Κάτι αντίστοιχο διαπιστώνεται να κάνει την εμφάνισή του στις μέρες μας, ξεκινώντας αρχικά δειλά και συγκαλυμμένα μέσα στα πλαίσια της κωμωδίας και της λυτρωτικής επενέργειας του γέλιου και κάνοντας πιο φανερά την παρουσία του σε ειδικές κατηγορίες έργων, όπως αυτά που απευθύνονται σε κοινό ανηλίκων θεατών τα οποία τελικά κατακλύζουν απροκάλυπτα τις κεντρικές και επίσημες αθηναϊκές και κρατικές σκηνές μέσα από δράματα και κάθε άλλου είδους κοινωνικά ανώδυνα θεάματα.
Πρόκειται για αντιπροσωπευτικές κωμωδίες γραμμένες από καταξιωμένους κωμωδιογράφους της περιόδου 1950-1960, οι οποίες ανταποκρίνονται απόλυτα στις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτές οι ήρωες είναι χαρακτηριστικοί μικροαστοί, που αγωνίζονται με ποικίλους τρόπους για να επιβιώσουν, να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ζωής, να αντιμετωπίσουν με όπλο τη θυμοσοφία, την αισιοδοξία και την πανουργία τα προβλήματά τους, όπως την καταπίεση από την άρχουσα τάξη και τη γραφειοκρατία, την οικονομική ανέχεια, την έλλειψη παιδείας, την αδυναμία κοινωνικής ανόδου, συχνά οφειλόμενη σε ιδεολογικούς λόγους, που όμως έντεχνα παραλείπονται και αποσιωπούνται, επιβάλλοντας έμμεσα μια ανακουφιστική ιστορική αμνησία στους θεατές για το τραυματικό πρόσφατο παρελθόν τους (εμφύλιος πόλεμος).
Τα έργα αυτά έγιναν αρχικά μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και στη συνέχεια, την εποχή άνθισης του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου, μεταφέρθηκαν στην οθόνη και με τη συμμετοχή στις ταινίες πια ενός επιτελείου από ταλαντούχους καρατερίστες κωμικούς της εποχής (Λογοθετίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Βασιλειάδου, Αυλωνίτης κ.ά.) καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού, διασκεδάζοντας διαχρονικά όλες τις γενιές θεατών αρχικά και τηλεθεατών στη συνέχεια.
Σήμερα, εμφανίζεται η αντιστροφή της πορείας αυτής και οι γνωστές και καταξιωμένες ταινίες ξαναγυρνούν στο θεατρικό σανίδι, με ήρωες σύγχρονους τηλεοπτικούς αστέρες της κωμωδίας (Μπέζος, Γεωργούλης, Παρτσαλάκης, Φιλιππίδης), οι οποίοι επαναλαμβάνουν μιμητικά όμως και στερεότυπα (άρα και καλλιτεχνικά επιλήψιμα), τα κινηματογραφικά τους πρότυπα, προσπαθώντας να διασκεδάσουν το κοινό τους με τα καμώματα και τις καταστάσεις που ζούσαν οι ήρωες που υποδύονται, μιας πραγματικότητας τόσο μακρινής, αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοντινής με τη σημερινή.
Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις έργων όπως «Ο Ηλίας του 16ου», «Ο μπακαλόγατος»,
«Μια τρελή τρελή σαραντάρα», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Η νεράιδα και το παλικάρι»,
«Η χαρτοπαίχτρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Φωνάζει ο κλέφτης», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Ξύπνα Βασίλη», «Ζητείται ψεύτης», που με τους ίδιους ή, σπανιότερα, με ελαφρά παρεφθαρμένους τίτλους αναβιώνουν θεατρικά τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας στην περίοδο περασμένων δεκαετιών. Μέσα από τα έργα αυτού του είδους «mutatis mutandis» μια ωραιοποιημένη επαναφορά, μια σχεδόν νοσταλγική αναπόληση ευχάριστων παρελθοντικών στιγμών (που κάθε άλλο παρά τέτοιες ήταν στην πραγματικότητα),επανεμφανίζονται και κυριαρχούν στο θεατρικό στερέωμα. Το παρελθόν ωραιοποιημένα επανεγγράφεται στο παρόν, ή αντίστροφα το παρόν αναζητά διέξοδο στο παρελθόν, με την αξιοποίηση των ίδιων τεχνικών και μηχανισμών απώθησης της δυσάρεστης ιστορικής πραγματικότητας, μέσα από την ανακουφιστική διαφυγή στο εύκολο και ανώδυνο γέλιο, που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συγκαλύπτει και να εξιδανικεύει αυτό που συγγραφείς αλλά και θεατές θέλουν να εξορκίσουν: το δυσάρεστο παρόν των σύγχρονων βιωματικών εμπειριών.
