Γνώρισα έναν άνδρα στο μπαρ ενός ξενοδοχείου και συζητήσαμε για Ρουβικώνες. Μου αφηγήθηκε πως τον είχε χτυπήσει κεραυνός, τριακόσια εκατομμύρια βολτ εισήλθαν στο σώμα του από το μέτωπο και εξήλθαν από την αριστερή του φτέρνα. Η διαδρομή τους μπορεί να μην τον σκότωσε, αλλά άφησε πίσω σημάδια ώστε να μην ξεχαστεί. Ολόκληρη η πλάτη του πλέον καλυπτόταν από πληγές, εύοπτες γραμμές σαν χαραγμένες από χέρι. Όταν τις πρωτοείδε, μου είπε, αναγνώρισε αμέσως τι απεικόνιζαν. Tο δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης, οι δύο αειθαλείς γίγαντες του κήπου της Εδέμ. Αυτός ήταν ο δικός του Ρουβικώνας, το ποτάμι που αφού διασχίσεις δεν υπάρχει επιστροφή. Τριακόσια εκατομμύρια βολτ αργότερα η ζωή του καθοριζόταν από τη δυαδικότητα της μεταφυσικής χλωρίδας, και εκτός αν τον χτυπούσε ένας δεύτερος κεραυνός με διαφορετικές απόψεις, αυτό δεν θα άλλαζε μέχρι τον θάνατο του. Όποιες αμφιβολίες και πεποιθήσεις είχε πριν, τις έκαψε το ρεύμα. Δεν μοιράστηκα αυτή τη σκέψη μαζί του, αλλά αναρωτήθηκα τι μορφή θα έπαιρνε ένας δικός μου Ρουβικώνας. Ίσως τίποτα τόσο δραματικό και μυστηριακό, κάτι ευθύτερο. Ίσως απλά το ίδιο το ποτάμι, το αρχαίο νερό που πότιζε το χώμα του κήπου πολύ πριν το γευτούν οι ρίζες οποιουδήποτε δέντρου, χαραγμένο στο σώμα μου, ρέον από το στέρνο μέχρι τον λαιμό. Παρασυρμένος από την περιέργεια, του ζήτησα να μου δείξει τις πληγές στην πλάτη του, αλλά, νιώθοντας αμήχανα, αρνήθηκε.