Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο (φωτ. Σ.Κ.)



Θυμάμαι σαν τώρα να βρισκόμαστε με τον Γιώργο Πανουσόπουλο σ’ ένα θεωρείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τον Ταχτσή ανάμεσά μας, να παίζεται μια ταινία από τις γνωστές τότε πολλές πολύ αργές και πολύ κουλτουριάρικες, να έχει προχωρήσει σχεδόν μισή ώρα, και να στρεφόμαστε κι οι τρεις ταυτόχρονα και να λέμε την ίδια ακριβώς φράση: —Πότε θ' αρχίσει το έργο;

Οπωσδήποτε ο Πανουσόπουλος με τον Περάκη και τον Τσεμπερόπουλο, από τον Αβδελιώδη ακολουθούμενοι, είναι από εκείνους που δεν «οδήγησαν μια γενιά σε βαθιά χασμουρητά». Αντίθετα, αντιθέτως. Κατάφεραν να κάνουν κινηματογράφο ζωντανό, ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, με το ύφος του καθενός τους ευδιάκριτο και πάντα παρόν, με την αξία τους, με τις αξίες τους.
Ο Πανουσόπουλος, μάλιστα, που μαζί του κι εγώ έγραψα δύο σενάρια, για το «Μ’ αγαπάς;» και για το «Μια μέρα τη νύχτα», είχε πάντα, και στη διάρκεια των γυρισμάτων, το μυαλό του ανοιχτό στης ζωής τον συχνά ανώτερο από τα σχέδια των ανθρώπων τρόπο, ώστε να μη νοιώθει ποτέ κανείς στις ταινίες του τις καλές πράγματα αφύσικα κι από τη ζωή λιγότερα να υπάρχουν.
Θυμάμαι τώρα και κάτι άλλο: όταν γύριζε το «Μ’ αγαπάς;» —το έχω άραγε κι αυτό ξαναγράψει; —, στο επεισόδιο με τον Αργύρη Μπακιρτζή οδηγό, στην κηδεία με τον έρωτα στο λεωφορείο, με πήρε μια μέρα από ’κει στο τηλέφωνο να μου πει: —Σωτήρη, έκανα ένα ζουμ στα χωράφια στο τέλος να σβήσω τη σκηνή, και, χωρίς να το ’χω δει από πριν, η κάμερα έδειξε ένα τάφο έξω από το νεκροταφείο, μόνο του στα χωράφια! Τι κάνουμε τώρα, το κρατάμε, ή θα φανεί φτιαχτό, ψεύτικο;

Του είπα τη γνώμη μου. Να το κρατήσει. Γιατί τ’ αληθινά πράγματα και στο σινεμά, πιστεύω κι εγώ, αληθινά μοιάζουν.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )