O Στέ­φα­νος Κου­μα­νού­δης (φωτ. Γιώρ­γος Τζερ­τζί­νης, αρ­χει­́ο Σ. Κα­κί­ση)

Ο Στέ­φα­νος Κου­μα­νού­δης, ο με­γά­λος επι­γρα­φι­κός αρ­χαιο­λό­γος, ο φί­λος μου, που πέ­θα­νε νω­ρίς, εί­χε κά­πο­τε πο­λύ εντυ­πω­σια­στεί που δε­χό­ταν, που δε­χό­μα­σταν, επί­θε­ση, μό­λις κά­ποια με­τά­φρα­ση, κά­ποια δου­λειά μας, τυ­πω­νό­ταν, χω­ρίς μά­λι­στα κα­θυ­στέ­ρη­ση, αμέ­σως, άμε­σα.
Μου λέ­ει: —Εμείς εί­μα­στε χα­ρού­με­νοι. Πά­με για πικ-νικ ωραίο στο δά­σος των ελ­λη­νι­κών μας, απλώ­νου­με το χρω­μα­τι­στό κα­ρό μας τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο στη χλόη, έχου­με μα­ζί το κρα­σά­κι μας, τα κε­φτε­δά­κια μας, το τυ­ρί, το ψω­μί, τις ελιές μας. Και μό­λις κα­θό­μα­στε, μό­λις πά­με να βά­λου­με την πρώ­τη μπου­κιά στο στό­μα, την πρώ­τη γου­λιά να πιού­με, χραπ, κολ­λά­ει στο σβέρ­κο μας η ντα­βα­νό­μυ­γα! Κι όλοι αυ­τοί οι επι­κρι­τές μας έχουν και κά­τι φρι­κτά, βρε παι­δί μου, ονό­μα­τα, σχε­δόν καρ­να­βα­λι­κά: «Σάιος Σι­χα­μέ­λης», «Κω­στής Μπουρ­δο­που­λα­λά­κης», «Φί­λω­νας Πα­ρα­δοει­δής». Τι να κά­νου­νε; Κι αυ­τοί λί­γο ζω­ντα­νό αί­μα θέ­λου­νε, αλ­λιώς δεν μπο­ρού­νε.

Αλ­λιώς πώς να ζή­σουν, πώς να κρα­τη­θού­νε;


( Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο Νουάρ στιγ­μές )