Όταν με­τέ­φρα­ζα το πρώ­το από τα τρία βι­βλία του Γού­ντι Άλεν (το Χω­ρίς Φτε­ρά, πριν τις Πα­ρε­νέρ­γειες και το Πά­τσι, που ακο­λού­θη­σαν), πριν σα­ρά­ντα και, δη­λα­δή, χρό­νια πια, το έρ­γο μου πα­ρα­ή­τα­νε δύ­σκο­λο. Εκτός από την ανυ­παρ­ξία της επο­χής εκεί­νης σε βο­ή­θειες, σε πλη­ρο­φο­ρί­ες αλ­λά και σε γνώ­σεις, εί­χα κι ένα ασφυ­κτι­κό —τρεις μό­νο μή­νες, αν θυ­μά­μαι κα­λά— χρο­νι­κό πλαί­σιο για να το κά­νω, μιας και λή­γα­νε τα δι­καιώ­μα­τά του, η οψιόν, για την Ελ­λά­δα.
Ήμουν ήδη κά­πως δο­κι­μα­σμέ­νος, βέ­βαια, σε Σαπ­φώ και Αλ­καίο, αλ­λά προ­πα­ντός σε Φρανκ Μπά­ουμ και Λιού­ις Κά­ρολ, που στον Μά­γο του Οζ και στο Μες στον κα­θρέ­φτη και τι βρή­κε η Αλί­κη εκεί τους τα εί­χα πά­ει μάλ­λον κα­λά, στα δύο αυ­τά παι­δι­κά (αλ­λά όχι μό­νο) βι­βλία, τα οποία μου εί­χε προ­τεί­νει ο Κα­λο­κύ­ρης να ανα­λά­βω.
Με άγνοια όμως πά­λι του κιν­δύ­νου, ρί­χτη­κα στη δου­λειά. Μέ­χρι ομά­δες … κρού­σης πα­λιών μου από το σχο­λείο κα­θη­γη­τών κά­πως ορ­γά­νω­σα, που όμως κι αυ­τοί, κι Αμε­ρι­κα­νοί ακό­μα, τα σύγ­χρο­να τό­τε το λίν­γκο της Νέ­ας Υόρ­κης τ’ αγνο­ού­σαν. Για να γί­νει κά­πως πιο κα­τα­νοη­τό αυ­τό, στην επα­νέκ­δο­ση Όλων των γρα­πτών του Γού­ντι Άλεν εί­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, αφαί­ρε­σα ίσως και το ενε­νή­ντα τοις εκα­τό των υπο­ση­μειώ­σε­ων των πρώ­των τους εκ­δό­σε­ων, μια ο κό­σμος ήταν ήδη πο­λύ αλ­λιώς και το Στά­τεν Άι­λαντ το ξέ­ρα­με πια κι εδώ γύ­ρω.
Νό­μι­ζα πως τα εί­χα κα­τα­φέ­ρει, και, μες στον χρό­νο που εί­χα, πα­ρέ­δω­σα τη με­τά­φρα­ση.
Τό­τε, με κά­λε­σε η μό­λις επι­στρέ­ψα­σα από το εξω­τε­ρι­κό συ­νεκ­δό­τις του εκ­δο­τι­κού οί­κου, να μου πει για τη με­τά­φρα­ση. Για έναν με­τα­φρα­στή οι σω­στές πα­ρα­τη­ρή­σεις εί­ναι πά­ντα κα­λο­δε­χού­με­νες, μά­να εξ ου­ρα­νού, και ακο­μπλε­ξά­ρι­στα τις δέ­χε­ται.
Μού εί­πε: —Κά­τι γί­νε­ται με τη γλώσ­σα σας εδώ. —Δη­λα­δή; —Να, εδώ, με­τα­φρά­ζε­τε: «Έγι­νε πια ένα πει­θαρ­χη­μέ­νο αν­θρώ­πι­νο ον, που έβρι­σκε ευ­χα­ρί­στη­ση στο κη­που­ρι­λί­κι και στο κά­θι­σμα πά­νω στο αυ­τό­μα­το πο­τι­στή­ρι». —Δη­λα­δή; —Το κη­που­ρι­λί­κι. Δεν εί­ναι ωραία λέ­ξη. —Με ποια προ­τεί­νε­τε εσείς να την αντι­κα­τα­στή­σου­με; —Με τη λέ­ξη κη­που­ρι­κή. —Κλεί­στε, πα­ρα­κα­λώ, τον φά­κε­λο. Άμα δεν ξέ­ρε­τε τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στην κη­που­ρι­κή και στο κη­που­ρι­λί­κι, δεν θα ’θε­λα να συ­νε­χί­σου­με αυ­τή τη συ­ζή­τη­ση.
Ίσως φο­βη­θή­κα­νε για τις όποιες επι­πλο­κές, ίσως ο γλυ­κός συ­νεκ­δό­της της να τη συ­νέ­τι­σε, και τα βι­βλία με τις με­τα­φρά­σεις μου ακρι­βώς εκ­δό­θη­καν, με τις γνω­στές πο­ρεί­ες τους.
Έχω πολ­λά πε­ρά­σει, έχουν πολ­λά δει τα μά­τια μου κι ακού­σει τ’ αυ­τιά μου.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )


Γού­ντι Άλεν : «Η Υπό­θε­ση Kugelmass» [με­τά­φρα­ση: Σω­τή­ρης Κα­κί­σης]