωρώντας στο χρόνο, Σκόρπια (1997), Μάτια του έρωτα (1997), Χειμώνας στη Λέρο (Μελάνι, 2009 ― Βραβείο Λυρικής Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών) και τον συγκεντρωτικό τόμο Στο φως το χρυσάφι. Ποίηση 1960-2010, εκδ. Σοκόλη 2012. Μετέφρασε Γκαρθία Λόρκα, Ντ. Χ.Λόρενς, Αλμπέρ Καμί και Ευριπίδη. Το 2002 τιμήθηκε με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του Καλιγούλα του Καμί, με το βραβείο «Όμηρος» του 1ου φεστιβάλ Μεσογειακής Ποίησης. Με το βιβλίο Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος (Δίαυλος 1995) συνέβαλε στη διάδοση του έργου του ποιητή. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Λέρο, στο προγονικό σπίτι της μητέρας της.

        Εγώ κι η θάλασσα του Χειμώνα
        Εγώ και τα φύλλα που είχαν πέσει
        Εγώ και τα φύλλα που συνέχιζαν να πέφτουν

        Εγώ κι ο Ουρανός με τους κατοίκους του Χειμώνα του,
        Τα Σύννεφα – οντότητες τρομακτικές σε στιγμές,
        άλλοτε παρουσίες γαλήνιες που θυμίζουν την
        ανθρώπινη τρυφερότητα που έλειπε, που είχε
        σκεπαστεί κάτω από βαριές κουβέρτες
        Εγώ κι ο άξαφνος λόγος ο Λέρικος ο ποιητικός
        Εγώ κι η ψυχή μου
        Εγώ κι αναπόφευκτα η Ποίηση


        «Poor Things»

        Με αφορμή την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Άλισντερ Γρέυ Poor Things από τον Γιώργο Λάνθιμο, αναδημοσιεύουμε το κείμενο που έγραψε ο Γιώργος Χουλιάρας στον Χάρτη, τον Απρίλιο του 2020, για τον θάνατο του Σκωτσέζου συγγραφέα.

        Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019)


        Δύο ημέ­ρες πριν ολο­κλη­ρω­θεί το 2019 πέ­θα­νε ένας σπου­δαί­ος συγ­γρα­φέ­ας στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα και ζω­γρά­φος, που επί­σης συν­δύ­α­ζε τις δύο αυ­τές τέ­χνες ως βι­βλιο­ποιός, όπως θα τον απο­κα­λού­σα, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ (Alasdair Gray). Μό­νον κά­ποια μα­κρο­σκε­λή «Επει­σό­δια από τη νε­α­νι­κή ζωή ενός για­τρού του Δη­μό­σιου Ορ­γα­νι­σμού Υγεί­ας της Σκω­τί­ας», που εί­ναι ο υπό­τι­τλος του βρα­βευ­μέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του «Χα­μέ­να κορ­μιά» (Poor Things, 1992 / Νε­φέ­λη 2001, Ελληνικά Γράμματα 2023) – τα οποία δεν θα ξάφ­νια­ζαν τη Μαί­ρη Σέλ­εϋ ή τον Λιού­ις Κά­ρολ – έχουν με­τα­φρα­στεί από τον Δη­μή­τρη Βαρ­δου­λά­κη στα ελ­λη­νι­κά.
        Τε­λειώ­νο­ντας το 1957 τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, όπου μπή­κε αν και του έλει­παν απαραί­τη­τα πι­στο­ποι­η­τι­κά, ο Γκρέυ απο­δέ­χθη­κε ανά­θε­ση (αμι­σθί πλην εξό­δων) να ζω­γρα­φί­σει τοι­χο­γρα­φί­ες σε εκ­κλη­σία στη γε­νέ­τει­ρά του Γλα­σκό­βη, από όπου πο­τέ δεν απο­μα­κρύν­θη­κε πα­ρά μό­νον όταν η οι­κο­γέ­νειά του εκ­κε­νώ­θη­κε στη διάρ­κεια του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου. «Έδει­ξα τον Θεό», έχει πει, με τον τρό­πο που τον ανα­φέ­ρει αρ­χί­ζο­ντας η «Γέ­νε­σις» – πνεύ­μα Θε­ού επε­φέ­ρε­το επά­νω του ύδα­τος – «όχι σαν κάποιο πε­ρι­στέ­ρι όπως απει­κο­νί­ζε­ται κά­ποιες φο­ρές, αλ­λά πιο πο­λύ σαν τον Σού­περμαν». Έχο­ντας πά­ψει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται, το κτή­ριο κα­τε­δα­φί­στη­κε το 1970. Ήταν η κα­λύ­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρη τοι­χο­γρα­φία μου, δή­λω­σε ο Γκρέυ, που συ­νέ­χι­σε να σκη­νο­γρα­φεί και να κά­νει τοι­χο­γρα­φί­ες: σε συ­να­γω­γή, σε εκ­κλη­σία, σε ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες, σε κα­τα­στή­μα­τα, στην ορο­φή πο­λι­τι­στι­κού κέ­ντρου και στην εί­σο­δο σταθ­μού του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη, όταν πια εί­χε γί­νει γνω­στός.
        Έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα (με συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση το 2010) και θε­α­τρι­κά έρ­γα, για το ρα­διό­φω­νο, την τη­λε­ό­ρα­ση και τη σκη­νή. Η υπό­θε­ση κά­ποιων από αυ­τά απο­τέ­λε­σε πυ­ρή­να πε­ζο­γρα­φη­μά­των του. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, μια συλ­λο­γή σχε­δόν εί­κο­σι θε­α­τρι­κών έρ­γων πε­ρι­λαμ­βά­νει τη «Σπη­λιά του Πο­λύ­φη­μου», που εί­χε γρά­ψει σε ηλι­κία εν­νέα ετών. Ενώ ακό­μη ήταν στη σχο­λή κα­λών τε­χνών, εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, με τί­τλο «Πορ­τρέ­το του καλ­λι­τέ­χνη ως νε­α­ρού Σκω­τσέ­ζου», που πα­ρα­πέ­μπει στον Τζέιμς Τζό­ις. Ιστο­ρί­ες στην πρώ­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του, που ονο­μά­ζε­ται «Απί­θα­νες ιστο­ρί­ες, ως επί το πλεί­στον» (Unlikely Stories, Mostly, 1983), εί­ναι εμπνευ­σμέ­νες από τον Κάφ­κα ή τον μύ­θο του Προ­μη­θέα ή έναν στί­χο του Έζ­ρα Πά­ουντ ή αφη­γού­νται τη δη­μιουρ­γία μιας «πα­γκό­σμιας γλώσ­σας» (multiverbal logopandocy).
        Σε ηλι­κία 46 ετών εξέ­δω­σε το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Λά­ναρκ: Μια ζωή σε τέσ­σε­ρα βι­βλία» (Lanark, 1981). Το μυ­θι­στό­ρη­μα ξε­κι­νά με το Τρί­το Βι­βλίο και ακο­λου­θούν τα άλ­λα τρία, ενώ επί­σης υπάρ­χουν Πρό­λο­γος και Επί­λο­γος – τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια πριν τε­λειώ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­θώς εί­ναι «πο­λύ ση­μα­ντι­κός» για να μπει στο τέ­λος – στον οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας εξη­γεί ότι θα ήθε­λε να δια­βα­στεί με μια ορι­σμέ­νη σει­ρά το βι­βλίο του, αλ­λά να απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο σκέ­ψης με κά­ποια άλ­λη. Στον επί­λο­γο υπάρ­χει κα­τά­λο­γος «λο­γο­κλο­πών» του συγ­γρα­φέα, κά­ποιες από τις οποί­ες πα­ρα­πέ­μπουν σε βι­βλία που δεν υπάρ­χουν. Στη σχε­δόν 600 σε­λί­δων αφή­γη­ση πα­ραλ­λη­λί­ζο­νται και εμπλέ­κο­νται δύο κό­σμοι: Μια με­τα­πο­λε­μι­κή Γλα­σκό­βη του 1950, όπου με­γα­λώ­νει ένας νέ­ος καλ­λι­τέ­χνης, και μια επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας δυ­στο­πία, που ονο­μά­ζε­ται Ανευ­χα­ρι­στώ (Unthank). «Ο κό­σμος βελ­τιώ­νε­ται μό­νον από αν­θρώ­πους που κά­νουν συ­νη­θι­σμέ­νες δου­λειές και αρ­νού­νται να εκ­φο­βι­στούν», λέ­ει ο γιος του πρω­τα­γω­νι­στή ενώ εκεί­νος πε­θαί­νει.
        Όπως όλα τα έρ­γα αυ­τού του ασύ­γκρι­του βι­βλιο­ποιού, που έχουν τύ­χει δι­κής του επι­μέ­λειας – σε από­γνω­ση των εκ­δο­τών λό­γω κό­στους – το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο με σχέ­δια του και άλ­λες τυ­πο­τε­χνι­κές πα­ρεμ­βο­λές σε ύφος σχε­δόν κω­μι­κο­γρα­φί­ας (όπως ονο­μά­ζω τα κό­μικς), το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ει­κα­στι­κή δου­λειά του, που φαί­νε­ται πιο λα­μπε­ρή σε αντί­γρα­φα πα­ρά στο πρω­τό­τυ­πο. Θε­με­λιώ­δης αντί­φα­ση της κω­μι­κο­γρα­φί­ας εί­ναι η από­δο­ση του φα­ντα­στι­κού ρε­α­λι­στι­κά, κα­θη­συ­χά­ζο­ντας έτσι ίσως, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να κα­θι­στώ­ντας την “πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” μια συ­χνά απο­κρου­στι­κή φα­ντα­σί­ω­ση και εν­δε­χο­μέ­νως εν­θαρ­ρύ­νο­ντας αντι­στά­σεις ενα­ντί­ον της. Το ύφος αυ­τό εν πολ­λοίς χα­ρα­κτη­ρί­ζει και το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του Γκρέυ, που δεν ήταν ένας συγ­γρα­φέ­ας με πα­ράλ­λη­λες ει­κα­στι­κές ενα­σχο­λή­σεις, ού­τε ένας ζω­γρά­φος που επί­σης έγρα­φε, αλ­λά ένας πράγ­μα­τι δι­φυ­ής καλ­λι­τέ­χνης, όπως με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος.

        Άλισντερ Γκρέυ: «Ο Φάουστ στο εργαστήρι του», λιθογραφία

        Ασφα­λώς ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη εί­ναι η αυ­το­βιο­γρα­φία του, που τι­τλο­φο­ρεί­ται Μια ζωή σε ει­κό­νες (A Life in Pictures, 2010). Εκ­κε­ντρι­κή τυ­πο­γρα­φία και σε­λι­δο­ποί­η­ση σω­μα­το­ποιούν Το βι­βλίο των προ­λό­γων (The Book of Prefaces, 2000), μια προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία, με εκτε­νή σχό­λια του, ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων σε έρ­γα με­γά­λων συγ­γρα­φέ­ων τεσ­σά­ρων εθνών (Αγ­γλί­ας, Ιρ­λαν­δί­ας, Σκω­τί­ας και Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών), που συ­νο­ψί­ζει την αγ­γλό­γλωσ­ση λο­γο­τε­χνία από το 675 πε­ρί­που έως το 1920, κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία που δεν θέ­τει ζη­τή­μα­τα πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Μια ονει­ρι­κού τύ­που σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η ανά­μει­ξη φα­ντα­σί­ας και ρε­α­λι­σμού στο έρ­γο του Γκρέυ, ενώ φί­λοι του συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται σε ει­κα­στι­κές απο­τυ­πώ­σεις. Τα πρό­σω­πα επι­βα­τών σε συρ­μούς του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη έχουν γί­νει πρό­σω­πα Απο­στό­λων στον «γά­μο στην Κα­νά», ένα έρ­γο που δια­σώ­ζε­ται μό­νον σε αντί­γρα­φα. Άφη­σα πο­λύ και­ρό το πρω­τό­τυ­πο για φω­το­τυ­πί­ες, έχει εξη­γή­σει ο Γκρέυ, και, όταν πή­γα να το πά­ρω, το μα­γα­ζί δεν υπήρ­χε.
        Πριν συ­μπλη­ρώ­σει τα 18, εί­χε πε­θά­νει η μη­τέ­ρα του, η οι­κο­γέ­νεια της οποί­ας με­τα­κι­νή­θη­κε στη Σκω­τία από την Αγ­γλία, λό­γω δί­ω­ξης του πα­τέ­ρα της για συν­δι­κα­λι­στι­κή δρά­ση. Της άρε­σε η μου­σι­κή, ιδί­ως η όπε­ρα, και ερ­γα­ζό­ταν σε μια απο­θή­κη ρού­χων. Έχο­ντας τραυ­μα­τι­στεί στον Α΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, ο πα­τέ­ρας του δού­λευε σε ερ­γο­στά­σιο που έκα­νε κου­τιά, ενώ αρ­γό­τε­ρα σε οι­κο­δο­μι­κές ερ­γα­σί­ες. Του άρε­σε να περ­πα­τά σε πε­ριο­χές με λό­φους και συ­νέ­βα­λε στη δη­μιουρ­γία ένω­σης ξε­νώ­νων για νέ­ους στη Σκω­τία. Πά­σχο­ντας από χρό­νιο έκ­ζε­μα και ντρο­πα­λός, ο Γκρέυ βρέ­θη­κε ερω­τι­κά απο­κλει­σμέ­νος. Το 1961 πα­ντρεύ­τη­καν με την Inge Sørensen, νε­α­ρή νο­σο­κό­μα από τη Δα­νία, έκα­ναν έναν γιο και χώ­ρι­σαν έπει­τα από οκτώ χρό­νια. Το 1991 πα­ντρεύ­τη­καν με την Morag McAlpine, που πέ­θα­νε το 2014. Γέ­ροι ερω­τευ­μέ­νοι (Old Men in Love, 2007) λέ­γε­ται το τε­λευ­ταίο του μυ­θι­στό­ρη­μα, ενώ πριν πε­θά­νει εξέ­δω­σε «δια­κο­σμη­μέ­νες και εξαγ­γλι­σμέ­νες» εκ­δο­χές σε πρό­ζα της «Κό­λα­σης» και του «Κα­θαρ­τη­ρί­ου» από τη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη.
        Με­τά την αρ­χι­κή απο­μό­νω­ση, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ ανα­δεί­χθη­κε σε κο­ρυ­φαία φυ­σιο­γνω­μία μιας ανα­γέν­νη­σης των γραμ­μά­των και των τε­χνών στη Σκω­τία. Χα­ραγ­μέ­νη τώ­ρα σε δη­μό­σιο κτή­ριο στο Εδιμ­βούρ­γο, η αγα­πη­μέ­νη του προ­τρο­πή «Να δου­λεύ­εις λες και ζεις στα πρώ­τα χρό­νια μιας κα­λύ­τε­ρης χώ­ρας» (Work as if you live in the early days of a better nation) επι­τεί­νει την ανά­γκη βα­θύ­τε­ρης διε­ρεύ­νη­σης της σχέ­σης “πο­λι­τι­σμού” και “εθνι­κι­σμού”. Φα­μπια­νής μάλ­λον από­κλι­σης σο­σια­λι­στής ως προς τις πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις, ο Γκρέυ υπήρ­ξε υπέρ­μα­χος της πο­λι­τι­κής αυ­το­νο­μί­ας της Σκω­τί­ας. Οι από­ψεις του πε­ρί ανε­ξαρ­τη­σί­ας συ­νο­ψί­ζο­νται στη μπρο­σού­ρα «Για­τί οι Σκω­τσέ­ζοι θα έπρε­πε να κυ­βερ­νούν τη Σκω­τία» (Why Scots Should Rule Scotland, 1992). «Οι ιστο­ρί­ες μου επι­χει­ρούν να απο­πλα­νή­σουν τον ανα­γνώ­στη με­ταμ­φιε­σμέ­νες σε θο­ρυ­βώ­δη ψυ­χα­γω­γία, ενώ απο­τε­λούν προ­πα­γάν­δα για έναν δη­μο­κρα­τι­κό, κρά­τους προ­νοί­ας σο­σια­λι­σμό και ένα ανε­ξάρ­τη­το κοι­νο­βού­λιο της Σκω­τί­ας. Τα εξώ­φυλ­λα και οι ει­κο­νο­γρα­φή­σεις –ιδί­ως οι ερω­τι­κές– σχε­διά­ζο­νται με την ίδια υψη­λή σκο­πι­μό­τη­τα», πα­ρα­τη­ρεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του.
        Δια­κε­κρι­μέ­νοι με­τέ­πει­τα συγ­γρα­φείς από τη Σκω­τία, όπως η πε­ζο­γρά­φος Ali Smith, που τον συ­νέ­κρι­νε με τον Ουί­λιαμ Μπλέικ, έχουν δια­κη­ρύ­ξει το πό­σο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό υπήρ­ξε το πα­ρά­δειγ­μα του έρ­γου του, που δη­μιουρ­γεί την εντύ­πω­ση ότι συγ­γρα­φι­κά μπο­ρείς να κά­νεις τα πά­ντα. Πει­ρα­μα­τι­κός στη μορ­φή και πα­ράλ­λη­λα κοι­νω­νι­κός και πο­λι­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, με καυ­στι­κό χιού­μορ και ευ­ρη­μα­τι­κή πλο­κή εμπλέ­κο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη αφή­γη­σης, ο Γκρέυ κι­νή­θη­κε σε πολ­λα­πλές κλί­μα­κες υπο- υπερ- και στυ­γνού ρε­α­λι­σμού, ανα­δια­τάσ­σο­ντας τα όρια της αγ­γλι­κής γλώσ­σας.
        Ο Γκρέυ έκα­νε το το­πι­κό οι­κου­με­νι­κό. Έβα­λε τη Γλα­σκό­βη και τη Σκω­τία στον χάρ­τη της φα­ντα­σί­ας, στον πα­γκό­σμιο ιστό της λο­γο­τε­χνί­ας. «Η Γλα­σκό­βη εί­ναι μια με­γα­λο­πρε­πής πό­λη», λέ­ει ένας χα­ρα­κτή­ρας στο μυ­θι­στό­ρη­μα Λά­ναρκ. Και συ­νε­χί­ζει: «Για­τί σπα­νί­ως το βλέ­που­με αυ­τό; Για­τί κα­νείς δεν φα­ντά­ζε­ται ότι ζει εδώ … σκε­φτεί­τε τη Φλω­ρε­ντία, το Πα­ρί­σι, το Λον­δί­νο, τη Νέα Υόρ­κη. Κα­νείς από όσους τις επι­σκέ­πτο­νται για πρώ­τη φο­ρά δεν εί­ναι ξέ­νος, κα­θώς ήδη τις έχει επι­σκε­φτεί σε πί­να­κες, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, βι­βλία ιστο­ρί­ας και ται­νί­ες. Αλ­λά, αν μια πό­λη δεν έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από έναν καλ­λι­τέ­χνη, ού­τε οι ίδιοι οι κά­τοι­κοι της δεν ζουν εκεί στη φα­ντα­σία τους».
        Μάλ­λον πρέ­πει να υπεν­θυ­μι­στεί ότι το Νέο Λά­ναρκ ήταν πρό­τυ­πο βιο­μη­χα­νι­κό χω­ριό που ιδρύ­θη­κε το 1786 ως έδρα βαμ­βα­κουρ­γί­ας, με κα­τα­λύ­μα­τα ερ­γα­τών, στις όχθες του πο­τα­μού Κλάιντ, από τους κα­ταρ­ρά­κτες του οποί­ου προ­ερ­χό­ταν η υδραυ­λι­κή ενέρ­γεια. Ανα­λαμ­βά­νο­ντας το 1800 τη διοί­κη­ση, ο Ρό­μπερτ Όου­εν, γα­μπρός τού βιο­μή­χα­νου, προ­χώ­ρη­σε σε κοι­νο­βια­κή ανα­διορ­γά­νω­ση, δη­λα­δή σε ένα πεί­ρα­μα ου­το­πι­κού σο­σια­λι­σμού, όπως ονο­μά­στη­κε, που υπήρ­ξε υπό­δειγ­μα για συ­νε­ται­ρι­στι­κές πρω­το­βου­λί­ες αρ­γό­τε­ρα. Έχο­ντας δια­σω­θεί από κα­τε­δά­φι­ση, το Νέο Λά­ναρκ ανα­κη­ρύ­χθη­κε μνη­μείο πα­γκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς της UNESCO στη Σκω­τία και σταθ­μός στην ευ­ρω­παϊ­κή δια­δρο­μή βιο­μη­χα­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς.
        Επι­στρέ­φο­ντας στη βιο­μη­χα­νία της συ­νεί­δη­σης, που συ­γκρο­τούν η λο­γο­τε­χνία και άλ­λες τέ­χνες, θυ­μί­ζω ότι ο Will Self, ο πε­ζο­γρά­φος με το βου­λη­σιαρ­χι­κά πιο πε­ριαυ­το­λό­γο όνο­μα στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία, εί­χε απο­κα­λέ­σει τον Άλισ­ντερ Γκρέυ «ίσως τον πιο σπου­δαίο εν ζωή» συγ­γρα­φέα στο αρ­χι­πέ­λα­γος των βρε­τα­νι­κών νή­σων. Ο ίδιος εί­χε πε­ρι­γρά­ψει τον εαυ­τό του ως «έναν χο­ντρό, με γυα­λιά, αρ­χή φα­λά­κρας, όλο και πιο γέ­ρο, πε­ζό, στη Γλα­σκό­βη».

        Επί­ση­μο σάιτ: http://​www.​ala​sdai​rgra​y.​info


        Ο λαβύρινθος

        Ελληνικά

        Ο Κώστας Ταχτσής στον κήπο του Διονύση Σαββόπουλου στο Ψυχικό (Αρχείο Σ.Κ.)



        Συζητούσαμε κάποτε με τον Ταχτσή, την εποχή που τρέχανε όλοι στην Αθήνα —αλλά όχι μόνο— στους πρωινούς τότε κινηματογράφους για τσόντες, τη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80 μετά δηλαδή, που η απελευθέρωσή μας από τη Χούντα περιείχε κι αυτή την επιπλέον πανελλήνια διάσταση, γιατί ο κόσμος προτιμούσε τα κακόγουστα κι αδέξια ελληνικά πορνό, που σήμερα πια ως cult, βέβαια, επιβιώνουν, κι όχι τα ξένα, τα γαλλικά, τ’ αμερικάνικα, που είχαν άλλες προδιαγραφές από τότε και πολύ ανώτερες, οπτικά τουλάχιστον, εικόνες.

        —Μα είναι απλό, μου είπε. Γιατί οι άνθρωποι ακούν να μιλάνε τη γλώσσα τους, κι αυτό τους διεγείρει, τους τραβάει πολύ πιο πολύ, μαζί και με τη διάσταση των χαρακτήρων της διπλανής πόρτας, των δικών τους.

        Η γλώσσα! Τα ελληνικά. Συμφώνησα, τι άλλο; Το να νοιώθεις τα πρόσωπα στην οθόνη κοντινά σου, που τα καταλαβαίνεις, που σου μιλάνε… Τι άλλο;

        (Κάποτε είχα γράψει κι ένα κείμενο για τις υψηλού χιούμορ ατάκες των θαμώνων, της γαλαρίας στα σινεμά αυτά μέσα, στο Αλάσκα, στο Αβέρωφ, στον Αρίωνα, στο Κοσμοπολίτ, στο Ομόνοια, στο Σταρ, στο Ιντεάλ, στο Ελιζέ. Αλλά τώρα, πιο πολύ θυμάμαι στο Λίνα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας από πάνω, την επιμονή του κοινού να ζητάει τσόντα, να ωρύεται γιατί ο γηραιός ιδιοκτήτης του εκείνη τη μέρα κάτι φοβόταν και δεν έβαζε, ώσπου ακούστηκε η κραυγή: —Ρε π@στη, γέρο, τι ψυχή θα παραδώσεις?!)



        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

        Πρόσθεση



        Στις 8 Απριλίου η Πινακοθήκη της Νεωτερικότητας επιβεβαίωσε ότι είχε απολύσει ένα μέλος του τεχνικού προσωπικού. Η Pinakothek der Moderne στο Μόναχο διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές σύγχρονης τέχνης, αρχιτεκτονικής, σχεδίου και έργων σε χαρτί. Η απόλυση συνδέεται με ένα γεγονός στις 23 Φεβρουαρίου. Με πρόσβαση σε ώρες εκτός λειτουργίας, ο πενήντα ενός ετών τεχνικός είχε κρεμάσει ένα δικό του έργο σε τοίχο στην ανατολική πτέρυγα του πρώτου ορόφου του μουσείου. Χωρίς καρτέλα με τίτλο ή όνομα καλλιτέχνη, επρόκειτο για το πρώτο έργο που υποδεχόταν τους επισκέπτες.
        Η πρόσθεση έγινε αντιληπτή όταν άνοιξε το μουσείο, που αποφάσισε ότι πριν κλείσει στις 6 το απόγευμα δεν θα κατέβαζε τον πίνακα. Η έκθεσή του δίπλα σε έργα του Άντι Γουόρχολ και άλλων τεχνουργών συνέχισε όλη την ημέρα. Το μουσείο, που αρχικά υπέβαλε αγωγή για ζημία, καθώς άνοιξαν δύο τρύπες στον τοίχο για να αναρτηθεί το έργο, δεν έδωσε καμία πληροφορία για τον δημιουργό, το θέμα ή την τεχνοτροπία του 60 επί 120 εκατοστών πίνακα. Δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι επρόκειτο για φωτογραφία μίας οικογένειας τεσσάρων ατόμων, μέρος από τα πρόσωπα και το σώμα των οποίων, όπως και το φόντο, είχαν καλυφθεί με παχύ λευκό χρώμα.

        Το πρόσθετο έργο, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ο Φύλαξ»



        Γερμανικές εφημερίδες αρχικά παρουσίασαν το γεγονός ως μία απάτη κάποιου που αναζητούσε καλλιτεχνική αναγνώριση, χωρίς να αναφέρουν ότι «Μικροβλάβη: Σχετικά με την τέχνη της παρέμβασης» ήταν ο τίτλος της έκθεσης – στην οποία προστέθηκε το έργο – με επιδίωξη να αναδειχθούν λάθη και δυσλειτουργίες στον χώρο της τέχνης και να καταστεί ορατό αυτό που είναι αόρατο, όπως γράφει ο κατάλογος. Η Πινακοθήκη δεν απάντησε σε ερώτηση αν η αντιμετώπιση του συμβάντος ήρθε σε σύγκρουση με το μήνυμα της έκθεσης. Διαφορετικά είχαν αντιμετωπίσει επιμελητές μιας έκθεσης στη Βόννη το προηγούμενο έτος το γεγονός ότι βρέθηκε ένας επιπλέον πίνακας αμπαλάροντας τα έργα. Τίνος είναι ο πίνακας, ρώτησαν. Η δημιουργός εμφανίστηκε. Ονομάζεται Danai Emmanouilidis. Κατόπιν το έργο πουλήθηκε για €3,696 σε πλειστηριασμό στην Κολωνία.
        Κάθε πρόσθεση αναιρεί την αφαίρεση. Μετά το συμβάν στην Πινακοθήκη μία άρνηση της αφηρημένης ζωγραφικής έχει παρατηρηθεί μεταξύ δημιουργών, που συγκλίνουν στο νέο ρεύμα της πρόσθεσης, μάρτυρα της τέχνης έχοντας ανακηρύξει τον απολυμένο τεχνικό. Σε αντιδιαστολή προς ακτιβιστές, που πετούν μπογιές και με κόλλες ακινητοποιούν πάνω σε γνωστά έργα τα χέρια τους, νέοι καλλιτέχνες κρυφά προσθέτουν δικές τους δημιουργίες σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια σε μουσεία και γκαλερί. Στις προσπάθειες καθιερωμένων φορέων, για την αποτείχιση εκείνων που έχουν προστεθεί, διαπιστώθηκε ότι τα περισσότερα έργα που εκτίθενται σε συλλογές, αν όχι όλα, έχουν κατά το παρελθόν επισωρευθεί με τρόπους που δεν είχαν γίνει αντιληπτοί. Διαμορφωτές της τέχνης είναι όσοι έχουν πρόσβαση εκτός ωραρίου.
        Η αναζήτηση εκείνων που έχουν προστεθεί επεκτάθηκε σε άλλους τομείς. Είναι γνωστό ότι λόγια έβαζαν σε αφηγήσεις και επικές απαγγελίες όσοι αναλάμβαναν την εκφορά τους όταν κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος. Η διαδικασία τυποποιήθηκε με την καθιέρωση της τυπογραφίας, όταν τεχνίτες και τα τσιράκια τους προσέθεταν φθόγγους σε ακατανόητα χωρία και λέξεις σε σημεία που πιο κομψά έτσι ισορροπούσαν τη διάταξη του κειμένου. Με δεδομένη τη συμβολή ηλεκτρονικών μέσων αναπαραγωγής, όπως και της τεχνητής νοημοσύνης, επιβεβαιώθηκε ότι το τεχνικό προσωπικό συνιστά πρωτογενή παράγοντα δημιουργικής γραφής, που προσθέτει σε κείμενα λέξεις, στίχους ή ολόκληρα ποιήματα σε συλλογές και κρυφά αλλάζει την πλοκή των μυθιστορημάτων και την επιχειρηματολογία των δοκιμίων.

        Η αφαίρεση λείπει. Η πρόσθεση είναι ό,τι μένει.






        Ας είναι

        Η Γεωργία Βασιλειάδου τραγουδάει ιδανικά τον «κυρ-Μέντιο»




        Οπωσδήποτε, οι αθέμιτες επεμβάσεις κατά το remastering τόσων παλιών ελληνικών ταινιών, που, όχι λίγες φορές πια, ξεφεύγουν και αλλοιώνουν το πρωτογενές καλλιτεχνικό προϊόν βάρβαρα (ίδε «Σάντα Τσικίτα»), καθόλου καλό δεν είναι να γίνονται.
        Σκεφτόμουνα τους δύο πιο αφόρητους χαρακτήρες —για τις ανάγκες όμως των ταινιών τους— που έχω ξεχωρίσει, δηλαδή τη Συνοδινού στον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» κι εκείνον τον Έμπορα στον «Φανούρη και το σόι του», που ο εξευτελισμός τους όμως στο τέλος ισορροπεί των συμπεριφορών τους τον απίθανα ενοχλητικό τρόπο.
        (Βέβαια, αν τους ρόλους αυτούς έπαιζαν ο Παπαγιαννόπουλος ή ο Πλατής ή ο Λουί ντε Φινές αν ήταν Έλληνας —ναι, και τον γυναικείο—, άλλη τελείως αίσθηση θα υπήρχε, μπορεί και να τους είχαμε συμπαθήσει κιόλας, όπως τον Σταυρίδη π.χ. στο «Έλα στον θείο». Ας είναι).
        Υπάρχει όμως ένας ολιγόλεπτος άσχετος χαρακτήρας που δεν αντέχεται καθόλου, μα καθόλου στον «Θησαυρό του μακαρίτη» και που εγώ ευχαρίστως με τις σημερινές τεχνικές δυνατότητες κόντρα σε όλα όσα είπα πριν, θα αφαιρούσα, θα εξαφάνιζα από την οθόνη: αυτόν που ειρωνεύεται τη Γεωργία Βασιλειάδου και προσπαθεί να τη γελοιοποιήσει όταν εκείνη τραγουδάει ιδανικά τον κυρ-Μέντιο της, ευτυχώς αδιαφορώντας τελείως για του Τσιφόρου το άχρηστο και πέρα από τα όρια του γελοίου σκηνοθετικό ατόπημα.

        Ας είναι πάλι. Μπορεί με το μυαλό από τα μάτια μου να τον εξαφανίσω, να τον εξαφανίζω κάθε φορά που η πανέμορφη αυτή σκηνή ξαναφαίνεται, ξανακούγεται.

        (Κι οι πίνακες; Στα επιχρωματισμένα τόσα φιλμ εσχάτως, αν ενός ζωγράφου τα έργα είναι κινηματογραφημένα ως ντεκόρ, ποιος ανόητος, ίσως κι από την άλλη άκρη του κόσμου, τους ξαναβάζει χρώματα με το δικό του φτωχό κριτήριο, τους κάνει ό,τι θέλει; Ποιος ζει για τον μηνύσει άραγε;).

        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )



        Γραμματική

        Kαλάθι του νονού (της νύχτας)



        Ενόψει του Πάσχα, στο καλάθι του νονού (της νύχτας) θα βρείτε:

        μία λαμπάδα στο μπόι σας, σύμφωνα με προσωπικά δεδομένα που έχουν υποκλαπεί,
        ένα καλάσνικοφ με σιγαστήρα, ώστε τηρώντας τις ώρες κοινής ησυχίας να διεκδικήσετε ποσοστά προστασίας που σας αναλογούν,
        διευθύνσεις κατοικίας των εφοριακών που ελέγχουν τη φορολογική δήλωσή σας,
        πρόσκληση δωρεάν εισόδου στο γήπεδο της ομάδας σας (για δύο άτομα, αν συνοδεύεστε από μη αποταγμένο αστυνομικό ή δικαστικό υπάλληλο ή ιερέα),
        φάκελο με ιατρικό πουρμπουάρ για επιτάχυνση εξετάσεων μετά το πέρας των επεισοδίων,
        βίντεο προσωπικών στιγμών αγαπημένων σας προς ανάρτηση σε περίπτωση που χωρίσετε.

        Το καλάθι στολίζουν κόκκινα αβγά ισάριθμα προς τα γράμματα του ονόματος, το οποίο σας χάρισε ο νονός, που στέλνει τις ευχές του για το Πάσχα.

        Το (πρωινό) καλάθι του νονού μπορείτε να το δώσετε στη μάνα σας ή σε όποιο άτομο ξεπλένει τα αίματα από την κουκούλα.

        Ποτέ μην ξεχνάτε ότι ζούμε για να τηρούμε τις παραδόσεις μας (εγκαίρως, με εγγυημένη χημική σύνθεση και σε ανταγωνιστική τιμή).

        [ Ακριβές αντίγραφο για τα βαφτιστήρια ]

        Νταβανόμυγες

        O Στέφανος Κουμανούδης (φωτ. Γιώργος Τζερτζίνης, αρχείο Σ. Κακίση)

        Ο Στέφανος Κουμανούδης, ο μεγάλος επιγραφικός αρχαιολόγος, ο φίλος μου, που πέθανε νωρίς, είχε κάποτε πολύ εντυπωσιαστεί που δεχόταν, που δεχόμασταν, επίθεση, μόλις κάποια μετάφραση, κάποια δουλειά μας, τυπωνόταν, χωρίς μάλιστα καθυστέρηση, αμέσως, άμεσα.
        Μου λέει: —Εμείς είμαστε χαρούμενοι. Πάμε για πικ-νικ ωραίο στο δάσος των ελληνικών μας, απλώνουμε το χρωματιστό καρό μας τραπεζομάντιλο στη χλόη, έχουμε μαζί το κρασάκι μας, τα κεφτεδάκια μας, το τυρί, το ψωμί, τις ελιές μας. Και μόλις καθόμαστε, μόλις πάμε να βάλουμε την πρώτη μπουκιά στο στόμα, την πρώτη γουλιά να πιούμε, χραπ, κολλάει στο σβέρκο μας η νταβανόμυγα! Κι όλοι αυτοί οι επικριτές μας έχουν και κάτι φρικτά, βρε παιδί μου, ονόματα, σχεδόν καρναβαλικά: «Σάιος Σιχαμέλης», «Κωστής Μπουρδοπουλαλάκης», «Φίλωνας Παραδοειδής». Τι να κάνουνε; Κι αυτοί λίγο ζωντανό αίμα θέλουνε, αλλιώς δεν μπορούνε.

        Αλλιώς πώς να ζήσουν, πώς να κρατηθούνε;


        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )


        Όλα τα χρώματα που έχουν σβηστεί

        (ένα ποίημα για τη Γάζα)

        Δυο πανύψηλοι, γκρι, πέτρινοι μιναρέδες
        ευθυγραμμισμένοι μεταξύ σαν γκολπόστ
        σε ένα ματς μονότερμα για τον δυνατό
        που έχει ξεσκίσει τα δίχτυα του φραγμού
        και δεν κρατούν τις μπάλες του σιδήρου,
        και τώρα πια κανείς δεν κρατάει το σκορ

        και παρέκει από τους μιναρέδες, ένας χαρταετός
        στο ίδιο χρώμα γκρι (αυτές τις μέρες ό,τι χαρτί βρεθεί)
        παλεύει στον αέρα για να τους παραβγεί στο ύψος,
        γιατί ο (αόρατος) μικρός που από τη γη κουμαντάρει
        τον τεντωμένο σπάγκο με δυσκολία, φαίνεται, μεγάλη
        ―φέρνει μια τούμπα ο αετός και ύστερα ισορροπεί,
        για λίγο, φέρνει τούμπα πάλι μα κάτω δεν το βάζει―
        ναι, ο μικρός χειριστής το έχει καταλάβει αυτές τις μέρες
        δεν τον φτάνει ο μουεζίνης τον Θεό από τους μιναρέδες

        και παραπίσω δίπλα στη θάλασσα οι δρόμοι
        το ίδιο με την πλατιά την αμμουδιά ασταθείς,
        οι δρόμοι αυτοί που συνεχώς κάνουν κύκλους
        και τους ακολουθεί ένα καραβάνι από δυστυχείς
        ―πόση ανθρωπιά τους μένει η ψυχή τους το ξέρει―
        επάνω σε ξεκοιλιασμένα, βουλιαγμένα τροχοφόρα,
        και σε κάρα, που τα σέρνουν αργά γαϊδουράκια,
        φορτωμένα παιδιά, με κάθε χρώμα μπλουζάκια,
        πολύχρωμες κουβέρτες και χαλιά αναδιπλωμένα
        τόσες φορές σύμφωνα με τις απανωτές διαταγές

        και μέσα στον χαμό ανακαλώ το τραγούδι αυτό:
                    Όλα τα χρώματα που έχεις μες στο νου
                        
        θα σου τα δείξω και θα τα δεις να λάμπουν*
        Όλα τα όμορφα χρώματα στα μυαλά των παιδιών
        τα έχει σβήσει το μένος της οργής των στρατιωτών

        κοιτάνε στο μικρό βάθος της ζωής τους τα παιδιά
        και αντικρίζουν μια ολική ισοπέδωση, του τάφου
        Κοιτάνε ψηλά, εκεί όπου φύτρωναν τα όνειρα τους
        και βλέπουν να ανεβαίνουν μέσα από το χώμα
        πελώρια σύννεφα σταχτιά, φουσκωτά, αγριεμένα

        έτσι όπως έχουν έρθει τα επάνω-κάτω εδώ πέρα
        αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αυτό που παρατηρείς
        να τινάζεται προς τα πάνω με ορμή, και να πνίγει τον αέρα,
        είναι οι στάχτες όλων αυτών που έχουν απάνθρωπα πληγεί,
        ή, μήπως, οι τέφρες μιας μνήμης που έχει αισχρά προδοθεί.

        8 Μαϊου, 2024


        * Whatever colors you have in your mind / I ‘ll show them to you and you ‘ll see them shine: στίχοι από το τραγούδι “Lay Lady Lay” του Μπομπ Ντίλαν.

        Αναζητήσεις

        Έκθετα βιβλία


        Δεν υπάρχουν τσέπες για βιβλία τσέπης. Από ανακοπή καρδιάς πάνε τα αισθηματικά βιβλία, όταν ανακόπτεται το αίσθημα για τα βιβλία. Μετά από σαράντα πέντε χρόνια αναστέλλεται η κυκλοφορία έντυπων εκδόσεων της σειράς Άρλεκιν. Κυκλοφορούσαν μόνο σε περίπτερα, που έβγαλαν φτερά και απογειώθηκαν στα πέριξ.
        Πρόκειται για την τρυφερά αποκρουστική κορυφή ενός παγόβουνου καθώς λιώνει με την αύξηση των θερμοκρασιών, που προκαλεί η διανοητική τριβή με ζητήματα κλιματικής αλλαγής. Με την προοπτική επικράτησης της τεχνητής νοημοσύνης, καταργούνται οι συγγραφείς. Η ψηφιοποίηση διαδικασιών έκδοσης επιτρέπει την κατάργηση των εκδοτών. Καταργούνται τα βιβλιοπωλεία, αφού κανείς δεν αγοράζει βιβλία. Καταργούνται και οι βιβλιοθήκες, αφού αναγνώστες δεν υπάρχουν. Χωρίς προς έκθεση βιβλία, καταργούνται οι εκθέσεις, όπου τα χεράκια τους ζέσταιναν διοργανωτές στην πυρά παλαιάς κοπής βιβλίων και διαδικτυακών εκτυπώσεων. Τα κακώς κείμενα εκλείπουν.
        Ευτυχώς βρέθηκε και στο λείψανό του θα επιστραφεί το κομμένο δεξί χέρι ενός αγίου. Αναζητώντας κηρύγματα, σε κάποιο αρχαίο βιβλίο ίσως έβαζε χέρι. Θαύματα συμβαίνουν παντού. Στο Παρίσι έπεσαν τα φτερά του Κόκκινου Μύλου. Μουλέν Ρουζ. Εγώ τι να πω; Μερικές φορές είμαι καλά, αλλά ευτυχώς μετά μου περνά. Παρακαλώ μην ξεχνάτε ότι υπάρχουν εφαρμόσιμες συμβουλές. Ξεκινήστε την ημέρα σας με πρόγνωση του καιρού. Ολοκληρώστε τη νύχτα με απόγνωση εγκαίρως.


        ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
        Αppαισιοδοξία: https://www.hartismag.gr/hartis-34/stigmata/appaisiodoxia

        Άντεια-Καλλιόπη Φραντζή (1945-2024): μια σπάνια κυρία των γραμμάτων μας



        Η Άντεια Φραντζή (Αρχείο Α. Ταμπάκη)





        Στον αποχαιρετισμό της Άντειας-Καλλιόπης Φραντζή, που με το ονοματεπώνυμό της γεφύρωνε την ομηρική και ησιόδεια Αρχαιότητα με το ύστερο Βυζάντιο, την Πόλη των γονιών της, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την αναφορά σε δύο γνωρίσματά της, που τα κράτησε ώς το τέλος της: τη μαχητική γενναιότητα και τη δοτική γενναιοδωρία.
        Όσοι την πρωτογνωρίσαμε από τα χρόνια της προετοιμασίας της διδακτορικής της διατριβής στο Παρίσι υπό την εποπτεία τού κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, δηλαδή από τη σταυρική ηλικία των τριάντα τριών χρόνων της, είναι αδύνατο να μη θυμόμαστε τη φιλέρευνη εργατικότητά της, τα πολλά λογοτεχνικά, φιλολογικά, πολιτιστικά και πολιτικά ενδιαφέροντα της προοδευτικής όσο και γειωμένης προσωπικότητάς της, μα και την εξομολογητική φλεγματικότητα και τη συναισθηματική γενναιοδωρία με την οποία αντιμετώπιζε, από τη μια τα έντονα βιωματικά τραύματά της, από την άλλη τις οικονομικές και άλλες δυσκολίες του ξενιτεμού της σε έναν τόπο που η γλώσσα του δεν ήταν η κύρια ξένη γλώσσα που ήξερε (δηλαδή η αγγλική, χάρη κυρίως στις προπανεπιστημιακές σπουδές της στο αθηναϊκό Pierce College). Όσοι μεταπτυχιακοί συσπουδαστές της είχαμε την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε μόλις τότε, αν και είχε υπάρξει αφανής συμφοιτήτριά μας στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης τη χρονιά 1965-1966, προτού αποφασίσει να μεταγραφεί, με στόχο ιστορικές, ιδίως, σπουδές, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αρχίσαμε να χαιρόμαστε την παρέα της και τις συζητήσεις μαζί της στη Cité Universitaire, στο Institut Néo-hellénique της Σορβόννης και στις αίθουσες σεμιναρίων της École Pratique des Hautes Études, στο I.NA.L.C.O. και στα αναγνωστήρια των κεντρικών κτηρίων της Bibliothèque Nationale: χάρη στην Άντεια, άλλωστε, γνωριστήκαμε με ξεχωριστούς έλληνες επιστήμονες και διδάσκοντες του Παρισιού, όπως ο μακαρίτης Σπύρος Ασδραχάς, ο εύγλωττος ιστορικός του νεότερου ελληνισμού Βασίλης Παναγιωτόπουλος και ο γοητευτικότατος, ως διδάσκων, νεοελληνιστής φιλόλογος Χρήστος Παπάζογλου.
        Η τύχη, αλλά και οι προτροπές κάποιων φίλων της, το έφεραν ώστε η Άντεια να ξανασυνδεθεί με το πρώτο της Πανεπιστήμιο, της Θεσσαλονίκης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και να δράσει εκεί ως διδάσκουσα, πολύ αγαπητή στους φοιτητές της, έως και τη συνταξιοδότησή της το 2012, μα και αργότερα, αφού ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 2010 ήταν ολοπρόθυμη να αναλαμβάνει ανιδιοτελώς την εποπτεία και την καθοδήγηση πολλών υποψήφιων διδακτόρων και διδακτορισσών, πάνω σε θέματα τόσο νεοελληνιστικά όσο και συγκριτολογικά.
        Πριν, όμως, από αυτή τη μακρόχρονη πανεπιστημιακή θητεία της, ή και μετέπειτα, παράλληλα με τα πρώτα χρόνια της πανεπιστημιακής διδακτικής και ερευνητικής δουλειάς της, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τη διαρκή και αφιλοκερδή δραστηριότητα και προσφορά της στο αθηναϊκό περιοδικό Αντί, και κατόπιν στις υπόλοιπες εκδόσεις του. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονίσουμε τη συμβολή της στην οργάνωση και τη μεγάλη επιτυχία της Συνάντησης «Kύπρος. Πολιτιστική Πράξη ’83», τον Ιούλιο του 1983, δείγμα της σταθερής αγάπης της στον δοκιμαζόμενο ελληνοκυπριακό λαό, καθώς και της νηφάλιας επαγρύπνησης όσο και της γόνιμης απαισιοδοξίας της σε ζητήματα εθνικά (της Κύπρου, της Δυτικής Θράκης, της Β. Ηπείρου) και σε θέματα καταπάτησης ανθρώπινων δικαιωμάτων.
        Η επαγγελματική της σταδιοδρομία στο ΑΠΘ και η παράλληλη «ερασιτεχνική» (με την καλύτερη έννοια του όρου) εργασία της στο Αντί, που συνεχίστηκε έως και το σταμάτημα της έκδοσης του περιοδικού, συνδέθηκαν όχι μόνο με το δικό της πλούσιο λογοτεχνικό – κυρίως ποιητικό – λυρικό έργο με υπαρξιακό και ερωτικό, περισσότερο, περιεχόμενο, μα και με το καθαυτό λογοτεχνοκριτικό και φιλολογικό έργο της: με την εκδοτική, ανθολογική και κριτική ενασχόλησή της με αρκετούς συγγραφείς της περιόδου του Διαφωτισμού και ιδιαίτερα με τη λεγόμενη φαναριώτικη ποίηση και λογιοσύνη, με μεμονωμένους λογίους της ελληνικής διασποράς (π.χ. στις ΗΠΑ), με τη μοντερνιστική (υπερρεαλιστική και άλλη) νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή από τον Μεσοπόλεμο κ.ε., με πολιτικοποιημένους και κοινωνι(στι)κούς συγγραφείς της Α´ Μεταπολεμικής Γενιάς, αλλά και των κατοπινών περιόδων της λογοτεχνίας μας ώς σήμερα. Ακόρεστη μα και συστηματική αναγνώστρια λογοτεχνικών και κριτικών-δοκιμιακών εκδόσεων, ιδίως γυναικείων έργων του 20ού και 21ου αιώνα, καθιέρωσε στο Αντί μια δική της στήλη σύντομου κριτικού σχολιασμού και παρουσίασης, που πρόσφερε πολλά στη γνωριμία του κοινού με αρκετούς δημιουργούς, καθώς και στην προβολή του έργου τους. Εδώ εντάσσεται και η συχνή παρουσία της, ως οργανώτριας και επιμελήτριας, σε σημαντικά λογοτεχνικά Αφιερώματα του περιοδικού αυτού, που το έκαναν να διευρύνει τη σκόπευσή του και έξω από τα αμιγή πολιτικά ζητήματα και, κάποτε, και από την ίδια την «αριστερή» προπτική του. Καθοριστικό ήταν το μπελαλίδικο έργο της και στην εκδοτική σειρά των μικρόσχημων βιβλίων του «Πολύτυπου», όπως και σε ανθολογίες μεταφράσεων με ευρύτερη (βαλκανική π.χ.) εμβέλεια.
        Τέλος, αποχαιρετώντας την Άντεια-Καλλιόπη Φραντζή και από εδώ, μερικοί από εμάς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και να μην τονίσουμε – μέσα από την πλατιά γκάμα των ιδιαίτερων, καθαρά ανθρώπινων, γνωρισμάτων και αρετών της:
        αφενός μια περήφανη όσο και πεισματική προσήλωση σε ορισμένες πεποιθήσεις, ιδέες και πρακτικές (π.χ. στον καθαρά φιλολογικό τομέα, αλλά και στην πανεπιστημιακή «διαπάλη»), που την έφερνε κάποτε σε σφοδρή σύγκρουση ακόμη και με φίλους της, φανερώνοντας την απροθυμία ή και την αδυναμία της να αποστεί από, ή να «προδώσει», κάποια δεδομένα στάδια της πολιτικής και ιστορικοφιλολογικής διαμόρφωσής της (όπως, π.χ., μεταξύ άλλων, την προσήλωσή της στις αρχειοδιφικές και ιστοριοκεντρικές εκδοτικές, ορθογραφικές και άλλες εμμονές της Σχολής Κ. Θ. Δημαρά και Φίλιππου Η. Ηλιού),
        αφετέρου, όμως, και μιαν αφειδώλευτη τάση για προσφορά φιλοξενίας, δώρων φιλίας και αγάπης, και για συμπαράσταση σε δοκιμασίες και περιστάσεις δύσκολες, τάση που συνοδευόταν με το συχνό χαμόγελο, με την πάντοτε ειλικρινή ευγένεια και με μια μοναδική θερμότητα τρόπων και ψυχής.

        Θεσσαλονίκη, 2.6.2024


        «Πεταλούδα» της Άντειας Φραντζή: Τελευταία χειρονομία της στον »Χάρτη» (Μάιος 2024)



        Μισή πατρίδα



        Βάσος Φτωχόπουλλος, Κύριλλος Σαρρής, Σωτήρης Κακίσης (ανέκδοτη φωτογραφία της Έλενας Κωνσταντινίδου, αρχείο Σ. Κ.)



        Αν χανόταν η μισή Ελλάδα ξαφνικά, μέσα σε λίγες μέρες, κι ο ελλαδικός χώρος έφτανε πια —όπως μια φορά κι έναν καιρό— ως τη Λάρισα, αν όπως χάθηκε η μισή Κύπρος πριν πενήντα χρόνια —κι ας πολέμησες κι εσύ, κι ας έκανες ό,τι μπορούσες—, αν το σπίτι σου, το ιατρείο του πατέρα σου κοβόταν στη μέση, πάνω ακριβώς στην πράσινη μετά γραμμή, αν τόσων φίλων σου γκαρδιακών οι τόποι ήσαν πια αλλού, αιχμάλωτοι, με τι κουράγιο θα μπορούσες να συνεχίσεις, να υπάρχεις;

        Κι όμως. Γιατρός πια στην Αθήνα, σώζοντας εκατοντάδες ασθενείς από την ασθένεια που κι εσύ θα έφευγες μια μέρα, ταυτόχρονα ζωγράφος ιδιαίτερος, απόρρητος, συγκινητικός, στα βιβλία, στην τέχνη, στην ένωση όλων των τρόπων τους αφιερωμένος, θα έβρισκες τη δύναμη να συνεχίσεις, να υπάρξεις στην πρώτη πάλι γραμμή αυτού του άλλου πολέμου, με τον εαυτό σου όπλο πάντα πανίσχυρο, τρομερό.

        Κι η μισή πατρίδα έτσι διπλή, πολύ παραπάνω από γεωγραφικά όρια και φρικτά κόκκινα σύνορα, πολύ πιο στέρεη, πολύ πιο φωτεινή, πολύ πιο πλήρης.

        Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
                                    κανένας δεν ηβρέθηκεν για να την ιξηλείψει [...]
                                       Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.                                

                                    Κύριλλος Σαρρής (1950-2024)

        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

        Σουίφτις & Σουίφτερς


        Τζόναθαν & Τέιλορ Σουίφτ





        Σουίφτις (Swifties) λέγονται στη Σκωτία οι φανατικές θαυμάστριες και θαυμαστές της Τέιλορ Σουίφτ (Taylor Swift). Σε συναυλία της ποπ σταρ σε στάδιο στο Εδιμβούργο τον Ιούνιο είχαν συγκεντρωθεί πάνω από εβδομήντα χιλιάδες. Χόρευαν τόσο σκληρά που, χιλιόμετρα μακριά, σταθμός μετρήσεων του Βρετανικού Γεωλογικού Ινστιτούτου κατέγραψε σεισμική δόνηση. Σεισμός είχε προκληθεί και σε προηγούμενες συναυλίες της, στο Λος Άντζελες και το Σιάτλ, όπου η δόνηση μετρήθηκε σε 2,3 Ρίχτερ.
        Στη Σκωτία υψηλότερη σεισμική δραστηριότητα παρατηρήθηκε στα τραγούδια Έτοιμος; (Ready forIt?), Βάναυσο καλοκαίρι (Cruel Summer) και Σαμπάνιας προβλήματα (Champagne Problems). Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει να σε θέλω πιο πολύ, τραγουδά η γρήγορη Swift αυτό το σκληρό καλοκαίρι, ενώ Στη μέση της νύχτας, στα όνειρά μου / Θά’ πρεπε να δεις τα πράγματα που κάνουμε, μωρό μου, παρακινεί η χορωδία σε άλλο τραγούδι.
        Μέρος της πιο προσοδοφόρας ποτέ παγκόσμιας τουρνέ ήταν η στάση στο Εδιμβούργο, γενέτειρα του Άνταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Χιουμ. Σύμφωνα με το περιοδικό Billboard, κάθε συναυλία αποφέρει στην τραγουδίστρια και δημιουργό από 11 έως 13 εκατομμύρια δολάρια, περισσότερα δηλαδή από όσα βγάζουν όλοι οι Έλληνες συγγραφείς μαζί. Είναι η πρώτη δισεκατομμυριούχος με κύρια πηγή εσόδων τη μουσική. Συνδυάζει υψηλές πωλήσεις δίσκων, φανατικούς θαυμαστές και κριτική αναγνώριση. «Κέντρο του πολιτιστικού σύμπαντος» την έχει αποκαλέσει Αγγλίδα πανεπιστημιακός. Στην Αυστραλία λένε ότι ποτέ πριν «δεν έχει υπάρξει άτομο πολιτισμικά τόσο σημαντικό όσο η Σουίφτ».
        Στα Βαλκάνια ψηλά βουνά κρατούν μακριά τον απόηχο της Αμερικανίδας τραγουδίστριας. Στη Μαδρίτη οι αρχές σημείωσαν 25 διαμαρτυρίες για υπερβολικό θόρυβο σε συναυλία της στο στάδιο Μπερναμπέου. Από πλευράς Ρεάλ δεν υπήρξε σχόλιο. Σε 143,2 ντεσιμπέλ έχει μετρηθεί η πιο θορυβώδης συναυλία, από το σουηδικό συγκρότημα Sleazy Joe στη μικρή πόλη Hässleholm, όπου γεννήθηκε ο εκπρόσωπος της Σουηδίας το 2013 στη Eurovision, έναν θεσμό που συνδυάζει το όραμα με το ευρώ. Ο μεγαλύτερος ποτέ αριθμός ακροαματοθεατών ήταν 3,5 εκατομμύρια σε συναυλία του Ροντ Στιούαρτ στην παραλία Κοπακαμπάνα το 1994 για την υποδοχή του νέου έτους.

