Ήταν να του κάνω μια συνέντευξη. Μόλις είχε ανοίξει ο «Στράτος», νομίζω, το ομώνυμό του μαγαζί στη Φιλελλήνων. Για το Κλικ, πάλι νομίζω.
Συναντηθήκαμε με τη Βένια, της «Μίνως» τότε, να την πάρω μαζί μου με το μηχανάκι να πάμε. Μου είπε η Βένια καθ’ οδόν: —Έχουμε όμως ένα πρόβλημα, Σωτήρη. —Το ποιο; —Δεν θέλει μαγνητόφωνο. Έχει πάθει, λέει, ζημιές από τις ηχογραφήσεις των απαντήσεών του και δεν θέλει με τίποτα να γίνει η συνέντευξή του έτσι. —Μα πώς αλλιώς; Μεγάλη συνέντευξη, τι είμαι, στενογράφος;
Πήγαμε παρόλ’ αυτά. Ο Διονυσίου ήταν όντως κάθετα αρνητικός στο μαγνητόφωνο. —Αν θες έτσι. Να με ρωτάς και να γράφεις.
Τι να κάνω; Είπα να το δοκιμάσω κι αυτό, κι ο Θεός βοηθός. Έβγαλα χαρτί και μολύβι. Του έκανα την πρώτη ερώτηση.
Δεν απάντησε. Με κοίταζε. Μετά, είπε: —Άντε, βγάλ’ το. —Το μαγνητόφωνο; —Ναι. —Πώς και; —Σ’ έκοψα.
Ναι. Έτσι ακριβώς έγινε. Από μια ερώτηση. Από το ύφος μου. Από τη δική του πείρα.
(Μες στην πεντάδα των πιο αγαπημένων μου φωνών ήταν και είναι πάντα ο Στράτος Διονυσίου, μαζί με τον Γαβαλά, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη. Με τον Τζίμη Πανούση συμφωνούσαμε στους τέσσερις από τους πέντε. Εκείνος πέμπτον έβαζε τον Αγγελόπουλο. Εγώ τον Τζίμη Πανούση).
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )