του Άγ­γε­λου Πε­φά­νη



Αύ­γου­στος, ο τε­λευ­ταί­ος μή­νας του κα­λο­και­ριού, ο ισορ­ρο­πι­στής, ο δρό­μος διέ­λευ­σης ανα­μνή­σε­ων, μπα­λό­νι που θα σκά­σει, ένα με­γα­λο­πρε­πές παφφφφ, πά­νω στις πρώ­τες βρο­χές. Δεν λαμ­βά­νε­τε υπό­ψη την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή; Όχι.
Ας στρώ­σου­με λοι­πόν μια πλε­ξού­δα κυ­μά­των και πλατς-πλατς του βυ­θού τα βά­θη να διε­ρευ­νή­σου­με, έτσι που ήρ­θαν τα πράγ­μα­τα δεν έχου­με πα­ρά να χα­ρού­με έστω δι ολί­γον, να χα­ρού­με με το τί­πο­τα, το πα­γω­τό από χέ­ρι σε χέ­ρι, φυ­σι­κά και δεν σι­χαί­νο­μαι, άλ­λω­στε όλα τα μι­κρό­βια πα­γώ­νουν, ανα­στέλ­λουν τη δρά­ση τους, απο­δο­μού­νται όταν η γεύ­ση εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κή, η πα­ρου­σία μιας γλώσ­σας που κι­νή­θη­κε απα­λά πά­νω στη ίδια επι­φά­νεια εί­ναι εξαι­ρε­τι­κό γε­γο­νός, το θέ­μα εί­ναι να βο­λευό­μα­στε με τη φα­ντα­σία ότι γλεί­ψα­με κά­τι τρο­μα­κτι­κά μο­να­δι­κό. Άλ­λω­στε, η τι­μή του καρ­που­ζιού αυ­ξή­θη­κε πά­νω από 30%. Εί­ναι βέ­βαια και το φως που ξε­τρυ­πώ­νει (άλ­λος προ­δό­της αυ­τός) τα αδύ­να­τα ση­μεία ή αυ­τά που έχουν κά­ποια υστέ­ρη­ση, αλ­λά ποιος δί­νει ση­μα­σία, όταν το δει­λι­νό απλώ­νε­ται, οι αβα­θείς υπο­σχέ­σεις, οι ατέ­λειες των λό­γων και, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, των σω­μά­των εξα­νε­μί­ζο­νται. Αύ­γου­στος, η τε­λευ­ταία εκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση, οι δρο­μείς εγκα­τα­λεί­πουν την αφε­τη­ρία, τα με­τα­να­στευ­τι­κά που­λιά μας απο­χαι­ρε­τούν με την απο­ρία τι να συμ­βαί­νει με­τά τη απο­χώ­ρη­σή τους, απο­ρία ανα­πά­ντη­τη, οι απα­ντή­σεις από τα απο­μεί­να­ντα ζώ­ντα εί­ναι πά­ντα αλ­λη­λο­συ­γκρουό­με­νες για­τί οι άν­θρω­ποι ξε­χύ­νο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως να προ­λά­βουν την ηχώ της εκ­κί­νη­σης πριν θρυμ­μα­τι­στεί από την πτώ­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας.
Η επερ­χό­με­νη πτώ­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας απει­λεί και την δια­στο­λή των συ­ναι­σθη­μά­των της αυ­γου­στιά­τι­κης ανα­ζή­τη­σης, ευ­τυ­χώς που οι άν­θρω­ποι κυ­ρί­ως, αλ­λά και άλ­λα έμ­βια, έχουν την ικα­νό­τη­τα να ορ­γα­νώ­νουν τις κρυ­ψώ­νες προ­στα­σί­ας των διε­σταλ­μέ­νων συ­ναι­σθη­μά­των και, κα­θώς οι μέ­ρες του Αυ­γού­στου τε­λειώ­νουν, η εκτό­ξευ­ση εί­ναι η μό­νη λύ­ση συ­νύ­παρ­ξης, έστω δι ολί­γον στη σκιά των κυ­μά­των ή των μι­κρών θά­μνων της ακρο­για­λιάς, πριν πε­ρά­σει η ένο­πλη φρου­ρά της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εντά­ξει, και μια βε­ρά­ντα δεν εί­ναι άσχη­μη ιδέα.
Τα γού­στα του Αυ­γού­στου, ότι κι αν πα­ραγ­γεί­λε­τε θα το έχε­τε, στο τρα­πέ­ζι ή στο κρε­βά­τι ή στη φα­ντα­σία σας, έτσι, για να υπάρ­χει κά­τι εν­δια­φέ­ρον, να παί­ζει ο χρό­νος και να μη ζη­τά τα ρέ­στα και σκυ­λο­βρί­ζει και θυ­μώ­νει δι­καί­ως. Υπάρ­χει κά­ποιος οδη­γός απο­λαύ­σε­ων; Φυ­σι­κά υπάρ­χει, ξε­φυλ­λί­στε, όπως υπο­στη­ρί­ζουν οι με­γά­λοι φι­λό­σο­φοι και πολ­λοί πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι ποι­η­τές, το σώ­μα σας από την οσφυι­κή μοί­ρα και κά­τω, άφο­βα.