        Πώς απαντά η λογοτεχνία;

        Αντίβαρο των Σουίφτις υπόσχονται να γίνουν οι Σουίφτερς (Swifters). Πρόκειται για μέλη του εκκλησιάσματος του Αρχιεπισκόπου της ιρλανδικής λογοτεχνίας και εκκλησίας Τζόναθαν Swift, που διοργάνωσε Τα ταξίδια του Γκάλιβερ ή Γκιούλιβερ, όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα. Πληροφορίες από κελτικές πηγές αναφέρονται σε γέρους και γριές, που σεισμό προκαλούν χορεύοντας σε συναναγνώσεις κειμένων του Σουίφτ, τα οποία τους είναι αδύνατον να ακούσουν. Καθισμένοι σε αναπηρικά αμαξίδια, στηριγμένοι σε μπαστούνια και περιπατητικά πι, σέρνοντας τα πόδια τους ή έρποντας, κρυφά συρρέουν ήδη από παντού, ενώ με ακραίες δονήσεις προετοιμάζονται να σπάσουν το φράγμα του ήχου προξενώντας ένα τσουνάμι ακράτειας.
        Εξ ακρωνύμου στα ελληνικά η κουλτούρα είναι πάντοτε ΠΟΠ, συνιστώντας Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Όμως το ασανσέρ της καλλιτεχνικής ανόδου είναι μικρό και όλοι δυσανασχετούν. Ακόμη και Αρχιεπίσκοπος αν είχε καταφέρει να εκλεγεί ο Καζαντζάκης, το πιθανότερο είναι ότι θα είχε αναγκαστεί να αφορίσει τον εαυτό του.


        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Οι βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης
        https://www.hartismag.gr/hartis-54/stigmata/oi-vlaveres-sinepeies-tis-anaghnosis

        Έχω πάρει φωτιά: Ηράκλειτος ροκ εν ρολ (Jerry Lee Lewis)
        https://www.hartismag.gr/hartis-/stigmata/ekho-parei-fotia-irakleitos-rok-en-rol-jerry-lee-lewis

        Ευγνώμονες νεκροί (Robert Hunter: Grateful Dead)
        https://www.hartismag.gr/hartis-10/stigmata/eygnwmones-nekroi

        Φρανσουάζ Αρντί (1944-2024)

        Περίπατοι γύρω από το κεφάλι μου



        Υδάτινες ψευδαισθήσεις στο προαύλιο ενός σχολείου. Η μικρή κερκίδα πίσω από τις μπασκέτες μεταμορφώνεται: Το υγρό στοιχείο ακυρώνει το τσιμέντο και τα βήματα στην επιφάνεια του νερού θυμίζουν κάτι από το θαύμα στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μπάλα ολοκληρώνει την οφθαλμαπάτη, αναπηδώντας με ευκολία στο νερό χωρίς να καταβρέχει τα παιδιά.

        Τα γούστα του Αυγούστου

        του Άγγελου Πεφάνη



        Αύγουστος, ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού, ο ισορροπιστής, ο δρόμος διέλευσης αναμνήσεων, μπαλόνι που θα σκάσει, ένα μεγαλοπρεπές παφφφφ, πάνω στις πρώτες βροχές. Δεν λαμβάνετε υπόψη την κλιματική αλλαγή; Όχι.
        Ας στρώσουμε λοιπόν μια πλεξούδα κυμάτων και πλατς-πλατς του βυθού τα βάθη να διερευνήσουμε, έτσι που ήρθαν τα πράγματα δεν έχουμε παρά να χαρούμε έστω δι ολίγον, να χαρούμε με το τίποτα, το παγωτό από χέρι σε χέρι, φυσικά και δεν σιχαίνομαι, άλλωστε όλα τα μικρόβια παγώνουν, αναστέλλουν τη δράση τους, αποδομούνται όταν η γεύση είναι συναρπαστική, η παρουσία μιας γλώσσας που κινήθηκε απαλά πάνω στη ίδια επιφάνεια είναι εξαιρετικό γεγονός, το θέμα είναι να βολευόμαστε με τη φαντασία ότι γλείψαμε κάτι τρομακτικά μοναδικό. Άλλωστε, η τιμή του καρπουζιού αυξήθηκε πάνω από 30%. Είναι βέβαια και το φως που ξετρυπώνει (άλλος προδότης αυτός) τα αδύνατα σημεία ή αυτά που έχουν κάποια υστέρηση, αλλά ποιος δίνει σημασία, όταν το δειλινό απλώνεται, οι αβαθείς υποσχέσεις, οι ατέλειες των λόγων και, πολύ περισσότερο, των σωμάτων εξανεμίζονται. Αύγουστος, η τελευταία εκπυρσοκρότηση, οι δρομείς εγκαταλείπουν την αφετηρία, τα μεταναστευτικά πουλιά μας αποχαιρετούν με την απορία τι να συμβαίνει μετά τη αποχώρησή τους, απορία αναπάντητη, οι απαντήσεις από τα απομείναντα ζώντα είναι πάντα αλληλοσυγκρουόμενες γιατί οι άνθρωποι ξεχύνονται ποικιλοτρόπως να προλάβουν την ηχώ της εκκίνησης πριν θρυμματιστεί από την πτώση της θερμοκρασίας.
        Η επερχόμενη πτώση της θερμοκρασίας απειλεί και την διαστολή των συναισθημάτων της αυγουστιάτικης αναζήτησης, ευτυχώς που οι άνθρωποι κυρίως, αλλά και άλλα έμβια, έχουν την ικανότητα να οργανώνουν τις κρυψώνες προστασίας των διεσταλμένων συναισθημάτων και, καθώς οι μέρες του Αυγούστου τελειώνουν, η εκτόξευση είναι η μόνη λύση συνύπαρξης, έστω δι ολίγον στη σκιά των κυμάτων ή των μικρών θάμνων της ακρογιαλιάς, πριν περάσει η ένοπλη φρουρά της καθημερινότητας. Εντάξει, και μια βεράντα δεν είναι άσχημη ιδέα.
        Τα γούστα του Αυγούστου, ότι κι αν παραγγείλετε θα το έχετε, στο τραπέζι ή στο κρεβάτι ή στη φαντασία σας, έτσι, για να υπάρχει κάτι ενδιαφέρον, να παίζει ο χρόνος και να μη ζητά τα ρέστα και σκυλοβρίζει και θυμώνει δικαίως. Υπάρχει κάποιος οδηγός απολαύσεων; Φυσικά υπάρχει, ξεφυλλίστε, όπως υποστηρίζουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές, το σώμα σας από την οσφυική μοίρα και κάτω, άφοβα.

        —Πότε θ' αρχίσει το έργο;

        Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο (φωτ. Σ.Κ.)



        Θυμάμαι σαν τώρα να βρισκόμαστε με τον Γιώργο Πανουσόπουλο σ’ ένα θεωρείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τον Ταχτσή ανάμεσά μας, να παίζεται μια ταινία από τις γνωστές τότε πολλές πολύ αργές και πολύ κουλτουριάρικες, να έχει προχωρήσει σχεδόν μισή ώρα, και να στρεφόμαστε κι οι τρεις ταυτόχρονα και να λέμε την ίδια ακριβώς φράση: —Πότε θ' αρχίσει το έργο;

        Οπωσδήποτε ο Πανουσόπουλος με τον Περάκη και τον Τσεμπερόπουλο, από τον Αβδελιώδη ακολουθούμενοι, είναι από εκείνους που δεν «οδήγησαν μια γενιά σε βαθιά χασμουρητά». Αντίθετα, αντιθέτως. Κατάφεραν να κάνουν κινηματογράφο ζωντανό, ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, με το ύφος του καθενός τους ευδιάκριτο και πάντα παρόν, με την αξία τους, με τις αξίες τους.
        Ο Πανουσόπουλος, μάλιστα, που μαζί του κι εγώ έγραψα δύο σενάρια, για το «Μ’ αγαπάς;» και για το «Μια μέρα τη νύχτα», είχε πάντα, και στη διάρκεια των γυρισμάτων, το μυαλό του ανοιχτό στης ζωής τον συχνά ανώτερο από τα σχέδια των ανθρώπων τρόπο, ώστε να μη νοιώθει ποτέ κανείς στις ταινίες του τις καλές πράγματα αφύσικα κι από τη ζωή λιγότερα να υπάρχουν.
        Θυμάμαι τώρα και κάτι άλλο: όταν γύριζε το «Μ’ αγαπάς;» —το έχω άραγε κι αυτό ξαναγράψει; —, στο επεισόδιο με τον Αργύρη Μπακιρτζή οδηγό, στην κηδεία με τον έρωτα στο λεωφορείο, με πήρε μια μέρα από ’κει στο τηλέφωνο να μου πει: —Σωτήρη, έκανα ένα ζουμ στα χωράφια στο τέλος να σβήσω τη σκηνή, και, χωρίς να το ’χω δει από πριν, η κάμερα έδειξε ένα τάφο έξω από το νεκροταφείο, μόνο του στα χωράφια! Τι κάνουμε τώρα, το κρατάμε, ή θα φανεί φτιαχτό, ψεύτικο;

        Του είπα τη γνώμη μου. Να το κρατήσει. Γιατί τ’ αληθινά πράγματα και στο σινεμά, πιστεύω κι εγώ, αληθινά μοιάζουν.


        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )

        Οι βλαβερές συνέπειες της γραφής



        Η ποίηση είναι μία ιδιαίτερα χειρωνακτική εργασία, έστω και αν αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από χειρώνακτες, που προτιμούν να χαρακτηρίζονται πνευματικοί άνθρωποι, όπως έχουμε ξαναπεί. Ταυτόχρονα, η ποίηση αποτελεί μήτρα κάθε τέχνης του λόγου. Ποίηση εν κινήσει συνιστά το έργο τραγικών ποιητών, από όπου προκύπτει το θέατρο, ενώ από την αφηγηματικότητα του έπους ξετυλίγεται η μυθιστοριογραφία. Στον ανταγωνισμό σημασίας και ήχων, που συνέχει τους στίχους, κρυφά υπερτερεί το αφτί, αν και ο οφθαλμός τα πανθ’ ορά. Κατά συνέπεια, η ποίηση ασυνεχώς παραπέμπει σε προφορικότητα, ενώ συνιστά γραπτή τέχνη μετά την επινόηση της γραφής, που θεμελιώνει τον χειρωνακτικό χαρακτήρα της.
        Ο λόγος είναι διαρκώς έντεχνος, ασφαλώς και στις πιο naif εκδοχές του. Αυτό σημαίνει ότι λόγος και τέχνη του λόγου συνεκτείνονται. Επομένως, ακόμη και αν η ποίηση δεν είναι τα πάντα, γιατί υπάρχουν τα μαθηματικά, τα πάντα είναι ποίηση. Ποίηση είναι οι αρχαίες επιγραφές, όπου συνδυάζονται ο λόγος της γραφής με την αριθμητική των μετρήσεων, σφηνοειδώς καταγράφοντας το πλεόνασμα της παραγωγής, που με τα λόγια τουλάχιστον αποθηκεύεται για να βγει ο χειμώνας. Οι κυβερνητικές (δηλαδή cybernetic) αυτές εγγραφές σε δίγαμμες ―με Γεωργία και Γραφή το διπλό Γ― κοινότητες, που «φαντάζονται» (όπως κάνουν οι ποιητές) τι περιέχουν οι αποθήκες, είναι τα πρώτα ποιήματα. Ακολουθούν ύμνοι στη ζωή, τους θεούς και τον έρωτα.
        Την εργασία της γραφής καλείται να φέρει εις πέρας το ανθρώπινο σώμα, πριν τελειοποιηθούν μορφές επεξεργασίας ηχογραφήσεων όσων λέγονται ή ασύρματης καταγραφής σκέψεων, που θα καταλήγουν σε κείμενα χωρίς να μεσολαβεί ανθρώπινο χέρι. Η σάρκα προεξέχει. Περίληψη και σκελετός όμως δεν υπάρχουν χωρίς οστά. Εξαιρώντας σκουλήκια και ό,τι σέρνεται στον παράδεισο, η ελευθερία της κίνησης είναι από τα κόκκαλα βγαλμένη. Κουκούτσι αποτελεί το κόκκαλο και η μετακίνηση είναι το άνθος του. Όταν δύο ή περισσότερα οστά, που κινούνται, έρχονται σε επαφή, σχηματίζεται άρθρωση. Οι αρθρώσεις δεν λησμονούν τις παραμορφωτικές συνέπειες της γραφής στο σώμα όσων γράφουν. Τα άτομα αυτά μπορούν να αποκληθούν αρθρΩγράφοι.
        Τα υπολείμματα 69 ενηλίκων ανδρών, τριάντα εκ των οποίων ήταν γραφιάδες, από τη νεκρόπολη του Αμπουσίρ εξέτασε πρόσφατη έρευνα Τσέχων αρχαιολόγων. Πρόκειται για τον τόπο ταφής διακεκριμένων ατόμων από την αιγυπτιακή πρωτεύουσα Μέμφιδα κατά την τρίτη χιλιετία, μεταξύ 2700 και 2180, πριν από το έτος μηδέν κοινής χρονολόγησης, στον Οίκο του Όσιρι (Αμπού Σιρ), τον αρχαίο Βούσιρι, κοντά στο Κάιρο, όπου έχουν βρεθεί οι περισσότεροι πάπυροι. Με 1% του πληθυσμού να μπορεί να διαβάσει και να γράψει, δεν ήταν όπως τώρα. Είχαν αυξημένο κύρος οι γραφείς, που έφηβοι άρχιζαν καριέρα που κρατούσε δεκαετίες. Σε στάση που πιέζει τη σπονδυλική στήλη, σταυροπόδι ή οκλαδόν στο ένα πόδι, με τα μπράτσα να μη στηρίζονται και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, απεικονίζονται σε αναπαραστάσεις. Από πλευράς τους οι αρχαιολόγοι συνδέονται με το Εθνικό Μουσείο και το Πανεπιστήμιο του Καρόλου στη γενέτειρα του Κάφκα.
        Σε σύγκριση προς άτομα με άλλη δουλειά, Αιγύπτιοι γραφείς εμφανίζουν εκφυλιστικές αλλαγές στις αρθρώσεις, που δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο σε προχωρημένη ηλικία. Διαπιστώνεται υψηλότερη συχνότητα σε βλάβες σε γοφούς, αντίχειρες και σαγόνια. Αντιστρόφως, δηλαδή από βλάβες στις αρθρώσεις, θα μπορούσαν να εντοπιστούν ποιοι έχουν υποστεί τις βλαβερές συνέπειες της γραφής. Γενικά βρέθηκαν μικρές διαφορές σε χαρακτηριστικά του σκελετού μεταξύ γραφέων και μη γραφέων. Με σταθερές πάντως τις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών ομάδων, στους γραφείς καταγράφονται οστεοαρθρίτιδα μεταξύ κάτω γνάθου και κρανίου, στη δεξιά κλείδα, τον δεξιό ώμο, τον δεξιό αντίχειρα, το δεξιό γόνατο και τη σπονδυλική στήλη, ιδίως κοντά στον λαιμό. Σημάδια πίεσης εντοπίστηκαν επίσης στο βραχιόνιο και το αριστερό οστό του ισχίου, όπως και βαθουλώματα στις επιγονατίδες και αλλοιώσεις στον δεξιό αστράγαλο. Αλλαγές γύρω από τη γνάθο μπορεί να συνδέονται όχι μόνο με τη στάση των γραφέων, αλλά και τη συνήθειά τους να μασούν τη γραφίδα, ώστε να αποκτά χαρακτηριστικά βούρτσας κατάλληλης για γράψιμο. Αλλοιώσεις στον αντίχειρα αποδίδονται στον τρόπο με τον οποίο τσιμπούσαν κρατώντας σταθερές τις γραφίδες.
        Εξετάζοντας λείψανα προφανώς είναι αδύνατον να διαπιστωθούν σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα ή πονοκέφαλοι, από τους οποίους οι Αιγύπτιοι γραφείς πρέπει να υπέφεραν, ενώ γενικά η δουλειά γραφείου συνδέεται με καταπόνηση των οφθαλμών, εξαρθρήματα και προβλήματα μέσης. Βιοαρχαιολόγοι, που δεν συμμετείχαν στην έρευνα, καλωσόρισαν τις διαπιστώσεις της, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ωραία υπόθεση, καθώς επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες οδηγούν σε σκελετικές αλλαγές. Κάποιοι δεν παρέλειψαν να προσθέσουν την ανάγκη οι αλλαγές αυτές συστηματικά να συγκριθούν με το τι συμβαίνει στα σώματα των ανθρώπων σήμερα, αφού τα αρθριτικά ενός σκελετού δεν οδηγούν με βεβαιότητα στην επιβεβαίωση του επαγγέλματος του νεκρού.
        Ό,τι και αν συνέβαινε στην Αίγυπτο, οι βλαβερές συνέπειες της γραφής δεν μπορούν να παραγραφούν. Ορθοπεδικοί, που μεταξύ χειρουργείων διαβάζουν μυθιστορήματα, ενώ προσεύχονται στην Παναγία των Παρισίων, αναρωτιούνται για ποιον χτυπά την καμπάνα ο κωδωνοκρούστης Κουασιμόδος. Μήπως η παραμόρφωση του σώματός του, όπως κάθε υπερβολική μόρφωση, ήταν αποτέλεσμα της στάσης του Ουγκό ενώ έγραφε το βιβλίο; Γεγονός παραμένει ότι μουσικοί καταλήγουν κουφοί. Άνθρωποι της εικόνας, ζωγράφοι, φωτογράφοι και κινηματογραφιστές, τυφλώνονται. Από τις μύτες των πουέντ ή το γυμνό πάτωμα του σύγχρονου χορού χορευτές στροβιλίζονται προς την αναπηρία. Όσα συμβαίνουν σε σύντεκνους και σύντεχνους αισθήματα ανταγωνισμού προκαλούν σε ζηλόφθονους συγγραφείς, που να αποκαλύψουν θέλουν το σαράκι της γραφής, το οποίο κατατρώει το μεδούλι της γραφίδας. Αν κατά σύμπτωση μεγαλώνοντας δεν υποφέρουν από αρθριτικά, θα βρουν άλλο λόγο για να στραβώσουν.




        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

        Σκοπός της ποίησης είναι η κατάργηση των ποιητών
        https://www.hartismag.gr/hartis-63/klimakes/skopos-tis-poiisis
        Μοναδική ολιστική θεραπεία της ζωής είναι ο θάνατος
        οι βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης
        https://www.hartismag.gr/hartis-54/stigmata/oi-vlaveres-sinepeies-tis-anaghnosis

        Γιώργος Σγουράκης (1946-2024)

        Ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη με τον Οδυσσέα Ελύτη

        «Η αδιάκοπη δημιουργική πορεία 42 ολόκληρων χρόνων στην ελληνική τηλεόραση είναι συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξή μας.
        Ένα όνειρο ζωής, με προσδοκίες, ιδέες, οράματα, ελπίδες και ασφαλώς πίστη στις αρχές που διδαχθήκαμε από τους γονείς και τους δασκάλους μας και όσους μας γαλούχησαν με στέρεες πνευματικές και πολιτιστικές αξίες και ιδανικά.
        Θέσαμε ως στόχο να υπηρετήσουμε το πνεύμα και να κάνουμε ευρύτερα γνωστές τις απόψεις των ανθρώπων της πνευματικής, καλλιτεχνικής, πολιτικής, κοινωνικής ζωής του τόπου μας, οι οποίοι αναδεικνύουν με τη ζωή και το έργο τους ποικίλες πτυχές της ελληνικότητας και της πολιτιστικής μας ταυτότητας.
        Πιστεύουμε ότι προχωρήσαμε με συνέπεια και συναίσθηση της ευθύνης μας σε καταγραφές, με αντικειμενικό, όσο γίνεται, τρόπο, οι οποίες αποτελούν πλέον ντοκουμέντα, τεκμήρια ιστορικής μνήμης, προκειμένου να γνωρίσουν οι μελλοντικές γενιές το ήθος, τη στάση ζωής, την αξία και την ποιότητα του ελληνικού πνεύματος.
        Η διάσωση και διάδοση της πολιτιστικής μας παρακαταθήκης υπήρξε αταλάντευτος οδηγός σε κάθε μας βήμα.
        Αποτυπώσαμε σε φιλμ και βίντεο πρόσωπα, χώρους, γεγονότα, ιστορικά στοιχεία. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι γνώρισε ο ελληνικός λαός όσα δεν διδάσκονται, δυστυχώς ακόμα και σήμερα, στα σχολεία.
        Το συνολικό μας έργο συνοψίζεται ως τώρα σε 900 περίπου ταινίες και θέματα. Η εμβληματική εκπομπή Μονόγραμμα αφορά καταγραφές 400 προσωπικοτήτων. Το αρχειακό υλικό συμπληρώνεται με τις ειδικές εκδόσεις, σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα εκατοντάδων ωρών, εικαστικά στοιχεία, χειρόγραφα, αυτόγραφα, χιλιάδες φωτογραφίες και ακόμα 500 περίπου ώρες ραδιοφωνικών εκπομπών.
        Ο Τύπος χαρακτήρισε το Μονόγραμμα «Εθνικό Αρχείο και αυτό αποτελεί, μαζί με τη βράβευσή μας από την ΕΡΤ για τα 30 χρόνια παρουσίας του στην κρατική τηλεόραση, ύψιστο τίτλο τιμής.
        Θα συνεχίσουμε το έργο μας με τις ίδιες αρχές και την πίστη ότι εκφράζουμε όσα προσδοκά ο ελληνικός λαός από την κρατική τηλεόραση».



        Τζένη Μαστοράκη (1949-2024)


        Δραπετεύω μέσ’ απ’ τις λέξεις
        που δεν είπα.
        Εγκαταλείπομαι
        στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα.
        Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.

        (Διόδια, Κέδρος 1972)




        Θεώρημα

        Τώρα πια σας έδειξα
        πως τετραγώνισα
        τους κύκλους των ονείρων
        στο σχήμα ενός φωταγωγού
        συνοικιακής πολυκατοικίας.
        Η σεμνή αυτή τελετή έληξε.
        Παρακαλείσθε
        όπως διαλυθείτε
        ησύχως.
                            (Διόδια, Κέδρος 1972)

                       

        Περίληψη

        Παιδί, η μάνα μου
        μου φόραγε κατάσαρκα το Πατερημών
        και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
        Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
        και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
        Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
        και τα κατάγραφε σ’ ένα τετράδιο.
        Τώρα μου ξορκίζει
        το τραγούδι απ’ τα χείλια
        όταν κοιμάμαι,
        και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
        γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
        που γράφει: «Ελευθερία ή Θάνατος».

                                        (Το σόι, Κέδρος 1978)


        Μικρή ωδή στον Θείο Ιούλιο,
        για να ‘ρχεται τα βράδια σφυρίζοντας, μ’ ένα σβηστό φανάρι

        Ανεξιχνίαστος θα μείνει ο πνιγμός, θηλιές και σείστρα, οι ναυτίλοι ωχροί, κι οι άλλοι γαλανοί σαν γίγαντες.

        Και όπως ο ταξιδευτής που, επιστρέφοντας, βλέπει άξαφνα το αερόστατο κι ανάβει, διάτρητο από βέλη αγρίων -έτσι να φτάνεις από τα νωπά μεσάνυχτα σε τρομερές αυλές και σε χορτώνες, να ‘ρχεσαι σαν από τα ξένα, και τρυπώντας τους βρεγμένους τοίχους,

        εντροπαλός, για να σου λέω ιστορίες.

                                        (Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος 1983)

        Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα, πιθανόν και τα σκάφη.

        Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, στα ψηλά των βουνών θ’ ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κούφιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νηνεμίας, και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν,

        μελετώντας την πτώση, τ’ ακριβά της πετρώματα.

                                        (Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989)

        Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί,
        γιατί κανείς, κανείς δε θέλει να τον λησμονούνε,
        και να θυμίζει θέλει μια φορά,
        που τρυφερή κορόνα τους την είχαν


        (Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989)



        Αλέξανδρος Σχινάς

        Στις 15 Σεπτεμβρίου:

        αφιέρωμα στον συγγραφέα

        ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ  ΣΧΙΝΑ (1924-2012)

        (επιμέλεια Σπύρος Μοσκόβου)

        Γράφουν: Ελισάβετ Αρσενίου, Τάσος Γουδέλης, Κώστας Δημολίτσας, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Αλέξης Ζήρας, Σπύρος Μοσκόβου, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Πάνος Στασινός, [Κώστας Ταχτσής,] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

        33 ταινίες που άφησαν εποχή

        Λεπτομέρεια διά χειρός Ιερώνυμου Μπος



        «Ο διάβολος φορά Πράβδα», σοβιετική ταινία χωρίς μοντάζ, με περιστρεφόμενη κάμερα τύπου περεστρόικα, όπου κομισάριοι της μόδας τoύ τι φορά κανείς μέσα στο κεφάλι του φλερτάρουν με την Αλήθεια (Πράβδα) εις βάρος της Ειδησεογραφίας (Ιζβέστια).

        «Όσα δίνει ο άνεμος», αμερικανική ταινία για τις μεγάλες ανάσες που προσφέρει η δημοκρατία σε αιολικές και κάθε άλλου είδους επιχειρήσεις, που απαλλάσσονται από φορολογία, την οποία εξαερώνει ένας μυθικός ταμίας των ανέμων.

        «Η μεγάλη χίμαιρα», για μια γηραιά Γαλλίδα σταρ της ατομικής ανεξαρτησίας, που προσφέρει η αποικιοκρατία, η οποία νεάζει. [Σημειώνεται ότι γαλλικές ταινίες δεν προσδιορίζονται ως γαλλικές, αφού το γαλλικόν εστί οικουμενικόν.]

        «Νοσφεράτου», ριμέικ ταινίας για την ατυχία του να είσαι Γερμανός, δεδομένου ότι Αλσατοί, Αυστριακοί, Ελβετοί, Κροάτες, Ούγγροι, Ουκρανοί, Ρουμάνοι και Τσέχοι παρίσταναν ότι ήταν άλλοι, όταν στελέχωναν σώματα εκδρομέων θυέλλης (Sturmtruppen).

        «Οι κλέφτες των ελάτων», ιταλική ταινία για μια παρέα δέντρων, που κόπτονται να κάνουν καθολικά Χριστούγεννα στο τζάκι άθεων νεορεαλιστών.

        «Κουκλάκι στη χώρα των θαυμάτων», ελληνική ταινία, σε αγγλικό σενάριο Λούις Κάρολ, για μια κοπέλα από το Μαρούσι (όπου ο γνωστός Κολοσσός), που κοιμάται Γεωργία Βασιλειάδου και ξυπνά Αλίκη Βουγιουκλάκη αγκαλιά με ναύτες του Τσαρούχη.

        «Η νονά», με τη σοφία της οικογένειας Κόπολα, για μία γυναίκα που χάνεται στη μετάφραση ονομάτων, που θα δοθούν σε νεογέννητους εγκληματίες.

        «Άρχοντας των δαχτύλων», εξ απαλών ονύχων μνημείο αισθητικής για άτομα που αμφιταλαντεύονται μεταξύ μανικιούρ και πεντικιούρ, όταν πλησιάζουν νύχια γαμψά.

        «Πολύ μαλακός για να μη ζήσει», μια ταινία που αναδεικνύει το δράμα των ασπόνδυλων.

        «Αγωνία του καρχαρία», με δυνατά εφέ, για ένα κήτος αποφασισμένο να κάνει δίαιτα, ενώ λιμάρει τα δόντια του σε άνοστους βράχους.

        «Τετανικός», υπερπαραγωγή για τον λυσσασμένο έρωτα δύο παιδιών, όπου βουλιάζουν χωρίς να έχουν κάνει την τελευταία δόση αντι-τετανικού ορού.

        «Η Χιονάτη και οι επτά βραχύσωμοι», τρυφερά πορνογραφικό παραμύθι κινουμένων σχεδίων.

        «Πολίτης και αν», η ιστορία ενός αυτόχθονα που θέλει να πολιτογραφηθεί μετανάστης.

        «21: Ιλιάδα του διαστήματος», μια εποποιία για το ’21 και την εναντίον του Ήλιου εκστρατεία των Ελλήνων, πριν αλειφθούν, με συνεχείς προβολές σε διαστημικούς σταθμούς και ερημωμένα χωριά.

        «Λα Ντόλτσε Σεράνο», σπονδυλωτές ιστορίες από τη Φωκίωνος Νέγρη για μια πάστα σοπράνο, από μπαμπά ζαχαροπλάστη, την καριέρα της οποίας στήριξε ο Γκέμπελς, πριν με κάμπριο εκείνη πέσει πάνω σε λεωφορείο φεύγοντας με τη Βέμπο από το Καστρί.

        «Πολύ Γουντ», παραγωγή Μπόλιγουντ για τέσσερις γάμους (και μία κηδεία) Ινδών μαχαραγιάδων ευρωπαϊκών χωρών με σταρ του Χόλιγουντ, που έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες, στο άδενδρο νησί του Αιγαίου Πολύξυλο.

        «Οι 7 Σαμουράκλες», ιαπωνική ταινία γυρισμένη στην Κρήτη, με τουρίστες σείοντας σπαθιά κατάνα να προστατεύουν φυτείες αγνών παραγωγών από συμμορίες αστυνομικών.

        «Η έβδομη παρτίδα», με τον Χάρο να μπερδεύει τις πόρτες παίζοντας τάβλι και να κλειδώνεται στο φέρετρο με τα ζάρια, ενώ στο νησί των αιωνόβιων εραστών συνεχίζονται οι εκδρομές από τη Σουηδία.

        «Ο διδάκτορας», συγκινητική αναδρομή στην ανακήρυξη του Σαρλό, πριν γίνει ντε Γκολ, σε επίτιμο δικτάτορα όλων των επιστημών και τεχνών.

        «Η ειρήνη των άστρων», αντιπολεμική ταινία που διεκτραγωδεί το γεγονός ότι εξωγήινοι είναι οι άνθρωποι.

        «Κις Λορέν», ένας ατελείωτος ασπασμός μεταξύ της Ιωάννας της Λορένης και του Λόρενς της Αραβίας μέχρι να βγει από τον φούρνο η τάρτα και να κρυώσει.

        «Ο καλός και αγαθός και ο εύσχημος», μία ταινία για δύο φίλους που έγιναν τρεις. Οι δρόμοι τους χωρίζουν στο αναπόφευκτο δίλημμα χρήματα ή έρωτας. Ο τρίτος γίνεται σερίφης στην Άπω Δύση.

        «Ο Μπόνι και η Κλάιντ», με αλλαγές φύλου το ζευγάρι γλυτώνει από την αστυνομία.

        «Ψυχώ», μία καταιγιστική ανατομία σωματικών περικοπών που προκαλούνται από ψυχικές αναταράξεις.

        «Ο ταξιτζής», η κοινωνική αποξένωση ενός οδηγού, που δεν μπορεί να σταυρώσει αγώι και γίνεται Χριστιανός.

        «Ημέρα των πεθαμένων ζωντανών», ρομαντική κωμωδία για ζόμπι που πηγαινοέρχονται χωρίς να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε σπίτι και δουλειά.

        «Αποκάλυψη αργότερα», μια ταινία που καταγγέλλει τις καθυστερήσεις στις τελετές κινηματογραφικών βραβείων.

        «Μπάστα, Κίτον», βουβή ταινία για τον γάμο του Μπάστερ με τη Νταϊάν Κίτον.

        «Ποιος το προτιμά χλιαρό;», ντοκιμαντέρ για τσαγιέρες κρύες ή υπερβολικά ζεστές, ενώ προσπαθούν να κρατήσουν το τσάι μέσα τους.

        «Κάζα Μπλάνκα», έρωτες κατασκόπων και κατασκοπεία του έρωτα, με τον Χάμφρεϊ Μοσκώφ και την Ίνγκριντ Καρέλλη, τα χρόνια όταν στον Λευκό Πύργο είχε μεταφερθεί ο Λευκός Οίκος, ώστε από τη Θεσσαλονίκη να παρακολουθείται η Μεσόγειος.

        «Τα σταφύλια της αργής», μια στοχαστική ταινία για τις συνέπειες του όψιμου τρύγου.

        «Η κρυφή απορία της εργατικής τάξης», παρωδία του υπερρεαλισμού με εργάτες που απορούν γιατί δεν έγιναν αστοί.

        «Το αεράκι της Μάλτας»: Αν σε εκτελέσουν για τον φόνο, θα σε θυμάμαι για πάντα, θέλει να της πει, αλλά ο αέρας παίρνει τα λόγια του.




        ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

        Κουνουπ-ίδια ή άλλα; / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
        Αγώνες φαγητού / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
        Ολυμπιακοί Αγώνες / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)

        Του Σουρεαλισμού η Τύχη

        Josef Abel (1807). Ο Σωκράτης διδάσκει τους μαθητές του




        Πριν από έναν αιώνα, ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Αντρέ Μπρετόν έγραψε το Μανιφέστο του σουρεαλισμού, το οποίο πυροδότησε ένα καλλιτεχνικό κίνημα γνωστό για τη δημιουργία παράξενων υβριδίων λέξεων και εικόνων˙ ένα είδος αντιθέσεων δηλαδή, που συχνά δημιουργούνται μέσω της τύχης, ικανές να διεγείρουν τον ασυνείδητο νου στο να καλλιεργεί νέες ιδέες. Άλλωστε, μεγάλο μέρος της ζωής επηρεάζεται από την τυχαιότητα, από τη φυσική εξέλιξη μέχρι την επιλογή φίλων και συζύγων. Οι σουρεαλιστές ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν την τυχαιότητα σε ακρογωνιαίο λίθο της καλλιτεχνικής τους πρακτικής, φτάνοντας μάλιστα να αντιλαμβάνονται την ικανότητα να συλλαμβάνουν εκδηλώσεις του θαυμαστού που μπορεί να συμβεί τυχαία.
        Μια σουρεαλιστική πρακτική που αφορούσε την τυχαιότητα, είχε γίνει ευρέως γνωστή ως εξαιρετικό πτώμα: περιλάμβανε τη συγκέντρωση μιας μικρής ομάδας φίλων και τη διαίρεση μιας πρότασης σε διάφορα μέρη του λόγου, όπως ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, επιρρήματα και ούτω καθεξής. Κάθε μέρος της πρότασης ήταν να ανατεθεί σε ένα άτομο. Το πρώτο άτομο θα έγραφε μια λέξη για το μέρος της πρότασης, θα δίπλωνε το χαρτί και θα το έδινε στο επόμενο άτομο. Το δεύτερο άτομο επέλεγε στη συνέχεια τη λέξη του, μη γνωρίζοντας τι είχε γράψει το πρώτο άτομο, και περνούσε την αναπτυσσόμενη πρόταση στο επόμενο άτομο. Με αυτόν τον τρόπο, η πρόταση θα γραφόταν ενόσω ταξίδευε στο δωμάτιο χωρίς κανείς να ξέρει πώς ήταν η πρόταση μέχρι να ολοκληρωθεί και κάποιος να ξεδιπλώσει το χαρτί. Η διαδικασία κατέληγε σε προτάσεις που οι άνθρωποι δεν θα έφτιαχναν ποτέ από μόνοι τους. Λένε πως η πρώτη πρόταση που κατασκεύασε ο Μπρετόν και οι συνάδελφοί του σουρεαλιστές ήταν: «Το εξαίσιο πτώμα θα πιει το νέο κρασί».
        Η αρχή του εξαίσιου πτώματος έχει εφαρμοστεί και σε άλλα δημιουργικά εγχειρήματα. Γεγονός είναι ότι μουσικοί, κινηματογραφιστές και γραφίστες ενσωματώνουν την τυχαιότητα στη δουλειά τους. Για παράδειγμα, ο συνθέτης John Cage: σε ένα κομμάτι, ένας πιανίστας κάθεται σιωπηλός για 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, αναγκάζοντας το κοινό να βιώσει τον τυχαίο βήχα και το θρόισμα στην αίθουσα. Καθώς τα μουσεία σε όλο τον κόσμο γιορτάζουν τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του σουρεαλισμού, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή της τυχαιότητας επέτρεψε σε αυτούς τους καλλιτέχνες να σκέφτονται “έξω από το κουτί”, ήτοι, πέρα από τα τετριμμένα. Η χρήση της τύχης ως εργαλείο δημιουργικότητας συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρέχοντας ένα χέρι βοήθειας, μα και προκαλώντας έκπληξη, καθώς μεταφέρει καλλιτέχνη και κοινό σε μέρη άγνωστα μέχρι τώρα. Οπότε, δεν αποκλείεται, η τυχαιότητα στη ζωή ενός ανθρώπου να είναι εκείνη εντέλει που ορίζει τη διαφορά μεταξύ αυτού που θα μπορούσε να γίνει και αυτού που τελικά έγινε. Επομένως, ίσως και να σοβαρολογούσε ο Αμερικανός ιστορικος Γουίλ Ντιράν όταν μιλούσε για τον Σωκράτη λέγοντας ότι «σε τελευταία ανάλυση, υπήρξε τυχερός, έζησε χωρίς να δουλεύει, τον διάβασαν χωρίς να έχει γράψει, δίδαξε χωρίς ρουτίνα, έπινε χωρίς να μεθάει και πέθανε πριν ξεμωραθεί, σχεδόν χωρίς να πονέσει».

        Ανάμεσα σε δυο λέξεις ή δυο χειρονομίες. Τζένη Μαστοράκη


        ―Σου ρίχτηκε;
        ―Εμένα ποτέ, αλλά αν κάνει κάποια κίνηση και εσύ τον γουστάρεις αυτός είναι δικός σου λογαριασμός.
        Αυτές ήταν οι πρώτες φράσεις που αντάλλαξα με την Τζένη Μαστοράκη, όταν της έδειχνα τον χώρο όπου είχα δουλέψει για δυο περίπου χρόνια και όπου αυτή θα συνέχιζε την δουλειά που έκανα, θα ήταν η αντικαταστάτριά μου. Υπήρχαν φήμες για το “αφεντικό” ότι «έπαιζε το ματάκι του» και ήταν θαυμαστής του ωραίου φύλου, γι’ αυτό ίσως και η Τζένη μού έκανε αυτές τις ερωτήσεις, ήθελε να μάθει, εκτός από τις φωτοτυπίες, το ανεβοκατέβασμα βιβλίων, την αντιβολή τυπογραφικών δοκιμίων και τις άλλες φιλολογικές υποχρεώσεις μιάς καλής «οικιακής επιστημονικής βοηθού» αν μέσα στα καθήκοντα ήταν και υποχρεώσεις ανάμεσα στο σεντόνια.
        Λίγες μέρες αργότερα βρισκόμουνα στο παιδικό δωμάτιο της Τζένης, ήταν κοντά στην ανηφόρα του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι κι εγώ έμενα στην κατηφόρα κοντά στη Σπύρου Μερκούρη. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ακόμα από κούκλες και λούτρινα ζωάκια Αλλά κι εμείς δεν ήμασταν τότε τόσο μεγάλες, μια χρονιά μας χώριζε, μόλις είχαμε τελειώσει το πανεπιστήμιο θα μπορούσαμε να περάσουμε ακόμα για φοιτητριούλες που είχαν ερωτευτεί τον καθηγητή τους και είχαν κάνει δεσμό μαζί του. Μόνο που δεν ήμασταν έτσι, είχαμε αποφοιτήσει, μεγαλώσει ίσως σοβαρέψει και αφοσιωθήκαμε στην επιστήμη μας, εγώ επιπλέον ήμουν και μικρομάνα. Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια στο δωμάτιό της, λέγαμε ιστορίες από το πανεπιστήμιο, τα διαβάσματά μας, τα όνειρά μας για το μέλλον. Μιλήσαμε λίγο για τις κούκλες της, αρχίσαμε να πετάει η μια στην άλλη μερικά από τα λούτρινα ζωάκια της, σαν κοριτσάκια που παίζαμε τις κουμπάρες. Τη ρώτησα αν είχε παίξει όταν ήταν μικρή ποτέ της «τον γιατρό» και κάτω από το κρεβάτι της μου έβγαλε και μου έδειξε ένα κουτί που είχε ένα πλαστικό στηθοσκόπιο και ένα καπέλο νοσοκόμας και άλλα ιατρικά πλαστικά παιχνίδια, ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. «Μα καλά, πώς άρχισε αυτή η ιστορία πως ό,τι φοράει φούστα και περνάει δίπλα του το γ---;» μου είπε η Τζένη. «Δεν ξέρω τί να σου πω.» της απάντησα. «Ξέρεις,» μου είπε «σχεδόν απέρριψα την πρότασή του να πάω να δουλέψω κοντά του γιατί έχουν ακουστεί τόσα πολλά γι’ αυτόν, που νόμιζα ότι θα ήταν κι αυτό μέσα στις προσφερόμενες υπηρεσίες.» «Μια φορά,» της είπα, «όταν συζητούσαμε για ένα γνωστό σκανδαλιστικό διαζύγιο όπου ο σύζυγος τα είχε φτιάξει με τη γραμματέα του και τους τσάκωσε η πλούσια σύζυγος, το σκάνδαλο ξέσπασε και ακολούθησε διαζύγιο και οικονομική καταστροφή του συζύγου, μού είπε το αφεντικό: «Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις δεσμό με ανθρώπους που δουλεύετε μαζί, υπάρχουν τόσοι άλλοι εκεί έξω, άσε τον κόσμο της δουλειάς να ανήκει στη δουλειά και όχι στο κρεβάτι». «Είναι ίσως μια αρχή που ακολουθεί» της είπα, και δεν τόλμησα να της πω ότι εγώ δεν είχα ακολουθήσει την συμβουλή του, έσπασα τα μούτρα μου, είναι ένα σκοτεινό σημείο της ζωής μου που δεν ξεχνιέται αλλά δεν της το εκμυστηρεύτηκα. Θα τα περάσεις πολύ καλά μαζί του της είπα «τσάι στις έξι, ουίσκι από το καλό στις εννιά για σκάντζα βάρδια, και, αν είσαι τυχερή, ζεστά μπουρεκάκια από την Κούλα. Η δουλειά είναι ενδιαφέρουσα και εσύ μού φαίνεσαι πιο πολύ παιδί της πιάτσας απ’ ό,τι είμαι εγώ και δεν θα βγεις χαμένη, δεν είναι τα λεφτά της δουλειάς, που δεν είναι και πολλά, αλλά η υφή της δουλειάς, θα μάθεις πολλά στο τσάμπα. Θα μάθεις και θα μάθεις απ’ τους μορφωμένους. Για μένα το πιο δύσκολο πράγμα της δουλειάς ήταν να απαντώ στο τηλέφωνο. Τόσοι πολλοί γνωστοί και διάσημοι τηλεφωνούσαν, και από τα νοήματά του έπρεπε να καταλάβω αν έπρεπε να πω ότι «Απουσιάζει, θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;» ή να του περάσω το ακουστικό για να μιλήσει και να βγω από το δωμάτιο. Μια φορά που στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς, από το τρακ μου μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι, καθώς του το πέρασα αμέσως. Έφαγα μια μεγάλη μούντζα, για χάρη του Ντιντή, γιατι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να του μιλήσει.
        Παρέδωσα στην Τζένη, και βρήκα μια άλλη δουλειά με πολύ περισσότερα λεφτά, αλλά που καθόλου δεν μου άρεσε. Εκεί απαντούσε μια συνάδελφός μου στο τηλέφωνό μου και εγώ στο δικό της, για να φανεί ότι είμαστε μια μεγάλη επιχείρηση με πολύ προσωπικό. Μετά έφυγα για το εξωτερικό και δεν είδα ξανά τη Τζένη για πολλά πολλά χρόνια και ούτε έμαθα πώς πήγε η σκυταλοδρομία των «επιστημονικών οικιακών βοηθών». Νομίζω ότι η Τζένη παρέδωσε την σκυτάλη στη Θεανώ Σουνά και στον Γιώργο Κεχαγιόγλου. Η παράδοση κάποιος να παραδίδει τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του αφεντικού.
        Διάβαζα τα βιβλία της, όταν έβλεπα και βιβλιοκριτικές από το αφεντικό ζητούσα να μου στείλουν κάθε βιβλίο εκεί που ήμουν. Δεν έβλεπα τις μεταφράσεις της, ίσως δεν της συγχώρεσα το γκρίζο εξώφυλλο στον Φύλακα της σίκαλης και ποτέ μου δεν κατάλαβα τον μακαρονικό τίτλο όταν ξαναδούλεψε τη μετάφραση του αγαπημένου βιβλίου τού Σάλιντζερ, και το γιατί ο καημένος ο Χόλντεν Κόλφιλντ έγινε, Στην σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης. Ίσως μας δείχνει τι συμβαίνει όταν υπερμεταφράζουμε. Ίσως μόνο ένα καλό λεξικό να αρκεί. Αλλά χάρηκα την μετάφραση του Πετροτσουλούφη.
        Την άκουσα να μιλάει σε μια εκδήλωση που έγινε, σαν πνευματικό μνημόσυνο, για τον γλωσσολόγο Τάσο Χριστίδη. Πιάστηκε η καρδιά μου με το πόσο λίγα βήματα είχε κάνει η ελληνική γλωσσολογία με ευθύνη του ελληνικού κράτους. Η ομιλία της Τζένης ήταν η καλύτερη της βραδιάς με αναμνήσεις από την συνεργασία της με τον μεγάλο γλωσσολόγο. Της έδωσα συγχαρητήρια και της είπα ότι θα κρατήσω σαν συμβουλή για τον εαυτό μου να μη μιλήσω ποτέ μετά από έναν ποιητή. Είχε ισοπεδώσει όλους τους άλλος ομιλητές. Μα και αυτή τη συμβουλή δεν την κράτησα.
        Ανταμώναμε κυρίως στους δρόμους σε τρεχάλες, τρέχοντας απ΄ εδώ κι απ’ εκεί. Είχα μάθει για τις οικονομικές δυσκολίες του εκδοτικού οίκου, για έναν σωλήνα του νερού που έσπασε και κατέστρεψε μεγάλο μέρος του στοκ. Μάλλον η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν σε μια στάση στην Κηφισιά. Μιλήσαμε για τα παιδιά μας που μας έλειπαν γιατί ήταν στο εξωτερικό μακριά μας και μου είπε να βρεθούμε σε ένα εστιατόριο κάπου εκεί απέναντι με ινδονησιακή/κινέζικη κουζίνα που θα το ενέκρινε και το αφεντικό, γνωστός καλοφαγάς, για να τα πούμε με την ησυχία μας. Ησυχία ποτέ δεν βρήκαμε, και τώρα μένω μόνη χωρίς να περιμένω να πιω ένα κρασί με την Μαριάννα Δήτσα, να περιμένω να μου τηλεφωνησει η Άντεια, να φάω ινδοκινέζικο φαγητό με την Τζένη.

        Ο θείος Ιούλιος για να ΄ρχεται τα βράδια σφυρίζοντας μ’ ένα σβηστό φανάρι ήταν σκληρός , δεν τετραγωνίσαμε τους κύκλους των ονείρων.

        Άι Γιάννης Πόρτο, 1 Αυγούστου 2024,μέρα της κηδείας της Τζένης Μαστοράκη.

        Βίοι παράλληλοι I

        Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής (φωτ. Σ.Κ.)

        Όταν πέθανε ο Στέφανος Κουμανούδης κάπως ξαφνικά, ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος, νομίζω. Πήρα για την κηδεία να του το πω μόνο τον Μανόλη τον Χατζηγιακουμή.
        Στο Πρώτο Νεκροταφείο ήταν ελάχιστος ο κόσμος, κι ο Χατζηγιακουμής μου είπε: —Πεθαίνει ένας Κουμανούδης κι είναι ο κόσμος τόσο λίγος… Του είπα: —Σημασία έχει πως είσαι εσύ εδώ.

        (Αργότερα, θυμάμαι την κηδεία του μέγιστου βαρύτονού μας, του Κώστα Πασχάλη, πάλι στο Πρώτο Νεκροταφείο, που ο τότε Πρωθυπουργός δεν παρέστη, αλλά ήρθε μισή ώρα μετά, για την κηδεία που ακολουθούσε ενός κομματικού του στελέχους. Όταν το σχολίασα αυτό δημόσια στην Αγνή Μπάλτσα, εκείνη μου απάντησε: —Νομίζετε, κύριε Κακίση, πως είχε ανάγκη ο Πασχάλης από κανένα πρωθυπουργό;).

        Ο Κουμανούδης με τον Χατζηγιακουμή δεν γνωρίζονταν προσωπικά ιδιαίτερα, δεν κάνανε παρέα. Όμως, ο ένας μου έλεγε για τον άλλον την ίδια φράση: —Λαμπρός επιστήμων!
        Ο Χατζηγιακουμής, όπως κι ο Κουμανούδης, είχαν επιλέξει μετά λόγου γνώσεως την Ιδιωτική Οδό, μακριά από της Ελλάδας τα εχθροπολεμικά ιδρύματα, στο έργο τους δίνοντας σημασία μόνο, ο Στέφανος και στην Επιγραφική Εταιρεία, ο Μανόλης και στη γιγαντιαία μουσική κιβωτό του, ακόμα και στου Ασφενδιού του την ανάσταση.

        Πεθαίνοντας ο Μανόλης Χατζηγιακουμής φέτος κατευοδώθηκε από τους μαθητές του, αλλά και από των πραγματικά ουσιαστικών συναδέλφων του τον πραγματικά ουσιαστικό λόγο.

        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )

        Ο τελευταίος μασίστας

        Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ο Κουταλιανός»



        Ο Μιχάλης Γολιάθ περιεργάζεται το χρυσό κύπελλο. Γελοίο όνομα, λέει, αλλά αυτό γράφει το κύπελλο, επομένως δεν μπορεί να το αρνηθεί. Ενώ λέει ότι είναι γελοίο, το περήφανο χαμόγελο που σχηματίζεται ασυναίσθητα στο πρόσωπο του εκφράζει μια διαφορετική άποψη. Δεν έχει χρόνο να το περιεργαστεί περισσότερο. Φοράει την πολύχρωμη στολή του, και οδεύει προς την πλατεία. Με λίγη τύχη, η αστυνομία δεν θα έχει πάρει τις πλαστικές καρέκλες που έστησε. Μέσα σε μισή ώρα, δεν υπάρχει καμία τους ελεύθερη, και οι υπόλοιποι θεατές στέκονται όρθιοι. Μέσα στην επόμενη μισή ώρα, ο Μιχάλης σπάει τούβλα με το μέτωπο του, και σηκώνει μηχανάκια με το ένα χέρι. Σαράντα χρόνια πριν, θα του ήταν και πάλι δύσκολο. Τώρα, κάθε μυς του πελώριου σώματος του ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά. Την πρώτη του επίδειξη την έκανε λίγες μέρες αφού είχε κλείσει τα δεκαέξι, για ένα τσούρμο από στρατιώτες. Επαρχιώτες που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν ούτε περάσει έξω από κινηματογράφο, εντυπωσιάστηκαν από το θέαμα, σφύρισαν και χειροκρότησαν. Όταν τελείωσε, τον αντάμειψαν με λίγα κέρματα. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε, ο κόπος του άξιζε περισσότερο. Οι περισσότεροι στρατιώτες τον αγνόησαν, εκτός από έναν. Εκείνος έβγαλε το όπλο από τη ζώνη του, και πυροβόλησε ένα άδειο μπουκάλι που κειτόταν στο πεζοδρόμιο, ούτε μισό μέτρο μακριά από τον Μιχάλη. Κάθε χτύπος της καρδιάς του είναι πιο έντονος, ακούγεται όμοιος με τον εκκωφαντικό θόρυβο του μπουκαλιού που θρυμματίστηκε μόλις το διαπέρασε βίαια η σφαίρα. Ποτέ δεν ξέχασε αυτόν τον θόρυβο, του θύμιζε ότι ανάμεσα στον ίδιο και στους θεατές του, εκείνος δεν είχε την παραμικρή διαπραγματευτική εξουσία. Η σημερινή επίδειξη φτάνει στο τέλος της αίσια, με την καρδιά του να παραμένει άθραυστη. Η πλειοψηφία των θεατών φεύγουν χωρίς να νιώσουν την ανάγκη να παραδώσουν κανενός είδους αντίτιμο. Όσοι μένουν λίγο ακόμα, αφήνουν πολλά αναμενόμενα κέρματα, και το περιστασιακό χαρμόσυνο χαρτονόμισμα. Μόλις επιστρέφει στο διαμέρισμα, καταρρέει στο κρεβάτι, δεν του έχει απομείνει δύναμη να σταθεί όρθιος. Με το ένα χέρι καταμετρά τις απολαβές της επίδειξης, ενώ με το άλλο κρατάει σφιχτά το κύπελλο. Είναι τυχερός, δεν θα χρειαστεί να το δώσει στο ενεχυροδανειστήριο, όχι σήμερα. Μπορεί να το κρατήσει για λίγο ακόμα.

        Ψιλή βροχή της 29ης Αυγούστου 2024




                                                                 








                                                                Χρήστος Γιανναράς, In memoriam


        Πέφτει βροχή, το δάκρυ των νεκρών
        το χάδι του Θεού στα δέντρα και στο χώμα.
        Κι η γη αναδίνει μύρα αόρατων φτερών
        σουδάρια παρακλητικά στο ραγισμένο σώμα.

        Αλλά τα δέντρα ―όπως σού ’λεγα―απλώνουν
        κλαριά φρυγμένα για να ξεδιψάσουν.
        Και τα πουλιά που τ’ αρνηθήκανε φυτρώνουν
        ξανά δροσάτα την αγάπη τους να κλάψουν.

        Βροχούλα σιγανή παραμονή Προδρόμου
        σ’ ελιές, βελανιδιές και σε πλατάνια
        στις ρεματιές τις άνυδρες, στις πέτρες, στα ρουμάνια
        καθώς περνάει κατά παράβασιν του νόμου.

        Καθώς περνάει με μηλωτή από δροσοστάλες
        μέσα σε ατμούς κι οσμές του στερναυγούστου
        κεραύνια αστραπή λιωμένη στις ψιχάλες,
        με το κεφάλι του στα χέρια πορφυρά στους μούστους.

        Στο γλεύκος ενός βότρυος συνθλιμμένου
        απ’ το μαρτύριο της αγάπης δίχως όρια
        να πίνουμε ―και να μεθούμε― κάρβουνο αναμμένο
        και να γινόμαστε ιστιοφόρα και βαπόρια.

        Βγαίνει ο Πρόδρομος ξανά να ευαγγελίσει
        εμάς απ’ τους νεκρούς και σας τους ζώντες
        κι ώσπου ο τροχός της λοιμικής να σταματήσει
        φυσήξτε την ευχή σας στους πεινώντες.




        Nεωτερική γεωγραφία άθλων ελληνικών

        Αρχικά εγκαταστάθηκε στον ορεινό Πελαργό...




        Μέρη, όπου θα έπρεπε να στηθούν ανδριάντες (ή γυναικάντες) αθλητ[ρι]ών από την Ελλάδα, συνήθως από οικογένειες που αφίστανται της υπογεννητικότητας, περιλαμβάνουν: Ζωγράφου-Νιγηρία (Γιάννης Αντετοκούνμπο & Αφοί), Πύργος Ηλείας-Ουγκάντα (Εμμανουήλ Καραλής), με δίδυμη αδελφή, Χαλκιδική-Αλβανία (Ελίνα Τζένγκο), με μεγαλύτερη αδελφή, που εγκατέλειψε τον αθλητισμό, καθώς καθυστερούσαν να τους δώσουν έγγραφα ιθαγένειας, που θα επέτρεπαν συμμετοχή σε διοργανώσεις στο εξωτερικό.
        Το ερώτημα πάντως παραμένει: η φήμη, την οποία συνεπάγεται η επιτυχία, απαλείφει ή πασαλείβει εκδηλώσεις ρατσισμού;
        Από την άλλη, απογοήτευση με όσα εδώ ισχύουν έχει οδηγήσει υπό άλλα χρώματα άτομα όπως οι τρίδυμες αδελφές Αλεξανδρή από τον Βόλο, που αγωνίζονται για την Αυστρία. Συγκρίσιμες περιπτώσεις: Άρτεμη Γκαβέζου-Κάστρο από τη Θεσσαλονίκη (ομάδα ανσάμπλ, Ισπανία), Αφροδίτη Ζέγκερς-Κυρανάκου (ιστιοπλοΐα, Ολλανδία), Θανάσης Κοκκινάκης (τένις, Αυστραλία), Κώστας Λουλούδης (κωπηλασία, Μεγάλη Βρετανία), Ελεν Μαρούλις (πάλη, ΗΠΑ), Αντώνης Μαρτασίδης (άρση βαρών, Κύπρος), Ντόνα Νακάλις (μοντέρνο πένταθλο, Καναδάς), Ζοσέφ Πολοσιφάκης (ξιφασκία, Καναδάς), Σιδέρης Τασιάδης (κανό σλάλομ, Γερμανία) και Δημήτρης Χονδροκούκης (στίβος, Κύπρος), ενώ από την Τριανδρία στους Λιμνανθρώπους στο Λος Άντζελες βρέθηκε ο Ντέιβιντ Ρίβερς (Δαβίδ Ποταμιανός), από την Αγία Βαρβάρα στη Βραζιλία στράικερ ο Ροβέρτος Φιρμινιός και από μπαρ στη Βάρκιζα, όπου σκάουτ τον εντόπισε, όταν άρχισε να δουλεύει σερβιτόρος τελειώνοντας το Λύκειο, στην ιταλική Τρεβίζο ο Μιχαήλ Βατίστας.
        Ισχυρό είναι το αποτύπωμα της ελληνικής διασποράς στον αθλητισμό, με κορυφαίο τον Νίκο Γκάλη, που στο Νιου Τζέρσεϊ γεννήθηκε από γονείς με καταγωγή από τη Ρόδο, ενώ ο καλύτερος Έλληνας τζουντόκα ήταν ο Ηλίας Ηλιάδης, που Τζαρτζίλ Ζβιαντουαρί γεννήθηκε στην Αχμέτα, πριν υιοθετηθεί από τον μικρασιατικής καταγωγής παλιννοστούντα από τη Γεωργία ομοσπονδιακό προπονητή του τζούντο Νίκο Ηλιάδη, που στον ορεινό Πελαργό αρχικά εγκαταστάθηκε και έπειτα στο Αμύνταιο.
        Χιλιάδες Αμερικανοί παρακολούθησαν την κηδεία του, όταν 26 ετών το 1955 πέθανε από πνευμονική εμβολή ο σπουδαίος αθλητής του φούτμπολ και του μπέιζμπολ Harry “Τhe GoldenGreek” Agganis. Ο μικρότερος από επτά αδέλφια, ο Αριστοτέλης Γεώργιος Αγγάνης γεννήθηκε στην πόλη Λιν της Μασαχουσέτης από γονείς από το χωριό Λογκανίκο της Λακωνίας στον Ταΰγετο. Το όνομα Χάρης προέκυψε από το Άρης, όπως τον φώναζε η μητέρα του, που δύο χρόνια μετά τον θάνατό του είπε «Δεν είμαστε πλέον ξένοι. Εξαιτίας του Χάρη είμαστε πάλι οι Χρυσοί Έλληνες (Golden Greeks) και κανείς δεν μας λέει πια Βρωμοέλληνες (Dirty Greeks)».

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:

        «Δεν είμαι ο νέγρος σου»: διεθνής έκκληση / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Σκόνη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Προπατορικά αμαρτήματα & Αμερική / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Δύση & Ανατολή / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
        Από τα Γρεβενά τεντώνοντας / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

        Βίοι παράλληλοι II

        Ήθελε ο Τζίμης ο Πανούσης να πάμε να δούμε τον Κώστα Χατζηχρήστο σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις στο θέατρο, στην επιθεώρηση, μεγάλος που ήτανε πια, τότε που πρόλαβα κι εγώ και του πήρα μια συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία.
        Πήγαμε. Πήγαμε πριν και στο καμαρίνι του να τον δούμε. Μας δέχτηκε, ένα μαζεμένο γεροντάκι με μια ρόμπα, ευγενικά αλλά κάπως ξέπνοα, είπαμε δυο κουβέντες, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, αν ο Χατζηχρήστος ήξερε και τόσο τον Πανούση, της δικής του μεγάλης τέχνης την αξία.
        Καθίσαμε μετά στις θέσεις μας. Σε λίγο, πάνω στη σκηνή είδαμε έναν Χατζηχρήστο άχρονο, να χοροπηδάει όπως πάντα, να έχει πετάξει από πάνω του την ηλικία του, να μην κρατιέται.
        Ο Τζίμης μου είπε πως δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, παρά την εικόνα του στο καμαρίνι. Για της σκηνής τον άλλο, μεθυστικό, αναστάσιμο τόπο και τρόπο.

        (Στο Δελφινάριο, πάλι με τον Τζίμη στον Βέγγο, το ίδιο: μας έστειλε και ποτά να μας κεράσει, αλλά πριν, στα παρασκήνια, μας έλεγε: —Τι θέλετε εδώ; Φύγετε, δεν κάνει εδώ. Μετά, στη σκηνή, ήταν ο ίδιος, ο Βέγγος, ο Βέγγος που υπεραγαπούσαμε. Που αυτός ήξερε πολύ καλά, καταλάβαμε, και για τον Πανούση).

        (Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )


        Περίπατοι γύρω από το κεφάλι μου

        Οι στίχοι ενός εκ των πρωτεργατών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ανασαίνουν στο περιβάλλον του άλσους. Είναι του Γεωργίου Δροσίνη, από την ποιητική συλλογή Κλειστά βλέφαρα (1914-1917), μια από τις πιο χαρακτηριστικές της ώριμης ηλικίας του. Οι στίχοι του ποιήματος, που φέρει τον τίτλο «Αμουσία», ήταν αφιερωμένοι σε ένα από τα μεγάλα ινδάλματά του, τον Γερμανό Φρίντριχ Σίλερ. ‘Όταν ο Δροσίνης αποφάσισε να σπουδάσει στο εξωτερικό, επέλεξε την Γερμανία, πατρίδα του Γκαίτε και του Σίλερ, τους οποίους θαύμαζε απεριόριστα. Ο ίδιος έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του: «Ήταν Άνοιξη και πρώιμα ζεστός καιρός. Είχα κάνει τάμα όταν σπούδαζα στη Λειψία, να επισκεφθώ τους τάφους του Γκαίτε και του Σίλερ». Ο Δροσίνης ήθελε να προσκυνήσει στην τελευταία τους κατοικία, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής και θαυμασμού. Η προτίμησή του, όμως, έκλινε προς τον τελευταίο: «Ήξερα πως ο Σίλερ είναι ο καθ’ αυτού εθνικός ποιητής της Γερμανίας, πολύ αγαπητότερος του Γκαίτε». Το πορτρέτο του Σίλερ, «επάνω σε μαύρο ατλάζι μέσα σε γυαλοσκέπαστη μαύρη κορνίζα», όπως ανέφερε στο ημερολόγιό του, μαζί με ένα φύλλο δάφνης που πήρε από τα στέφανα στον τάφο του μεγάλου ποιητή, φυλάσσονται στο δωμάτιό του, στο Μουσείο Γ. Δροσίνη (βίλα «Αμαρυλλίς»), στην Κηφισιά.

        Εκφόρτιση εκ των ων ουκ άνευ

        Οι μπαταρίες με το πέρασμα του χρόνου γίνονται πιο «σοφές» από αυτόν που τις έφτιαξε, μπορεί να αντιλαμβάνονται γεγονότα ή ακόμη-ακόμη μπορεί να επεξεργάζονται δεδομένα κι έτσι, πολλές φορές, να αρνούνται πεισματικά να φορτιστούν και να συμμετέχουν στην επικοινωνία μπαταριακού τύπου. Πιθανόν εντός των μπαταριών να κατοικεί κάποιος εξωγήινος ακτιβιστής ―καλής πάστας εξωγήινος― που την πάτησε πολύ πιο πριν από εμάς και ανέλαβε δράση για να διαφυλάξει την εσωτερική μας ισορροπία, όση μας έχει απομείνει από το συνεχές πάρε δώσε.
        Η υπόθεση αυτή, που στην αρχή διατυπώθηκε σαν νερόβραστο αστείο από τον Τέλεσμαν, έναν Άγγλο ηλεκτρολόγο, στάθηκε αφορμή για περαιτέρω έρευνα. Διαπιστώθηκε λοιπόν, ότι εντός των μπαταριών του υπολογιστή και του κινητού, δεν κατοικεί κάποιος εξωγήινος, αλλά συμβαίνει κάτι χειρότερο: Οι υποδοχείς των μπαταριών έχουν την δυνατότητα να μεταφέρουν σε χρόνο απειροελάχιστο στη νέα μπαταρία την εμπειρία τους από την οδυνηρή πορεία εκφόρτωσης και την ποιότητα των δράσεών μας που οδηγούν σ΄ αυτή. Η απίστευτη αυτή ανακάλυψη έφερε στην επιφάνεια με τη σειρά της την εξής διαπίστωση: Οι παντελώς ανώφελες, άνευ περιεχομένου, δράσεις που εκφορτίζουν τις μπαταρίες μας φθάνουν στο ογδόντα τοις εκατό, δεκαοκτώ τοις εκατό αφορούν σε τυπικές επαφές χωρίς κανένα ενδιαφέρον με το οικογενειακό περιβάλλον και μόνο το δυο τοις εκατό φαίνεται να είναι δράσεις αναγκαίες και κάπως σημαντικές.
        Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα η εκφόρτιση προκαλείται κυρίως ανώφελα, με αποτέλεσμα τα άψυχα, οι μπαταρίες εν προκειμένω, να αρνούνται να σπαταλούν το δυναμικό τους. Το γεγονός αυτό εγείρει έναν σημαντικό κίνδυνο: Αν και άλλα άψυχα, ρούχα, γυαλιά, παπούτσια, τοστιέρες και διάφορα γκάτζετ αρχίσουν σταδιακά να αρνούνται να συμμετέχουν στη διαδικασία της εκφορτίσεως από την καθημερινότητά μας θα βρεθούμε στην άκρως δυσάρεστη θέση να εφεύρουμε επειγόντως νέα, απονήρευτα αντικείμενα, πριν προλάβουν και αυτά να υποπτευθούν ότι η θυσία τους δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

        Βροχή από εσώρουχα

        Π Ρ Ο Σ O X H:
        Aναφορές στο κείμενο ενδέχεται να είναι οδυνηρές για κάποιους αναγνώστες

        __________

        Κατάθεση ψυχής ή βροχή από εσώρουχα θεωρούν πολλοί τη λογοτεχνία. Αποκαλύπτει ό,τι κατάσαρκα φορά ο συγγραφέας, για όσους ασπάζονται νεορομαντικές αντιλήψεις. Εναλλακτικά, αν προκρίνεται κλασικότροπη προσέγγιση, πρόκειται για εσώρουχα άλλων. Βροχή τα συγχαρητήρια εν πάση περιπτώσει. Κανείς δεν κινδυνεύει να βραχεί, αφού περισσεύουν οι τέντες. Σε άλλες χώρες όμως δεν έχουν ευχέρεια να τεντώνονται. Όταν τίποτε δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, αρχίζουν χορούς της βροχής και λιτανείες, γνωστές από έργα του Μπουνιουέλ ή ιταλικές ταινίες. Κανείς ιερουργός ή σαμάνος, εκτός από τον Χατζιδάκι, δεν δανείζει τον ιδρώτα του ωστόσο. Ευτυχώς η επιστήμη επινόησε τρόπους για να γονιμοποιούνται τα σύννεφα.
        Τι κάνουν στην Κίνα; Υπερβολικές θερμοκρασίες για περισσότερο από μία εβδομάδα στην πόλη Τσονγκκίνγκ καθυστέρησαν την έναρξη του σχολικού έτους. Λόγω του κύματος καύσωνα, τεχνητή βροχή αποφάσισαν να προκαλέσουν εκτοξεύοντας σχεδόν διακόσιες ρουκέτες, που σύννεφα σχηματίζουν. Άρχισε να βρέχει. Στις 2 Σεπτεμβρίου όμως ξέσπασαν άνεμοι, με ταχύτητα που έφτανε τα 122 χλμ. την ώρα. Φυσικό φαινόμενο, που δεν προκλήθηκε από την τεχνητή βροχή, χαρακτήρισε τους ανέμους το τοπικό Γραφείο Τροποποίησης Καιρού. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, οι κάτοικοι ποτέ δεν θα ξεχάσουν αυτή την ημέρα.
        Βγήκα έξω και ξαφνικά άρχισε να βρέχει εσώρουχα από τον ουρανό, λέει η Ήθελ, που ηθελημένα αποτελεί ψευδώνυμο, σε ανάρτηση στην κινεζική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Weibo. Από μπαλκόνια σε ψηλά κτήρια τα εσώρουχα είχε πάρει ο δυνατός αέρας. Βίντεο με σουτιέν και βρακιά, που πετούσαν στον αέρα, κρέμονταν από δέντρα ή προσγειώνονταν στο έδαφος, γέμισαν το Douyin, εφαρμογή αντίστοιχη του Tik Tok. Ποιος θα με αποζημιώσει ψυχικά για τα καινούργια Κάλβιν Κλάιν που έχασα; Η καταιγίδα από εσώρουχα με έκανε εσωστρεφή για την υπόλοιπη ζωή μου. Πρόκειται για κάποια από δεκάδες χιλιάδες σχόλια, καθώς 7 εκατομμύρια άτομα στην Κίνα διαδικτυακό χρόνο σε πρώτη φάση επένδυσαν στην «εσώρουχη κρίση». Άλλα 18 εκατομμύρια ακολούθησαν την ετικέτα συζήτησης (hashtag) «αν νομίζετε ότι κάποιο λάθος κάνατε στη δουλειά, απλώς σκεφτείτε» τη μετεωρολογική υπηρεσία.
        Υπήρχαν και αισιόδοξοι. Ήταν πολύ ρομαντικό, γράφει ένα άτομο. Ενώ περπατάς στον δρόμο, να έχεις την προοπτική να βρεις ό,τι πιο σφιχτά κρατά το άτομο που σε ενδιαφέρει. Ελπίδες για αυξημένες πωλήσεις εκφράστηκαν από καταστήματα που πουλούν εσώρουχα. Πόσο επικίνδυνο άραγε είναι να φοράς εσώρουχα; Πόσο ακίνδυνο να μη φοράς; Αυξάνεται ο κίνδυνος σε λάθος μέρος να το ξεχάσεις, αν το εσώρουχο έχει το μονόγραμμά σου; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχει δοθεί απάντηση, ακόμη και αν η ζωή τίποτε άλλο δεν είναι παρά μια επαλήθευση της λογοτεχνίας.
        Ενώ στην Κίνα χάνουν ό,τι πιο κοντά στο σώμα τους βρίσκεται, στην Ιαπωνία χάνουν το ίδιο τους το σώμα. Μία ημέρα πριν από την καταιγίδα στο Τσονγκκίνγκ είναι η πιο θλιβερή ημέρα στα νησιά του ανατέλλοντος ηλίου. Την 1η Σεπτεμβρίου γίνονται οι περισσότερες από κάθε άλλη ημέρα αυτοκτονίες ανηλίκων στην Ιαπωνία. Μεταξύ των οικονομικά πιο ανεπτυγμένων, πρόκειται για τη χώρα όπου η αυτοκτονία αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου για εφήβους. Πέρυσι αυτοκτόνησαν 513 ανήλικοι. Συνήθως λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία, όπου δεν θέλουν να επιστρέψουν. Προβλήματα με οικογένειες και φίλους και εκφοβισμός είναι τα σημαντικότερα που αναφέρονται. Αν και στον συνολικό πληθυσμό μειώνονται, οι αυτοκτονίες νέων αυξάνονται.
        Στις 31 Αυγούστου φέτος στη Γιοκοχάμα μία 17χρονη μαθήτρια λυκείου πήδηξε από κτήριο σε εμπορικό κέντρο και έπεσε πάνω σε μία 32χρονη γυναίκα, που είχε βγει με τις φίλες της για το Σάββατο. Μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου η μαθήτρια πέθανε σε μία ώρα και λίγο μετά η γυναίκα, πάνω στην οποία είχε πέσει. Το ίδιο είχε συμβεί σε εμπορικό κέντρο στην Οσάκα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν από την ταράτσα πήδηξε 17χρονος και πέφτοντας σκότωσε μια 19χρονη φοιτήτρια, που περνούσε. Κατηγορίες για ανθρωποκτονία από αμέλεια του απηύθυναν αρχικά, που αργότερα αποσύρθηκαν.
        Όσοι αυτοκτονούν δεν αντέχουν τον εγωισμό εκείνων που ζουν. Όσοι συνεχίζουν να ζουν δεν αντέχουν τον εγωισμό εκείνων που αυτοκτονούν. Όλα τα αντέχει ο εγωισμός, εκτός από τον εαυτό του.

