Έφυ­γε προ­χτές ο Αν­δρέ­ας Ρο­δου­σά­κης. Για εμάς που τον ζή­σα­με σε ωραί­ες του στιγ­μές, ήταν ο πο­λύς ο Ρο­δου­σά­κης, που όταν τί­να­ζε τη χορ­δή του μπά­σου του στη δε­ξιά πλευ­ρά της σκη­νής, όλη η ορ­χή­στρα τρα­ντά­ζο­νταν απ’ τι δο­νή­σεις της τε­κτο­νι­κής του πα­ρου­σί­ας, και που όταν έπαι­ζε δί­πλα μας, δεν χρεια­ζό­μα­σταν τί­πο­τα άλ­λο απ’ το να αφε­θού­με στη δι­κή του στι­βα­ρή αύ­ρα που ζω­ντά­νευε και την πλέ­ον ασή­μα­ντη μου­σι­κή λε­πτο­μέ­ρεια. Αν έπαι­ζε με τον Χα­τζι­δά­κι, ο διά­λο­γος ήταν διά­λο­γος ει­λι­κρι­νών αν­δρών, κι ακό­μα κι όταν μά­λω­νε με τον Χα­τζι­δά­κι, ένα πα­ρη­γο­ρη­τι­κό χα­λί εμπι­στο­σύ­νης φα­νε­ρω­νό­ταν κά­τω από τα πό­δια τους και τους έκα­νε αδια­πέ­ρα­στους στο κα­κό μά­τι της μι­κρο­ψυ­χί­ας. Τε­λι­κά, ο Χα­τζι­δά­κις, σο­φός άν­θρω­πος, προ­τι­μού­σε την έχθρα ενός τα­λα­ντού­χου απ’ τη φι­λία ενός ατά­λα­ντου. Και με τον Ρο­δου­σά­κη τα εί­χε όλα στον υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό, αγά­πη και πό­λε­μο, μέ­σα στο ίδιο ακα­τα­νί­κη­το πά­θος. Η μου­σι­κή αγάλ­λο­νταν δί­πλα σε τέ­τοια σθέ­νη.
Για εμάς τους πέ­ντε που ζή­σα­με την τε­λευ­ταία του γό­νι­μη πα­ρου­σία στις πρό­σφα­τες πρό­βες των Δε­κα­πέ­ντε Εσπε­ρι­νών —και εκεί­νη την εξαι­ρε­τι­κή στιγ­μή που ο ίδιος και η Αλί­κη Κρί­θα­ρη, οι δύο επι­ζώ­ντες της πρώ­της εκτέ­λε­σης, του 1964, ση­κώ­θη­καν μα­ζί μας στη σκη­νή και κα­τα­χει­ρο­κρο­τή­θη­καν απ’ το κοι­νό της Λυ­ρι­κής, με­τά την ιστο­ρι­κή επα­νε­κτέ­λε­ση του έρ­γου, το 2018—, για εμάς τους πέ­ντε που ζή­σα­με την αγκα­λιά και την ευ­γέ­νεια της πα­ρου­σί­ας του, ο χρό­νος τε­ντώ­θη­κε μέ­σα σε λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα και έχτι­σε μπρο­στά στα μά­τια μας το υπο­βλη­τι­κό αέ­τω­μα μιας διαρ­κούς, σχε­δόν δια­τρη­τι­κής προς την ψυ­χή μας, πα­ρου­σί­ας, που συ­νέ­δεε τις δε­κα­ε­τί­ες και τις νοη­μα­το­δο­τού­σε μες στον βη­μα­τι­σμό μιας αλη­θούς συγ­γέ­νειας. Δεν ξέ­ρω πώς αλ­λιώς να πω το ότι ο Ρο­δου­σά­κης υπήρ­ξε συγ­γε­νής πριν ακό­μα τον γνω­ρί­σου­με, “Πριν απ’ τα μά­τια μας, φως”, με έναν άλ­λον, αρ­σε­νι­κά λυ­ρι­κό, τρό­πο. Γυρ­νώ­ντας τα μέ­σα έξω τη φό­δρα αυ­τής της λα­μπε­ρής σκέ­ψης, εφό­σον το στι­βα­ρό του πά­τη­μα εί­χε κα­τα­φα­νώς γο­νι­μο­ποι­ή­σει όλες τις μελ­λο­ντι­κές εκτε­λέ­σεις των έρ­γων που συμ­με­τεί­χε, μπο­ρού­με να πού­με ότι ο ίδιος θα δια­τη­ρού­σε για τις επερ­χό­με­νες γε­νιές το προ­νό­μιο ενός δια­κρι­τού, σαν φά­ρου, ηχη­τι­κού στίγ­μα­τος, κι αυ­τό εί­ναι ένα, όντως, πα­ρά­ση­μο.
Σή­με­ρα λεί­πουν και οι πέ­ντε των “Δε­κα­πέ­ντε Εσπε­ρι­νών”. Ο Χα­τζι­δά­κις, ο Ρο­δου­σά­κης, η Κρί­θα­ρη, ο Φά­μπας, ο Μη­λια­ρέ­σης. Τε­λευ­ταί­ος, ο Αν­δρέ­ας Ρο­δου­σά­κης κλεί­νει την πόρ­τα πί­σω του και μα­ζί -πι­θα­νό­τα­τα- την επο­χή που η πα­ρου­σία των αν­θρώ­πων μπο­ρού­σε να γο­νι­μο­ποι­ή­σει με τον λυ­ρι­σμό της το πα­ρόν. Στο εξής, μο­νά­χα η μνή­μη θα αφή­νει σπό­ρους στις ψυ­χές των επερ­χο­μέ­νων, κι αυ­τό με την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι θα προ­φυ­λα­χθεί η ερω­τι­κή σχέ­ση με εκεί­νο το πά­λαι πο­τέ μα­γι­κό της σθέ­νος, κά­τι για το οποίο τα τε­λευ­ταία γε­γο­νό­τα δεν αφή­νουν πε­ρι­θώ­ρια αι­σιο­δο­ξί­ας. Για­τί, σε μια μι­κρή αλ­λά καί­ρια πα­ρέν­θε­ση, θα ανα­γκα­στώ να υπεν­θυ­μί­σω ότι και τα πέ­ντε πα­ρα­πά­νω κρί­σι­μα για την ηθι­κή μας ενη­λι­κί­ω­ση πρό­σω­πα θα με­τα­μορ­φώ­νο­νταν με το πρό­σφα­το προ­ε­δρι­κό διά­ταγ­μα και με τον πλέ­ον εξευ­τε­λι­στι­κό τρό­πο σε ανει­δί­κευ­τους “από­φοι­τους λυ­κεί­ου”, αφού έτσι θα τους έκρι­νε και έτσι θα τους επι­βρά­βευε η στρα­τευ­μέ­νη λαί­λα­πα των ψυ­χι­κά απο­νευ­ρω­μέ­νων διοι­κού­ντων, που, ανε­ρυ­θρί­α­στοι, θα υπο­βί­βα­ζαν κά­θε πρά­ξη πο­λι­τι­σμού — λες κι αυ­τή από πά­ντα τσι­ρά­κι τους ήταν, και από πά­ντα απ’ την υψη­λή τους κρι­τι­κή εξαρ­τώ­με­νη-, σε κα­τα­να­λω­τι­κό προ­ϊ­όν που υπη­ρε­τεί κοι­νό­τα­τες επι­χει­ρη­μα­τι­κές ιδε­ο­λη­ψί­ες, πρά­ξεις ορι­στι­κά απο­κομ­μέ­νες από κά­θε δυ­να­τό­τη­τα μά­γευ­σης, από κά­θε επα­να-συλ­λα­βι­σμό και κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου μας ως σύ­μπα­ντος που ανα­πνέ­ει σε ου­ρα­νούς Αυ­το­νο­μί­ας, μες στην αεί ανα­νε­ω­τι­κή Ελευ­θε­ρία που η ατο­μι­κό­τη­τα προι­κί­ζει κά­θε άξια ζωή, κά­θε αν­θρώ­πι­νη προ­σπά­θεια που φύ­σει αντι­μά­χε­ται την εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση, μα τι λέω τώ­ρα! Κά­που από εκεί πά­νω, εάν υπάρ­χει ακό­μα το “εκεί πά­νω”, η ωραία πα­ρέα των πέ­ντε θα δεί­χνουν με τε­ντω­μέ­νο δά­χτυ­λο το λί­γο μέ­γε­θος των διοι­κού­ντων, και θα ξε­καρ­δί­ζο­νται με την κα­τά­ντια τους, τώ­ρα που πια κα­μία χυ­δαιό­τη­τα να τους αγ­γί­ξει δεν μπο­ρεί. Ας πα­ρα­μεί­νουν έτσι, γε­λα­στοί και αδιά­φο­ροι, ώσπου κι εμείς να αξιω­θού­με κά­πο­τε λί­γη απ’ τη σο­φία της αυ­το­συ­ναί­σθη­σής τους. “Κοι­μή­σου Περ­σε­φό­νη … ” Το βα­ρύ πι­τσι­κά­το του Ρο­δου­σά­κη, συ­νε­παρ­μέ­νο και πι­στό στον έναν, από κει, δρό­μο, για πά­ντα θα κα­νο­ναρ­χεί το τέ­μπο των ονεί­ρων μας.