Καλοκαίρι, ω μακρινή μου ελπίδα, πόσες φόρες θα αναγεννηθείς, πόσες θα φτερουγίσεις, θα μεταναστεύσεις και θα γυρίσεις πίσω, εσύ, χελιδόνι μου, θα διασχίσεις το στήθος μου και αν είναι να κουρνιάσεις διάλεξε κάτι πιο σταθερό, πιο πρόσφορο, για παράδειγμα έναν Ιούλιο, ένα δειλινό, μια απουσία ή μια απώλεια, ένα σημείο συνάντησης σε κάποιο μακρινό αεροδρόμιο ή σε κάποια φρεγάτα που σώθηκε από μεγάλο καταρράκτη, διάλεξε κάτι που να έχει χρώμα, σαν τα πράσινα μάτια τεμπέλικης γάτας, χωμένης στη φωλιά πάνθηρα που απουσιάζει.
Καλοκαίρι, ο άπληστος χρόνος των τζιτζικιών, η ώρα των δύσπιστων σε ακολουθία σαν πρωινή κυριακάτικη λειτουργία, μόνο οι πιστοί της ομοβροντίας των αισθημάτων θα επιζήσουν, οι άλλοι ας αναζητήσουν τις βροχερές μέρες της κολάσεως και τη θαλπωρή του τζακιού μέχρι να γίνουν στάχτη και να εξαφανιστούν. Γούστα είναι αυτά και πληρώνονται…