Ο Στέφανος Κουμανούδης, ο μεγάλος επιγραφικός αρχαιολόγος, ο φίλος μου, που πέθανε νωρίς, είχε κάποτε πολύ εντυπωσιαστεί που δεχόταν, που δεχόμασταν, επίθεση, μόλις κάποια μετάφραση, κάποια δουλειά μας, τυπωνόταν, χωρίς μάλιστα καθυστέρηση, αμέσως, άμεσα.
Μου λέει: —Εμείς είμαστε χαρούμενοι. Πάμε για πικ-νικ ωραίο στο δάσος των ελληνικών μας, απλώνουμε το χρωματιστό καρό μας τραπεζομάντιλο στη χλόη, έχουμε μαζί το κρασάκι μας, τα κεφτεδάκια μας, το τυρί, το ψωμί, τις ελιές μας. Και μόλις καθόμαστε, μόλις πάμε να βάλουμε την πρώτη μπουκιά στο στόμα, την πρώτη γουλιά να πιούμε, χραπ, κολλάει στο σβέρκο μας η νταβανόμυγα! Κι όλοι αυτοί οι επικριτές μας έχουν και κάτι φρικτά, βρε παιδί μου, ονόματα, σχεδόν καρναβαλικά: «Σάιος Σιχαμέλης», «Κωστής Μπουρδοπουλαλάκης», «Φίλωνας Παραδοειδής». Τι να κάνουνε; Κι αυτοί λίγο ζωντανό αίμα θέλουνε, αλλιώς δεν μπορούνε.
Αλλιώς πώς να ζήσουν, πώς να κρατηθούνε;
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )