Οι γείτονες, αηδιασμένοι, σχολιάζουν:
— Τόσον καιρό άνεργος στα μετακόσμια,
έγινε οκνηρός.
Δεν έχει διάθεση για πρόνοια.
— Καλύτερα να τον σκότωνε ο Επίκουρος,
παρά έτσι που τον διέφθειρε.
Τώρα στις φυλλάδες, κατάντησε περίγελος
του Ιππόλυτου και του Λακτάντιου.
Στην πόρτα, ακούγεται το κλειδί του να γυρίζει.
Απ΄ τα θερινά ανάκτορα γύρισε εσπευσμένα.
Οι φήμες τελικά είν’ αληθινές (;)
Ο Δίας — μόνος —
αγνώριστος από το πάχος,
βούλιαξε με πάταγο
σε μια ετοιμόρροπη πολυθρόνα στο σαλόνι.
Εξαντλήθηκε να κάνει
άσκοπους κύκλους στο διάστημα.
(Ο χαμένος χρόνος τον εξάρθρωσε.)
Δε νιώθει πλέον, να ορίζει τον εαυτό του.
Αμίλητος, ατμίζει με βλέμμα απλανές.
Δεν είν’ ευερέθιστος όπως παλιά.
Στην εποχή του,
ως διαβόητος ηγέτης, έγινε μύθος.
Τ’ όνομά του δόθηκε σ’ έναν γιγάντιο πλανήτη.
Τώρα μ’ αυτό, στους δρόμους, γυρίζουν σκύλοι
και ομάδες αστυνομικών με μηχανές.
Απομονωμένος σε λίγα τετραγωνικά,
αναπολεί τη χαμένη του αίγλη.
Συγκινήθηκε με τη γιορτή που έστησαν
προς τιμήν του στο Λιτόχωρο.
Στο ίντερνετ, διαβάζει με προσήλωση
τον ύμνο που του ‘γραψε κάποτε ο Κλεάνθης.
Διασκεδάζει με τη «Μυθωδία» στη διαπασών.
Περιμένοντας ένα θαύμα,
η έννοια του χρέους
επαναπροσδιορίζεται ερήμην του.
Δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.
Γέμισε το πιάτο, με ό,τι βρήκε στο ψυγείο.
Η τηλεόραση τον νανούρισε
μέχρι που βυθίστηκε
σε ύπνο χωρίς όνειρα.
Νομίζει ότι κοιμάται.