Για την ανάληψη της μέρας

(fragments)

Για την ανάληψη της μέρας

Η ψυ­χή πο­λύ νω­ρίς το πρωί.

Ανει­λημ­μέ­νη εί­ναι.

Η μέ­ρα άρ­χι­σε με κλά­μα­τα: ένα τρια­ντά­φυλ­λο· γά­λα στο στό­μα της.

«Δεν μ’ αρέ­σει να δια­βά­ζω το πρωί εφη­με­ρί­δα όπως πα­λιά. Το να δια­βά­ζω ση­μαί­νει για μέ­να ν’ απο­κρυ­πτο­γρα­φώ, να ψά­χνω την κά­θε λέ­ξη, πώς ται­ριά­ζει η μια με την άλ­λη, από πού προ­έρ­χε­ται ο ρυθ­μός που εί­ναι η ει­κό­να. Τώ­ρα όταν δια­βά­ζω θέ­λω να το κερ­δί­ζω με την αξία μου. Το διά­βα­σμα εί­ναι κά­τι σαν δω­ρεά. Κά­νω λοι­πόν το νοι­κο­κυ­ριό, κα­θα­ρί­ζω την κου­ζί­να, πλέ­νω τα δό­ντια μου, σι­δε­ρώ­νω ένα που­κά­μι­σο και στη συ­νέ­χεια λέω: Τώ­ρα κέρ­δι­σες με την αξία σου το διά­βα­σμα, να συν­δυά­σεις τη μια λέ­ξη με την άλ­λη, με την ει­κό­να, με τη σκέ­ψη, με τον ρυθ­μό. Αυ­τή εί­ναι η μέ­ρα μου».[1]

Εί­χαν πε­ρά­σει πολ­λοί μή­νες αφό­του βγή­κα από τον ύπνο.

Τον Απρί­λιο του 2018 κοι­μό­μουν. Άνοι­γα τα μά­τια μου και τα έκλει­να αμέ­σως. Έβλε­πα στον ύπνο μου μό­νο γλυ­κά όνει­ρα. Τη νύ­χτα της 16ης προς 17η Απρι­λί­ου, ήταν σαν να πέ­θαι­να, αλ­λά δεν πέ­θα­να, ξύ­πνη­σα· έφευ­γα απ' το σώ­μα μου: δεν έχω αι­σθαν­θεί με­γα­λύ­τε­ρη ηδο­νή στη ζωή μου, για­τί δεν πέ­θα­να; εί­πα· τι κρί­μα! Ξα­να­κοι­μή­θη­κα μή­πως τυ­χόν και συμ­βεί. Η ελ­πί­δα πε­θαί­νει τε­λευ­ταία. Η αί­σθη­ση με ακο­λου­θού­σε για πολ­λούς μή­νες. Θα πρέ­πει ωστό­σο να πω ότι εί­χα κα­ταρ­ρεύ­σει.

Αγα­πη­τέ Τα­χτσή, βλέ­πω συ­χνά στον ύπνο μου την τε­λευ­ταία φο­ρά που σε εί­δα (1987) και ο ύπνος μου γί­νε­ται ζωή.
Πα­ρο­ξυ­σμός πα­ρο­ξυ­σμός

Ας πού­με ότι ζού­σα ανέ­κα­θεν εκεί.

Εί­μαι το αρ­χείο στο κε­φά­λι μου.

«Η ξά­πλα εί­ναι το ορι­ζό­ντιο αντί­στοι­χο των ονει­ρο­πό­λων δια­δρο­μών του με­λαγ­χο­λι­κού πλά­νη­τα, που περ­πα­τά­ει χω­ρίς να έχει πά­ντα συ­γκε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό. Ο ξα­πλω­μέ­νος άν­θρω­πος δια­σχί­ζει κι αυ­τός πό­λεις και το­πία αλ­λά συ­νή­θως μό­νο μέ­σα στο μυα­λό του, γι’ αυ­τό χρειά­ζε­ται να έχει ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη φα­ντα­σία. Δεν συ­να­ντά­ει πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και μέ­ρη που θα μπο­ρού­σαν από μό­να τους να διε­γεί­ρουν τις σκέ­ψεις του. Όταν εί­μα­στε ξα­πλω­μέ­νοι ανά­σκε­λα με τα μά­τια ανοι­χτά, κοι­τώ­ντας το τα­βά­νι ή τον ου­ρα­νό, το σώ­μα μας χά­νει την αί­σθη­ση των πραγ­μά­των που μας πε­ρι­βάλ­λουν, οι σκέ­ψεις μας αρ­χί­ζουν να πε­τούν. Περ­νώ­ντας σ’ αυ­τή τη θέ­ση αλ­λά­ζει ολό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή μας κα­τά­στα­ση. Δεν μπο­ρού­με να αντι­δρά­σου­με όπως θα αντι­δρού­σα­με πριν από λί­γο, όταν ήμα­σταν όρ­θιοι. Τα ζη­τή­μα­τα που μας απα­σχο­λούν προ­βάλ­λουν υπό δια­φο­ρε­τι­κό φως όταν τα κοι­τά­με από την ορι­ζό­ντια θέ­ση. Σε κα­μία άλ­λη θέ­ση δεν κλο­νί­ζο­νται τό­σο εύ­κο­λα οι βε­βαιό­τη­τες. Όταν ξα­πλώ­νου­με, ίσως επει­δή νιώ­θου­με να αί­ρε­ται η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα που μας κα­τα­κλύ­ζει, ένα με­γά­λο βά­ρος φεύ­γει από πά­νω μας».[2]

Ο Φράν­σις Μπέι­κον [Francis Bacon], στην έκτη συ­ζή­τη­σή του με τον Ντέι­βιντ Σιλ­βέ­στερ [David Sylvester], στον τό­μο Η ωμό­τη­τα των πραγ­μά­των (The Brutality of Fact, Interviews With Francis Bacon, 1975) κα­τα­λή­γει με τον στί­χο του Ουί­λιαμ Σαίξ­πηρ [William Shakespeare] από τον Μάκ­βεθ: «Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow». Δι­καί­ως ο Μπέι­κον αντι­λαμ­βά­νε­ται τον στί­χο ως κυ­νι­κό και θε­ω­ρεί ότι απο­τε­λεί την πλέ­ον υπαρ­ξια­κή ανα­κε­φα­λαί­ω­ση στη λο­γο­τε­χνία.

Στο Βε­ρο­λί­νο σερ­βί­ρουν μό­νον άσπρη ζά­χα­ρη.

Η Εύη εί­ναι ευαί­σθη­τη ευα­γής ευά­ε­ρη ευά­ρε­στη ευ­γε­νής εύ­γευ­στη εύ­γλωτ­τη ευ­γνώ­μων ευ­δαί­μων ευ­δία ευ­διά­λυ­τη ευ­ει­δής ευ­έ­λι­κτη ευ­ερ­γέ­τι­δα ευ­ή­κοη ευ­ή­λια εύ­η­χη εύ­θραυ­στη εύ­θυ­μη ευ­θεία εύ­καμ­πτη ευ­κα­τά­στα­τη ευ­χή εύ­νοια ευ­κί­νη­τη ευ­κλε­ής ευό­κο­σμη εύ­κρα­τη ευ­λύ­γι­στη ευ­κρι­νής ευ­κτι­κή ευ­λο­γία ευ­με­νής ευ­με­τά­βο­λη ευ­νο­ού­με­νη ευό­δω­ση εύ­ο­σμη εύ­πε­πτη ευ­πρε­πής ευ­πρόσ­δε­κτη ευ­προ­σή­γο­ρη ευ­πρό­σω­πη εύ­ρε­ση ευ­ρη­μα­τι­κή εύ­ρος εύ­σπλα­χνη Ευ­ρω­παία ευ­στα­θής ευ­στα­λής εύ­στο­χη εύ­στρο­φη ευ­συ­γκί­νη­τη ευ­συ­νεί­δη­τη ευ­τυ­χία ευ­υ­πό­λη­πτη ευ­φά­ντα­στη εύ­φλε­κτη εύ­φο­ρη ευ­φρα­δής ευ­φρό­συ­νη εύ­χα­ρις ευ­χα­ρί­στη­ση ευ­χά­ρι­στη εύ­ψυ­χη ευώ­δης ευω­δία Ευαγ­γε­λι­σμός

«Η μό­δα, λοι­πόν, πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί σαν ένα σύμ­πτω­μα της τά­σης προς το ιδε­ώ­δες, που επι­κα­λύ­πτει μέ­σα στον αν­θρώ­πι­νο εγκέ­φα­λο ό,τι αι­σχρό, γή­ι­νο κι ακά­θαρ­το συσ­σω­ρεύ­ει η φυ­σι­κή ζωή – σαν μια έξο­χη πα­ρα­μόρ­φω­ση της φύ­σης ή μάλ­λον σαν αδιά­κο­πες και αλ­λε­πάλ­λη­λες προ­σπά­θειες ανα­μόρ­φω­σής της. Σω­στά επί­σης πα­ρα­τη­ρή­θη­κε (χω­ρίς όμως να ανα­κα­λυ­φθεί ο λό­γος) ότι όλες οι μό­δες εί­ναι γοη­τευ­τι­κές, δη­λα­δή σχε­τι­κά γοη­τευ­τι­κές, επει­δή η κα­θε­μιά τους εί­ναι μια και­νούρ­για προ­σπά­θεια, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο πε­τυ­χη­μέ­νη, προς το ωραίο, κά­ποια προ­σέγ­γι­ση ενός ιδα­νι­κού που η επι­θυ­μία του ερε­θί­ζει συ­νε­χώς το ανι­κα­νο­ποί­η­το αν­θρώ­πι­νο πνεύ­μα. Αλ­λά οι μό­δες, αν θέ­λου­με να τις εκτι­μή­σου­με σω­στά, δεν πρέ­πει να θε­ω­ρη­θούν πράγ­μα νε­κρό. Θα ήταν σαν να θαυ­μά­ζα­με τα κρε­μα­σμέ­να κου­ρέ­λια, βου­βά κι άδεια όπως το δέρ­μα του Αγί­ου Βαρ­θο­λο­μαί­ου μέ­σα στο ντου­λά­πι ενός πα­λαιο­πώ­λη. Πρέ­πει να τις φα­ντα­στού­με ζω­ντα­νές, ζω­ντα­νε­μέ­νες από τις ωραί­ες γυ­ναί­κες που τις φό­ρε­σαν. Μό­νον έτσι θα συλ­λά­βου­με το νό­η­μα και το πνεύ­μα τους. Αν λοι­πόν ο αφο­ρι­σμός: Όλες οι μό­δες εί­ναι γοη­τευ­τι­κές, σας ενο­χλεί ως υπερ­βο­λι­κά από­λυ­τος, μπο­ρεί­τε να πεί­τε, και θα εί­στε βέ­βαιοι πως δεν κά­νε­τε λά­θος: Όλες οι μό­δες εί­ναι θε­μι­τό να θε­ω­ρού­νται γοη­τευτι­κές».[3]

Τις γυ­ναί­κες που ερω­τεύ­ο­μαι τις έχει στε­φα­νώ­σει η δε­κα­ε­τία του ’70.

«Μου αρέ­σουν οι λαι­μοί», μου εί­πε η Γ. βγά­ζο­ντας τη γλώσ­σα της και φι­λώ­ντας τον λαι­μό μου (γνω­ρί­ζο­ντας εις το έπα­κρον την διτ­τή υπό­στα­ση της γλώσ­σας), στις 15 Φε­βρουα­ρί­ου 2019, στο De facto. Η λο­γο­τε­χνία διέ­σω­σε και διέ­νει­με το ρή­μα, το ση­μείο, τον χρό­νο, τον τό­πο, το tag (:συμ­βάν).

Όλες οι πι­θα­νές συ­νου­σί­ες έχουν ήδη συ­ντε­λε­στεί.

«Well, I believe in magic and I still believe in dreams», Grace

Ο εαυ­τός δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι ερω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση

«Η μέ­ρα επι­στρέ­φει μ’ όλο τον φαύ­λο κύ­κλο των οχλη­ρών με­λη­μά­των κι υπο­χρε­ώ­σε­ων. Βο­ή­θα μας να στα­θού­με στο ύψος μας και να τα φέ­ρου­με με γέ­λια και χαρ­μό­συ­να πρό­σω­πα σε πέ­ρας, γέ­μι­σε ευ­θυ­μία την ερ­γα­τι­κό­τη­τά μας. Δώ­σε μας ξέ­γνοια­στη ολο­ή­με­ρη ερ­γα­σία. Φέ­ρε μας απο­κα­μω­μέ­νους κι ικα­νο­ποι­η­μέ­νους στα κρε­βά­τια μας, πε­ρή­φα­νους για την ερ­γα­σία μας, και χά­ρι­σέ μας στο πέ­ρας της μέ­ρας το δώ­ρο του ύπνου»,[4] προ­σεύ­χε­ται ο Ρό­μπερτ Λού­ις Στί­βεν­σον [Robert Louis Stevenson] στην προ­σευ­χή που συ­νέ­θε­σε ο ίδιος για οι­κο­γε­νεια­κή χρή­ση, δη­λα­δή γι’ αυ­τόν και την οι­κο­γέ­νειά του. Επι­στρο­φή στο σπί­τι σ' έν’ άλ­λο σπί­τι στο ίδιο σπί­τι έν’ άλ­λο σπί­τι το σπί­τι. Θεέ μου, πό­τε θα χύ­σου­με στον ου­ρα­νό;

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Θά­νου Στα­θό­που­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: