Lucas Auger (1685-1765): «Αλληγορία της Ποίησης»



Είτε εκ συστήματος ή από μια παρόρμηση, δεν έχει σημασία, το ίδια χάλια μπορεί να απαγγείλουν αμφότεροι χωρίς την κατάλληλη σκηνοθεσία. Το ποίημα θέλει το χώρο του. Τη σιωπή ή τη μικρή μουσική του. Το φως και το σκοτάδι του. Θέλει στάση σώματος και δημιουργία απόστασης από το κοινό.
Ποτέ δεν ταυτίζεται η εκ των έσω απαγγελία με την εκφερόμενη. Αλλιώς το διάβαζες από μέσα σου. Από μέσα πετάς! Έχεις το σωστό ύφος, τον σωστό τόνο, τη σωστή συγκίνηση. Συντονίζεσαι με τη φωνή του ποιητή, τον ακούς σχεδόν να αντηχεί μέσα στο στήθος σου, χρωματίζεις με τους χρωστήρες του. Με το που θα τολμήσεις όμως να το ξεστομίσεις, αντίο μαγεία, η σύνδεση με τον ποιητή και τη μούσα του διακόπτεται αποτόμως.
Όταν απαγγέλλεις είσαι δύο ταυτόχρονα: ένας που μιλάει και ένας που ακούει. Αυτός που ακούει, είναι τρομακτικής σημασίας γι' αυτόν που μιλάει. Αν θαυμάζεις τον εαυτό σου φαίνεται. Αν τον υπονομεύεις φαίνεται. Αν τον βρίσκεις γελοίο φαίνεται. Ο ακροατής εαυτός είναι περισσότερο από κριτής σου, είναι εντολέας σου. Αυτός σε καταδικάζει στην εκφορά από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Οφείλεις να ξέρεις τις αδυναμίες του χαρακτήρα σου όπως και της προφοράς σου.
Πρόβα, πρόβα, πρόβα. Πριν αρχίσεις να το διαδίδεις αριστερά δεξιά, πάρε το ποίημα στη φωλιά σου και εξέτασέ το με την ησυχία σου. Πρέπει να ψάξεις τις πτυχές του, τις αντιφάσεις του, τις συνηχήσεις και τους γλωσσοδέτες του· όλες τις επικίνδυνες στροφές που μπορούν να σε πετάξουν από το δρόμο. Πρέπει να ξέρεις το ποίημα καλύτερα κι από τον ποιητή, ακόμα κι αν αυτός είσαι εσύ.
Η ταχύτητα εκφοράς του ποιήματος, όπως και ο τόνος έχουν τη σημασία τους. Αν το πιάσεις ψηλά, κινδυνεύεις από λαρυγγικά αδιέξοδα. Αν το τρέξεις θα φανεί είτε ότι βαριέσαι - άρα γιατί μας το διαβάζεις; - ή ότι ντρέπεσαι, μετάνιωσες και θέλεις να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα. Αν πάλι το πεις δραματικά αργά και μπάσα, νάτος με τις βαριές κουδούνες του, ο νάρκισσος Αυνάν.
Η αναπνοή είναι το μέτρο. Ένα δίδυμο ποίημα γράφεται με εικόνες και συνειρμούς στον χρόνο των παύσεων.
Οι περισσότεροι διαλέγουν ένα ύφος της μόδας και ξεμπερδεύουν. Κυκλοφορούν πολλά: το έξυπνο, το σέξι, το σκεπτικό, το ευαίσθητο, το σπαρακτικό, το κυνικό. Είναι μια ασφαλής επιλογή αν σου πάει το στιλ, αλλά συνήθως από τον συρμό απουσιάζει ο ποιητής, και το ποίημα. Ενώ ο απαγγέλλων λάμπει στο κενό του.
Το χειρότερο στιλ είναι το πρόχειρο. Να απαγγέλει κανείς σε κάθε συνθήκη, στα καλά καθούμενα, στην τάβλα λίγο πριν το ρέψιμο -ποιητής εκ του προχείρου έχων την μορφήν του χοίρου. Να αναγγέλλει μάλιστα την απαγγελία του ο ίδιος : «Και τώρα θα σας διαβάσω ένα ποίημα!». Να μην ακούει αυτό το «Ωχ το μάτι μου!» που ψιθυρίζεται από γύρω και να διαβάζει το ποίημα όπως θα διάβαζε μια συνταγή για μακαρονάδα από την οθόνη του κινητού. (Οι φίλοι συνήθως κρύβουν την αμηχανία τους με παγωμένα χαμόγελα και σχεδόν πάντοτε χειροκροτούν ανακουφισμένοι μόλις το κινητό ξαναμπεί στην τσέπη).
Τίποτα όμως δεν ξεπερνά σε δύναμη καταστροφής την χύδην καταγεγραμμένη σε βίντεο απαγγελία, που άγνωστο σε τι χέρια και τι context θα πέσει. Η απελπισμένη λαχτάρα προβολής για εμπορικούς δήθεν λόγους όχι μόνο δεν ωφελεί την ποίηση, αλλά την κάνει ένα με τον αχταρμά της επικαιρότητας. Κι ακόμα χειρότερα. Την κάνει «νούμερο» ένα στο πάλκο της γενικής αναισθησίας.