Η πασαρέλα του πηλού

Ξα­νά στη Δρά­μα δέ­κα χρό­νια με­τά. Επι­στρο­φή στο τό­τε, που υπο­κρι­νό­ταν πως εί­χε τά­χα πά­ψει να την πο­νά­ει.
Εκεί πά­λι, πλάι στα νε­ρά των πη­γών της Αγί­ας Βαρ­βά­ρας, στο­χα­ζό­ταν στο ευ­ερ­γε­τι­κό λυ­κό­φως, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας μη­χα­νι­κά τις πά­πιες ν’ αλ­λά­ζουν συ­νέ­χεια ρό­τα, σε μια αδιά­κο­πη με­τα­κί­νη­ση, φαι­νο­με­νι­κά χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό… Όπως κι η ίδια.
Κι όμως εί­χε έρ­θει εδώ, σ’ αυ­τό το από­λυ­το πε­ρι­βάλ­λον για να κα­τα­δυ­θεί σε μια εσω­τε­ρι­κή εν­δο­σκό­πη­ση που θα έβα­ζε τις βά­σεις για –ει­λημ­μέ­νες από και­ρό– μελ­λο­ντι­κές απο­φά­σεις.
Της άρε­σε η μο­να­ξιά, ίσως και να την επι­ζη­τού­σε μα­κριά από τις ακα­τά­σχε­τες φλυα­ρί­ες των αν­θρώ­πων.
Ένα επι­φώ­νη­μα έκ­πλη­ξης πί­σω της ακύ­ρω­σε στο­χα­σμούς, εν­δο­σκο­πή­σεις, κυ­ρί­ως τη ζη­τού­με­νη μο­να­ξιά.

«Εσύ εδώ; Δεν το πι­στεύω!»

Γύ­ρι­σε ξαφ­νια­σμέ­νη προς τη γυ­ναί­κα που εί­χε ει­σβά­λει απρό­σκλη­τη στο ιδιό­τυ­πο ησυ­χα­στή­ριό της. Και φα­νε­ρά ενο­χλη­μέ­νη κα­τέ­φυ­γε σε ασή­μα­ντες τυ­πι­κό­τη­τες, ελ­πί­ζο­ντας η ει­σβο­λή να ήταν σύ­ντο­μη και πε­ρα­στι­κή.
Όταν, ωστό­σο, την εί­δε να τρα­βά­ει μια κα­ρέ­κλα να κά­τσει δί­πλα της, ήξε­ρε πως ού­τε σύ­ντο­μη, ού­τε πε­ρα­στι­κή θα ήταν.
Μ’ έναν κα­ται­γι­σμό ερω­τή­σε­ων για την επι­στρο­φή της, για το πό­σο και­ρό θα έμε­νε, για τα μελ­λο­ντι­κά σχέ­διά της στην πό­λη, η ει­σβο­λέ­ας, αντί να πτοη­θεί από τις μο­νο­λε­κτι­κές απα­ντή­σεις της, άρ­χι­σε να τη βομ­βαρ­δί­ζει με πλη­ρο­φο­ρί­ες για πρό­σω­πα και ση­μεία της πό­λης που εκεί­νη ήθε­λε δια­κα­ώς να ξε­χά­σει. Ήταν σα­φής η διά­θε­σή της να τη φέ­ρει σε δύ­σκο­λη θέ­ση και δεν θα έφευ­γε αν δεν ολο­κλή­ρω­νε τον σκο­πό της.
Η μα­τιά της –μα­τιά κλέ­φτρας κίσ­σας– έπε­σε σ’ ένα φυλ­λά­διο ξε­χα­σμέ­νο πά­νω στο τρα­πέ­ζι, που δια­φή­μι­ζε μια πε­ριο­χή κο­ντά στη Δρά­μα, διά­ση­μη, υπο­τί­θε­ται, για τις θε­ρα­πευ­τι­κές της ιδιό­τη­τες. «Λα­σπό­λου­τρα των Κρη­νί­δων» – η άλ­λη εί­χε αρ­πά­ξει την λεία της κι ακά­θε­κτη πια συ­νέ­χι­ζε τον μο­νό­λο­γό της, επι­χει­ρη­μα­το­λο­γώ­ντας υπερ­θε­τι­κά για τα φο­βε­ρά οφέ­λη των συ­γκε­κρι­μέ­νων λα­σπό­λου­τρων.

«Πη­γαί­νει ο κό­σμος και πλη­ρώ­νει έναν σκα­σμό λε­φτά στα ιν­στι­τού­τα ομορ­φιάς, ενώ εκεί μ’ ελά­χι­στο κό­στος μπο­ρεί να τα κά­νει όλα σ’ ένα: ανα­ζω­ο­γό­νη­ση, απο­το­ξί­νω­ση, ανά­πλα­ση του δέρ­μα­τος, σύ­σφιγ­ξη, βε­λού­δι­νη επι­δερ­μί­δα, μαλ­λιά απα­λά και στιλ­πνά, χα­λά­ρω­ση κι ευ­ε­ξία. Μπο­ρώ να σε πάω κι αύ­ριο αν το απο­φα­σί­σεις», διεκ­δι­κού­σε την υπο­τα­γή της με κα­νό­νες τη­λε­ο­πτι­κών πρω­ι­νά­δι­κων, σε μια προ­σπά­θεια να μην της αφή­σει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο άρ­νη­σης ή ακό­μη κι αμ­φι­σβή­τη­σης.
Φα­νε­ρά, πλέ­ον, εκεί­νη εκνευ­ρι­σμέ­νη, ήθε­λε να χλευά­σει όλους αυ­τούς τους ισχυ­ρι­σμούς, έτσι κι αλ­λιώς η ίδια δεν πί­στευε στις με­θό­δους και στα θαύ­μα­τα της επί­πλα­στης ομορ­φιάς που υπό­σχο­νταν τα διά­φο­ρα ιν­στι­τού­τα. Και σί­γου­ρα δεν θα εμπι­στεύ­ο­νταν τις το­πι­κής εμ­βέ­λειας θε­ω­ρί­ες πως η λα­σπο­θε­ρα­πεία πε­τύ­χαι­νε αυ­τό που δεν κα­τά­φερ­ναν οι πο­λυ­δια­φη­μι­ζό­με­νες πα­νά­κρι­βες επώ­νυ­μες κρέ­μες. 
Θα τα χλεύ­α­ζε όλα αυ­τά –απο­φά­σι­σε την προ­σω­πι­κή της αντί­δρα­ση– στον ίδιο τον χώ­ρο που υπο­τί­θε­ται πως συ­ντε­λού­νταν τα θαύ­μα­τα της φύ­σης. Εκεί θα ακύ­ρω­νε υπερ­φί­α­λους ισχυ­ρι­σμούς και έω­λες ελ­πί­δες. Κι απο­δέ­χτη­κε την πρό­τα­ση για μια επί­σκε­ψη στις Κρη­νί­δες.
Μό­νο από πε­ριέρ­γεια, ξε­κα­θά­ρι­σε και, προ­φυ­λάσ­σο­ντας τον εαυ­τό της, τό­νι­σε πως όχι, η ίδια δεν θα λου­ζό­ταν με τί­πο­τα στη λά­σπη.
Πα­ρέ­μει­νε αμί­λη­τη σε όλη τη δια­δρο­μή. Άκου­γε μό­νο ακα­τά­παυ­στες πε­ρι­γρα­φές για τις διά­φο­ρες τυ­πι­κές δια­δι­κα­σί­ες: ει­σι­τή­ριο, ανα­ψυ­κτι­κά, σπι­τι­κά εδέ­σμα­τα…
