
Η δασκάλα ζήτησε από τα πρωτάκια να ζωγραφίσουν τους γονείς τους. Ο μικρός Πελοπίδας ζωγράφισε τη μάνα του με φουστανέλα και μια παχιά μουστάκα του παλιού καιρού. Ανάλογα περίεργες ζωγραφιές βέβαια είχαν και μερικά άλλα παιδάκια, ο μικρός Πελοπίδας όμως το είχε παρακάνει. Η μάνα του κρατούσε στο χέρι το σπίτι τους, σαν τσάντα και μέσα φαινόταν ένα μικρό ανθρωπάκι να κάθεται κακομοιριασμένο σε μια καρέκλα, με την ένδειξη «Ο πατέρας».
Τον μάλωσε η μάνα του γι' αυτή τη ζωγραφιά όταν επέστρεψε στο σπίτι, αλλά ο μικρός, συνέχιζε ακάθεκτος να ζωγραφίζει παρόμοια θέματα, μέχρι που κάποια μέρα μέσα στο σπίτι-τσάντα ζωγράφισε μόνο τον εαυτό του, καθισμένο σε μια καρέκλα. Απόρησε η δασκάλα με την έμπνευση του μικρού και ιδιαίτερα, όταν διαπίστωσε ότι το πρόσωπο της γυναίκας που κρατούσε το σπίτι-τσάντα, έμοιαζε τόσο πολύ με το δικό της.
― Ποια είναι αυτή Πελοπίδα μου; τον ρώτησε χαμογελαστά κρύβοντας την ενόχλησή της.
― Εσείς κυρία, απάντησε αμήχανα ο μικρός.
― Εγώ; αναρωτήθηκε η δασκάλα φανερά δυσαρεστημένη.
― Όχι, όχι, ψέλλισε φοβισμένος ο μικρός Πελοπίδας, είναι η … Έριξε μια γρήγορη ματιά στην αίθουσα κι έδειξε τη συμμαθήτριά του, τη Γεωργία.
Ανακουφισμένη η δασκάλα του χτύπησε την πλάτη, ενώ όλα τα κοριτσάκια έστρεψαν γεμάτα ζήλεια το βλέμμα πάνω στη συμμαθήτριά τους. Η Γεωργία έσκυψε το κεφάλι χαμογελαστή και βαθιά ικανοποιημένη που αυτή, πρώτη απ΄ όλες, θα είχε μια τσάντα-σπίτι με τον Πελοπίδα μέσα, τον Πελοπίδα, που για όλες αποτελούσε από καιρό το μήλο της έριδος.