Μια άλλη κατηγορία ενδεικτική του φαινομένου που αναλύουμε, είναι αυτή που αναφέρεται στα παιδιά και τους νέους, δηλαδή σε μια ξεχωριστή ομάδα θεατών, όπως είναι αυτή των ανηλίκων, η οποία εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς της μπορεί να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό δείγμα των τάσεων και επιλογών που κυριαρχούν σε μια κοινωνία, μια συγκεκριμένη εποχή, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται και οριοθετείται απέναντι στο οικείο και το αλλότριο, το γηγενές και το ξενόφερτο, το παρελθόν και το παρόν.
Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται και σε αυτή την κατηγορία έργων, η οποία μέχρι πρόσφατα εξαιτίας των αλλαγών και ανακατατάξεων στον χώρο της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας, αλλά και την αναθεώρηση της εικόνας για το παιδί και την παιδική ηλικία, που διαμορφώθηκε ύστερα από τα νέα δεδομένα της κοινωνιολογίας της παιδικής ηλικίας, βάδιζε στο δρόμο του εκσυγχρονισμού και της ανανέωσης, μέσα από έργα, δραματικές συνθέσεις και σκηνικές παραστάσεις απόλυτα εναρμονιζόμενες με τις συνθήκες που επικρατούν σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού και γενικότερα δυτικού χώρου.
Η αλλαγή νοοτροπίας στην αντιμετώπιση του ανηλίκου από τον ενήλικο, η κατάργηση κάθε είδους διακρίσεων και η αποδοχή της ετερότητας και της πολυπολιτισμικότητας αντίστοιχα με την πρόοδο που είχαν σημειώσει σε επίπεδο επίσημης παιδαγωγικής αντίληψης και εκπαιδευτικού συστήματος, έκαναν γενικευμένα την παρουσία τους στο θέατρο για ανήλικους θεατές, προτείνοντας νέα πρότυπα συμπεριφοράς, νέες αρχές, κανόνες και αξίες, για τα παιδιά και τους νέους στην Ελλάδα, όπως και οπουδήποτε αλλού στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο.
Οι αλλαγές και οι διαφοροποιήσεις που συντελέστηκαν σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, δεν άφησαν αλώβητη ούτε τη δραματουργία που απευθύνεται σε ανήλικους θεατές. Η ίδια στροφή στο παρελθόν, η ίδια συγκαλυμμένη ή απροκάλυπτη ανάδυση ελληνοκεντρικών ή και εθνικιστικών προτύπων κάνει την παρουσία της. Το ένδοξο για το έθνος και τη φυλή (έννοιες αρκετά αποδυναμωμένες μέχρι πρόσφατα) παρελθόν κάνει και πάλι την παρουσία του. Η νεότερη και απώτερη Ιστορία ξαναέρχεται στο επίκεντρο, με μοιραία αντιπαράθεση του γηγενούς προς το ξενόφερτο, του οικείου προς το αλλότριο. Οι πατρογονικές αρετές του ελληνισμού ξαναεμφανίζονται ως νέα αξιακά πρότυπα και ως σημεία αναφοράς και νοηματοδότησης της δράσης των σκηνικών ηρώων, άρα και των θεατών, λόγω της ιδιαιτερότητας του κοινού στο οποίο τα έργα απευθύνονται.
Η αντιπαράθεση της Ελλάδας απέναντι σε ξένους εχθρούς, σε πραγματικούς ή μη εισβολείς, σε δυνάμεις καταπίεσης και υποδούλωσης του λαού, του γένους, του έθνους, της πατρίδας, έρχεται ξανά στο προσκήνιο, φέρνοντας στους μεγαλύτερους μνήμες από το παρελθόν που ίσως θέλουν,ή προσπαθούν να ξεχάσουν και δημιουργώντας στους νέους πρότυπα, που πιθανόν να θέλουν αργότερα να μιμηθούν.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η ξενοφοβία, ο εθνοκεντρισμός, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός δειλά ή απροκάλυπτα ξανακάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας και πάλι συγκρούσεις και ρήξεις, εκεί που μια συντονισμένη και μακρόχρονη προσπάθεια είχε ήδη αρχίσει να δίνει καρπούς και να επιφέρει την άμβλυνση των αντιπαραθέσεων του παρελθόντος και την πολιτισμική ανεκτικότητα. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις έργων όπως «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Π. Δέλτα και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» της Α. Ζέη, δραματοποιημένες μεταφορές ομώνυμων μυθιστορημάτων για παιδιά και νέους που αναφέρονται συμβολικά ή ρεαλιστικά σε πραγματικά ιστορικά περιστατικά (Βαλκανικοί πόλεμοι, Β΄ Παγκόσμιος), γεγονότα και καταστάσεις, που αποδίδουν με υπαινικτικό / συμβολικό ή καταδηλωτικό / ρεαλιστικό τρόπο. Είναι ακόμα η διακειμενική σύνθεση «Η Πηνελόπη Δέλτα συναντά τον Μάγκα», έργο στο οποίο η γνωστή συγγραφέας διαλέγεται με ένα επίσης γνωστό παιδικό ανάγνωσμα («Ο Μάγκας»), αλλά και άλλες δραματοποιημένες μεταφορές γνωστών λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά, όπως «Ο Τρελαντώνης» της Π. Δέλτα, «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Μ. Λουντέμη και «Όταν ο ήλιος» της Ζ. Σαρρή.
Θα ήταν παράλειψη, αν η αναφορά μας στη συγκεκριμένη κατηγορία έργων δεν συμπεριελάμβανε και τις μεγάλες υπερπαραγωγές μουσικών θεαμάτων. Σε περίοδο οικονομικής ανέχειας και κοινωνικής κρίσης, το ρετρό εμφανίζεται ως ένα σίγουρο καταφύγιο, ένα σύστημα αξιών του παρελθόντος που ωραιοποιημένο προβάλλεται στο παρόν, είτε με την μορφή που είναι ήδη γνωστό, είτε με κάποιες διαφοροποιήσεις, συμβατές προς τις γενικότερες αισθητικές και ιδεολογικές απόψεις που επικρατούν στο παρόν. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το ρετρό έρχεται να αποτελέσει, με τη σειρά του, ένα μηχανισμό απώθησης της πραγματικότητας και υποκατάστασής της από αυτή πρόσφατων ή απώτερων παρελθοντικών ευχάριστων, ευτυχισμένων, ή τουλάχιστον ανώδυνων εμπειριών.
Αν, στη συγκεκριμένη έννοια συμπεριλάβουμε τη σύζευξη μουσικής και θεάματος, τότε δημιουργείται ένα εντυπωσιακό πράγματι μουσικο-θεατρικό υπερθέαμα, το οποίο εύκολα μπορεί να συναρπάσει τους θεατές και να τους μεταφέρει μακριά από τον κόσμο της καθημερινότητάς τους, στη διάσταση του εξιδανικευμένου παρελθόντος, το οποίο, ως τέτοιο, επενεργεί λυτρωτικά στη συνείδησή τους.
Πολλές και εντυπωσιακές είναι αυτές οι περιπτώσεις παραστάσεων, που αντλούν τη θεματική και το υλικό τους είτε από την αυθεντική ελληνική λαϊκή και δημοτική μουσική παράδοση, είτε από την ευρωπαϊκή μουσική του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, ξαναζωντανεύοντας στη σκηνή μελωδίες, κοινωνικές καταστάσεις και ανθρώπινες σχέσεις προ πολλού ξεπερασμένες για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ανάμεσά τους μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τα «Στη μάντρα του Αττίκ» και «Απ’ τον Αττίκ στον Γούναρη», με θεματικό και μουσικό άξονα το έργο του Κλέωνα Τριανταφυλλίδη (Αττίκ), γνωστού μουσικοσυνθέτη του μεσοπολέμου, αλλά και το «Πάντα ροκ μόνο η Βέμπο», παράσταση στηριζόμενη στα γνωστά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, των δεκαετιών ΄40 και ΄50. Είναι ακόμα «Ο Αλέκος βγήκε από τον Παράδεισο», μια διακειμενική αναφορά στην πασίγνωστη κινηματογραφική ταινία του ’60 «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» και τον σκηνοθέτη της Αλέκο Σακελλάριο, ενώ στην ίδια κατηγορία αξίζει να μνημονευτούν παραστάσεις όπως «Αμαν-Αμαν», «Θα σε πάρω να φύγουμε» και «Μπουλούκια θεατρίνοι», με συνδετικό ιστό την πρόσφατη και παλιότερη ελληνική ιστορία και τα ρεμπέτικα και άλλα τραγούδια που συνδέονται με τα γεγονότα της (Μικρασιατική καταστροφή).