Πυ­κνή βλά­στη­ση τις υπο­δέ­χτη­κε – Κρύ­βε­ται επι­με­λώς η «πι­σί­να του Σι­λω­άμ», σκέ­φτη­κε.
Η φί­λη βιά­στη­κε να εξα­φα­νι­στεί, δεν κρα­τιό­ταν, εί­πε, να νιώ­σει στο κορ­μί της την υπέ­ρο­χη μέ­θε­ξη.
Έμει­νε, λοι­πόν, μό­νη, έξω από την εί­σο­δο που πέ­ρα από αυ­τήν υπο­τί­θε­ται πως συ­ντε­λού­νταν όλα εκεί­να τα θαυ­μα­στά.
Και απο­φά­σι­σε να μπει στο χώ­ρο. Με δι­στα­κτι­κά βή­μα­τα στην αρ­χή – το άγνω­στο πά­ντα την απω­θού­σε, η πε­ριέρ­γεια, όμως, απο­δεί­χτη­κε δυ­να­τό­τε­ρη.
Μπρο­στά της ο κα­φε­τής βούρ­κος, και μέ­σα του ανα­δεύ­ο­νταν πε­ρί­ερ­γα πλά­σμα­τα, σαν μό­λις βγαλ­μέ­να από ερ­γα­στή­ριο γλύ­πτη αλ­λο­πρό­σαλ­λης ει­κα­στι­κής άπο­ψης.
Γυ­ναί­κες αναμ­φί­βο­λα, που όμως ήταν δύ­σκο­λο να ξε­χω­ρί­σει τη θη­λυ­κή τους υπό­στα­ση, αφού ήταν όλες «εν­δε­δυ­μέ­νες» με την ίδια ιδιό­τυ­πη λα­σπω­μέ­νη κά­λυ­ψη. Λες και δεν διέ­θε­ταν τα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του φύ­λου τους. Μό­νο μά­τια σφα­λι­σμέ­να ή ορ­θά­νοι­χτα να ξε­φεύ­γουν από την κα­τα­χνιά της λά­σπης. Αγριεύ­τη­κε, ανα­ρω­τή­θη­κε τι γύ­ρευε σ’ αυ­τόν τον τό­πο που εκ­μη­δέ­νι­ζε ταυ­τό­τη­τες, φύ­λα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, δη­μιουρ­γώ­ντας πα­νο­μοιό­τυ­πα πή­λι­να προ­πλά­σμα­τα. Απέ­συ­ρε το βλέμ­μα, ήθε­λε να το βά­λει στα πό­δια, να βγει έξω, να κοι­τα­χτεί στον πρώ­το κα­θρέ­φτη, να ψαύ­σει πρό­σω­πο και σώ­μα, να σι­γου­ρευ­τεί πως τί­πο­τα δι­κό της δεν εί­χε αλ­λά­ξει. Με­ταλ­λα­χτεί.