        Π Α Ρ Ε Μ Φ Ε Ρ Η

        33 ταινίες που άφησαν εποχή  ≈  Ονοματοδοσίες

        Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (1935-2024)

        Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
        Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή.
        Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
        Ελεύθερος φεύγω.

        «Το σπίτι» (Συνοπτική διαδικασία, 1980)



        Χαν Γκανγκ: Νομπέλ Λογοτεχνίας 2024


        Του Σπύρου Βλασσόπουλου

        1986. Ο Σπύρος Βλασσόπουλος με την κιθάρα στη Σεμέλης 3, με την Αφροδίτη Μάνου, τον Νίκο Χουλιαρά και τον Διονύση Σαββόπουλο. Διακρίνονται η Χριστίνα και ο Ανδρέας Βλασσόπουλος



        Στην εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, που ήμουνα κι εγώ στα πρώτα της επεισόδια, έτυχε να ξαναβρεθώ σ’ ένα μεθεπόμενο επεισόδιο, όταν διάβασα στο στούντιο λίγη μετάφρασή μου των ποιημάτων της Σαπφώς και μετά ακολούθησα την Αλέκα Κανελλίδου και τον Σπύρο Βλασσόπουλο στο άλλο, τηλεοπτικό πια στούντιο, όπου θα τραγουδούσαν μαζί με τον Σαββόπουλο, στο τέλος οι τρεις τους.
        (Εγώ στο γυαλί δεν βγήκα, τους έβλεπα από τα παρασκήνια πια).
        Τραγούδησαν τρία τραγούδια: το «Πάμε στο άγνωστο» του Μενέλαου Θεοφανίδη, το «Μια θάλασσα μικρή» του Σαββόπουλου και την «Ατθίδα» του Βλασσόπουλου, Σαπφώ δηλαδή πάλι στη μετάφρασή μου, εν σειρά.
        Τους ξαναβλέπω και τώρα, όταν ξαναπαίζεται κι εκείνη η εκπομπή, η ευτυχής εκείνη συνύπαρξή τους, και συνειδητοποιώ ξανά ό,τι συνειδητοποίησα και τότε: πως είναι τόσο υποδειγματικά αγκαλιασμένα αυτά τα τρία τραγούδια διαφορετικών εποχών, που στο τέλος —ή και στη διάρκειά τους— τα νιώθεις σαν ένα, πως ένας υπήρξε ο δημιουργός, ο δημιουργός τους.
        Δεν είναι μόνο του Σαββόπουλου το μεγάλο και σ’ αυτό ταλέντο. Δεν είναι μόνο η Κανελλίδου κι η μαγευτική φωνή της. Είναι κι η κιθάρα του Σπύρου του Βλασσόπουλου, η τόσο αυθόρμητα ενωτική της, επιπλέον αξία.

        ( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

        Ακούγονται τα τραγούδια: «Πάμε στο άγνωστο» | «Μια θάλασσα μικρή» | «Άτθιδα».

        Ιερό Δισκοπότηρο




        Εδώ και πολλά χρόνια, η κατάκτηση ενός Ολυμπιακού μεταλλίου περιγράφεται ως το Άγιο Δισκοπότηρο των αθλημάτων. Αλλά οι αθλητές δεν είναι οι μόνοι που αναζητούν ένα Άγιο Δισκοπότηρο. Για παράδειγμα, το 2012, όταν φυσικοί επιστήμονες ανακάλυψαν το μποζόνιο Higgs, ένα σωματίδιο που θεωρείται ένα από τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία του σύμπαντος, περιγράφηκε ως ένα αληθινό Άγιο Δισκοπότηρο. Με τον ίδιο τρόπο, πολλοί λάτρεις του αυτοκινήτου αναφέρουν αρκετά συλλεκτικά αυτοκίνητα ως Ιερά Δισκοπότηρα επειδή είναι τόσο σπάνια που συνιστά πραγματική πρόκληση το να τα βρεις. Γενικά, οι άνθρωποι αναφέρονται σε έναν στόχο που φαίνεται σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί ως Άγιο Δισκοπότηρο. Κυριολεκτικά πάντως, ο όρος Άγιο Δισκοπότηρο αναφέρεται στο κύπελλο που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο.
        Αλλά ποια ακριβώς είναι η αναζήτηση για το Άγιο Δισκοπότηρο; Πολλά σημαντικά νήματα έχουν συνδυαστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων προκειμένου να δημιουργηθεί η μεταφορά του Αγίου Δισκοπότηρου που χρησιμοποιείται συνήθως στις μέρες μας. Αυτά περιλαμβάνουν στοιχεία από την προχριστιανική μυθολογία, από τη λατρεία των λειψάνων στη χριστιανική παράδοση, καθώς κι από τη μεσαιωνική λογοτεχνία σε Βρετανία και τη Γαλλία. Ο πρώτος πλήρης θρύλος του Αγίου Δισκοπότηρου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα προέρχεται από τη Βρετανία του 15ου αιώνα. Στο Le Morte d’Arthur, ο Thomas Malory περιέγραψε λεπτομερώς τις αρετές του μυθικού ήρωα Βασιλιά Αρθούρου και τα κατορθώματα των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, όπως ο Sir Lancelot και ο Sir Gawain, ώσπου στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, το Άγιο Δισκοπότηρο εξαφανίζεται μετά από μια γιορτή και όλοι οι ιππότες ορκίζονται να το αναζητήσουν. Μια προηγούμενη προφητεία έλεγε ότι ένας νεαρός ιππότης, ο Sir Galahad, θα ήταν αυτός που θα έβρισκε το Δισκοπότηρο, μια και θεωρείται πως ήταν απόγονος του Ιωσήφ από Αριμαθαίας, μιας βιβλικής μορφής που έθαψε τον Ιησού μετά τη σταύρωσή του, όμως μάλλον ήταν αρκετά αγνός για να βρει το Άγιο Δισκοπότηρο· τελικά ο Galahad το βρίσκει, αλλά η επιτυχία του δεν διαρκεί πολύ, αφού η ψυχή του μεταφέρεται στον ουρανό μαζί με το Δισκοπότηρο. Ο θρύλος του Malory τροφοδοτήθηκε από το αναζωπυρωμένο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τους Αγίους Τόπους και τα ιστορικά γεγονότα της ζωής του Ιησού κατά την εποχή των Σταυροφοριών στα τέλη του 11ου έως τα τέλη του 13ου αιώνα. Ο εν λόγω θρύλος συγκέντρωσε αρκετά στοιχεία από την προχριστιανική κελτική μυθολογία και τη χριστιανική λατρευτική πρακτική. Δύο θέματα που ο Malory υφαίνει στον θρύλο του Αγίου Δισκοπότηρου είναι η ηρωική αναζήτηση και το μαγικό θεραπευτικό κύπελλο. Μετά τη διάδοση του χριστιανισμού από τους Αγίους Τόπους στην αρχαία Γαλατία –η σύγχρονη Γαλλία ήταν μέρος αυτής της περιοχής– και τη Ρωμαϊκή Βρετανία τον τέταρτο αιώνα, στοιχεία των προχριστιανικών θρύλων άρχισαν να αναμειγνύονται με τη χριστιανική λογοτεχνία. Οι επισκέπτες στους Αγίους Τόπους κατά τη διάρκεια αυτών των πρώιμων μεσαιωνικών αιώνων έφεραν πίσω πολλά αντικείμενα για προσκύνηση, που ονομάζονται λείψανα – ειδικά εκείνα που υποτίθεται ότι σχετίζονται με τη ζωή του Ιησού. Ακόμη και σήμερα, αρκετές ευρωπαϊκές εκκλησίες ισχυρίζονται ότι έχουν την κούνια του Ιησού, τα πραγματικά καρφιά που χρησιμοποιήθηκαν στη σταύρωσή του ή μέρη από το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι του. Εξάπαντος, στους πρώτους αιώνες δεν υπάρχει καμία αναφορά για το Δισκοπότηρο, το κύπελλο που υποτίθεται χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο ως λείψανο της ζωής. Οι πρώτες αναφορές του βασιλιά Αρθούρου επίσης δεν αναφέρουν το Άγιο Δισκοπότηρο. Η πρώτη αναφορά σε μια αναζήτηση για ένα Άγιο Δισκοπότηρο βρίσκεται σε ένα γαλλικό ποίημα του Chretien du Troyes στα τέλη του 12ου αιώνα, που ονομάζεται «Perceval, Le conte du Graal» ― η ιστορία του Δισκοπότηρου. Εδώ, ένας νεαρός ιππότης, ο Perceval, συναντά μια παράξενη πομπή ενώ δειπνεί ως φιλοξενούμενος σε ένα ξένο κάστρο. Μια νεαρή γυναίκα εμφανίζεται να φέρει αυτό που περιγράφεται ως ένα λαμπερό, χρυσό δισκοπότηρο διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Αυτό το σκεύος δεν ταυτίζεται συγκεκριμένα με το κύπελλο του Μυστικού Δείπνου, αλλά είναι η πρώτη αναφορά στη χριστιανική λογοτεχνία ενός ειδικού αντικειμένου που ονομάζεται δισκοπότηρο ή graal. Στη συνέχεια, το Άγιο Δισκοπότηρο εμφανίζεται σε ένα ποίημα των αρχών του 13ου αιώνα του Robert de Boron, συνδέοντας τώρα συγκεκριμένα το Δισκοπότηρο με έναν μαθητή του Ιησού, τον Ιωσήφ από την εβραϊκή πόλη της Αριμαθαίας. Και στα τέσσερα Ευαγγέλια, ζητά το σώμα του Ιησού να το θάψει σε έναν τάφο. Το αίτημά του έγινε δεκτό, πιθανώς επειδή ήταν είτε πλούσιος είτε μέλος του εβραϊκού κυβερνώντος συμβουλίου, του Σανχεντρίν. Εκείνη την εποχή, κυκλοφορούσαν και άλλοι θρύλοι: λέγεται ότι ο Ιωσήφ ήταν συγγενής του Ιησού και ότι του δόθηκε η κηδεμονία του Αγίου Δισκοπότηρου μετά την Ανάσταση˙ δεδομένου ότι είχε ταξιδέψει στη Βρετανία ως έμπορος κασσίτερου, οι Απόστολοι τού ζήτησαν να φέρει το Άγιο Δισκοπότηρο κρυφά στο Glastonbury για να το κρύψει. Όταν ο Malory συνέθεσε την εκδοχή του για τον μύθο του Βασιλιά Αρθούρου τον 15ο αιώνα, συγκέντρωσε όλα αυτά τα προηγούμενα στοιχεία: το ιερό κύπελλο ή Δισκοπότηρο που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο, την παρουσία του ως ιερό λείψανο στη Βρετανία, τον Βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες του, την ανακάλυψή του από έναν αγνό ήρωα που να ήταν απόγονος του Ιωσήφ της Αριμαθέας.

        Η λατρεία των λειψάνων εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό μέρος της καθολικής αφοσίωσης. Σήμερα, δύο εκκλησίες στην Ισπανία ισχυρίζονται ότι έχουν το πραγματικό Άγιο Δισκοπότηρο: η Βαλένθια και, από το 2014, ο Λεόν. Άλλοι εντοπίζουν την ιδέα πίσω στις πρώιμες μεσαιωνικές εκκλησιαστικές ζωγραφιές στην Ισπανία, όπου η Μαρία κρατά ένα φωτεινό κύπελλο. Αλλά άλλοι πάλι τονίζουν ότι το Δισκοπότηρο αφορά ένα λογοτεχνικό αντικείμενο-προϊόν. Η επιρροή που είχε ο θρύλος του Αγίου Δισκοπότηρου στη σύγχρονη κουλτούρα, ειδικά σε μυθιστορήματα και ταινίες, είναι ίσως πιο σημαντική από την προέλευσή του. Σε ορισμένες ταινίες του Χόλιγουντ όπως Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία και Ο κώδικας Ντα Βίντσι, το Άγιο Δισκοπότηρο είναι το πραγματικό αντικείμενο που αναζητείται, ενώ σε άλλες, η αναζήτηση αλλάζει, εστιάζοντας στην εύρεση άλλων ισχυρών αντικειμένων καθώς έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν μεγάλο κακό παρά μεγάλο καλό· η αναζήτηση για το Άγιο Δισκοπότηρο έχει αποτυπωθεί ακόμη και στην κωμωδία Οι Μόντι Πάιθον και το Άγιο Δισκοπότηρο. Σήμερα, το Άγιο Δισκοπότηρο εξακολουθεί να είναι αποτελεί ισχυρή μεταφορά για ένα πολύ επιθυμητό, απόλυτο επίτευγμα, το οποίο δεν αφορά όλους, παρά μονάχα λίγους, αποφασιστικούς και άξιους: έτσι, μερικοί αθλητές κερδίζουν ολυμπιακά μετάλλια, κάποιοι φυσικοί βρίσκουν θεωρητικά υποατομικά σωματίδια, και ορισμένοι σπάνιοι συλλέκτες αυτοκινήτων βρίσκουν αυτό το μοναδικό στο είδος του αυτοκινήτου, επί παραδείγματι. Σε κάθε περίπτωση, όλοι τους δεν θα σταματήσουν να εξερευνούν, καθότι το τέλος της εξερεύνησης θα είναι όταν θα φτάσουν εκεί από όπου ξεκίνησαν, ανακαλύπτοντας το Δισκοπότηρο ίσως για πρώτη φορά.

        Συναποχή σε ΜπιεΝΟλε




        Μουσικός και προγραμματιστής, ο Νορβηγός φίλος μου Bjørn Magnhildøen προωθεί κάποιες δραστικές πρωτοβουλίες. Ίσως τον θυμάστε σε σχέση με το Αόρατο Μνημείο του Άγνωστου Ποιητή, που εξακολουθεί να μη βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, όπου προ ετών κατέληξε πορεία δια-μαρτυρίας για τον ευτελισμό του πολιτισμού, με μοναδικά συνθήματα στίχους ποιημάτων. Το εν λόγω μνημείο συνιστά συμμετοχή σε διαδικτυακή έκθεση με θέμα «έργα που δεν υπάρχουν», ενώ το ποίημα Κλασικές περιλήψεις [Fast Food Classics (Στίχοι ταχυφαγείων)] συμμετείχε στο φεστιβάλ δευτερολέπτου (Leap Second Festival) το 2012. Τώρα συνεχίζει να διοργανώνει τη biennale.no, που μπορεί να αποδοθεί ως ΜπιεΝΟλε. Σε μετάφραση από τα αγγλικά, οι οδηγίες συμμετοχής είναι απλές: Η μπιενάλε δεν λαμβάνει χώρα, με έργα που δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να κάνετε. Ασφαλώς συνδενμετέχω.

        Ο αστικός Γανυμήδης

        Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη κύλικα του Όλτου (περ. -510). Αρχαιολογικό Μουσείο Ταρκίνιας



        Στο πρόσωπο του σερβιτόρου παρατήρησα την ίδια μελαγχολική έκφραση που είχα παρατηρήσει σε τοιχογραφίες του Γανυμήδη, του ομορφότερου των θνητών, που ο Δίας απήγαγε από την πατρίδα του, την Τροία, ώστε να υπηρετήσει ως οινοχόος των θεών. Σε κανέναν και καμιά από τους θνητούς που ερωτεύτηκε ο Δίας δεν δώρισε την αιώνια ζωή, εκτός από τον όμορφο Γανυμήδη. Καθώς σκύβει για να γεμίσει το κύπελλο με το κρασί, πίσω από την κούραση, το άγχος, τους κρυφούς πόθους που ποτίζουν τις γωνίες του νου του όσο προσπαθεί η έκφραση του να είναι όσο πιο ουδέτερη είναι εφικτό κατά τις ώρες της εργασίας, η φιγούρα του τοποθετείται στον χώρο σε μια διάταξη που αντηχεί στην αιωνιότητα.

        Στις 15 Νοεμβρίου

        Ο Βασίλης Βασιλικός, Παρίσι 1984 (Αρχείο εκδ. Τόπος)



        ________
        Αφιέρωμα στον Βασίλη Βασιλικό
        (Επιμέλεια: Θανάσης Αγάθος)
        ___________