Μέσα στη βάρκα τον έκανε η μάνα του τον Λυσίμαχο, την ώρα που ψάρευε με τον άντρα της στη λίμνη Λυσιμαχεία. Τον τύλιξαν με ό,τι βρήκαν πρόχειρο, τον έχωσαν και σε μια νιτσεράδα που βρόμαγε ψαρίλα, για να ’ναι ζεστός, και την άλλη μέρα γύρισαν στα Γιάννενα, στο Νησί.
Με τον Λυσίμαχο δουλεύαμε μαζί στον ιχθυογεννητικό σταθμό, μαζί ξενυχτούσαμε την περίοδο αναπαραγωγής των ψαριών, μαζί μοιραστήκαμε πολλά πρωινά βουτηγμένοι ως τη μέση στο νερό των χωμάτινων λεκανών ψαρεύοντας μέχρι να ανατείλει για τα καλά ο ήλιος, μαζί ταξιδέψαμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα μεταφέροντας γόνο ψαριών. Ήταν φίλος ο Λυσίμαχος, λιγομίλητος και μοναχικός. Ένα θηρίο. Ήταν ο καλύτερος ψαράς που γνώρισα, όλη του η ζωή μέσα στις λίμνες, δίχτυα, σχοινιά, γαλότσες, απόχες, κουπιά, σιωπή, μοναξιά.
Φτάνοντας στο Νησί, πήρα το στενό δρομάκι που έβγαζε στο σπίτι του. Θυμόμουν ότι ήταν πάνω στο μικρό λιμάνι, λίγο δεξιότερα από εκεί που άραζαν τα καραβάκια. Ήξερα ότι δεν ήταν καλά, μην πας, μου έλεγαν, θα στενοχωρηθείς κι ούτε που θα σε καταλάβει, τίποτε δεν καταλαβαίνει, τα ξέχασε όλα. Τον είδα από μακριά, κοντοστάθηκα, καθόταν με τον αδερφό του τον Πάνο στον ήλιο αντίκρυ, αμίλητοι, στην αυλή, ο ένας δίπλα στον άλλον, με τις μπλε ναυτικές τραγιάσκες τους, καθισμένοι σε δυο ψάθινες καρέκλες.
Χαιρετηθήκαμε με τον Πάνο, είπαμε μια-δυο κουβέντες στα πεταχτά για θέματα υγείας κυρίως, ο Λυσίμαχος ατάραχος, σαν να μην υπήρχα. Γονάτισα μπροστά του και του έπιασα τα γόνατα: Λυσίμαχε, με θυμάσαι;
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και με κοίταξε επίμονα, χαμογέλασε: Σε θυμάμαι.
Ξαφνιάστηκα, κι ο Πάνος, ο αδερφός του, ταράχτηκε και σηκώθηκε όρθιος.
Ναι, σε θυμάμαι, είσαι ο Γιώργος ο Ντόκας, διευκρίνισε με σιγουριά ο Λυσίμαχος.
Άλλα αντ’ άλλων, είπε ο Πάνος απογοητευμένος, δεν θυμάται, ό,τι να ’ναι, δεν θυμάται τίποτε, εμένα μόνο και τη γυναίκα του κάπου κάπου.
Όχι, Λυσίμαχε, δεν είμαι ο Γιώργος ο Ντόκας, ο Γιάννης είμαι, ο Γιάννης που δουλεύαμε μαζί στα ψάρια, στο εκκολαπτήριο;
Η ματιά του άλλαξε, με κοίταξε βαθιά, εξεταστικά, με υποψία.
Ο Γιάννης, Λυσίμαχε, μαζί ξεγεννούσαμε τα ψάρια, τα μεγάλα, εκείνα τα μεγάλα τα ψάρια, σαράντα, πενήντα κιλά που ήταν, που τα είχαμε στις λεκάνες, στις μέσα λεκάνες, τις τσιμεντένιες, που τα αρμέγαμε πριν ανατείλει ο ήλιος; Που κυνηγούσαμε τα βατράχια και τα πουλιά που μας έτρωγαν τα μικρά τα ψαράκια, τα πουλιά που δεν έφευγαν με τίποτε, το θυμάσαι;
Συνέχισε να με κοιτά σταθερά, σαν να προσπαθούσε να οδηγήσει τη ματιά του εκεί που θα ήθελε και όχι στο πουθενά όπου συνήθως τον πήγαινε. Ξαφνικά είπε: Για βάλε, βάλε, βάλε…
Πες του κι άλλα, είπε η γυναίκα του που βγήκε από το σπίτι να με καλωσορίσει, προσπαθεί ο καημένος.
