Τον Θα­νά­ση Πα­πα­κων­στα­ντί­νου τον άφη­σε η μά­να του, ένα πρωί του 1959, στα κέ­ρα­τα του ταύ­ρου. Έκτο­τε τον συ­να­ντά­με: Στον Τύρ­να­βο, όπου με­γα­λώ­νει. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, να σπου­δά­ζει. Μια συ­νερ­γα­σία -ως στι­χουρ­γός- με τον Μά­νο Λο­ΐ­ζο κό­πη­κε στη μέ­ση από τον θά­να­το. Στο στρα­τό, να μορ­φο­ποιεί τα πρώ­τα του τρα­γού­δια. Στη Λά­ρι­σα, να ερ­γά­ζε­ται ως μη­χα­νι­κός, ενώ πα­ράλ­λη­λα συ­νε­χί­ζει να γρά­φει στί­χους και μου­σι­κές. Στο Με­τα­ξο­χώ­ρι Αγιάς πια, με το δι­κό του στού­ντιο ηχο­γρα­φή­σε­ων, να σχε­διά­ζει νέ­ες κυ­κλο­φο­ρί­ες, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας συ­χνά τη γνω­στή φρά­ση: «Να ’μα­στε κα­λά πρώ­τα!» Πα­ράλ­λη­λα, δί­νει συ­ναυ­λί­ες προ­σμέ­νο­ντας ανά­τα­ση. Στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο του ετοι­μά­ζει βιο­γρα­φι­κά σε τρί­το πρό­σω­πο.