«Ανό­η­τη, πά­ντα το έβα­ζες στα πό­δια στα δύ­σκο­λα, ανί­κα­νη να αντι­με­τω­πί­σεις τους φό­βους σου, πραγ­μα­τι­κούς ή φα­ντα­στι­κούς», μο­νο­λό­γη­σε. Και… «Θα μεί­νω!» απο­φά­σι­σε.

Απέ­να­ντί της –τόλ­μη­σε πια να κοι­τά­ξει– σε υπε­ρυ­ψω­μέ­νο ση­μείο, ανά­με­σα στο πρά­σι­νο των δέ­ντρων, δυο αγάλ­μα­τα –αγάλ­μα­τα;– σμι­λε­μέ­να μ’ αρ­χέ­γο­να υλι­κά, σε στά­σεις που ακύ­ρω­ναν τη φθαρ­τό­τη­τα του σώ­μα­τος. Ασά­λευ­τα στο πρά­σι­νο φό­ντο αιχ­μα­λώ­τι­ζαν τον χρό­νο στην ακι­νη­σία τους. Και ύστε­ρα ο χρό­νος έγι­νε κί­νη­ση και η ακι­νη­σία απέ­κτη­σε ρυθ­μό, ζωή, υπό­στα­ση και τ’ αγάλ­μα­τα –αγάλ­μα­τα;– άρ­χι­σαν να σα­λεύ­ουν ξαφ­νι­κά σαν από κά­ποιο από­κο­σμο άγ­γιγ­μα και λεύ­τε­ρα πια αφέ­θη­καν στο ευ­ερ­γε­τι­κό χά­δι του ήλιου.
Αγριεύ­τη­κε ξα­νά, θυ­μή­θη­κε πα­λιές ξε­χα­σμέ­νες ιστο­ρί­ες για ξω­τι­κά και νε­ράι­δες που πα­ρα­μό­νευαν στις λί­μνες και τα πο­τά­μια, και γύ­ρι­σε γρή­γο­ρα αλ­λού το βλέμ­μα της.
Κι έπει­τα… Από το ένα ξάφ­νια­σμα στο άλ­λο, από τον εν­δό­μυ­χο φό­βο στη δύ­να­μη του πα­ρά­δο­ξου!
Σε από­στα­ση ανα­πνο­ής, μια σκά­λα δί­κην ιδιό­τυ­πης πα­σα­ρέ­λας, κι ολό­γυ­μνα κορ­μιά, χω­ρίς κα­μιά προ­στα­σία, πα­ρα­δο­μέ­να στον ρε­α­λι­σμό της γύ­μνιας τους, κα­τέ­βαι­ναν αγέ­ρω­χα τα σκα­λιά έως της λά­σπης την υγρή αγκα­λιά. Κορ­μιά που δεν τα λυ­πή­θη­κε ο χρό­νος, χα­λα­ρω­μέ­νες σάρ­κες, γλου­τοί γε­μά­τοι κυτ­τα­ρί­τι­δα, στή­θη πε­σμέ­να, στο­μά­χια και κοι­λιές πα­ρα­δο­μέ­να στη βα­ρύ­τη­τα των σπλά­χνων, εφη­βαία που τα απο­ψί­λω­σαν άγριοι χει­μώ­νες. Κα­τέ­βαι­ναν χω­ρίς αι­δη­μο­σύ­νη, χω­ρίς φό­βο, ιέ­ρειες θαρ­ρείς μιας τε­λε­τής, ενός λου­τρού που θα έσβη­νε τις όποιες ενο­χές εί­χε φορ­τώ­σει ο ανάλ­γη­τος χρό­νος στα σώ­μα­τά τους.
Και κα­θώς βυ­θί­ζο­νταν στον θαυ­μα­τουρ­γό βούρ­κο, έμοια­ζαν να εξα­γνί­ζο­νται από όσα βά­ραι­ναν τα μέ­λη τους λί­γο πριν η λά­σπη τις αγκα­λιά­σει, ακυ­ρώ­νο­ντας την όποια ασχή­μια τους, με­τα­μορ­φώ­νο­ντάς τες σε πλά­σμα­τα σμι­λε­μέ­να από πη­λό, αγάλ­μα­τα –ναι, αγάλ­μα­τα!– ενός άλ­λου κό­σμου. Εν­δε­δυ­μέ­νες, πλέ­ον, μιαν ιδιό­τυ­πη φο­ρε­σιά, μέ­χρις ότου να ξε­πλυ­θούν –πό­σο σύ­ντο­μα και πό­σο ανάλ­γη­τα!– και να επι­στρέ­ψουν στην πρό­τε­ρη μορ­φή τους, σε αυ­τήν που τό­σο ήθε­λαν να ξε­χά­σουν.
Κι εκεί­νη δεν έβλε­πε πια λα­σπω­μέ­νους βούρ­κους, μή­τε κορ­μιά που λα­χτα­ρού­σαν την ένω­σή τους, συ­νου­σία ηδο­νι­κή, με την ιδρω­μέ­νη γη. Έβλε­πε μό­νο τη χθό­νια μά­να, μή­τρα ορ­θά­νοι­χτη, να την κα­λεί στο υγρό της σκο­τά­δι, κι ως άδο­λη ύπαρ­ξη χω­ρίς ντρο­πή ή φό­βο άφη­σε πί­σω τα ρού­χα, και το ενή­λι­κο σώ­μα της, και ει­σήλ­θε έμ­βρυο με παρ­θέ­να μνή­μη σ’ εκεί­νη τη μή­τρα για να γεν­νη­θεί ξα­νά.


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Κώ­στιας Κο­ντο­λέ­ων ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: