Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, όπου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία.
Οι μέρες απλά συνέχιζαν να στοιβάζονται γύρω μου όπως τα τούβλα το ένα πάνω στ’ άλλο, χτίζοντας το κελί μου.
Κοίταξε τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα. Ο ήλιος έδυε πίσω από τις πολυκατοικίες. Ήταν καιρός να προχωρήσει
Κατάλαβε πως δε θα προλάβει, δε θα του φτάσει ο χρόνος να διασχίσει τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη· το σύμπαν, λέει, είναι ατελείωτο
Σκόνη έμπαινε ακόμα στα ρουθούνια του, ενώ το σκοτάδι και η βοή της κατολίσθησης τον είχαν παραλύσει
Τα τεράστια μάτια της ρουφούσαν αχόρταγα τον κόσμο γύρω της. Ερχόταν τα απογεύματα να παίξουν με τη Λου
Η μπάντα έπαιζε την εισαγωγή. «Αυτό είναι για τη Φωτεινή», είπε η Λου κι έκλεισε το μάτι στο κορίτσι με τα άσπρα μαλλιά
Η Λου μισούσε τα ρολόγια. Κάθε φορά που η καμπάνα της εκκλησίας σήμαινε την ώρα, γυρνούσε αγριεμένη προς τα κει
Πέρασαν τη νύχτα στην ταράτσα της πολυκατοικίας του, ανάμεσα σε οξειδωμένους θερμοσίφωνες και σκοινιά με απλωμένα ρούχα
Αν δεν ήταν τόσο θυμωμένη με το χρόνο που έμοιαζε να διαστέλλεται, ίσως του ζητούσε να της εξηγήσει πώς γίνεσαι χρονοταξιδιώτης
Νομίζω πως πρέπει να τραγουδήσω. Όταν γυρίσω, θα φτιάξω ένα γκρουπάκι και θα ζήσουμε γυρνώντας από δω κι από κει
Τα αυτιά της ρουφούσαν αχόρταγα τις μουσικές κι η ψυχή της γέμιζε μνήμες πραγμάτων που δεν είχε ζήσει ποτέ
Δε θυμάμαι. Η μνήμη μου μου επιτρέπει μόνο την είσοδό μου στην πόλη να ανακαλώ, κι αυτή ήταν κάθε άλλο παρά θριαμβευτική
Και τότε ήταν που αντίκρυσα τους υπηρέτες του σκοταδιού∙ ταπεινοί όπως πάντα, αεικίνητοι και αθόρυβοι.
Την άφησε να τον κοιτάει παγωμένη, ενώ εκείνος έβγαινε θριαμβευτικά έξω στο φως κρατώντας με απαλά κάτω απ’ τα μπαμπακένια σύννεφα
Στην τελευταία σελίδα ήταν ζωγραφισμένη: έγραφε πως τα θηρία θα βρουν την πατρίδα τους αν μια πυξίδα τους δείξει γκρεμό