Λυσίμαχε, θυμάσαι που ανεβαίναμε πάνω στον υδατόπυργο, εκείνη την πελώρια ασημί μπάλα, τι ωραία που φαίνονταν οι λεκάνες με τα ψάρια και η λίμνη από ψηλά, εσύ σαν αγριοκάτσικο ανέβαινες, βρε άτιμε, σβέλτος, δεν φοβόσουν τίποτε, τίποτε δεν φοβόσουν, θυμάσαι; Ανοίγαμε τα νερά, ρυθμίζαμε τη θερμοκρασία…
Τα νερά, έτρεχαν τα νερά, μπάλα ασημί, μεγάλη, μεγάλη για βάλε, βάλε, βάλε, ξανάπε με ανυπομονησία ο Λυσίμαχος και οι μύες του προσώπου του συσπάστηκαν και ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να έκανε προσπάθεια να χωθεί σε κάποια εικόνα από αυτές που ίσως περνούσαν αστραπή από μπροστά του.
Το φορτηγό, το κόκκινο, Λυσίμαχε, το γαλάζιο δοχείο μεταφοράς των ψαριών, τα οξυγόνα, γεμίζαμε με νερό και φεύγαμε, ξημέρωμα φεύγαμε μη μας πιάσει η ζέστη στο δρόμο, Κοζάνη, Αλεξανδρούπολη, Τρίπολη, Καστοριά, ταξίδια, όλο ταξίδια, εσύ είχες φαγητό μαζί σου, τσίμες τηγανητές, θυμάσαι; Τρώγαμε παρέα, δεν σου άρεσαν οι τυρόπιτες από το δρόμο.
Βάλε, βάλε, βάλε, Αλεξανδρούπολη; Τα οξυγόνα; Ναι, Καστοριά, είπε ο Λυσίμαχος δυνατότερα και σήκωσε λιγάκι το γείσο από το ναυτικό του καπέλο.
Τα ψάρια τα μεγάλα που είχαν φέρει από έξω τα θυμάσαι, αυτά που τα λέγαμε ουγγαρέζικα;
Τα μεγάλα, που πηδούσαν, είπε, έκαναν πλατς, μεγάλο πλατς, τα μεγάλα, τα μεγάλα που έκαναν πλατς, που πηδούσαν στα νερά, μεγάλα ψάρια, ασήκωτα, πλατς στα νερά…
Μου φάνηκε να βούρκωσε. Ένιωσα αμήχανα σαν να τον ξεβόλευα από τον κόσμο του.
Μόνο εσύ τα έκανες καλά τα μεγάλα ψάρια, Λυσίμαχε, του είπα, ήσουν ο πιο δυνατός απ’ όλους. Και τις βάνες του νερού, εκείνες τις σιδερένιες, τις γκρι, μόνο εσύ τις γυρνούσες με το ένα χέρι, εμείς με τα δυο και δύσκολα.
Εγώ… ψιθύρισε.
Έκανα να σηκωθώ όρθιος να ξεμουδιάσω. Ο Λυσίμαχος νόμισε μάλλον ότι θα φύγω, πετάχτηκε επάνω λες και ήταν νέος όπως και τότε, με πλησίασε, άνοιξε τα χέρια του και με αγκάλιασε όπως τότε, πάντοτε αγκαλιαζόμασταν όταν χωρίζαμε, ήταν σαν συνήθειο, με θυμήθηκες; του ψιθύρισα καθώς στεκόμασταν όρθιοι, αγκαλιασμένοι δίπλα από τη λίμνη, ο Γιάννης είμαι.
Γιάννης; Γιάννης; αναρωτήθηκε ψιθυριστά και με αγκάλιασε πιο σφιχτά, όπως τότε, όταν χωρίζαμε.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιάννη Πάσχου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.