―Σου ρίχτηκε;
―Εμένα ποτέ, αλλά αν κάνει κάποια κίνηση και εσύ τον γουστάρεις αυτός είναι δικός σου λογαριασμός.
Αυτές ήταν οι πρώτες φράσεις που αντάλλαξα με την Τζένη Μαστοράκη, όταν της έδειχνα τον χώρο όπου είχα δουλέψει για δυο περίπου χρόνια και όπου αυτή θα συνέχιζε την δουλειά που έκανα, θα ήταν η αντικαταστάτριά μου. Υπήρχαν φήμες για το “αφεντικό” ότι «έπαιζε το ματάκι του» και ήταν θαυμαστής του ωραίου φύλου, γι’ αυτό ίσως και η Τζένη μού έκανε αυτές τις ερωτήσεις, ήθελε να μάθει, εκτός από τις φωτοτυπίες, το ανεβοκατέβασμα βιβλίων, την αντιβολή τυπογραφικών δοκιμίων και τις άλλες φιλολογικές υποχρεώσεις μιάς καλής «οικιακής επιστημονικής βοηθού» αν μέσα στα καθήκοντα ήταν και υποχρεώσεις ανάμεσα στο σεντόνια.
Λίγες μέρες αργότερα βρισκόμουνα στο παιδικό δωμάτιο της Τζένης, ήταν κοντά στην ανηφόρα του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι κι εγώ έμενα στην κατηφόρα κοντά στη Σπύρου Μερκούρη. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ακόμα από κούκλες και λούτρινα ζωάκια Αλλά κι εμείς δεν ήμασταν τότε τόσο μεγάλες, μια χρονιά μας χώριζε, μόλις είχαμε τελειώσει το πανεπιστήμιο θα μπορούσαμε να περάσουμε ακόμα για φοιτητριούλες που είχαν ερωτευτεί τον καθηγητή τους και είχαν κάνει δεσμό μαζί του. Μόνο που δεν ήμασταν έτσι, είχαμε αποφοιτήσει, μεγαλώσει ίσως σοβαρέψει και αφοσιωθήκαμε στην επιστήμη μας, εγώ επιπλέον ήμουν και μικρομάνα. Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια στο δωμάτιό της, λέγαμε ιστορίες από το πανεπιστήμιο, τα διαβάσματά μας, τα όνειρά μας για το μέλλον. Μιλήσαμε λίγο για τις κούκλες της, αρχίσαμε να πετάει η μια στην άλλη μερικά από τα λούτρινα ζωάκια της, σαν κοριτσάκια που παίζαμε τις κουμπάρες. Τη ρώτησα αν είχε παίξει όταν ήταν μικρή ποτέ της «τον γιατρό» και κάτω από το κρεβάτι της μου έβγαλε και μου έδειξε ένα κουτί που είχε ένα πλαστικό στηθοσκόπιο και ένα καπέλο νοσοκόμας και άλλα ιατρικά πλαστικά παιχνίδια, ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. «Μα καλά, πώς άρχισε αυτή η ιστορία πως ό,τι φοράει φούστα και περνάει δίπλα του το γ---;» μου είπε η Τζένη. «Δεν ξέρω τί να σου πω.» της απάντησα. «Ξέρεις,» μου είπε «σχεδόν απέρριψα την πρότασή του να πάω να δουλέψω κοντά του γιατί έχουν ακουστεί τόσα πολλά γι’ αυτόν, που νόμιζα ότι θα ήταν κι αυτό μέσα στις προσφερόμενες υπηρεσίες.» «Μια φορά,» της είπα, «όταν συζητούσαμε για ένα γνωστό σκανδαλιστικό διαζύγιο όπου ο σύζυγος τα είχε φτιάξει με τη γραμματέα του και τους τσάκωσε η πλούσια σύζυγος, το σκάνδαλο ξέσπασε και ακολούθησε διαζύγιο και οικονομική καταστροφή του συζύγου, μού είπε το αφεντικό: «Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις δεσμό με ανθρώπους που δουλεύετε μαζί, υπάρχουν τόσοι άλλοι εκεί έξω, άσε τον κόσμο της δουλειάς να ανήκει στη δουλειά και όχι στο κρεβάτι». «Είναι ίσως μια αρχή που ακολουθεί» της είπα, και δεν τόλμησα να της πω ότι εγώ δεν είχα ακολουθήσει την συμβουλή του, έσπασα τα μούτρα μου, είναι ένα σκοτεινό σημείο της ζωής μου που δεν ξεχνιέται αλλά δεν της το εκμυστηρεύτηκα. Θα τα περάσεις πολύ καλά μαζί του της είπα «τσάι στις έξι, ουίσκι από το καλό στις εννιά για σκάντζα βάρδια, και, αν είσαι τυχερή, ζεστά μπουρεκάκια από την Κούλα. Η δουλειά είναι ενδιαφέρουσα και εσύ μού φαίνεσαι πιο πολύ παιδί της πιάτσας απ’ ό,τι είμαι εγώ και δεν θα βγεις χαμένη, δεν είναι τα λεφτά της δουλειάς, που δεν είναι και πολλά, αλλά η υφή της δουλειάς, θα μάθεις πολλά στο τσάμπα. Θα μάθεις και θα μάθεις απ’ τους μορφωμένους. Για μένα το πιο δύσκολο πράγμα της δουλειάς ήταν να απαντώ στο τηλέφωνο. Τόσοι πολλοί γνωστοί και διάσημοι τηλεφωνούσαν, και από τα νοήματά του έπρεπε να καταλάβω αν έπρεπε να πω ότι «Απουσιάζει, θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;» ή να του περάσω το ακουστικό για να μιλήσει και να βγω από το δωμάτιο. Μια φορά που στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς, από το τρακ μου μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι, καθώς του το πέρασα αμέσως. Έφαγα μια μεγάλη μούντζα, για χάρη του Ντιντή, γιατι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να του μιλήσει.
Παρέδωσα στην Τζένη, και βρήκα μια άλλη δουλειά με πολύ περισσότερα λεφτά, αλλά που καθόλου δεν μου άρεσε. Εκεί απαντούσε μια συνάδελφός μου στο τηλέφωνό μου και εγώ στο δικό της, για να φανεί ότι είμαστε μια μεγάλη επιχείρηση με πολύ προσωπικό. Μετά έφυγα για το εξωτερικό και δεν είδα ξανά τη Τζένη για πολλά πολλά χρόνια και ούτε έμαθα πώς πήγε η σκυταλοδρομία των «επιστημονικών οικιακών βοηθών». Νομίζω ότι η Τζένη παρέδωσε την σκυτάλη στη Θεανώ Σουνά και στον Γιώργο Κεχαγιόγλου. Η παράδοση κάποιος να παραδίδει τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του αφεντικού.
Διάβαζα τα βιβλία της, όταν έβλεπα και βιβλιοκριτικές από το αφεντικό ζητούσα να μου στείλουν κάθε βιβλίο εκεί που ήμουν. Δεν έβλεπα τις μεταφράσεις της, ίσως δεν της συγχώρεσα το γκρίζο εξώφυλλο στον Φύλακα της σίκαλης και ποτέ μου δεν κατάλαβα τον μακαρονικό τίτλο όταν ξαναδούλεψε τη μετάφραση του αγαπημένου βιβλίου τού Σάλιντζερ, και το γιατί ο καημένος ο Χόλντεν Κόλφιλντ έγινε, Στην σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης. Ίσως μας δείχνει τι συμβαίνει όταν υπερμεταφράζουμε. Ίσως μόνο ένα καλό λεξικό να αρκεί. Αλλά χάρηκα την μετάφραση του Πετροτσουλούφη.
Την άκουσα να μιλάει σε μια εκδήλωση που έγινε, σαν πνευματικό μνημόσυνο, για τον γλωσσολόγο Τάσο Χριστίδη. Πιάστηκε η καρδιά μου με το πόσο λίγα βήματα είχε κάνει η ελληνική γλωσσολογία με ευθύνη του ελληνικού κράτους. Η ομιλία της Τζένης ήταν η καλύτερη της βραδιάς με αναμνήσεις από την συνεργασία της με τον μεγάλο γλωσσολόγο. Της έδωσα συγχαρητήρια και της είπα ότι θα κρατήσω σαν συμβουλή για τον εαυτό μου να μη μιλήσω ποτέ μετά από έναν ποιητή. Είχε ισοπεδώσει όλους τους άλλος ομιλητές. Μα και αυτή τη συμβουλή δεν την κράτησα.
Ανταμώναμε κυρίως στους δρόμους σε τρεχάλες, τρέχοντας απ΄ εδώ κι απ’ εκεί. Είχα μάθει για τις οικονομικές δυσκολίες του εκδοτικού οίκου, για έναν σωλήνα του νερού που έσπασε και κατέστρεψε μεγάλο μέρος του στοκ. Μάλλον η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν σε μια στάση στην Κηφισιά. Μιλήσαμε για τα παιδιά μας που μας έλειπαν γιατί ήταν στο εξωτερικό μακριά μας και μου είπε να βρεθούμε σε ένα εστιατόριο κάπου εκεί απέναντι με ινδονησιακή/κινέζικη κουζίνα που θα το ενέκρινε και το αφεντικό, γνωστός καλοφαγάς, για να τα πούμε με την ησυχία μας. Ησυχία ποτέ δεν βρήκαμε, και τώρα μένω μόνη χωρίς να περιμένω να πιω ένα κρασί με την Μαριάννα Δήτσα, να περιμένω να μου τηλεφωνησει η Άντεια, να φάω ινδοκινέζικο φαγητό με την Τζένη.

Ο θείος Ιούλιος για να ΄ρχεται τα βράδια σφυρίζοντας μ’ ένα σβηστό φανάρι ήταν σκληρός , δεν τετραγωνίσαμε τους κύκλους των ονείρων.

Άι Γιάννης Πόρτο, 1 Αυγούστου 2024,μέρα της κηδείας της Τζένης Μαστοράκη.