Στις 3 Μαϊου 1694 κηδεύεται η Μαρία Ελισάβετ Μπαχ, 50 ετών. Στις 20 Φεβρουαρίου 1695 πεθαίνει ο Γιόχαν Αμβρόσιος Μπαχ, 50 ετών. Κηδεύεται στις 24 Φεβρουαρίου. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, δίχως μάνα και πατέρα, δεκαετής την ηλικία και ο δεκατριάχρονος αδελφός του Γιόχαν Γιάκομπ μεταβαίνουν από το Άιζεναχ στο Όρντουρφ, όπου διαμένει ο πρωτότοκος αδελφός τους Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ (1671-1721).
Η Εξοχότητά του Άντον Γκύντερ, Κύριου και Προστάτη της πόλης του Άρνσταντ εισέπνευσε την πρωινή δροσιά την Πέμπτη, 9 Αυγούστου 1703 και έσκυψε πάνω από το έγγραφο που είχε μπροστά του. Διόριζε οργανίστα στην Νοϊκίρχε, την Νέα Εκκλησία, τον δεκαοκτάχρονο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, υπογραμμίζοντας πως οι υποχρεώσεις του ήταν να είναι εγκαίρως παρών τις Κυριακές, τις ημέρες εορτασμών και κάθε άλλη μέρα δημόσιων θρησκευτικών τελετών, είχε την ευθύνη του εκκλησιαστικού οργάνου, όφειλε να το χρησιμοποιεί για να αποδίδει ορθώς, αυστηρώς και πρεπόντως τον ορθόν λόγον της Μουσικής προς δόξαν του Υψίστου, να μεριμνά για την συντήρηση του οργάνου, φροντίζοντας να κλίνει το προς την μεσημβρίαν παράθυρο ώστε ο ήλιος να μην διαταράσσει την θερμοκρασία του χώρου, να ενημερώνει σε περίπτωση βλάβης, να μην επιτρέπει σε κανέναν να απλώσει το χέρι του στα πλήκτρα, να είναι εγκρατής ώστε να επιδεικνύει νηφαλιότητα, να αποφεύγει συντροφιές και συναπαντήματα που θα τον αποσπούν από τα καθήκοντά του, να φέρεται με ευγένεια στους ανωτέρους του, πράγμα που τιμά τον έντιμο θεράποντα της Τέχνης και οργανίστα και λοιπά και λοιπά. Έναντι αυτών των υποχρεώσεων, ο ετήσιος μισθός του θα ανέρχεται σε 50 φιορίνια, πλέον 30 τάληρα (επί της εμφανίσει σχετικής απόδειξης) για διατροφή και πληρωμή ενοικίου. Όσο για την προμήθεια ξυλείας προς αντιμετώπιση του χειμωνιάτικου ψύχους, δεν υπήρχε πρόβλεψη.
Δύο χρόνια (παρά τρεις μέρες) αργότερα, το βράδυ της Τετάρτης 5 Αυγούστου 1705, o Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, καθ' οδόν προς την κατοικίαν του, είδε τον κατά ένα χρόνο νεώτερο –και μαθητή του– Γιόχαν Χάινριχ Γκέγιερσμπαχ να σπεύδει με την παρέα του προς το μέρος του και, απειλητικώ τω τρόπω, να ζητάει εξηγήσεις για το σχόλιο του δασκάλου του ότι ήταν ένας ανάξιος φαγκοτίστας, προσβάλοντας με αυτόν τον τρόπο το φαγκότο και κατ΄επέκταση τον ίδιο. Ύψωσε μάλιστα το μπαστούνι του και χτύπησε στο πρόσωπο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος είχε την πίπα του στο στόμα του, οπότε η πίπα έπεσε στο έδαφος και ο οργανίστας ανέσυρε –αμυνόμενος– το ξίφος που έφερε στην μέση του. Επακολούθησε συμπλοκή, κάποιοι επιπόλαιοι τραυματισμοί, υπήρξε ευτυχώς παρέμβαση της παρέας του Γιόχαν Χάινριχ Γκέγιερσμπαχ, οι αντίπαλοι στάθηκαν στα πόδια τους, ξεσκόνισαν τα ρούχα τους, αντήλλαξαν εκφράσεις οργής, την υπόθεση ανέλαβαν οι Αρχές, συνεδρίασαν τρεις φορές, έλαβαν καταθέσεις των δύο αντιπάλων, εξέτασαν μάρτυρες και, απόντων δικαστών (λόγω του θέρους, πιθανώς), «οι διάδικοι αφέθησαν ελεύθεροι και θα ενημερωθούν δια την απόφασιν του δικαστηρίου». Δεν έχουν ενημερωθεί μέχρι σήμερα, παρόλο που ο φάκελος της δικογραφίας είναι πλήρης και φέρει όλες τις εκ του νόμου προβλεπόμενες υπογραφές.
Για τον ορφανό, η ορφάνια είναι αδικία. Τα ευτυχή γεγονότα του βίου έχουν την μορφή της ευκαιρίας που απέφυγε νέα αδικία. Όσο για τα δυσάρεστα γεγονότα, αποτελούν την επιβεβαίωση ότι η αδικία είναι μόνιμη, πολύμορφη και απειλητική, βδέλα κολλημένη στο σαρκίο. Ο ορφανός είναι, με κάποια διαλείμματα, όπου ανασυγκροτεί τον εαυτό του εν αναμονή προσεχών απειλών, σε κατάσταση επιφυλακής. Τα συμβάντα, οι ήχοι και οι απόηχοί τους, είναι επικείμενες προσβολές και επιθέσεις, η αντίδραση λαβαίνει την μορφή αντεπίθεσης προς κάποια διόρθωση της διαφαινόμενης, από στιγμή σε στιγμή, εκδήλωσης της αδικίας, που δεν αποκαθίσταται ποτέ. Τα πάντα έχουν διαστάσεις αδικίας. Τα πάντα απαιτούν προσήλωση στην αρπάγη της αδικίας, στις εκδοχές της πιθανής –διαρκώς αργοπορημένης– διαφυγής, που πολλαπλασιάζονται πριν προσδιορίσουν μιαν επιλογή, η οποίa δεν παύει να στέκει απειλητική, επειδή η αδικία έχει το χάρισμα να κρύβεται στα απόκρυφα, στα δελεαστικά, στα μαγεμένα, στις χάρες, νερό που λιμνάζει, ενώ ακούγεται πως τρέχει. Τα πάντα αποκτούν διαστάσεις πολέμου, πολύ περισσότερο όταν ένα συμπληρωματικό στοιχείο αποκτάει πρωτεύουσα σημασία, επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δηλαδή δεν μειώνει την ισχύ της αδικίας. Δεν έχει σημασία λοιπόν το κτύπημα που ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ δέχτηκε από τον Γιόχαν Χάινριχ Γκέγιερσμπαχ, δεν έχει σημασία ότι υπήρξε συμπλοκή. Σημασία έχει ότι το κτύπημα είχε ως συνέπεια την πτώση της πίπας του οργανίστα στο χώμα, την αδικία ότι η αποκλειστική δημόσια έκθεση στην απολύτως προσωπική απόλαυση του καπνίσματος είχε λάβει τέλος σε ώρα νυχτερινή, όπου το σκότος δυσχεραίνει την αναζήτηση της πεσμένης πίπας, έτσι που πρόκειται για απώλεια δίχως θεραπεία. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ δεν ανέσυρε το ξίφος του προς υπεράσπιση του εαυτού του, αλλά προς τιμωρία του Γιόχαν Χάινριχ Γκέγιερσμπαχ για την αδικία που επεφύλαξε στην πίπα του. Και τι πλέον άθλιο για έναν ορφανό από την εμφάνιση του Γιόχαν Χάινριχ Γκέγιερσμπαχ στις Αρχές, όπου επιδείκνυε ταπεινώς και ευσεβάστως τα σκισίματα της ενδυμασίας του από το σπαθί του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Και πόσο εμβαλωματική η διαβεβαίωση, ενώπιον των Αρχών, της Μαρίας Μπάρμπαρα Μπαχ, της νεώτερης από τις τρεις θυγατέρες του Μίχαελ Μπαχ, πρωτοξάδερφου του Γιόχαν Αμβρόσιου Μπαχ, ότι ο κύριος Γιόχαν Σεμπάστιαν, οργανίστας της Νόικιρχε, δεν είχε πίπα, δεν κάπνιζε, ώστε η αποσιώπηση της αδικίας σε βάρος της πίπας καθιστούσε την υπόθεση μια ασήμαντη νυχτερινή αψιμαχία, ένα λήξαν ζήτημα. Η καθυστέρηση εκ μέρους των Αρχών να εκδώσουν την απόφασή τους, αυτή η ως τις μέρες μας εκκρεμότητα, διατήρησε την αδικία, την πρόσθεσε στις επόμενες, στήριξε τον θυμό που δεν στέκεται να πάρει ανάσα, αλλά ξεσπάει μεμιάς, έτσι που το δίκιο χάνεται. Ο ορφανός χάνει εύκολα το δίκιο του. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ το ξέρει, δεν έπαψε να το χάνει τόσο για τα πολλά όσο και για τα λίγα. Είναι όμως ακατόρθωτο να βάλεις στην άκρη την αδικία της ορφάνιας, που την υπενθυμίζει κάθε άλλη αδικία εντός του πελάγου του βίου. Ο από μικρή ηλικία ορφανός δεν θα προλάβει να ακούσει τις νουθεσίες του πατέρα του. Δεν θα προλάβει να ζεσταθεί στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο ορφανός είναι εντός της ψύχρας του θανάτου. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ παντρεύτηκε την Μαρία Μπάρμπαρα Μπαχ. Την έχασε το 1720, μητέρα επτά παιδιών, ετών 36, η αιτία θανάτου άγνωστη.