Το βράδυ μετά τη δουλειά επιστρέφαμε στο ξύλινο διαμέρισμα. Τρία πατώματα απείχε η σοφίτα από τη γη. Όσα ακριβώς χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δέναμε τα λόγια μας στο δέντρο της εισόδου, ώστε να τα ξαναβρούμε την επόμενη μέρα. Από το ασανσέρ ακόμα, είχαμε υπολογίσει τις αποστάσεις που θα κρατούσαμε. Στο γύρισμα του κλειδιού είχαμε κιόλας ισιώσει τις καμπύλες των χειλιών. Με το κλείσιμο της πόρτας, ξεκινούσαμε να αφαιρούμε ένα ένα τα ρούχα που μας τύλιγαν. Σε κάθε αφαίρεση υφάσματος κι άλλο στρώμα ξύλινου φλοιού προσθέτονταν. Ώσπου, τελικά, καθόμασταν αντίκρυ στο κρεβάτι με το ασπρόμαυρο καρό σεντόνι. Πιόνια δεν υπήρχαν. Κι όμως διψούσαμε να μπούμε στο παιχνίδι. Ξερίζωσες τότε τα λευκά πλήκτρα του ακορντεόν που μου έπαιζες μελωδίες παλιά. Εγώ, άνοιξα τον μικρό φεγγίτη και μάζεψα μαύρα φτερά. Κάθε φορά που πίεζες τα πιόνια σου, ακουγόταν άδειες νότες. Άπνοες χωρίς την φυσούνα. Αφηρημένη, έχανα τα φτερά μου σε κάθε σου κίνηση. Η παρτίδα σε βρήκε νικητή. Μάζεψα τα πιόνια μου από το πάτωμα και τα τύλιξα στο ασπρόμαυρο σεντόνι. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Μάταια προσπαθούσα από μνήμης να ξαναπαίξω την παρτίδα μας, να ακούσω τις πρώτες μελωδίες. Αγόρασα ένα ξύλινο κλουβί κι έβαλα μέσα τα φτερά. Μέρα με τη μέρα τα κολλούσα μεταξύ τους. Τους έβαζα τροφή και νερό. Τα παρατηρούσα να συνδέονται με τον καιρό, να θεριεύουν. Σε δύο χρόνια το κατασκεύασμα πήρε μορφή. Έβγαλα το κλουβί στο μπαλκόνι. Στο πρώτο φύσημα του αέρα η πόρτα του άνοιξε. Τότε ακούστηκε η μουσική.