«Κάθε απόγευμα, ο τορέρο στην οθόνη θνήσκει»*
Στο σπίτι πλάι στη θάλασσα, σε θυμάμαι. Ανοίγω τον υπολογιστή και σερφάρω στο ίντερνετ. Βάζω τον Ταμίνο στο repeat και τον αφήνω να τραγουδά για το αγόρι που δεν ξέρει μήπως είναι μηχανή, τα κορίτσια στο λόφο, τις δροσερές νύχτες που ανησυχείς για το αν αξίζεις όσα ζεις. Μόλις τελειώνει, πάμε από την αρχή – γιατί τίποτα, ποτέ, δεν τελειώνει. Διαβάζω Μπαζέν και παίζω βιντεάκια από ατυχήματα σε λούπα. Το αγωνιστικό τουμπάρει και παίρνει φωτιά. Ο αλεξιπτωτιστής προσκρούει στο βράχο. Ο ταυρομάχος πεθαίνει, ξανά και ξανά, κι έτσι γίνεται αθάνατος. Κοιτάω τη θάλασσα, τα κύματα που έρχονται και ξανάρχονται. Το ίντερνετ είναι γεμάτο φαντάσματα.
Στο χωριό δε με αναγνωρίζουν. «Κοπελιά», με φωνάζουν. «Κοπελιά, τι έπαθε το χέρι σου; Πώς πίνεις τον καφέ σου, κοπελιά;» Εσένα δε σε φώναζαν ποτέ κοπελιά. Όταν δεν ήξεραν τ' όνομά σου, έλεγαν «παιδί» ή «νεαρή», ή κάπου κάπου «παλικάρι», αν δεν έβλεπαν καλά, κι ύστερα έτρωγαν τη γλώσσα τους όταν άνοιγες το στόμα σου κι άκουγαν φωνή που την περνούσαν γυναικεία. Γιατί άντρας, γυναίκα, τι άλλο να ’ναι κανείς, ε; Για το ατύχημα οι εφημερίδες έγραψαν «νεαρό άτομο, ηλικίας...» και «τραγική φιγούρα» και «δυο κοπέλες», όταν ανέφεραν κι εμένα. Κοπέλα μόνο εξαιτίας μου.
Εικόνες σου περνάνε πάλι από το timeline μου. Το ηττημένο αυτοκίνητο, η γέφυρα, ο κάμπος. Κάνω report και μπλοκάρω. Ο Ταμίνο τραγουδάει ευάλωτος και όμορφος κι εγώ κοιτάω πέρα, τη θάλασσα, να μη δω. Είναι απόγευμα και σε φαντάζομαι στα κύματα, για λίγο, αλλά δεν έρχεσαι.
Ναταλία Θεοδωρίδου
*Μπαζέν, Α. «Νεκρός κάθε απόγευμα», Τι είναι ο Κινηματογράφος: Οντολογία και Γλώσσα, Αιγόκερως 1988.